Mallouk Iskandar Antonio ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 711

(2000) 2 ΑΑΔ 711

[*711]19 Δεκεμβρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ISKANDAR ANTONIO MALLOUK,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6912)

 

Ποινή ― Εισαγωγή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Α΄ (237,20 γραμμάρια ηρωίνης), χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας ― Κατοχή της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά της ― Στόχος προμήθειας της ηρωίνης η αποκόμιση οικονομικού οφέλους ― Παραδοχή κατηγορουμένου μετά τη σύλληψη και συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 8 ετών για το κάθε αδίκημα – Επικυρώθηκαν από το Εφετείο.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών ―Ο παράγων της αποτροπής αναδεικνύεται σημαντικός στον αγώνα για την αναχαίτιση της κοινωνικής αυτής μάστιγας που πλήττει αδιακρίτως την οικονομική και προσωπική υπόσταση χιλιάδων ανθρώπων, νέων στην πλειονότητά τους.

Ποινή ― Υπερβολική ποινή ― Η υπερβολή πρέπει να καταφαίνεται είτε απο πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή μετά από συσχετισμό των δύο παραγόντων.

Μετά από πληροφορίες για διακίνηση ναρκωτικών, η αστυνομία έθεσε υπό παρακολούθηση τον εφεσείοντα, ο οποίος ήλθε από τη Βηρυτό και κατέλυσε σε ξενοδοχείο της Λεμεσού. Τα ναρκωτικά εντοπίστηκαν στην κατοχή του εφεσείοντος και κάποιου άλλου προσώπου που τον συνόδευε. Ακολούθησε η σύλληψη του εφεσείοντος ο οποίος [*712]ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων και ανέφερε σε κατάθεσή του ότι είχε σκοπό να πωλήσει την ηρωίνη για να αποκομίσει οικονομικό όφελος, προβάλλοντας ως δικαιολογία την οικονομική του κατάσταση.

Το Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και τον καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 ετών.  Ο εφεσείων εφεσίβαλε τις ποινές ως έκδηλα υπερβολικές.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πέρα για πέρα ορθή.

2.  Η επιβολή αποτρεπτικής ποινής είναι η ενδεδειγμένη ποινή για την διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.

3.  Η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Attallah v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94,

Celik v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 391,

Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246,

Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1966) 2 Α.Α.Δ. 257,

Gholi ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30,

Χ”Πέτρου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 123,

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577.

Chaer v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 585,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

[*713]Γενικός Εισαγγελέας της�Δημοκρατίας v. Τσαπατσάρη και Άλλου (2000) 2�Α.Α.Δ. 304.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της ποινής φυλάκισης 8 ετών (συντρέχουσες ποινές) η οποία του επιβλήθηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού (Φωτίου, Π.Ε.Δ., Μιχαηλίδου, Α.Ε.Δ., Οικονόμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 719/2000), ημερομηνίας 24/3/2000, στην οποία βρέθηκε ένοχος για τα αδικήματα της:

(α) εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ ήτοι, 237,20 γραμμάρια διαμορφίνης (ηρωίνης) χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας.

(β) κατοχής της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση των Άρθρων 4(1)(α), 30 και 31 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν. 29/77), όπως τροποποιήθηκε.

Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κανναουρίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O εφεσείων καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης  8 ετών για τα αδικήματα:-

(α) εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ ήτοι, 237,20 γραμμάρια διαμορφίνης (ηρωΐνης) χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας.

(β)  κατοχής της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα.

Οι ποινές προσβάλλονται ως υπερβολικές.

[*714]Το Κακουργιοδικείο προκειμένου να εξετάσει αίτημα του εφεσείοντα για διορισμό δικηγόρου με νομική αρωγή, ζήτησε την ετοιμασία έκθεσης για να διαπιστωθεί η οικονομική του κατάσταση.  Το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας ετοίμασε  σχετική έκθεση, και όταν επρόκειτο να εξεταστεί το αίτημα, ο εφεσείων δήλωσε στο Δικαστήριο πως δεν ήθελε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Κατόπιν τούτου, ο εφεσείων παρουσίασε μόνος του την υπόθεσή του.

Ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τον εφεσείοντα ενώπιόν μας, διατύπωσε παράπονο ότι ο λόγος που ο πελάτης του εγκατέλειψε το αίτημα για διορισμό δικηγόρου με νομική αρωγή, οφειλόταν στην ανεπαρκή πληροφόρηση που είχε από το Κακουργιοδικείο αναφορικά με τη σοβαρότητα των αδικημάτων καθώς και στην κατάσταση σύγχυσης στην οποία τελούσε (ο εφεσείων) την ώρα που δήλωνε στο Δικαστήριο πως δεν ήθελε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο.

Το πιο πάνω παράπονο του εφεσείοντα δεν μπορεί να υπαχθεί στο μοναδικό λόγο έφεσης που αφορά αποκλειστικά το ύψος της ποινής. Ωστόσο, ακροθιγώς παρατηρούμε ότι ο εφεσείων είχε δικαίωμα κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα να παρουσιάσει ο ίδιος προσωπικά την υπόθεσή του. Αντίστοιχη είναι η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος κάθε κατηγορούμενου για εκπροσώπηση από δικηγόρο. (Βλ. άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος.) Το Δικαστήριο δεν είχε υπό τις περιστάσεις λόγο επέμβασης στην επιλογή του εφεσείοντα. Ο ισχυρισμός περί σύγχυσης του κατά την ώρα που αυτός δήλωνε εγκατάλειψη του αιτήματος του για διορισμό δικηγόρου αναφέρεται σε προσωπική κατάσταση για την οποία δεν γίνεται λόγος στα πρακτικά και συνεπώς η εκ των υστέρων επίκληση της ύπαρξης τέτοιας κατάστασης δεν θεμελιώνει τον ισχυρισμό.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής τον δευτερεύοντα ρόλο που ο εφεσείων διαδραμάτισε στο έγκλημα καθώς και την προθυμία του για συνεργασία με την αστυνομία μετά τη σύλληψη. Σύμφωνα με την εισήγηση, ο εφεσείων ενήργησε ως απλός μεταφορέας των ναρκωτικών και κατονόμασε στην αστυνομία τα πρόσωπα από τα οποία παρέλαβε την ηρωίνη που βρέθηκε στην κατοχή του.

Ο εφεσείων μαζί με άλλο πρόσωπο, ήρθαν στην Κύπρο από τη Βηρυτό και κατέλυσαν σε ξενοδοχείο της Λεμεσού. Η αστυνομία είχε πληροφορίες ότι θα διακινούσαν ναρκωτικά και τους έθεσε υπό παρακολούθηση.  Οι ενέργειες της αστυνομίας οδήγησαν στον εντοπισμό των ναρκωτικών στην κατοχή του εφεσείοντα και του προσώπου που τον συνόδευε.  Ακολούθησε σύλληψη και ο εφεσείων ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία έχει κατηγορηθεί. Στην κατάθεσή του προς την αστυνομία ανέφερε ότι είχε σκοπό να πωλήσει την ηρωίνη για να αποκομίσει οικονομικό όφελος, προβάλλοντας ως δικαιολογία την οικονομική του κατάσταση.

Η παραδοχή του εφεσείοντα αμέσως μετά τη σύλληψή του και η μετέπειτα συνεργασία του με την αστυνομία για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης καθώς και υποθέσεων που ενδιέφεραν την αστυνομία, ήταν μεταξύ των παραγόντων που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη για μετριασμό της ποινής. Το Δικαστήριο, με ορθή αναφορά στο νόμο και τη νομολογία*, διαπίστωσε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και  σε συνάρτηση προς τα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα καθόρισε τις ποινές.  Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Λήφθηκαν υπόψη όλοι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν για μετριασμό της ποινής συμπεριλαμβανομένων και αυτών για τους οποίους αφορά το παράπονο.

Επισημαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι οι λόγοι που πρόβαλε ο εφεσείων ως δικαιολογία των πράξεων του δεν ευσταθούν ηθικά ή νομικά και τονίζεται ότι είναι από κάθε άποψη απαράδεκτος ο προσπορισμός κέρδους που στηρίζεται στην εξαθλίωση και καταστροφή των συνανθρώπων μας.

Η προσέγγιση του Δικαστηρίου είναι πέρα για πέρα ορθή. Η πρόθεση του εφεσείοντα να διαθέσει τα σκληρά ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του και να προσπορισθεί το οικονομικό όφελος από τη διάθεσή τους είναι στοιχείο που αυτοκαθορίζει και τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Για την αντιμετώπιση των κάθε λογής εγκλημάτων που έχουν σχέση με το εμπόριο και τη διακίνηση ναρ[*716]κωτικών ο παράγων της αποτροπής αναδεικνύεται σημαντικός στον αγώνα για την αναχαίτιση της κοινωνικής μάστιγας που αδιακρίτως πλήττει την οικονομική και προσωπική υπόσταση χιλιάδων ανθρώπων, νέων στην πλειονότητά τους. Εμφανώς η ποινή της φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα αποτελεί υπό τις περιστάσεις κατάλληλη επιλογή. Βλ. Πάγιαβλας ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) και Chaer v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 585.

Το κατά πόσο υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή είναι ζήτημα που κρίνεται αντικειμενικά. Η υπερβολή, όπως επισημαίνεται στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 πρέπει να καταφαίνεται είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή μετά από συσχετισμό των δύο παραγόντων. Βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας της�Δημοκρατίας v. Ζανέττου Τσαπατσάρη και Άλλου (2000) 2 Α.Α.Δ. 304.

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο στάθμισε όλους τους παράγοντες και καθόρισε ακριβοδίκαια το μέτρο της ποινής.  Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα εξαιτίας του οποίου η ποινή να καθίσταται υπερβολική.  Καταλήγουμε πως δεν υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα για επέμβαση στην επιβληθείσα ποινή.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο