Γρηγορίου Ανδρέας και Άλλος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 688

(2000) 2 ΑΑΔ 688

[*688]8 Δεκεμβρίου, 2000

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

ΣΤΕΛΙΟΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7019, 7020)

 

Ποινή ― Δημόσια βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 115 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Σχεδιασμός του αδικήματος ―Λευκό ποινικό μητρώο ― Οικονομικά προβλήματα και προβλήματα υγείας ― Εφεσείοντες δεν απεκόμισαν οποιοδήποτε όφελος ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 45 ημερών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Κατά πόσο εδικαιολογείτο θετική άσκησή της στην παρούσα υπόθεση.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Η επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τη διάπραξη του αδικήματος της δημόσιας βλάβης ήταν η ενδεδειγμένη ποινή, ενόψει της σοβαρότητας, της συχνότητας και της έξαρσης του αδικήματος.

Οι εφεσείοντες κατήγγειλαν γραπτώς στην Αστυνομία ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή τους σε σύμβαση ενοικιαγοράς. Η σύμβαση αφορούσε σε έπιπλα και αυτοκίνητο συνολικής αξίας £9.170, την είχαν υπογράψει ως εγγυητές και αρνούντο ότι την υπέγραψαν.  Όταν διαπιστώθηκε με επιστημονικά μέσα ότι οι υπογραφές στη σύμβαση είχαν τεθεί από τους εφεσείοντες, αυτοί ομολόγησαν πως η καταγγελία τους ήταν ψευδής και είχε ως κίνητρο την αποφυγή των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει. Παραδέχθηκαν ενοχή και τους επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης 45 ημερών. Εφεσίβαλαν την ποινή τους ως έκδηλα [*689]υπερβολική, υποστηρίζοντας ότι έπρεπε το Δικαστήριο να διατάξει την αναστολή της, ενόψει των προσωπικών τους συνθηκών, του λευκού ποινικού του μητρώου και της μεταμέλειάς τους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η επιβληθείσα ποινή ήταν αναπόφευκτη ενόψει της σοβαρότητας του αδικήματος και της ανάγκης για αποτροπή.

2.  Η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά προς το θέμα της αναστολής της ποινής, ασκήθηκε ορθά.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Riley v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335,

Ducay κ.ά. ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 125,

R. v. Knight [1966] Crim. L.R. 116,

Attorney-General v. Ttofi (1962) C.L.R. 225,

Attorney-General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93,

Mansour a.o. v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 434,

Atallah v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94,

Zaidan v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 310,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Λεωνίδου (1997) 2 Α.Α.Δ. 300,

Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354,

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583.

Εφέσεις εναντίον Ποινής.

Εφέσεις από τους κατηγορούμενους εναντίον της ποινής άμεσης [*690]φυλάκισης 45 ημερών η οποία τους επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 16/11/00 (Σάντης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 5253/2000), στην οποία βρέθηκαν ένοχοι στο αδίκημα της δημόσιας βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 115 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Κυριακίδου και Ε. Κονναρή, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, με κοινή επιστολή τους προς την Αστυνομία, κατήγγειλαν πως πλαστογραφήθηκε η υπογραφή τους σε σύμβαση ενοικιαγοράς. Η σύμβαση αφορούσε σε έπιπλα και αυτοκίνητο συνολικής αξίας £9.170, εμφανίζονταν σ’ αυτή ως εγγυητές και η θέση τους ήταν πως ουδέποτε υπέγραψαν. Προέβησαν στη συνέχεια σε γραπτή κατάθεση στην οποία επανέλαβαν τα ίδια και η αστυνομία επιλήφθηκε ερευνών που διάρκεσαν τρεις μήνες. Αυτές περιλάμβαναν και λήψη δειγμάτων της υπογραφής τους. Πραγματογνώμονας της αστυνομίας που σύγκρινε τις υπογραφές κατάληξε πως οι υπογραφές στη σύμβαση είχαν τεθεί από τους εφεσείοντες και αυτοί, όταν τους γνωστοποιήθηκε το πόρισμα, ομολόγησαν πως η καταγγελία τους ήταν ψευδής. Προφανές κίνητρό τους ήταν η αποφυγή των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει.

Προσάφθηκε κατά των εφεσειόντων κατηγορία για δημόσια βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 115 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, παραδέχθηκαν ενοχή και το πρωτόδικο δικαστήριο τους επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 45 ημερών.  Με την παρούσα έφεση προσβάλουν την ποινή που τους επιβλήθηκε.

Δεν αρνήθηκε ο κ. Μαθηκολώνης πως το αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή και πρόστιμο μέχρι £1000, είναι σοβαρό.  Επίσης δεν αμφισβήτησε πως το πρωτόδικο δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του προς κάθε σχετικό παράγοντα. Εισηγήθηκε όμως πως η ορθή στάθμιση των δεδομένων [*691]θα έπρεπε να οδηγήσει σε επιεικέστερη μεταχείριση.  Πάντως, σε αναστολή της όποιας ποινής φυλάκισης. Στάθηκε ιδιαιτέρως στα πιο κάτω: Οι εφεσείοντες έχουν λευκό ποινικό μητρώο και ομολόγησαν. Ο πρώτος εφεσείων πάσχει από ψωρίαση, ασθένεια που τον ταλαιπωρεί από την παιδική του ηλικία. Ο δεύτερος εφεσείων είναι πατέρας δυο παιδιών που απέκτησε με την πρώτη και τρίτου που απέκτησε με τη δεύτερη σύζυγό του. Εργοδοτείται ως κυβερνητικός εργάτης και υπήρχε κίνδυνος να απολυθεί. Διέπραξαν το αδίκημα κάτω από την πίεση της οικονομικής υποχρέωσης που αντιμετώπιζαν και, τελικά, δεν αποκόμισαν οποιοδήποτε όφελος. Οι εκθέσεις κοινωνικής έρευνας ήταν ευνοϊκές γι’ αυτούς, μεταμελήθηκαν και υπήρχαν περιθώρια γι΄αποφυγή της ποινής φυλάκισης. Αυτή επιβλήθηκε κατά διαφοροποίηση προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Riley v. Aστυνομίας, (1989) 2 A.A.Δ. 335. Στην υπόθεση εκείνη, για όμοιο αδίκημα, θεωρήθηκε ως επαρκής η ποινή προστίμου που είχε επιβληθεί και επιπρόσθετη ποινή φυλάκισης με αναστολή παραμερίστηκε ενόψει των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα και των πιθανών επιπτώσεων της στη σταδιοδρομία του στον αγγλικό στρατό.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην παρούσα υπόθεση, έλαβε υπόψη πως υπήρχε έξαρση στη διάπραξη αυτού του αδικήματος. Κατέγραψε πως είχε διεκπεραιώσει 24 όμοιες υποθέσεις το 1999 και άλλες 6 το 2000. Έκρινε, επομένως, πως ανέκυπτε ανάγκη να  ενέχει η ποινή το στοιχείο της αποτροπής. Στην Riley (ανωτέρω) όπως εξήγησε, δεν είχαν τεθεί τέτοια δεδομένα, και, όπως πρόσθεσε, “ούτε το θέμα συζητήθηκε με τον τρόπο που τίθεται εδώ.”  Παρέπεμψε συναφώς και στις υποθέσεις Ducay κ.α. ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 125 και R. v. Knight [1966] Crim. L.R. 116. Δέχεται ο κ. Μαθηκολώνης πως το Δικαστήριο μπορούσε να αντλήσει δικαστική γνώση από τη δική του πείρα στην εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων. (Βλ. The Attorney-General v. Kyriacos Michael Ttofi (1962) C.L.R. 225, The Attoney-General of the Republic v. Yiannakos Prokopiou Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93, Mansour & other v. Δημοκρατίας (1991) 2 A.A.Δ. 434, Atallah v. Δημοκρατίας (1992) 2 A.A.Δ. 94, Zaidan v. Δημοκρατίας (1992) 2 A.A.Δ. 310, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Γεωργίου Λεωνίδου (1997) 2 Α.Α.Δ. 300. Χριστάκης Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354). Εισηγείται, όμως, πως ούτε και στην παρούσα υπόθεση είχε συζητηθεί από την κατηγορούσα αρχή και κατ’ επέκταση από την υπεράσπιση τέτοιο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ήταν το ίδιο το Δικαστήριο, στην απόφασή του, που ανα[*692]φέρθηκε στη συχνότητα της διάπραξης του αδικήματος και στις επιπτώσεις από αυτή.  Εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να συνυπολογίσει πως τα κρούσματα κατά τον τελευταίο χρόνο ήταν αισθητά μειωμένα σε σύγκριση με εκείνα του προηγούμενου χρόνου.

Η κα Κυριακίδου υποστήριξε την ποινή που επιβλήθηκε.  Υπενθύμισε το βασικό πως την πρωταρχική ευθύνη για την επιβολή της ποινής την έχει το πρωτόδικο δικαστήριο και εισηγήθηκε πως δεν συνέτρεχε λόγος για παρέμβασή μας είτε για μείωση της ποινής είτε για την αναστολή της.

Αφού σταθμίσαμε κάθε σχετικό παράγοντα καταλήξαμε πως δεν παρέχεται περιθώριο για μείωση ή διαφοροποίηση της ποινής.  Πρώτα, δεν εντοπίζουμε κανένα λάθος αρχής στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το αδίκημα είναι πράγματι σοβαρό.  Αποσπά την προσοχή των Αρχών από τα σοβαρά τους καθήκοντα, εκθέτει σε κίνδυνο αθώους και, σε τελική ανάλυση, δεν είναι ασύνδετο προς τους ευρύτερους μηχανισμούς που απολήγουν στην απονομή της δικαιοσύνης. Το αδίκημα διαπράχθηκε μετά από σχεδιασμό και δικαίως το πρωτόδικο δικαστήριο πρόσδωσε σημασία σ΄αυτό τον παράγοντα. Οι ανακρίσεις που προκάλεσαν οι εφεσείοντες διάρκεσαν επί μακρόν και η ομολογία τους ήταν αποτέλεσμα της επιστημονικής εξέτασης που έδειξε το ψευδές της καταγγελίας.

Στην Riley (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο άφησε καθαρά να εννοηθεί πως διαφορετική θα ήταν η αντιμετώπιση αν υπήρχαν στοιχεία ότι το αδίκημα ήταν συχνό. Όπως το έθεσε ο Πικής Δ., όπως ήταν τότε, που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου,

“Παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος δεν τέθηκε οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο να καταδεικνύει ότι αδικήματα αυτής της κατηγορίας διαπράττονται με συχνότητα που καθιστά το στοιχείο της αποτροπής ουσιαστικό παράγοντα στον καθορισμό της ποινής”.

Αυτό δεν σημαίνει πως οποτεδήποτε θέμα εμπίπτει στη σφαίρα της δικαστικής γνώσης αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν την επικαλεστεί κάποιος ή όταν αυτός αναφερθεί στα στοιχεία που τη συνθέτουν. Το Δικαστήριο έχει καθήκον επιβολής της ποινής που αρμόζει στη βάση των δεδομένων τα οποία νομίμως μπορεί να συνυπολογίσει. Περαιτέρω, η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σε συζήτηση του θέματος, είναι σαφές πως παραπέμπει όχι σε επι[*693]χειρήματα που αναπτύχθηκαν αλλά στη δική του ανάλυση του θέματος.

Τελικά, δεν μπορούμε να διακρίνουμε ούτε στοιχείο υπερβολής  στην ποινή που επιβλήθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού προσέγγισε το αδίκημα σε σωστό πλαίσιο, στάθμισε όλα τα δεδομένα περιλαμβανομένων των επιπτώσεων της ποινής και αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων και σε όσα άλλα θα μπορούσαν να μετρήσουν προς μετριασμό.  Έκρινε πως η σοβαρότητα του αδικήματος και η ανάγκη για αποτροπή καθιστούσαν αναπόφευκτη την ποινή της φυλάκισης.  Ήταν πράγματι συχνά αυτά τα αδικήματα, ορθά τονίστηκε η ανάγκη για αποτροπή και δεν έχουμε πεισθεί πως η κατάληξη στην οποία άχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο δικαιολογείται να ανατραπεί. Ως προς το ενδεχόμενο της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στις Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 και Βασιλείου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, έκρινε πως αφού δεν υπήρχε οτιδήποτε το ασύνηθες είτε στα περιστατικά είτε στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων, δεν εδικαιολογείτο θετική άσκηση της διακριτικής του εξουσίας. Ούτε επ’ αυτού στοιχειοθετήθηκε λόγος παρέμβασης και η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Η έφεση απορρίπτεται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο