Αργυρού Χριστάκης ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 670

(2000) 2 ΑΑΔ 670

[*670]1 Δεκεμβρίου, 2000

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤAΚΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6958)

 

Ποινή ― Διάρρηξη περιπτέρου και κλοπή ― Οικειοποίηση χρηματικού ποσού £103 και εμπορευμάτων αξίας £80 ― Το αδίκημα διαπράχθηκε όταν ο εφεσείων, ο οποίος εξέτιε ποινής φυλάκισης 3½ χρόνων για παρόμοια αδικήματα, βρισκόταν με προσωρινή άδεια ― Τρεις προηγούμενες καταδίκες ― Εφεσείων παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος και παραδέχθηκε επίσης ότι διέπραξε την κλοπή χρησιμοποιώντας ποδήλατο το οποίο έκλεψε μετά από διάρρηξη καταστήματος πώλησης ποδηλάτων ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 9 μηνών σε κάθε κατηγορία, οι οποίες θα αρχίσουν να εκτίονται μετά τη λήξη της ποινής φυλάκισης των 3½ χρόνων ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ποινή ― Προσωπικές περιστάσεις ― Είναι ήσσονος σημασίας σε σοβαρά αδικήματα όπου, λόγω της συχνότητας στη διάπραξή τους, πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές.

Ποινή ― Πρωταρχική ευθύνη για καθορισμό της, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική.

Το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση κατά της επιβληθείσας ποινής ως έκδηλα υπερβολικής αποφάνθηκε ότι δεν εντοπίσθηκε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή στοιχείο έκδηλης υπερβολής που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου. Τουναντίον η συμπεριφορά του εφεσείοντος δεν άφηνε οποιοδήποτε περιθώριο για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς όφελός του.

[*671]

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Divazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197,

Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194,

Φιλίππου ν. Αστυνομίας(1994) 2 Α.Α.Δ. 113,

Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104,

Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57,

Alarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11,

Zewar v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384,

Ψύλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430,

Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,

Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,

Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227,

Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231,

Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,

Παναγιώτου (Αντάρτη) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της ποινής η οποία του επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Μαδέλλα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 9447/2000), με την οποία κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 294(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 μηνών σε κάθε κα[*672]τηγορία.

Δ. Παυλίδης με Χρ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσείοντα.

Τζ. Καρακάννα , για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε δύο κατηγορίες για διάρρηξη περιπτέρου και κλοπή στην πρώτη και διάρρηξη καταστήματος και κλοπή στη δεύτερη.  Από τα δύο αδικήματα ο εφεσείων οικειοποιήθηκε χρηματικό ποσό £103 και διάφορα εμπορεύματα αξίας £80. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στο οποίο παραπέμφθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 μηνών σε κάθε κατηγορία, οι οποίες θα αρχίσουν να εκτίονται μετά τη λήξη ποινής φυλάκισης 3½ χρόνων που του είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο στην υπόθεση αρ. 6608/98.

Ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εξέτιε ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων στις Κεντρικές Φυλακές, ποινή που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο για υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών. Ο εφεσείων μεταξύ της 4.10.99 και 6.10.99 βρισκόταν με προσωρινή άδεια εκτός των Κεντρικών Φυλακών.

Την 1η πρωινή ώρα της 6.10.99 ο εφεσείων διέρρηξε το περίπτερο του Ανδρέα Κωνσταντινίδη στη Λεμεσό και έκλεψε το ποσό των £103 σε μετρητά, 4 πέννες INOXCROM αξίας £12 και μία τηλεκάρτα αξίας £3. Ο εφεσείων πέτυχε είσοδο στο περίπτερο σπάζοντας το γυαλί της εισόδου. Τη διάρρηξη την αντελήφθηκε η Μ.Κ. 2 η οποία ειδοποίησε πάραυτα την αστυνομία, η οποία αφίχθηκε αμέσως στη σκηνή. Μετά από τις υποδείξεις της Μ.Κ. 2 ο αστυνομικός Μ.Κ. 3 εντόπισε τον εφεσείοντα στο πίσω μέρος του περιπτέρου να επιβαίνει ενός καινούργιου ποδηλάτου. Στην κατοχή του βρέθηκαν όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο εφεσείων έδωσε θεληματική κατάθεση και εκτός από τη διάρρηξη του περιπτέρου παραδέχθηκε ότι την ίδια μέρα είχε διαρρήξει και το κατάστημα πώλησης ποδηλάτων του Ανδρέα Αριστεί[*673]δου επίσης στη Λεμεσό και έκλεψε ένα ποδήλατο αξίας £65, το ποδήλατο που επέβαινε όταν συνελήφθη.

Ο εφεσείων βαρυνόταν με τρεις προηγούμενες καταδίκες.  Στις 13.11.96 καταδικάστηκε από το Στρατιωτικό Δικαστήριο σε τρεις μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή και πρόστιμο £100 για απόπειρα διάρρηξης κατοικίας με πρόθεση κλοπής, στις 13.5.99 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών και ενεργοποίηση ενός μηνός φυλάκισης από την προηγούμενη καταδίκη με αναστολή για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή και το 1998 από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε φυλάκιση 3½ χρόνων για διαρρήξεις και κλοπές.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ποινής φυλάκισης που του επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ως έκδηλα υπερβολικής.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα αγορεύοντας ενώπιόν μας υπέβαλε ότι τα προϊόντα των διαρρήξεων και κλοπών ήσαν ευτελούς αξίας, όπως τα χαρακτήρισε.  Ένεκα τούτου και του γεγονότος ότι παραδέχθηκε ο εφεσείων αμέσως τα αδικήματα που διέπραξε εισηγείται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική.  Προσέτι ανέφερε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε ανέφερε οτιδήποτε για το γεγονός ότι ο εφεσείων ευρίσκετο υπό την επήρρεια οινοπνεύματος.

Το θέμα της μέθης δεν προβλήθηκε από τον εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύετο από δικηγόρο. Για πρώτη φορά προβάλλεται σήμερα ενώπιόν μας. Η μόνη αναφορά στα πρακτικά της υπόθεσης ανευρίσκεται στα γεγονότα όπως τα εξέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι δεν λήφθηκε κατάθεση από τον εφεσείοντα την ίδια ώρα της σύλληψης του γιατί αυτός βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. Ουδεμία άλλη αναφορά γίνεται στα πρακτικά, ούτε για το βαθμό της μέθης, ούτε υπό ποιές περιστάσεις περιήλθε σ’ αυτή.

Ορθά κατά την άποψή μας το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα γιατί καμιά εισήγηση δεν είχε γίνει από τον εφεσείοντα ούτε καν ότι αυτό αποτελούσε ελαφρυντικό γι’ αυτόν.  Στην απουσία οποιωνδήποτε γεγονότων που δεν ετέθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά ούτε και ενώπιόν μας, δεν θα [*674]ήταν δυνατό να εξετάσουμε ένα τέτοιο ισχυρισμό.

Κατά τα άλλα ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε τους ίδιους λόγους, για να αιτιολογήσει την υπερβολικότητα της ποινής, με εκείνους που προβλήθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Υπέβαλε επίσης ότι η όποια ποινή φυλάκισης του επεβάλλετο έπρεπε να αρχίζει από την ημέρα της καταδίκης του και όχι μετά τη λήξη της ποινής φυλάκισης των 3½ ετών που του επεβλήθηκε προηγουμένως από το Κακουργιοδικείο.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπεστήριξε την επιβληθείσα ποινή στον εφεσείοντα, τονίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε με κάθε λεπτομέρεια σ’ όλες τις ελαφρυντικές περιστάσεις του εφεσείοντα, που είναι δυνατό, με την εξατομίκευση της ποινής, να την επηρεάσουν. Τόνισε όμως εμφαντικά τη σοβαρότητα των αδικημάτων όπως εξάγεται από την προβλεπομένη από το νομοθέτη ποινή. Προέβη δε σε εκτενή αναφορά στη νομολογία.

Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση τέτοιων αδικημάτων, λόγω κυρίως της συχνότητας που διαπράττονται τα τελευταία χρόνια, έχει τονισθεί επανηλειμμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο.  (Βλέπε: Divazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160, Γενικός Εισαγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113).

Στην υπόθεση Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104, διακηρύττεται η υποστήριξη του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά. Επισημαίνεται δε σ’ αυτή ότι “οι κλοπές, διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται αντίθετα έξαρση. Τα Δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη.”.

(Βλέπε επίσης: Βαρνάβα Ε. Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57).

Οι προσωπικές και άλλες περιστάσεις του κατηγορουμένου και η άμεση παραδοχή διάπραξης των αδικημάτων είναι παράγοντες [*675]που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Σε σοβαρά όμως αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας. (Βλέπε: Alarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11, Zewar v. Aστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384, Μιχαήλ Α. Ψύλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430).

Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική. (Βλέπε: Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58 και Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227).

Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου. (Βλέπε Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Σωκράτη Παναγιώτου (Αντάρτη) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138).

Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή στοιχείο έκδηλης υπερβολής. Αντίθετα, ο εφεσείων κρίθηκε με περισσή επιείκεια.

Τέλος, το παράπονο του εφεσείοντα ότι η επιβληθείσα ποινή έπρεπε να αρχίζει να εκτίεται από την ημέρα καταδίκης τους και όχι μετά την έκτιση της ποινής φυλάκισης των 3½ χρόνων που του επιβλήθηκε προηγουμένως (από το 1998) από το Κακουργιοδικείο το κρίνουμε ως ανεδαφικό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς λόγους γιατί διέταξε την έκτιση της ποινής μετά τη λήξη της πρώτης. Συμφωνούμε απόλυτα με το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ο εφεσείων ενώ βρίσκετο με άδεια από τις Κεντρικές Φυλακές όπου εξέ[*676]τιε την πρώτη ποινή αντί να επωφεληθεί αυτής για τους λόγους που του παραχωρήθηκε, επιδόθηκε στη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων. Η συμπεριφορά αυτή του εφεσείοντα δεν αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς όφελός του.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο