Ασπρής Κώστας ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 694

(2000) 2 ΑΑΔ 694

[*694]8 Δεκεμβρίου, 2000

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΠΡΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6908)

 

Απόδειξη ― Αμελής οδήγηση ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αντικρουόμενες εκδοχές ― Συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Επέμβαση Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Ο εφεσείων οδηγώντας το αυτοκίνητό του εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο αφού προηγουμένως σταμάτησε και ήλεγξε το δρόμο.  Το θύμα οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του στον κύριο δρόμο πίσω από τον εφεσείοντα, δεν μπόρεσε να σταματήσει λόγω της ταχύτητάς του, παρόλο ότι χρησιμοποίησε τα φρένα του, και προσέκρουσε βίαια στο αυτοκίνητο.  Το θύμα υπέκυψε στα τραύματά του την επομένη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της κατηγορούσας αρχής πως η σύγκρουση έγινε στη συμβολή των δύο δρόμων προτού το αυτοκίνητο του εφεσείοντος ευθυγραμμισθεί με την αριστερή πλευρά του κύριου δρόμου, αλλά ήταν ακόμα σε διαγώνια θέση. Το θύμα οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα αυτή όμως δεν αυξήθηκε και η είσοδος του εφεσείοντος στον κύριο δρόμο, μετά από κακό υπολογισμό της ταχύτητας της μοτοσυκλέτας, ήταν ανασφαλής.

Η μαρτυρία ανεξάρτητου αυτόπτη μάρτυρα απορρίφθηκε “σε ό,τι δεν συνάδει με την πραγματική μαρτυρία”.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για αμελή οδήγηση μετά από την προσθήκη σχετικής κατηγορίας δυνάμει του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

[*695]Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που δόθηκε από τον ανεξάρτητο μάρτυρα, οδηγό μοτοσυκλέτας, ο οποίος τη στιγμή της εισόδου του εφεσείοντος στον κύριο δρόμο απείχε 40-50 μέτρα και το θύμα, όπως εκτίμησε κοιτάζοντας από το καθρεφτάκι του, άλλα 60-70 μέτρα πίσω του. Η δική του ταχύτητα ήταν 45-50 χλμ. α.ω., δηλαδή στο ακραίο όριο του επιτρεπομένου.  Εν τούτοις η είσοδος του εφεσείοντος δεν τον εμπόδισε με οποιοδήποτε τρόπο στον κύριο δρόμο. Το θύμα τον προσπέρασε, μετά χρησιμοποίησε τα φρένα του και προσέκρουσε στο πίσω αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντος, όταν πλέον αυτό είχε ευθυγραμμιστεί ολοκληρωτικά στην αριστερή πλευρά του δρόμου και μάλιστα, κάλυψε κάποια απόσταση από αυτή.  Οι λόγοι που δόθηκαν από την πρωτόδικο δικαστή για απόρριψη της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρος δεν έχουν πραγματικό έρεισμα.

2.  Στο πλαίσιο των δεδομένων της παρούσας περίπτωσης και να τέλειωναν τα ίχνη τροχοπέδησης στο σημείο που υπέδειξε ο εξεταστής της υπόθεσης, δεν ήταν επιτρεπτό, στην απουσία άλλης μαρτυρίας, να τοποθετηθεί εκεί το σημείο σύγκρουσης, ούτε, βέβαια να θεωρηθεί ότι η μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα δεν ήταν δυνατό να στέκει για τέτοιο λόγο.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Κυριακίδου κ.ά. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 45.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12461/98), ημερομηνίας 28/2/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης, κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου του 1972, Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε.

Δ. Αραούζος με Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

[*696]Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 22.2.98 η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο Αιγύπτιος Michil Guirguis Sharoud Hanna με επιβάτη τον Αttalla Adel συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων στην οδό Θεσσαλονίκης, στη Λεμεσό. Ο άτυχος οδηγός της μοτοσυκλέτας υπέκυψε στα τραύματά του την επομένη.  Κατά του εφεσείοντα προσάφθηκε κατηγορία για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ειδικά με το Ν. 111/89.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, για λόγους που έδωσε, κατέληξε πως δεν “αποδεικνύεται το αδίκημα που προκύπτει από το άρθρο 210 του Κεφ. 154”. Θεώρησε όμως πως η μαρτυρία στοιχειοθετούσε το αδίκημα της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του περί Μιχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου του 1972 (Ν. 86/72, όπως τροποποιήθηκε). Άσκησε την εξουσία του δυνάμει του άρθρου 85 (4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, πρόσθεσε ως δεύτερη την κατηγορία για αμελή οδήγηση, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σ΄αυτή και του επέβαλε ποινή προστίμου. Επίσης του στέρησε το δικαίωμα να κατέχει ή να εξασφαλίσει άδεια οδήγησης για περίοδο τριών μηνών και επιδίκασε σε βάρος του τα έξοδα της διαδικασίας.

Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης. Οι λόγοι της αφορούν στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία που προσάχθηκε και στα συμπεράσματα τα οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν. Αναπτύχθηκαν με λεπτομέρεια στο διάγραμμα αγόρευσης που κατατέθηκε όπως και ενώπιόν μας. Θα παραθέσουμε όμως πρώτα όσα ήταν αναμφισβήτητα και θα αναφερθούμε σε όσα στήριξαν την καταδίκη.

Ο εφεσείοντας είχε εισέλθει από την πάροδο Γόλγων στην κύρια οδό Θεσσαλονίκης. Ήταν παραδεκτό πως είχε σταματήσει πριν εισέλθει και πως έλεγξε το δρόμο. Αυτό ισχυρίστηκε ο εφεσείων στη γραπτή του κατάθεση προς την αστυνομία και το επιβεβαίωσε και ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας, ο Α. Μικέλλης, τον οποίο κάλεσε η κατηγορούσα αρχή. Ο Μικέλλης οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του στην [*697]οδό Θεσσαλονίκης από την αριστερή πλευρά του εφεσείοντα. Όταν εισήλθε ο εφεσείων, βρισκόταν σε απόσταση 40 - 50 μέτρων από την ένωση των δυο δρόμων, η πορεία του δεν ανακόπηκε και δεν χρειάστηκε καν να ελαττώσει ταχύτητα. Η είσοδος του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο, ως προς τον ίδιο, ήταν απόλυτα ασφαλής και αυτό το δέκτηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο. Το θύμα οδηγούσε τη δική του μοτοσυκλέτα προς την ίδια κατεύθυνση, σε κάποια απόσταση πίσω από τον Μικέλλη. Κατά την είσοδο του  εφεσείοντα στον κύριο δρόμο βρισκόταν μέσα στο οπτικό του πεδίο και το δήλωσε και ο εφεσείων στη γραπτή του κατάθεση πως τον είδε. Υπολόγισε όμως πως ήταν μακριά και πως θα μπορούσε να είχε προχωρήσει με ασφάλεια. Η μοτοσυκλέτα του Μικέλλη σταμάτησε ομαλά και ήταν σαφές πως το θύμα, οδηγώντας με μεγάλη ταχύτητα, τον είχε προσπεράσει και, παρά την μεταγενέστερη προσπάθειά του να σταματήσει χρησιμοποιώντας φρένα, δεν τα κατάφερε. Προσέκρουσε βίαια στο αυτοκίνητο, εκτινάχθηκαν το θύμα και ο επιβάτης του και κατέπεσαν σε άλλο αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο στο αριστερό πεζοδρόμιο.

Εκείνο που κυρίως απασχόλησε πρωτοδίκως ήταν το σημείο σύγκρουσης της μοτοσυκλέττας του θύματος με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ήταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής πως η σύγκρουση έγινε στη συμβολή των δυο δρόμων. Συναφώς, πως δεν είχε προλάβει ακόμα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να ευθυγραμμιστεί στην αριστερή πλευρά της οδού Θεσσαλονίκης αλλά ήταν ακόμα σε διαγώνια θέση. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε αυτή τη θεώρηση. Το θύμα οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα, αυτή όμως δεν αυξήθηκε και η είσοδος του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο, μετά από κακό υπολογισμό της ταχύτητας της μοτοσυκλέτας, ήταν ανασφαλής.

Όλα αυτά, όμως, ήταν αντίθετα προς τη μαρτυρία του Μικέλλη και, βέβαια, δεν υποστηρίζονταν από άλλη προφορική μαρτυρία. Ο Μικέλλης κατέθεσε, όπως σημειώσαμε, πως τη στιγμή της εισόδου του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο ο ίδιος απείχε περίπου 40 - 50 μέτρα και το θύμα, όπως εκτίμησε κοιτάζοντας από το καθρεπτάκι του, άλλα 60 - 70 μέτρα πίσω του. Η δική του ταχύτητα δεν ήταν μικρή. Όπως κατέθεσε, προχωρούσε με 45 - 50 χλμ. α.ω, στο ακραίο όριο δηλαδή του επιτρεπόμενου. Εν τούτοις, δεν τον εμπόδισε με οποιοδήποτε τρόπο η είσοδος του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο. Το θύμα τον προσπέρασε, μετά χρησιμοποίησε τα φρένα του και προσέκρουσε στο πίσω αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, όταν πλέον αυτό είχε ευθυγραμμιστεί ολοκληρωτικά στην αρι[*698]στερή πλευρά του δρόμου και, μάλιστα, κάλυψε κάποια απόσταση σε αυτή.

Ο Μικέλλης ήταν ανεξάρτητος μάρτυρας. Δεν γνώριζε καν τους άλλους οδηγούς και η πρωτόδικος δικαστής δεν διατύπωσε επιφύλαξη αναφορικά με τη φιλαλήθειά του. Έκρινε όμως πως ήταν επισφαλές να δεκτεί τη μαρτυρία του. Όπως εξήγησε, για λόγους που έδωσε, η μαρτυρία του περιείχε ανακρίβειες αναφορικά με τις αποστάσεις και το ακριβές σημείο σύγκρουσης. Αυτοί οι λόγοι ήταν:

(α)  “Η σύγχυση που προκαλεί ένα δυστύχημα” κυρίως της έκτασης του συγκεκριμένου.

(β)  “Το γεγονός ότι τα διαδραματισθέντα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της νύκτας”.

Επομένως, συνέχισε, “αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 (του αστυνομικού που εξέτασε το ατύχημα) η οποία στηρίζεται στην πραγματική μαρτυρία”. Απέρριψε δε τη μαρτυρία του Μικέλλη “σε ό,τι δεν συνάδει με την πραγματική μαρτυρία”.

Όμως, κανένας δεν μίλησε για σύγχυση του Μικέλλη. Ήταν μάρτυρας κατηγορίας, ουσιαστικά δεν αντεξετάστηκε και, όπως σημείωσε η πρωτόδικος δικαστής, ήταν σταθερός και η μαρτυρία του “δόθηκε με άμεσο τρόπο”. Ούτε είχε τεθεί ζήτημα επηρεασμού της δυνατότητάς του για παρατήρηση. Αντίθετα, όπως βεβαίωσε ο εξεταστής της υπόθεσης, ο φωτισμός ήταν άπλετος. Οι λόγοι που δόθηκαν από την πρωτόδικο δικαστή μόνο υποθέσεις μπορούν να χαρακτηριστούν, χωρίς οποιοδήποτε πραγματικό έρεισμα.

Πρέπει να δούμε, όμως, και τα χαρακτηρισθέντα ως πραγματική μαρτυρία. Αναφέρθηκε ως τέτοια τα ίχνη τροχοπέδησης που αφησε η μοτοσυκλέτα του θύματος και η θέση της ζημιάς στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ο εξεταστής κατέθεσε ότι είδε στη σκηνή ίχνη τροχοπέδησης μήκους 14.20 μέτρων που κατέληγαν στο σημείο της ένωσης των δυο δρόμων. Ας υποθέσουμε ότι έτσι ήταν.

Ο εξεταστής αφέθηκε να εκφέρει γνώμη πάνω σ’ αυτή τη βάση χωρίς να είχε διεκδικήσει οποιαδήποτε σχετική ειδικότητα, άλλο αν θα μπορούσε κάν να ενέπιπτε το θέμα στη σφαίρα κάποιας ειδικότητας. Υποτίθεται ότι ήταν άσκηση κοινής λογικής και σε τέτοια περίπτωση, είναι το Δικαστήριο ο εκφραστής της και όχι οι μάρτυ[*699]ρες. Δεν είναι όμως αυτό το ουσιώδες, αφού εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο φαίνεται να συμμερίστηκε αυτή τη λογική.  Γιατί το τέλος των ιχνών τροχοπέδησης έδειχνε ότι εκεί έγινε η σύγκρουση; Αποκλειόταν, αν όχι οτιδήποτε άλλο, να είχαν ελευθερωθεί σε κάποιο στάδιο οι τροχοί της μοτοσυκλέττας; Μαρτυρία άλλη από εκείνη του Μικέλλη δεν υπήρχε και δεν νομίζουμε πως θα ήταν δυνατό μόνο με βάση τέτοια ίχνη να καθοριζόταν το σημείο σύγκρουσης όταν, μάλιστα, ο αστυνομικός δεν βρήκε απολύτως τίποτε εκεί. Η σύγκρουση ήταν βίαιη, έσπασε μεταξύ άλλων το αριστερό πισινό φανάρι του αυτοκινήτου, και ο εξεταστής δεν βρήκε τίποτε εκεί. Υπήρχαν αλλού ορισμένα πράγματα αλλά ο εξεταστής δεν θεώρησε σκόπιμο να σημειώσει τι ήταν ή τη θέση τους. Επιπρόσθετα, ήταν αναντίλεκτο πως η μοτοσυκλέτα του θύματος προκάλεσε εκδορές στην άσφαλτο και υπήρχε κενό αρκετών μέτρων από το σημείο της λήξης των ιχνών τροχοπέδησης που σημείωσε ο εξεταστής, ως την έναρξή τους. Όπως εξηγήθηκε στην Κυριακίδου κ.α. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 45,

“ένα αντικειμενικό εύρημα ενέχει αποδεικτική δυναμική όταν κατά την αντιπαραβολή προς αυτό των αντικρουομένων εκδοχών, είναι εγγενώς αποκαλυπτικό της εξέλιξης των πραγμάτων”.

Στο πλαίσιο των δεδομένων της παρούσας περίπτωσης και να τέλειωναν τα ίχνη στο σημείο που υπέδειξε ο εξεταστής, δεν ήταν επιτρεπτό, στην απουσία άλλης μαρτυρίας, να τοποθετηθεί εκεί το σημείο σύγκρουσης ούτε, βέβαια, να θεωρηθεί ότι η μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα δεν ήταν δυνατό να στέκει για τέτοιο λόγο.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι ορθό ότι υπήρχαν και λόγοι για προβληματισμό αναφορικά με την ακρίβεια των παρατηρήσεων του αστυνομικού, που δεν εκτιμήθηκαν στο σωστό πλαίσιο. Έχουμε ήδη σημειώσει την παράλειψη καταγραφής άλλων ευρημάτων που αναμφιβόλως υπήρχαν. Υπήρχε όμως και το ζήτημα των φωτογραφιών. Η υπεράσπιση υποστήριζε πως αυτές έδειχναν ότι τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας του θύματος συνεχίστηκαν και μετά τη συμβολή των δρόμων. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέκτηκε πως οι φωτογραφίες προσφέρονταν ως ασφαλής δείκτης επειδή είχαν παρθεί μερικές ώρες μετά το δυστύχημα. Ο εξεταστής όμως της υπόθεσης αναγνώρισε τα ίχνη που φαίνονταν στις φωτογραφίες ως ανήκοντα στη μοτοσυκλέτα του θύματος.  Εκείνο που υποστήριζε ήταν πως και οι φωτογραφίες τα έδειχναν να σταματούν στη συμβολή των δρόμων, πράγμα όμως που δεν είναι ορθό.

[*700]

Το αυτοκίνητο κτυπήθηκε στην πίσω αριστερή γωνία. Η ζημιά περιγράφηκε από τον εξεταστή της υπόθεσης και φαίνεται καθαρά και στις φωτογραφίες που κατατέθηκαν. Υπήρχε όμως ζημιά και στο αριστερό φτερό του αυτοκινήτου και το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων του, πρόσθεσε πως δεν μπορούσε να παραγνωριστεί ότι οι ζημιές “δεν περιορίζονται στο πίσω μέρος του οχήματος”. Δεν υπήρχε όμως μαρτυρία αναφορικά με το ποιές θα μπορούσε να ήταν οι εξελίξεις μετά τη βίαιη πρόσκρουση της μοτοσυκλέτας στο αυτοκίνητο και ούτε αυτό το στοιχείο ήταν δυνατό να προσεγγιστεί ως τόσο μονοσήμαντο ώστε να αναβαθμιστεί σε πραγματική μαρτυρία που απέκλειε τη μαρτυρία του Μικέλλη.

Στο τέλος, κατά τον προσδιορισμό της αμέλειας που έκρινε ότι επέδειξε ο εφεσείων, το πρωτόδικο δικαστήριο συνυπολόγισε και ένα πρόσθετο στοιχείο. Όπως σημείωσε, η ταχύτητα της μοτοσυκλέτας του θύματος δεν αυξήθηκε από τη στιγμή που εισήλθε στο οπτικό πεδίο του εφεσείοντα. Το αναγνώρισε, όμως, και ο κ. Μαππουρίδης πως δεν υπήρχε οτιδήποτε στη μαρτυρία που θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε τέτοια διαπίστωση. Το θύμα ήταν αρκετά πίσω από το Μικέλλη, η είσοδος του αυτοκινήτου στον κύριο δρόμο δεν εμπόδισε το Μικέλλη, το θύμα αντί άλλης ενέργειας προσπέρασε το Μικέλλη και ήταν στη συνέχεια που χρησιμοποίησε φρένα.

Συμφωνούμε με την εισήγηση του εφεσείοντα πως η καταδίκη του ήταν επισφαλής.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσεται και στη δεύτερη κατηγορία.  Έπεται πως παραμερίζεται και η ποινή και η διαταγή για πληρωμή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας από τον εφεσείοντα.

Η έφεση επιτρέπεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο