Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Mαρίας Γεωργίου Στυλιανού (2001) 2 ΑΑΔ 55

(2001) 2 ΑΑΔ 55

[*55]1 Φεβρουαρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΜΑΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6947)

 

Ποινή ― Κλοπή, πλαστογραφία επιταγών, κυκλοφορία πλαστών εγγράφων και εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Παραδοχή, μεταμέλεια, επιστροφή του εξασφαλισθέντος με τις ψευδείς παραστάσεις ποσού, λευκό ποινικό μητρώο ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 6 μηνών για την κλοπή, 9 μηνών για την πλαστογραφία και την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και 6 μηνών για την εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Αναστολή των ποινών για περίοδο τριών ετών ― Εξαιρετικές περιστάσεις ― Επικύρωση της απόφασης κατ’ έφεση.

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Παράγοντες που προσμετρούν στην άσκησή της ― Εφαρμοστέες αρχές της Αγγλικής και Κυπριακής νομολογίας.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής.

Λέξεις και Φράσεις ― "Εξαιρετικές περιστάσεις" στο Άρθρο 3(2) του περί Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης Νόμου (Ν. 95/72).

Η εφεσίβλητη προέβη στις παράνομες πράξεις για να εξοφλεί τα έξοδα νοσηλείας του θείου της ο οποίος έπασχε από ανίατη ασθένεια.  Αυτό είχε γίνει αποδεκτό από την Κατηγορούσα Αρχή.  Η υπεράσπι[*56]ση υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη ευρίσκετο υπο συναισθηματική φόρτιση διαπράττοντας τα επίδικα αδικήματα. Το Δικαστήριο διέταξε την αναστολή της επιβληθείσας ποινής λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση θεωρώντας ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης ήσαν έκδηλα ανεπαρκείς. 

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ακόμα και όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, δεν ατονεί η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη, νοουμένου ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος.

2.  Οι προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης δικαιολογούν την επιδειχθείσα επιείκεια.  Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκ τούτου έκδηλα ανεπαρκής.

3.  Ο ορισμός των "εξαιρετικών περιστάσεων" δεν είναι εξαντλητικός.  Αναπόφευκτα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.  Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έχει καταλήξει ότι δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις στο πρόσωπο της εφεσίβλητης. Κατέληξε όμως, ορθά, ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις στα περιστατικά της υπόθεσης και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες διέπραξε τα αδικήματα.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία εκδίδοντας το διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Εταιρείας Bisco Ltd κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16,

Γενικός Εισαγγελέας v. A. Makris Tourist Taxi Service Co. Ltd (1996) 2 A.A.Δ. 262,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,

Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 245,

[*57]Krekou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 289,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Republic v. Okinikan [1993] 1 W.L.R. 173,

Φαναράς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50,

Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583,

R. v. Okinikan [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 453,

R. v. French [1994] 15 Cr. App. R. 194,

R. v. Edney [1994] 15 Cr. App. R. 889,

Lowery [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 485.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 6 μηνών για την κλοπή, 9 μηνών για την πλαστογραφία και την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και 6 μηνών για την εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις οι οποίες επιβλήθηκαν στην κατηγορούμενη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 2426/2000, ημερομηνίας 9/6/2000, η οποία κρίθηκε ένοχη, μετά από δική της παραδοχή, σε σωρεία αδικημάτων κλοπής, πλαστογραφίας επιταγών, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 331, 333(α)(δ), 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Α. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ευσταθίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη κρίθηκε ένοχη, μετά από δική [*58]της παραδοχή, σε σωρεία αδικημάτων κλοπής, πλαστογραφίας επιταγών, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και εξασφάλισης χρημάτων  με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 331, 333(α)(δ), 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών για την κλοπή, 9 μηνών για την πλαστογραφία και την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και 6 μηνών για την εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ανέστειλε την έκτιση των πιο πάνω ποινών για περίοδο τριών ετών δυνάμει του περί Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 41(1)/97.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, θεωρώντας ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης ήσαν έκδηλα ανεπαρκείς, εφεσίβαλε την απόφαση.  Ακόμα εφεσίβαλε και την απόφαση του Δικαστηρίου για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής με το λόγο έφεσης αρ. 4 γιατί “εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, γιατί η περίπτωση της εφεσίβλητης δεν εμπίπτει στην έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων για έκδοση διατάγματος αναστολής, όπως καθορίστηκαν από τη Νομολογία.”.

Τα γεγονότα όπως συνοπτικά καταγράφησαν από το Δικαστήριο στην απόφασή του, έχουν ως εξής:-

Στις 16.6.99 οι παραπονούμενοι στην υπόθεση Χριστόφορος και Ολυμπία Λαζαρίδου κατήγγειλαν στην Αστυνομία ότι κλάπηκαν από δύο βιβλιάρια επιταγών 38 συνολικά κενές επιταγές οι οποίες αφού πλαστογραφήθησαν και συμπληρώθηκαν απεσπάσθη συνολικό ποσό £20.408,= από τον από κοινού τρεχούμενο λογαριασμό τους στη Λαϊκή Τράπεζα.

Η αστυνομία αφού διερεύνησε την υπόθεση συνέλαβε την εφεσίβλητη η οποία σε θεληματική της κατάθεση παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων.  Καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η ποινική υπόθεση αρ. 2426/00 εναντίον της εφεσίβλητης η οποία και παραδέχθηκε όλες τις κατηγορίες. Το Δικαστήριο αφού άκουσε τα γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και την αγόρευση του δικηγόρου της εφεσίβλητης για τους παράγοντες μετριασμού της ποινής, επέβαλε στην εφεσίβλητη τις πιο πάνω αναφερθείσες ποινές φυλάκισης με αναστολή όπως προνοείται στο σχετικό νόμο του 1972.

[*59]Αγορεύοντας ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε η εφεσίβλητη παραπέμποντάς μας στη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Επεσήμανε δε τον προσχεδιασμό με τον οποίο ενήργησε η εφεσίβλητη, αρχής γενομένης από την κλοπή 38 φύλλων επιταγών από τους πρώην εργοδότες της και της, κατά διαστήματα συνολικού χρόνου 6 περίπου μηνών, πλαστογραφίας των επιταγών, της κυκλοφορίας τους και της απόσπασης μεγάλου χρηματικού ποσού.  Εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση της υπεράσπισης της εφεσίβλητης ότι η τελευταία κατά τη διάπραξη των αδικημάτων ευρίσκετο υπό συναισθηματική φόρτιση. Δεν μπορεί, ισχυρίσθηκε, για διάστημα 6 μηνών κατά τη σταδιακή διάπραξη των αδικημάτων να συνέβαινε κάθε φορά, δηλαδή να βρισκόταν κάτω από συναισθηματική φόρτιση.

Είχε λεχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ότι η αιτία που οδήγησε την εφεσίβλητη στη διάπραξη των αδικημάτων δεν ήταν για να προσπορισθεί η ίδια οποιοδήποτε όφελος αλλά για να βοηθήσει το θείο της, αδελφό της μητέρας της και συνομήλικό της, ο οποίος έπασχε από την ασθένεια του καρκίνου.  Ο θείος της ήταν σε ιδιωτική κλινική και υποβλήθηκε σε δύο εγχειρίσεις. Δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τα νοσήλεια και απειλείτο η έξωσή του από την κλινική. Η εφεσίβλητη προέβη στις παράνομες πράξεις της ακριβώς για να εξοφλεί τα έξοδα νοσηλείας του θείου της.  Δεν αμφισβητήθησαν τα γεγονότα αυτά από την Κατηγορούσα Αρχή.  Ενώπιόν μας δε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας παραδέχθηκε ότι αυτά τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται από τον εφεσείοντα.  Όλα τα χρηματικά ποσά που απέσπασε η εφεσίβλητη έχουν ξοδευθεί από την εφεσίβλητη για την πληρωμή των εξόδων νοσηλείας του θείου της.

Σχετικά με την αναστολή της ποινής, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικές προσωπικές περιστάσεις στο πρόσωπο της εφεσίβλητης, όπως αποφάνθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και ούτε εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης όπως έχουν εκτεθεί από το Δικαστήριο.  Εισηγείται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη διαδοχική πλαστογραφία των επιταγών κατά χρονικά διαστήματα και τα μικρά ποσά στα οποία αντιστοιχούσαν με σκοπό να μη γίνει εύκολα αντιληπτή.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπεστήριξε την [*60]πρωτόδικη απόφαση τόσο για το ύψος της ποινής φυλάκισης όσο και για την αναστολή στην έκτισή της.  Έδωσε έμφαση στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενήργησε η εφεσίβλητη, αναφέροντας το ιστορικό της διαδρομής της υγείας του θείου της μέχρι το θάνατό του.  Τόνισε εμφαντικά ότι με τα χρήματα που απέσπασε η εφεσίβλητη πληρώθησαν τα έξοδα νοσηλείας του θείου της.  Τόνισε επίσης ότι επεστράφη, πριν τη δίκη, στους παραπονούμενους το ποσό των £21.117 ενώ το καταχρασθέν ποσό ανήρχετο σε £20.408.  Το ποσό αυτό, όπως ανέφερε ο συνήγορος, το έχει δανεισθεί με υποθήκη διαμερίσματός της, μόλις αυτό της μεταβιβάσθηκε από τον πρώην ιδιοκτήτη του.  Περαιτέρω αναφέρθηκε ότι ο παραπονούμενος Χρ. Λαζαρίδης απέσυρε το παράπονό του, πριν την πρωτόδικη διαδικασία, και ότι η εφεσίβλητη επέδειξε έμπρακτη μεταμέλεια και ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου.  Η εφεσίβλητη είναι ηλικίας 33 ετών άγαμη, η μητέρα της πάσχει από την ανίατη ασθένεια του καρκίνου και ο πατέρας της είναι συνταξιούχος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης, το λευκό ποινικό μητρώο της καθώς επίσης την άμεση παραδοχή της και την επιστροφή όχι μόνο του κλαπέντος ποσού αλλά και πέραν αυτού, προφανώς αποζημιώνοντας τους παραπονούμενους και με τους απωλεσθέντες τόκους.  Περαιτέρω, έλαβε υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η εφεσίβλητη διέπραξε τα αδικήματα.  Τόνισε όμως εμφαντικά τη σοβαρότητα των αδικημάτων που προκύπτει από τις ποινές που προνοούν οι σχετικές ποινικές διατάξεις και την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών για την προστασία της κοινωνίας από τέτοιου είδους παράνομη συμπεριφορά.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε ευρεία αναφορά επί του θέματος στις σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η χρήση της επιταγής στις συναλλαγές μεταξύ των πολιτών είναι σήμερα ευρεία.  Η διάπραξη του αδικήματος της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών επιταγών υπονομεύει τις συναλλαγές και τις οικονομικές πράξεις και γενικά την οικονομία καθώς και την εμπιστοσύνη των πολιτών.  Το αδίκημα διαπράττεται εύκολα για προσπορισμό παράνομου οικονομικού κέρδους από το δράστη. Οι παραπονούμενοι υφίστανται τις συνέπειες με την απώλεια, τις περισσότερες φορές, της περιουσίας τους. 

Είναι καλά θεμελιωμένο από τη νομολογία ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής. 

[*61]Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας, το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα ανεπαρκής, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό. (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Εταιρείας Bisco Ltd. κ.ά. (1991) 2 ΑΑΔ 16, Γενικός Εισαγγελέας ν. A. Makris Tourist Taxi Service Co. Ltd. (1996) 2 AAΔ 262, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).

Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει τονισθεί ότι, ακόμα και όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, δεν ατονεί η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη, νοουμένου ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος (Βλέπε: Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 245, Krekou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 289, Kωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

Κρίνουμε ότι ορθά λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης και οι ιδιαίτερες περιστάσεις των αδικημάτων όπως έχουν διαγραφεί προηγουμένως και η ένεκα τούτων επιδειχθείσα επιείκεια όσον αφορά το μέγεθος της ποινής φυλάκισης.  Δεν έχουμε πεισθεί, ότι η υπό τις περιστάσεις επιδειχθείσα επιείκεια έχει καταστήσει την επιβληθείσα ποινή καταφανώς ανεπαρκή.

Ο εφεσείων, Γενικός Εισαγγελέας, προσβάλλει επίσης τη χορήγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναστολής της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 95/72 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 41(1)/97. Ο σχετικός λόγος έφεσης έχει ως εξής:-

“Το Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής γιατί η περίπτωση της εφεσίβλητης δεν εμπίπτει στην έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων για έκδοση διατάγματος αναστολής, όπως καθορίστηκαν από τη Νομολογία.”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομολογία επί του θέματος αυτού, κατέληξε, εκδίδοντας το διάταγμα αναστολής, ως εξής:-

“Στην παρούσα περίπτωση δεν πιστεύω ότι συντρέχουν εξαιρε[*62]τικές περιστάσεις στο πρόσωπο της Κατηγορούμενης που να συνηγορούν υπέρ της αναστολής ποινής φυλάκισης.  Έχω αναφερθεί πιο πάνω στις υποθέσεις Μπαλλής, Ισιδώρου και Schadow, όμως έχω καταλήξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις στα περιστατικά των αδικημάτων, στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν, εφόσον η Κατηγορούμενη προέβη στη διάπραξη των αδικημάτων όχι για να προσποριστεί η ίδια προσωπικά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, αλλά για να βοηθήσει κάποιο πολύ στενό συγγενή της ο οποίος εκείνο το διάστημα παρουσίαζε και οικονομικά προβλήματα, αλλά πολύ πιο σοβαρά τα προβλήματα υγείας, τα οποία τελικά δεν κατάφερε να υπερπηδήσει και απεβίωσε. Πιστεύω ότι αυτές οι συνθήκες αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις στη διάπραξη των αδικημάτων, για το λόγο αυτό έχω καταλήξει να αναστείλω όλες τις ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί. Οι ποινές φυλάκισης αναστέλλονται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.”.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν συνέτρεχαν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις στην υπόθεση που να δικαιολογούσαν την αναστολή της εκτέλεσης των ποινών, παραπέμποντάς μας στις υποθέσεις Φώτιος Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, Republic v. Okinikan [1993] 1 W.L.R. 173 και Βασίλης Φαναράς κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50.

Το άρθρο 3(2) του βασικού Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής:-

“(2)  Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.”.

Η διάταξη αυτή έτυχε ερμηνείας στην υπόθεση Παγιαβλάς (πιο πάνω) και Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583.

Στην Παγιαβλάς, απεφασίσθη ότι:-

“Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή στις περιστάσεις του παραβάτη ή σε συνδιασμό των δύο.”.

[*63]Η τροποποίηση του άρθρου 3(2) ακολούθησε την τροποποίηση που έγινε στην Αγγλία με το Criminal Justice Act του 1991, η οποία έχει ως εξής:-

“A Court shall not deal with an offender by means of a suspended sentence unless it is of the opinion - (a) that the case is one in which a sentence of imprisonment would have been appropriate even without the power to suspend the sentence; and (b) that the exercise of that power can be justified by the exceptional circumstances of the case.”.

H Aγγλική νομολογία έχει ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή ότι αναφέρεται τόσο στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου όσο και στις περιστάσεις της υπόθεσης.  Σύμφωνα με την αυθεντία R. v. Okinikan [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 453, δεν μπορεί να τεθεί εξαντλητικός ορισμός “των εξαιρετικών περιστάσεων”.  Αναπόφευκτα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.

Στην αυθεντία R. v. Julia Ann French [1994] 15 Cr. App. R. 194, το Αγγλικό Εφετείο θεώρησε ότι το “emotional distress” και “depression” που υπέφερε η κατηγορούμενη είναι εξαιρετική προσωπική περίσταση που δικαιολογούσε την αναστολή.  Στην R. v. Edney [1994] 15 Cr. App. R. 889 θεωρήθηκε ως εξαιρετική περίσταση, που δικαιολογούσε την αναστολή, το γεγονός της αφοσίωσης που επέδειξε η κατηγορούμενη προς την ηλικιωμένη μητέρα της από την οποία καταχράστηκε και έκλεψε μεγάλο χρηματικό ποσό.  Μέρος του ποσού αυτού δαπανήθηκε για τη συντήρηση της μητέρας της.  Το Αγγλικό Εφετείο θεώρησε τις περιστάσεις αυτές ως εξαιρετικές και ανέστειλε την έκτιση της ποινής φυλάκισης.  Στην ίδια αυτή απόφαση έγινε αναφορά στην υπόθεση Lowery [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 485 στην οποία αποφασίσθηκε ότι η φράση “εξαιρετικές περιστάσεις” τυγχάνει ευρείας ερμηνείας που επιτρέπει στο Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις που περιβάλλουν το αδίκημα, τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εκτυλίχθησαν τα γεγονότα.

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έχει καταλήξει ότι δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις στο πρόσωπο της εφεσίβλητης.  Κατέληξε όμως, ορθά κατά την κρίση μας, ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις στα περιστατικά της υπόθεσης και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες διέπραξε τα αδικήματα.

Η εφεσίβλητη κάτω από τη συναισθηματική φόρτιση που βρέ[*64]θηκε για να βοηθήσει τον βαριά ασθενούντα θείο της στον οποίο έτρεφε αισθήματα αφοσίωσης, διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία έμπρακτα έχει μεταμεληθεί επιστρέφοντας στους παραπονουμένους στο ακέραιο, και όχι μόνο, όσα χρήματα είχε καταχραστεί. Είναι παραδεκτό ότι όλα τα χρήματα που παράνομα απέσπασε η εφεσίβλητη διοχετεύθησαν προς την ιδιωτική κλινική για την πληρωμή των εξόδων νοσηλείας του θείου της.

Οι πιο πάνω περιστάσεις ορθά έχουν θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εξαιρετικές.  Τούτο συνάδει και με την αγγλική νομολογία και ιδιαίτερα τις αυθεντίες Okinikan, Julia Ann French και Edney (πιο πάνω).

Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το Δικαστήριο έχει εκφύγει από τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας εκδίδοντας το διάταγμα για αναστολή της εκτέλεσης των ποινών φυλακίσεως.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο