(2000) 2 ΑΑΔ 600
[*600]23 Νοεμβρίου, 2000
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΙAΝΝΟΣ ΕΥΡΙΒΙAΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜIΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6842)
Συμμετοχή ― Ποινική ευθύνη συμμετόχου ― Ποινικός Κώδικας Κεφ. 154, Άρθρο 20 ― Καταδίκη εταιρείας και διευθυντή της για συγκεκριμένο αδίκημα ― Η ιδιότητα διευθυντή εταιρείας δεν μπορεί από μόνη της να στηρίξει την καταδίκη του δυνάμει του Άρθρου 20, στην απουσία μαρτυρίας για συμμετοχή του.
Ο εφεσείων, διευθυντής εταιρείας, ο οποίος κρίθηκε ένοχος μαζί με την εταιρεία σε δύο κατηγορίες για οχληρία θορύβου κατά παράβαση των σχετικών Άρθρων του περί Διασφάλισης και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου, 91/68, όπως τροποποιήθηκε, εφεσίβαλε την καταδίκη του. Υποστήριξε ότι στην απουσία ειδικής νομοθετικής διάταξης δεν ήταν δυνατή η καταδίκη του με αναφορά μόνο στην ιδιότητα του διευθυντή της εταιρείας.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι κατά τις δύο συγκεκριμένες κατηγορίες ο εφεσείων ήταν παρών ή επέβλεπε ή συνέδραμε ή κατά οποιοδήποτε άλλο τρόπο συμμετέσχε ή συμπεριφέρθηκε με τρόπο που θα ήταν δυνατό να θεμελιώσει καταδίκη δυνάμει του Άρθρου 20.
Η έφεση επιτράπηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο 2 εναντίον της καταδίκης του [*601]από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Πούγιουρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12936/97), ημερομηνίας 15/11/99, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για οχληρία θορύβου κατά παράβαση των σχετικών Άρθρων του περί Διασφάλισης και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου 91/68, όπως τροποποιήθηκε.
Α. Γιωρκάτζης, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Κυριακίδου με Ε. Κονναρή, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Θα σας δώσουμε την ομόφωνη απόφαση μας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ένοχους την εφεσείουσα Εταιρεία και τον Διευθυντή της σε δύο κατηγορίες για οχληρία θορύβου κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Διασφάλισης και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου, 91/68 όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 27/74 και 126/87. Ασκήθηκε έφεση που κάλυπτε το σύνολο της απόφασης αλλά τελικά η έφεση της Εταιρείας με αρ. 6841 αποσύρθηκε. Εκκρεμεί ενώπιον μας μόνο το θέμα της καταδίκης του Διευθυντή της Εταιρείας που καλύπτεται με την έφεση 6842.
Κατά την κατηγορία, προκλήθηκε θόρυβος που αποτελούσε οχληρία κατά τις απαγορευμένες ώρες σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Κατά τη μια κατηγορία στις 22/5/96 και κατά την άλλη στις 28/6/96. Ήταν η θέση του κ. Γιωρκάτζη πως εφόσον δεν υπάρχει οτιδήποτε πέραν του γεγονότος ότι ο εφεσείων ήταν Διευθυντής της Εταιρείας, στην απουσία ειδικής νομοθετικής διάταξης, δεν ήταν δυνατή η καταδίκη του με αναφορά μόνο σε αυτή την ιδιότητά του. Αναφέρθηκε συναφώς σε σχετική νομολογία και μας παρέπεμψε σε διάφορους Νόμους κυπριακούς και αγγλικούς με τους οποίους εισάγεται ευθύνη του Διευθυντή μόνο εκ του γεγονότος ότι έχει αυτή την ιδιότητα. Η κα. Κυριακίδου δεν υποστήριξε αντίθετη άποψη. Κατά την βασική της θέση, ο Διευθυντής της Εταιρείας στην προκειμένη περίπτωση ήταν ποινικά υπεύθυνος πάνω στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, παρά το γεγονός ότι αυτό το άρθρο δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Κατά τη συζήτηση όμως αναγνώρισε πως δεν υπήρχε μαρτυρία που να μπορούσε να στοιχειοθετήσει οποιασδήποτε μορφής στάση του Διευθυντή που να καλύπτεται από το άρθρο 20 σε σχέση με τις δύο συ[*602]γκεκριμένες ημερομηνίες στις οποίες αναφέρονται οι δύο κατηγορίες. Δέχτηκε δηλαδή πως δεν υπάρχει μαρτυρία ότι κατά τις δύο συγκεκριμένες ημερομηνίες ο εφεσείων ήταν παρών ή επέβλεπε ή συνέδραμε ή κατά οποιοδήποτε άλλο τρόπο συμμετέσχε ή συμπεριφέρθηκε με τρόπο που θα ήταν δυνατό να θεμελιώσει καταδίκη δυνάμει του άρθρου 20. Η μαρτυρία ως προς το ρόλο του ήταν γενικής φύσης και είναι προφανές πως είχε εισαχθεί αφού στο κατηγορητήριο είχε συμπεριληφθεί και κατηγορία για άσκηση οχληρών επιτηδευμάτων, αδίκημα που φερόταν να διεπράχθη μεταξύ μεγάλης χρονικής περιόδου, σχετικά με την οποία προσάχθηκε μαρτυρία αναφορικά με το τί συνέβαινε συνήθως.
Συμφωνούμε με τις θέσεις των δύο πλευρών. Νομίζουμε ότι ορθά η κα. Κυριακίδου, υπό το φως της μαρτυρίας, δεν υποστήριξε την καταδίκη την οποία και παραμερίζουμε. Η έφεση επιτυγχάνει. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται. Εννοείται πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα και η καταδίκη του σε μέρος των εξόδων, επίσης παραμερίζονται.
Η έφεση επιτρέπεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο