Δημοκρατία, Δημήτρης Γιαννάκη Δημητρίου ν. (Αρ. 1) (2001) 2 ΑΑΔ 8

(2001) 2 ΑΑΔ 8

[*8]19 Ιανουαρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 1),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6867)

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου ― Προϋποθέσεις ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155, Άρθρο 146(β) και (γ) ― Ο περί Δικαστηρίων Νόμος, 1960 (Ν. 14/60).

Ο εφεσείων ζήτησε άδεια προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδικάζει την υπόθεσή του κατ’ έφεση.  Η μαρτυρία συνίσταται σε ενυπόγραφη χειρόγραφη δήλωση μάρτυρα κατηγορίας στην οποία ανέφερε ότι όσα κατέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν αποτέλεσμα ασφυκτικής πίεσης από την αστυνομία και από τον πατέρα του συγκατηγορουμένου του εφεσείοντος.  Η επιστολή με την δήλωση του μάρτυρα είχε βρεθεί στη θυρίδα του δικηγόρου του εφεσείοντος.

Η εφεσίβλητη υποστήριξε πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την αποδοχή του αιτήματος.  Η ένορκος δήλωση που υποστήριζε την ένσταση αναφέρετο σε απειλές και προτροπές με στόχο τον μάρτυρα και σε ύποπτες κινήσεις έξω από το σπίτι του.

Αποφασίστηκε ότι:

Δεν υπάρχουν στοιχεία ως προς τον τρόπο με τον οποίο η επιστολή κατέληξε στη θυρίδα του δικηγόρου του εφεσείοντος, ούτε ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτή γράφτηκε.  Αυτά ενέχουν σημασία εξ αντικειμένου αλλά και ενόψει της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση, το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητήθηκε.  Η εικόνα αποστερεί από τη δήλωση στοιχειωδών χαρακτηριστικών [*9]αξιοπιστίας και όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Εφετείου δεν δικαιολογούν την εξαιρετική πορεία που εισηγείται ο εφεσείων.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Simadhiakos ν. Police  (1961) C.L.R. 64,

P. I. Kolias v. Police (1963) 1 C.L.R. 52,

Felekkis v. Police (1968) 2 C.L.R. 151,

Zanettos v. Police (1968) 2 C.L.R. 234,

Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 40,

Arestidou v. Police (1973) 2 C.L.R. 244,

Zevedheos v. Republic (1978) 2 C.L.R. 47,

Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

Christoforou v. Police (1986) 2 C.L.R. 177,

Athinis v. Republic (1989) 2 C.L.R. 9,

Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396,

Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29,

Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 328,

Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 177,

Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 294,

Μιχαηλίδης ν. Πουργουρίδη, Πολιτική Έφεση 10529 ημερ. 15.3.2000,

R. v. Hullett 17 Cr. Ap. Rep. 8,

R. v. Thomas 43 Cr. App. Rep. 210,

R. v. Conway [1970] Cr. App. Rep. 4,

[*10]R. v. Flower a.o. 50 Cr. App. R. 22,

R. v. Williams and Smith [1995] 1 Cr. App. R. 74,

Nicolaou v. Republic (1987) 2 C.L.R. 251,

R. v. Gogana, The Times 12.7.99, CA.

Αίτηση.

Αίτηση από τον κατηγορούμενο για άδεια του Δικαστηρίου για επανάκληση του μάρτυρα κατηγορίας Ιακώβου Φιλοθέου Γιακουμή για να εξεταστεί περαιτέρω ενώπιον του Εφετείου στα πλαίσια της έφεσης την οποία άσκησε εναντίον της Καταδίκης του από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας στις 7/1/00 σε κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατοχή εκρηκτικών υλών και απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες και στις ποινές φυλάκισης οι οποίες του επιβλήθηκαν στις 13/1/00.

Α. Δημητρίου και Τ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.

Ξ. Ευσταθίου και Χ. Χαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα σε κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, για κατοχή εκρηκτικών υλών και για απόπειρα, σε δυο περιπτώσεις, καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες και του επέβαλε ποινές φυλάκισης. Ο εφεσείων άσκησε έφεση αλλά πριν την ακρόασή της υπέβαλε την παρούσα αίτηση. Ζητά την επανάκληση του μάρτυρα κατηγορίας Ιάκωβου Φιλοθέου Γιακουμή για να εξεταστεί περαιτέρω, ενώπιον του Εφετείου.

Ο Γιακουμής ήταν ένας από τους μάρτυρες που ενέπλεξαν τον εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων. Με την ένορκη δήλωση της δικηγόρου Σ. Γεωργίου τίθεται το υπόβαθρο. Εργάζεται στο γραφείο των δικηγόρων του εφεσείοντα.  Την 1.11.00 βρήκε στη θυρίδα του ενός εξ αυτών ενυπόγραφη χειρόγραφη δήλωση που φαίνεται, όπως αναφέρει, να προέρχεται από το Γιακουμή, την οποία επισυνάπτει.  Η δήλωση δεν φέρει ημερομηνία αλλά το κείμενό της [*11]την εμφανίζει να γράφηκε μετά την καταδίκη του εφεσείοντα.  Αναφέρεται σ΄αυτή ότι όσα κατέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν το αποτέλεσμα ασφυκτικής πίεσης από την αστυνομία και από τον πατέρα του συγκατηγορουμένου του εφεσείοντα.  Αυτός είχε ομολογήσει, του είχε επιβληθεί ποινή και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας. Ένιωθε τύψεις γιατί “πήγε ένας αθώος στη φυλακή”.  Είχε προσπαθήσει και πριν τη δίκη να πεί την αλήθεια με δυο επιστολές του προς τον “εισαγγελέα” και με δηλώσεις σε τηλεοπτικό σταθμό αλλά “κανένας δεν τον άκουε”.

Η εφεσίβλητη κατέθεσε ένσταση.  Εισηγείται πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αποδοχή του αιτήματος.  Θέτει θέμα αναφορικά με τη γνησιότητα της δήλωσης και εισηγείται πως δεν θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης η επανάκληση του μάρτυρα, εξέλιξη που θα συνεπαγόταν κλήση και επανάκληση πολλών άλλων μαρτύρων.  Στην ένορκη δήλωση του εξεταστή της υπόθεσης Ι. Ιωάννου περιλαμβάνεται αναφορά στις κινήσεις του Γιακουμή μετά τη συμπλήρωση της κατάθεσής του στο Κακουργιοδικείο.  Είχε αντιμετωπίσει απειλές επειδή θα κατέθετε ως μάρτυρας κατηγορίας και με ειδική άδεια από την Εθνική Φρουρά αναχώρησε για το εξωτερικό μαζί με τους γονείς του και την αδελφή του, για λόγους ασφαλείας. Όταν όμως επέστρεψε μετά από μερικούς μήνες, αναφέρθηκε σε απειλές και ύποπτες κινήσεις έξω από το σπίτι του και ζήτησε προστασία από την αστυνομία.  Διατάχθηκαν τακτικές περιπολίες έξω από το σπίτι του που ουδέποτε διακόπηκαν.  Περί το τέλος Οκτωβρίου του 2000 ο Γιακουμής του τηλεφώνησε πως φίλος του εφεσείοντα του ζήτησε να τον βοηθήσει να επιτύχει την ακύρωση της καταδίκης του.  Αρνήθηκε, κατά την εκτίμηση του μάρτυρα ο Γιακουμής δεν φαινόταν τότε να αισθανόταν το φόβο εκδίκησης όπως άλλες φορές αλλά θεωρεί πως η χειρόγραφη δήλωση είναι προϊόν εκβιασμού και απειλών.  Προσθέτει η εφεσίβλητη πως η μαρτυρία δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίδραση σε σχέση με τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντα.  Εξηγήθηκε πως η καταδίκη στηριζόταν και σε άλλο αυτοτελές έρεισμα και έγινε παραπομπή στην πρωτόδικη απόφαση στην οποία περιλαμβανόταν και αξιολόγηση προηγούμενων αντιφατικών δηλώσεων του Γιακουμή, απόρροια όπως κρίθηκε, απειλών που δέκτηκε.

Η αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 146(β) και (γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και στο άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Και οι δυο πλευρές αναφέρθηκαν στη σταθερή νομολογία σε σχέση με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[*12](α)           Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

(β)  Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

(γ)  Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.

(Βλ. Steliios Michael Simadhiakos ν. Police (1961) C.L.R. 64, P. I. Kolias v. The Police (1963) 1 CLR 52, Nicos A. Felekkis v. The Police (1968) 2 C.L.R. 151, Andreou Stavrou Zanettos v. The Police (1968) 2 C.L.R. 234, Michael Antoni Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40 at 66, Georghios Arestidou v. The Police (1973) 2 C.L.R. 244, Zevedheos v. Republic (1978) 2 C.L.R. 47, Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337, Christoforou v. Police (1986) 2 C.L.R. 177, Athinis v. Republic (1989) 2 C.L.R. 9, Aγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 A.A.Δ. 396, Mάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29, Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 328, Archbold 36η έκδοση σελ. 313 κ.επ. και έκδοση 2000 σελ. 955 κ. επ. Phipson on Evidence 14η έκδοση σελ. 298 κ. επ.)

Στον κατάλογο των αυθεντιών της εφεσίβλητης  αναφέρονταν και οι υποθέσεις Pernell κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 177 και Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 294 στην ένσταση περιλαμβανόταν και εισήγηση πως δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή της μαρτυρίας και ζητήσαμε διευκρίνιση.  Στην Pernell επιδιώχθηκε από την κατηγορούσα αρχή η προσαγωγή μαρτυρίας στο εφετείο που έφερε τον καταδικασθέντα εφεσείοντα να ομολόγησε, μετά την καταδίκη του, την ενοχή του.  Το αίτημα απορρίφθηκε.  Αναφερόταν σε μαρτυρία για γεγονός που επεσυνέβη μετά τη δίκη, και για λόγους που εξηγήθηκαν, μετά από εκτεταμένη αναφορά στην κυπριακή και αγγλική νομολογία, κρίθηκε πως ήταν ανεπίτρεπτη η προσαγωγή της.  Δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση της κατηγορίας και τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Ήταν, επομένως, εξ αντικειμένου άσχετη.  Περαιτέρω, η προσαγωγή της θα παραβίαζε το άρθρο 12.2. του Συντάγματος.  Αποσκοπούσε στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών με αναφορά σε μεταγενέστερα γεγονότα και τέτοια εξέλιξη, όπως εξηγήθηκε στην απόφαση που εξέδωσε ο Πικής Π., “θα ισοδυναμούσε, στην ουσία, με καταδίκη των εφεσειόντων, [*13]βάσει του αποτελέσματος δεύτερης δίκης για τη διαπίστωση της ποινικής τους ευθύνης”.  Στη Ρόπα απορρίφθηκε παρόμοιο, όπως δέκτηκε και η κατηγορούσα αρχή, αίτημά της, για τους ίδιους λόγους. (Βλ. συναφώς και Ντίνος Μιχαηλίδης ν. Χρ. Πουργουρίδη, Πολιτική Έφεση 10529 ημερομηνίας 15.3.2000).

Ο κ. Χαραλάμπους μας εξήγησε ότι κατά την τελική άποψη της Δημοκρατίας η παρούσα περίπτωση διακρίνεται αφού δεν τίθεται εδώ ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας σε σχέση με κάποιο γεγονός που επεσυνέβη μετά τη δίκη.  Ήταν βέβαια μετά τη δίκη που φερόταν να γράφτηκε το χειρόγραφο σημείωμα αλλά ό,τι επιδιώκεται είναι, με αφορμή αυτό το γεγονός, να επανακληθεί ο μάρτυρας για να καταθέσει σε σχέση με τα γεγονότα πριν τη δίκη.  Δεν έθετε, λοιπόν, ζήτημα σε σχέση με τη δυνατότητα έγκρισης της αίτησης.

Τέτοιας φύσης ζήτημα ανέκυψε στη Zevedheos (ανωτέρω) και ο κ. Δημητρίου την επικαλέστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα. Ο εφεσείων είχε κατηγορηθεί για συνουσία με γυναίκα κάτω των 13 ετών και η μαρτυρία για την ηλικία της, που στήριξε την καταδίκη του, προήλθε από την ίδια και τον πατέρα της.  Σε άλλη δίκη όμως, για το ίδιο αδίκημα με άλλο κατηγορούμενο, μεταγενέστερη της καταδίκης, αυτοί αναφέρθηκαν σε πράγματα που έδειχναν πως ήταν ανασφαλής η στήριξη στη μαρτυρία τους.  Υποβλήθηκε διπλό αίτημα. Να ληφθεί υπόψη, για τους σκοπούς της έφεσης, η μαρτυρία τους στη μεταγενέστερη δίκη ή να επανακληθούν για να εξεταστούν περαιτέρω, ενώπιον του Εφετείου. Το πρώτο απερρίφθη.  Δεν εκρίθη ότι κάτω από τις περιστάσεις ήταν δυνατό να θεωρηθεί  μαρτυρία σε μεταγενέστερη δίκη ως σχετική με το αποτέλεσμα της έφεσης. Το δεύτερο εγκρίθηκε, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, με τη ρητή εξήγηση πως δεν αφορούσε στην πραγματικότητα στην προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας στο εφετείο, δηλαδή μαρτυρίας που δεν δόθηκε κατά τη δίκη.  Ήταν αίτημα για να ακουστούν περαιτέρω οι μάρτυρες ενόψει της μαρτυρίας τους σε μεταγενέστερη δίκη.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 50 της απόφασης του Εφετείου που εξέδωσε ο Τριανταφυλλίδης Π.-:

“On this occasion we are not concerned really with hearing further evidence on appeal in the sense of it being evidence not given at the trial, but we are asked to take into account evidence given in a subsequent case by witnesses who have testified at the trial in the present case, or, because of such evidence, to hear such witnesses further for the purposes of this appeal.”

Έγινε, επί τους ουσίας, αναφορά σε τρεις αγγλικές υποθέσεις.  [*14]Στην R. v. Hullett 17 Cr. Ap. Rep. 8 στην οποία επανακλήθηκε από το Εφετείο μάρτυρας κατηγορίας η οποία, μετά την καταδίκη, ανέφερε στην αστυνομία ότι έκαμε λάθος σε σχέση με ενοχοποιητικό για τον εφεσείοντα μέρος της μαρτυρίας της. Στην R. v. Thomas 43 Cr. App. Rep. 210 στην οποία εγκρίθηκε αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας που θα έδειχνε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν ψευδής και ότι το παραδέχθηκε ότι ήταν ψευδής.  Η μαρτυρία, όπως εξηγήθηκε, κατά το ένα μέρος της αφορούσε σε θέματα που προέκυψαν πριν τη δίκη και ως προς αυτά δεν υπήρχε διαδικαστική δυσκολία ενόψει του άρθρου 9 της Criminal Appeal Act του 1907 που διήπε τότε το θέμα.  Κατά το δεύτερο μέρος της όμως αναφερόταν σε θέματα που προέκυψαν μετά τη δίκη και διατυπώθηκε η κατ΄αρχήν άποψη πως το ορθό θα ήταν να υποβαλλόταν αίτηση προς τον Υπουργό Εσωτερικών για να κρίνει εκείνος αν θα ενεργούσε δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Ποια θα μπορούσε να ήταν η ενέργεια του Υπουργού και ποια η επενέργειά της, εξηγήθηκε σε μεταγενέστερη υπόθεση στην οποία θα αναφερθούμε. Σημειώνουμε εδώ πως στην Τhomas (ανωτέρω) ακούστηκε η μαρτυρία, όπως διευκρινίστηκε de bene esse, αφού αποφασίστηκε η αναστολή της απόφασης ως προς τη δυνατότητα ή τη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να δεκτεί τέτοια μαρτυρία.  Αυτό δεν χρειάστηκε να γίνει γιατί, τελικά, η μαρτυρία που προσάχθηκε δεν είχε το επαρκές βάρος και αξιοπιστία ώστε να γινόταν αποδεκτό ότι αν ετίθετο ενώπιον των ενόρκων θα επηρεαζόταν η ετυμηγορία τους.  Η Τhomas συζητήθηκε στην R. v. Conway [1970] Cr. App. Rep. 4.  Στο πλαίσιο αίτησης για άδεια προς άσκηση έφεσης συζητήθηκε το θέμα της προσαγωγής μαρτυρίας από πρόσωπα που φέρονταν να άκουσαν δυο ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας να προβαίνουν, μετά την καταδίκη, σε αντιφατικές δηλώσεις και έγινε αναφορά στο πιο πάνω obiter dictum όπως χαρακτηρίστηκε, στην Thomas. Όπως λέχθηκε, το Eφετείο είτε έχει είτε δεν έχει εξουσία να δεχθεί τέτοια μαρτυρία.  Αν δεν την έχει, η διαδικασία μέσω του Υπουργού Εσωτερικών δεν θα άλλαζε οτιδήποτε αφού η ενέργειά του θα συνίστατο σε παραπομπή προς το Εφετείο, οπότε, όπως ρητά προβλεπόταν από το Νόμο, η υπόθεση θα τύγχανε χειρισμού για όλους τους σκοπούς ως έφεση προς το Δικαστήριο από το πρόσωπο στο οποίο αφορούσε η υπόθεση.  Εντοπίστηκε όμως άλλο πρόβλημα.  Για λόγους που εξηγήθηκαν δεν ήταν επιτρεπτή η κλήτευση, εξ αρχής, των μαρτύρων που θα κατέθεταν για τις αντιφατικές δηλώσεις.  Θα έπρεπε πρώτα να κληθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και μόνο αν τις αρνούνταν θα ετίθετο θέμα περαιτέρω μαρτυρίας.  Εκλαμβάνοντας, λοιπόν, ότι υπήρχε εξουσία για τη λήψη μαρτυρίας τέτοιας φύσης, το Εφετείο ανέβαλε την αίτηση, με οδηγίες για την κλήτευση των δυο μαρτύρων κατηγορίας. Στην τρίτη από τις αγγλικές υποθέσεις στις οποίες [*15]έγινε αναφορά στη Ζevedheos, στην R. v. Flower and Others 50 Cr. App. R. 22, την οποία επικαλέστηκε ειδικά ο εφεσείων, επετράπη η επανάκληση μάρτυρoς για να ακουστεί περαιτέρω, η οποία, μετά την καταδίκη, παραδέκτηκε ότι έδωσε ψευδή μαρτυρία.  Στην υπόθεση εκείνη, κάτω από περιστάσεις που κατέστησαν πλήρως γνωστές, η μάρτυς υπέγραψε ένορκη δήλωση σύμφωνα με την οποία, μετά από πιέσεις της αστυνομίας, είπε ψέματα σε σχέση με την αναγνώριση του εφεσείοντα.  H τελευταία υπόθεση στην οποία θα αναφερθούμε, στο ίδιο πλαίσιο, είναι η R. v. Williams and Smith [1995] 1 Cr. App. R. 74 στην οποία έγινε δεκτή μαρτυρία που εκ των υστέρων έδειχνε ότι αστυνομικοί, ουσιώδεις μάρτυρες, ήταν αναξιόπιστοι.

Καταλήξαμε, εν τούτοις, πως και υπό το δεδομένο της ύπαρξης δυνατότητας για επανάκληση μάρτυρα για τον καθορισθέντα σκοπό, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Το μέτρο είναι εξαιρετικό και έχει επανειλημένα τονιστεί πως, σε κάθε περίπτωση, η θεμελιώδης ανάγκη για οριστικότητα στη δικαστική διαδικασία δικαιολογείται να κάμπτεται, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, μόνο κάτω από προϋποθέσεις που είναι ευθύνη του αιτητή να ικανοποιήσει.  Στην Arestidou (ανωτέρω), υποβλήθηκε αίτημα για προσαγωγή της μαρτυρίας δυο καταδίκων σύμφωνα με την οποία άκουσαν τον παραπονούμενο να λέει ότι είχε τον τρόπο με μαρτυρία του να τοποθετήσει αστυνομικούς, εννοώντας ως ένα από αυτούς τον εφεσείοντα, πίσω από τα σίδερα.  Το αίτημα απερρίφθη αφού η μαρτυρία κρίθηκε ως πολύ ασαφής και ως μή δυνάμενη να έχει σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της έφεσης.  Επίσης, ενόψει της πηγής της, δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη. Στη Nicolaou v. Republic (1987) 2 C.L.R. 251 τα γεγονότα μοιάζουν ακόμα περισσότερο προς αυτά της παρούσας υπόθεσης.  Ο εφεσείων είχε καταδικαστεί για αιμομιξία με τη θυγατέρα του και αυτή, μετά την καταδίκη, επισκέφθηκε το δικηγόρο του και του ενεχείρισε ενυπόγραφη δήλωσή της σύμφωνα με την οποία η μαρτυρία της κατά τη δίκη ήταν ψευδής.  Υποβλήθηκε αίτηση για επανάκλησή της κατ΄επίκληση των υποθέσεων Αrestidou και Zevedheos (ανωτέρω) η οποία όμως απορρίφθηκε γιατί δεν θεωρήθηκε ότι ήταν στην όψη της αξιόπιστη ή δυνάμενη να γίνει πιστευτή. Επισημάνθηκε συναφώς, με αναφορά στην Flower (ανωτέρω), και το γεγονός ότι η αίτηση δεν υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση υπογραμμένη από την παραπονούμενη.  Σχετική είναι και η αναφορά στον Archbold 2000 σελ. 955 § 7-209 στην R. v. Gogana, The Times 12.7.99, CA.  Tονίστηκε πως αίτηση για προσαγωγή νέας μαρτυρίας πρέπει να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση όλων όσων ενεπλάκησαν στη λήψη της.  Περαιτέρω, ότι αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό όταν η νέα μαρτυρία προέρχεται από [*16]μάρτυρα ο οποίος προέβη προηγουμένως σε διαφορετική κατάθεση αφού οι περιστάσεις λήψης της νέας μαρτυρίας δυνητικά είναι εντόνως σχετικές προς την αξιοπιστία της. Παραθέτουμε όλο το σχετικό απόσπασμα της απόφασης όπως αυτό δημοσιεύτηκε:

“Where it was suggested to the Court of Appeal that a witness who had previously made a statement was now prepared to give evidence to a different effect, the Court had to be supplied with affidavit evidence from all involved in the taking of the new statement.

.............................................................................................................

LORD JUSTICE ROSE said that time and again it was said that when new evidence was proferred to the Court of Appeal, particularly where it was suggested that a witness who had previously made a statement was now prepared to give evidence to quite different effect, the court must be supplied with affidavit evidence from all involved in relation to the taking of the new statement because the circumstances in which such a statement came into existence were highly relevant to its potential credibility.”

Στην παρούσα υπόθεση το στοιχείο των απειλών και των πιέσεων ήταν κυρίαρχο κατά τη μαρτυρία του Γιακουμή ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Κατά αντίστροφο όμως τρόπο.  Ο Γιακουμής, όπως ήταν παραδεκτό, με δυο χειρόγραφες επιστολές του τις οποίες απέστειλε τη μια προς το Γενικό Εισαγγελέα και την άλλη με κοινοποίηση προς αυτόν, πριν καταθέσει ως μάρτυρας, κατάγγειλε πως η γραπτή του κατάθεση με την οποία ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα απειλών, πιέσεων και υποσχέσεων.  Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και συνέντευξή του προς δημοσιογράφο.  Κατά τη δίκη ήταν απόλυτος ο Γιακουμής πως η πραγματικότητα ήταν άλλη.  Ήταν οι επιστολές και οι άλλες δηλώσεις του το αποτέλεσμα απειλών.  Την αλήθεια την είπε στο Δικαστήριο και, όπως κατέληξε το Κακουργιοδικείο, “δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι ο Γιακουμής απειλείτο από τον κατηγορούμενο και το περιβάλλον του να αλλάξει την κατάθεσή του”.  Δεν θα επεκταθούμε σε λεπτομέρειες.  Αυτές αναμένεται πως θα αποτελέσουν θέμα κατά την ακρόαση της έφεσης.

Θα προχωρήσουμε με αναφορά στην τωρινή επιστολή εκλαμβάνοντας πως αυτή γράφτηκε από το Γιακουμή, όπως είναι η εισήγηση του εφεσείοντα. Δεν γνωρίζουμε το πώς αυτή κατέληξε στη θυρίδα του δικηγόρου του εφεσείοντα.  Ακόμα πιο σημαντικό, βρι[*17]σκόμαστε στο σκοτάδι αναφορικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτή γράφτηκε.  Αυτά ενέχουν σημασία εξ αντικειμένου αλλά και ενόψει της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση, το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητήθηκε με αντεξέταση ή άλλο τρόπο. Υπενθυμίζουμε την αναφορά σ΄αυτή σε απειλές και προτροπές με στόχο το Γιακουμή και σε ύποπτες κινήσεις έξω από το σπίτι του μετά τη δίκη. Η εικόνα αποστερεί από τη δήλωση στοιχειωδών χαρακτηριστικών αξιοπιστίας και δεν θεωρούμε ότι όσα τέθηκαν ενώπιόν μας δικαιολογούν την εξαιρετική πορεία που εισηγείται ο εφεσείων.  H αίτηση απορρίπτεται.

Η�αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο