M & M Loizou Ltd και Άλλος ν. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 ΑΑΔ 717

(2000) 2 ΑΑΔ 717

[*717]29 Δεκεμβρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

M & M LOIZOU LTD,

(Εφεσείοντες στην Ποινική Έφεση Αρ. 6767)

ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΟΪΖΟΥ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6768)

v.

JUMBO INVESTMENTS LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6767, 6768)

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Χρήση ποινικής διαδικασίας, ως μοχλού πίεσης για την εξασφάλιση των αστικών δικαιωμάτων του κατηγόρου ― Κατά πόσο συνιστά κατάχρηση διαδικασίας ― Παραλληλισμός της παρούσας υπόθεσης με την Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133 και υιοθέτηση των ίδιων νομικών αρχών.

Οι εφεσείοντες (εταιρεία και διευθυντής της), οι οποίοι αντιμετώπιζαν εννέα κατηγορίες για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα, καταδικάσθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε πρόστιμο £350,00 ο κάθε ένας σε κάθε κατηγορία και σε καταβολή των εξόδων των κατηγοριών τα οποία ανέρχονταν σε £700,00.  Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη και το γεγονός της πληρωμής από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους του ποσού των επιταγών ύψους £6.404,00.

Οι εφεσείοντες πρόσβαλαν τόσο την καταδίκη τους όσο και την ποινή η οποία τους επιβλήθηκε. Ο λόγος της έφεσης, ο οποίος έκρινε και την τύχη της, αφορούσε το παραδεκτό της ποινικής διαδικασίας, ενόψει της παράλληλης αστικής διαδικασίας, για την ανάκτηση του ποσού που αντιπροσώπευαν οι επιταγές. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η ποινική υπόθεση και η προώθησή της συνιστούσε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να ανακόψει.

[*718]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η χρήση της ποινικής διαδικασίας, ως μοχλού πίεσης για την εξασφάλιση των αστικών δικαιωμάτων του κατηγόρου, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.  Η άσκηση του δικαιώματος του θύματος – να προβεί το ίδιο στη δίωξη του παραβάτη – συνιστά κατάχρηση, εφόσον η δίωξη διαπνέεται από αλλότρια κίνητρα.

2.  Η ύπαρξη αλλότριων κινήτρων υποστηρίζεται και από το γεγονός της απόσυρσης τριών προηγούμενων διώξεων αναφορικά με τις επιταγές, τον Οκτώβριο του 1997, και της επαναφοράς τους τον Μάιο του 1998.

3.  Η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, αποκάλυψε ότι η ποινική δίωξη των εφεσειόντων είχε ως αντικείμενο την άσκηση πίεσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων, προς ανάκτηση των χρηματικών τους διεκδικήσεων. Έπεται ότι η δίωξη αυτή συνιστούσε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας, η οποία έπρεπε να είχε ανακοπεί.

Η πρωτόδικη απόφαση και η επιβληθείσα ποινή καθώς και η διαταγή για τα έξοδα ακυρώνονται. Οι εφεσίβλητοι θα καταβάλουν στους εφεσείοντες τα έξοδα της δίκης πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, που καθορίζονται, αντίστοιχα, σε £300,00 και £200,00.

Η έφεση επιτράπηκε.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης &�Ποινής.

Εφέσεις από τους κατηγορούμενους 1 και 2 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηγιάννη-Ιωσήφ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 9578/98), ημερομηνίας 30/4/99, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν για την έκδοση 9 επιταγών χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305 (Α) (2), 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 186/86 και επέβαλε στον κάθε ένα από αυτούς πρόστιμο £350.- σε κάθε κατηγορία καθώς και έξοδα.

Α. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις [*719]Αρ. 6767 και 6768.

Κλ. Χατζηπίττας, για τους Εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6767 και 6768.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Μιχάλης Λοΐζου, ο εφεσείων στην Ποινική         Έφεση 6768, είναι ο διευθυντής της εταιρείας Μ & M Loizou Ltd, της εφεσείουσας στην Ποινική ΄Εφεση 6767. Και οι δύο διώχθηκαν ποινικά, βάσει του ιδίου κατηγορητηρίου, για την έκδοση στους εφεσίβλητους εννέα επιταγών χωρίς αντίκρισμα, η εταιρεία ως εκδότης και ο διευθυντής ως συνεργός στην έκδοσή τους.  Εναντίον του καθενός από αυτούς προσάφθηκαν εννέα επάλληλες κατηγορίες, κατ’ αντιστοιχία προς τις εννέα επιταγές - (Αρ. 4040054, 4040055, 4040056, 4040057, 4040092, 4040059, 4040093, 4040060, 4040061). Η δίωξη ηγέρθη από τους παραλήπτες των επιταγών, τους εφεσίβλητους. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 8 Μαΐου, 1998.

Της ποινικής δίωξης των εφεσειόντων για επτά από τις εννέα επιταγές προηγήθηκαν άλλες τρεις διώξεις - Ποινική Δίωξη 7187/97, καταχωρήθηκε 5 Μαρτίου, 1997, για την επιταγή 4040056, Ποινική Δίωξη 10329/97, καταχωρήθηκε 3 Απριλίου, 1997, για τις επιταγές 4040057, 4040059, 4040092, 4040093, Ποινική Δίωξη 15193/97, καταχωρήθηκε 21 Μαΐου, 1997, για τις επιταγές 4040060 και 4040061. Εξ’ όσων προκύπτει, από την προσαχθείσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, τα κατηγορητήρια δεν επιδόθηκαν στους εφεσείοντες σε καμιά από τις τρεις πρώτες διώξεις. Στις 31 Οκτωβρίου, 1997, οι εφεσίβλητοι απέσυραν και τις τρεις υποθέσεις εναντίον των εφεσειόντων, με επακόλουθο την απαλλαγή των τελευταίων.

Μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου, που αποτέλεσε το αντικείμενο της διαδικασίας που επιλαμβανόμεθα, οι εφεσίβλητοι ήγειραν και πολιτική αγωγή εναντίον των εφεσειόντων - (13433/98  - 27/10/98 - Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας) - προς ανάκτηση του ποσού το οποίο αντιπροσώπευαν οι εννέα επιταγές.

Η τελευταία ποινική δίωξη επιδόθηκε έγκαιρα και, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, 3 Ιουλίου, 1998, εμφανίστηκαν οι εφεσείοντες και απάντησαν αρνητικά στις κατηγορίες.  Η δίκη ορίστηκε στις 7 Οκτωβρίου, 1998, ημέρα κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 7 Δεκεμβρίου, 1998, οπόταν άρχισε η δίκη. 

Οι εφεσείοντες παραδέχτηκαν, τόσο στην ποινική όσο και στην πολιτική υπόθεση, την έκδοση και τη μεταγενέστερη ανάκληση των επιταγών. Υποστήριξαν ότι τούτο έπραξαν για καλό λόγο, αναγόμενο στην, κατ’ ισχυρισμό, διάρρηξη της μεταξύ των μερών συμφωνίας, που πρόβλεπε την έκδοση των επιταγών.

Κατά την ποινική δίκη, ορισμένα γεγονότα έγιναν παραδεκτά, ενώ για άλλα προσκομίστηκε μαρτυρία από τους αντιδίκους.

Το Δικαστήριο έκρινε τους κατηγορουμένους ένοχους σε όλες τις κατηγορίες, αφού διαπίστωσε ότι η υπεράσπιση δεν απέδειξε «... ούτε την υπεράσπιση του αρ. 305 (Α) (2) ούτε την υπεράσπιση έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος με βάση το άρθρο 305 (Α) (3)».

Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει να ακούσει γεγονότα, σχετικά με την ποινή, ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε:  «... να παραμείνει η απόφαση για επιβολή ποινής σε μεταγενέστερο χρόνο, ώστε η εξόφληση των επιταγών να είναι μετριαστικός παράγοντας στην επιβολή της ποινής.», αίτημα στο οποίο συναίνεσαν οι εφεσίβλητοι και το οποίο το Δικαστήριο αποδέχτηκε.

Κατά την ορισθείσα ημέρα, στις 10 Μαΐου, 1999*, γνωστοποιήθηκε στο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες κατέβαλαν στους εφεσίβλητους το ποσό το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές - £6.404,00.

Στην επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο, όπως αναφέρει στην απόφασή του, έλαβε «... πολύ σοβαρά υπόψη το γεγονός της αποζημίωσης του παραπονούμενου ...».  Καταδίκασε τον κάθε κατηγορούμενο (την εταιρεία και το διευθυντή της) σε πρόστιμο £350,00, σε κάθε κατηγορία. Τους καταδίκασε, επίσης, στην καταβολή των εξόδων των κατηγόρων, τα οποία, σε μεταγενέστερο στάδιο καθόρισε σε £700,00.

Με ξεχωριστές εφέσεις, οι οποίες ακούστηκαν από κοινού, οι εφεσείοντες πρόσβαλαν τόσο την καταδίκη τους όσο και την ποινή η οποία τους επιβλήθηκε.

Εκ μέρους του εφεσείοντος στην Ποινική Έφεση 6768, (του διευθυντή), προσβάλλεται και αυτή τούτη η απόφαση για την επιβολή οποιασδήποτε ποινής σ’ αυτό, ενόψει της ταύτισης των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε με εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε και τιμωρήθηκε η εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση 6767.

Ένας από τους λόγους έφεσης (λόγος 5) αφορά το παραδεκτό της ποινικής διαδικασίας, ενόψει της παράλληλης αστικής διαδικασίας, για την ανάκτηση του ποσού που αντιπροσώπευαν οι επιταγές. Στην επιχειρηματολογία τους, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η ποινική υπόθεση και η προώθησή της συνιστούσε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε ανακόψει. αφότου διαφάνηκαν οι προθέσεις των εφεσιβλήτων, με την έγερση της πολιτικής αγωγής.

Οι εφεσίβλητοι απάντησαν ότι οι σκοποί των δύο διαδικασιών - ποινικής και πολιτικής - είναι διάφοροι, γεγονός το οποίο, κατά την εισήγησή τους, «... ενισχύεται και από την ίδια την θέση την οποίαν  υιοθέτησαν οι κατηγορούμενοι, ότι δηλαδή μετά που κρίθηκαν ένοχοι κατέβαλαν το ποσό των επιταγών σας* μετριαστικό παράγοντα της ποινής.».

Δυσκολευόμεθα να παρακολουθήσουμε αυτό το συλλογισμό των εφεσιβλήτων. Κατέβαλαν οι εφεσείοντες το ποσό, το οποίο οι εφεσίβλητοι διεκδικούσαν στην πολιτική αγωγή, παρά την υπεράσπιση που πρόβαλαν στο παραδεκτό των απαιτήσεων, προς μετριασμό της ποινής η οποία θα μπορούσε να τους επιβληθεί.  Ήταν ο φόβος για τις συνέπειες της καταδίκης τους που οδήγησε στην καταβολή του ποσού και όχι η εγκατάλειψη της υπεράσπισής τους. 

Δε συμφωνούμε, επίσης, με τη θέση των εφεσιβλήτων - ότι η αγωγή ήταν για διαφορετικό ποσό από εκείνο το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, για τις οποίες διώχθηκαν οι εφεσείοντες.  Στις παραγράφους 7 και 8 της Έκθεσης Απαιτήσεως, διευκρινίζεται ότι το ζητούμενο στην πολιτική αγωγή ήταν η ανάκτηση του ποσού, το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, και, κατ’ ουσίαν, αυτό το ποσό καταβλήθηκε στους εφεσίβλητους.

[*722]

Στη Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133, κρίθηκε ότι η χρήση της ποινικής διαδικασίας, ως μοχλού πίεσης για την εξασφάλιση των αστικών δικαιωμάτων του κατηγόρου, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Στην ίδια απόφαση εξηγείται ότι η άσκηση του δικαιώματος του θύματος - να προβεί το ίδιο στη δίωξη του παραβάτη - συνιστά κατάχρηση, εφόσον η δίωξη διαπνέεται από αλλότρια κίνητρα. 

Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Βασιλείου ν. Μακρίδη, (ανωτέρω), χαρακτηρίζει το δικαίωμα ιδιωτικής δίωξης και το πλαίσιο μέσα στο οποίο, λελογισμένα, τούτο μπορεί να ασκηθεί:-

«Το θύμα του εγκλήματος έχει το δικαίωμα να προβεί στη δίωξη του δράστη όπως αναγνωρίζεται στην Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363. Το δικαίωμα αποτελεί συνταγματικό εχέγγυο κατά της αυθαίρετης, της διεφθαρμένης ή της μεροληπτικής παράλειψης των αρχών να προβούν στη δίωξη παραβατών του ποινικού δικαίου, όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Λόρδου Diplock στην Couriet v. Union of Post Office Workers [1977] 3 All E.R. 70 (HL).  Κατά τα άλλα η δίωξη των παραβατών του ποινικού δικαίου αποτελεί δημόσιο καθήκον των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη του εγκλήματος. (Βλ. Άρθρο 17(2) και Άρθρο 17, του περί Αστυνομίας Νόμου - Κεφ. 285.) Εγκλήματα του ποινικού κώδικα κατά κανόνα καταγγέλλονται στις αστυνομικές αρχές, διερευνούνται και αποτελούν το αντικείμενο αστυνομικής δίωξης λόγω των ευρύτερων επιπτώσεων στο δημόσιο. Δεν αποκλείεται όμως η δίωξη του δράστη από το θύμα του εγκλήματος, ιδιαίτερα όταν η αστυνομία αδρανήσει στο έργο της ή παραλείψει να προβεί στη δίωξη του φερόμενου ως παραβάτη.»

Όπως λέχθηκε στη Βασιλείου, έτσι και στην παρούσα υπόθεση, ο κατήγορος: «Παράλληλα, ήγειρε αγωγή εναντίον της (εφεσείουσας) προς ανάκτηση του ποσού, το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, μέσω της αστικής διαδικασίας.»

Άλλος παραλληλισμός μεταξύ των δύο υποθέσεων προκύπτει από το γεγονός ότι και στις δύο υποθέσεις το ποσό, το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, καταβλήθηκε μετά την καταδίκη των εφεσειόντων - (στη Βασιλείου, μάλιστα, όχι προς πλήρη ικανοποίηση του κατηγόρου). Και στις δύο υποθέσεις η ποινική υπερακόντισε [*723]την πολιτική διαδικασία και την εξοστράκισε ως το μέσο για τη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων των διαδίκων. 

Διακρίνονται τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, σε σύγκριση με εκείνα της Βασιλείου, σε τούτο: Στη Βασιλείου ο κατήγορος κατέθεσε ευθέως ότι σκοπός της ποινικής δίωξης ήταν η είσπραξη του λαβείν του. Η αρχή στη Βασιλείου δε συναρτάται με αυτό τούτο το γεγονός της ομολογίας του κατηγόρου ως προς τους σκοπούς του. Η ίδια αρχή ισχύει και όπου τούτο καταφαίνεται από τις πράξεις του κατηγόρου. Η χρήση της ποινικής διαδικασίας, στην παρούσα υπόθεση, για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους είναι τεταγμένη, ενισχύεται και από το γεγονός των τριών προηγούμενων διώξεων του 1997. Οι επιταγές, που αποτέλεσαν το αντικείμενο των τριών διώξεων του 1997, εκδόθηκαν τις αρχές του 1997. Η δίωξη του παραβάτη, ευθύς ως έρχεται σε φως η αξιόποινη πράξη του, αποτελεί αρχή συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης και αυτή τούτη τη δίκαιη δίκη. Ο συσχετισμός της απόσυρσης των τριών διώξεων, τον Οκτώβριο του 1997, και της επαναφοράς τους, το Μάιο του 1998, τείνει να υποστηρίξει τη χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους αυτή προορίζεται και την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων.

Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Βασιλείου χαρακτηρίζει τους σκοπούς της ποινικής δίωξης και πότε η χρήση της μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση:-

«Η ποινική δίωξη σκοπούσε να προσφέρει οφέλη στον εφεσίβλητο στην πολιτική δίκη τα οποία και αποκόμισε. Αυτός δεν είναι ο σκοπός της ποινικής δίωξης που συνίσταται στον κοινό σκοπό τιμωρίας του εγκλήματος και μέσω της τιμωρίας στην αποτροπή επανάληψης του εγκλήματος από τον ίδιο και κάθε επίδοξο εγκληματία. Η χρήση της ποινικής δίωξης για σκοπούς άλλους από τους καθιερωμένους εκτρέπει τον σκοπό της, αποδυναμώνει το κύρος της και την καθιστά έρμαιο των επιδιώξεων του διώκοντος.»

Κρίνουμε ότι η μαρτυρία, η οποία τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποκάλυψε ότι η ποινική δίωξη των εφεσειόντων είχε ως αντικείμενο την άσκηση πίεσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων, προς ανάκτηση των χρηματικών τους διεκδικήσεων· και, όντως, η πίεση αυτή επενέργησε προς την κατεύθυνση που ήθελαν, [*724]όπως διαφάνηκε από την εξέλιξη της ποινικής υπόθεσης. Παρά την προβληθείσα θέση και την υπεράσπισή τους στην πολιτική δίκη, οι εφεσείοντες κατέβαλαν το σύνολο του ποσού το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές.

Καταλήγουμε ότι η δίωξη των εφεσειόντων είχε ως πρωταρχικό σκοπό τη χρήση της ποινικής διαδικασίας ως μοχλού πίεσης για την ανάκτηση του ποσού, το οποίο διεκδικούσαν οι εφεσίβλητοι στην πολιτική δίκη. Η δίωξη των εφεσειόντων συνιστούσε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας, η οποία έπρεπε να είχε ανακοπεί. Ό,τι απομένει, είναι να πληρώσουμε την παράλειψη, με μέσα πρόσφορα στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του.

Με τους άλλους λόγους έφεσης δε θα ασχοληθούμε.

Η πρωτόδικη απόφαση και η παρεπόμενη ποινή που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες καθώς και η διαταγή για τα έξοδα παραμερίζονται. Η ποινική δίωξη τερματίζεται και η υπόθεση απορρίπτεται.

Οι εφεσίβλητοι θα καταβάλουν στους εφεσείοντες τα έξοδα της δίκης πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, που καθορίζονται, αντίστοιχα, σε £300,00 και £200,00.

Η έφεση επιτρέπεται. Διαταγή ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτρέπεται.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο