Eυθυμίου Γιάννος ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 1

(2001) 2 ΑΑΔ 1

[*1]10 Iανουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6836)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Δικαστική απόφαση ― Δικαστική απόφαση η οποία παραπέμπει σε πληθώρα δικαστικών αποφάσεων, τείνει να περιπλέξει και να συσκοτίσει τα επίδικα θέματα και πρέπει να αποφεύγεται.

[*2]Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Απουσία κενού στη στοιχειοθέτηση της απόφασης ― Η απόφαση κρίθηκε δεόντως αιτιολογημένη.

Η έκβαση της παρούσας έφεσης εξαρτάτο από το κατά πόσο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις θα εδικαιολογείτο ανατροπή από το Εφετείο του ευρήματος, σχετικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντος και των δύο μαρτύρων υπεράσπισης.  Ο εφεσείων είχε εισηγηθεί ότι δεν αιτιολογείτο η αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του ενός εκ των δύο μαρτύρων υπεράσπισης και η απόρριψη άλλου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η κρίση του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του πιο πάνω μάρτυρα βασίζεται σε συνολική και όχι αποσπασματική θεώρηση της μαρτυρίας του και είναι αρκούντως αιτιολογημένη.  Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τη Βίττη ν. Αστυνομίας.

2.  Η πλεονάζουσα παραπομπή σε δικαστικές αποφάσεις δεν ωφελεί.  Αντίθετα τείνει να περιπλέξει και συσκοτίσει τα επίδικα θέματα.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,

Βίττη ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 30,

Ζαχαριάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 472,

Stavrinou v. Asproghenis (1985) 1 C.L.R. 341.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, Υπ. Αρ. 386/99 ημερομηνίας 10/11/99, στην κατηγορία της άσεμνης πράξης σε δημόσιο χώρο για την οποία τιμωρήθηκε με πρόστιμο £90.

Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*3]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων καταδικάστηκε ότι προέβη σε άσεμνη πράξη σε δημόσιο χώρο, στην αίθουσα επισήμων του αεροδρομίου Λάρνακος, και τιμωρήθηκε με πρόστιμο £90. Με την έφεσή του προσβάλλει την καταδίκη του  για σειρά λόγων  τους οποίους κατά την ακρόαση περιόρισε σε δύο σχετιζόμενους με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ιδίου και ενός από τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης, του μάρτυρα  Αντωνίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία αποδέκτηκε τη μαρτυρία του παραπονουμένου ως αξιόπιστη, ενώ απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντος και της μάρτυρος υπεράσπισης Αμερικάνου. Και του δεύτερου μάρτυρα υπεράσπισης του Αντωνίου  η μαρτυρία του κρίθηκε ανυπόστατη εκτός σ’ ένα σημείο, εκείνο που αφορούσε την παρουσία του στον τόπο του επεισοδίου.

Τόσο ο παραπονούμενος όσο και ο κατηγορούμενος υπηρετούν στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ο παραπονούμενος είναι  ο ανταποκριτής του Ρ.Ι.Κ. στη Λάρνακα και ο εφεσείων κινηματογραφιστής του τηλεοπτικού δικτύου “ΑΝΤ1”. Και οι μάρτυρες υπεράσπισης, o Λοΐζος Αντωνίου και η Αργυρώ Αμερικάνου, ανήκουν στον ίδιο χώρο, είναι δημοσιογράφοι.  Και οι τέσσερεις ευρίσκοντο στην αίθουσα επισήμων του αεροδρομίου προς κάλυψη της άφιξης του Έλληνα Υπουργού Εθνικής Αμύνης στην Κύπρο.  Σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου, ο εφεσείων επενέβη σε συζήτηση που είχε ο παραπονούμενος με την Αμερικάνου προς υποστήριξή της.  Μεταξύ των δύο εξελίχθηκε έντονη συζήτηση που είχε ως φαίνεται αφετηρία, διαμαρτυρίες του παραπονουμένου για τη συμπεριφορά της.  Η επέμβαση του εφεσείοντος πήρε όπως διαπιστώνεται στην απόφαση, τη μορφή που διαγράφεται παρακάτω:

“ ‘με μένα έχεις να κάμεις και με τούτο έχεις να μιλάς’ δείχνοντας ταυτόχρονα (με τα δυο του χέρια) το χώρο των γεννητικών του οργάνων με προτεταμένα τα  δάκτυλα και τις παλάμες ανοικτές ανεβοκατεβάζοντάς τις πάνω - κάτω  από και προς τα γεννητικά του όργανα τρεις - τέσσερις φορές.  Βρισκόταν μπροστά απ’ τον Αντωνιάδη.”

Ο πρώτος λόγος έφεσης, όπως έχουμε αναφέρει, αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος.  Είναι η εισήγησή του ότι οι εντυπώσεις του δικαστηρίου για την υφή της μαρτυρίας του [*4]και συνακόλουθα το αναξιόπιστό της δεν βασίζεται σ’ αυτή τούτη τη μαρτυρία του όπως καταγράφεται στο πρακτικό·  γεγονός που προκύπτει από την ίδια την απόφαση.  Επικαλέστηκε την Αεροπόρος & Άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, στην οποία υπογραμμίστηκε ότι η κρίση του δικαστηρίου για την αξιοπιστία μάρτυρα δεν μπορεί να έχει βάση άλλη από την προσαχθείσα μαρτυρία.

Η αναλληλουχία μεταξύ των δύο, της κρίσης της αξιοπιστίας του εφεσείοντος και της μαρτυρίας του όπως αποκαλύπτεται στα πρακτικά της δίκης, αναδεικνύεται από τα ακόλουθα δύο μη συνεχόμενα αποσπάσματα από την απόφαση του δικαστηρίου που απαντώνται στη σελ. 47 των πρακτικών. (Η απόφαση του δικαστηρίου εκτείνεται από τις σελ.33-62.) Και τα δύο αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος. Το πρώτο έχει ως ακολούθως:

«Ο κατηγορούμενος ήταν πλαγιόλογος απέφευγε με κάθε ευκαιρία να απαντά άμεσα στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν κατά την αντεξέταση γενικά μου προξένησε πάρα πολύ κακή εντύπωση.  Η όλη του συμπεριφορά στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν δεικτική του ότι δε σκόπευε με κανένα τρόπο να 'λεγε την αλήθεια.»

Το δεύτερο:

«Ίσως η όλη αρνητική του στάση να μην αναδεικνύεται από το στεγνό πρακτικό της διαδικασίας μ’ όση ενάργεια και γλαφυρότητα έγινε αντιληπτή από μένα πρωτογενώς.»

Δεν συμφωνούμε ότι αντιπαραβολή των δύο αποσπασμάτων αποκαλύπτει ότι ο δικάσας την υπόθεση δικαστής είχε συναρτήσει τα ευρήματά του με μαρτυρία η οποία δεν δόθηκε ή δεν καταγράφηκε στα πρακτικά.  Εκείνο που ήθελε να μεταδώσει με τη δεύτερη παράγραφο, αχρείαστα ως μας φαίνεται, ήταν να υπογραμμίσει ότι η αλγεινή εντύπωση την οποία του άφησε ο εφεσείων και η οποία καταγράφεται στην παράγραφο που μεσολαβεί μεταξύ των προαναφερθέντων παραγράφων, ίσως να μή μεταδίδεται στην ολότητά της από το χωρίς πνοή πρακτικό, σε αντίθεση με τη ζωντανή έκφραση των λεχθέντων κατά την ακρόαση.  Η παράγραφος η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο προαναφερθέντων περικοπών είναι η εξής:

«Θεωρώ τη μαρτυρία του προκατασκευασμένη και ευφυώς διασκευασμένη έτσι που να παρουσιαζόταν ότι είχε κάποια συ[*5]νάρτηση και συνοχή, σε πολύ γενικό επίπεδο, με την εκδοχή του Αντωνιάδη με τρόπο που να δημιουργούσε (κατ’ ευχήν της υπεράσπισης), αμφιβολίες ως προς το τι ακριβώς έλαβε χώρα τη μέρα εκείνη με προσβλεπόμενη (ένεκα τούτου) την αθώωση του κατηγορουμένου.»

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης ανάγεται, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρα υπεράσπισης Αντωνίου.  Δεν αιτιολογείται, κατά την εισήγηση του εφεσείοντος η αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του  Αντωνίου και η απόρριψη άλλου.  Υπόσταση στο παράπονο παρέχεται, όπως υποβλήθηκε από το κείμενο της απόφασης στη σελ. 48 των πρακτικών. Λέγει το δικαστήριο αναφερόμενο στον Αντωνίου:

«Κακή εντύπωση μου δημιούργησε κι ο Αντωνίου όχι όμως στην ολοκληρωτική έκταση και βαθμό όπως στην περίπτωση του κατηγορούμενου και Αμερικάνου.

Δέχομαι ότι ήταν παρών κατά το περιστατικό για ό,τι τούτο μπορούσε ν’ αξίζει.»

Αμφισβητήθηκε κατά τη δίκη η παρουσία του Αντωνίου κατά το συμβάν, ή ότι είχε τη δυνατότητα να επιμαρτυρήσει τα διαδραματισθέντα. Στην παράγραφο που έπεται της προαναφερθείσας, το δικαστήριο εξηγεί ότι παρέχεται η δυνατότητα αποδοχής μέρους και απόρριψης άλλου μέρους της κατάθεσης μάρτυρα στο δικαστήριο, παραπέμποντας προς τούτο σε έξι δικαστικά προηγούμενα. Πρόκειται για θεμελιωμένη αρχή δικαίου αλληλένδετη με τον κυριαρχικό ρόλο του δικαστηρίου ως του κριτή των γεγονότων.

Στις επόμενες τρεις σελίδες της απόφασης γίνεται λεπτομερής αναφορά σε αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του κατηγορουμένου και των μαρτύρων υπεράσπισης για τα συμβάντα και εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους η μαρτυρία του Αντωνίου ως προς τα διαδραματισθέντα κρίνεται απορριπτέα.  Αντίθετα προς την εισήγηση του εφεσείοντος θεμελιωμένη στη Βίττη ν. Αστυνομίας  (1990) 2 Α.Α.Δ. 30, η κρίση του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του Αντωνίου βασίζεται σε συνολική και όχι αποσπασματική θεώρηση της μαρτυρίας του και είναι αρκούντως αιτιολογημένη.  Στη Βίττη (απόφαση πλειοψηφίας), το Εφετείο διέταξε την επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης αφού διαπίστωσε ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου δεν βασίζονταν σε καθολική εκτίμηση της μαρτυρίας βα[*6]σικού μάρτυρα της κατηγορίας. Στην προκείμενη υπόθεση η κρίση του δικαστηρίου αιτιολογείται, δεν υπάρχει κενό στη στοιχειοθέτηση της απόφασης· ούτε διαπιστώνεται οποιοδήποτε στοιχείο αντίφασης στα ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του Αντωνίου.

Η έφεση κρίνεται απορριπτέα.

Δεν θέλουμε να αφήσουμε απαρατήρητη μια  πτυχή της απόφασης η οποία μας απασχόλησε.  Σε κάθε ζήτημα που εγείρεται προς εξέταση το πρωτόδικο δικαστήριο προεκτείνει την απόφασή του σε μή αμφισβητούμενα θέματα τα οποία μάλιστα διαπλέκει με αναφορά σε πάρα πολλές δικαστικές αποφάσεις τις οποίες παραθέτει.  Χωρίς ουσιαστικό λόγο γίνεται αναφορά σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων καμιά από τις οποίες δεν επεξηγείται ούτε και συσχετίζεται με τα καίρια σημεία της αντιδικίας. Η αναφορά σε δικαστικά προηγούμενα είναι στο δικό μας σύστημα δικαίου αναγκαία για την πρόσδοση κύρους στην αρχή δικαίου η οποία τυγχάνει εφαρμογής. Η πλεονάζουσα όμως παραπομπή σε δικαστικές αποφάσεις δεν ωφελεί. Αντίθετα τείνει να περιπλέξει και να συσκοτίσει τα επίδικα θέματα.

Η αχρείαστη αναφορά σε δικαστικές αποφάσεις αποδοκιμάστηκε πρόσφατα από το Εφετείο στη Ζαχαριάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 472. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση που δόθηκε από το Νικήτα Δ., διαγράφει τη σωστή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των επιδίκων θεμάτων και παραπομπή σε δικαστικά προηγούμενα:

«Μερικές σύντομες παρατηρήσεις προτού τελειώσουμε.  Αφορούν την απόφαση.  Δεν αναφερόμαστε στην ορθότητά της αλλά σε κάτι άλλο.  Η υπόθεση ήταν όσο πιο απλή γίνεται.  Δόθηκε εντούτοις μια αχρείαστα μακροσκελής απόφαση.  Μεταξύ άλλων, θίγει και απαντά, χωρίς φαίνεται να έχουν εγερθεί, και αρκετά νομικά σημεία με άφθονες παραπομπές στη νομολογία.  Δεν είναι πρόθεσή μας να θέσουμε κανόνα για τη συγγραφή των αποφάσεων αναφορικά με το ύφος, την αρχιτεκτονική ή το περιεχόμενό τους.  Ο δικαστής έχει στο προκείμενο ελεύθερο πεδίο.  Φτάνει να ικανοποιείται η συνταγματική επιταγή αιτιολόγησης της δικαστικής απόφασης, όπως ο όρος έχει νομολογιακά ερμηνευθεί. Όμως ο πλεονασμός δεν ενισχύει την καθαρότητα και τη δυναμική της δικαστικής σκέψης. Και πρέπει να αποφεύγεται.»

Το ως άνω απόσπασμα φέρνει στο προσκήνιο τις παρατηρήσεις μου στη Stavrinou v. Asproghenis (1985) 1 C.L.R. 341*  τις οποίες θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε:  (σ.350)

“Τhe practice of massive citation of authority was deprecated by the House of Lords in Pioneer Shipping Ltd. and Others v. BTP Tioxide Ltd.  [1981] 2 All.E.R. 1031.  All members of the Court joined in the following statement of Lord Roskill condemning the citation of plethora of authority by counsel where the principle of Law at issue is clear and unambiguous: ‘I shall not be thought discourteous or unappreciative of the industry involved in the preparation of counsel’s arguments if I say that today massive citation of authority in cases where the relevant legal principles have been clearly and authoritatively determined is of little or no assistance and should be firmly discouraged’. To my comprehension there are more cogent reasons still for discouraging Courts from citing unnecessarily a multitude of authorities for, unlike counsel, they do not ordinarily have to debate something on an alternative basis. They are the fact-finding-body and can invoke directly the principle of the Law relevant to the determination of the issues raised by the pleadings in the light of such findings.”

Τα ίδια ισχύουν και στην ποινική δίκη μετά τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων από την απάντηση του κατηγορουμένου στην κατηγορία ή κατηγορίες.

H  έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο