Nικολαΐδης Kώστας Nίκου ν. Aστυνομίας (Αρ. 1) (2001) 2 ΑΑΔ 29

(2001) 2 ΑΑΔ 29

[*29]19 Ιανουαρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (AΡ. 1),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7009)

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ― Δεν καθιστούν την μαρτυρία τους στο Δικαστήριο εκ προοιμίου αναξιόπιστη ― Ανασκόπηση νομολογίας.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μαρτύρων ― Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας το φέρει ο εφεσείων.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέχει υποχρέωση να καταγράφει οποιαδήποτε συμπεριφορά των μαρτύρων.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Κλήση μαρτύρων ― Υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για κλήση μάρτυρα προκύπτει μόνο εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας είναι αξιόπιστος, έστω και αν η μαρτυρία που θα δώσει είναι ασυμβίβαστη με την υπόθεση την οποία επιδιώκει να αποδείξει.

Στην υπόθεση αυτή ο εφεσείων καταδικάσθηκε για δημόσια εξύβριση.  Θύμα της εξύβρισης ήταν η μητέρα της πρώην συζύγου του, (η παραπονούμενη).  Οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η έφεση είναι:

1) Η καταδικαστική απόφαση "είναι συνέπεια της λανθασμένης νομικής αντίληψης που είχε και εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το βάρος και επίπεδο απόδειξης".

[*30]           Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων υποστήριξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να προσαγάγει όλη την απαραίτητη μαρτυρία, πράγμα που δεν έπραξε.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε περαιτέρω το βάρος της απόδειξης γιατί δεν έλαβε υπόψη και υποβάθμισε τη σημασία συγκεκριμένων παραλείψεων της Κατηγορούσας Αρχής.

3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα νομικά και πραγματικά τη μαρτυρία της παραπονουμένης ως αξιόπιστη.

4) Η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος ήταν παράλογη και/ή αστήριχτη και η αιτιολόγηση της εν λόγω απόρριψης ήταν ανεπαρκής και λανθασμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε, ως όφειλε, το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας περιλαμβανομένης και εκείνης του εφεσείοντος.

2.  Η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να ενεργεί με τρόπο που προάγει τους σκοπούς και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.  Οι σκοποί αυτοί δεν εξυπηρετούνται με τη κλήση μάρτυρα του οποίου το περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι άγνωστο στον διάδικο που τον καλεί.

3.  Το γεγονός ότι η παραπονούμενη είχε δώσει προηγουμένως κατάθεση αντιφατική με τη μαρτυρία της, δεν οδηγεί σε συμπέρασμα για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της.

4.  Δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία.  Τα σχετικά ευρήματα κάθε άλλο παράλογα ή αυθαίρετα μπορεί να θεωρηθούν.  Επιπρόσθετα συνάδουν με τη κοινή λογική και την ανθρώπινη πείρα.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224,

[*31]Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490,

R. v. Oliva [1965] 49 Cr. App. R. 298,

Dallison v. Caffery [1965] 1 Q.B. 348,

Ρόπα ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Shioukioroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39,

Simadhiakos v. Police (1961) C.L.R. 64,

Tofas v. Republic (1961) C.L.R. 99,

Koumbaris v. Republic (1967) 2 C.L.R. 1,

Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,

Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.o. (1975) 1 C.L.R. 269,

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,

Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37,

X"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 174,

Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, Υπόθεση Αρ. 9412/99, ημερομηνίας 1/10/00, με την οποία κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη του αδικήματος της δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του αρ. 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

[*32]Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, για τη διάπραξη του αδικήματος της δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Θύμα της εξύβρισης ήταν η μητέρα της πρώην συζύγου του εφεσείοντα (η παραπονούμενη).

Η μαρτυρία και τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστήριου.

Για την απόδειξη της υπόθεσής της η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και εκείνη του Αστυνομικού ο οποίος είχε διερευνήσει την καταγγελία της.

Όταν ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία.  Αρνήθηκε ότι εξύβρισε την παραπονούμενη.  Αντίθετα ισχυρίσθηκε ότι ήταν η παραπονούμενη που τον εξύβρισε μόλις τον συνάντησε λέγοντας του “Τί γυρεύεις ρε μαλάκα εδώ;”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από παράθεση και αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας δέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα.  Έκρινε ότι τα γεγονότα έχουν εξελιχθεί σύμφωνα με την περιγραφή που έδωσε η παραπονούμενη.  Παραθέτουμε τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου:

“Στις 26.6.99 η παραπονούμενη επέβλεπε εργασίες βαψίματος έξωθεν της οικίας της θυγατέρας της η οποία βρίσκεται στη Μιχάλη Καραολή.  Στο μέρος βρισκόταν υπό χρήση περονοφόρο ανυψωτικό όχημα (forklift) δι’ ανύψωση εργατών οι οποίοι έβαψαν τα ψηλότερα σημεία της οικοδομής και ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή άφιξης του κατηγορουμένου, ήταν ανυψωμένος εκτός λειτουργίας, διότι είχε εργάτες επάνω και δούλευαν. Ο οδηγός του καθόταν εντός αυτού. Ο κατηγορούμενος, ενωρίτερα είδε τη σύζυγό του να επιβαίνει του αυτοκινήτου του πατέρα της, ενός BMW χρώματος ασημί και με οδηγό τον τελευταίο και το παιδί τους μαζί να κινούνται επί της Γρίβα Δι[*33]γενή.   Εντός λίγων λεπτών από την ώρα που τους είδε, πήρε τηλεφώνημα από τη σύζυγό του ότι μεταβαίνουν στη Λευκωσία.

Ο κατηγορούμενος, εκείνη την ημέρα θα είχε συνάντηση με το παιδί του, γι’ αυτό θεώρησε ότι μετακινείται για να μην το δει, και πιστεύοντας ότι η σύζυγός του πιθανόν να μην του είπε την αλήθεια, αποφάσισε να περάσει από το σπίτι της συζύγου για να διαπιστώσει αν ήταν εντός ή εκτός της οικίας.  Φθάνοντας εκεί με το αυτοκίνητό του συνάντησε την πεθερά του, την παραπονούμενη, και ζήτησε να μάθει που βρίσκεται το παιδί του.  Ήδη βγήκε από το αυτοκίνητο εντός του δρόμου. Η παραπονούμενη του απάντησε ότι το πήρε μαζί της η κόρη της στη Λευκωσία όπου μετέβη για προώθηση της διαδικασίας διαζυγίου.  Ο παραπονούμενος απάντησε ότι το παιδί μεταφέρθηκε εκτός έδρας χωρίς την άδειά του για να του αντιτείνει η παραπονούμενη ότι παρά τις συμβουλές και παραινέσεις της να διευθετήσουν και λύσουν τα προβλήματα με τη σύζυγο και θυγατέρα της, αυτός έκανε ένα χρόνο να κοιμηθεί μαζί της.  Τότε ο κατηγορούμενος της απάντησε με τη φράση που φαίνεται στο κατηγορητήριο και συγκεκριμένα την εν παρενθέσει φράση και την οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω (Δεν είναι η κόρη σου που θέλει το γαμήσι αλλά εσύ).  Όταν το άκουσε αυτό η παραπονούμενη του αντέτεινε ότι είναι μαλάκας. Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να προχωρήσει προς την παραπονούμενη, η τελευταία έτρεξε να φύγει και έφυγε και ο ίδιος.

Από το όλο επεισόδιο, το οποίο άκουσε ο οδηγός του ανυψωτήρα, η παραπονούμενη ένιωσε θιγμένη και προσβεβλημένη.   Την ίδια μέρα προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία.  Καταγγελία υπέβαλε επίσης και ο κατηγορούμενος εναντίον της παραπονουμένης.”

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω ευρημάτων του το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι έχουν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Η έφεση

Η καταδικαστική ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση.  Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η καταδικαστική απόφαση “είναι συνέπεια της λανθασμένης νομικής αντίληψης που είχε και εφάρμοσε το πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με το βάρος και επίπε[*34]δο απόδειξης”. Αιτιολογώντας αυτό το λόγο της έφεσης ο κ. Γεωργιάδης, εκ μέρους του εφεσείοντα, υποστήριξε:

“α.  Το Δικαστήριο πραγματεύτηκε το ζήτημα της απόδειξης ως ζήτημα προτίμησης μεταξύ των εκδοχών του κατηγορούμενου και της παραπονούμενης.

 β.  Το Δικαστήριο σύγχισε το ζήτημα του καθήκοντος της κατηγορούσας αρχής να κλητεύει μάρτυρες με αυτό του βάρους να αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την υπόθεσή της.”

Ο κ. Γεωργιάδης δεν έχει υποδείξει με ποιο τρόπο το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ενεργήσει εσφαλμένα αναφορικά με το βάρος και επίπεδο απόδειξης. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε, ως όφειλε, το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας περιλαμβανομένης και εκείνης του εφεσείοντα. Στο τέλος και για τους λόγους που εξήγησε δέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα.  Η σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου αντανακλά με τον ορθό τρόπο την προσέγγιση που πρέπει να υιοθετείται από το δικαστήριο και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε το επιλήψιμο.  Η εισήγηση (α) δεν ευσταθεί.

Η δεύτερη εισήγηση καθιστά αναγκαία την παράθεση των γεγονότων που σχετίζονται με την κλήση μαρτύρων.  Έχουν ως εξής:

Η παραπονούμενη στην κατάθεσή της που έδωσε στον Αστυνομικό ανέφερε ότι ο οδηγός του ανυψωτικού μηχανήματος - Νίκος Χ” Λεοντής - ήταν παρών κατά το επεισόδιο της εξύβρισης και “άκουσε τις βρισιές”.  Ο αστυνομικός ο οποίος διερεύνησε την καταγγελία ζήτησε από το ρηθέντα Χ” Λεοντή να δώσει  κατάθεση αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν “ήθελε να βάλει σκάνδαλα στις ταραγμένες σχέσεις της οικογένειας γιατί υπάρχει η πιθανότητα να συμφιλιωθούν”.

Ενώπιον του πρωτόδικο δικαστηρίου ο κ. Γεωργιάδης υπέβαλε ότι η Κατηγορούσα Αρχή “έχει υποχρέωση να προσαγάγει όλη την απαραίτητη μαρτυρία και στα πλαίσια αυτού του καθήκοντός της έπρεπε να προσφέρει σαν μάρτυρα τον οδηγό του ανυψωτήρα”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στις υποθέσεις Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σάββα (1999) 2 Α.Α.Δ. 224 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490 απέρριψε τη σχετική εισήγηση.  Έθεσε το [*35]θέμα ως εξής:

“Ο αναφερόμενος οδηγός του ανυψωτικού μηχανήματος, αρνήθηκε να δώσει κατάθεση προς την αστυνομία μη επιζητώντας οποιαδήποτε ανάμιξη.  Εξάλλου ο άνθρωπος αυτός δεν θα κάλυπτε οποιοδήποτε κενό στη μαρτυρία αλλά θα ενίσχυε ή όχι την ήδη δοθείσα μαρτυρία εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής.   Σε τελευταία ανάλυση η κλήση μάρτυρα που είναι ενισχυτική και διαφωτιστικη των δρώμενων και περιγραφέντων από άλλους μάρτυρες έχει καταλυτική σημασία για την αποδοχή ή όχι της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής, η οποία θα υποστεί την απόρριψη της υπόθεσής της εάν στο τέλος της ημέρας δεν την αποδείξει.”

Στην R. v. Oliva [1965] 49 Cr. App. R. 298, 310, το θέμα της κλήσεως μαρτύρων τίθεται ως εξής: 

“The prosecution do not, of course, put forward every witness as a witness of truth, but where the witness’s evidence is capable of belief, then it is their duty, well recognised, that he should be called, even though the evidence that he is going to give is inconsistent with the case sought to be proved.  Their discretion must be exercised in a manner which is calculated to further the interest of justice, and at the same time be fair to the defence.”

Σε ελληνική μετάφραση

“Βεβαίως η Κατηγορούσα Αρχή δεν προβάλλει τον κάθε μάρτυρα σαν μάρτυρα αλήθειας αλλά όπου η μαρτυρία ενός μάρτυρα μπορεί να γίνει πιστευτή τότε είναι υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής, καλώς αναγνωρισμένη, να τον καλέσει, έστω και αν η μαρτυρία που θα δώσει είναι ασυμβίβαστη με την υπόθεση την οποία επιδιώκει να αποδείξει.  Η διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής πρέπει να ασκείται με τρόπο ο οποίος προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης και ταυτόχρονα να είναι ακριβοδίκαιος για την υπεράσπιση.”

           

Η υπόθεση Oliva έχει αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, 152.

Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για κλήση μάρτυρα προκύπτει μόνο εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας είναι αξιόπιστος.  Αυτή η προϋπόθεση επιβεβαιώνεται και από την απόφαση του Lord Denning, M.R. στην [*36]Dallison v. Caffery [1965] 1 Q.B. 348, 369:

“The duty of a prosecuting counsel or solicitor, as I have always understood it, is this:  if he knows of a credible witness who can speak to material facts which tend to show the prisoner to be innocent, he must either call that witness himself or make his statement available to the defence. It would be highly reprehensible to conceal from the court the evidence which such a witness can give.  If the prosecuting counsel or solicitor knows, not of a credible witness, but a witness whom he does not accept as credible, he should tell the defence about him so that they can call him if they wish.”

Σε μετάφραση:

“Η υποχρέωση του δικηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής όπως πάντοτε την έχω αντιληφθεί είναι τούτη:  Αν έχει υπόψη του ένα αξιόπιστο μάρτυρα ο οποίος μπορεί να αναφερθεί σε ουσιώδη γεγονότα τα οποία τείνουν να δείξουν ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, πρέπει είτε να καλέσει ο ίδιος εκείνο τον μάρτυρα ή να παραδώσει την κατάθεσή του στην υπεράσπιση.  Θα ήταν άκρως αξιόμεμπτο να αποκρύψει από το Δικαστήριο τη μαρτυρία την οποία μπορεί να δώσει ένας τέτοιος μάρτυρας.  Αν ο δικηγόρος της Κατηγορούσας Αρχής δεν έχει υπόψη του ένα αξιόπιστο μάρτυρα αλλά ένα μάρτυρα τον οποίο δεν αναγνωρίζει ως αξιόπιστο θα πρέπει να πληροφορήσει σχετικά την υπεράσπιση για  να τον καλέσει αν το επιθυμεί.”

Στην παρούσα υπόθεση η Κατηγορούσα Αρχή προσέγγισε το συγκεκριμένο μάρτυρα αλλά αυτός αρνήθηκε να συνεργαστεί.  Το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ήταν, επομένως, άγνωστο στην Κατηγορούσα Αρχή.  Η έλλειψη αυτής της γνώσης στερεί από την Κατηγορούσα Αρχή τη δυνατότητα να αξιολογήσει κατά πόσο είναι αξιόπιστος μάρτυρας, αφού, ανάμεσα σ’ άλλα, δεν έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει ή να παραβάλει τη μαρτυρία του με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό που έχει στη διάθεσή της.  Ενόψει λοιπόν της  άρνησης του συγκεκριμένου μάρτυρα να βοηθήσει τις διωκτικές αρχές ελλείπουν οι προϋποθέσεις που έχει θέσει η νομολογία (Βλ. Oliva και Dallison, πιο πάνω) για τη δημιουργία κάποιας  υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής. Έπεται πως και η δεύτερη εισήγηση του κ. Γεωργιάδη δεν ευσταθεί.  Η υπεράσπιση είχε από το πολύ αρχικό στάδιο της δίκης υπόψη της όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τον μάρτυρα εκείνο και μπορούσε να τον καλέσει η ίδια αν το επιθυμούσε.

[*37]Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να ενεργεί με τρόπο που προάγει τους σκοπούς και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Διερωτώμεθα πώς εξυπηρετούνται αυτοί οι σκοποί με την κλήση μάρτυρα του οποίου το περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι άγνωστο στο διάδικο που τον καλεί.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντέστρεψε περαιτέρω το βάρος της απόδειξης γιατί δεν έλαβε υπόψη και υποβάθμισε τη σημασία των πιο κάτω παραλείψεων της Κατηγορούσας Αρχής:

“α.  Να λάβει κατάθεση από και να κλητεύσει κάποιον οδηγό με το όνομα Νίκο αν και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης τους οποίους ανέφερε και στην Αστυνομία, το πρόσωπο αυτό ήταν παρόν όταν διαπραττόταν το αδίκημα και είχε πεί στην παραπονούμενη ότι άκουσε τις υβρισίες του κατηγορητηρίου.  Το πρόσωπο αυτό είχε επισημανθεί από την Αστυνομία.

 β.  Να λάβει καταθέσεις από και να κλητεύσει τα άλλα πρόσωπα που ήσαν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης, παρόντα κατά τη διάπραξη του αδικήματος αν και ήσαν πρόσωπα που εύκολα μπορούσαν να εντοπισθούν, δηλαδή γείτονες και καταστηματάρχες της περιοχής.”

Παρατηρούμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν έχει προσδιορίσει ή υποδείξει με ποιο τρόπο το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αντιστρέψει το βάρος απόδειξης.

Έχουμε ήδη παραθέσει τα γεγονότα που σχετίζονται με το άτομο που κατονομάζεται στην παραγ. (α) πιο πάνω.  Το άτομο εκείνο αρνήθηκε να δώσει κατάθεση.  Στο σχετικό Νόμο δεν υπάρχει μηχανισμός για εξαναγκασμό κάποιου προσώπου να δώσει κατάθεση.  Βέβαια σύμφωνα με το άρθρο 5(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, πρόσωπο που αρνείται να συνεργαστεί με τις Ανακριτικές Αρχές είναι ένοχο ποινικού αδικήματος.  Στην παρούσα υπόθεση οι Ανακριτικές Αρχές προσέγγισαν το εν λόγω πρόσωπο και συνάντησαν την άρνησή του να δώσει κατάθεση.  Οι Ανακριτικές Αρχές δεν έχουν, επομένως, προβεί σε οποιαδήποτε παράλειψη η οποία έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως εισηγείται ο κ. Γεωργιάδης.  Το γεγονός ότι οι Ανακριτικές Αρχές δεν έχουν προχωρήσει στη δίωξη του προσώπου εκείνου δυνάμει του άρθρου 5(4) του Κεφ. 155 δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το Πρωτόδικο [*38]Δικαστήριο. Έπεται πως η εισήγηση (α) δεν ευσταθεί.

Αναφορικά με την εισήγηση (β) - παράλειψη λήψης κατάθεσης από άλλα πρόσωπα - πρέπει να υποδείξουμε πως το μόνο πρόσωπο που κατονόμασε ως παρόντα η παραπονούμενη ήταν ο εν λόγω Νίκος Χ” Λεοντίου.  Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα νομικά και πραγματικά τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως αξιόπιστη γιατί,

(α)  Υποβάθμισε τη σημασία του ευρήματός του ότι η παραπονούμενη είχε πεί ψέματα στη γραπτή της κατάθεση ότι δηλαδή δεν είχε η ίδια εξυβρίσει τον εφεσείοντα.

(β)  Παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η παραπονούμενη τότε μόνο ζήτησε την ποινική δίωξη του εφεσείοντα όταν αυτός προηγούμενα ζήτησε δίωξη εναντίον της.

Σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο η παραπονούμενη δέχθηκε ότι στην κατάθεσή της προς την αστυνομία δεν αποδέχθηκε την εκ μέρους της εξύβριση του εφεσείοντα και αρνήθηκε αυτήν.   Αργότερα όταν της προσήφθη κατηγορία αποφάσισε ότι έπρεπε να πει την αλήθεια και παραδέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο της επέβαλε πρόστιμο.

Στη Χριστοδούλου άλλως Ρόπα ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 με αναφορά στην Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 υποδεικνύεται ότι “το δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα.  Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας”. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαηλίδη (πιο πάνω, σελ. 197) αντανακλά τη σωστή προσέγγιση:

“Η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, δε μπορεί να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει εκ προοιμίου την ευχέρειά του να αξιολογήσει κατά τον τρόπο που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που κα[*39]ταθέτει ενώπιόν του. Τούτο θα ήταν δυνατό μόνο αν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις. Η αρχή η οποία ισχύει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις, είναι εκείνη που διατυπώνεται στην υπόθεση Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 65.

Ενόψει των αρχών που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία το γεγονός ότι η παραπονούμενη είχε προηγουμένως δώσει κατάθεση αντιφατική με τη μαρτυρία της δεν οδηγεί σε συμπέρασμα για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης όπως είναι η εισήγηση του κ. Γεωργιάδη.  Το Δικαστήριο συνέχισε να παραμένει ο κριτής της αξιοπιστίας της παραπονούμενης και για τους λόγους που εξήγησε δεν δέχθηκε τη μαρτυρία της.

Αναφορικά με την δεύτερη εισήγηση αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.  Η πρώτη που υπέβαλε καταγγελία για εξύβρισή της από τον εφεσείοντα ήταν η παραπονούμενη. Ο εφεσείων πήγε στον Αστυνομικό Σταθμό 10 λεπτά μετά την παραπονούμενη. Το γεγονός ότι αρχικά δεν ζήτησε την ποινική δίωξή του αλλά ζήτησε να του γίνει παρατήρηση δεν είναι θέμα που επηρεάζει την αξιοπιστία της. Αυτό που έχει σημασία είναι το περιεχόμενο του παραπόνου της.

Ο επόμενος λόγος έφεσης θίγει το θέμα της απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα.  Ο εφεσείων διατείνεται ότι η απόρριψη της εκδοχής του ήταν παράλογη και/ή αστήριχτη λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας και ενάντια στο νόμο όσον αφορά τις αρχές που διέπουν την αξιοπιστία και την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την εξαγωγή ευρημάτων και συμπερασμάτων και η αιτιολόγησή της εν λόγω απόρριψης ήταν ανεπαρκής και λανθασμένη.

Αιτιολογώντας το σχετικό λόγο της έφεσης ο κ. Γεωργιάδης έκαμε, ανάμεσα σ΄ άλλα, αναφορά σε διάφορα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης για να υποστηρίξει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα στηριζόμενο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και όχι του εφεσείοντα.

Ο σχετικός λόγος έφεσης φέρνει στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου σε ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων.    Ισχύουν οι ίδιες αρχές στις ποινικές όσο και στις πολιτικές υποθέσεις (βλ. Shioukioroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39).  Αποτε[*40]λεί πάγια θέση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.  Διαθέτει ευχέρεια για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Simadhiakos v. Police (1961) C.L.R. 64, Tofas v. Republic (1961) C.L.R. 99, Koumbaris v. Republic (1967) 2 C.L.R. 1 - Βλ. και Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τα όσα έχει θέσει ενώπιον μας ο κ. Γεωργιάδης.  Έχουμε σαφώς την άποψη ότι δεν δικαιολογείται επέμβασή μας στα ευρήματα τα οποία έχει κάμει το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την αξιοπιστία.  Τα σχετικά ευρήματα κάθε άλλο παρά παράλογα ή αυθαίρετα μπορεί να θεωρηθούν.  Πρόσθετα συνάδουν με την κοινή λογική και την ανθρώπινη πείρα.  Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας το φέρει ο εφεσείων και δεν το έχει αποσείσει (Βλ. Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37).

Μια άλλη συναφής με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης εισήγηση του κ. Γεωργιάδη ήταν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρατήρησε οποιαδήποτε συγκεκριμένη συμπεριφορά του εφεσείοντα από το εδώλιο του μάρτυρα που να είναι αρνητική για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του.

Στο σχετικό με την εισήγηση αυτή μέρος της απόφασης το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι “από την όλη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου και τη στάση που τήρησε, υποψίες για ψέματα της συζύγου του, υποτίμηση στο πρόσωπο της παραπονουμένης, επικριτικό ύφος, κρίνεται ότι τα γεγονότα έχουν εξελιχθεί όπως η παραπονούμενη τα περιέγραψε”.

Έχουμε την άποψη πως το σχετικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν πάσχει επειδή δεν παρατήρησε οποιαδήποτε [*41]συμπεριφορά του εφεσείοντα από το εδώλιο του μάρτυρα που να είναι αρνητική.  Τα πρωτόδικα δικαστήρια τα οποία έχουν το πλεονέκτημα να ακούουν και να παρακολουθούν τους μάρτυρες ενώ αυτοί καταθέτουν δεν υπέχουν υποχρέωση να καταγράφουν οποιαδήποτε συμπεριφορά των μαρτύρων.  Επί του προκειμένου προσυπογράφουμε τα όσα λέχθηκαν στη Χ” Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 174, 180, στα οποία και παραπέμπουμε:

“Έχουμε λοιπόν τη γνώμη πως όταν το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφασή του πως του ενεποίησε εντύπωση η μάρτυς Θεοδώρου, δεν αναφέρεται μόνο στην εν γένει συμπεριφορά της, κατά την εξιστόρηση των γεγονότων, αλλά και στο περιεχόμενο της μαρτυρίας της. Όταν χρησιμοποιείται από τα Δικαστήρια η φράση ‘ο μάρτυρας μας έκαμε καλή εντύπωση’, αυτή δεν αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της προσωπικότητας του  μάρτυρα, ή του τρόπου εκφοράς της μαρτυρίας, αλλά στο σύνολο των γνωρισμάτων που συνθέτουν αφενός το μάρτυρα που έχει σεβασμό στην αλήθεια και αφετέρου που είχε τις εξ αντικειμένου δυνατότητες να συλλάβει με τις αισθήσεις του όσα αναβιώνει με τη μαρτυρία του.  Οι δικαστές λόγω της τριβής και εξειδίκευσής τους σ’ αυτό το χώρο, διαθέτουν την ικανότητα, ανθρώπινη βεβαίως, να κρίνουν πότε παρουσιάζεται ενώπιόν τους η αλήθεια.”

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει και/ή αιτιολογήσει δεόντως και επαρκώς την απόφασή του.  Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει όλα τα στοιχεία μιας επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης όπως αυτά έχουν προσδιορισθεί από τη νομολογία (Βλ., ανάμεσα σ’ άλλα, Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39).  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με όλη τη δέουσα επιμέλεια όλες τις εισηγήσεις της υπεράσπισης και όλα τα επίδικα θέματα και κατέγραψε την αιτιολογημένη κρίση του.   Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. 

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο