(2000) 2 ΑΑΔ 619
[*619]30 Νοεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ
ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (Σ.Ε.Κ.),
Εφεσείοντες,
v.
1. SAMOA CLOTHING INDUSTRY LTD.,
2. ΛΟΥΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτων.
ΚΑΙ
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΗΜΕΡ. 21/6/00
ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ
ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (Σ.Ε.Κ.),
Εφεσείοντες,
v.
1. SAMOA CLOTHING INDUSTRY LTD (ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ) ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,
2. ΛΟΥΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6649)
Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ― Ποία η απαιτούμενη μαρτυρία για απόδειξη του αδικήματος ― Η παραδοχή, που αφορά στοιχείο του αδικήματος, μπορεί να στοιχειοθετήσει εύρημα ενοχής ― Ο κατηγορούμενος μπορεί να επικαλεσθεί την υπεράσπιση [*620]της μη ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του.
Συμμετοχή ― Ο διευθυντής εταιρείας ο οποίος υπογράφει ακάλυπτες επιταγές υπό την ιδιότητά του αυτή, είναι ένοχος ως συνεργός δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, στο αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, ανεξάρτητα από το αν ήταν ή όχι έκδότης των επιταγών.
Απόδειξη ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αναφορικά με συστατικό στοιχείο του αδικήματος (την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων των εκδοτών των επιταγών) σε υπόθεση έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρυσμα ― Κατάληξη σε εσφαλμένο εύρημα μη ενοχής των κατηγορουμένων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους, εταιρεία και τον διευθυντή της, σε 20 κατηγορίες για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα, επειδή η κατηγορούσα αρχή δεν απέδειξε ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, εκείνο της έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη των επιταγών.
Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 20(β) του Ποινικού Κώδικα, ως συνεργός.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη δικαστής είχε λανθασμένη προσέγγιση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με αποτέλεσμα να μη δώσει σημασία στην παραδοχή του διευθυντή αναφορικά με την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, από της πλευράς των εφεσιβλήτων. Η παραδοχή, που αφορά στοιχείο του αδικήματος, μπορεί να αποτελέσει έγκυρο βάθρο για να στοιχειοθετήσει ανάλογο εύρημα του δικαστηρίου και, σε τελική ανάλυση, εύρημα ενοχής.
Στην κρινόμενη περίπτωση δεν περιορίζεται είτε από το νόμο είτε από αρχή δικαίου η φύση της απαιτούμενης μαρτυρίας ή η προέλευσή της.
2. Οι σημειώσεις στο σώμα των επιταγών ή των ιδιαίτερων εγγράφων - τεκμηρίων - (“refer to drawer”) – ήταν απόροια απουσίας διαθέσιμων κεφαλαίων και το Δικαστήριο δεν τις αξιολόγησε ορθά.
3. Η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να επικαλεσθεί την υπεράσπιση ότι δεν [*621]υπήρχε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της επειδή στο μεταξύ είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον της σε αγωγή. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται απο την Εταιρεία G. P. Ergatides Motors Ltd v. Αστυνομίας.
Οι εφεσίβλητοι καταδικάζονται στη βάση της μαρτυρίας η οποία ήταν αρκετή για να στηρίξει την καταδίκη τους.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ajini κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319,
Επίσημος Παραλήπτης και εκκαθαριστής της εταιρείας Ch. Zakakiotis (Disco) Ltd. v. Kalavas & Associates Ltd. κ.ά. (1999) 2�Α.Α.Δ. 523,
Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,
Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108,
Εταιρεία G. P. Ergatides Motors Ltd κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 182.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηγιάννη-Ιωσήφ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 37443/96), ημερομηνίας 28/12/98, με την οποία οι κατηγορούμενοι 1 και 2 αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν από τις 20 κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 186/86.
Ντ. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Ταραμουντάς, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας, Δ..
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη 1 (εφεσίβλητη) είχε τη νομική μορ[*622]φή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Όταν άρχισε η συζήτηση της έφεσης περιήλθε σε γνώση μας ότι είχε εκδοθεί εναντίον της διάταγμα εκκαθάρισης. Ζητήσαμε τις απόψεις των δικηγόρων αν σε μια τέτοια περίπτωση ήταν δυνατό να συνεχισθεί η διαδικασία. Και, περαιτέρω, αν η απάντηση στο ερώτημα που αυτοβούλως θέσαμε ήταν θετική κατά πόσο ήταν αναγκαία η τροποποίηση του τίτλου της υπόθεσης έτσι που να απεικονίζει τη νέα πραγματικότητα. Στις 24/5/2000, και αφού επιβεβαιώθηκε ότι η εφεσίβλητη τελούσε υπό εκκαθάριση, ο Καλλής Δ. έδωσε την ενδιάμεση απόφαση μας: ότι μπορούσε να προχωρήσει η υπόθεση ύστερα από τροποποίηση του τίτλου της έφεσης με την υποκατάσταση της εφεσίβλητης από τον εκκαθαριστή της Επίσημο Παραλήπτη.
Η εφεσίβλητη εταιρεία και ο Διευθυντής της (Διευθυντής ή εφεσίβλητος) αντιμετώπισαν κατηγορητήριο από 20 κατηγορίες (ανά 10) για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα. Το ιδιώνυμο αυτό αδίκημα δημιούργησε, σχετικά πρόσφατα, το άρθρ. 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως έχει διαμορφωθεί από μεταγενέστερες τροποποιήσεις. Διευκρινίζεται ότι οι κατηγορίες με περιττό αριθμό αφορούν την εφεσίβλητη, ενώ οι υπόλοιπες (με ζυγό αριθμό) το Διευθυντή προσωπικά. Ο Διευθυντής, σύμφωνα με εγκριθείσα από το δικαστήριο παραδοχή στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, υπέγραψε τις επίδικες επιταγές υπό την ιδιότητα αυτή.
Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε, κατά ρητή επίκληση των διατάξεων του άρθρ. 20(β) του Κώδικα, ως συνεργός. Κατά τη συζήτηση της έφεσης ανέκυψε ζήτημα σε σχέση με την ευθύνη διευθυντή εταιρείας. Αποσαφηνίζεται ότι είναι δυνατός ο ποινικός καταλογισμός σε αξιωματούχους της εταιρείας ακόμη και στην περίπτωση που δεν είναι εκδότες. Έτσι αποφασίστηκε στην Ευγένιος Αjini κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319. Η σύνοψη αναφέρει:
“Η πρωτόδικη απόφαση ότι η ενοχή των πιο πάνω αξιωματούχων της εταιρείας (διευθυντή και γραμματέα της) κρίθηκε με βάση το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, λόγω της συνέργείας τους στη διάπραξη του αδικήματος, κρίθηκε ορθή και επικυρώθηκε ανεξάρτητα από το αν οι πιο πάνω αξιωματούχοι ήταν ή όχι εκδότες των επίδικων επιταγών.”
Σχετική είναι και η απόφαση στην Επίσημος Παραλήπτης και εκκαθαριστής της εταιρείας Ch. Ζakakiotis (Disco) Ltd. v. Kalavas & Associates Ltd. κ.ά, (1999) 2 Α.Α.Δ. 523. Αξίζει να πα[*623]ραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα:
“To Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα ρητά προβλέπει ότι ο καθένας, ο οποίος εμπλέκεται στο αδίκημα, περιλαμβανομένων και των συνεργών σ’ αυτό, μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός.
........................................................................................
Η απόφαση στην Ajini κ.ά. ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω), βεβαιώνει την ευχέρεια, την οποία παρέχει ο νόμος στη στοιχειοθέτηση κατηγορίας εναντίον των συνεργούντων στο έγκλημα.”
Οι εφεσίβλητοι κλήθηκαν σε απολογία, αφού προηγουμένως κατέθεσαν οι 4 μάρτυρες της Κατηγορίας. Ο Διευθυντής προέβη σε ανώμοτη δήλωση. Δε δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους του. Η παραπάνω δήλωση εξετάστηκε από το δικάσαν δικαστήριο υπό το πρίσμα των κανόνων που καθιέρωσε η νομολογία στην οποία και αναφέρθηκε. Το θέμα διαφωτίζει ικανοποιητικά σχόλιο του Εφετείου στην υπόθεση Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, στη σελ. 210.
Στο τέλος της ημέρας η πρωτόδικη δικαστής αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους από όλες τις κατηγορίες. Αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, η δικαστής κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρ. 305 Α(1) του Κώδικα που αφορούν: (α) την έκδοση των επιταγών, (β) την εμπρόθεσμη εμφάνιση τους προς πληρωμή, και γ) την παράλειψη εξόφλησης των επιταγών από τον εκδότη μέσα σε 15 ημέρες από την ημερομηνία που οι εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη των επιταγών. Η δικαστής έκρινε ότι το στοιχείο αυτό, δηλαδή, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην Τράπεζα, το οποίο συναπαιτείται για τη συντέλεση του αδικήματος εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δεν αποδείχθηκε από την Κατηγορία με νομικά αποδεκτή μαρτυρία.
Από τη μαρτυρία είχε προκύψει σαφώς ότι ο Διευθυντής οχλήθηκε επανειλημμένα αναφορικά με τη συνεχιζόμενη εκκρεμότητα των απλήρωτων επιταγών. Πραγματοποιήθηκαν μάλιστα κατ’ ιδίαν συναντήσεις του με τους μάρτυρες κατηγορίας 1, 3 και 4 και ευρύτερη συνάντηση στα Γραφεία των Συντεχνιών Σ.Ε.Κ., με σκοπό την τακτοποίηση των οφειλών. Ο Διευθυντής παραδέχθηκε πως η εταιρεία δεν είχε χρήματα. Του δόθηκαν πολλές παρατάσεις για να εξοφλήσει χωρίς όμως να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Ας σημειω[*624]θεί εδώ ότι οι επιταγές, αξίας πολλών χιλιάδων λιρών, αντιπροσώπευαν τις εισφορές της εφεσίβλητης ως εργοδότριας, αλλά και εκείνες των υπαλλήλων της, στο Ταμείο Προνοίας.
Η παραδοχή του Διευθυντή για έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων αφορούσε και την περίοδο παράδοσης των επίδικων επιταγών στους εφεσείοντες. Η δικαστής προέβη σε ιδιαίτερο εύρημα:
“Ειδικότερα, αποδέχομαι ότι (ο εφεσίβλητος) παραδέχτηκε στη Μάρτυρα Κατηγορίας 4 ότι κατά το χρόνο που παρέδιδε τις επίδικες επιταγές γνώριζε ότι η κατηγορούμενη εταιρεία 1 δεν είχε χρήματα και ζητούσε χρόνο αποπληρωμής των επιταγών.”
Ωστόσο δε δόθηκε σημασία στην παραδοχή ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η εφεσίβλητη δεν είχε κεφάλαια στο λογαριασμό της στην Τράπεζα. Το δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία που χρειάζεται προς απόδειξη του συστατικού όρου του αδικήματος μπορούσε να προέλθει “από την Τράπεζα και μόνο” όπως το έθεσε. Η παραδοχή δεν είχε τη δυνατότητα να υποκαταστήσει τέτοια μαρτυρία. Η μαρτυρία του Μ.Κ.2 δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική. Δεν υπήρχε, όπως είπε η δικαστής “θετική μαρτυρία για το λόγο για τον οποίο η Τράπεζα δεν εξαργύρωσε τις επίδικες επιταγές κατά την εμφάνιση τους σ’ αυτήν”.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του τραπεζικού υπαλλήλου, που ήταν ο υπεύθυνος της υπηρεσίας καταθέσεων και συναλλάγματος της Τράπεζας επί της οποίας εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές, ορισμένες, τα τεκμήρια 1, 2, 3, 4, 5 και 9, έφεραν στο σώμα κάθε επιταγής την ένδειξη P/R (συντομογραφία για την αγγλική φράση please represent). Αυτό σημαίνει, όπως ο μάρτυς εξήγησε, ότι η επιταγή έπρεπε να ξαναπαρουσιαστεί στην Τράπεζα για το λόγο ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Στις επιταγές τεκμ. 6, 7 και 8 ήταν συνημμένο ιδιαίτερο έγγραφο (έγιναν επίσης τεκμήρια) με τη σημείωση R/D (refer to drawer) που σε τελική ανάλυση υποδηλώνει το ίδιο πράγμα, την έλλειψη κεφαλαίων. Ας σημειωθεί ότι το ιδιαίτερο έγγραφο ετοίμασε άλλη υπάλληλος, αλλά υπογράφτηκε αναμφισβήτητα από το μάρτυρα, αφού έλεγξε την ορθότητα του περιεχομένου του.
Η μαρτυρία αυτή χαρακτηρίστηκε “ασαφής” και παράλληλα λέχθηκε πως είναι εξ ακοής. Με αφορμή την υπόθεση αυτή, το δικαστήριο παρατήρησε ότι οι δυσκολίες απόδειξης του στοιχείου αυτού οδήγησαν στην τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, που επέφε[*625]ρε ο Ν. 36(1)/97, ότι αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία η σχετική σφράγιση ή σημείωση της πληρώτριας Τράπεζας αναφορικά με το ίδιο στοιχείο του αδικήματος.
Η πρωτόδικη δικαστής είχε λανθασμένη προσέγγιση με αποτέλεσμα να μη δώσει σημασία στην παραδοχή του Διευθυντή αναφορικά με την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, από της πλευράς των εφεσιβλήτων. Η παραδοχή, που αφορά στοιχείο του αδικήματος, μπορεί να αποτελέσει έγκυρο βάθρο για να στοιχειοθετήσει ανάλογο εύρημα του δικαστηρίου και, σε τελική ανάλυση, εύρημα ενοχής.
Στην κρινόμενη περίπτωση δεν περιορίζεται είτε από το νόμο είτε από αρχή δικαίου η φύση της απαιτούμενης μαρτυρίας ή η προέλευση της. Όπως αναφέρει ο Phipson on Evidence, 13η έκδοση στη σελ. 370, 371:
“The general rule both in civil and criminal cases is that any relevant statement made by a party is evidence against himself.
.........................................................................................
..........................Confessions which comply with these special conditions, and other statements made by a party or an accused person are admissible against him as evidence of the truth of the facts asserted, and are termed informal admissions. Such admissions, unlike formal admissions, do not bind their maker but may be contradicted or explained.............................................
.....................................................................................
The most generally accepted ground of reception appears to be that a party’s declarations, whether for or against his interest when made, may always be taken to be true as against himself.”
Το δεύτερο λάθος στην προσέγγιση της μαρτυρίας αφορά την αξιολόγηση των σημειώσεων στο σώμα των επιταγών ή των ιδιαίτερων εγγράφων-τεκμηρίων. Εδώ κατέθεσε τραπεζικός υπάλληλος που με τρόπο νομικά αποδεκτό σύνδεσε τα τεκμήρια με το θέμα της ύπαρξης ή μη κεφαλαίων. Ισχύουν και σ’ αυτή την περίπτωση όσα σχετικά λέχθηκαν στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης και εκκαθαριστής της εταιρείας Ch. Zakakiotis (Disco) Ltd., ανωτέρω. Στην υπόθεση εκείνη οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν χωρίς να κλη[*626]θούν σε απολογία. Αυτό όμως δεν διαφοροποιεί τις δύο υποθέσεις. Για να γίνει αυτό αντιληπτό παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα:
“Η μαρτυρία, η οποία προσήχθη και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, στην προκείμενη υπόθεση, ως βάσιμη για τους σκοπούς θεώρησης της εκ πρώτης όψεως θεμελίωσης της υπόθεσης, αποκάλυψε ότι οι επιταγές παρουσιάστηκαν, ότι αυτές δεν εξαργυρώθηκαν και ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια προς εξαργύρωση τους. Η αλληλουχία γεγονότων οδηγεί, αναπόφευκτα, στο συμπέρασμα ότι αιτία της μη αποπληρωμής των επιταγών ήταν η απουσία διαθέσιμων κεφαλαίων, τα οποία, όντως, δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας, το οποίο θα μπορούσε να διασαλεύσει αυτό το συμπέρασμα. Η παραπομπή του παραλήπτη στον εκδότη “Refer to drawer” ήταν απόρροια της απουσίας διαθέσιμων πόρων προς εξαργύρωση των επιταγών, οπόταν ο παραλήπτης έπρεπε να αποταθεί στον ίδιο τον εκδότη για τακτοποίηση της οφειλής.”
Το άρθρ. 305(Α) δεν έχει εφαρμογή σε επιταγή από την οποία δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της. Είναι μια πρόσθετη υπεράσπιση που παρέχει σε κατηγορούμενο το εδ. 3 του άρθρου (βλ. Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108). Ο συνήγορος υπεράσπισης υπέβαλε, χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη, ότι δεν υπήρχε αγώγιμο δικαίωμα κατά της εφεσίβλητης γιατί στο μεταξύ κατατέθηκε αγωγή - και λήφθηκε απόφαση - εναντίον της. Επικαλέστηκε δε την απόφαση Εταιρεία G. P. Ergatides Motors Ltd. κ.α. v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 182. Πρέπει όμως να υποδείξουμε ότι στην υπόθεση εκείνη έγινε νέα συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων που, όπως χαρακτηριστικά είπε το εφετείο, εξαφάνισε την αρχική για την οποία δόθηκε η επιταγή και επομένως “οι εφεσείοντες απέδειξαν ότι από την απλήρωτη επιταγή δεν προέκυπτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των και επομένως οι εφέσεις επιτυγχάνουν”. Είναι φανερό, ότι η παρούσα διακρίνεται. Οι συνθήκες εδώ είναι σαφώς διαφορετικές.
Υπό τις συνθήκες που έχουμε περιγράψει δεν υπάρχει λόγος για έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης. Η μαρτυρία στην οποία αναφερθήκαμε ήταν αρκετή για να στηρίξει την καταδίκη των εφεσιβλήτων πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Γιαυτό και τους κηρύσσουμε ένοχους σε όλες τις κατηγορίες πλην της 11ης και 12ης κατηγορίας. Η επιταγή αντικείμενο των κατηγοριών αυτών δεν κατατέθηκε στο δικαστήριο. Είχε επιστραφεί στους εφεσιβλήτους [*627]γιατί εξοφλήθηκε στις 26/6/97. Η Κατηγορία όμως δεν επέμεινε στην κατάθεση αντιγράφου της επιταγής.
Η έφεση επιτρέπεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο