Καλλής Ξενάκης και Άλλος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 677

(2000) 2 ΑΑΔ 677

[*677]1 Δεκεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΞΕΝΑΚΗΣ ΚΑΛΛΗΣ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 7025),

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 7026),

v.

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7025, 7026)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης — Κριτήριο για έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα — Κριτής του ευλόγου της υπόνοιας είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο — Δεν είναι απαραίτητη η συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η νομολογία — Πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων — Είναι αρκετή από μόνη της — Διακριτική ευχέρεια —Βάρος αποδείξεως ότι δεν ασκήθηκε δικαστικά — Εφαρμοστέες αρχές.

Νομολογία — Δικαστικό προηγούμενο — Αναθεώρηση και απόκλιση από προηγούμενη δικαστική απόφαση — Κατά πόσο εδικαιολογείτο στην παρούσα υπόθεση.

Διάταγμα προσωποκράτησης — Αίτηση για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης — Ποία η ακολουθητέα διαδικασία.

Οι παρούσες εφέσεις στρέφονται εναντίον του διατάγματος προσωποκράτησης των εφεσειόντων προς διερεύνηση αριθμού αδικημάτων για τα οποία υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ενείχοντο.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι:

[*679][*678]1)       Το Δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε στη μάρτυρα να αναγνώσει από το έγγραφο που είχε ενώπιόν της τη μαρτυρία της, αποδεχόμενο έτσι προκατασκευασμένη μαρτυρία και κάλεσαν το Εφετείο να αποστεί από την απόφαση Χριστοδούλου άλλως Ρόπα κ.ά. ν. Αστυνομίας.

2) Το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε ή θεώρησε ότι διαπράχθηκαν, πλην ενός, τα αδικήματα για τα οποία αξιωνόταν η έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης.

3) Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κράτηση τους ήταν αναγκαία για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, ήταν εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν έχει αποδειχθεί κανένας λόγος που να δικαιολογεί παρέκκλιση από την απόφαση Χριστοδούλου, ανωτέρω.

2.  Στο στάδιο της διαδικασίας προσωποκράτησης δεν αξιολογείται η αποδεκτική αξία των στοιχείων που βρίσκονται στη διάθεση της Αστυνομίας ή η δραστικότητά τους.  Αντικείμενο της διαδικασίας αυτής είναι η εξακρίβωση της γνησιότητας και το εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας για συμμετοχή του υπόπτου στη διάπραξη του αδικήματος.

3.  Το Δικαστήριο δεν τήρησε τις προϋποθέσεις της νομολογίας αναφορικά με το κείμενο που ανάγνωσε η μάρτυς με σκοπό την ενίσχυση της μνήμης της. Όμως η παρατυπία αυτή δεν έχει επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα των υπόπτων, ενώ η ένσταση που υποβλήθηκε δεν αναφερόταν στην έλλειψη των προϋποθέσεων.

4.  Η μάρτυς ήταν σαφής και το Δικαστήριο δέκτηκε ότι είχε αποδειχθεί στον κατάλληλο βαθμό η ύπαρξη των αδικημάτων για τα οποία αξιωνόταν η κράτηση των υπόπτων, με μία μόνο εξαίρεση.

5.  Προϋπόθεση κράτησης υπόπτου είναι η εύλογη υπόνοια συμμετοχής του στο υπό διερεύνηση αδίκημα.

6.  Στοιχεία μη συμπερασματικά αφ’ εαυτών για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας, εφόσον σχετίζονται με την έρευνα, μπορεί να συνεκτιμηθούν με άλλα και αθροιστικά αποτιμούμενα να οδηγήσουν σε συμπεράσματα, στα οποία δεν θα μπορούσαν να [*680]οδηγήσουν μεμονωμένα.

7.  Στην παρούσα υπόθεση η Αστυνομία έχει αποδείξει την ύπαρξη εύλογων υπονοιών και επομένως δεν διαπιστώνεται λόγος για επέμβαση στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

8.  Η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων αρκεί από μόνη της για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. Αυτό πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία, ενώ θα πρέπει να διαπιστώνεται δικαιολογημένος φόβος ότι ο ύποπτος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης.

Δεν είναι ανάγκη να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων και κριτηρίων της νομολογίας. Αρκεί ένας μόνο παράγων, όπως το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, για να αποφασίσει το Δικαστήριο κατά πόσο θα διατάξει την κράτηση ή την απόλυση υπόπτου.

9.  Η προσέγγιση του Εφετείου σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι να αποφασίζει κατά πόσο η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε δικαστικά κατά την έκδοση του διατάγματος κράτησης.  Στην κρινόμενη υπόθεση, διαπιστώνεται ότι, παρά τις κάποιες παρατυπίες που έγιναν, αυτό έχει γίνει.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 288,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 315,

Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,

Μεζερίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 116,

Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495,

Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56,

Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 7,

Stamataris a.o. v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,

Tsirides v. Police (1973) 2 C.L.R. 204,

Hassip v. Police (1964) C.L.R. 48,

Σιημητράς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397,

Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679,

Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,

Κακουρής κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 391,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,

Aeroporos a.ο. v. Police (1987) 2 C.L.R. 232.

Εφέσεις εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.

Εφέσεις από τους Ξενάκη Καλλή και Παναγιώτη Παναγιώτου κατά του διατάγματος προσωποκράτησης τους το οποίο εκδόθηκε στις 28/11/00 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας προς διερεύνηση αδικημάτων πλαστογραφίας τραπεζικής επιταγής, κυκλοφορίας πλαστογραφημένων επιταγών, απόπειρας απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτης, συνωμοσίας για καταδολίευση, εξασφάλισης πίστωσης με δόλο, έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και συγκάλυψη κατά παράβαση του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, Ν. 61(1)/96.

Κυρ. Κούσιος με Χρ. Θεοδώρου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7025.

Α. Μαθηκολώνης με Η. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7026.

Χαρ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την  Εφεσίβλητη και στις δύο Εφέσεις.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη.

[*681]

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι παρούσες εφέσεις στρέφονται εναντίον διατάγματος προσωποκράτησης που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Το διάταγμα ζητήθηκε από την Αστυνομία προς διερεύνηση αδικημάτων πλαστογραφίας τραπεζικής επιταγής, κυκλοφορίας πλαστογραφημένων επιταγών, απόπειρας απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτης, συνωμοσίας για καταδολίευση, εξασφάλισης πίστωσης με δόλο, έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και συγκάλυψη κατά παράβαση του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, Ν. 61(1)/96.

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου η Αναπληρώτρια Ανώτερη Υπαστυνόμος Σούλλα Δημητρίου που κατέθεσε, χρησιμοποιούσε σημειώσεις. Εγείροντας ένσταση οι συνήγοροι των υπόπτων ισχυρίστηκαν ότι η μάρτυς αντί να χρησιμοποιεί το κείμενο ως σημειώσεις, επαναλάμβανε το περιεχόμενό του αυτολεξεί. Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η μάρτυς έδιδε προφορικά τη μαρτυρία της, η οποία δεν πήγαζε αποκλειστικά από την ανάγνωση του κειμένου. Διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο ότι η μάρτυς απλώς υποβοηθείτο από τις σημειώσεις της για να φρεσκάρει τη μνήμη της. Σε ενδιάμεση απόφασή του το Δικαστήριο κατέληξε ότι στη διαδικασία προσωποκράτησης δεν ακολουθούνται οι κανόνες που ισχύουν στα πλαίσια της δίκης, για τη χρήση σημειώσεων, γιατί σε διαδικασίες όπως η παρούσα δεν είναι ιδιαίτερης σημασίας η αξιοπιστία των μαρτύρων.

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε στη μάρτυρα να αναγνώσει από το έγγραφο που είχε ενώπιόν της τη μαρτυρία της, αποδεχόμενο έτσι προκατασκευασμένη μαρτυρία.

Τέθηκε από τους εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποστεί από την απόφαση Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 288, στην οποία αποφασίστηκε ότι η κατάθεση μαρτυρίας ως τεκμήριο και στη συνέχεια η υιοθέτησή της με ανάγνωση δεν οδηγεί τη διαδικασία σε ακυρότητα, γιατί η έκθεση που ετοιμάστηκε μπορούσε να επισυναφθεί στο έντυπο της αίτησης προφυλάκισης και να δοθεί στο Δικαστήριο. Η θέση αυτή βασίστηκε στη διατύπωση του άρθρου 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το  Εφετείο δέκτηκε ότι παρ’ όλον ότι η διαδικασία δεν ήταν η πρέπουσα, οι ύποπτοι δεν στερήθηκαν [*682]κανένα από τα δικαιώματα που τους διασφαλίζει η νομοθεσία και το Άρθρο 11.2 (γ) του Συντάγματος.

Οι εφεσείοντες ζήτησαν να αποστούμε από την πιο πάνω απόφαση. Υποστηρίκτηκε ότι όταν η μαρτυρία κατατεθεί ή όταν ο μάρτυρας χρησιμοποιεί ετοιμασμένο εκ των προτέρων έγγραφο, το εύλογο της μαρτυρίας δεν μπορεί να δοκιμαστεί, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται οι κανόνες της δίκαιης δίκης.  Ειδική αναφορά έγινε στο άρθρο 55 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που προβλέπει τα περί τρόπου κατάθεσης μαρτυρίας.

Δεν έχει δειχθεί κανένας λόγος που να δικαιολογεί παρέκλιση από την απόφαση Χριστοδούλου, ανωτέρω. Καμιά αναφορά στις προϋποθέσεις που η νομολογία έθεσε για μεταβολή της υφιστάμενης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315) δεν έχει γίνει και συνεπώς δεν μπορούμε να αποστούμε από αυτήν.

Δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, με τα σχόλια στα οποία προέβη κατά την απόρριψη της ένστασης που υποβλήθηκε για τη χρήση κειμένου από τη μάρτυρα, εννοούσε ότι δεν ισχύουν στη διαδικασία έκδοσης διατάγματος κράτησης οι αρχές που ισχύουν στην ποινική διαδικασία. Εκείνο που προφανώς ήθελε να πει είναι ότι, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, (Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, Μεζερίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 116), στο στάδιο της διαδικασίας προσωποκράτησης δεν αξιολογείται η αποδεικτική αξία των στοιχείων που βρίσκονται στη διάθεση της Αστυνομίας ή η δραστικότητά τους (βλέπε επίσης Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495).

Σε διαδικασίες όπως η παρούσα δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να καταλήγει σε συμπεράσματα επί της αξιοπιστίας σχετικά με τις συγκρουόμενες εκδοχές που προβάλλονται ενώπιόν του. Το αντικείμενο της διαδικασίας για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης είναι η εξακρίβωση της γνησιότητας και το εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας για συμμετοχή του υπόπτου στη διάπραξη του αδικήματος (Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56). Ή όπως έχει τεθεί στην υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω: “Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η [*683]αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητά τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα”. (Βλέπε επίσης Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 7).

Συμφωνούμε ότι το κείμενο που χρησιμοποιήθηκε δεν δόθηκε ως μαρτυρία κατά λέξη, αλλά χρησιμοποιήθηκε για ενίσχυση της μνήμης της μάρτυρος. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση, το Δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, λόγω της παρανόησης του πρωτόδικου δικαστηρίου για τη σημασία της αξιοπιστίας της δοθείσας μαρτυρίας. Όμως η παρατυπία αυτή δεν έχει οδηγήσει σε δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων των υπόπτων, ενώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η ένσταση που υποβλήθηκε δεν αναφερόταν στην έλλειψη των προϋποθέσεων.  Ούτε και κατ’ έφεση δεν ηγέρθη το θέμα αυτό.

Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός  ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε ή θεώρησε ότι διαπράχθηκαν, πλην ενός, τα αδικήματα για τα οποία αξιωνόταν η έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. Όσο δε αφορά το αδίκημα της πλαστογραφίας, είναι η θέση των εφεσειόντων ότι από τη μια δεν γίνεται αναφορά στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, για αυτουργία, ενώ από την άλλη θα έπρεπε να αποδειχθεί εγκληματική πρόθεση (mens rea). Επίσης, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, δεν έχει τεκμηριωθεί ότι ενέχονται στη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων.

Η πιο πάνω θέση δεν είναι ορθή. Η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ήταν ότι εξεταζόταν η διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων και η αναφορά της μάρτυρος κατά την αντεξέταση ότι τα αδικήματα που προέκυψαν από τις καταθέσεις “πιθανόν” να διαπράχθηκαν, οφείλεται σε εσφαλμένη διατύπωση. Ολόκληρο το πνεύμα της μαρτυρίας είναι ότι οι δύο ύποπτοι χρησιμοποίησαν δόλια αριθμό τραπεζιτικών λογαριασμών που ανήκαν στους ίδιους ή σε στενούς τους συγγενείς, με τρόπο ώστε με την ονομαζόμενη κυκλική συναλλαγή να καλύπτουν επιταγές οι οποίες  δεν είχαν αντίκρυσμα. Η μάρτυς ήταν σαφής και το Δικαστήριο δέκτηκε ότι είχε αποδειχθεί στον κατάλληλο βαθμό η ύπαρξη των αδικημάτων για τα οποία αξιωνόταν η κράτηση των υπόπτων με μία εξαίρεση, του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών.

[*684]Προϋπόθεση της κράτησης υπόπτου είναι η εύλογη υπόνοια συμμετοχής του στο υπό διερεύνηση αδίκημα (Stamataris and Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107). Έργο του Δικαστηρίου είναι να βεβαιωθεί ότι η υπόνοια είναι γνήσια και εύλογη. Δεν αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας το κατά πόσο πράγματι ο ύποπτος διέπραξε το αδίκημα. (Aγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 7).

Στην υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε εισήγηση ότι στοιχεία, μη συμπερασματικά αφ’ εαυτών για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας ενέχουν μηδενική αξία. Εφ’ όσον τα στοιχεία σχετίζονται με την έρευνα μπορεί να συνεκτιμηθούν με άλλα και αθροιστικά αποτιμούμενα να οδηγήσουν σε συμπεράσματα στα οποία δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν μεμονωμένα. Στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι κριτής του εύλογου των υπονοιών της Αστυνομίας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα είναι το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης για την κράτηση του.  Δεν είναι έργο του Εφετείου η αποτίμηση των στοιχείων αυτών (Βλέπε επίσης Μεζερίδης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω).

Αναμένεται ότι η Αστυνομία θα θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο ζητείται η έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης ικανοποιητικό υλικό που να το καταστήσει ικανό να εκπληρώσει το καθήκον του σύμφωνα με το Άρθρο 11.6 του Συντάγματος (Tsirides v. The Police (1973) 2 C.L.R. 204).

To βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε δικαστικά βρίσκεται στους ώμους του εφεσείοντα (Hassip v. The Police (1964)  C.L.R. 48).

Στην παρούσα υπόθεση η Αστυνομία έχει δείξει την ύπαρξη εύλογων υπονοιών, τόσο για τη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, όσο και ως προς τη συμμετοχή των υπόπτων. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι περιπεπλεγμένα και οι έρευνες βρίσκονται ακόμα στο αρχικό τους στάδιο. Πολλά υπάρχουν ακόμα να ξεκαθαριστούν.  Έχει αποδειχθεί, όπως έχει δεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, τόσο η εύλογη υπόνοια, όσο και η γνησιότητα του αιτήματος της Αστυνομίας και δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να επέμβουμε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

[*685]Οι εφεσείοντες προβάλλουν επίσης ως λόγο έφεσης τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η κράτηση των εφεσειόντων ήταν αναγκαία για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, αφού κανένα στοιχείο δεν έχει δοθεί που να δείχνει ότι υπήρχε η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.  Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στη διατύπωση της μάρτυρος ότι η κράτηση των υπόπτων πιθανόν να βοηθήσει το έργο της Αστυνομίας. Ο τελευταίος λόγος έφεσης επικεντρώθηκε στην, κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, εσφαλμένη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η κράτησή τους ήταν αναγκαία για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Ζητήθηκε η κράτησή τους για να καταστεί δυνατή η λήψη των καταθέσεών τους, ενώ κανένα στοιχείο δεν παρασχέθηκε που να δικαιολογεί το φόβο επηρεασμού των μαρτύρων. Τονίστηκε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι ύποπτοι συνελήφθηκαν σαράντα περίπου μέρες μετά την καταγγελία της υπόθεσης.

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι το γεγονός ότι η αστυνομία συνέλαβε ύστερα από δικαστικό ένταλμα τους δύο υπόπτους μετά την πάροδο τόσων ημερών μετά την καταγγελία της υπόθεσης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο που τείνει εναντίον της έκδοσης εντάλματος κράτησης. Αντίθετα δείχνει ότι, παρά την καταγγελία, η Αστυνομία αποφάσισε να ζητήσει την έκδοση εντάλματος σύλληψης ύστερα από διερεύνηση των στοιχείων και αφού έκρινε ότι η σύλληψη των υπόπτων ήταν αναγκαία. Η συμπεριφορά αυτή ούτε μεμπτή μπορεί να χαρακτηριστεί, αλλά ούτε και παράγων που επηρεάζει το αίτημα αρνητικά.

Οι εφεσείοντες δεν είχαν ανακριθεί μέχρι της διαδικασίας κράτησης τους κι’ αυτό γιατί οι ίδιοι ζήτησαν να εξασφαλίσουν τις υπηρεσίες δικηγόρου. Η υπό διερεύνηση υπόθεση είναι σοβαρή. Υπάρχει πολύ μεγάλος όγκος εργασίας και αναζητούνται χρήματα και διάφορα τεκμήρια. Ο λόγος που ζητήθηκε η κράτησή  τους ήταν γιατί η απόλυσή τους πιθανόν να επηρέαζε τις ανακρίσεις, μια και οι περισσότεροι μάρτυρες είναι του στενού τους περιβάλλοντος ή συγγενείς τους, ενώ η καταστροφή τεκμηρίων δεν μπορούσε να αποκλειστεί.

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Σιημητράς και άλλος ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397, 399, το Δικαστήριο με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό των μαρτύρων είναι εύλογα [*686]δικαιολογημένοι. Σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των ανακρίσεων και όπως τονίστηκε στην υπόθεση Πέτρου και άλλος ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679, δεν θα ήταν καν δυνατόν να προκαθοριστεί τι ακριβώς οι ανάγκες εύλογα απαιτούν κατά περίπτωση. Ό,τι πρέπει να υπάρχει είναι η ύπαρξη ευλόγως δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων. Σε αριθμό υποθέσεων (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, και Κακουρής κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 391), η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων είναι αφ’ εαυτής ικανοποιητική αιτία για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. Το κριτήριο είναι η ύπαρξη πιθανού κινδύνου επηρεασμού των μαρτύρων.

Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, έγινε αναφορά στην προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τη νομολογία του οποίου γενική δήλωση ότι ο ύποπτος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης δεν είναι αρκετή, αλλά θα πρέπει να δίδεται μαρτυρία, ενώ θα πρέπει να διαπιστώνεται δικαιολογημένος φόβος ότι ο ύποπτος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης. Το ενδεχόμενο αυτό συνιστά επιτρεπτό λόγο για την κράτησή του.  Επέμβαση στην πορεία της δικαιοσύνης περιλαμβάνει καταστροφή εγγράφων, συμπαιγνία με άλλους πιθανούς υπόπτους και πίεση πάνω σε μάρτυρες.

Στην υπόθεση Κακουρής κ.α. ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, επαναλήφθηκε ό,τι αποφασίστηκε στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, ότι δηλαδή δεν είναι ανάγκη να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων και κριτηρίων που καθιέρωσε η νομολογία, αλλά αρκεί ένας μόνο παράγων, όπως το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων για να διαμορφωθεί αποφασιστικά ο προσανατολισμός του δικαστηρίου σε θέματα κράτησης ή απόλυσης.

Στην παρούσα υπόθεση ο κίνδυνος είναι ορατός. Υπάρχει μαρτυρία ότι ένας τουλάχιστον μάρτυρας προσεγγίστηκε από ένα των εφεσειόντων με σκοπό τον επηρεασμό του. Το γεγονός ότι ο μάρτυρας που προσεγγίστηκε έχει ήδη δώσει κατάθεση δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει κίνδυνος απόπειρας επηρεασμού των μαρτύρων και επέμβαση στην πορεία της δικαιοσύνης. Έχει επίσης λεχθεί ότι υπάρχει κίνδυνος καταστροφής εγγράφων, απόκρυψης χρημάτων κλπ. Όλα τα πιο πάνω δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στο να [*687]θεωρήσουμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ορθή.

Συνοψίζοντας επαναλαμβάνουμε ότι η προσέγγιση του Εφετείου σε παρόμοιες υποθέσεις είναι να αποφασίζει κατά πόσο η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας κατά την έκδοση του διατάγματος κράτησης ασκήθηκε δικαστικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά πόσο ή όχι η απόφαση ήταν εύλογη και συνεπώς δικαιολογημένη.  Δεν χρειάζεται κατ’ έφεση να γίνει εκτίμηση των σχετικών γεγονότων της άσκησης της δικαστικής ευχέρειας, μια λειτουργία αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του πρωτόδικου δικαστή και σίγουρα το Εφετείο δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή με τη δική του (Αeroporos & Another v. The Police (1987) 2 C.L.R. 232, 236).

Eν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκουμε ότι το εκδοθέν διάταγμα, παρά τις κάποιες παρατυπίες που παρατηρήθηκαν και που έχουμε σημειώσει προηγουμένως, ορθά εκδόθηκε και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε δικαστικά και εύλογα. Οι εφέσεις συνεπώς απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο