Ομήρου Όμηρος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 588

(2000) 2 ΑΑΔ 588

[*588]20 Nοεμβρίου, 2000

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΟΜΗΡΟΣ ΟΜΗΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6936)

 

Ποινική Δικονομία ― Ποινή ― Καταδίκη για αδικήματα σε δύο κατηγορίες και επιβολή ποινής μόνο στην πρώτη κατηγορία ― Έφεση εναντίον καταδίκης στην πρώτη κατηγορία έγινε αποδεκτή και απορρίφθηκε στη δεύτερη κατηγορία ― Επιβολή ποινής στη δεύτερη κατηγορία από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Ποινή ― Απειλή βιαιοπραγίας ― Προηγούμενες καταδίκες ― Επιβολή φυλάκισης εννέα μηνών.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Αναβολή υπόθεσης ― Κατά πόσο η άρνηση του Δικαστηρίου να επιτρέψει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή, απέληγε σε δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του.

Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Πολλαπλότητα κατηγορίας ― Οδήγησε σε δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων κατηγορουμένου και κατ’ επέκταση σε ακύρωση της καταδίκης.

Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες:

(1)   Τον επηρεασμό μάρτυρα σε ποινική διαδικασία.

(2)   Την απειλή βιαιοπραγίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 9 μηνών μόνο στην πρώτη κατηγορία.

[*589]Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη, εγείροντας τα ακόλουθα θέματα:

1) Δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του επειδή το Δικαστήριο απέρριψε αίτημά του για αναβολή της υπόθεσης του λόγω απουσίας του δικηγόρου του και λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.

2) Πολλαπλότητα στην κατηγορία στην οποία κρίθηκε ένοχος.

3) Μη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απειλής βιαιοπραγίας λόγω αντιφάσεων στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας (της παραπονούμενης και της συναδέλφου της).

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι χειρισμοί της πρωτόδικης δικαστού στο θέμα της αναβολής της υπόθεσης δεν απέληξε σε στέρηση κανενός δικαιώματος του εφεσείοντος ούτε μπορεί να λεχθεί ότι δεν του δόθηκε επαρκής δυνατότητα για προετοιμασία.

2.  Η πρώτη κατηγορία έπασχε θεμελιωδώς, ο εφεσείων υπέστη δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατή η επικύρωση της καταδίκης του στην εν λόγω κατηγορία.  Η έφεση σ’ αυτή την κατηγορία πρέπει να επιτραπεί.

3.  Η έφεση στην δεύτερη κατηγορία πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν τεκμηριώθηκαν λόγοι για ακύρωση της καταδίκης.

4.  Το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί, στην προκείμενη περίπτωση να ασκήσει τις εξουσίες του δυνάμει του Άρθρου 145(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

5.  Ενόψει των προηγούμενων καταδικών με τις οποίες εβαρύνετο ο εφεσείων, η ποινή φυλάκισης των 9 μηνών είναι η αρμόζουσα και σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία.

Η καταδίκη του εφεσείοντος στην πρώτη κατηγορία παραμερίζεται και ο εφεσείων απαλλάσσεται. Η καταδίκη στη δεύτερη κατηγορία επικυρώνεται και επιβάλλεται ως προς αυτή ποινή φυλάκισης 9 μηνών.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

[*590]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Charalambous v. Police (1987) 2 C.L.R. 177,

Attorney-General of the Republic v. Enimerotis Publishing Co. Ltd. a.ο. (1966) 2 C.L.R. 21,

Kallenos v. Police (1969) 2 C.L.R. 210,

Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1,

Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Π. Γιατρός Λτδ (1996) 2 Α.Α.Δ. 7,

Ηλία ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 283,

Anastassiades v. Police (1973) 2 C.L.R. 263.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σωκράτους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 7187/99), ημερομηνίας 25/1/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε στην κατηγορία του επηρεασμού μάρτυρα σε ποινική διαδικασία κατά παράβαση των Άρθρων 118, 121(β) και 122 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και στην κατηγορία της απειλής βιαιοπραγίας κατά παράβαση των Άρθρων 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

[*591]ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσάφθηκαν κατά του εφεσείοντα δυο κατηγορίες. Η έκθεση αδικήματος στο κατηγορητήριο καθορίζει την πρώτη ως

“Επηρεασμός μάρτυρα σε ποινική διαδικασία κατά παράβαση των Άρθρων 118, 121(β) και 122 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154”.

Τη δεύτερη ως

“Απειλή βιαιοπραγίας κατά παράβαση των Άρθρων 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.”

Η πρωτόδικος δικαστής βρήκε τον κατηγορούμενο ένοχο και στις δυο και του επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 9 μηνών. Αυτή αφορούσε μόνο στην πρώτη κατηγορία. Σε σχέση με τη δεύτερη δεν επέβαλε ποινή γιατί στηριζόταν στα γεγονότα της πρώτης.

Εφεσιβάλλεται η καταδίκη μόνο, σε τρία επίπεδα, ως εξής:

1.  Ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος του που διασφαλίζει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος να έχει δικηγόρο της εκλογής του και επαρκή χρόνο για την ετοιμασία της υπεράσπισής του.

2.  Η πρώτη κατηγορία έπασχε ανεπανόρθωτα για σειρά λόγων:  Δεν περιλάμβανεται αναφορά στον τρόπο με τον οποίο φερόταν ο εφεσείων να διέπραξε όσα του καταλογίζονταν, ήταν πολλαπλή και περιείχε κατηγορίες που αλληλοσυγκρούονταν. Συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν καθόρισε το αδίκημα για το οποίο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα.

3.  Έπασχε η αξιολόγηση της μαρτυρίας και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν επισφαλείς.

Το πρώτο θέμα

Ο εφεσείων αναφέρθηκε στην Charalambous v. Police (1987) 2 C.L.R. 177, για να τη διαχωρίσει όμως. Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου στην υπόθεση εκείνη δεν είχε εμφανιστεί και η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίστηκε, αίτηση του δε για αναβολή όταν στην πορεία εμφανίστηκε, με το δικαιολογητικό ότι ήταν απασχολημέ[*592]νος ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, απορρίφθηκε. Η έφεση του απορρίφθηκε αφού τονίστηκε, μεταξύ άλλων, πως υπήρχε σφάλμα όχι του Δικαστηρίου αλλά του δικηγόρου που δεν προέβη στις αναγκαίες διευθετήσεις για να μπορέσει να εκπροσωπήσει τον εφεσείοντα και αφού διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων είχε επαρκή χρόνο για προετοιμασία. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, εισηγήθηκε ο κ. Κληρίδης, είναι διαφορετικά. Ο κ. Μαππουρίδης επικαλέστηκε την Αttorney-General of the Republic v. Enimerotis Publishing Co. Ltd. and Others (1966) 2 C.L.R. 21 στην οποία, με αναφορά στις αρχές και στο άρθρο 30 του Συντάγματος, αποδοκιμάστηκε η έγκριση αίτησης της υπεράσπισης για αναβολή της εκδίκασης ποινικής υπόθεσης.

Ανατρέξαμε στα πρακτικά και παρακολούθησαμε την εξέλιξη της διαδικασίας από την αρχή. Η εισήγηση του εφεσείοντα στερείται οποιουδήποτε ερείσματος και δεν μπορούμε να την υιοθετήσουμε. Είχε προγραμματιστεί να ακουστεί η υπόθεση στις 24 και 25.1.00. Δεν εμφανίστηκε όμως ο εφεσείων στις 24.1.00 και το Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα για τη σύλληψη του και διέταξε την κατάσχεση της εγγύησης με την οποία είχε δεσμευτεί. Ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο και έχουμε την εξήγησή του, παρόντος πλέον και του εφεσείοντα, στις 25.1.00. Ο εφεσείων αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας και θα υποβαλλόταν αίτηση για αναβολή. Συνέτρεχε γι’ αυτό και πρόσθετος λόγος αφού ο ίδιος, ο δικηγόρος δηλαδή, θα έπρεπε να εμφανιστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου για άλλη υπόθεση. Ο εφεσείων δεν είχε προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί και το Δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να αφήσει αδιερεύνητο το θέμα. Περαιτέρω, θεώρησε αναγκαίο να ακούσει και τον ιατρό, ιατρικό πιστοποιητικό του οποίου είχε προσκομιστεί. Ακούστηκαν ο αστυνομικός που είχε αναλάβει την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης και ο ιατρός και διαπιστώθηκε ότι στις 24.1.00 ο εφεσείων απουσίαζε από το σπίτι του, είχε επισκεφθεί την πρώην σύζυγό του και κυκλοφορούσε με το αυτοκίνητό του. Επίσης ότι ο ιατρός βεβαίωσε διαρροϊκές κενώσεις και εμετούς στηριζόμενος μόνο σε όσα του είχε αναφέρει ο εφεσείων όταν τον επισκέφθηκε στο ιατρείο του. Αντικειμενικά δεδομένα δεν υπήρχαν, όπως τον έβλεπε στο Δικαστήριο η κατάστασή του ήταν ομαλή και εφόσον δεν θα εκδηλωνόταν υποτροπή ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Το Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν δικαιολογημένη η απουσία του εφεσείοντα στις 24.1.00, διέταξε την κατάσχεση ποσού £400 από την εγγύησή του και τον ρώτησε για τις προθέσεις του αφού η υπό[*593]θεση ήταν ορισμένη για ακρόαση. Προκύπτει ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν βρισκόταν πλέον ενώπιον του Δικαστηρίου, και ο ίδιος ο εφεσείων απάντησε: “Θα συνεχίσω, αλλά είναι αδύνατο να πληρώσω £400.”  Το Δικαστήριο όμως επανήλθε με την ερώτηση:  “Είστε έτοιμος να συνεχίσετε;”  Ο εφεσείων απάντησε:  “Όχι, να έλθει ο δικηγόρος μου”.

Το Δικαστήριο διέκοψε για να του δώσει την ευκαιρία να ειδοποιήσει το δικηγόρο του και βρίσκουμε τη συνέχεια στο πρακτικό της ίδιας μέρας που ακολούθησε: Ο εφεσείων δήλωσε πως λόγω της υγείας του δεν μπορούσε να συνεχίσει και πως ο δικηγόρος του εμφανιζόταν στο Κακουργιοδικείο, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εξήγησε την ανάγκη να εκδικαστεί το συντομότερο η υπόθεση αφού η παραπονούμενη και μια ακόμα μάρτυρας κατηγορίας που ήταν αλλοδαπές, παρέμεναν στην Κύπρο μόνο για τους σκοπούς της υπόθεσης εκείνης και ο εφεσείων παρενεβλήθη με την ακόλουθη δήλωση:

“Εν τάξει εντιμοτάτη, να δικαστεί η υπόθεση, αλλά τί θα γίνει με τις £400;”

Το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη να μήν ανατραπεί ο προγραμματισμός που έγινε για τη λήψη της μαρτυρίας των δυο μαρτύρων που θα έπρεπε να αποδεσμευτούν και άρχισε η ακρόαση της υπόθεσης. Συμπληρώθηκε η μαρτυρία των δυο μαρτύρων τις οποίες ο εφεσείων αντεξέτασε και η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 18.2.00. Επανήλθε τότε ο εφεσείων με νέο αίτημα για αναβολή.  Ήθελε, όπως ανέφερε, να αντεξετάσει τις “παραπονούμενες” ο δικηγόρος του, ο οποίος όμως, για λόγους που ούτε καν ανέφερε,  δεν ήταν παρών.  Επιπλέον, εκείνη την ημέρα αντιμετώπιζε ο ίδιος άλλη υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα για αναβολή ενόψει του προβλήματος του εφεσείοντα. Το άλλο σκέλος, εκείνο της αντεξέτασης, το άφησε ανοικτό. Όπως εξήγησε στον εφεσείοντα, θα του επιλαμβανόταν όταν θα εμφανιζόταν ο δικηγόρος του. Η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 3.3.00, ο δικηγόρος του εφεσείοντα, για μια ακόμα φορά, δεν εμφανίστηκε και, χωρίς να υποβληθεί οποιοδήποτε αίτημα από τον εφεσείοντα, άρχισε η εξέταση του τρίτου από τους μάρτυρες κατηγορίας. Έθεσε θέμα, όμως, ο εφεσείων όταν ήλθε η ώρα για την αντεξέταση του μάρτυρα. Ήθελε το δικηγόρο του και ζήτησε διακοπή για να τον βρεί. Το Δικαστήριο διέκοψε τη [*594]διαδικασία και κατά την έπανέναρξή της ο εφεσείων απλώς μετέφερε όσα δήλωσε ότι του είπε ο δικηγόρος του τηλεφωνικώς. Ο δικηγόρος, λοιπόν, σύμφωνα με τον εφεσείοντα ενημερωμένος για την πορεία της υπόθεσης, διαμηνούσε πως δεν έπρεπε να συνεχιστεί η διαδικασία και πως θα ζητούσε αναβολή επειδή δεν αντεξέτασε “την κύρια παραπονούμενη”. Το Δικαστήριο σημείωσε πως οι δικηγόροι οφείλουν να εμφανίζονται για να κάμνουν οι ίδιοι τις δηλώσεις τους και κάλεσε τον εφεσείοντα να προχωρήσει με την αντεξέτασή του μάρτυρα. Αντεξετάστηκε ο μάρτυρας όπως και ο τέταρτος που κλήθηκε, το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, εξήγησε στον εφεσείοντα τα δικαιώματά του και ο εφεσείων, για μια ακόμη φορά εξέφρασε την επιθυμία του να συμβουλευθεί το δικηγόρο του. Επίσης, θα καλούσε μάρτυρες. Διακόπηκε η δίκη, κατά την επανέναρξή της δεν εμφανίστηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ο εφεσείων δεν πρόβαλε άλλο αίτημα, δήλωσε ότι επέλεγε να προβεί σε δήλωση από το εδώλιο του την οποία και έκαμε, και δόθηκε αναβολή, μετά από αίτημα του εφεσείοντα, για να καλέσει μάρτυρες. Κατά τη νέα ημερομηνία, στις 20.3.00, ο εφεσείων εμφανίστηκε και πάλιν μόνος, δεν πρόβαλε οποιοδήποτε αίτημα, κάλεσε ένα μάρτυρα και έκλεισε την υπόθεσή του.

Επικροτούμε τους χειρισμούς της πρωτόδικης δικαστού. Δεν απέληξε στη στέρηση κανενός δικαιώματος του εφεσείοντα ούτε μπορεί να συζητείται σοβαρά ότι δεν του δόθηκε επαρκής δυνατότητα για προετοιμασία. Η πρωτόδικος δικαστής ήταν σταθερή όπου έπρεπε, δείχνοντας ταυτόχρονα ελαστικότητα στην προσπάθειά της να δώσει στον εφεσείοντα κάθε ευκαιρία.  Η ακρόαση άρχισε χωρίς, στην πραγματικότητα, να υπάρξει καν διατυπωμένο αίτημα για αναβολή. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ενώ είχε εμφανιστεί αρχικά δεν προσήλθε στη συνέχεια για να στοιχειοθετήσει τουλάχιστον όσα έλεγε ότι αφορούσαν σε δικό του πρόβλημα και, όπως σημειώσαμε, ο εφεσείων δήλωσε τελικά, μετά την ένσταση του εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής, τη συγκατάνευσή του στην έναρξη της ακρόασης. Έκτοτε, παρά τις επανειλημένες αναβολές, ούτε δικηγόρος εμφανίστηκε ούτε συγκεκριμένο αίτημα άλλο από εκείνα για τις διακοπές ή τις αναβολές που εγκρίθηκαν, υποβλήθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο, για καλό λόγο τον οποίο εξήγησε, δεν ήταν διατεθειμένο να δεχθεί τις αιτιάσεις, όπως τις έκρινε, για ασθένεια του εφεσείοντα, και χειρίστηκε τα ζητήματα που εγείρονταν αποτελεσματικά και δίκαια.

[*595]Το δεύτερο θέμα.

Η πρώτη κατηγορία έπασχε, εξ ορισμού θα λέγαμε, από πολλαπλότητα. Απέδιδε στον εφεσείοντα τη διάπραξη αδικήματος κατά παράβαση των τριών άρθρων που σημειώσαμε στην αρχή και το κάθε ένα από αυτά δημιουργεί ξεχωριστό αδίκημα. Ανεξάρτητα από την εναλλακτική εισήγηση του κ. Κληρίδη πως  θα υπήρχε πολλαπλότητα ακόμα και στην περίπτωση που η κατηγορία θα αφορούσε μόνο στο άρθρο 121(β), την οποία δεν είναι ανάγκη να εξετάσουμε, κατά την πρώτη κατηγορία ο εφεσείων διέπραξε περισσότερα του ενός αδικήματα. Ο κ. Μαππουρίδης είδε το πρόβλημα αλλά, όπως εισηγήθηκε, υπάρχουν περιθώρια για επικύρωση της καταδίκης. Στήριξε την άποψή του στην αντίληψη του ότι οι λεπτομέρειες του αδικήματος ήταν διατυπωμένες με τρόπο που άφηνε καθαρά να εννοηθεί ότι αποδιδόταν στον εφεσείοντα η διάπραξη αδικήματος μόνο κατά παράβαση του άρθρου 121(β). Πρότεινε επομένως πως, γι’ αυτό το λόγο, δεν είχε επηρεαστεί δυσμενώς ο εφεσείων.

Δεν είναι ορθό πως οι λεπτομέρειες είχαν τέτοια μονολιθικότητα για να δικαιολογείται να εξετάσουμε θέμα όπως το τεθέν. Ο εφεσείων φερόταν να προσπάθησε μεταξύ άλλων, “να επηρεάσει” την παραπονούμενη,  ενέργεια που δεν εμφανίζεται ως συστατικό στο άρθρο 121(β) αλλά, αντίθετα, ως δυνητικός στόχος στην περίπτωση του άρθρου 118 αλλά και του άρθρου 122(β). Παρεμβάλλουμε πως η πρώτη κατηγορία φέρει τον εφεσείοντα να έχει διαπράξει αδίκημα και κατά παράβαση του άρθρου 122 γενικά, ενώ οι δυο παράγραφοι του άρθρου δημιουργούν δυο αδικήματα.  Μάλιστα, το άρθρο 122 (α) αναφέρεται και σε ενέργεια που είναι δυνατόν να αποτρέψει μάρτυρα, και εμφανίζεται και αυτό το ρήμα στις λεπτομέρειες του αδικήματος, σύμφωνα με τις οποίες ο εφεσείων “προσπάθησε να μεταπείσει, αποτρέψει και επηρεάσει” την παραπονούμενη.

Όσα προτάθηκαν ως ενδεικτικά μή δυσμενούς επηρεασμού του εφεσείοντα δεν ευσταθούν, η πρώτη κατηγορία έπασχε θεμελιωδώς και δεν μπορούμε να δούμε οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε θετική διαπίστωση πως, παρά τα ριζικά ελαττώματα που υπήρχαν, θα ήταν δυνατό να επικυρωθεί η καταδίκη με το αιτιολογικό ότι ο εφεσείοντας δεν επηρεάστηκε δυσμενώς. Πολύ λιγότερο αν έχουμε υπόψη και την προσέγγιση του ζητήματος από την πρωτόδικο δικαστή. Είδε η πρωτόδικος δικαστής πως η πρώτη κατηγορία αφορούσε σε πλείονα αδικήματα, καταγράφει τα άρθρα, δεν στρέφει την [*596]προσοχή της προς το ελάττωμα και εξετάζει αν στοιχειοθετήθηκαν, κάθε ένα ξεχωριστά. Και αυτό, όμως, κατά τρόπο ατελή και με σύμμειξη του ενός με το άλλο. Ενώ ασχολείτο με ένα από τα συστατικά του αδικήματος που προβλέπει το άρθρο 118 αφήνει το θέμα εκεί εξηγώντας πως  εκείνη η σκέψη της οδηγούσε στο επόμενο άρθρο. Καταγράφει στη συνέχεια όσα θεωρεί ότι προκύπτουν ως συστατικά των αδικημάτων του άρθρου 121(β) και του άρθρου 122 και, χωρίς οτιδήποτε άλλο, καταλήγει:

“Κρίνεται επομένως ότι με βάση τα ανωτέρω έχει αποδειχθεί το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας και ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σ΄αυτή”.

Χωρίς καν την εξειδίκευση που είδε ο κ. Μαππουρίδης και χωρίς τελικά να προσδιορίσει, όπως ορθά εισηγήθηκε ο κ. Κληρίδης, το συγκεκριμένο αδίκημα της πρώτης κατηγορίας για το οποίο βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων.  Καταλήγουμε ότι η καταδίκη του εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία πρέπει να παραμεριστεί.

Το τρίτο θέμα

Δεν έχει συζητηθεί οποιασδήποτε μορφής ιδιαίτερο ζήτημα σε σχέση με την κατηγορία για απειλή βιαιοπραγίας.  Κυρίως δεν έχει αμφισβητηθεί ότι πάνω στη βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχειοθετούνται όλα τα συστατικά που θέτει το άρθρο 91(γ). Είδαμε στους λόγους έφεσης αμφισβήτηση με αναφορά στο κατά πόσο στοιχειοθετήθηκε απειλή βιαιοπραγίας με την έννοια του άρθρου και εξ αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού αλλά τελικά δεν προωθήθηκε τέτοιο θέμα.  Η πρωτόδικος δικαστής είχε καθοδηγηθεί συναφώς από τις υποθέσεις Κallenos v. Police (1969) 2 C.L.R. 210 και Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1 και ξεκαθάρισε ενώπιόν μας ο κ. Κληρίδης ότι εκείνο που αμφισβητείτο σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία ήταν το ασφαλές των διαπιστώσεων στις οποίες είχε αχθεί η πρωτόδικος δικαστής.

Η πρωτόδικος δικαστής διαπίστωσε ότι ο εφεσείων, για να υποκινήσει την παραπονούμενη να αποσύρει το παράπονό της πως τη βίασε, εκκρεμούσας της εκδίκασης της υπόθεσης για το βιασμό, την απείλησε ότι θα τη σκοτώσει. Η καταδίκη στηρίκτηκε κυρίως στη μαρτυρία της παραπονούμενης που εργαζόταν ως καλλιτέχνις σε νυκτερινό κέντρο στη Π. Χρυσοχούς και μιας συναδέλφου της. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πλήρως αξιόπιστες τις δυο μάρτυρες [*597]όπως και τα δυο μέλη της αστυνομίας που κατέθεσαν για περιφερειακής σημασίας ζητήματα και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του διευθυντή του νυκτερινού κέντρου που κάλεσε ο εφεσείων ως μάρτυρα υπεράσπισης.

Οι δυο λόγοι για τους οποίους κληθήκαμε να παρέμβουμε ήταν συγκεκριμένοι. Κατά τον πρώτο, δεν θα έπρεπε να γίνει πιστευτή η παραπονούμενη αφού, όπως εκλάμβανε ο εφεσείων, είχε καθυστερήσει στην υποβολή του παραπόνου της για το μεγάλο διάστημα των 32 ημερών. Αυτό το σημείο τελικά εγκαταλείφθηκε ως μή υποστηριζόμενο από τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί. Κατά το δεύτερο, υπήρχε αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονούμενης και της συναδέλφου της. Η συνάδελφος της παραπονούμενης ισχυρίστηκε ότι άκουσε τον εφεσείοντα να αναφέρεται κατά το χρόνο της κατ’ ισχυρισμόν διάπραξης του αδικήματος σε “λεφτά” ενώ η παραπονούμενη δεν αναφέρθηκε σε τέτοια πρότασή του. Η συνάδελφος της παραπονούμενης δεν ήταν σε θέση να αποδώσει όλα όσα διαμείφθηκαν. Δεν αναφέρθηκε σε φράσεις με συγκεκριμένο ολοκληρωμένο νόημα. Άκουσε στη συνέχεια τον εφεσείοντα που φώναζε δείχνοντας με τα χέρια του στο λαιμό του ότι θα σκότωνε την παραπονούμενη και είδε την παραπονούμενη να οπισθοχωρεί τρομαγμένη. Δεν θα διαπιστώναμε, στη βάση των πιο πάνω, αντίφαση και μάλιστα της σημασίας που εισηγείται ο εφεσείων, αλλά εν πάση περιπτώσει και η ίδια η παραπονούμενη, όπως δείχνει η σελίδα 11 των πρακτικών, αναφέρθηκε σε χρήματα που της προσφέρθηκαν για να αποσύρει την καταγγελία. Η μαρτυρία της ήταν πως στην αρχή ο εφεσείων ήταν παρακλητικός. Η απειλή εκτοξεύτηκε όταν πλέον του το έκαμε καθαρό πως δεν θα απέσυρε την καταγγελία της. Δεν θεμελιώθηκε λόγος για τον οποίο θα μπορούσαμε να ανατρέψουμε τον τρόπο με τον οποίο η δικαστής, στην οποία κατ’ εξοχήν ανήκει αυτό το έργο, αξιολόγησε τη μαρτυρία. Η έφεση κατά της καταδίκης στη δεύτερη κατηγορία πρέπει να απορριφθεί.

Ο κ. Μαππουρίδης εισηγήθηκε πως, στην περίπτωση που θα παραμεριζόταν η καταδίκη στην πρώτη κατηγορία, θα έπρεπε να επιβάλουμε εμείς ποινή στη δεύτερη κατηγορία. Ο κ. Κληρίδης διατύπωσε την άποψη, χωρίς όμως να την τεκμηριώσει, πως δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα και πως, αφού το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή στη δεύτερη κατηγορία, ο εφεσείων θα πρέπει, σε τέτοια περίπτωση, να φύγει ατιμώρητος. Όταν τον καλέσαμε να καλύψει και την περίπτωση να μή συμφωνούσαμε με αυτή την άποψή του, πρόσθεσε εναλλακτικά πως θα έπρεπε να αποφύγουμε την επιβολή [*598]ποινής επειδή ο εφεσείων δεν είχε εκπροσωπηθεί πρωτόδικα από δικηγόρο.

Έχουμε υπόψη μας σειρά αποφάσεων στις οποίες εξηγήθηκε η ύπαρξη και πρωτογενούς εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την επιβολή ποινής (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 532, Χριστοδούλου κ.α. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1, 5, Επ. Λειτ. Εργασίας Λεμεσού ν. Π. Γιατρός Λτδ (1996) 2 Α.Α.Δ. 7, Θεόδωρος Ηλία ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 283). Περαιτέρω, όμως, έχουμε υπόψη και την Antonis Anastassiades v. Police (1973) 2 C.L.R. 263 στην οποία, κάτω από συνθήκες ακριβώς όμοιες με την παρούσα, το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε το ίδιο ποινή. Σημειώνουμε συναφώς και το άρθρο 145(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, σύμφωνα με το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση, να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί βάσει της μαρτυρίας που προσάχθηκε και να επιβάλει σ’ αυτόν ποινή αναλόγως. Δεν μπορούμε να δεκτούμε την άποψη του εφεσείοντα και θα προχωρήσουμε στην επιμέτρηση και επιβολή ποινής στη δεύτερη κατηγορία.

Έχουμε ενώπιόν μας όλα τα δεδομένα.  Και οι δυο πλευρές δήλωσαν πως η ποινή που προβλέπεται για όλα τα αδικήματα ήταν η ίδια αλλά αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του αδικήματος του άρθρου 121(β). Αυτό όμως δεν διαφοροποιεί την κατάσταση υπέρ του εφεσείοντα. Τα αδικήματα του άρθρου 121 περιγράφονται ως πλημμελήματα, το άρθρο 35 προβλέπει ως γενική ποινή των πλημμελημάτων τα δυο χρόνια φυλάκισης και το έργο μας για επιβολή ποινής αφορά σε σοβαρότερη κατηγορία. Για το αδίκημα του άρθρου 91(γ) προβλέπεται ποινή τριετούς φυλάκισης. Εν πάση περιπτώσει τα γεγονότα ήταν ακριβώς τα ίδια εξ ου και η Δικαστής δεν επέβαλε ποινή στη δεύτερη κατηγορία. Δεν μας έχει υποδειχθεί ούτε διακρίνουμε λόγο για απόκλιση στα όσα η δικαστής έκρινε ότι επέβαλλαν την ποινή των 9 μηνών φυλάκισης. Βέβαια τα άλλα αδικήματα είχαν εγγενώς μέσα τους το στοιχείο της παρεμπόδισης της απονομής της δικαιοσύνης στο οποίο έδωσε σημασία, ορθά βέβαια, η δικαστής. Το αδίκημα του άρθρου 91(γ) είναι γενικότερο αφού καλύπτει κάθε ενέργεια την οποία κάποιος έχει δικαίωμα να διενεργήσει ή να παραλείψει αλλά εξολουθεί να αποτελεί μέρος των περιστατικών της υπόθεσης η στόχευση για επηρεασμό της δικαιοσύνης. Δεν βλέπουμε, λοιπόν, τίποτε που θα δικαιολογούσε αντιμετώπιση του αδικήματος της απειλής βιαιοπραγίας ως από οποιαδή[*599]ποτε άποψη ελαφρότερο από οτιδήποτε άλλο αναφέρθηκε. Έχουμε υπόψη όσα προβλήθηκαν πρωτοδίκως προς μετριασμό της ποινής όπως και το μεγάλο αριθμό των προηγούμενων καταδικών με τις οποίες βαρυνόταν ο εφεσείων. Σημειώνουμε πως αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο 16 προηγούμενες καταδίκες που περιλάμβαναν κατοχή και χρήση ναρκωτικών, συμπλοκή και απόδραση από νόμιμη κράτηση για τις οποίες του επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, και ποινές φυλάκισης. Έχουμε καταλήξει πως η ποινή των 9 μηνών φυλάκισης είναι αρμόζουσα και σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία.

Η καταδίκη του εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία παραμερίζεται και ο εφεσείων απαλλάσεται. Η καταδίκη στη δεύτερη κατηγορία επικυρώνεται και επιβάλλουμε, ως προς αυτή, ποινή φυλάκισης 9 μηνών, με σημείο έναρξης εκείνο της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο