(2001) 2 ΑΑΔ 18
[*18]19 Ιανουαρίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΖΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6853)
Απόδειξη ― Ποινική διαδικασία ― Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή ― Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι ― Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.
Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Τροχαίο ατύχημα ― Στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονος το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε συνεκτίμηση παραγόντων όπως εκδορών σε δρόμο και ζημιών σε αυτοκίνητο για να καταλήξει στην απόδοση ευθυνών.
Το βράδυ της 17.1.97 ο εφεσίβλητος ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Άννης-Μαρίας στη Λεμεσό συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του θύματος στη συμβολή της πιο πάνω οδού με την οδό Μαραθοβούνου. Το θύμα τραυματίσθηκε σοβαρά και υπέκυψε στα τραύματά του τρεις μέρες αργότερα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η πραγματική μαρτυρία δεν αποδείκνυε την πορεία του θύματος πριν το ατύχημα και απάλλαξε τον κατηγορούμενο σε κατηγορία για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, με το σκεπτικό ότι το αδίκημα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στη συνέχεια εξέτασε το ενδεχόμενο να τον καταδικάσει, αφού τροποποιούσε το κατηγορητήριο, σε κατηγορία για αμελή οδήγηση. Έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε αυτό το αδίκημα λόγω έλλειψης μαρτυρίας ως προς την πορεία του θύματος, ως προς το αν χρησιμοποιούσε τα φώτα του οχήματός του πριν τη σύγκρουση και επίσης ως προς την ορατότητα στην πάροδο (την οδό Μαραθοβούνου) από όπου ενδεχομέ[*19]νως να ερχόταν το θύμα.
Ο εφεσείων υποστήριξε κατ’ έφεση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασής του. Υποστήριξε επίσης ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.
Αποφασίστηκε ότι:
Η θέση που προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να βρει ένοχο τον εφεσίβλητο για αμελή οδήγηση με βάση τα Άρθρα 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72) δεν εξηγείται. Εν πάση όμως περιπτώσει δεν τέθηκε τέτοιο θέμα με τους λόγους έφεσης και ως εκ τούτου το Εφετείο δεν επιθυμεί να εκφράσει άποψη αναφορικά με τη δυνατότητα έγερσης τέτοιου είδους λόγου έφεσης. Είναι βέβαια υπ’ όψιν του Εφετείου η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Μαυρονικόλα (1990) 2 Α.Α.Δ. 480, στην οποία εξετάστηκε τέτοιος λόγος έφεσης χωρίς να είχε εγερθεί η δυνατότητα έγερσής του. Καθώς επίσης και η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ.4) (1990) 1 Α.Α.Δ. 681 στην οποία χορηγήθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Certiorari, σε σχέση με εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο έπρεπε να τροποποιήσει αυτεπάγγελτα το κατηγορητήριο, η οποία, όμως, δεν προωθήθηκε περαιτέρω λόγω μη καταχώρησης της αίτησης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Gavalas ν. Police (1985) 2 C.L.R. 114,
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363,
Eliasides v. Police (1978) 2 C.L.R. 114,
Salih v. Sofocleous (1979) 1 C.L.R. 248,
Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333,
Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1193,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαυρονικόλα (1990) 2 Α.Α.Δ. 480,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 4) (1990) 1 Α.Α.Δ. 681.
[*20]Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της αθώωσης του κατηγορουμένου από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού Υπόθεση Αρ. 2525/98, ημερομηνίας 30/11/99, ο οποίος αντιμετώπιζε μία κατηγορία για τη διάπραξη του αδικήματος της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε και του Άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν. 86/72.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:
Το κατηγορητήριο.
Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) μια κατηγορία για τη διάπραξη του αδικήματος της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του Νόμου 111/89) και του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Άννης-Μαρίας στη Λεμεσό “λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, επέφερε το θάνατο του Παναγιώτη Χριστοδουλίδη” (το θύμα).
Τα παραδεκτά πραγματικά περιστατικά.
Στις 17.1.97 και γύρω στις 7.20 μ.μ. ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Άννης-Μαρίας στη Λεμεσό με ανατολική κατεύθυνση. Την ίδια μέρα και ώρα το θύμα οδηγούσε το μοτοποδήλατό του. Τα δύο οχήματα συγκρούσθηκαν στην συμβολή της οδού Άννης-Μαρίας με την οδό Μαραθοβούνου. Από τη σύγκρουση τραυματίστηκε σοβαρά το θύμα. Μεταφέρθηκε αμέσως στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Υπέκυψε στα τραύματά του στις 20.1.97. Ο θάνατος του θύματος οφειλόταν “σε βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση συνεπεία τροχαίου ατυχήματος”.
Η μαρτυρία.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υπήρχε μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα σε σχέση με την πορεία που ακολουθούσε το θύμα πριν από τη σύγκρουση. Ο Αστ. Μαυροβουνιώτης (Μ.Κ. 1), ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή του ατυχήματος με σκοπό τη διερεύνησή του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το θύμα οδηγούσε το μοτοποδήλατό του επί της οδού Άννης-Μαρίας και από κατεύθυνση αντίθετη με εκείνη του εφεσίβλητου. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε αφού έλαβε υπόψη εκδορές στο δρόμο οι οποίες είχαν προκληθεί από το μοτοποδήλατο του θύματος. Θα ήταν αδύνατο, σύμφωνα με τον Μ.Κ.1, το μοτοποδήλατο να ερχόταν από την οδό Μαραθοβούνου (η πάροδος) και να εισήλθε 1.80 μ. στο δρόμο για να στρίψει αριστερά. Ενίσχυσε αυτή τη θέση του αφού του ανεφέρθη από το Μ.Κ.2 ότι υπήρχε πληροφορία ότι το μοτοποδήλατο εκινείτο στην οδό Άννης-Μαρίας. Κατέληξε στο συμπέρασμά του για την πορεία του μοτοποδηλάτου και λόγω της πείρας του. Δεν θα ήταν λογικό, όπως είπε, το θύμα να οδηγούσε στην πάροδο αλλά απαντώντας σε σχετική εισήγηση της υπεράσπισης δεν το απέκλεισε ως πιθανότητα*.
Ο Λοχ. Παναγιώτου (Μ.Κ.2) ο οποίος είναι ειδικός φωτογράφος πήρε φωτογραφίες της σκηνής του ατυχήματος. Βοήθησε, επίσης, τον Μ.Κ.1 να πάρει τα μέτρα της σκηνής. Ανέφερε ότι το θύμα δεν μπορεί να οδηγούσε στην πάροδο της Μαραθοβούνου. Θα ήταν αδύνατο κατά το μάρτυρα σε τέτοια περίπτωση να εισέλθει [*22]στο σημείο από το οποίο ξεκινούν οι εκδορές.
Ο Μ.Κ.3, ο οποίος κατοικεί στην οδό Άννης-Μαρίας, πληροφορήθηκε από το γιό του ότι “έγινε δυστύχημα”. Πήγε στη σκηνή του ατυχήματος και συνάντησε τον εφεσίβλητο. Τον ρώτησε πώς έγινε το ατύχημα. Ο τελευταίος του είπε ότι το θύμα ερχόταν από απέναντι με σβησμένα τα φώτα. Με τη λέξη “απέναντι” ο ίδιος κατάλαβε ότι ο εφεσίβλητος εννοούσε την οδό Άννης-Μαρίας. Ήταν η δική του αντίληψη για το τι εννοούσε ο εφεσίβλητος, ο οποίος δεν του ανέφερε ότι εννοούσε την οδό Άννης-Μαρίας.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από παράθεση και ανάλυση της μαρτυρίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μάρτυρες κατηγορίας είπαν την αλήθεια στο Δικαστήριο. Σχολιάζοντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 παρατήρησε ότι η πορεία του μοτοποδηλάτου, όπως την τοποθέτησε ο Μ.Κ.1 επί του σχεδιαγράμματος (Τεκ. 2), δεν προκύπτει από την πραγματική μαρτυρία. Ο ίδιος ο μάρτυρας - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - ανέφερε ότι θεώρησε λογική αυτή την πορεία χωρίς να αποκλείσει εντελώς την πιθανότητα το θύμα να οδηγούσε στην οδό Μαραθοβούνου. Ενίσχυσε την πιο πάνω άποψή του και από το τι του λέχθηκε στη σκηνή, για το ότι υπήρχε μαρτυρία σε σχέση με την πορεία του μοτοποδηλάτου. Μαρτυρία που στο τέλος όμως δεν δόθηκε ούτε στην Αστυνομία αλλά ούτε και στο Δικαστήριο. Είναι εμφανές - κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - ότι η πραγματική μαρτυρία δεν αποδεικνύει την πορεία του θύματος πριν το ατύχημα. Ο Μ.Κ.1 παρασυρμένος από τη δική του άποψη καθώς και του τι άκουσε στη σκηνή, τοποθέτησε την πορεία του θύματος χωρίς όμως αυτό να προκύπτει απόλυτα από την πραγματική μαρτυρία. Για τους ίδιους λόγους το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την γνώμη του Μ.Κ.2 σε σχέση με την πορεία του θύματος.
Σχολιάζοντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε:
“Αρκετά θετική εντύπωση μου έδωσε και ο Μ.Κ.3. Η μαρτυρία του, όμως, δεν ήταν βοηθητική στη διερεύνηση του καθοριστικού στοιχείου της πορείας του θύματος. Ο ίδιος ο μάρτυρας ανέφερε ότι αντιλήφθηκε να εννοεί ο κατηγορούμενος με τη λέξη ‘απέναντι’ την οδό Άννης Μαρίας. Ο κατηγορούμενος δεν του ανέφερε κάτι τέτοιο. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε ήδη πάρει κλίση προς την οδό Μαραθοβούνου, δεν αποκλείει να εννοούσε και την οδό αυτή με τη λέξη ‘απέναντι’. Η αντίληψη και η έκφραση γνώμης από το μάρτυρα δεν μπορεί βέβαια να αποτελεί νομικά αποδεχτή μαρτυρία.”
Η νομική πτυχή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά στις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 210* του Κεφ. 154 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του Νόμου 111/89). Παρατήρησε ότι η τροποποίηση του άρθρου 210 φαίνεται να αναβάθμισε το βαθμό αμέλειας που χρειάζεται να αποδειχθεί γιατί έχει εισάξει ρητά την έννοια της απερίσκεπτης, αλόγιστης ή επικίνδυνης πράξης. Το τι εξάγεται από τη νομολογία - συνέχισε το πρωτόδικο Δικαστήριο - είναι ότι θα πρέπει να αποδειχθεί τόσο η στιγμιαία πράξη (actus reus) όσο και η ένοχη σκέψη (mens rea) (Βλ. μεταξύ άλλων Γαβαλάς ν. Αστυνομίας (1985) 2 C.L.R. 114).
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:
“Σε σχέση με την επικίνδυνη οδήγηση, απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους εκ μέρους του οδηγού, ο οποίος έστω και στιγμιαία πέφτει κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού (R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502, απόσπασμα της οποίας παρατέθηκε στην απόφαση Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 223).
Θα συμφωνήσω εδώ με τη θέση της Υπεράσπισης ότι η επικίνδυνη οδήγηση δεν αποδεικνύεται απόλυτα μόνο με την ύπαρξη κάποιου λάθους (fault). Το στοιχείο αυτό είναι το ελάσσον που πρέπει να αποδειχθεί και συνυπολογίζεται πάντα με τις υπόλοιπες συνθήκες και την οδική συμπεριφορά που οδήγησε στη σύγκρουση. Η λέξη ‘επικίνδυνος’ στη συνήθη γραμματική της ερμηνεία, σημαίνει αυτόν που εμπεριέχει κίνδυνο, φόβο ή απειλή για τους άλλους (Επίτομο Νέο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Σπύρου Τσιούνη).
Σε σχέση με την απερίσκεπτη πράξη, σχετική είναι η υπόθεση R. v. Lawrence [1981] 1 All E.R. 974. Στην απόφαση αυτή, απο[*24]φασίστηκε ότι η ένοχη σκέψη (mens rea), υπάρχει όταν ένας οδηγός πριν αρχίσει να οδηγεί με τρόπο που περιέχει σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς, παραλείπει να λάβει υπ’ όψιν τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο.”
Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ήταν το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι “τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, όπως καθορίζονται στο Νόμο και διευκρινίστηκαν με την πιο πάνω νομολογία δεν έχουν αποδειχθεί στην παρούσα υπόθεση. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει άμεση μαρτυρία για το πως επεσυνέβη το ατύχημα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να αξιολογηθεί η οδική συμπεριφορά του Κατηγορουμένου. Το κριτήριο που καθιέρωσε η υπόθεση Lawrence (ανωτέρω) θα μπορούσε μόνο να αποδειχθεί εφόσον υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την πορεία του θύματος πριν το ατύχημα. Η πορεία του θύματος είναι σημαντική αφού μόνο στην περίπτωση που οδηγούσε με αναμμένα τα φώτα στην Άννης Μαρίας θα αποδεικνυόταν η επικίνδυνη και απρόσεκτη πράξη.”
Ενόψει των πιο πάνω το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αδίκημα του άρθρου 210 του Κεφ. 154 “δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας”.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο υφίστανται οι προϋποθέσεις για τροποποίηση του Κατηγορητηρίου δυνάμει του άρθρου 85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και για καταδίκη του εφεσίβλητου για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης. Έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε αυτό το αδίκημα. Σημείωσε ότι πέραν της έλλειψης μαρτυρίας για την πορεία του θύματος, ελλείπει μαρτυρία για το αν χρησιμοποιούσε τα φώτα του οχήματός του πριν τη σύγκρουση καθώς και για την ορατότητα στην οδό Μαραθοβούνου. Με αυτά τα κενά στη μαρτυρία το αδίκημα της αμελούς οδήγησης δεν θα αποδεικνύετο έστω και αν γινόταν δεκτό ότι το θύμα οδηγούσε στην οδό Μαραθοβούνου.
Η έφεση.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίω[*25]ση της απόφασής του.
Σύμφωνα με την αιτιολογία του πιο πάνω λόγου της έφεσης:
(α) Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πορεία του μοτοποδηλάτου που οδηγούσε το θύμα πριν από τη σύγκρουση (όπως τη σημείωσε με το γράμμα “Β” στο Τεκ. 2 ο Μ.Κ.1) δεν αποδεικνύεται από την πραγματική μαρτυρία.
(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει για σκοπούς καθορισμού της πορείας του μοτοποδηλάτου του θύματος τις εκδορές που υπήρχαν στο δρόμο και το σημείο επί του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου στο οποίο υπήρχαν ζημιές, οι οποίες ήταν στη μπροστινή δεξιά πλευρά του προφυλακτήρα και στο πάνω μέρος του δεξιού φτερού.
(γ) Δεν έλαβε υπόψη του την κρίση του εμπειρογνώμονα Μ.Κ.1 ότι θα ήταν αδύνατο το μοτοποδήλατο να ερχόταν από την πάροδο της οδού Μαραθοβούνου και να εισήλθε κατά 1.80 μέτρα στην οδό Άννης Μαρίας για να στρίψει αριστερά.
(δ) Παρόλο ότι δεν υπήρχε μαρτυρία αν το θύμα είχε σε λειτουργία τα φώτα του μοτοποδηλάτου, δεν έλαβε υπόψη του ότι υπήρχε επαρκής φωτισμός στο δρόμο πράγμα που παρείχε στον κατηγορούμενο μεγάλη ορατότητα.
(ε) Εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε πως δε μπορεί να προβεί σε εύρημα για την πορεία του θύματος πριν τη σύγκρουση.
Θα εξετάσουμε μαζί τους λόγους (α), (γ) και (ε) γιατί περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θέμα.
Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία αμφισβητούνται με τις παραγράφους (α), (γ) και (ε) πιο πάνω ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή. Υπενθυμίζουμε ότι ο κύριος μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής - ο Μ.Κ.1 - δεν απέκλεισε ως πιθανότητα, το θύμα να οδηγούσε στην πάροδο - την οδό Μαραθοβούνου. Ενόψει αυτής της μαρτυρίας το επίδικο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Όπως υποδείχθηκε από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στη Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, 365, 366:
“Η απόδειξη της κατηγορίας, και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, [*26]βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.”
Στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ήταν τέτοιας υφής που δεν δικαιολογούσε συμπέρασμα σε σχέση με την πορεία του θύματος με τη βεβαιότητα που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις. Στην απουσία θετικής μαρτυρίας, σε σχέση με την πορεία του θύματος, το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ήταν πλήρως δικαιολογημένο. Αντίθετο συμπέρασμα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα ήταν το αποτέλεσμα υποθέσεων οι οποίες, όμως, δεν επιτρέπονται.
Αναφορικά με τα όσα εγείρονται με την παραγ. (β) πιο πάνω - συνεκτίμηση των εκδορών που υπήρχαν στο δρόμο και των ζημιών στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου - πρέπει να υποδείξουμε ότι τέτοια συνεκτίμηση είναι δυνατή μόνο αφού προηγηθεί σχετική μαρτυρία από εμπειρογνώμονα. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας το δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε συνεκτίμηση τέτοιων παραγόντων. Θα υποδυθεί το ίδιο το ρόλο του εμπειρογνώμονα, πορεία η οποία δεν είναι επιτρεπτή (Βλ. Eliasides v. Police (1978) 2 C.L.R. 114, 118, Salih v. Sofocleous (1979) 1 C.L.R. 248, 253, Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333, 342, 343 και Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1193, 1196). Ο ίδιος ο μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής ο οποίος περίγραψε τον εαυτό του ως “εξεταστή τροχαίων δυστυχημάτων, εμπειρογνώμονα και εξουσιοδοτημένο εξεταστή μηχανοκινήτων οχημάτων” δεν απέκλεισε την πιθανότητα να οδηγούσε το θύμα στην οδό Μαραθοβούνου. Αναίρεσε την γνώμη του η οποία ήταν το προϊόν των παρατηρήσεών του και της όποιας εμπειρογνωμοσύνης του. Με την αναίρεση αυτή εξουδετέρωσε οποιαδήποτε προοπτική να λειτουργήσει το δικαστήριο με τον τρόπο που εισηγείται ο εφεσείοντας.
Αναφορικά με την παράγραφο (δ) πιο πάνω - λειτουργία των φώτων του μοτοποδηλάτου - τονίζουμε ότι ο κύριος λόγος ο οποίος οδήγησε στην εκκαλούμενη απόφαση ήταν η έλλειψη μαρτυρίας για την πορεία του θύματος. Τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με τη μη χρησιμοποίηση των φώτων του μοτοποδηλάτου αποτελούν δευτερεύοντες ή επικουρικούς λόγους. Δεν μπορεί, επομένως, ο εφεσείων να οικοδομήσει πάνω σε αυτή την πτυχή της υπόθεσης. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
[*27]
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. Αιτιολογώντας αυτό τον λόγο της έφεσης ο κ. Μαππουρίδης υποστήριξε:
“(α) Ενώ υπήρχε μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος είχε ορατότητα περί τα 100 μέτρα και ενώ οι ζημιές του αυτοκινήτου δείχνουν ότι η μοτοσικλέτα προσέκρουσε στο μπροστινό δεξιό μέρος του αυτοκινήτου, το Δικαστήριο παρέλειψε να κρίνει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν επαρκή για να στοιχειοθετηθεί η απερίσκεπτη, αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη του κατηγορουμένου.
(β) Το Δικαστήριο παρέλειψε υπό τις περιστάσεις να λάβει υπόψη του ότι ο κατηγορούμενος με την ενέργειά του να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην οδό Μαραθοβούνου, χωρίς να σταματήσει στη συμβολή των δρόμων για να βεβαιωθεί ότι τούτο ήταν ασφαλές και χωρίς να ευρίσκεται στο κέντρο του δρόμου, οδήγησε απερίσκεπτα, αλόγιστα ή επικίνδυνα σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογείται ο καταλογισμός σ’ αυτόν της αμέλειας που είναι απαραίτητος για να καταδικασθεί με βάση το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα όπως τροποποιήθηκε.”
Έχουμε ήδη υποδείξει ότι στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα σε σχέση με τα συμπεράσματα τα οποία μπορούν να εξαχθούν από τις ζημιές στο αυτοκίνητο το δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα με βάση τις ζημιές. Κατά τα άλλα στην απουσία μαρτυρίας σε σχέση με την πορεία του θύματος ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Αγορεύοντας ενώπιόν μας ο κ. Μαππουρίδης υιοθέτησε πλήρως τη νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το χαρακτηρισμό μιας πράξης ως αλόγιστης ή επικίνδυνης. Υπέβαλε, ωστόσο, ότι “ακόμα και αν ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταδίκης του εφεσίβλητου με βάση το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα θα μπορούσε να τον βρεί ένοχο για αμελή οδήγηση με βάση τα άρθρα 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72) χωρίς, όμως, να εξηγήσει γιατί το κενό που επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι το ίδιο σημαντικό και για την κατηγορία της αμελούς οδήγησης. Εν πάση περιπτώσει δεν τέθηκε τέτοιο θέμα με τους λόγους της [*28]έφεσης και δεν επιθυμούμε να εκφράσουμε άποψη αναφορικά με τη δυνατότητα έγερσης τέτοιου είδους λόγου έφεσης. Έχουμε βέβαια υπόψη μας τη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαυρονικόλα (1990) 2 Α.Α.Δ. 480 στην οποία εξετάστηκε τέτοιος λόγος έφεσης χωρίς να είχε εγερθεί η δυνατότητα έγερσής του. Έχουμε, επίσης, υπόψη τη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 4) (1990) 1 Α.Α.Δ. 681 στην οποία χορηγήθηκε άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari, σε σχέση με εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο έπρεπε να τροποποιήσει αυτεπάγγελτα το κατηγορητήριο, η οποία, όμως, δεν προωθήθηκε περαιτέρω λόγω μη καταχώρισης της αίτησης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο