(2000) 2 ΑΑΔ 628
[*628]30 Νοεμβρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΛΛΩΣ ΡΟΠΑΣ,
(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6741),
ARA EDWARD HARUTYUNIAN,
(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6751),
ΝIΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6742),
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητης.
Δικαστική απόφαση ― Απόφαση Κακουργιοδικείου κατά πλειοψηφία ― Έφεση ― Αρχές, που διέπουν προσέγγιση Εφετείου ― Δεν διαφέρουν από τις αρχές που εφαρμόζονται σε περίπτωση ομόφωνης απόφασης ― Κατά πόσο είναι ήσσονος κύρους σε σύγκριση με ομόφωνη απόφαση.
Απόδειξη ― Παραδεκτό της μαρτυρίας ― Κρίνεται κατά το χρόνο που επιχειρείται η εισαγωγή μαρτυρίας και όχι αργότερα ― Το παραδεκτό της μαρτυρίας και η σχετικότητά της προς τα επίδικα θέματα συνιστούν τις προϋποθέσεις για αποδοχή της μαρτυρίας.
Απόδειξη ― Επιθανάτιες δηλώσεις ― Ποίο είναι το στοιχείο που προσδίδει έρεισμα στην αποδοχή επιθανάτιων δηλώσεων, κατ’ εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.
Απόδειξη ― Μάρτυρες – Αξιοπιστία ― Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ― Κατά πόσο καθιστούν την μαρτυρία τους στο Δικαστήριο εκ προοιμίου αναξιόπιστη ― Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα ― Ανασκόπηση της νομολογίας.
Απόδειξη ― Ψεύδη κατηγορουμένου προς την Αστυνομία ― Καταφυγή [*629]στο ψεύδος προς το σκοπό απόκρυψης κρίσιμων γεγονότων ― Κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα.
Απόδειξη ― Συνεργοί ― Μάρτυρες με ίδιον συμφέρον ― Εφαρμοστέες αρχές.
Απόδειξη ― Συνεργοί ― Ποίοι μάρτυρες εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία και πως πρέπει να αντιμετωπίζεται η μαρτυρία τους ― Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο.
Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Συνεργοί ― Τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία και ποιά μορφή μπορεί να πάρει ― Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία πριν χωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας συνεργού.
Διαλεύκανση εγκλήματος ― Μάρτυρες ― Προστασία μαρτύρων ― Η αμετάβλητη συνισταμένη των Ανακριτικών Αρχών πρέπει να είναι η αναζήτηση της αλήθειας.
Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155 ― Η επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) ― Προϋπόθεση για την εφαρμογή της επιφύλαξης, αποτελεί η δυνατότητα επικύρωσης της κατηγορίας στην οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος.
Λέξεις και Φράσεις ― “Shall dismiss” στην επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Καθιστά επιτακτική την απόρριψη της έφεσης.
Λέξεις και Φράσεις ― “Ουσιώδης” (“substantial”) στην επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Αντιδιαστέλλεται προς τον όρο “επουσιώδης” ή “ασήμαντος”.
Οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο, κατά πλειοψηφία, στην κατηγορία για τον εκ προμελέτης φόνο του Μάριου Παναγίδη που διαπράχθηκε στις 16.9.1998 στη Λεμεσό, και για συνωμοσία μεταξύ τους να διαπράξουν το έγκλημα.
Δεν υπήρξε άμεση μαρτυρία ως προς τις συνθήκες του εγκλήματος. Το θύμα έκαμε δηλώσεις σε δύο μέλη της Αστυνομικής Δύναμης που προσήλθαν στη σκηνή του εγκλήματος, οι οποίες έγιναν δεκτές από το [*630]Κακουργιοδικείο ως επιθανάτιες. Τα ευρήματα στη σκηνή του φόνου έριχναν επίσης κάποιο φως στις συνθήκες του εγκλήματος. Ο Μάριος Παναγίδης ανευρέθη σοβαρά τραυματισμένος έξω από το αυτοκίνητό του στις 4.05 το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου, 1998. Έφερε επτά τραύματα από σφαίρες, που τον έπληξαν σε διάφορα μέρη του σώματος, οι οποίες, σύμφωνα με την επιστημονική μαρτυρία, εκτοξεύτηκαν από πιστόλι “scorpion”. Οι τρεις εφεσείοντες εντοπίσθηκαν στην Πάφο αργότερα, τη 16.9.1998, και συνελήφθηκαν.
Θεμέλιο για την καταδίκη των εφεσειόντων αποτέλεσε η μαρτυρία του Νίκου Ηρακλέους, (Μ.Κ.15), και η αποδοχή της μαρτυρίας του ως αξιόπιστου μάρτυρα. Ο εν λόγω μάρτυρας είχε εργοδοτηθεί από τις αρχές Σεπτεμβρίου, 1998, ως φρουρός στο σπίτι του Ρόπα, κατά τις νυχτερινές ώρες. Το συγκεκριμένο βράδυ του φόνου ευρίσκετο στο σπίτι του Ρόπα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οι Χαρουτουνιάν και Νικολάου μετέβησαν κατ’ εντολή του Ρόπα σε χώρο όπου ο Ρόπας γνώριζε ότι θα ευρίσκετο το αυτοκίνητο του θύματος με σκοπό τη δολοφονία του την οποία θα εκτελούσε ο Χαρουτουνιάν.
Ως ύποπτος για το έγκλημα συνελήφθη και ο Νίκος Ηρακλέους. Σε κατάθεση του που έδωσε στην Αστυνομία δεν ανέφερε οποιαδήποτε ανάμειξη των εφεσειόντων στο έγκλημα. Αργότερα έδωσε άλλη κατάθεση με την οποία ενοχοποιούσε τους εφεσείοντες. Σύμφωνα με την εκδοχή του, η στάση του άλλαξε γιατί – ενώ δεν είχε συμμετοχή στο έγκλημα – μπορούσε να δοθεί στις κινήσεις του εκείνο το βράδυ εγκληματική διάσταση και επίσης λόγω των υποσχέσεων των αστυνομικών οργάνων για προστασία του και αποκατάσταση του στο εξωτερικό.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε τον Ηρακλέους αξιόπιστο μάρτυρα. Αξιολόγησε τη μαρτυρία του στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, αντιπαραβάλλοντας την προς αποδεκτή μαρτυρία τρίτων, προς έλεγχο του αληθούς και του ακριβούς της εκδοχής του και προς διαπίστωση της συνοχής της. Αντιμετώπισε τον Ηρακλέους, όπως εξηγεί στην απόφαση του, με ιδιαίτερη προσοχή, καχυποψία και περίσκεψη και αναλογιζόμενο συνεχώς τους κινδύνους αποδοχής της. Έκρινε ότι, και ως συνεργό στο έγκλημα αν θεωρούσε τον Ηρακλέους και αφού προειδοποιούσε τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί αποδοχή μαρτυρίας συνεργού χωρίς ενίσχυση, θα ήταν έτοιμο να βασιστεί στη μαρτυρία του και χωρίς ενίσχυση. Το Κακουργιοδικείο δεν διαπίστωσε κατά πόσο υπήρχε ή όχι ενισχυτική μαρτυρία.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Με την έφεση προσβλήθηκαν τα ακόλουθα:
[*631]1) Η επιλεκτική προσέγγιση του Δικαστηρίου στην αποτίμηση των δηλώσεων του θύματος και η εμφαινόμενη αντιφατικότητα στα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως προς την πνευματική κατάσταση του θύματος μετά την επίθεση.
2) Οι δηλώσεις του θύματος στους δύο αστυνομικούς οι οποίες είχαν γίνει αποδεκτές ως επιθανάτιες δηλώσεις κατ’ εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.
3) Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ηρακλέους ήταν αξιόπιστος μάρτυρας.
4) Η κρίση της μαρτυρίας του Ηρακλέους από το Κακουργιοδικείο, και κάτω από το πρίσμα του συνεργού. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι αυτή ήταν ατελής, απολήγουσα σε εσφαλμένη καθοδήγηση.
5) Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι οι διαγραφείσες από το μάρτυρα Ηρακλέους κινήσεις του τη νύκτα του φόνου επιβεβαιώνονταν από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη μαρτυρία η οποία δεν ήταν αποδεκτή όταν αποδέχθηκε τις δηλώσεις Παναγίδη ως επιθανάτιες.
2. Το Κακουργιοδικείο έπρεπε πρώτα να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία πριν χωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα συνεργού ήτοι του Ηρακλέους. Δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας συνεργού, αφού, βέβαια, δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση.
3. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ηρακλέους ήταν ορθή. Οι υποσχέσεις που του δόθηκαν είχαν ως αντικείμενο να άρουν του φόβους του για την ασφάλεια του ιδίου και της συζύγου του και όχι να τον ενθαρρύνουν να καταθέσει οτιδήποτε άλλο από την αλήθεια.
Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε τον Ηρακλέους ως μάρτυρα έχοντα ίδιον συμφέρον να εξυπηρετήσει. Προσήγγισε τη μαρτυρία του με τις επιφυλάξεις εκείνες που ορίζει η νομολογία ότι επιβάλλονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας μαρτύρων με τέτοιο συμφέρον.
Το συμφέρον, που εξ αντικειμένου, ο Ηρακλέους είχε να εξυπηρετήσει, ήταν η αποταύτισή του από το έγκλημα, παρά τη συμμετοχή [*632]του σε πράξεις που οδήγησαν στην προλείανση του εδάφους για τη διάπραξή του, όπως και η συντροφία του προν τον Ρόπα, αφού έγινε γνώστης του εγκλήματος που τεκταινόταν.
Συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας του Ηρακλέους και αποτίμησή της στο πλαίσιο των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν τις μεταμεσονύκτιες ώρες της νύκτας του εγκλήματος, δικαιολογούσε τη μεταχείριση του Ηρακλέους ως συνεργού στο έγκλημα.
4. Παρόλο που το Κακουργιοδικείο δεν εξειδικεύει την ενισχυτική μαρτυρία, συνιστά γεγονός ότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας, που θεώρησε βεβαιωτική ή περιστατική, κατατείνοντας στην ενοχή των εφεσειόντων, είναι, όντως ενισχυτικό της μαρτυρίας του Ηρακλέους στα σημεία που αφορούν τη διάπραξη, τον τόπο και χρόνο του εγκλήματος και σε ουσιώδη σημεία ότι οι εφεσείοντες διέπραξαν το έγκλημα.
5. Υπήρχαν ψεύδη στην κατάθεση του Χαρουτουνιάν αναφορικά με τις κινήσεις του κατά τον κρίσιμο χρόνο του εγκλήματος και αμέσως μετά. Καταφυγή στο ψεύδος, προς το σκοπό απόκρυψης κρίσιμων γεγονότων, κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα.
6. Παρόλο που το Κακουργιοδικείο διέπραξε δύο σφάλματα, η επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, επιβάλλει την απόρριψη της έφεσης εφόσον τα σφάλματα αυτά δεν προκάλεσαν την πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης.
Συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο, εξαιρουμένων των σφαλμάτων που επισημάνθηκαν, δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία ότι καταδικαστική θα ήταν η απόφασή του για τον κάθε εφεσείοντα.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,
R. v. Errington [1838] 2 Lew CC 148,
R. v. Fagent [1835] 7 C. & P. 238,
R. v. Taylor and Morrall [1848] 3 Cox 84,
R. v. Woodcock, Old Bailey 1789, 1 Leach 500, 168 E.R. 352,
[*633]
R. v. Golder [1960] 3 All E.R. 457,
R. v. Pestano a.ο. [1981] Crim. L.R. 397,
Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336,
Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24,
Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231,
Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping [1987] 2 All E.R. 488,
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,
R. v. Beck [1982] 1 All E.R. 807,
R. v. Loucas [1981] 2 All E.R. 1008,
R. v. Knight [1966] 1 All E.R. 647,
Credland v. Krowler 35 Cr. App. R. 48,
R. v. Goodway [1993] 4 All E.R. 894,
Khan v. Reginam [1967] 1 All E.R. 80,
Philotas v. Republic (1967) 2 C.L.R. 13,
Αλ-Χάματ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117,
Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατία (1999) 2 Α.Α.Δ. 444,
Mohamed (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1304,
Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,
R. v. Beecham [1921] 3 K.B. 464, 16 Cr. App. R. 26,
R. v. Fisher [1910] 1 K.B. 149, 3 Cr. App. R. 176,
R. v. Ellis [1910] 2 K.B. 746, 5 Cr. App. R. 41,
[*634]
R. v. Cohen, 26 Cr. App. R. 190,
R. v. Day, 27 Cr. App. R. 168,
R. v. Browne, 29 Cr. App. R. 106,
R. v. Haddy [1944] K.B. 442, 29 Cr. App. R. 182,
Stirland v. Director of Public Prosecutions [1944] A.C. 315, 30 Cr. App. R. 40,
Comrs. Of Customs and Excise v. Harz [1967] 1 All E.R. 177, (H.L.),
R. v. Farid, 30 Cr. App. R. 168,
Pilavakis a.o. v. Queen 19 C.L.R. 163,
Polycarpou a.o. v. Republic (1967) 2 C.L.R. 198,
Mavrali v. Republic (1963) 1 C.L.R. 4.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.
Εφέσεις από τους κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Κύπρου το οποίο συνεδρίασε στη Λεμεσό, (Παπαδοπούλου, Π.Ε.Δ., Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ., Λιάτσου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 22175/98), ημερομηνίας 25/6/99), με την οποία δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για τον εκ προμελέτης φόνο του Μάριου Παναγίδη και για συνωμοσία για τη διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 203(1)(2), 204 και 371 και 20, αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Λ. Κληρίδης με Ε. Ευσταθίου και Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 6741.
Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση Αρ. 6741.
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά στην Ποινική Έφεση Αρ. 6751.
Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση Αρ. 6751.
Ε. Ευσταθίου με Κ. Ευσταθίου και Ντ. Καψάλη, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 6742.
Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση Αρ. 6742.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Ιερόθεος Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας, ο Ara Edward Harutyunian και ο Νίκος Νικολάου διώχτηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για τον εκ προμελέτης φόνο του Μάριου Παναγίδη, έγκλημα που διαπράχθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου, 1998, στη Λεμεσό, και για προγενέστερη συνωμοσία μεταξύ τους να διαπράξουν το έγκλημα.
Εφεσίβαλαν την καταδίκη τους με ξεχωριστές αλλά ταυτόσημες σε περιεχόμενο εφέσεις. Στο Κακουργιοδικείο εκπροσώπησε και τους τρεις εφεσείοντες ο κ. Λ. Κληρίδης, ο οποίος κατάρτισε το εφετήριο εκ μέρους του καθενός από αυτούς. Παράλληλες εφέσεις, που ασκήθηκαν από τους ίδιους τους καταδικασθέντες στις Κεντρικές Φυλακές, εγκαταλείφθηκαν, εκτός εκείνης του εφεσείοντος Χαρουτουνιάν*.
Οι εφεσείοντες επιφύλαξαν το δικαίωμα να προβάλουν πρόσθετους ή πληρέστερους λόγους έφεσης, μετά τη λήψη των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου και των πρακτικών της δίκης. Έτσι και έπραξαν, με την άδεια του Εφετείου. Όμοιοι είναι και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που υποβλήθηκαν εκ μέρους των εφεσειόντων Ρόπα και Νικολάου.
Η εκπροσώπηση των εφεσειόντων άλλαξε ενώπιον του Εφετείου. Ο Ρόπας εκπροσωπήθηκε από τον κ. Λ. Κληρίδη, μαζί με τον κ. Ε. Ευσταθίου και τον κ. Κ. Ευσταθίου, ενώ ο Νικολάου από τον κ. [*636]Ε. Ευσταθίου, μαζί με τον κ. Κ. Ευσταθίου και τον κ. Ντ. Καψάλη. Ο Χαρουτουνιάν εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο και απάντησε αρνητικά στην εκδηλωθείσα πρόθεση του Εφετείου να μεριμνήσει για το διορισμό δικηγόρου να τον εκπροσωπήσει. Ερωτήματα προς αυτή την κατεύθυνση υποβλήθηκαν επανειλημμένα στον εφεσείοντα κατά την ακρόαση των εφέσεων ενώπιον του Εφετείου, πλην, ο Χαρουτουνιάν ενέμεινε στην απόφασή του να εκπροσωπήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Το Άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος εξασφαλίζει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο της εκλογής του - (βλ., επίσης, Άρθρο 3(1)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών).
Οι τρεις εφέσεις ακούστηκαν από κοινού.
Η επιχειρηματολογία υπέρ των εφέσεων των Ρόπα και Νικολάου αναπτύχθηκε διαδοχικά και σωρευτικά από τον κ. Λ. Κληρίδη και τον κ. Ε. Ευσταθίου. Ο Χαρουτουνιάν πρόβαλε τις δικές του θέσεις υπέρ της αθωότητάς του. παράλληλα, υιοθέτησε την επιχειρηματολογία που πρόβαλε ο κ. Ευσταθίου.
Η καταδίκη των εφεσειόντων βασίζεται στην απόφαση της πλειοψηφίας των Μελών του Κακουργιοδικείου, του κ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ., και του κ. Λιάτσου, Ε.Δ. Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου, η κ. Παπαδοπούλου, κατέληξε σε αθωωτική απόφαση.
Παρόλο που αμφισβητείται η υπόσταση της καταδικαστικής απόφασης, με αναφορά στο γεγονός ότι είναι απόφαση πλειοψηφίας, κανένας ουσιαστικός λόγος δεν προβλήθηκε, που να αποδυναμώνει το κύρος της, όπως διαγράφεται στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Π. Κληρίδης, (σελ. 179):-
«Το γεγονός ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου εκδόθηκε κατά πλειοψηφία, δε μειώνει το νομικό της κύρος ούτε καθιστά την αναθεώρησή της υποκείμενη σε κανόνες άλλους από εκείνους που διέπουν την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το άρθρο 27(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου - Ν 14/60, ορίζει ότι σε περίπτωση διαφωνίας ισχύει η απόφαση της πλειοψηφίας η οποία αποτελεί την απόφαση του Δικαστηρίου. Η ύπαρξη δυο αποφάσεων δε διαφοροποιεί το κυρωτικό μέρος της απόφασης ούτε καθιστά τη σύγκριση του σκε[*637]πτικού των δυο αποφάσεων θέμα της έφεσης. Η απόφαση της πλειοψηφίας κρίνεται, όπως και κάθε άλλη απόφαση του Δικαστηρίου, στα πλαίσια των εξουσιών που παρέχονται στο Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της δευτεροβάθμιας του δικαιοδοσίας. Ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων τα μόνα σχετικά ευρήματα είναι εκείνα της πλειοψηφίας. Αναπόφευκτα, η ύπαρξη διχογνωμίας μεταξύ των Δικαστών δικαιολογεί στην πράξη την προσέγγιση των επιδίκων θεμάτων στην έφεση με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Όμως το αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση της πλειοψηφίας η οποία συνθέτει την απόφαση του Δικαστηρίου.»
Θα συνοψίσουμε τα γεγονότα, στα οποία βασίζεται η καταδίκη των εφεσειόντων, εκθέτοντας, στην πορεία, τους λόγους έφεσης, οι οποίοι καθιστούν, κατά τους εφεσείοντες, τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ανασφαλή και την ετυμηγορία του τρωτή.
Θύμα του εγκλήματος ήταν ο Μάριος Παναγίδης, ηλικίας 28½ ετών. Απασχολείτο, κυρίως, σε νυκτερινά κέντρα, διακινούμενος καθ’ έξιν, ως φαίνεται, τις νυκτερινές ώρες. Είχε φιλικές σχέσεις με τους αδελφούς Αεροπόρου, ένας από τους οποίους, ο Άντρος, δολοφονήθηκε τον Ιούλιο του 1998. Διακατεχόταν από έντονες ανησυχίες για τη ζωή του, φοβούμενος ότι θα δολοφονηθεί. Η εστία των ανησυχιών του δεν έγινε γνωστή, όπως δεν αποκαλύφθηκε από ποιους εφοβάτο. Ανησυχίες για την ασφάλειά του είχε και ο Ρόπας. Ο αδελφός του υπήρξε θύμα πρόσφατης δολοφονικής απόπειρας και νοσηλευόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όταν διαπράχθηκε το έγκλημα, για το οποίο καταδικάστηκε. Και στη δική του περίπτωση, ζοφερή παρέμεινε η πηγή των ανησυχιών του. Ο Ρόπας ανέφερε ότι, τη νύκτα της απόπειρας κατά της ζωής του αδελφού του, είδε το αυτοκίνητο του Μάριου Παναγίδη να περνά έξω από το σπίτι του. Τίποτα ουσιαστικό δεν αποκαλύφθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, το οποίο να φανερώνει κίνητρο, εκ μέρους του, για τη δολοφονία του Μάριου Παναγίδη. Τελική διαπίστωση του Κακουργιοδικείου, σχετικά και με τους τρεις εφεσείοντες, υπήρξε: «... δεν έχει αποδειχθεί ενώπιον μας η ύπαρξη ελατηρίου.».
Για τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε ο φόνος, δεν υπήρξε άμεση μαρτυρία, άλλη από τις δηλώσεις του θύματος, οι οποίες έγιναν δεκτές ως επιθανάτιες. Τα ευρήματα στη σκηνή του φόνου ρίπτουν, επίσης, σε κάποιο βαθμό, φως στις συνθήκες του [*638]εγκλήματος. Ο Μάριος Παναγίδης ανευρέθη σοβαρά τραυματισμένος έξω από το αυτοκίνητό του, στις 4.05 το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου, 1998. Έφερε τραύματα από επτά σφαίρες, που τον έπληξαν σε διάφορα σημεία του σώματος. Οι σφαίρες, που τον κτύπησαν, και άλλες, που ρίχτηκαν εναντίον του, εκτοξεύτηκαν, όπως αποκάλυψε η επιστημονική μαρτυρία, από πιστόλι τύπου “scorpion”.
Στη σκηνή του εγκλήματος ανευρέθηκαν 11 ή 13 κάλυκες σφαιρών, απ’ όπου προκύπτει ότι εναντίον του θύματος ρίχτηκαν περισσότεροι από εφτά πυροβολισμοί, γεγονός ενδεικτικό των προθέσεων των δραστών να τερματίσουν τη ζωή του Παναγίδη. Ο διαπερασμός από σφαίρες των υάλινων παραθύρων του αυτοκινήτου του θύματος, εκείνων που ευρίσκονται δίπλα από τη θέση του οδηγού και του συνοδηγού, υποστηρίζει ότι ο Παναγίδης δέχτηκε τη δολοφονική επίθεση, το πρώτο, ενώ ήταν μέσα στο αυτοκίνητο. Προς την ίδια κατεύθυνση κατατείνει και το γεγονός ότι η μηχανή του αυτοκινήτου ήταν ξεκινημένη και τα φώτα του αναμμένα. Η θέση, στην οποία ανευρέθηκε ο Παναγίδης, ανάσκελα έξω από το αυτοκίνητο, σε συνδυασμό με τον αριθμό των σφαιρών που τον έπληξαν, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, αφού δέχτηκε τα πρώτα βλήματα της δολοφονικής επίθεσης, βγήκε έξω από το αυτοκίνητο, όπου πυροβολισμοί συνέχισαν να τον πλήττουν, μέχρι την πτώση του. Τα τραύματα του θύματος, σοβαρά ως ήταν, δεν προκάλεσαν τον άμεσο θάνατό του. Το θύμα διατήρησε τις αισθήσεις του, καλώντας σε βοήθεια. Προσέτρεξαν γείτονες, οι οποίοι τον συνέδραμαν, τοποθετώντας κάποιο υπόστρωμα κάτω από την κεφαλή του.
Άμεση μαρτυρία για τα περιστατικά του εγκλήματος δεν υπήρξε, όπως έχουμε αναφέρει, άλλη από τις διαδοχικές δηλώσεις του θύματος σε δύο μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, που προσήλθαν στη σκηνή. Ανώνυμα τηλεφωνήματα, στις Αστυνομικές Αρχές για το έγκλημα, κινητοποίησαν τη Δύναμη και μέλη της προσέτρεξαν, κατά συρροή, σε λίγα λεπτά, στη σκηνή του εγκλήματος. Το πρώτο μέλος της Δύναμης, που προσήγγισε το θύμα, ήταν γνωστός του, ο Λοχίας Αντρέας Συμεού, Μ.Κ. 27. Στην ερώτηση τι έγινε, ο Παναγίδης απάντησε*:-
«Επαιξε με ένας που εβκήκε που την πεζίνα τζιε έβαλε μου πολλές».
Σε ακόλουθη ερώτηση του Συμεού, αν αναγνώρισε το δράστη, το θύμα του απάντησε:-
«Εφόρεν μαύρα ρούχα τζιε κουκκούλλα τζιε έφυε βουρητός τζιε επήε πάνω», δείχνοντας με το χέρι του βορειοδυτική κατεύθυνση.
Πρόσθεσε:-
«τούτος που με έπαιξε ήταν κορμί».
Στο σημείο εκείνο, ο Παναγίδης έχασε τις αισθήσεις του, για να τις επανεύρει λίγο αργότερα και να συμπληρώσει:-
«Αυτός που με έπαιξε είχε όπλο αθόρυβο».
Για δεύτερη φορά του τόνισε: «ήταν κορμί».
Σε ερωτήματα, που του υπέβαλε δεύτερο μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, που προσήλθε στη σκηνή, ο Ανδρέας Ιωάννου, Μ.Κ.65, ανάλογα προς εκείνα που του έθεσε ο Λοχίας Συμεού, ο Παναγίδης ανέφερε:-
«Είδα τον, ήρτε που την πόρτα του συνοδηγού, έπαιξε με, εκατέβηκα κάτω και ξανάπεξέ με.»
Εδώ εντοπίζεται αντίφαση, φαινομενική τουλάχιστον, μεταξύ των δηλώσεων του θύματος, σχετικά με το σημείο απ’ όπου εμφανίστηκε ο δράστης, η οποία εγείρεται στην έφεση. Στη συνέχεια, ο Παναγίδης επανέλαβε στον Ιωάννου ότι αυτός που τον πυροβόλησε φορούσε κουκούλα, προσθέτοντας ότι έφυγε με «μαύρο κουπέ» αυτοκίνητο.
Η άλλη δήλωση του θύματος είναι εκείνη, την οποία έκαμε στη νοσηλεύτρια Α. Δημητρίου, Μ.Κ.29, η οποία τον συνόδευσε στο ασθενοφόρο, που τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Το θύμα της ανέφερε ότι ήταν ηλικίας 28 ετών, ότι ήταν γεμάτος «τρύπες», γεγονός που φανερώνει ότι είχε συναίσθηση της κατάστασής του· την ερώτησε αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. Η ίδια διαπίστωσε ότι ο Παναγίδης έφερε τραύματα από πυροβόλο όπλο και ότι ήταν σε κατάσταση αιμορραγικού σοκ. Ο Παναγίδης απεβίωσε στις 5.20 π.μ. της [*640]16ης Σεπτεμβρίου, 1998, ευθύς μετά την εισαγωγή του σε χειρουργείο του Νοσοκομείου Λεμεσού.
Αυτοψία και, μεταγενέστερα, νεκροψία επί της σορού του θύματος, που διενεργήθηκε από τον Ιατροδικαστή Π. Σταυριανό, αποκάλυψαν ότι ο Παναγίδης πλήγηκε από εφτά βολίδες πυροβόλου. Τα πλήγματα, που δέχτηκε, του προκάλεσαν μαζική αιμορραγία στην κοιλιακή χώρα, ως αποτέλεσμα της διάτρησης της κοιλιακής αορτής, της ρήξης της κεντρικής αρτηρίας, και της προσβολής και άλλων βασικών οργάνων του σώματος. Στα τραύματα, που υπέστη ο Μάριος Παναγίδης από τους πυροβολισμούς, οφείλεται ο θάνατός του.
Στην προσαγωγή των δηλώσεων του θύματος και στο αποδεκτό τους ως επιθανάτιων, η υπεράσπιση δεν έφερε ένσταση, αλλά, αντίθετα, εκδήλωσε τη σύμφωνη γνώμη της, πλην αμφισβήτησε ότι το θύμα προέβη σε δηλώσεις στον Ανδρέα Ιωάννου.
Στην τελική του απόφαση, το Κακουργιοδικείο διαπιστώνει ότι η σύμφωνη γνώμη των διαδίκων στην ποινική δίκη, για το παραδεκτό μαρτυρίας, δεν το απαλλάττει της υποχρέωσης να αποφασίσει κατά πόσο η μαρτυρία είναι, όντως, παραδεκτή, κατά το δίκαιο της αποδείξεως. Η θέση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή, με μόνη επιφύλαξη ότι το παραδεκτό της μαρτυρίας, κατά τους κανόνες της αποδείξεως, κρίνεται κατά το χρόνο που επιχειρείται η εισαγωγή της μαρτυρίας και όχι αργότερα. Επίμετρο της αποδοχής μαρτυρίας είναι, εκτός από τη σχετικότητά της, το παραδεκτό της, κατά τους κανόνες της αποδείξεως. Η αποδοχή, κατά τη δίκη, μόνο αποδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας επιβάλλεται και από τη θεμελιακή αρχή ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει την υπόθεση έναντι της οποίας υπερασπίζεται.
Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις του θύματος:-
(α) Έγιναν λίγο χρόνο πριν την επέλευση του θανάτου του.
(β) Κατατέθηκαν σε δίκη για τη δολοφονία του.
(γ) Αναφέρονται στα αίτια του θανάτου του· και
(δ) Έγιναν υπό το κράτος συναίσθησης επικείμενου θανάτου, ενώ τελούσε σε διαυγή πνευματική κατάσταση.
[*641]
Το Κακουργιοδικείο δέχτηκε ότι οι δηλώσεις έγιναν όχι μόνο στο Συμεού αλλά και στον Ανδρέα Ιωάννου. Το εύρημα αυτό αμφισβητείται, με το δικαιολογητικό ότι δεν μπορεί να συνταυτιστεί με το χρόνο άφιξης του Ιωάννου στη σκηνή του εγκλήματος.
Το Κακουργιοδικείο προσέδωσε διαφορετική βαρύτητα στις δηλώσεις του θύματος. Στη δήλωσή του ότι ο δράστης ήταν «κορμί» δεν απέδωσε σημασία, ενόψει του αιφνιδιασμού, της αγωνίας και του φυσιολογικού πόνου, από τον οποίο, ως έκρινε, διακατεχόταν το θύμα, ευθύς μετά την επίθεση, αλλά και για το λόγο ότι ο όρος «κορμί», αφ’ εαυτού, δε μεταδίδει με βεβαιότητα τις σωματικές διαστάσεις του δράστη. Βαρύτητα απέδωσε στις δηλώσεις του θύματος σχετικά με την αμφίεση του δράστη, τη διαφυγή του με αυτοκίνητο και το αθόρυβο όπλο.
Στην έφεση, προσβάλλεται η επιλεκτική, όπως χαρακτηρίστηκε, προσέγγιση του Δικαστηρίου στην αποτίμηση των δηλώσεων του θύματος και η εμφαινόμενη αντιφατικότητα στα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως προς την πνευματική κατάσταση του θύματος μετά την επίθεση.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε ολόκληρη τη μαρτυρία που σχετίζεται και με το θέμα αυτό, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας του Μ.Κ.16, του Αξιωματικού Υπηρεσίας που κατέγραψε τα μηνύματα, που λήφθηκαν τη νύκτα εκείνη, και το χρόνο που αυτά έφτασαν. Διαπίστωσε ότι ήταν χρονικά δυνατό η δήλωση να είχε γίνει και ότι, όντως, έγινε στο Μ.Κ.65, περιέχουσα τις λεπτομέρειες που ανέφερε. Δεν έχει επιδειχθεί λόγος, που να δικαιολογεί την ανατροπή αυτού του ευρήματος.
Η έφεση επί του σημείου αυτού δεν ευσταθεί.
Στους πρόσθετους λόγους έφεσης, αμφισβητείται και το παραδεκτό των δηλώσεων του θύματος στους δύο αστυνομικούς, με έρεισμα τις αρχές που διέπουν την προσαγωγή, κατ’ εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, επιθανάτιων δηλώσεων. Το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε η αποδοχή των δηλώσεων ως μαρτυρίας, ή ακόμα ότι η Υπεράσπιση συγκατένευσε στην προσαγωγή τους, δεν καθιστά αναμφισβήτητο το παραδεκτό της μαρτυρίας, ούτε ανεφέσιμο το σχετικό μέρος της απόφασης.
Δύο είναι οι αρχές που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας από το [*642]δικαστήριο: Η σχετικότητά της προς τα επίδικα θέματα και το παραδεκτό της, κατά το δίκαιο της αποδείξεως. Αποκλειστικός κριτής του παραδεκτού της προσαγόμενης μαρτυρίας είναι το δικαστήριο.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι δεν αποδείχτηκε ότι οι δηλώσεις του θύματος έγιναν σε χρόνο που ο ίδιος πίστευε ότι είχε απωλεσθεί κάθε ελπίδα για τη ζωή και ότι είχε προβεί σ’ αυτές, έχοντας σταθερή επίγνωση του επικείμενου θανάτου του. Παρέπεμψαν στα συγγράμματα Cross on Evidence, 7th Edition, p. 651 et seq., Archbold, 42nd Edition, p. 959 et seq. και Cockle’s “Cases and Statutes on Evidence”, Eleventh Edition, p. 163 et seq., στα οποία αναλύονται και εξηγούνται η αγγλική νομολογία και οι κανόνες που διέπουν το παραδεκτό δηλώσεων ως επιθανάτιων.
Δεν αμφισβητείται η ύπαρξη των υπολοίπων προϋποθέσεων, που θέτουν οι κανόνες της αποδείξεως για το παραδεκτό επιθανάτιας δήλωσης, δηλαδή η προσαγωγή της σε υπόθεση φόνου, η ικανότητα του θύματος ως μάρτυρα και η κατάθεσή της προς διαφώτιση για τα αίτια του θανάτου του.
Η σοβαρή κατάσταση του θύματος, σε συνάρτηση με τις συνθήκες και τα περιστατικά κάτω από τα οποία έγιναν οι δηλώσεις, άφηνε, υποστήριξε ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων, ανοικτό το πεδίο για το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι επρόκειτο περί επιθανάτιων δηλώσεων.
Επιθανάτιες Δηλώσεις:
Η μαρτυρία κατέδειξε ότι ο Μάριος Παναγίδης, ως αποτέλεσμα των βλημάτων που δέχτηκε, τραυματίστηκε σοβαρά και επίκειτο ο θάνατός του. Οι δηλώσεις του θύματος αφορούσαν τα αίτια του τραυματισμού του και, κατ’ επέκταση, του αναμενόμενου θανάτου του. Η μαρτυρία για τις δηλώσεις αυτές προσάχθηκε στη δίκη των κατηγορουμένων για τη δολοφονία του. Υφίσταντο, επομένως, όλες οι προϋποθέσεις για την προσαγωγή της μαρτυρίας, εκτός εκείνης που αφορούσε την απώλεια κάθε ελπίδας για τη ζωή.
Το ερώτημα είναι: Κατά πόσο ο Παναγίδης πίστευε, όταν προέβαινε στις δηλώσεις του, ότι απέλιπε κάθε ελπίδα για τη ζωή. Πρόκειται για το ουσιαστικότερο κριτήριο για την αποδοχή δήλωσης ως επιθανάτιας. Είναι η πεποίθηση του θύματος ότι εξέλιπε κάθε ελπίδα για τη ζωή, που στοιχειοθετεί την εξαίρεση στον κανόνα που [*643]αποκλείει την εισαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας.
Οι δικηγόροι του εφεσείοντος μας παρέπεμψαν στα συγγράμματα, που έχουμε αναφέρει, στα οποία αναθεωρείται η νομολογία, σχετική με τις προϋποθέσεις αποδοχής επιθανάτιων δηλώσεων.
Από τα δικαστικά προηγούμενα, προκύπτει ότι η συναίσθηση κινδύνου για επικείμενο θάνατο, μεγάλη όσο και αν είναι, δε δικαιολογεί την προσαγωγή δηλώσεων θύματος δολοφονικής επίθεσης ως μαρτυρίας. Αμφιταλάντευση του θύματος, αναφορικά με την ελπίδα για ζωή, αναιρεί το παραδεκτό της δήλωσης - (βλ. R. v. Errington [1838] 2 Lew CC 148· R v. Fagent [1835] 7 C. & P. 238· R. v. Taylor and Morrall [1848] 3 Cox 84.) Δεν είναι, βέβαια, αναγκαίο το θύμα να αναφερθεί ρητά στην αναμονή του τέλους της ζωής του, ή ότι έχασε κάθε ελπίδα για τη ζωή. Αρκεί τούτο να καταδεικνύεται από τις περιβάλλουσες τις δηλώσεις του συνθήκες - (βλ. R. v. Woodcock, Old Bailey 1789, 1 Leach 500, 168 E.R. 352· Cockle’s, “Cases and Statutes on Evidence”, 11th edition, σελ. 223).
Το Κακουργιοδικείο έκρινε το θέμα του παραδεκτού των δηλώσεων του θύματος ως επιθανάτιων, χωρίς να αναφερθεί στο ερώτημα που υπέβαλε ο Παναγίδης στη νοσηλεύτρια, Μ.Κ.29, κατά πόσο θα πεθάνει, και χωρίς να συσταθμίσει τις επιπτώσεις του, ως προς την πίστη του θύματος για επικείμενο θάνατό του. Ήταν, όμως, όπως αποκάλυψε η δήλωσή του στη μάρτυρα, ενήμερος του γεγονότος ότι το σώμα του ήταν διάτρητο από σφαίρες και ότι η κατάστασή του ήταν βαριά. Αίσθηση της σοβαρότητας της κατάστασής του δεν εξισούται με βέβαιη πεποίθηση ότι επέρχεται το τέλος. Το ότι δεν υπέβαλε το ίδιο ερώτημα στους δύο αστυνομικούς, στους οποίους έκαμε νωρίτερα δηλώσεις, δεν αίρει τις αμφιβολίες για την κατάσταση στην οποία τελούσε, όταν προέβαινε σ’ αυτές. Άλλωστε, η νοσηλεύτρια ήταν το πρόσωπο, στο οποίο, λόγω των γνώσεών της, θα μπορούσε να υποβάλει το ερώτημα αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει.
Το στοιχείο, το οποίο προσδίδει έρεισμα στην αποδοχή επιθανάτιων δηλώσεων, κατ’ εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, είναι η βέβαιη πίστη ότι όλα τελείωσαν - επέρχεται ο θάνατος. Η σοβαρότητα της στιγμής θεωρείται ότι αντισταθμίζει τους κινδύνους που εγκυμονεί η εισαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας· γίνεται δεκτή (η επιθανάτια δήλωση), παρά τους κινδύνους που, κατά [*644]κανόνα, ενέχει η προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή η ακρίβειά της να ελεγχθεί κατά τη δίκη.
Η ατέλεια στην καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου, αναφορικά με τη μαρτυρία, διαφωτιστική για την απώλεια κάθε ελπίδας για ζωή, καθιστά το εύρημα του Κακουργιοδικείου - ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την αποδοχή των επιθανάτιων δηλώσεων - αβέβαιο, και, παρεπόμενα, επισφαλές ως προς την ύπαρξη των προϋποθέσεων για την αποδοχή τους ως μαρτυρίας. Κάτω από αυτές τις διαπιστώσεις, θεωρούμε την αποδοχή τους ως μαρτυρίας εσφαλμένη.
Η Μαρτυρία του Νίκου Ηρακλέους:
Θεμέλιο για την καταδίκη των εφεσειόντων αποτέλεσε η μαρτυρία του Νίκου Ηρακλέους, (Μ.Κ.15), και η αποδοχή της ως μαρτυρίας αξιόπιστου μάρτυρα.
Από τις αρχές Σεπτεμβρίου, 1998, ο μάρτυρας είχε εργοδοτηθεί από το Ρόπα ως φρουρός, για τη φρούρηση του ιδίου και της κατοικίας του κατά τις νυκτερινές ώρες. Τη νύκτα του φόνου, μετά από περιπλάνηση μαζί με το φίλο του Μαρίνο Πολυδώρου, (Μ.Κ.71), στη Λεμεσό, με αυτοκίνητο που είχε στην κατοχή του, περιουσία του αδελφού του, κατέληξαν στο σπίτι του Ρόπα, γύρω στις 1.00 π.μ. Οι αναφορές του στην ώρα, εξήγησε, δεν ήταν ακριβείς, εφόσον δε μετέφερε ρολόι. Στην ισόγειο κατοικία του Ρόπα ήταν συναθροισμένοι οι τρεις εφεσείοντες, με τους οποίους συνενώθηκαν. Εκεί ο Ρόπας παρακολουθούσε τα μηνύματα που διαβιβάζονταν στον ασύρματο της Αστυνομίας, στη συχνότητα του οποίου είχε πρόσβαση. Ένα από τα μηνύματα, που συνέλεξε, ανέφερε ότι η Αστυνομία ανέκοψε κάποιο αυτοκίνητο και επρόκειτο να ερευνήσει τους επιβάτες του. Ο Ρόπας έδωσε εντολή στο μάρτυρα, μαζί με τον εφεσείοντα Νικολάου, να σπεύσουν στη σκηνή και να διαπιστώσουν περί τίνος και περί ποίων επρόκειτο. Ο Ηρακλέους τοποθέτησε αυτή την εξόρμηση γύρω στις 1.35 - 1.40 το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου, 1998. Κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, σημείωσαν την παρουσία του αυτοκινήτου του Παναγίδη. Άμα το γεγονός αυτό έγινε αντιληπτό, ο Νικολάου ζήτησε από τον Ηρακλέους να επιστρέψουν στην κατοικία του Ρόπα. Αφού δόθηκε η πληροφορία για τον εντοπισμό του αυτοκινήτου του Παναγίδη στο Ρόπα, ο τελευταίος τους ανέθεσε νέα αποστολή - να θέσουν υπό παρακολούθηση τις κινήσεις του Παναγίδη, με επίκεντρο τον τόπο στάθμευσης του αυτοκινήτου του. Έτσι οι δυο τους, Ηρακλέους [*645]και Νικολάου, εξόρμησαν για δεύτερη φορά με το αυτοκίνητο του πρώτου, προς εντοπισμό του Παναγίδη. Επέστρεψαν, για να μεταδώσουν ότι το αυτοκίνητο του Παναγίδη μετακινήθηκε από τον τόπο που ήταν νωρίτερα σταθμευμένο. Κατά παράκληση του Μ.Κ.71, ο Ηρακλέους τον μετέφερε στο σπίτι του, για να επιστρέψει και να συνενωθεί σε λίγα λεπτά με τους τρεις εφεσείοντες. Ακολούθησαν δύο άλλες περιπολίες του Ηρακλέους και Νικολάου, προς αναζήτηση του Παναγίδη, η πρώτη με το αυτοκίνητο του δευτέρου και η δεύτερη με το αυτοκίνητο του πρώτου. Ο Ρόπας εφοδίασε το Νικολάου με φορητό τηλέφωνο, ώστε να είναι σε θέση να μεταδώσει αμέσως την πληροφορία, σε περίπτωση που εντόπιζαν τον Παναγίδη ή το αυτοκίνητό του. Στην τελευταία τους διαδρομή, εντόπισαν, μετά από παρακολούθηση, το αυτοκίνητο του θύματος, σταθμευμένο στον τόπο, όπου αργότερα διαπράχθηκε το έγκλημα. Ο Νικολάου γνωστοποίησε αμέσως το γεγονός στο Ρόπα. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι του τελευταίου, ο Ηρακλέους είδε το Χαρουτουνιάν έτοιμο για εγκληματική δράση. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, φορούσε μάλλινα γάντια και μετέφερε μαύρη κουκούλα. Κρατούσε αυτόματο, το οποίο είδε μιάμιση εβδομάδα νωρίτερα στην κατοχή του Ρόπα - «την πρώτη φορά που το κρατούσαμε», ως είπε - και το οποίο ο Ρόπας περιέγραψε ως τύπου «Σκορπιός». Το όπλο ήταν εφοδιασμένο με σιγαστήρα. Οι Χαρουτουνιάν και Νικολάου έφυγαν, μετά τις οδηγίες του Ρόπα προς το Νικολάου: «πιάσε το αυτοκίνητο σου και πηγαίνετε τζιαμέ και περιμένετε τον τζιαι θα έρτει». Ο Ηρακλέους αντιλήφθηκε πλήρως περί τίνος επρόκειτο. Αντικείμενο της αποστολής των δύο οργάνων του Ρόπα, Χαρουτουνιάν και Νικολάου, ήταν η δολοφονία του Μάριου Παναγίδη, με εκτελεστή το Χαρουτουνιάν.
Ο Ρόπας, αίροντας κάθε αμφιβολία για το τι σχεδιάστηκε και επρόκειτο να εκτελεστεί, προειδοποίησε τον Ηρακλέους:-
«άμπα τζιε φύει σου καμιά κουβέντα γιατί κατίσιη μας, είμαστε ούλλοι αναμεμειγμένοι».
Ο Ηρακλέους παρέμεινε με το Ρόπα, τις κινήσεις και τη δράση του οποίου περιέγραψε και μετέφερε στην κατάθεσή του στο Δικαστήριο. Ο Ρόπας ευρισκόταν σε τηλεφωνική επικοινωνία με τους δράστες, ως αντιλήφθηκε, παροτρύνοντάς τους να αναμένουν την άφιξη του Παναγίδη. Όταν του γνωστοποίησαν την εκτέλεση της αποστολής τους, τα νέα αποτέλεσαν αντικείμενο πανηγυρισμού για το Ρόπα. γιόρτασε το γεγονός, πίνοντας κρασί και προσφέροντας [*646]κρασί στο μάρτυρα. Κάποια ανάσχεση στον πανηγυρισμό προκάλεσε πληροφορία που πήρε ο Ρόπας από τις αστυνομικές ασύρματες επικοινωνίες, που τον έκαμε να αναφωνήσει:-
«το πούστη έφαε 10 σφαίρες και ζει ακόμα, δεν επέθανε»
Παρέμεινε μαζί με το Ρόπα μέχρι τις 5.00, περίπου, η ώρα το πρωί, που ο Ρόπας συνομίλησε με αστυνομική περίπολο έξω από το σπίτι του.
Το Κακουργιοδικείο δέχτηκε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο Ηρακλέους ήταν μαζί με το Ρόπα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν ενήμερος της συνομιλίας του Ρόπα με τον Ηρόδοτο Παναγίδη, (Μ.Κ.64), και του περιεχομένου της, όπως το μετέδωσε ο τελευταίος. Το εύρημα αυτό προσβάλλεται ως επισφαλές. Η έφεση, στο σημείο αυτό, βασίζεται στη θέση ότι το Κακουργιοδικείο λειτούργησε κάτω από πλάνη, θεωρώντας ότι ο Μ.Κ.64, που ήταν μέλος της αστυνομικής περιπολίας, κατέθεσε ότι είδε τον Ηρακλέους μαζί με το Ρόπα. Εξέταση του μέρους της απόφασης του Κακουργιοδικείου, που σχετίζεται με αυτό το θέμα, αποκαλύπτει ότι η συνταύτιση της μαρτυρίας του Ηρακλέους με εκείνη του Μ.Κ.64, επί του σημείου αυτού, προκύπτει από το γεγονός ότι ο πρώτος ήταν ενήμερος της συνομιλίας μεταξύ του δευτέρου και του Ρόπα, καθώς και του βασικού της περιεχομένου. Μόνο πρόσωπο, που άκουσε τη συνομιλία μεταξύ Ρόπα και Μ.Κ.64, θα ήταν σε θέση να την μεταδώσει. Τέτοιο πρόσωπο πρέπει να ήταν παρόν και σε ακτίνα ακοής της συνομιλίας.
Σύμφωνα με την απόφασή μας, δε διαπιστώνεται κανένα σφάλμα στην απόφαση του Κακουργιοδικείου στο σημείο αυτό.
Ο Ηρακλέους κατέθεσε ότι ο Ρόπας του γνωστοποίησε ότι θα μετέβαινε στην Πάφο μαζί με τους άλλους δύο, το Νικολάου και το Χαρουτουνιάν. Προσκάλεσε και τον ίδιο να πάει μαζί τους, πρόσκληση που, στην αρχή, αποδέχτηκε, πλην άλλαξε γνώμη πριν απομακρυνθούν από τη Λεμεσό και ο Ρόπας τον μετέφερε στο σπίτι του. Πριν χωρίσουν, ο Ρόπας προειδοποίησε τον Ηρακλέους για τις συνέπειες που θα είχε η αποκάλυψη των όσων είδε και άκουσε:-
«Πρόσεξε άμπα τζιε φύει σου καμιά κουβέντα γιατί θα σε καθαρίσουν τζιε εσένα τζιε την οικογένεια σου.»
[*647]Οι τρεις εφεσείοντες πήγαν στην Πάφο, όπου εντοπίστηκαν αργότερα, τη 16η Σεπτεμβρίου, 1998, και συνελήφθηκαν. Στις συνθήκες, κάτω από τις οποίες εντοπίστηκαν, και στις αντιδράσεις τους στη σύλληψή τους για το φόνο του Παναγίδη γίνεται εκτεταμένη αναφορά στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αναχώρησαν για την Πάφο μετά τη διάπραξη του εγκλήματος. Ως δικαιολογία, για την απομάκρυνσή του από τη Λεμεσό, ο Ρόπας έδωσε τη διευθέτηση συνάντησης, την προτεραία, με εξάδελφό του στον Πύργο, προς συζήτηση περιουσιακών θεμάτων. Οι εφεσείοντες Νικολάου και Χαρουτουνιάν ακολούθησαν το Ρόπα. Γιατί ήταν αναγκαία η παρουσία συνοδών, δε δόθηκε καμιά ιδιαίτερη εξήγηση. Προκύπτει ότι ο Ρόπας έφυγε για την Πάφο, χωρίς να έχει κοιμηθεί την προηγούμενη νύκτα. Όταν η Αστυνομία προσήγγισε το συγγενικό σπίτι του Ρόπα, στον Πύργο, όπου ευρίσκοντο οι τρεις εφεσείοντες, οι Νικολάου και Χαρουτουνιάν απομακρύνθηκαν. Κατέφυγαν στον κήπο γειτονικού σπιτιού. Ο Ρόπας, απαντώντας σε ερώτηση της Αστυνομίας για την ταυτότητα των δύο προσώπων που είχαν θεαθεί να ταξιδεύουν μαζί του προς τον Πύργο, προέβη στην αναληθή δήλωση ότι ήταν Ρώσοι, οι οποίοι έφυγαν με Pajero.
Κατά τη σύλληψή τους, οι εφεσείοντες Νικολάου και Χαρουτουνιάν, όπως και ο εφεσείων Ρόπας, αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμειξη στο έγκλημα. Ο Ρόπας και ο Νικολάου αρνήθηκαν να προβούν σε οποιαδήποτε κατάθεση για τις κινήσεις τους τη νύκτα της 15ης προς τη 16η Σεπτεμβρίου, 1998. Ο Νικολάου προθυμοποίηθηκε να δώσει στις Αστυνομικές Αρχές προφορική κατάθεση για τις κινήσεις του, την οποία και έδωσε, το περιεχόμενο της οποίας κατεγράφη από τον αστυνομικό, στον οποίο έγινε, μετά την επιστροφή του στη Λεμεσό, σε σχετικά σύντομο χρόνο μετά τη λήψη της κατάθεσης - (Τεκμήριο Στ για αναγνώριση). Το γραπτό κείμενο της κατάθεσης δεν έγινε δεκτό ως μαρτυρία, πλην επετράπη στον αστυνομικό μάρτυρα να επαναλάβει προφορικά το περιεχόμενό της.Η απόφαση του Κακουργιοδικείου, να δεχτεί προφορική μαρτυρία για το περιεχόμενο της κατάθεσης του Νικολάου, δεν αμφισβητείται στην έφεση.
Ο Χαρουτουνιάν έδωσε εξήγηση για τις κινήσεις του, σε κατάθεσή του - (Τεκμήριο 5Β) - στην οποία ανέφερε ότι είναι φίλος με το Ρόπα και το Νικολάου και ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διέμενε στο σπίτι του Ρόπα. Το βράδυ, περί την 11.00 μ.μ. της 15ης Σεπτεμβρίου, πήγε, ως είπε, μαζί με το Ρόπα και το Νικολάου στη Λευκωσία, για να επισκεφθούν τον αδελφό του Ρόπα στο νοσοκομείο, [*648]απ’ όπου επέστρεψαν γύρω στις 2.00 π.μ. Στις 3.00 π.μ. πλάγιασε, για να αφυπνιστεί πριν ξημερώσει από το Ρόπα, για να μεταβούν στον Πύργο.
Η μαρτυρία του Χαρουτουνιάν συγκρούεται με εκείνη του Ηρακλέους, ως προς το πού ήταν τις μεταμεσονύκτιες ώρες, αλλά και με εκείνες των αστυνομικών, που κατέθεσαν για την κίνηση στο σπίτι του Ρόπα τη νύκτα του εγκλήματος. Ο Ρόπας, όπως αποκάλυψε η μαρτυρία των αστυνομικών που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του, στο πλαίσιο της νυκτερινής τους περιπολίας, ήταν στο σπίτι του μετά τα μεσάνυκτα, γεγονός που διαψεύδει, ως σημειώνει το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του, την εκδοχή του Χαρουτουνιάν για τις κινήσεις του το βράδυ εκείνο. Ο Νικολάου, στην κατάθεσή του, θέτει την επίσκεψη, την οποία έκαμαν στη Λευκωσία, πολύ ενωρίτερα απ’ ότι ο Χαρουτουνιάν. Το περιεχόμενο, βέβαια, της κατάθεσης του Νικολάου δεν αποτελεί μαρτυρία στη δίκη. Η κατάθεση συσχετίζεται μόνο με τον εφεσείοντα Νικολάου και η σημασία της περιορίζεται στο αξιόπιστο της εκδοχής του για τις κινήσεις του τη νύκτα εκείνη. Σ’ αυτή δεν αποδόθηκε σημασία από το Κακουργιοδικείο. Για το παραδεκτό της προφορικής κατάθεσης του περιεχομένου της, δε θα εκφέρουμε άποψη, εφόσον δεν εγείρεται ως επίδικο θέμα στην έφεση.
Ως ύποπτος για το έγκλημα συνελήφθη και ο Νίκος Ηρακλέους, στις 17 Σεπτεμβρίου, 1998.
Στην πρώτη κατάθεσή του στην Αστυνομία, έκαμε αναφορά στις κινήσεις του τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 15ης προς 16η Σεπτεμβρίου, προσποιούμενος άγνοια για το έγκλημα. Η κατάθεσή του τελειώνει χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε ανάμειξη των εφεσειόντων σε εγκληματική ενέργεια. Αργότερα τη νύκτα εκείνη, για λόγους, στους οποίους θα αναφερθούμε, ο Ηρακλέους μετέβαλε θέση και έδωσε κατάθεση, στην οποία εξέθεσε, σε γενικές γραμμές, όσα κατέθεσε στο Δικαστήριο. Άλλαξε στάση και αποφάσισε, όπως κατέθεσε, να αποκαλύψει την αλήθεια, για δύο λόγους: Πρώτο, γιατί τον ανησύχησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του Νικολάου, την οποία του επέδειξε ο ανακριτής της υπόθεσης, ο Αξιωματικός της Αστυνομίας, κ. Καρυόλαιμος. Δεύτερο, γιατί μετριάστηκαν οι φόβοι του για την ασφάλεια του ιδίου και της συζύγου του από το γεγονός ότι θα κατέθετε εναντίον των εφεσειόντων, επειδή εξασφάλισε υποσχέσεις από τον κ. Καρυόλαιμο ότι θα τους παρεχόταν προστασία από τις Αστυνομικές Αρχές και ότι το κράτος θα [*649]μεριμνούσε για την εγκατάστασή τους και την επαγγελματική αποκατάστασή του στο εξωτερικό. Στη γραπτή κατάθεση, που του επιδείχθηκε, ο Νικολάου τοποθετεί τον εαυτό του στη βεράντα του σπιτιού του Ρόπα πριν, κατά και μετά το χρόνο του εγκλήματος. Αυτό ανησύχησε τον Ηρακλέους, αφού ανέτρεπε το άλλοθί του, κατά το χρόνο της δολοφονικής επίθεσης, εφόσον, ως γνώριζε, ο ίδιος ήταν μαζί με το Ρόπα. Το γεγονός αυτό, συν οι κινήσεις του το βράδυ, στις οποίες θα μπορούσε να δοθεί εγκληματική διάσταση, εμπλέκοντάς τον άμεσα στο φόνο, τον έκαμαν ν’ αλλάξει στάση και να πει όσα γνώριζε για το έγκλημα και τους εγκληματίες. Οι υποσχέσεις των αστυνομικών οργάνων για προστασία και αποκατάστασή του στο εξωτερικό ήραν κάθε επιφύλαξή του να ομολογήσει την αλήθεια. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του αθώο. Δε γνώριζε για το έγκλημα, δε μετείχε στο σχεδιασμό του, ούτε στην εκτέλεσή του.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε τον Ηρακλέους αξιόπιστο. Άχθηκε στην απόφαση αυτή, αφού έλαβε υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας του, περιλαμβανομένων των λόγων και συνθηκών, κάτω από τις οποίες έδωσε τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη κατάθεσή του στην Αστυνομία, και αφού συστάθμισε αντιφάσεις στη μαρτυρία του, οριακής σημασίας, ως έκρινε. Αξιολόγησε τη μαρτυρία του, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, αντιπαραβάλλοντάς την προς αποδεκτή μαρτυρία τρίτων, προς έλεγχο του αληθούς και του ακριβούς της εκδοχής του και προς διαπίστωση της συνοχής της.
Προσβάλλεται, με την έφεση, το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Ηρακλέους ήταν αξιόπιστος. Μεταξύ άλλων, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Κακουργιοδικείο υποτίμησε τη σημασία της αντίφασης μεταξύ της μαρτυρίας του και της πρώτης κατάθεσής του στην Αστυνομία. Ωσαύτως, υποβλήθηκε ότι η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου, σχετικά με τις προεκτάσεις των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ο Ηρακλέους έδωσε τη δεύτερη κατάθεσή του, ήταν εσφαλμένη.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι δεν υπήρχε άμεση αντίφαση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κατάθεσης του Ηρακλέους. Με τη δεύτερη, εισηγήθηκαν, συμπλήρωσε όσα άφησε πίσω στην πρώτη κατάθεσή του. Δε συμφωνούμε. Αντικείμενο της πρώτης, όπως και της δεύτερης κατάθεσής του, καθώς και της μαρτυρίας του στο Δικαστήριο, ήταν η αποκάλυψη της σχέσης του με το έγκλημα και τους εφεσείοντες. Με την πρώτη κατάθεσή του, δεν αφήνεται κα[*650]μιά υπόνοια για ανάμειξη ή συνεργία των εφεσειόντων στο έγκλημα. Αφήνεται η εντύπωση ότι ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και οι εφεσείοντες, με τους οποίους ήταν μαζί, έκαμαν ο,τιδήποτε το μεμπτό τη νύκτα του εγκλήματος. Ακριβώς το αντίθετο προκύπτει από τη δεύτερη κατάθεσή του και τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο. Επομένως, δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηριστεί αντιφατική η μαρτυρία του Ηρακλέους προς την πρώτη κατάθεσή του στην Αστυνομία. Αντιφατική προς την πρώτη κατάθεσή του ήταν και η δεύτερη κατάθεσή του στην Αστυνομία.
Με έρεισμα την αρχή, που φαίνεται να διατυπώνεται στην R. v. Golder [1960] 3 All E.R. 457, έγινε εισήγηση, εκ μέρους των εφεσειόντων, ότι η μαρτυρία του Ηρακλέους έπρεπε να θεωρηθεί, εκ προοιμίου, ως αναξιόπιστη, λόγω της αντίφασής της προς την πρώτη κατάθεσή του στην Αστυνομία. Η απόφαση στην R. v. Golder, (ανωτέρω), τείνει να υποστηρίξει την προβληθείσα θέση. Πρόκειται για πολυσυζητημένο δικαστικό προηγούμενο, ο λόγος του οποίου, στο επίμαχο ζήτημα, δε θεωρείται απόλυτα ευκρινής - (βλ. σχόλιο στην απόφαση R. v. Pestano and Others [1981] Crim. L.R. σελ. 397). Η απόφαση στην R. v. Golder αφορούσε εχθρικό μάρτυρα και απέβλεπε, κατά πρώτο λόγο, να διασαφηνίσει ότι η κατάθεση εχθρικού μάρτυρα στην Αστυνομία δεν αποτελεί μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων που εξιστορεί. Η προσέγγιση που ευνοείται στην R. v. Golder, ως προς τις επιπτώσεις στην αξιοπιστία μάρτυρα ο οποίος προβαίνει σε κατάθεση στην Αστυνομία, αντιφατική προς τη μαρτυρία του, δεν ακολουθήθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις στην Αγγλία.
Καθώς υποδεικνύεται στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Π. Κληρίδης, η αρχή, η οποία έτυχε αποδοχής και γενικότερης αναγνώρισης, είναι εκείνη η οποία υιοθετήθηκε στην R. v. Pestano and Others, (ανωτέρω).
To Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), αντανακλά τη σωστή προσέγγιση:- (σελ. 197)
«Η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, δε μπορεί να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει εκ προοιμίου την ευχέρειά του να αξιολογήσει κατά τον τρόπο που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Τούτο θα ήταν δυνατό μόνο αν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις. Η αρχή η οποία ισχύει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις, είναι εκείνη που διατυπώνεται στην υπόθεση Georghiou*, ανωτέρω:
’The weight to be attached to the evidence of a hostile witness is a matter for the Court. There is no rule of law that it should be ignored in its entirety. Understandably, a court of law will ordinarily be slow to attach any weight to the evidence of a hostile witness but may, if it seems appropriate to do so, especially where parts of his evidence are supported by other evidence in the cause.’»
Το Κακουργιοδικείο προσήγγισε την αξιοπιστία του Νίκου Ηρακλέους υπό το πρίσμα τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης κατάθεσής του και των συνθηκών, κάτω από τις οποίες δόθηκε.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες ο Ηρακλέους έδωσε τη δεύτερή του κατάθεση, μολύνουν τη μαρτυρία του ανεπανόρθωτα. Ζήτησε (ο Ηρακλέους) και του δόθηκε υπόσχεση για την προστασία του ιδίου και της συζύγου του, αντάλλαγμα που δε θεωρείται μεμπτό από τους εφεσείοντες. Τα άλλα δύο ανταλλάγματα, για μετάβασή του στο εξωτερικό και εξασφάλιση εργασίας, εκφεύγουν, όπως εισηγήθηκαν, από τα όρια της παραδεκτής προστασίας μαρτύρων από τις Αστυνομικές Αρχές.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η αρωγή, που υποσχέθηκε η Αστυνομία να παράσχει στον Ηρακλέους, εντός και εκτός Κύπρου, δεν τον εξοστράκιζε ως μάρτυρα, ούτε αναιρούσε, εκ προοιμίου, την αξιοπιστία του.
Αναμφιβόλως, αποτελούσε στοιχείο, το οποίο άπτετο της διάθεσης του μάρτυρα να πει ό,τι γνώριζε και των κινήτρων που επέ[*652]δρασαν στην απόφασή του να έλθει αρωγός στην αποκάλυψη της αλήθειας για το έγκλημα. Δεν μπορεί, όμως, να τεθούν κανόνες για τη φύση της προστασίας, που μπορεί να παρασχεθεί προς άρση των φόβων μάρτυρα να καταθέσει. Η απειλή του Ρόπα ήταν σαφής και, ως έγινε κατανοητό από τον Ηρακλέους, οι εφεσείοντες δεν είχαν αναστολές στην πραγμάτωση των σκοπών τους. Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού. Αποτελεί καθήκον κάθε ανθρώπου να έρχεται αρωγός στην απονομή της δικαιοσύνης. Φόβοι μάρτυρα, για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειάς του, μπορεί να τον καταστήσουν διστακτικό να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Εφόσον οι φόβοι του έχουν έρεισμα, η πολιτεία μπορεί να του παράσχει προστασία, η μορφή και το είδος της οποίας ποικίλλει, ανάλογα με τα αίτια του φόβου, υπό τον όρο πάντα, ότι ποτέ ο μάρτυρας δε θα ενθαρρυνθεί άμεσα ή έμμεσα να καταθέσει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια. Η αναζήτηση της αλήθειας, για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, πρέπει να αποτελεί την αμετάβλητη συνισταμένη των ανακριτικών αρχών. Το εύλογο του φόβου του μάρτυρα κρίνεται υπό το φως των πραγματικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα ή σε συγκεκριμένη περιοχή. σ’ αυτή την περίπτωση, στη Λεμεσό. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η προστασία που δόθηκε στο μάρτυρα, περιλαμβανομένης της αποκατάστασής του στο εξωτερικό, εύλογα μπορούσε να δοθεί. Δε διαπιστώνουμε λόγους, που θα δικαιολογούσαν επέμβασή μας στο εύρημα αυτό. Χαρακτηριστικό του κλίματος, που επικρατούσε στη Λεμεσό, ήταν οι φόβοι του θύματος ότι θα εδολοφονείτο - και πράγματι δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Η μαρτυρία αποκάλυψε ότι φίλος του θύματος, ο Άντρος Αεροπόρος, δολοφονήθηκε λίγο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1998. Ακόμα, η απόπειρα κατά της ζωής του αδελφού του Ρόπα είναι άλλο γεγονός, που σηματοδοτεί την κατάσταση που επικρατούσε στη Λεμεσό. Όπως διαφαίνεται από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, οι υποσχέσεις που δόθηκαν στον Ηρακλέους είχαν ως αντικείμενο να άρουν τους φόβους για την ασφάλεια του ιδίου και της συζύγου του και όχι να τον ενθαρρύνουν να καταθέσει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια. Δεν υφίσταται κανόνας δικαίου, ο οποίος να αποκλείει, ή να εξοβελίζει μαρτυρία, ανάλογα με τις συνθήκες και τους λόγους που ωθούν μάρτυρα να προβεί σε κατάθεση στην Αστυνομία, ή να δώσει μαρτυρία σε δίκη κατηγορουμένων. Λαμβάνονται, βέβαια, υπόψη στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα, όπως λαμβάνονται υπόψη, στο ίδιο πλαίσιο, αντιφατικές καταθέ[*653]σεις για τα συμβάντα.
Στην προκείμενη υπόθεση, το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία του Νίκου Ηρακλέους και με αναφορά στις υποσχέσεις που του δόθηκαν από την Αστυνομία για αποκατάτασή του στο εξωτερικό και στο γεγονός ότι του λέχθηκε ότι θα είναι μάρτυρας κατηγορίας.
Δε δικαιολογείται η επέμβασή μας στην προσέγγιση του Δικαστηρίου, ορώμενη από την οπτική γωνία του θέματος του συγκεκριμένου λόγου έφεσης που εξετάσαμε.
Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε τον Ηρακλέους ως μάρτυρα έχοντα ίδιον συμφέρον να εξυπηρετήσει. Προσήγγισε τη μαρτυρία του με τις επιφυλάξεις εκείνες, που ορίζει η νομολογία ότι επιβάλλονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας μαρτύρων με τέτοιο συμφέρον. Καθοδήγηση άντλησε από τη Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336, απόσπασμα από την οποία παρέθεσε, επεξηγηματικό των λόγων που δικαιολογούν ιδιαίτερη προσοχή και των επιφυλάξεων, με τις οποίες πρέπει η κατάθεση τέτοιων μαρτύρων να προσεγγίζεται.
Πότε μάρτυρας μπορεί να χαρακτηριστεί ως μάρτυρας με ίδιον συμφέρον να εξυπηρετήσει, εξηγείται στη Mousoulides v. Republic, (ανωτέρω):- (σελ. 340)
“There must be evidence tending to suggest complicity on his part in the commission of the crime, though not such as to render him an accomplice in the commission of the offence.”
Τέτοιος συσχετισμός υπήρχε στην περίπτωση του Ηρακλέους, όπως αναφέρει στην απόφασή του το Κακουγιοδικείο:-
«Παρόλο που η μαρτυρία δεν τον καθιστά συναυτουργό ή συνεργό, εν τούτοις, η ανάμειξη του στα γεγονότα που εκτυλίσσονται το βράδυ της δολοφονίας είναι τέτοια που τείνει να αποδείξει συμμετοχή του στο έγκλημα και επομένως προβάλλεται ως μάρτυρας με συμφέρον να εξυπηρετήσει και ως τέτοιο, ύποπτο μάρτυρα, θα τον αντιμετωπίσουμε.»
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το Δικαστήριο, αφού ανασκόπησε δικαστικά προηγούμενα, συναφή προς τον προσδιορισμό μάρτυρα ως συνεργού (accomplice) στο έγκλημα, νομολογία η οποία, κατά το πλείστον, παρατίθεται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24, στην οποία το Κακουργιοδικείο παραπέμπει.
Επιγραμματικά, συνεργός μπορεί να χαρακτηριστεί άτομο, το οποίο μετέχει στο έγκλημα πριν ή κατά τη διάπραξή του, ή παρέχει κάλυψη (προστασία) στους εγκληματίες μετά το έγκλημα. Ο λατινικός όρος “participes criminis” προσδιορίζει το κύριο μέρος των μαρτύρων που εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία. Στην ίδια κατηγορία περιλαμβάνονται και άτομα, που βαρύνονται με καταδίκη για εγκλήματα όμοια με το υπό εκδίκαση και καταθέτουν στη δίκη του κατηγορουμένου, για την απόδειξη συστηματικής εγκληματικής δράσης. επίσης, κλεπταποδόχοι κλοπιμαίων αντικειμένων*.
Το Κακουργιοδικείο προσήγγισε τη μαρτυρία του Ηρακλέους, όπως εξηγεί στην απόφασή του, «... με ιδιαίτερη προσοχή, καχυποψία και περίσκεψη όπως επιβάλλει η φύση της (νοείται της μαρτυρίας) και αναλογιζόμενοι συνεχώς τους κινδύνους της αποδοχής της». Δεν εξειδικεύει στην απόφασή του τους κινδύνους, που εγκυμονούσε η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.15, ή σε ποια μέρη της μαρτυρίας του έστρεψε ιδιαίτερα την προσοχή του.
Κρίνοντας τη μαρτυρία του Ηρακλέους ως ενιαίο σύνολο, το Δικαστήριο αναφέρει:-
«... αυτή αποτελεί ένα συμπαγές σύνολο, χωρίς ρωγμές και αντιφάσεις με παράθεση τέτοιων λεπτομερειών που μόνο ένας που πραγματικά βίωσε τα όσα ο μάρτυρας εξιστόρησε θα μπορούσε να τα αποδώσει με τον τρόπο και στην έκταση που και αυτός τα απέδωσε.»
Το συμφέρον, που, εξ αντικειμένου, ο Νίκος Ηρακλέους είχε να εξυπηρετήσει, ήταν η αποταύτισή του από το έγκλημα, παρά τη συμμετοχή του σε πράξεις που οδήγησαν στην προλείανση του εδάφους για τη διάπραξή του, όπως και η συντροφία του προς το Ρόπα, αφού έγινε γνώστης του εγκλήματος που τεκταινόταν.
Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η στάση του μάρτυρα (Ηρακλέους), αφού αντιλήφθηκε περί τίνος επρόκειτο, ήταν παθητική, σε [*655]βαθμό αποστασιοποίησής του από το έγκλημα. Βέβαιο είναι ότι δεν αντέδρασε, όταν αντιλήφθηκε τι εσκοπούσαν οι εφεσείοντες, πέραν δε τούτου, παρέμεινε με τον εμπνευστή και υποκινητή του εγκλήματος, το Ρόπα, για να του κρατά συντροφιά, εν αναμονή νέων για την εκπλήρωση της αποστολής των επίδοξων δολοφόνων.
Στη Mousoulides v. Republic, (ανωτέρω), εξηγήσαμε (σελ. 339):-
“For a witness to be treated as an accomplice, he must either be a self-confessed accomplice or his evidence must, judged solely or in combination with other evidence in the case, raise the issue of his complicity in the crimes committed.”
Αντικειμενικά ορώμενη η μαρτυρία του Ηρακλέους συνθέτει την εξής εικόνα:-
Ο Ηρακλέους:-
(α) Μετείχε στην αναζήτηση του θύματος, κατ’ εντολή του Ρόπα, του οργανωτή και υποκινητή του εγκλήματος, στην υπηρεσία του οποίου τελούσε ως φρουρός.
(β) Υπήρξε ένας από τους δύο εντολοδόχους του Ρόπα, προς εντοπισμό του θύματος και του αυτοκινήτου του.
(γ) Πληροφορήθηκε, έστω καθυστερημένα, για τα τεκταινόμενα και πού απέβλεπε η παρακολούθηση. Ακόμα σημαντικότερο, κατέστη μάρτυς των προετοιμασιών για την εκτέλεση του εγκλήματος, χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την ανάμειξή του σε κάτι για το οποίο ήταν ανίδεος.
(δ) Όχι μόνο δε διαμαρτυρήθηκε, αλλά παρέμεινε συντροφεύων το Ρόπα, ενώ ο τελευταίος ανέμενε νέα για την εκτέλεση του σχεδιασθέντος εγκλήματος.
Συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας του Ηρακλέους και αποτίμησή της στο πλαίσιο των γεγονότων, που εκτυλίχθηκαν τις μεταμεσονύκτιες ώρες της νύκτας του εγκλήματος, δικαιολογούσε τη μεταχείριση του Ηρακλέους ως συνεργού στο έγκλημα.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι, και ως συνεργό στο έγκλημα αν [*656]θεωρούσε τον Ηρακλέους και αφού προειδοποιούσε τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί αποδοχή μαρτυρίας συνεργού χωρίς ενίσχυση, θα ήταν έτοιμο να βασιστεί στη μαρτυρία του και χωρίς ενίσχυση. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του Κακουργιοδικείου είναι το ακόλουθο:-
«Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας τονίζουμε ρητά ότι ακόμη και στη περίπτωση που αποφασίζαμε ότι ο ΜΚ15 ήταν συναυτουργός ή συνεργός και πάλι θα είμαστε διατεθημένοι να βασιστούμε στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση. Αυτό γιατί παρά τις συνεχείς και έντονες αυτοπροειδοποιήσεις και παρά το ότι αναλογισθήκαμε, στο ανώτατο επίπεδο, τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας του χωρίς ενίσχυση έχουμε καταλήξει - καθοδηγούμενοι από τις αρχές που διέπουν το όλο ζήτημα, όπως αυτές αναλύονται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231, 247) - ότι το είδος και προπάντων η δύναμη αυτής της μαρτυρίας είναι τέτοια που μπορούμε, και έτσι αισθανόμαστε, να βασισθούμε σ΄αυτή χωρίς ενίσχυση με απόλυτη ασφάλεια.»
Στη Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231, επαναλαμβάνεται η καθιερωμένη από τη νομολογία αρχή - ότι, και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, παρέχεται η δυνατότητα στο δικάζον δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο. Η αρχή αυτή δεν αμφισβητείται. Ό,τι τέθηκε υπό αμφισβήτηση, με τις εφέσεις, είναι η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ηρακλέους. Αμφισβητήθηκε ότι η ανάμειξή του στο έγκλημα περιοριζόταν μόνο σ’ εκείνη προσώπου που είχε ίδιον συμφέρον να εξυπηρετήσει. Όπως έχουμε υποδείξει, ο Ηρακλέους έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί ως συνεργός και κάτω από αυτό το φάσμα έπρεπε να είχε κριθεί η μαρτυρία του.
Η κρίση της μαρτυρίας του Ηρακλέους από το Κακουργιοδικείο, και κάτω από αυτό το πρίσμα, (του συνεργού), υποστηρίχτηκε από τους εφεσείοντες, υπήρξε ατελής, απολήγουσα σε εσφαλμένη καθοδήγηση, με όλες τις συνέπειες που ενέχει τέτοιο σφάλμα. Θέση των εφεσειόντων είναι ότι η αντιμετώπιση του Ηρακλέους ως συνεργού από το Κακουργιοδικείο ήταν συμπτωματική και ότι η καθοδήγησή του για την αντιμετώπιση της μαρτυρίας του ήταν ατε[*657]λής και, τελικά, εσφαλμένη.
Η θεώρηση από το δικαστήριο μάρτυρα ως συνεργού και οι αρχές που διέπουν την αντιμετώπισή του ως τέτοιου και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πηγάζουν από τη νομολογία, αγγλική, κατ’ αρχήν, και κυπριακή, στη συνέχεια. Συνοψίζονται ως ακολούθως:-
(α) Εφόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ’ αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του, τότε πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.
(β) Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε το έγκλημα, στο οποίο αναφέρεται ο συνεργός, και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος.
(γ) Το δικαστήριο, αφού προσεγγίσει τη μαρτυρία του συνεργού με τον τρόπο που έχουμε διαγράψει, μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία.
Η κυπριακή όσο και η αγγλική νομολογία, από την οποία αντλήθηκε καθοδήγηση, υποστηρίζει ότι τίθεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος. Στην απόφαση του Privy Council - Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping [1987] 2 All E.R. 488 - ως επισημάναμε στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266, αποφασίστηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού διενεργείται ενιαία. Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Μάρτυρας, εμφανώς αναξιόπιστος, δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης, εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης, το, κατ’ αρχήν, παραδεκτό της εκδοχής του. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού, λόγω της συμμετοχής ή σύμπραξής του στο έγκλημα. Είναι προς άρση αυτών των αμφιβολιών, που αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία για την ανάμειξη του κατηγορουμένου στο έγκλημα. Παραμένει, όμως, το δικάζον δικαστήριο κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας, που αποδίδεται στη μαρτυρία συνεργού και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Η απουσία της δεν αναιρεί το δικαίωμα του δικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχτεί ως βάσιμη τη μαρτυρία συνεργού.
Τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία και ποια μορφή μπορεί να πάρει, εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω). Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, η οποία έχει, ως αναφέρεται:- (σελ. 265)
«... προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη δικαστική απόφαση Turner v. Blunden* δεν απαιτείται όπως η ενισχυτική μαρτυρία αποδεικνύει αφ’ εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγονότα ή τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Ό,τι απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το συνένοχο (accomplice) και να τείνει να καταδείξει σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο κατηγορούμενος* .»
Παρόλο που το Κακουργιοδικείο εκδήλωσε την ετοιμότητά του να βασιστεί στη μαρτυρία του Ηρακλέους και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, δε διαπίστωσε κατά πόσο υπήρχε ή όχι ενισχυτική μαρτυρία. Ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει όπως πρώτα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικάζον δικαστήριο χωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού. Τονίζουμε τον όρο “ορθολογιστική”, για να υπογραμμίσουμε ότι δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας συνεργού, αφού, βέβαια, δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία του Ηρακλέους, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας, και ανάλογα έκρινε την αξιοπιστία του. Διαπίστωσε ότι υπήρχε μαρτυρία, προερχόμενη από πηγή ανεξάρτητη από τον Ηρακλέους, η οποία έγινε δεκτή και η οποία έτεινε να επιβεβαιώσει το μέρος της μαρτυρίας του, που σχετιζόταν με τις κινήσεις του στη Λεμεσό τη νύκτα του φόνου. Εξωτερική μαρτυρία, επίσης, επιβεβαίωσε τη μαρτυρία του Ηρακλέους, αναφορικά με τις κινήσεις του θύματος τη νύκτα εκείνη. Ωσαύτως, μαρτυρία ανεξάρτητη από εκείνη του Ηρακλέους έτεινε να βεβαιώσει τη μαρτυρία του, αναφορικά με τις κινήσεις του Νικολάου τη νύκτα του φόνου. Επομένως, ενισχύεται η μαρτυρία του - ότι έθεσαν υπό παρακολούθηση το θύμα τη νύκτα της δολοφονίας του.
Βεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.64 ότι το αυτοκίνητο του Νικολάου, που ήταν σταθμευμένο έξω από το σπίτι του Ρόπα, έλειπε στις περιπτώσεις που ο Μ.Κ.15 είπε ότι ο Νικολάου απουσίαζε από το σπίτι του Ρόπα. Μεγάλης σημασίας είναι η μαρτυρία του Μ.Κ.64 - ότι το αυτοκίνητο του Νικολάου δεν ήταν έξω από το σπίτι του Ρόπα στις 3.59 π.μ. Η μαρτυρία αυτή ενισχύει άμεσα την εκδοχή του Ηρακλέους ότι ο Νικολάου αποχώρησε από το σπίτι του Ρόπα πριν την ώρα του εγκλήματος. Το επόμενο, που η μαρτυρία, άλλη από του Ηρακλέους, αποκάλυψε, είναι ότι ο Νικολάου συνενώθηκε με το Ρόπα τις πρωϊνές ώρες της ίδιας ημέρας στην επαρχία Πάφου.
Η μαρτυρία των αστυνομικών, που διαφωτίζει για μηνύματα που διαβιβάστηκαν τη νύκτα του φόνου μέσω του ασυρμάτου της Αστυνομίας, αποκαλύπτει ότι, όντως, διαβιβάστηκε το μήνυμα το οποίο ο Ρόπας άκουσε - ότι ο Παναγίδης, παρόλο που δέχτηκε δέκα σφαίρες δεν πέθανε. Μέσω αυτής της μαρτυρίας, ενισχύεται η μαρτυρία του Ηρακλέους - ότι, κατά το χρόνο που διαβιβάστηκε το μήνυμα, λίγα λεπτά μετά το φόνο, ο Ηρακλέους ήταν μαζί με το Ρόπα. Ακόμα σημαντικότερο, ενισχύει τη μαρτυρία του Ηρακλέους - ότι περιήλθε σε γνώση του, πριν τη λήψη του μηνύματος, ότι ο Παναγίδης είχε δολοφονηθεί - πληροφορία η οποία λήφθηκε όχι από τον αστυνομικό ασύρματο αλλά από ιδιαίτερη επικοινωνία του Ρόπα με πρόσωπο ή πρόσωπα που γνώριζαν ότι ο Παναγίδης εκτελέστηκε.
Στο πολύ κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας του Ηρακλέους, που αφορά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο σπίτι του Ρόπα, πριν και μετά τις 4.00 π.μ. της νύκτας εκείνης, και την έξοδο των τριών εφεσειόντων από τη Λεμεσό, θα αναφερθούμε αργότερα.
Μεγάλο μέρος των πρόσθετων λόγων έφεσης αφιερώθηκε στην προσβολή των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου - ότι οι διαγραφείσες από το μάρτυρα Ηρακλέους κινήσεις του τη νύκτα του φόνου επιβεβαιώνονται από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία. Οι εφεσείοντες αμφισβητούν το βάσιμο του ευρήματος του Κακουργιοδικεί[*660]ου - ότι οι κινήσεις του Ηρακλέους, την κρίσιμη νύκτα, βεβαιώνονται από ανεξάρτητη μαρτυρία. Προβάλλεται η θέση ότι αντιπαραβολή των ισχυρισμών του Ηρακλέους για τις κινήσεις του τη νύκτα εκείνη με άλλη μαρτυρία, η οποία κατατέθηκε και έγινε δεκτή, αποκαλύπτει αναντιστοιχία μεταξύ των ισχυρισμών του και των γεγονότων, όπως αποκαλύφθηκαν από τρίτους.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στα γεγονότα, τα οποία τείνουν να βεβαιώσουν την παρουσία του Ηρακλέους στο σπίτι του Ρόπα στις 4.53 π.μ., και την απουσία του αυτοκινήτου του Νικολάου από το σπίτι του Ρόπα πριν τις 4.00 π.μ. Επίσης, σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας, εκθέσαμε τη μαρτυρία του Ηρακλέους για τα διαδραματισθέντα στο σπίτι του Ρόπα μεταξύ της 4ης (περίπου) πρωϊνής και της αναχώρησης του Ρόπα για την Πάφο. Εξέταση της μαρτυρίας αποκαλύπτει ότι ο χρόνος, που απέδωσε ο Ηρακλέους στα όσα συνέβηκαν τη νύκτα εκείνη, δε συνταυτίζεται ακριβώς με το χρόνο που καθόρισαν άλλοι μάρτυρες ότι επεσυνέβηκαν τα γεγονότα που περιέγραψε. Επιβεβαιώνεται, όμως, ο Ηρακλέους, από τη μαρτυρία αυτή, ότι τα γεγονότα, τα οποία προσδιόρισε, ιδίως εκείνα που αφορούσαν τις κινήσεις του θύματος την κρίσιμη νύκτα, ήταν, όντως, κατ’ ουσίαν, ακριβή. Το γεγονός ότι ο Ηρακλέους δεν έφερε ρολόι εξηγεί την αναντιστοιχία στην ώρα. Επιβεβαιώνεται ο Ηρακλέους ως προς τις κινήσεις του Παναγίδη και τον τελευταίο τόπο στάθμευσης του αυτοκινήτου του στο πρατήριο βενζίνης της Πετρολίνας, όπου του έστησαν καρτέρι οι εκτελεστές του και τον δολοφόνησαν.
Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου - ότι η μαρτυρία του Ηρακλέους για τις κινήσεις του τη νύκτα του φόνου στη Λεμεσό και για όσα περιήλθαν σε γνώση του επιβεβαιώνεται από ανεξάρτητη από τον ίδιο μαρτυρία - είναι ορθή. Ανάλογη επιβεβαίωση παρέχεται από τη μαρτυρία τρίτων για την περιγραφή από τον Ηρακλέους των κινήσεων του θύματος τη νύκτα του φόνου, περιλαμβανομένου του τελικού τόπου στάθμευσης του αυτοκινήτου του.
Το Κακουργιοδικείο δεν προσήγγισε τη μαρτυρία του Μ.Κ.15 με τον ορθολογιστικό τρόπο που έχουμε διαγράψει. Παρά τη διαπίστωση ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.15 επιβεβαιωνόταν από ανεξάρτητη μαρτυρία σε πλείστα σημεία και παρά την καταγραφή της κάτω από το κεφάλαιο της περιστατικής και ενισχυτικής μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με την υφή της βεβαιωτικής μαρτυρίας και κατά πόσο αυτή είναι ενισχυτική της μαρτυρίας του [*661]συνεργού, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τη νομολογία, πριν καταλήξει να βασιστεί στη μαρτυρία του.
Παρόλο που το Κακουργιοδικείο δεν εξειδικεύει την ενισχυτική μαρτυρία, συνιστά γεγονός ότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας, που θεώρησε βεβαιωτική ή περιστατική, κατατείνουσας στην ενοχή των εφεσειόντων, είναι, όντως, ενισχυτικό της μαρτυρίας του Ηρακλέους στα σημεία που αφορούν τη διάπραξη, τον τόπο και χρόνο του εγκλήματος και σε ουσιώδη σημεία ότι οι εφεσείοντες διέπραξαν το έγκλημα.
Όπως εξηγείται στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), το ζητούμενο, υπό μορφή ενισχυτικής μαρτυρίας, δεν είναι μαρτυρία επάλληλου περιεχομένου προς εκείνη του συνεργού, η οποία, αφ’ εαυτής, να αποδεικνύει τη διάπραξη του εγκλήματος και να αποκαλύπτει ποίος είναι ο δράστης. Ό,τι αναζητείται, είναι μαρτυρία, η οποία να βεβαιώνει, σε ουσιώδεις λεπτομέρειες, τη μαρτυρία του συνεργού στα δύο κρίσιμα σημεία - της διάπραξης του εγκλήματος και της ταυτότητας του εγκληματία.
Η μαρτυρία, στην οποία έχουμε αναφερθεί, για το περιεχόμενο της συνομιλίας του Ρόπα με τα αστυνομικά όργανα στις 4.53 π.μ. και το περιεχόμενο του μηνύματος του Μ.Κ.27 στις 4.07 π.μ., τείνουν ουσιωδώς να ενισχύσουν τη μαρτυρία του Ηρακλέους στα ακόλουθα σημεία - ότι:-
(α) Ο Ηρακλέους ήταν μαζί με το Ρόπα την ώρα του φόνου.
(β) Ο Ηρακλέους παρέμεινε μαζί με το Ρόπα μέχρι τις 4.53 π.μ.
(γ) Ο Ρόπας γνώριζε στις 4.07 π.μ., όταν έλαβε το αστυνομικό μήνυμα, ότι ο Παναγίδης είχε πληγεί από δολοφονικές σφαίρες, γεγονός το οποίο γνωστοποίησε στον Ηρακλέους.
(δ) Η πηγή των πληροφοριών του Ρόπα για το φόνο ήταν ιδιωτική, γεγονός που υποστηρίζει την εκδοχή του Ηρακλέους - ότι προήλθε από τους εκτελεστές του εγκλήματος.
Η απουσία του αυτοκινήτου του Νικολάου από τον τόπο που ήταν νωρίτερα σταθμευμένο, στις 3.59 π.μ., καθώς βεβαιώθηκε από μαρτυρία ανεξάρτητη από εκείνη του Ηρακλέους, ενισχύει την εκδοχή του Ηρακλέους - ότι ο Νικολάου είχε αποχωρήσει από την κα[*662]τοικία του Ρόπα πριν τη διάπραξη του φόνου. Γίνεται αναφορά στη μαρτυρία αυτή, όχι εξαντλητικά της ενισχυτικής μαρτυρίας, αλλά για να εξηγήσουμε τη μορφή και τις προεκτάσεις τέτοιας μαρτυρίας.
Ενισχυτική της μαρτυρίας του Ηρακλέους, σε σχέση με την ανάμειξη των τριών εφεσειόντων και τη σύμπραξή τους στο έγκλημα, είναι και η μαρτυρία τρίτων για τις κινήσεις τους μετά το έγκλημα. Ο Ηρακλέους κατέθεσε ότι ο Ρόπας του είπε ότι οι τρεις εφεσείοντες θα μετέβαιναν στην Πάφο· όπως και έπραξαν μετά το έγκλημα, καθώς αποδεικνύεται από ανεξάρτητη μαρτυρία. Αναμφιβόλως, η προγραμματισθείσα από την προτεραία επίσκεψη του Ρόπα στον Πύργο δεν επέβαλλε ούτε την ολονύκτια αγρυπνία του τη νύκτα της 15ης προς τη 16η Σεπτεμβρίου, 1998, ούτε την αναχώρησή του πριν ξημερώσει από τη Λεμεσό. Ακόμα περισσότερο, δε δικαιολογούσε την αναχώρηση των άλλων δύο εφεσειόντων για την Πάφο, για την ταυτότητα και τις κινήσεις των οποίων προσπάθησε ο Ρόπας να παραπλανήσει την Αστυνομία, όπως έχουμε αναφέρει. Ο συνδυασμός της αγρυπνίας των εφεσειόντων τη νύκτα του φόνου και η αποχώρησή τους από τη Λεμεσό, νωρίς μετά τη διάπραξή του, δεν είναι ουδέτερα γεγονότα, στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης.
Η επιστημονική μαρτυρία αποκάλυψε ότι το πιστόλι, που χρησιμοποιήθηκε για τη δολοφονία του Παναγίδη, ήταν τύπου “scorpion”. Αυτής της περιγραφής, με μικρή ηχητική παραλλαγή «σκορπιός», ήταν και το όπλο με το οποίο ο Ρόπας εφοδίασε το Χαρουτουνιάν, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του όπλου από το Ρόπα στον Ηρακλέους σε προηγούμενο στάδιο των συναντήσεών τους. Στη μαρτυρία αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί άλλη σημασία από τούτη. ότι ο Ρόπας περιέγραψε το όπλο ως εκείνου του τύπου. Δεν εξισούται η μαρτυρία του Ηρακλέους με προσωπική του διαπίστωση - ότι το πιστόλι, που είδε το Χαρουτουνιάν να μεταφέρει, ήταν, όντως, του τύπου “scorpion”.
Η μαρτυρία αποκάλυψε ότι οι τρεις εφεσείοντες έφτασαν μαζί στον Πύργο, με το αυτοκίνητο του Ρόπα. Ο Ηρακλέους κατέθεσε ότι, αφού ο Ρόπας έδωσε οδηγίες στους άλλους δύο προς τα πού να κατευθυνθούν, αναχώρησε και ο ίδιος για την Πάφο, με σκοπό να συνενωθεί μαζί τους. Η ανακάλυψη του αυτοκινήτου του Νικολάου στο ξενοδοχείο «Λάουρα» στην Πάφο, μετά τη σύλληψη του ιδίου και του Χαρουτουνιάν στον Πύργο, όπου έφτασαν νωρίς το πρωί, τείνει να αποκαλύψει τρία πράγματα, ενισχυτικά της μαρτυ[*663]ρίας του Ηρακλέους, ότι:-
(α) Ο Ρόπας ταξίδευσε μόνος του στην Πάφο.
(β) Οι Χαρουτουνιάν και Νικολάου ταξίδευσαν μαζί στην Πάφο· και
(γ) Οι τρεις συνενώθηκαν, αφού έφτασαν στην Πάφο, και από εκεί ταξίδευσαν μαζί στον Πύργο.
Ο Χαρουτουνιάν, στην κατάθεσή του - (Τεκμήριο 5Β) - αναφέρει ότι, όταν οι τρεις εφεσείοντες επέστρεψαν από τη Λευκωσία, στις 2.00 π.μ., της 16ης Σεπτεμβρίου, 1998, (η ώρα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως έχουμε αναφέρει), παρέμεινε με τους άλλους δύο και έπιναν μπίρα και κρασί στην κουζίνα του σπιτιού του Ρόπα. Στο μεταξύ, πηγαινοέρχονταν στο σπίτι και άλλα πρόσωπα. Ο ίδιος, όπως ισχυρίζεται, μέθυσε και πήγε να κοιμηθεί στις 3.00 π.μ. Τον ξύπνησε ο Ρόπας πριν ξημερώσει και του είπε να πάνε στον Πύργο να φάνε ψάρι. Διερωτάται ένας: Ποίος ταξιδεύει τόσο πρωί σε άλλο παραλιακό τόπο να φάει ψάρι; Βέβαια, αυτός δεν ήταν ο λόγος που έδωσε ο Ρόπας για τη μετάβασή του στην επαρχία Πάφου. Και, πριν ξημερώσει, οι τρεις τους, ο Ρόπας, ο Νικολάου και ο Χαρουτουνιάν έφυγαν για την Πάφο. Προκύπτει αβίαστα ότι ο Χαρουτουνιάν ψεύδεται για τη μετάβαση των τριών με το ίδιο αυτοκίνητο στην Πάφο. Το ψεύδος αφορά τις κινήσεις του κατά τον κρίσιμο χρόνο του εγκλήματος και αμέσως μετά. Στην R. v. Loucas [1981] 2 All E.R. 1008, αποφασίστηκε ότι ψευδείς δηλώσεις του κατηγορουμένου εκτός δικαστηρίου, ως είναι η κατάθεση του Χαρουτουνιάν στην Αστυνομία, μπορεί να παράσχουν ενίσχυση της μαρτυρίας συνεργού, εφόσον αναφέρονται σε ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης και αναφαίνεται ότι το κίνητρο είναι η απόκρυψη της αλήθειας. νοουμένου ότι το ψεύδος βεβαιώνεται από μαρτυρία άλλη από εκείνη του συνεργού - (βλ., επίσης, R. v. Knight [1966] 1 All E.R. 647· Credland v. Krowler 35 Cr. App. R. 48· R. v. Goodway [1993] 4 All E.R. 894). Σ’ αυτή την περίπτωση, γνωρίζουμε, από την ανεύρεση του αυτοκινήτου του Νικολάου στην Πάφο, ότι οι τρεις εφεσείοντες δε μετέβησαν μαζί στην Πάφο, ως ήθελε να εμφανίσει τις κινήσεις τους ο Χαρουτουνιάν. Ό,τι ήθελε να αποκρύψει, είναι το γεγονός ότι οι τρεις τους δεν ευρίσκονταν στο σπίτι του Ρόπα όταν διαπράχθηκε το έγκλημα και ότι οι τρεις τους δεν ξεκίνησαν μαζί για την Πάφο.
[*664]Καταφυγή στο ψεύδος, προς το σκοπό απόκρυψης κρίσιμων γεγονότων, κατατείνει σε ενοχοποιητικά συμπεράσματα - (Mawaz Khan v. Reginam [1967] 1 All E.R. 80· George O. Philotas v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 13). Καθώς εξηγήσαμε στην Αλ-Χάματ και άλλων ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, προσφυγή στο ψεύδος δε στοιχειοθετεί (θετικά) τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος· παρέχει, όμως, μαρτυρία «η οποία επεξηγεί και ρίπτει φως στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και δίδει εγκληματικό χαρακτήρα σε πράξεις για τις οποίες χωρεί και αθώα εξήγηση», (σελ. 137) - (βλ., επίσης, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444).
Η μαρτυρία του Ηρακλέους - ότι το αυτοκίνητο του Παναγίδη ήταν σταθμευμένο στον τόπο όπου έγινε το έγκλημα - ενισχύεται από μαρτυρία τρίτων ως ορθή. Επιβεβαιώνεται, επίσης, η ορθότητα της γνώσης, την οποία απέκτησε όντας στο σπίτι του Ρόπα, ότι διαπράχθηκε το έγκλημα στον τόπο όπου είχε σχεδιαστεί. Η ενισχυτική μαρτυρία προέρχεται από τη μαρτυρία που αποκάλυψε την ώρα του θανάτου του θύματος.
Ένα από τα στοιχεία, που το Κακουργιοδικείο περιέλαβε στην περιστατική μαρτυρία, είναι και η αμφίεση του προσώπου που πυροβόλησε το θύμα, ως περιγράφηκε στη δήλωση του Παναγίδη, όπως και το ότι το όπλο ήταν «αθόρυβο». Η κρίση μας για το επισφαλές της απόφασης του Κακουργιοδικείου για την αποδοχή των δηλώσεων του Παναγίδη ως επιθανάτιων καθιστά απαράδεκτη τη χρήση τους ως μαρτυρίας. Επομένως, λήφθηκε υπόψη, στο σημείο αυτό, μαρτυρία η οποία ήταν μη αποδεκτή. Εξ αντικειμένου, η σημασία της μαρτυρίας αυτής είναι περιορισμένη. Η απόκρυψη της ταυτότητας του δράστη προσιδιάζει στις πιθανές επιλογές κάθε επίδοξου δολοφόνου.
Το δεύτερο σφάλμα του Κακουργιοδικείου αφορά την προσέγγιση της μαρτυρίας συνεργού, ως το έχουμε διαγράψει. Οι επιπτώσεις αυτού του σφάλματος μετριάζονται από το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο εντόπισε τη μαρτυρία που έτεινε να ενισχύσει τη μαρτυρία του Ηρακλέους, όπως και τη μαρτυρία, στην οποία έχουμε αναφερθεί, και η οποία έτεινε να προσθέσει κρίκους στην περιστατική μαρτυρία, κατατείνουσας στην ενοχή των εφεσειόντων.
Εξ αντικειμένου κρινόμενη η πιθανή επίδραση των σφαλμάτων, στην οποία υπέπεσε το Κακουργιοδικείο στην ετυμηγορία του, δεν [*665]μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως μικράς σημασίας και επουσιώδης· τέτοια που δεν προκάλεσε τον εκτροχιασμό της δικαιοσύνης, ούτε απέληξε σε πλημμελή απονομή της.
Η επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, (ο «Νόμος»), επιβάλλει την απόρριψη της έφεσης, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι τα σφάλματα, στα οποία υπέπεσε το πρωτόδικο δικαστήριο κατά τη δίκη, δεν προκάλεσαν την πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης. Η επιφύλαξη στην ελληνική μετάφραση προβλέπει:-
«Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης.»
Το αγγλικό κείμενο, του οποίου το ελληνικό αποτελεί μετάφραση, έχει ως ακολούθως:-
“Provided that the Supreme Court, notwithstanding that it is of opinion that the point raised in the appeal might be decided in favour of the appellant, shall dismiss the appeal if it considers that no substantial miscarriage of justice has actually occurred;”
Αντιπαραβολή του ελληνικού με το αγγλικό κείμενο αποκαλύπτει ότι η φράση “shall dismiss” μεταφράστηκε «δυνατό να απορρίψει». Πρόκειται για σφάλμα στη μετάφραση, εφόσον η φράση “shall dismiss” μεταδίδει «θα απορρίψει», όχι «δυνατό να απορρίψει», και καθιστά επιτακτική και όχι πράξη δυνητική την απόρριψη της έφεσης.
Διατηρεί το αρχικό (αγγλικό) κείμενο της νομοθεσίας την αυθεντικότητά του και υπερισχύει της μετάφρασης, οποτεδήποτε αυτή δεν αποδίδει την πραγματική του σημασία - (βλ. εδάφιο (5) του Άρθρου 4 του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου του 1988, (Ν. 67/88), όπως διαμορφώθηκε με τον Τροποποιητικό Νόμο Ν. 79(Ι)/97, και Roula Bajbouj Mohamed (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1304).
Η προσφυγή στην επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του Νόμου είναι παραδεκτή, μόνο εφόσον παρέχεται «... η δυνατότητα επικύ[*666]ρωσης της κατηγορίας στην οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων.», όπως υποδεικνύεται στην Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, σελ. 164. Η δυνατότητα αυτή υφίσταται στην προκείμενη υπόθεση.
Η επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) αποτέλεσε το αντικείμενο ερμηνείας και εφαρμογής σε πολλές δικαστικές αποφάσεις στην Αγγλία και στην Κύπρο. Ο όρος «ουσιώδης», στα αγγλικά “substantial”, προσδιοριστικός της φύσης της απόκλισης από τη δικαιοσύνη, αντιδιαστέλλεται προς τον όρο «επουσιώδης» ή «ασήμαντος».
Η αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι η αποδοχή, από το πρωτόδικο δικαστήριο, απαράδεκτης, κατά το δίκαιο της απόδειξης, μαρτυρίας, δεν ανατρέπει την ετυμηγορία του δικαστηρίου, εφόσον το Εφετείο κρίνει ότι και χωρίς αυτή το δικάσαν δικαστήριο θα κατέληγε, αναπόφευκτα, στην καταδίκη του εφεσείοντος. Και η κακή ή ατελής καθοδήγηση του δικαστηρίου, σε σχέση με νομικές αρχές που διέπουν ένα ή περισσότερα θέματα, εφόσον κρίνεται ότι δεν επέφερε τον εκτροχιασμό της δικαιοσύνης, αφήνει την ετυμηγορία του δικαστηρίου ανέπαφη - (βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Beecham [1921] 3 K.B. 464· 16 Cr.App.R. 26· R. v. Fisher [1910] 1 K.B. 149· 3 Cr.App.R. 176· R. v. Ellis [1910] 2 K.B. 746· 5 Cr.App.R. 41· R. v. Cohen, 26 Cr.App.R. 190· R. v. Day, 27 Cr.App.R. 168· R. v. Browne, 29 Cr.App.R. 106).
Δικαιολογείται η απόρριψη της έφεσης, εφόσον το Εφετείο ικανοποιείται ότι, και με σωστή καθοδήγηση, η ετυμηγορία του δικαστηρίου θα ήταν καταδικαστική. Δε δικαιολογείται η εφαρμογή της επιφύλαξης, όταν, ως αποτέλεσμα λάθους, κακής καθοδήγησης και αντικανονικότητας στη διαδικασία, κρίνεται ότι ο καταδικασθείς έχασε την ευκαιρία να αθωωθεί, η οποία ήταν εύλογα διαφαινόμενη. (Βλ. R. v. Haddy [1944] K.B. 442· 29 Cr.App.R. 182· Stirland v. Director of Public Prosecutions [1944] A.C. 315· 30 Cr.App.R. 40· Comrs. of Customs and Excise v. Harz [1967] 1 All E.R. 177, (H.L.)· R. v. Farid, 30 Cr.App.R. 168.)
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στη Yiangos Pilavakis and Another v. The Queen 19 C.L.R. 163, στην οποία εξηγείται πότε δικαιολογείται η εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του ΚΕΦ. 155.
Η αγγλική νομολογία, σχετική με τις αρχές και τις παραμέτρους [*667]εφαρμογής της επιφύλαξης, εξετάστηκε, σε κάποια έκταση, στη Nicos Antoni Polycarpou and Another v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 198, όπου η γενική προσέγγιση των αγγλικών δικαστηρίων στην εφαρμογή της έτυχε επιδοκιμασίας. Στην ίδια την υπόθεση Polycarpou, το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε την επιφύλαξη, παρά τη διαφωνία του με την αποδοχή από το Κακουργιοδικείο, ως βάσιμης, μαρτυρίας η οποία αφορούσε την αναγνώριση του αυτοκινήτου στο οποίο ταξίδευαν οι δράστες, με το δικαιολογητικό ότι, λαμβανομένης υπόψη της υπόλοιπης μαρτυρίας στην υπόθεση, τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο που θα δίκαζε τους εφεσείοντες, ερχόμενο αντιμέτωπο με τα αναπόφευκτα συμπεράσματα τα οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν από την υπόλοιπη μαρτυρία, θα αγόταν σε καταδικαστική απόφαση.
Στην Ali Izzet Mavrali v. The Republic (1963) 1 C.L.R. 4, (απόφαση πλειοψηφίας), σε υπόθεση φόνου εκ προμελέτης, το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα θεώρησε ως αποδειχθείσα δήλωση του εφεσείοντος περί της προθέσεώς του να σκοτώσει τον υιό και τη νύμφη του. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στη δίκη για το φόνο της νύμφης του, εφάρμοσε την επιφύλαξη και επικύρωσε την καταδίκη, με το δικαιολογητικό ότι, με βάση το υπόλοιπο της μαρτυρίας, το Δικαστήριο δε θα μπορούσε να αχθεί σε άλλη ετυμηγορία εκτός από καταδικαστική.
Το κριτήριο για την εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του Νόμου, καθώς προκύπτει, είναι η βέβαιη διαπίστωση ότι καταδικαστική θα ήταν η απόφαση του δικάσαντος δικαστηρίου και αν δεν υπέπιπτε στα σφάλματα, στα οποία υπέπεσε.
Σ’ αυτή την υπόθεση, έχουμε την κρίση του ιδίου του Κακουργιοδικείου - ότι ήταν έτοιμο, αντιμετωπίζοντας τον Ηρακλέους ως συνεργό και μετά τη νενομισμένη προειδοποίηση, να βασιστεί στη μαρτυρία του και χωρίς ενίσχυση. Πέραν τούτου, έκρινε τη μαρτυρία του Ηρακλέους συμπαγή, υπό το πρίσμα του συνόλου της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης μαρτυρίας που έτεινε να την ενισχύσει. Η ατέλεια, την οποία έχουμε εντοπίσει στην αντιμετώπιση της μαρτυρίας του Ηρακλέους, δε μας αφήνει σε καμιά αμφιβολία ποια θα ήταν η ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου, εάν αντιμετώπιζε το θέμα όπως το έχουμε διαγράψει. Η μαρτυρία του Ηρακλέους, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, ενισχύεται σε ουσιώδεις πτυχές εναντίον καθενός των εφεσειόντων. ωσαύτως ενισχύεται η μαρτυρία του για τη διάπραξη του εγκλήματος στον τόπο που εντο[*668]πίστηκε το αυτοκίνητο του θύματος εσταθμευμένο, όπως και η μαρτυρία του για το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος καθώς και για την αναχώρηση των δύο από τους τρεις εφεσείοντες πριν τη διάπραξή του από το σπίτι του Ρόπα. Η μαρτυρία του Ηρακλέους, επίσης, ενισχύεται από τις κινήσεις των εφεσειόντων μετά το φόνο.
Συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας, που έγινε δεκτή και πιστευτή από το Κακουργιοδικείο, εξαιρουμένων των σφαλμάτων που έχουμε επισημάνει, δε μας αφήνει σε καμιά αμφιβολία ποια θα ήταν η δικαιολογημένη ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου. Καταδικαστική θα ήταν η απόφασή του για τον κάθε εφεσείοντα· κατάληξη για την οποία δε διατηρούμε καμιά αμφιβολία, έχοντας υπόψη τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, μεταξύ των οποίων και την εμφατική του κρίση για την αξιοπιστία του Ηρακλέους, και τα συμπεράσματα στα οποία αυτά κατατείνουν, όπως έχει επισημανθεί.
Η έφεση του καθενός των εφεσειόντων απορρίπτεται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
[*669]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο