Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Άννας Mαρκίδου Nεοκλέους (2001) 2 ΑΑΔ 48

(2001) 2 ΑΑΔ 48

[*48]25 Ιανουαρίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΝΝΑΣ ΜΑΡΚΙΔΟΥ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6837)

 

Ποινή ― Άνευ πρόθεσης πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ― Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος ― Επιβολή ποινής προστίμου £250, στέρηση δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για έξι μήνες, δέσμευση με εγγύηση για δύο χρόνια και καταβολή £165 εξόδων ― Χαρακτηρίσθηκε έκδηλα ανεπαρκής αλλά επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Μεγάλη πάροδος χρονικού διαστήματος μεταξύ διάπραξης αδικήματος και επιβολής ποινής.

Το θανατηφόρο δυστύχημα προκλήθηκε όταν η εφεσίβλητη απέκοψε την πορεία μοτοσυκλέττας όταν εισήλθε με το αυτοκίνητό της από πάροδο σε κύριο δρόμο.  Η μοτοσυκλέττα οδηγείτο με μεγάλη ταχύτητα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο την καταδίκασε για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και της επέβαλε πρόστιμο £250 και στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο έξι μηνών και επιπλέον δέσμευση με εγγύηση για δύο χρόνια και καταβολή £165 εξόδων.  Η ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα ανεπαρκής.  Η έφεση δεν αφορά το ύψος της επιβληθείσας ποινής αλλά το είδος της, ως ποινής προστίμου μάλλον παρά ποινής φυλάκισης.  Ο εφεσείων υποστήριξε ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ της άποψης του δικαστή ως προς τη σοβαρότητα της ευθύνης της εφεσίβλητης στο στάδιο της καταδικαστικής απόφασης και της αντίστοιχης άποψής του στο στάδιο της επιβολής ποινής.

[*49]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η επιβολή ποινής προστίμου αντί φυλάκισης δεν είναι λανθασμένη λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών και του λευκού ποινικού μητρώου της εφεσίβλητης.  Αναμφίβολα, απερίσκεπτη οδήγηση η οποία απολήγει σε θάνατο είναι αφ’ εαυτής σοβαρή.  Υπάρχουν όμως πάντοτε διαβαθμίσεις σοβαρότητας, προς την οποία συναρτάται και η επιδιωκόμενη αποτρεπτικότητα της ποινής, η δε εξατομίκευση της ποινής είναι πάγιο έργο του Δικαστηρίου.

2.  Επιπρόσθετος λόγος για επικύρωση της επιβληθείσας ποινής είναι και η μεγάλη χρονική περίοδος που μεσολάβησε μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της επιβολής της ποινής που ανέρχεται πάνω από τρία χρόνια, και πάνω από τέσσερα χρόνια μέχρι την έφεση.  Υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα ήταν δίκαιη η επιβολή ποινής φυλάκισης ούτε θα εξυπηρετούσε δεόντως την επιδίωξη αποτροπής.

3.  Για τους ίδιους λόγους επικυρώνεται και η έκταση της ποινής παρόλο ότι θεωρείται έκδηλα ανεπαρκής.  Η ενδεδειγμένη ποινή θα ήταν ένα υψηλότερο πρόστιμο και μια πολύ μεγαλύτερης διάρκειας στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας.  Η έφεση όμως περιορίσθηκε ως προς το είδος και όχι την έκταση της ποινής.  Εν πάση περιπτώσει η διαφοροποίηση θα ήταν άνευ ουσιαστικής σημασίας ενόψει του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε απο τη διάπραξη του αδικήματος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γ. Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 3376/98, ημερ. 25/10/99 με την οποία επιβλήθηκε στην εφεσίβλητη ποινή, πρόστιμο £250 και στέρηση του δκαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο έξι μηνών, επί πλέον δε δέσμευση με εγγύηση για δύο χρόνια και καταβολή £165 εξόδων, ακόλουθα της καταδίκης της κατόπιν ακρόασης για το αδίκημα της άνευ πρόθεσης πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

Ρ. Βραχίμης και Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

[*50]Στ. Παύλου με Κατσελλή, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσιβάλλει απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία επιβλήθηκε στην Εφεσίβλητη πρόστιμο £250 και στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο έξι μηνών, επί πλέον δε δέσμευση με εγγύηση για δύο χρόνια και καταβολή £165 εξόδων, ακόλουθα της καταδίκης της κατόπιν ακρόασης για το αδίκημα της άνευ πρόθεσης πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, δυνάμει του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.  Η ποινή προσβάλλεται, στα πλαίσια του μοναδικού λόγου έφεσης, ως έκδηλα ανεπαρκής “..... λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπόθεσης, και συγκεκριμένα ότι η κατηγορούμενη δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αποτρεπτικά μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση, οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές, και η κυκλοφορία της τροχαίας ήταν αραιή, ως και επίσης την ανάγκη επιβολής αυστηρότερης ποινής για να μην υποβαθμίζεται η σοβαρότητα του αδικήματος και πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αυτού του αδικήματος”.

Η έφεση εδράζεται έτσι σε δύο πτυχές οι οποίες διέπουν τη διαδικασία καθορισμού της ποινής, τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης συμπεριφοράς της Εφεσίβλητης ως προσδιοριστικής της ανάλογης σοβαρότητας του συγκεκριμένου αδικήματος αφ΄ενός, και την εν γένει σοβαρότητα του αδικήματος του άρθρου 210 ως προσδιοριστικής της ανάγκης επιβολής ανάλογα αποτρεπτικής ποινής αφ΄ετέρου.  Και οι δύο πτυχές βέβαια συμπλέκονται στη διαδικασία καθορισμού της ποινής.  Είναι αντιληπτό ότι το ζητούμενο αφορά όχι το ύψος της επιβληθείσας ποινής αλλά το είδος της, ως ποινής προστίμου μάλλον παρά ποινής φυλάκισης.

Βάση για την εξέταση του θέματος προσφέρει η διαπίστωση των γεγονότων στα οποία βασίσθηκε η καταδικαστική απόφαση, αφού από αυτά διαφαίνεται και η έκταση της ευθύνης της Εφεσίβλητης.  Αυτά συνίσταντο στην είσοδο του αυτοκινήτου της Εφεσίβλητης από πάροδο στον κύριο δρόμο με χαμηλή ταχύτητα ενώ μοτοσυκλέττα την οποία οδηγούσε ο θανών στον κύριο δρόμο κατευθύνετο προς το μέρος της από δεξιά της σε απόσταση 20-50 μέ[*51]τρων.  Η Εφεσίβλητη απέκοψε έτσι την πορεία της μοτοσυκλέττας η οποία οδηγείτο με μεγάλη ταχύτητα και η οποία συγκρούσθηκε με το αυτοκίνητο της Εφεσίβλητης.  Ο ευπαίδευτος δικαστής διαπίστωσε επίσης ότι η Εφεσίβλητη είχε αντιληφθεί το θανόντα, αν και όχι την ταχύτητά του και την απόσταση που τους χώριζε, και έτσι όφειλε αμέσως να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό της αντί να εισέλθει στον κύριο δρόμο. Αγνόησε έτσι την πιθανότητα σύγκρουσης αν συνέχιζε, όπως έκανε, την πορεία της, την οποία και διακινδύνευσε, πιστεύοντας, όπως ανάφερε στην κατάθεσή της, ότι η μοτοσυκλέττα θα απέφευγε το αυτοκίνητό της περνώντας πίσω από αυτό.  Αυτό, θεώρησε ο ευπαίδευτος δικαστής, συνιστούσε και το αλόγιστο και απερίσκεπτο της οδήγησής της, επισημαίνοντας, στη σελίδα 20 της απόφασης, τα ακόλουθα:

“Δεν πρόκειται εδώ για περίπτωση σφάλματος υπολογισμού στην απόσταση και ταχύτητα της μοτοσυκλέττας όπως ισχυρίζεται η υπεράσπιση.  Η Κατηγορουμένη αντιλήφθηκε πολύ καλά τον κίνδυνο που προκαλούσε η είσοδός της στον κύριο δρόμο εξ΄ου και η διστακτικότητά της.  Κίνδυνος που έγινε βεβαιότητα αφού αντιλήφθηκε και τη μεγάλη ταχύτητα της μοτοσυκλέττας όπως και η ίδια αναφέρει στη γραπτή της κατάθεση.  Αυτό τον κίνδυνο αγνόησε παντελώς συνεχίζοντας την πορεία της και διακινδυνεύοντας τη σύγκρουση με το θύμα που από το σημείο εκείνο ήταν αναπόφευκτη.  Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αλόγιστης και απερίσκεπτης οδήγησης όπως καθορίζεται από τη Νομολογία που ανέφερα πιο πάνω.”

Στο στάδιο της επιβολής ποινής ο ευπαίδευτος δικαστής, αφού ανασκόπησε τη νομολογία, θεώρησε ότι το κεφαλαιώδες ζήτημα στον καθορισμό της ποινής, και ιδιαίτερα αν ενδείκνυτο ποινή φυλάκισης, ήταν κατά πόσο η οδήγηση της Εφεσίβλητης εμπεριείχε το στοιχείο της αδιαφορίας για άλλους στο δρόμο.  Έκρινε δε ότι, όπως το έθεσε στη σελίδα 50:

“Από τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης προκύπτει ότι αυτή η απερισκεψία της Κατηγορουμένης δεν αποτελούσε συνεχή αδιαφορία για τους άλλους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν το δρόμο αλλά μια στιγμιαία αμέλεια.  Το γεγονός ειδικά ότι αγνόησε τον κίνδυνο και αποφάσισε να διακινδυνεύσει, δεν ήταν αποτέλεσμα οδικής της συμπεριφοράς αδιάφορης για τους άλλους οδηγούς αλλά αποτέλεσμα της λανθασμένης της κρίσης.  Βρισκόταν κάτω και από την αγωνία της σύγκρουσης από την στιγμή που αντιλήφθηκε την ταχύτητα του θύματος και αφού κοντοστάθηκε, αποφάσισε απερίσκεπτα να [*52]συνεχίσει την πορεία της.  Η συμπεριφορά αυτή δεν αποτελεί κατά την κρίση μου συνεχή εγωιστική και αδιάφορη οδήγηση για τους άλλους αλλά στιγμιαία αμέλεια.”

Ούτε, θεώρησε, ήταν η προκειμένη πρέπουσα περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης προς αποτροπή.  Συνεχίζοντας στις σελίδες 50-51 είπε:

“Όπως πολύ σωστά τέθηκε από την Υπεράσπιση, η στιγμιαία απροσεξία δεν δικαιολογεί σε συνδυασμό βέβαια με το λευκό ποινικό μητρώο και τις άλλες προσωπικές συνθήκες της Κατηγορουμένης, το στοιχείο εκείνο της αποτρεπτικότητας που πρέπει να έχει η ποινή σε αυτού του είδους τα αδικήματα.  Δεν βρίσκω ότι η όλη οδική συμπεριφορά της Κατηγορουμένης ήταν τέτοια που να αποτελούσε δημόσιο κίνδυνο για τους άλλους.  Δεν αποτελεί οριακή περίπτωση όπου το λευκό ποινικό μητρώο έχει καθοριστικό ρόλο αλλά κατά τη γνώμη μου περίπτωση στιγμιαίας απροσεξίας και απερισκεψίας. Χωρίς να παραγνωρίζω ότι αποτέλεσμα αυτής της απερισκεψίας της έστω και στιγμιαίας ήταν να χαθεί μια ανθρώπινη ζωή.”

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη ομολόγησε, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, ότι φαίνεται να υπάρχει διάσταση μεταξύ της άποψης του ευπαίδευτου δικαστή ως προς τη σοβαρότητα της ευθύνης της Εφεσίβλητης στο στάδιο της καταδικαστικής απόφασης και της αντίστοιχης άποψής του στο στάδιο της επιβολής ποινής.  Η διάσταση αυτή αναφέρεται στη διαπίστωση, αφ΄ενός ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση σφάλματος υπολογισμού της απόστασης και ταχύτητας της μοτοσυκλέττας αλλά αντίληψης και παραγνώρισης του κινδύνου, και αφ΄ετέρου ότι η Εφεσίβλητη δεν ήταν ένοχη συνεχούς αδιαφορίας αλλά λανθασμένης κρίσεως κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης αναγόμενη σε στιγμιαία αμέλεια.  Είναι δε ακριβώς την τελεία παράλειψη μέτρων προς αποφυγή της σύγκρουσης με συνειδητοποίηση και παραγνώριση του κινδύνου, όπως διαπιστώθηκε στην ίδια την καταδικαστική απόφαση, που ο κ. Βραχίμης επικαλείται ως μη ληφθείσα υπ΄όψη στην επιβολή της ποινής.

Ότι ούτε η καταδικαστική απόφαση ούτε η απόφαση επί της ποινής διέπονται από απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια πρέπει να λεχθεί.  Παραπέμπουμε, πλην των ως άνω, και στις αντιφατικές αναφορές στην καταδικαστική απόφαση, ότι “Η Κατηγορουμένη παρέλειψε να αντιληφθεί τόσο την απόσταση που τη χώριζε όσο και την ταχύτητα του μοτοσυκλετιστή όταν αυτή εισήρχετο στον κύριο [*53]δρόμο” (σ. 18), και ότι “Δεν πρόκειται εδώ για περίπτωση σφάλματος υπολογισμού στην απόσταση και ταχύτητα της μοτοσυκλέττας” (σ. 20).  Και στις αναφορές στην απόφαση επί της ποινής, ότι η Εφεσίβλητη “αγνόησε τον κίνδυνο και αποφάσισε να διακινδυνεύσει” (σ. 50), και ότι αυτό “δεν ήταν αποτέλεσμα οδικής της συμπεριφοράς αδιάφορης για τους άλλους οδηγούς αλλά αποτέλεσμα της λανθασμένης της κρίσης”. Οι αντιφάσεις αυτές, αν και έχουν διαστάσεις που επεκτείνονται και στην ίδια τη βεβαιότητα της διαπίστωσης της ποινικής ευθύνης της Εφεσίβλητης στα πλαίσια του απαιτούμενου mens rea, ιδιαίτερα μετά την τροποποίηση του άρθρου 210, δεν επισημαίνονται πέραν των πλαισίων που αφορούν την έφεση, αφού η καταδικαστική απόφαση δεν εφεσιβάλλεται.  Και, αν και το όλο θέμα μπορεί να ιδωθεί υπό το φως της συνολικής εντύπωσης του ευπαιδεύτου δικαστή όπως αυτή διατυπώθηκε στην καθοριστική για παρόντες σκοπούς απόφασή του επί της ποινής, δεν μπορεί παρά να μας ανησυχεί η προφανής διάσταση μεταξύ των αντίστοιχων προσεγγίσεών του στο στάδιο της καταδικαστικής απόφασης και στο στάδιο της ποινής.  Που αποκαλύπτει όχι μόνο απόσταση από την επιθυμητή μορφή διατύπωσης αλλά και επιλεκτική προσέγγιση στις διάφορες πτυχές των γεγονότων.

Παρά ταύτα, δεν παραγνωρίζουμε ότι αυτό που τονίζει ιδιαίτερα ο ευπαίδευτος δικαστής ως βαρύνουσας σημασίας προς αποκλεισμό της ποινής φυλάκισης είναι το γεγονός ότι η οδήγηση της Εφεσίβλητης, αν και δεδομένα απερίσκεπτη, δεν απεκάλυπτε συνεχή και εκτεταμένη απερισκεψία υπό τη μορφή της αδιαφορίας.  Οι αναφορές του στην καταδικαστική απόφαση στο ότι η Εφεσίβλητη διακινδύνευσε την πιθανότητα της σύγκρουσης επεδίωκαν να τονίσουν το απερίσκεπτο της οδήγησής της, το οποίο δεν αναιρείτο ούτε από το στιγμιαίο της απερισκεψίας, (ο ίδιος παρατήρησε στη σ. 18 ότι “Σύμφωνα με τη νομολογία θα πρέπει να αποδειχθεί σφάλμα ή παράλειψη του οδηγού έστω και στιγμιαία”), όπως αυτό προέκυπτε σαφώς από τα ευρήματά του, ούτε από το ότι η απερισκεψία οφείλετο όχι σε σφάλμα υπολογισμού ταχύτητας και απόστασης αλλά σε επιλογή διακινδύνευσης. Το στιγμιαίο της απερισκεψίας αυτής, με την έννοια ότι εκδηλώθηκε όχι ως αναίτια, εγωιστική και συνεχής αδιαφορία αλλά κάτω από την αγωνία και την πίεση της στιγμής που υπαγόρευε άμεση αντίδραση επιλογής, ήταν εκείνο που, κατά την κρίση του ευπαίδευτου δικαστή, περιόριζε τη σοβαρότητα της απερίσκεπτης οδήγησης της Εφεσίβλητης στη συγκεκριμένη περίπτωση και στα πλαίσια της εξατομίκευσης της ποινής, παράλληλα δε και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.

Σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό μητρώο και τις προσωπικές [*54]και οικογενειακές συνθήκες της Εφεσίβλητης, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η μη επιβολή ποινής φυλάκισης, υπό το πιο πάνω πρίσμα, ήταν λανθασμένη.  Αναμφίβολα, απερίσκεπτη οδήγηση η οποία απολήγει σε θάνατο είναι αφ΄εαυτής σοβαρή, όπως αντανακλάται τόσο στην προβλεπόμενη από το νόμο ποινή όσο και στη νομολογία.  Τοσούτο μάλλον αφού, όπως και ο κ. Βραχίμης παρατήρησε, το δικαστήριο μπορεί να έχει δικαστική γνώση για την αυξητική τάση θανάτων στο δρόμο που επίσης συνηγορεί υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών.  Υπάρχουν όμως πάντοτε διαβαθμίσεις σοβαρότητας, προς την οποία συναρτάται και η επιδιωκόμενη αποτρεπτικότητα της ποινής, η δε εξατομίκευση της ποινής είναι πάγιο έργο του δικαστηρίου.

Υπάρχει δε και μια άλλη διάσταση της υπόθεσης που δεν συνηγορεί υπέρ της ανατροπής της επιβληθείσας ποινής. Το αδίκημα εδώ διαπράχθηκε στις 24.8.1996. Η υπόθεση δεν καταχωρήθηκε παρά μόνο δεκαοκτώ μήνες μετά, στις 10.4.1998, χωρίς να παρασχεθεί οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση.  Αλλά και η ίδια η ακρόασή της καθυστέρησε, αφού άρχισε μόλις στις 18.2.1999, μετά από τέσσερις αναβολές (δύο ζητήθησαν από την Εφεσίβλητη, μία από την Αστυνομία ως κατήγορο, και μία εδόθη λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου), συμπληρώθηκε δε με την επιβολή της ποινής στις 25.10.1999.  Πάνω από τρία χρόνια δηλαδή από τη διάπραξη του αδικήματος.  Ενώ έχουν περάσει και πάνω από τέσσερα χρόνια μέχρι την έφεση. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν βλέπουμε ότι θα ήταν δίκαιη σήμερα η επιβολή ποινής φυλάκισης ή ότι η ποινή φυλάκισης θα εξυπηρετούσε δεόντως την επιδίωξη αποτροπής.

Για τους ίδιους λόγους δεν θα ανατρέπαμε ούτε την έκταση της ποινής, αν και την θεωρούμε έκδηλα ανεπαρκή ως προς τούτο.  Ένα πολύ υψηλότερο πρόστιμο και μια πολύ πιο εκτεταμένης διάρκειας στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας ενδείκνυτο.  Η έφεση έχει όμως συζητηθεί ως προς το είδος και όχι την έκταση της ποινής, που συνιστά και το πραγματικό ζητούμενο, εν πάση περιπτώσει δε η πάροδος τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος από της διάπραξης του αδικήματος θα καθιστούσε τη διαφοροποίησή της άνευ ουσιαστικής σημασίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο