Ονουφρίου Ανδρέας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 560

(2000) 2 ΑΑΔ 560

[*560]17 Νοεμβρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6569)

 

Απόπειρα φόνου ― Συστατικά στοιχεία ― Απόδειξη συγκεκριμένης (specific) πρόθεσης δολοφονίας του θύματος με την παράνομη ενέργεια που επιχειρείται.

Απόδειξη ― Ελατήριο ― Δεν αποτελεί παράγοντα στοιχειοθετικό οποιουδήποτε εγκλήματος ― Γίνεται όμως δεκτή μαρτυρία που τείνει να αποκαλύψει την ύπαρξη του λόγω του συσχετισμού της με τα κίνητρα του δράστη να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες.

Απόδειξη ― Μαρτυρία συνεργών στο έγκλημα ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Εφαρμοστέες αρχές.

Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Στοιχεία που συνθέτουν την ενισχυτική μαρτυρία.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας με αναφορά στην ταυτότητα των μαρτύρων προσκρούει στην αρχή της ισότητας των ανθρώπων (των όπου γης ανθρώπων) ενώπιον της δικαιοσύνης.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Παροχή επαρκούς χρόνου και διευκολύνσεων για την ετοιμασία της υπεράσπισης του ― Το δικαίωμα αυτό καθορίζεται από το Άρθρο 12.5(β) του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου ― Το δικαίωμα επιβάλλει τη γνωστοποίηση της κατηγορίας ή των κατηγοριών εναντίον του κατηγορουμένου και του συνόλου της μαρτυρίας στη διάθεση των ανακριτικών αρχών που άπτεται των κατηγοριών εναντίον του.

[*561]Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ειδικοί εμπειρογνώμονες ― Η μαρτυρία του πυροτεχνουργού της Αστυνομίας ότι χρησιμοποιήθηκε υψηλής ισχύος εκρηκτική ύλη σε εκρηκτικό μηχανισμό, ήταν τεκμηριωμένη ― Το Εφετείο δεν επενέβη στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου επί του προκειμένου.

Ποινή ― Απόπειρα φόνου ― Έκρηξη η οποία προκλήθηκε από τη δραστηριοποίηση εκρηκτικού μηχανισμού βόμβας η οποία είχε τοποθετηθεί στον δεξιό πισινό τροχό αυτοκινήτου ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης δεκαοκτώ ετών ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Το πρωϊ της 29ης Οκτωβρίου 1996, ο Μιχαλάκης Μαυρονικόλας, Επαρχιακός Δικαστής ενώ ευρίσκετο στον ισόγειο χώρο εισόδου της οικίας του ακολουθούμενος από την κόρη του Μαρίνα, και κατευθύνετο προς το αυτοκίνητό του, προκλήθηκε έκρηξη από τη δραστηριοποίηση εκρηκτικού μηχανισμού βόμβας, μεγάλης εκρηκτικής ισχύος, η οποία είχε τοποθετηθεί κοντά στο δεξιό πισινό τροχό του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά στο αριστερό άκρο πόδι με απώλεια, αποκοπή δακτύλων (φαλαγγών) και εγκαύματα πρώτου βαθμού. Η Μαρίνα υπέστη εγκαύματα πρώτου βαθμού και εκδορές στο σώμα. Για την υπόθεση αυτή συλλήφθηκε και καταδικάσθηκε ο Ανδρέας Μ. Ονουφρίου, ιδιοκτήτης της κλινικής Paramedic στη Λεμεσό. Αυτός χρωστούσε ενοίκια της κλινικής του ύψους £5.000, είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον του και η εξέταση του ως προς τη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους του με μηνιαίες δόσεις τέθηκε ενώπιον του κ. Μαυρονικόλα. Ο εφεσείων πρόβαλε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους του. Ο κ. Μαυρονικόλας διέταξε όπως κληθούν ακόμα τρεις μάρτυρες προς διαφώτιση του Δικαστηρίου σχετικά με την ικανότητα του εφεσείοντος να αποπληρώσει το χρέος του με δόσεις.

Έρευνες της Αστυνομίας στα υποστατικά του εφεσείοντος αποκάλυψαν ότι κατείχε όλα τα υλικά από τα οποία θα μπορούσε να κατασκευαστεί η βόμβα που τοποθετήθηκε στο σπίτι του κ. Μαυρονικόλα.

Ο εφεσείων καταδικάσθηκε από το Κακουργιοδικείο για απόπειρα φόνου του Δικαστή Μαυρονικόλα και της κόρης του Μαρίνας.

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δεκαοκτώ ετών.

Εκτός από την αποκάλυψη των προθέσεων του εφεσείοντος στον Μ.Κ. 63, βασικό μάρτυρα κατηγορίας, και αργότερα την ομολογία του εγκλήματος στον ίδιο μάρτυρα, αποκαλυπτική των προθέσεων του [*562]για το τι επιδίωκε με την τοποθέτηση της βόμβας, η υπόλοιπη μαρτυρία είναι περιστατική.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το ελατήριο δεν αποτελεί παράγοντα στοιχειοθετικό οποιουδήποτε εγκλήματος. Γίνεται όμως δεκτή μαρτυρία που τείνει να αποκαλύψει την ύπαρξή του λόγω του συσχετισμού της με τα κίνητρα του δράστη να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, ικανής να διαφωτίσει για τους σκοπούς που επιδιώκονται μ’ αυτές.

Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 63 και του Μ.Κ. 69 ως μαρτυρία συνεργών (accomplices). Ο Μ.Κ. 63 είχε μεριμνήσει κατ’ εντολή του εφεσείοντος, να μεταφέρει όπλα, εκρηκτικές ύλες, πυροκροτητές και ηλεκτρικούς διακόπτες από διαμέρισμα το οποίο ενοικίαζε ο εφεσείων σε άλλα υποστατικά στην οδό Αγίου Ανδρέου που του παραχώρησε ο μάρτυρας κατηγορίας Μ.Κ. 69. Το Κακουργιοδικείο προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που ενέχει η αποδοχή της μαρτυρίας συνεργού στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ. 63 ενισχύετο από τη μαρτυρία που έτεινε να αποδείξει το συσχετισμό του εφεσείοντος με τα υποστατικά στα οποία ανευρέθηκαν τα σύνεργα του εγκλήματος, από την ανεύρεση τους και τα δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντος σε αυτά. Η ίδια μαρτυρία κρίθηκε ότι συνιστούσε ενίσχυση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 63 που αφορούσε την αποκάλυψη σ’ αυτόν των προθέσεων του εφεσείοντος έναντι του Επαρχιακού Δικαστή, όπως και τη μετέπειτα ομολογία του εγκλήματος.  Προς την ίδια κατεύθυνση θεωρήθηκε ότι κατέτεινε και η μαρτυρία του δικηγόρου του εφεσείοντος (στην αίτηση) στον οποίο διατύπωσε τη δυσφορία του για το δικαστή και την πεποίθηση του ότι ο δικαστής θα ικανοποιούσε τις αξιώσεις της αντιδίκου του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Δεν καταδείχθηκε πρόθεση για τη δολοφονία του Δικαστή Μαυρονικόλα και της θυγατέρας του.

2) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 63 είναι εσφαλμένη.

3) Η διαπίστωση ότι χρησιμοποιήθηκε εκρηκτική ύλη υψηλής ισχύος, είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης της αξιοπιστίας του πυ[*563]ροτεχνουργού Σιακαλλή.

4) Παράλειψη της Αστυνομίας να διαθέσει στον εφεσείοντα προς εξέταση, από πραγματογνώμονες, το αυτοκίνητο του θύματος.

5) Παράλειψη της Αστυνομίας να διαθέσει στον εφεσείοντα, την πρώτη κατάθεση του Μ.Κ. 63.

6) Δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης λόγω της απόσπασης και κατακράτησης σημειώσεων του εφεσείοντος που ετοίμασε για την αντεξέταση μαρτύρων, από τις αρχές των φυλακών.

Ο εφεσείων προσέβαλε και την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική, ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, στις οποίες, όπως ισχυρίσθηκε, δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απόπειρας φόνου πρέπει να αποδειχθεί θετικά η ύπαρξη πρόθεσης δολοφονίας του προοριζομένου θύματος. Στην παρούσα υπόθεση έχει αποδειχθεί τέτοια πρόθεση. Το Κακουργιοδικείο μπορούσε, υπό το πρίσμα της μαρτυρίας και της κρίσης του για την αξιοπιστία της να προβεί στα ευρήματα του τα οποία τεκμηριώνουν την πρόθεση του εφεσείοντος να δολοφονήσει και τα δύο θύματα του εγκλήματος.

2.  Η ποινή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική. Το Κακουργιοδικείο έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος.  Το έγκλημα του εφεσείοντος είναι φρικαλέο και επίσης επεκτείνεται σε υπονόμευση του βάθρου της Πολιτείας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Andreou v. Republic (1977) 2 C.L.R. 81,

Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41,

Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1,

Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984,

[*564]Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 C.L.R. 258,

Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056,

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1718,

Jespers v. Belgium No. 8404/78, 27 DR 61 at 87 [1981] Com Rep,

CM Res Dh [82]3,

Edwards v. U.K. A 247B [1992],

Cf Schuler-Zgraggen v. Switzerland A 263 [1993],

Makris Alias Petinos v. Police (1961) C.L.R. 330,

Fouri a.ο. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,

Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231,

Georghiou “Kkolis” v. Republic (1961) C.L.R. 53.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και�Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του  Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Παπαδοπούλου, Π.Ε.Δ., Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ. και Λιάτσου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 14145/97), ημερομηνίας 5/8/98, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για την απόπειρα φόνου του Επαρχιακού Δικαστή Μιχαλάκη Μαυρονικόλα και της θυγατέρας του, κατά παράβαση του Άρθρου 214(α) του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 3/62, και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δεκαοκτώ ετών.

[*565]Α. Ευτυχίου με Ν. Νεοκλέους, για τον Εφεσείοντα.

Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: To Kακουργιοδικείο καταδίκασε τον Ανδρέα Ονουφρίου για απόπειρα φόνου του Επαρχιακού Δικαστή, Μιχαλάκη Μαυρονικόλα και της θυγατέρας του Μαρίνας, μαθήτριας της προδημοτικής, και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δεκαοκτώ ετών. Ακολουθώντας την πρακτική που προκρίθηκε στην Panayiotis Chr. Andreou v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 81, 90-91, το Κακουργιοδικείο δεν εξέδωσε ετυμηγορία σε δύο διαζευκτικές κατηγορίες για την πρόκληση εκ προθέσεως βαριάς σωματικής βλάβης στα δύο θύματα του εγκλήματος κατά παράβαση του άρθρου 228(γ) του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, αδικήματα τα οποία επισύρουν την ίδια ποινή όπως και το έγκλημα της απόπειρας φόνου, φυλάκιση δια βίου.

Το πρωΐ της 29ης Οκτωβρίου 1996, ο Μιχαλάκης Μαυρονικόλας ακολουθώντας το καθημερινό πρόγραμμα διακίνησής του τις εργάσιμες μέρες, ετοιμάστηκε να πάει στην εργασία του μεταφέροντας καθ’ οδό, ως η καθημερινή ρουτίνα, τη Μαρίνα στο σχολείο της. Ακολουθούμενος από τη Μαρίνα κατέβηκε από την ανώγειο κατοικία τους στον ισόγειο χώρο εισόδου για να πάρει το αυτοκίνητό του. Αφού μετακίνησε το αυτοκίνητο της συζύγου του, που ήταν σταθμευμένο πίσω από το δικό του, οπισθοδρομώντας στο δημόσιο δρόμο και ελευθέρωσε τη διάβαση για την έξοδο του δικού του αυτοκινήτου, προχώρησε ακολουθούμενος από τη μικρή του κόρη προς το αυτοκίνητό του. Όταν προσέγγισε σε σημείο του διαδρόμου παραπλεύρως του πισινού δεξιού τροχού σημειώθηκε έκρηξη η οποία τον έριξε στο δάπεδο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Πιο τυχερή φάνηκε η κόρη του η οποία όντας πίσω από τον πατέρα της και επομένως πιο μακρυά από τον τόπο της έκρηξης διέφυγε σοβαρό τραυματισμό.

Η έκρηξη προκλήθηκε από τη δραστηριοποίηση του εκρηκτικού [*566]μηχανισμού βόμβας, η οποία είχε τοποθετηθεί κοντά στο δεξιό πισινό τροχό του αυτοκινήτου προορισμένη να εκραγεί είτε με τη διασάλευση μισίνας, στην οποίαν είχε προσδεθεί, ανυψωμένη 20 εκατοστά πάνω από το δάπεδο, ή με την παραμικρή κίνηση του αυτοκινήτου. Η έκρηξη προκλήθηκε από την επαφή του κ. Μαυρονικόλα με τη μισίνα την οποία άγγιξε βαδίζοντας ανύποπτος προς το αυτοκίνητό του για να το πάρει και να φύγει. Οι κακώσεις του κ. Μαυρονικόλα ήταν πολλές, σοβαρές και επώδυνες.   Από τη δύναμη της έκρηξης ο κ. Μαυρονικόλας εκτινάχθηκε  στον αέρα και στη συνέχεια έπεσε στο δάπεδο του διαδρόμου της εισόδου, διερωτώμενος αν ήταν ζωντανός. Τα παπούτσια του εκτινάχθηκαν. Η ιατρική μαρτυρία αποκάλυψε ότι υπέστη βαθύ θλαστικό τραύμα το οποίο συνέθλιψε το αριστερό του άκρο πόδι με απώλεια, αποκοπή δακτύλων (φαλαγγών) και εγκαύματα πρώτου βαθμού. Στο αριστερό πόδι υπέστη κατάγματα. Όπως διαπιστώνει το Κακουργιοδικείο, το αριστερό πόδι ήταν ουσιαστικά διαλυμένο.  Ο κ. Μαυρονικόλας υποβλήθηκε σε σειρά χειρουργικών επεμβάσεων με καλά αποτελέσματα, πλην η κατάσταση των οστών του προκαλεί δυσκολία στη βάδιση, στην ορθοστασία, όπως επίσης και πόνο. Η Μαρίνα υπέστη εγκαύματα πρώτου βαθμού και εκδορές στο σώμα. Η έκρηξη την άφησε έντρομη και για μικρό χρονικό διάστημα άλαλη. Η Αστυνομία προσέτρεξε στη σκηνή ταχέως μετά την έκρηξη και άρχισε έρευνες για την ανίχνευση του εγκλήματος. Τα θύματα μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Όλα τα αντικείμενα τα οποία είχαν σχέση με την έκρηξη, περιλαμβανομένης και της σκόνης που αφέθηκε στο δάπεδο περισυνελλέγησαν και υποβλήθηκαν σε επιστημονική εξέταση.

Τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε η βόμβα, ο μηχανισμός πυροδότησής της και η εκρηκτική ισχύς της περιγράφτηκαν με λεπτομέρεια από τον πυροτεχνουργό της Αστυνομίας, Ανώτερο Υπαστυνόμο, Αντώνη Σιακαλλή, (Μ.Κ.36). Ο ίδιος περιέγραψε και τον τρόπο με τον οποίο ακούσια ο κ. Μαυρονικόλας πυροδότησε τον εκρηκτικό μηχανισμό της βόμβας. Επρόκειτο για αυτοσχέδια βόμβα μεγάλης εκρηκτικής ισχύος, αποτελούμενης από εκρηκτική ύλη την οποία καθόρισε από τα τεκμήρια τα οποία συνελλέγησαν από τη σκηνή του εγκλήματος, προορισμένη να πυροδοτηθεί με ένα από τους ακολούθους δύο τρόπους, (α) μετά από επαφή με μισίνα η οποία είχε προσδεθεί από τη μια μεριά στη βόμβα και από την άλλη σε καρέκλα που ήταν στη δίοδο, σε ύψος είκοσι εκατοστών, ή (β) με την παραμικρή κίνηση του αυτοκινήτου.  Ως αποτέλεσμα της έκρηξης δημιουργήθηκε ισχυρό εκρηκτικό κύμα με ταχύτητα ωστικού [*567]κύματος (κινούμενο), 25000 ποδών ανά δευτερόλεπτο και μεγάλη θερμοκρασία της τάξης των 3500 βαθμών. Τα θύματα του εγκλήματος απέφυγαν το μοιραίο λόγω της πρόσκρουσης του ωστικού κύματος στον πίσω τροχό του αυτοκινήτου και της μεταβολής της κατεύθυνσής του. Διαφορετικά, αν τα θύματα γίνονταν άμεσοι δέκτες του κύματος, μοιραία θα ήταν τα αποτελέσματα της έκρηξης.

Οι έρευνες της Αστυνομίας για τον εντοπισμό του δράστη στράφηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις, περιλαμβανομένης και εκείνης που αφορούσε το δικαστικό έργο του κ. Μαυρονικόλα.   Εξέτασε αριθμό δικαστικών υποθέσεων των οποίων ο κ. Μαυρονικόλας είχε πρόσφατα επιληφθεί. Μεταξύ αυτών ήταν και η Αίτηση αρ. 45/95, αίτηση για την εξέταση του χρεώστη (του εφεσείοντος) ως προς τη δυνατότητα αποπληρωμής  χρέους του με μηνιαίες δόσεις. Αιτήτρια ήταν η εξ αποφάσεως δανείστρια, Ελίζαπεθ Τορναρίτου και καθ’ ου η αίτηση, χρεώστης, ο Ανδρέας Μ. Ονουφρίου ιδιοκτήτης της κλινικής Paramedic στη Λεμεσό. Το χρέος ύψους £5,000, προέκυψε από την παράλειψη του χρεώστη  να καταβάλει οφειλόμενα  ενοίκια για την κλινική του.  Η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του κ. Μαυρονικόλα στις 16 Οκτωβρίου 1996 και ορίστηκε για ακρόαση στις 21 Οκτωβρίου 1996.  Την ημέρα εκείνη εξετάστηκε ο εφεσείων ο οποίος πρόβαλε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους του. Μετά το πέρας της μαρτυρίας του ο δικαστής  έκρινε ορθό όπως κληθούν ακόμα τρεις μάρτυρες προς διαφώτιση του δικαστηρίου σχετικά με την ικανότητα του χρεώστη να αποπληρώσει το χρέος του με δόσεις και διέταξε την κλήτευσή τους να παραστούν και να καταθέσουν στις 7 Νοεμβρίου 1996, την ημέρα που ανέβαλε τη συνέχιση της ακρόασης της αίτησης. Τέτοια εξουσία για την κλήτευση μαρτύρων σε αιτήσεις μηνιαίων δόσεων παρέχεται στο Δικαστήριο από το Άρθρο 89, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Ο εφεσείων θεώρησε τη στάση του δικαστή εχθρική, όπως είπε στο δικηγόρο του. Αισθανόταν, του ανέφερε, ότι ο δικαστής ήταν προκατειλημμένος εναντίον του και ότι η τύχη της υπόθεσής του είχε προαποφασιστεί. Χαρακτηριστικά του ανέφερε «Ήντα ξέρω η κκελλέ μου εν κομμένη που τα τωρά», δήλωση την οποία επεξήγησε στο δικηγόρο του λέγοντας του «ό,τι θέλουν οι Αιτητές θα το πάρουν». Η έκβαση της αίτησης απασχολούσε σοβαρά τον εφεσείοντα· πίστευε ότι οποιαδήποτε απόφαση εναντίον του θα παρενέβαλλε ουσιαστικά κωλύματα για την πραγμάτωση του μεγαλεπήβολου σχεδίου του να μετατρέψει την κλινική του σε ιδιωτικό νοσοκο[*568]μείο.

Τη μεγάλη του ανησυχία, για την τροπή που πήρε η Αίτηση 45/95, ο εφεσείων εκμυστηρεύτηκε στο μάρτυρα Ανδρέα Ξάνθου (Μ.Κ.63), με τον οποίο είχε, όπως ο τελευταίος κατέθεσε, σχεδόν καθημερινή επαφή. Σε ερώτηση του  Ξάνθου προς τον Ονουφρίου, σε τί οφειλόταν η μετάβασή του στο δικαστήριο του είπε ότι, «έχει κάποιο δικαστή που με πιέζει πάρα πολύ και πρέπει να τον σκοτώσω», και στην ερώτηση γιατί να τον σκοτώσει, εκείνος του είπε ότι “είχε πίεση πολλή και δεν τα έβγαλε πέρα”, και στη συνέχεια είπε ότι θα τον σκότωνε με βόμβα, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι είχε όλα τα υλικά και όλα τα εφόδια για την κατασκευή της. Η μαρτυρία αποκάλυψε, και το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, ότι γνώση για την κατασκευή βομβών ο εφεσείων απέκτησε κατά τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά στην Ομάδα Υποβρύχιων Καταστροφών, όπου υπηρέτησε.

Η τοποθέτηση βόμβας στο σπίτι του δικαστή αποτέλεσε αντικείμενο και δεύτερης συνομιλίας μεταξύ του Ξάνθου και του εφεσείοντος. Αυτή πραγματοποιήθηκε σε συνάντηση για φαγητό το βράδυ της 29ης Οκτωβρίου, μετά τη διάπραξη του εγκλήματος. Ο Ξάνθου άκουσε τα της τοποθέτησης βόμβας στο σπίτι δικαστή από το ραδιόφωνο. Ενόψει των όσων του ανέφερε πρηγουμένως ο μάρτυρας ρώτησε τον εφεσείοντα αν ήταν εκείνος που έβαλε τη βόμβα. Ο εφεσείων του απάντησε καταφατικά επεξηγώντας του ότι, «Έπρεπε να την βάλω να τελειώνουμε και φεύγω απόψε για την Αγγλία για να βοηθήσω την Μαριάννα που την έδιωξε η αστυνομία». (Η Μαριάννα ήταν φίλη του Ρουμανικής καταγωγής.) Το άλλο που ανέφερε ο εφεσείων στο μάρτυρα είναι ότι δεν γνώριζε ότι το παιδί πήγαινε μαζί με το δικαστή.

Έρευνες της Αστυνομίας σε υποστατικά τα οποία είχε στην κατοχή ή υπό τον έλεγχό του ο εφεσείων, αποκάλυψαν ότι κατείχε όλα τα υλικά και εφόδια από τα οποία θα μπορούσε να κατασκευαστεί η βόμβα που τοποθετήθηκε στο σπίτι του κυρίου Μαυρονικόλα.  Μεταξύ άλλων βρέθηκαν στην κατοχή του όμοιες προς τις χρησιμοποιηθείσες για την κατασκευή της βόμβας εκρηκτικές ύλες,  καθώς και όμοιοι πυροκροτητές και ηλεκτρικοί διακόπτες,  όπως και μισίνα όμοια με την ανευρεθείσα στη σκηνή, μάλλον σπάνιου είδους, και όπλα.

Τη νύκτα της 29ης προς την 30η Οκτωβρίου ο εφεσείων αναχώ[*569]ρησε για το εξωτερικό όπου παρέμεινε μέχρι την έκδοσή του από τις Βρεττανικές αρχές μετά από αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μεταφέρθηκε στην Κύπρο για να αντιμετωπίσει τις εναντίον του κατηγορίες τον Απρίλιο του 1997.

Ενώ ευρισκόταν στην Αγγλία ο εφεσείων τηλεφώνησε επανειλημμένα στον Ξάνθου παρακαλώντας τον να μεριμνήσει για τη μεταφορά των αντικειμένων τα οποία φύλαττε σε διαμέρισμα το οποίο ενοικίαζε στη Λεμεσό (οδός Καμήρου), σε άλλα υποστατικά τα οποία κατείχε στην οδό Αγίου Ανδρέου που του παραχώρησε ο μάρτυρας Μάριος Κοντοκώστας (Μ.Κ.69), στην πατρογονική του κατοικία. Σημειωτέο ότι σε προγενέστερο χρόνο τα ίδια αντικείμενα είχαν μετακινηθεί κατ’ εντολή του εφεσείοντος από την Αγίου Ανδρέου στο προαναφερθέν διαμέρισμά του. Με τη βοήθεια του πατέρα του εφεσείοντος ο Ξάνθου μετακίνησε τα αντικείμενα που περιλάμβαναν όπλα, εκρηκτικές ύλες πυροκροτητές και ηλεκτρικούς διακόπτες. Ιδιαίτερη ανησυχία επέδειξε ο εφεσείων για τον εντοπισμό στα υπάρχοντά του και μετακίνηση περιτυλίγματος (κουβαριού) μισίνας, το οποίο τελικά εντοπίστηκε σε σάκκο του ιδίου σε διαμέρισμά του όπου εφυλάττετο και μετακινήθηκε όπως και τα άλλα αντικείμενα στην Αγίου Ανδρέου. Επρόκειτο για μάλλον σπάνιο είδος μισίνας, όμοιο με εκείνο το οποίο ανευρέθηκε στη σκηνή του εγκλήματος.

Ο μάρτυρας, Μάριος Κοντοκώστας, Διευθυντής της Εταιρείας Μελετών, ήταν εκείνος που ανέλαβε εκ μέρους της εταιρείας τους και σε συνεργασία με Ισραηλίτικο οίκο, την εκπόνηση της μελέτης για τη δημιουργία ιδιωτικού νοσοκομείου κατ’ εντολή του εφεσείοντος. Κατά παράκληση του τελευταίου του διέθεσε ένα δωμάτιο στο πατρικό του σπίτι στην οδό Αγίου Ανδρέου, μαζί και τα κλειδιά για τη χρήση του ως αποθηκευτικού χώρου. Είναι σ’ αυτό το χώρο που μεταφέρθηκαν τα αντικείμενα τα οποία είχε αποθηκευμένα στο διαμέρισμα το οποίο είχε υπό ενοικίαση ο εφεσείων και τα οποία αγωνιούσε να απομακρύνει σε άλλο χώρο.

Η μαρτυρία κατέδειξε ότι ο εφεσείων εύκολα προσέφευγε στη βία όταν αισθανόταν ότι απειλούντο τα συμφέροντά του τα οποία έθετε υπεράνω όλων. Η οικονομική του κατάσταση, όπως επίσης αποκάλυψε η μαρτυρία ήταν οικτρά με ορατό τον κίνδυνο, τα σχέδια του για την μετατροπή της κλινικής του σε ιδιωτικό νοσοκομείο, να ναυαγήσουν. Η φίλη του Μαριάννα από τη Ρουμανία τελούσε υπό σύλληψη προς το σκοπό απέλασής της.

Το Κακουργιοδικείο ανασκοπεί στην απόφασή του το σύνολο της μαρτυρίας και πραγματεύεται τις νομικές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας περιλαμβανομένης και εκείνης πραγματογνωμόνων.*

Διαπραγματεύεται επίσης (το Κακουργιοδικείου), κάτω από το φακό των αρχών της νομολογίας τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος της απόπειρας φόνου.  Διαπιστώνει, ορθά ως κρίνουμε, ότι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος της απόπειρας  είναι η απόδειξη  ρητής πρόθεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου να σκοτώσει το πρόσωπο που αποτελεί το στόχο του εγκλήματος με την παράνομη πράξη ή ενέργεια στην οποία επιδίδεται, σ΄ αυτή την περίπτωση με την τοποθέτηση βόμβας. Το ελατήριο δεν αποτελεί παράγοντα στοιχειοθετικό οποιουδήποτε εγκλήματος. Γίνεται όμως δεκτή μαρτυρία που τείνει να αποκαλύψει την ύπαρξή του λόγω του συσχετισμού της με τα κίνητρα του δράστη να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες· ικανής να διαφωτίσει για τους σκοπούς που επιδιώκονται με αυτές. Η σημασία αυτής της μορφής μαρτυρίας εξηγείται και πάλι από το Κακουργιοδικείο με αναφορά στις αρχές της νομολογίας**.

Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του Aνδρέα Ξάνθου (Μ.Κ.63), κεντρικού μάρτυρα της Κατηγορίας  και του Μάριου Κοντοκώστα (Μ.Κ.69), ως τη μαρτυρία συνεργών (accomplices) στο έγκλημα ενόψει της ανάμειξής τους στη μεταφορά οπλών και εκρηκτικών υλών και σύνεργων για τη χρήση τους, από ένα διαμέρισμα του εφεσείοντος σε άλλο και της εμπλοκής τους σε πράξεις και ενέργειες του εφεσείοντος. Προειδοποίησε (το Κακουργιοδικείο) τον εαυτό του για τους κινδύνους που ενέχει η αποδοχή της μαρτυρίας συνεργού στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Προς επεξήγηση της φύσης μαρτυρίας, ενισχυτικής της μαρτυρίας συνεργού, το Κακουργιοδικείο παραπέμπει στο απόσπασμα που ακολουθεί από την Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 C.L.R. 258 στη σ. 265:

[*571]

«Τί συνιστά ενισχυτική μαρτυρία αποτέλεσε το θέμα πολλών Δικαστικών αποφάσεων, τόσο στην Αγγλία (βλέπε, μεταξύ άλλων, DPP v. Hester [1972] 3 All E.R. 1065, DPP v. Kilbourn [1973] 1 All E.R. 456, R. v. Spencer [1986] 2 All E.R. 928) όσο και στην Κύπρο, (βλέπε, μεταξύ άλλων, Georghios I. Peristianis v. The Police (1969) 2 C.L.R. 137, Νicos Flourentzou v. The Police (1973) 2 C.L.R. 526, Yiannis Antoniou Vouniotis v. The Republic (1975) 2 C.L.R. 34Fourri & Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152) και εξετάστηκε με πολλή λεπτομέρεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η απόφαση του Λόρδου Reading στην υπόθεση R. v. Baskerville [1916] 2 K.B. 658  έχει επανειλημμένα κριθεί ότι συνοψίζει όλα τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν την ενισχυτική μαρτυρία.  Πρέπει να έχει προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα, τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη δικαστική απόφαση Τurner v. Blunden [1986] 2 All E.R. 75, δεν απαιτείται όπως η ενισχυτική μαρτυρία αποδεικνύει αφ΄ εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγoνότα ή τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Ό,τι απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το συνένοχο (accomplice) και να τείνει να καταδείξει σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος. (Βλέπε, R. v. Beck [1982] 1 All E.R. 807).»

Το Κακουργιοδικείο θεώρησε τη μαρτυρία σχετική με τα ανευρεθέντα αντικείμενα στην κατοχή του εφεσείοντος, και αυτή τούτη την κατοχή τους ως μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρία του Μ.Κ.63 και του Μ.Κ.69. Στη μετακίνηση των αντικειμένων, σε κάποιο στάδιο της αμφίδρομης μεταφοράς τους, μετείχαν και αλλοδαποί υπάλληλοι ή συνεργάτες του εφεσείοντος, η μαρτυρία των οποίων, (Μ.Κ.39, Μ.Κ.42, Μ.Κ.43), έγινε επίσης αποδεκτή. Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία τους έπρεπε να απορριφθεί και για το λόγο ότι όντας αλλοδαποί και εκ προοιμίου επιδιώκοντες την παραμονή τους στην Κύπρο, ήσαν επιρρεπείς σε αστυνομικές πιέσεις για χρωματισμό της μαρτυρίας τους. Στήριξε την εισήγησή του στον εγγενή κίνδυνο ενός τέτοιου ενδεχομένου, όχι στην ύπαρξη οποιασδήποτε μαρτυρίας που να τείνει να υποστηρίξει την ύπαρξή του. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι η αξιολόγηση μαρτυρίας με [*572]αναφορά στην ταυτότητα των μαρτύρων προσκρούει στην αρχή της ισότητας των ανθρώπων (των όπου γης ανθρώπων) ενώπιον της δικαιοσύνης. (Βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056.)

Η κατοχή εκρηκτικών υλών, πυροκροτητών και συναφών αντικειμένων (ηλεκτρικοί διακόπτες, μισίνα), όμοιων με εκείνων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της βόμβας που εξερράγη κάτω από το αυτοκίνητο του κ. Μαυρονικόλα και την πυροδότησή της, αποτελεί αφενός μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας του Μ.Κ.63 ως προς τις  αποκαλυφθείσες σ’ αυτόν προθέσεις του εφεσείοντος και την ομολογία ότι εκείνος έβαλε τη βόμβα, και αφετέρου περιστατική μαρτυρία αφ’ εαυτής σχετική προς το έγκλημα προσμετρούσα μαζί με άλλη περιστατική μαρτυρία στην απόδειξή του.

Τέλος το Κακουργιοδικείο συνεκτιμώντας το σύνολο της μαρτυρίας, υπό το φως των ευρημάτων του, κατέληξε ότι αποδείχθηκε το έγκλημα της απόπειρας φόνου και στις δύο κατηγορίες.

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου προσβάλλεται ως εσφαλμένη και η ετυμηγορία του ως επισφαλής για τους λόγους που εκτίθενται στην ειδοποίηση έφεσης και επεξηγούνται στο διάγραμμα αγόρευσης και την προφορική αγόρευση του κ. Ευτυχίου ενώπιόν μας. Αυτοί συνοψίζονται ως ακολούθως:

(α) Δεν καταδείχθηκε πρόθεση για τη δολοφονία του δικαστή Μαυρονικόλα και της θυγατέρας του Μαρίνας. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η μαρτυρία άφηνε εξίσου ανοικτό το ενδεχόμενο πρόκλησης ζημίας στο αυτοκίνητο με την τοποθέτηση της βόμβας.

(β) Πλημμελής ή εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ανδρέα Ξάνθου, (Μ.Κ.63) πρωτίστως γιατί δεν αποδόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα σε κατ’ ισχυρισμό αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε αναφορικά με την εκδοχή του και οι οποίες αποκαλύπτονται αντιπαραβάλλοντας τη μαρτυρία του με τις δύο καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία. Την πρώτη κατάθεσή του στην Αστυνομία την έδωσε αφού συνελήφθη ως ύποπτος για ανάμειξή του στη μεταφορά όπλων και εκρηκτικών υλών. Στην κατάθεσή του εκείνη έκαμε παρεμφερώς αναφορά και στην παρούσα υπόθεση. Τη δεύτερη κατάθεση την έδωσε όταν του ζητήθηκε να επεξηγήσει την αναφορά του στα γεγονότα που σχετίζονται με αυτή την υπόθεση. 

[*573]

(γ) Αποδοχή της αξιοπιστίας του πυροτεχνουργού Σιακαλλή αναφορικά με το μέρος της μαρτυρίας που σχετίζεται με τη διαπίστωση ότι χρησιμοποιήθηκε  εκρηκτική ύλη υψηλής ισχύος, τύπου C.4, η παρουσία της οποίας δεν ανιχνεύθηκε από τη χημικό του κρατικού χημείου, κα. Κανάρη, η οποία προέβη σε χημική ανάλυση της σκόνης που ανευρέθηκε στη σκηνή του εγκλήματος.

(δ) Παράλειψη των Αστυνομικών Αρχών να διαθέσουν στον εφεσείοντα προς εξέταση, από πραγματογνώμονες, το αυτοκίνητο του θύματος. Το αίτημα υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης σε χρόνο που ήταν αδύνατο να ικανοποιηθεί. Το αυτοκίνητο δεν κρατήθηκε ως τεκμήριο και ο ιδιοκτήτης του, καθώς προκύπτει, αποξενώθηκε της ιδιοκτησίας του εκκρεμούσης της δίκης.

(ε) Παράλειψη της Αστυνομίας να διαθέσει στον εφεσείοντα, πριν ή κατά την έναρξη της δίκης, την πρώτη κατάθεση του Ανδρέα Ξάνθου (Μ.Κ.63). Η θέση του εφεσείοντος είναι ότι η κατηγορούσα Αρχή δεν εκπλήρωσε το καθήκον της και απέστη από την υποχρέωση να εφοδιάσει τον εφεσείοντα και με αυτή την κατάθεση, ως επιβάλλει το Άρθρο 12.5(α) του Συντάγματος και οι αντίστοιχες πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (Άρθρο 6(3) - Ν.39/62) (η Σύμβαση).

(στ) Δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης λόγω της απόσπασης και κατακράτησης σημειώσεων του εφεσείοντος που ετοίμασε  για την αντεξέταση μαρτύρων, από τις αρχές των φυλακών. Ο εφεσείων υπερασπίστηκε τον εαυτό του αυτοπροσώπως, δικαίωμα που του εγγυάται το Άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου σ’ όλα της τα σημεία. Υπέβαλαν κατ’ αρχή ότι η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ως προς τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος της απόπειρας φόνου, υπήρξε άρτια. Δεν έχει όντως υποβληθεί εισήγηση περί του αντιθέτου. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου βασίζονται στην προσαχθείσα μαρτυρία, στη γνώση του κατηγορουμένου για τις καθημερινές κινήσεις των δύο θυμάτων του εγκλήματος και τα εξαγόμενα αναντίρρητα συμπεράσματα για τις προθέσεις προσώπου το οποίο τοποθετεί βόμβα προορισμένη να εκραγεί όταν ο χρήστης ή χρήστες του οχήματος το προσέγγιζαν ή όντας μέσα στο αυτοκίνητο το ξεκινούσαν. Η μεγάλη ισχύς της εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιήθηκε ήταν άλλο σχετικό στοιχείο, εισηγήθηκαν, αποκαλυπτικό των προθέσεων του εγκληματία. Και στην προσέγγιση της μαρτυρίας των συνεργών ορθή υπήρξε η καθοδήγηση του Δικαστηρίου εισηγήθηκαν, τόσον όσον αφορά τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους όσον και την αντιμετώπιση αντιφάσεων οριακής, πρέπει να λεχθεί, σημασίας στη μαρτυρία του Μ.Κ.63 και του Μ.Κ.69.

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τη σειρά που ακολουθεί.

Το αυτοκίνητο του Μ. Μαυρονικόλα.

Το αυτοκίνητο του κ. Μαυρονικόλα δεν κρατήθηκε ως τεκμήριο επειδή δεν θεωρήθηκε αναγκαία η κατάθεσή του ως τεκμηρίου.  Ούτε η μαρτυρία κατέδειξε ότι η κράτησή του ήταν εξ αντικειμένου αναγκαία για την απόδειξη του εγκλήματος ή ότι ήταν σχετική με πιθανή υπεράσπιση του κατηγορουμένου*. Αναγκαία ήταν η περισυλλογή των θραυσμάτων της βόμβας που εξερράγη και κάθε στοιχείου που έτεινε να καταδείξει την κατασκευή της βόμβας, τον εκρηκτικό μηχανισμό που χρησιμοποιήθηκε, την ισχύ και τον τρόπο πυροδότησής της. Συνελλέγησαν από την σκηνή του εγκλήματος όλα τα αντικείμενα που μπορούσαν να διαφωτίσουν για τα στοιχεία που έχουμε επισημάνει. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο εφεσείων δεν ζήτησε να του διατεθούν προς εξέταση ή ανάλυση κανένα από αυτά. Κρίνουμε ανεδαφικό αυτό το λόγο έφεσης.

Παράλειψη εφοδιασμού του εφεσείοντος με την πρώτη κατάθεση του Ανδρέα Ξάνθου, (Μ.Κ.63).

Δεν τέθηκε ο,τιδήποτε ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο να αντιμάχεται ή να θέτει υπό αμφιβολία τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι η παράλειψη παροχής και της πρώτης κατάθεσης στον εφεσείοντα οφείλετο στο γεγονός ότι τοποθετήθηκε σε φάκελο άλλο από εκείνο της υπόθεσης που ανοίχθηκε εναντίον του εφεσείοντος. Τοποθετήθηκε στο φάκελο που συγκροτήθηκε εναντίον του Ανδρέα Ξάνθου.

Ο Ανδρέας Ξάνθου, (Μ.Κ.63) τέθηκε υπό κράτηση ως ύποπτος για τη διάπραξη αδικημάτων που είχαν σχέση με τη μεταφορά όπλων και εκρηκτικών υλών· όχι όμως ως ύποπτος για τη διάπρα[*575]ξη του εγκλήματος που επιλαμβανόμεθα κατ’ έφεση. Ανακρίθηκε για τη διάπραξη αριθμού αδικημάτων που είχαν σχέση με τον εφεσείοντα, όχι όμως για τα εγκλήματα που κατηγορήθηκε ο εφεσείων. Ο μάρτυρας προέβη σε  κατάθεση όπου εξιστορεί τα διαδραματισθέντα σ’ εκείνες τις υποθέσεις, (Τεκμήριο 104). Η κατάθεσή του δόθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1996. Στο πλαίσιο της μακράς του κατάθεσης έκαμε αναφορά περιστασιακά και σε γεγονότα που αφορούσαν άλλες πράξεις του εφεσείοντος, μεταξύ των οποίων και πράξεις που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση. Η αναφορά που έκαμε σε σχέση με αυτή την υπόθεση ήταν η ακόλουθη:

«.... για διάφορες πράξεις που έκαμνε ή προτίθετο να πράξει μεταξύ των οποίων την τοποθέτηση βόμβας στο σπίτι κάποιου Δικαστή, ...»

Την επαύριο, στις 13 Νοεμβρίου 1996, με αφορμή την πιο πάνω αναφορά του ο Ξάνθου ανακρίθηκε για το έγκλημα της υπόθεσης που επιλαμβανόμεθα. Έδωσε δεύτερη κατάθεση (ανοικτή κατάθεση όπως χαρακτηρίστηκε), στην οποία εξέθεσε όσα γνώριζε για την υπόθεση που εξετάζουμε, (Τεκμήριο 105). Η κατάθεση αυτή δόθηκε στον εφεσείοντα όπως και άλλες καταθέσεις μαρτύρων της κατηγορίας εις χείρας της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν δόθηκε  στον εφεσείοντα, ούτε ο ίδιος ζήτησε την πρώτη κατάθεση του μάρτυρα. Η ύπαρξή της ήλθε σε φως  στην κατάθεση του υπαστυνόμου Γιαννάκη Βασιλείου, ο οποίος κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης (Μ.Υ.5). Κατέθεσε ότι εναντίον του κατηγορουμένου, όπως και του μάρτυρα κατηγορίας Ξάνθου, (Μ.Κ.63), ανοίχθηκε αριθμός αστυνομικών φακέλλων, ίσος με τον αριθμό των υποθέσεων που είχαν τύχει διερεύνησης από την Αστυνομία.

Η Κατηγορούσα Αρχή απέδωσε τη μή παράδοση της πρώτης κατάθεσης του Ξάνθου στον κατηγορούμενο, στην ταξινόμησή της σε άλλο φάκελλο της Αστυνομίας από εκείνο που ανοίχθηκε εναντίον του εφεσείοντος. Όταν αποκαλύφθηκε η ύπαρξή της δόθηκε αντίγραφο στον εφεσείοντα. Παράλληλα το Κακουργιοδικείο διέταξε την επανάκληση του Μ.Κ.63, προς περαιτέρω εξέταση σε σχέση με το Τεκμήριο 104.

Ο κ. Π. Κληρίδης ευθέως αναγνώρισε ότι η κατάθεση του μάρτυρα, (Τεκμήριο 104), έπρεπε να είχε δοθεί στον εφεσείοντα, πλην εισηγήθηκε ότι η μή αποκάλυψή της δεν προκάλεσε οποιοδήποτε επηρεασμό στην υπεράσπιση του εφεσείοντος λόγω της επικάλυψης του σχετικού με την υπόθεση αυτή περιεχομένου του Τεκμηρίου 104, από την επόμενη κατάθεση του μάρτυρα, Τεκμήριο 105, η οποία δόθηκε στον εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει η καθυστερημένη έστω παράδοση του Τεκμηρίου 104 στον εφεσείοντα και η επανάκληση του Μ.Κ.63, στο εδώλιο του μάρτυρα, έπρεπε να είχαν άρει, όπως εισηγήθηκε, κάθε παράπονο που θα μπορούσε να  διατυπωθεί αναφορικά με την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να δώσει αντίγραφο της κατάθεσης στον εφεσείοντα.

Ο κ. Ευτυχίου υποστήριξε ότι η παράλειψη έγκαιρης παροχής του Τεκμηρίου 104 επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα υπεράσπισης του εφεσείοντος. Στέρησε, εισηγήθηκε, τον εφεσείοντα της δυνατότητας να πραγματευθεί το θέμα πριν κλείσει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

Το Κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο από τις αρχές που διατυπώθηκαν στη Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, έκρινε ότι δεν προκλήθηκε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του εφεσείοντος. Σχετική με το θέμα που εξετάζουμε είναι και η μεταγενέστερη απόφαση της ολομέλειας στην Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718.

Το Άρθρο 12.5(β) του Συντάγματος, καθορίζει ως θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου την παροχή σ’ αυτόν επαρκούς χρόνου και διευκολύνσεων για την προετοιμασία της υπεράσπισής του· δικαίωμα το οποίο αντιστοιχεί προς και επίσης διασφαλίζεται από το άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης. Βασικός σκοπός του άρθρου αυτού της Σύμβασης, όπως έχει ερμηνευτεί* είναι η διασφάλιση της ισότητας των όπλων μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και κατηγορουμένου, ισότητα η οποία επιβάλλει στην Κατηγορούσα Αρχή την υποχρέωση να παράσχει στον κατηγορούμενο την ευκαιρία να πληροφορηθεί χάριν της ετοιμασίας της υπεράσπισής του, το σύνολο των αστυνομικών ανακρίσεων και των αποτελεσμάτων τους. Το δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 12.5(β) επιβάλλει τη γνωστοποίηση της κατηγορίας ή των κατηγοριών που προσάπτονται εναντίον του κατηγορουμένου και του συνόλου της μαρτυρίας στη διάθεση των ανακριτικών αρχών που άπτεται των κατηγοριών εναντίον του.

Διαπίστωσή μας είναι, όπως άλλωστε είναι παραδεκτό από την Κατηγορούσα Αρχή, ότι το Τεκμήριο 104 έπρεπε να είχε δοθεί στον εφεσείοντα έγκαιρα ως στοιχείο σχετικό με την ετοιμασία και προβολή της υπεράσπισής του, πλην η παρέκκλιση αυτή δεν είχε οποιεσδήποτε ορατές δυσμενείς συνέπειες στη στοιχειοθέτηση ή προβολή της υπόθεσης του εφεσείοντος. Το περιεχόμενο της δεύτερης κατάθεσης του μάρτυρα, (Τεκμήριο 105), το οποίο δόθηκε στον εφεσείοντα υπερκαλύπτει όσα αναφέρονται για την υπόθεση αυτή στο Τεκμήριο 104. Περαιτέρω η επανάκληση του μάρτυρα και η αντεξέτασή του από τον εφεσείοντα σε σχέση με το Τεκμήριο 104 εξάλειψε κάθε νοητό παράπονο που θα μπορούσε να προβληθεί για την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής.

Η εισήγηση ότι η παράλειψη της Κατηγορίας εξέτρεψε τη διαδικασία από το πλαίσιο της δικαίας δίκης του εφεσείοντος στερείται κύρους.

Η μαρτυρία του Μ.Κ.63, Ανδρέα Ξάνθου, και του Μ.Κ.69 Μάριου Κοντοκώστα.

Το Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του Μ.Κ.63 ως εκείνη συνεργού στο έγκλημα λόγω της ανάμειξής του, στη μεταφορά όπλων και εκρηκτικών υλών και γενικότερα στην προσπάθειά του να παράσχει με τη μεταφορά, συγκάλυψη των εγκληματικών ενεργειών του εφεσείοντος.

Προειδοποίησε* το Κακουργιοδικείο τον εαυτό του δεόντως ως προς τους κινδύνους που ενέχει η αποδοχή της μαρτυρίας συνεργού στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αντιμετώπιση της μαρτυρίας συνεργού, δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Κατά την κρίση μας υπήρξε άρτια.

Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.63, ενισχύεται από εκείνη τη μαρτυρία που έτεινε να αποδείξει το συσχετισμό του εφεσείοντος με τα υποστατικά στα οποία ανευρέθη[*578]καν οι εκρηκτικές ύλες, οι πυροκροτητές, οι ηλεκτρικοί διακόπτες και η μισίνα· τα σύνεργα του εγκλήματος. Επίσης έκρινε ότι η μαρτυρία του Ξάνθου ενισχύεται από την ανεύρεση αυτών τούτων των παρανόμων αντικειμένων όπως και των δακτυλικών αποτυπωμάτων του εφεσείοντος σε τρία από αυτά. Η ίδια μαρτυρία κρίθηκε ότι συνιστούσε ενίσχυση της μαρτυρίας του Ξάνθου που αφορούσε την αποκάλυψη σ’ αυτόν των προθέσεων του εφεσείοντος έναντι του Επαρχιακού Δικαστή όπως και τη μετέπειτα ομολογία του εγκλήματος. Προς την ίδια κατεύθυνση θεωρήθηκε ότι κατέτεινε η μαρτυρία του δικηγόρου του εφεσείοντος (στην αίτηση) στον οποίο διατύπωσε τη δυσφορία του για το δικαστή και την πεποίθησή του ότι ο δικαστής θα ικανοποιούσε τις αξιώσεις της αντιδίκου του.

Και ο μάρτυρας Κοντοκώστας (Μ.Κ.69) αντιμετωπίστηκε,  όπως και ο μάρτυρας Ξάνθου, ως συνεργός και κάτω από αυτό το πρίσμα προσεγγίστηκε η μαρτυρία του.  Είναι ο μάρτυρας ο οποίος, στο πλαίσιο της γνωριμίας του με τον εφεσείοντα, του διέθεσε το δωμάτιο στο πατρικό του σπίτι στην Αγίου Ανδρέου όπου ανευρέθηκαν οι εκρηκτικές ύλες και τα άλλα σύνεργα για την κατασκευή βομβών όπως και όπλα. Και αυτός ο μάρτυρας μετείχε, όπως και ο Ξάνθου, κατά παράκληση του εφεσείοντος, στη  μεταφορά των προαναφερθέντων αντικειμένων.

Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο κάμνει εκτεταμένη αναφορά στη μαρτυρία τόσο του Μ.Κ.63, όσο και του Μ.Κ.69 και στο πλαίσιο των σχέσεων τους με τον εφεσείοντα. Σημειώνονται και ορισμένες αντιφάσεις στη μαρτυρία του Μ.Κ.63 και του Μ.Κ. 69, οριακής σημασίας, οι οποίες ως έκρινε το Κακουργιοδικείο αφήνουν αδιάσπαστο τον κορμό της μαρτυρίας τους.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η μαρτυρία και των δύο μαρτύρων ενισχύεται ουσιωδώς από την άλλη μαρτυρία στην οποία έχουμε αναφερθεί.  Ωσαύτως το Κακουργιοδικείο διαπιστώνει ότι και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ήταν έτοιμο να βασισθεί στη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων λαμβάνοντας υπόψη τη συνοχή της μαρτυρίας τους και την εντύπωση που άφησαν στο εδώλιο του μάρτυρα για την αξιοπιστία τους.

Δεν διαπιστώνουμε,  (α) νομικό σφάλμα στην προσέγγιση και θεώρηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.63, Ανδρέα Ξάνθου και του Μ.Κ.69 Μάριου Κοντοκώστα, ή (β) ατέλεια στην καθοδήγηση του [*579]δικαστηρίου αναφορικά με την ουσία της μαρτυρίας τους, ή (γ) κενό στην αξιολόγησή της.  Απορριπτέοι κρίνονται οι λόγοι έφεσης που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων της κατηγορίας και με τα ευρήματα του δικαστηρίου  σε σχέση με αυτή.

Σημειώσεις εφεσείοντος.

Η ανεύρεση μικρής λίμας σε μαρκαδόρο, όπως χαρακτηρίστηκε, που είχε στην κατοχή του ο εφεσείων, όπως και μικρού αντικειμένου στο έξω φύλλο του ημερολογίου του ενώ τελούσε υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές κατά τη διάρκεια της δίκης, διήγειραν τις υπόνοιες και οδήγησαν τις αρχές των φυλακών να προβούν στην κατάσχεση των αντικειμένων που είχε στην κατοχή του, προς εξέταση. Μεταξύ αυτών, ως φαίνεται, ήταν και οι σημειώσεις που ετοίμασε ο εφεσείων για την αντεξέταση τριών μαρτύρων κατηγορίας, Μ.Κ.63, Μ.Κ.67, και Μ.Κ.69. Αφού εξετάστηκαν τα αντικείμενα, επεστράφησαν στον εφεσείοντα. Δεν τέθηκε οποιαδήποτε ερώτηση στους μάρτυρες κατηγορίας κατά την αντεξέτασή τους η οποία να σχετίζεται με την κράτηση των σημειώσεων του εφεσείοντος από τις αρχές των φυλακών για ένα μικρό χρονικό διάστημα ή για οποιαδήποτε απόπειρα επηρεασμού των μαρτύρων, με αναφορά σ’ αυτές. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι η υπεράσπισή του επηρεάστηκε δυσμενώς λόγω της κατακράτησης των σημειώσεων του για μικρό χρονικό διάστημα, κρίνεται ανεδαφικός.

Στη Δημοκρατία ν. Ford (ανωτέρω), εξηγείται υπό το φως της νομολογίας ότι παραβίαση των εγγυημένων από το Σύνταγμα δικαιωμάτων του διαδίκου για την ετοιμασία και προβολή της υπόθεσής του απολήγει σε εκτροχιασμό της δίκης εφόσον εμφαίνεται ότι η δίκη δεν υπήρξε δικαία.

Τέτοιος εκτροχιασμός δεν σημειώθηκε στην παρούσα υπόθεση.

Απόπειρα φόνου.

Το Κακουργιοδικείο, ορθά διαπίστωσε ότι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος της απόπειρας φόνου είναι η απόδειξη συγκεκριμένης (specific) πρόθεσης δολοφονίας του θύματος με την παράνομη ενέργεια που επιχειρείται.* Δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου για τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος της απόπειρας φόνου ή τη μαρτυρία, αναγκαία για την απόδειξή του. Σημειώνουμε μόνο ότι αυτή τούτη η έννοια της απόπειρας εξυπακούει πρόθεση διάπραξης του ολοκληρωμένου εγκλήματος.** Συσχετίζοντας τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διευκρινίζουμε ότι αδιαφορία για τις συνέπειες του εγκλήματος της τοποθέτησης βόμβας σε πρόσωπα που θα μπορούσαν να πληγούν από την έκρηξή της, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απόπειρας φόνου. Πρέπει να αποδειχθεί θετικά η ύπαρξη πρόθεσης δολοφονίας του προοριζόμενου θύματος.

Εκτός από την αποκάλυψη των προθέσεων του εφεσείοντος στο Μ.Κ.63, και αργότερα την ομολογία του εγκλήματος στον ίδιο μάρτυρα που τείνει να αποκαλύψει άμεσα τις προθέσεις του δράστη για το τί επιδίωκε με την τοποθέτηση της βόμβας, η υπόλοιπη μαρτυρία είναι περιστατική. Το Κακουργιοδικείο προβαίνει σε εκτεταμένη αναφορά στην απόφασή του στη φύση της περιστατικής μαρτυρίας, την υπόστασή της και πότε, κρινόμενη σε αλληλουχία, μπορεί να θεμελιώσει την ενοχή του κατηγορουμένου. ***  Με το λόγο έφεσης που εξετάζουμε συνάπτεται και ο λόγος που σχετίζεται με την αξιοπιστία και γενικότερα το παραδεκτό μιας πτυχής της μαρτυρίας του κ. Σιακαλλή, εκείνης που αφορά τη χρήση εκρηκτικής ύλης μεγάλης ισχύος, τύπου C.4. Η χημικός που εξέτασε τα υπολείμματα της ύλης που ανευρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος δεν ανίχνευσε σ’ αυτά εκρηκτική ύλη αυτής της φύσης. Εξήγησε όμως ότι τα ευρήματά της δεν είναι καθοριστικά αναφορικά με τη χρησιμοποίηση τέτοιας ύλης στην κατασκευή της βόμβας, λαμβανομένου υπόψη του ενδεχόμενου αυτή να είχε καεί κατά την έκρηξη χωρίς να αφήσει υπολείμματα. Τα ευρήματα του κ. Σιακαλλή δικαιολογούνται από άλλη μαρτυρία την οποία δεν αντιστρατεύονται τα ευρήματα της κ. Κανάρη υπό το φως της πιο πάνω επεξήγησης. Κατά την κρίση μας η μαρτυρία του κ. Σιακαλλή υπήρξε τεκμηριωμένη και δεν δικαιολογείται επέμβασή μας στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου επί του προκειμένου.

Ο τόπος στον οποίο τοποθετήθηκε η βόμβα συνάδει με την ύπαρ[*581]ξη πρόθεσης εκ μέρους του δράστη να πλήξει πρόσωπα τα οποία προσήγγιζαν το αυτοκίνητο ή θα το χρησιμοποιούσαν. Αυτούς απέβλεπε να πλήξει η έκρηξη της βόμβας. Η παγίδευση της βόμβας με μισίνα είχε ως στόχο τον πολλαπλασιασμό των πιθανοτήτων πρόκλησης της έκρηξης της από τους χρήστες του αυτοκινήτου. Η μεγάλη εκρηκτική ισχύς της (βόμβας) τείνει να καταδείξει το σκοπό που επεδίωκε ο δράστης να επιτύχει με την έκρηξή της. Επρόκειτο για βόμβα μεγάλης εκρηκτικής ισχύος προορισμένης να προκαλέσει το θάνατο προσώπων ευρισκομένων στην  ακτίνα του ωστικού κύματος και της θερμότητας που θα προκαλούσε. Το ότι δεν ήταν προσαρμοσμένα στη βόμβα και αντικείμενα τα οποία θα εκτοξεύονταν με την έκρηξη και θα έπαιρναν τη μορφή βλημάτων, δεν μειώνει τη δραστικότητά της. Σε ευτυχή συγκυρία γεγονότων οφείλεται η αποφυγή του μοιραίου.

Οι δηλώσεις στις οποίες ο εφεσείων προέβη στο Μ.Κ.63 είναι όντως αποκαλυπτικές των προθέσεών του. Δεν παραγνωρίζουμε ότι στη δεύτερή του δήλωση που έγινε μετά το έγκλημα, ο εφεσείων ανέφερε ότι δεν γνώριζε ότι η Μαρίνα θα ήταν με τον πατέρα της. Το Κακουργιοδικείο συνεκτιμώντας το σύνολο της μαρτυρίας συναφούς με την παρακολούθηση των θυμάτων, τη σταθερή καθημερινή ρουτίνα που ακολουθούσε ο κ. Μαυρονικόλας και η θυγατέρα του, προέβη στο εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε για την παρουσία της Μαρίνας και η τοποθέτηση της βόμβας απέβλεπε και στο δικό της θάνατο. To Kακουργιοδικείο μπορούσε, υπό το πρίσμα της μαρτυρίας και της κρίσης του για την αξιοπιστία της να προβεί στα ευρήματά του τα οποία τεκμηριώνουν την πρόθεση του εφεσείοντος να δολοφονήσει και τα δύο θύματα του εγκλήματος.

Ποινή.

Ο εφεσείων προσβάλλει την ποινή που του επιβλήθηκε ως υπερβολική όχι λόγω οποιουδήποτε σφάλματος του Κακουργιοδικείου στην εκτίμηση της σοβαρότητος του εγκλήματος ή των παραγόντων που προσμετρούν στον καθορισμό της ποινής, αλλά γιατί δεν αποδόθηκε η δέουσα σημασία και βαρύτητα στις προσωπικές του συνθήκες. Δεν συμφωνούμε. Το Κακουργιοδικείο έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στις προσωπικές του συνθήκες, άλλως δεν θα είχε νόημα η επιβολή ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, δηλαδή ποινής άλλης από εκείνης της φυλάκισης δια βίου.  Το έγκλημα που διέπραξε ο Ανδρέας Ονουφρίου είναι φρικαλέο.  Επεδίωξε το θάνατο δύο ανθρώπων εμφορούμενος από τα πιο ευτελή κίνητρα. Η [*582]σοβαρότητα του εγκλήματός του δεν περιορίζεται ως εκεί. Επεκτείνεται σε υπονόμευση του βάθρου της Πολιτείας.   Ο εφεσείων δυναμίτισε το θεμέλιο της Δικαιοσύνης, το συνεκτικό ιστό της κοινωνίας, τον πυρήνα της κοινωνικής οργάνωσης.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο