Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στέφανου Mιχαήλ (2001) 2 ΑΑΔ 74

(2001) 2 ΑΑΔ 74

[*74]2 Φεβρουαρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσιβλήτου,

(Ποινική Έφεση Αρ. 6979)

 

Ποινή ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπής ― Παραδοχή ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Επιβολή ποινής προστίμου £350 ― Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε κατ’ έφεση με ποινή άμεσης φυλάκισης δύο μηνών ενόψει και της καταδίκης της εργοδοτούμενης του εφεσίβλητου σε ποινή άμεσης φυλάκισης.

Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Δεν υπήρχαν διαφοροποιητικά στοιχεία στην παρούσα υπόθεση που να δικαιολογούν την επιβολή διαφορετικής ποινής σε συγκατηγορούμενους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε την αλλοδαπή συγκατηγορούμενη του εφεσίβλητου, η οποία κατηγορήθηκε για παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειάς της και για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια, σε ποινή άμεσης φυλάκισης 20 ημερών.  Το Δικαστήριο επέβαλε πρόστιμο £350 στον εφεσίβλητο για παράνομη εργοδότηση της συγκατηγορουμένης του, χωρίς να αιτιολογήσει τον διαφορετικό τρόπο στη μεταχείρισή τους.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την επιβληθείσα στον εφεσίβλητο ποινή.

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου επικαλέσθηκε τα περιστατικά της υπόθεσης, τη μικρή διάρκεια της εργοδότησης και το λευκό ποινικό του μητρώο και εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση είχε περιθώριο επιλογής της ποινής του προστίμου όπως αυτή προβλέπεται από το Νόμο.

[*75]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι τα αδικήματα που διέπραξε η αλλοδαπή ήταν σοβαρότερα από αυτά που διέπραξε ο εφεσίβλητος δεν είναι ορθός.

2.  Δεν υπάρχουν ουσιαστικά διαφοροποιητικά στοιχεία στην παρούσα υπόθεση.

3.  Η ποινή της φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη και στην περίπτωση του εφεσίβλητου.

Η έφεση επιτράπηκε.  Η ποινή προστίμου υποκαταστάθηκε με ποινή άμεσης φυλάκισης δύο μηνών.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μονιάτη (2000) 2 Α.Α.Δ. 553.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της επάρκειας της ποινής του προστίμου των £350 την οποία επέβαλε στον κατηγορούμενο-εφεσίβλητο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 7272/2000, ημερομηνίας 1/9/2000, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της εργοδότησης αλλοδαπού χωρίς την απαιτούμενη άδεια, κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, Άρθρο 14Β.

Ν. Ταλαρίδου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Έλεγχος από αστυφύλακα που διενεργήθηκε στο εστιατόριο του εφεσίβλητου, με την επωνυμία “RUSSIAN RESTAURANT” στην οδό Φρ. Ρούσβελτ στη Λεμεσό, αποκάλυψε την εργοδότηση αλλοδαπής χωρίς την απαιτούμενη από το Νόμο άδεια.  Επρόκειτο για τη συγκατηγορούμενη του εφεσί[*76]βλητου η οποία εξυπηρετούσε πελάτες και καθάριζε τα τραπέζια του εστιατορίου.

Η αλλοδαπή κατηγορήθηκε για παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειάς της και για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια, κατά παράβαση των σχετικών διάταξεων του άρθρου 19 του περι Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Ο εφεσίβλητος, για εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς την απαιτούμενη άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 14Β του ίδιου Νόμου, όπως το εισήγαγε ο Νόμος 100(Ι)/96.

Οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ενοχή και, σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως τα πρόβαλε ο εφεσίβλητος σε γραπτή του κατάθεση, διατηρούσε δεσμό με την αλλοδαπή, και εξαιτίας της απουσίας της κυπρίας υπαλλήλου του η αλλοδαπή προσελήφθη εκείνη την ημέρα, δοκιμαστικά.

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ισχυρή άποψη αναφορικά με την σοβαρότητα των αδικημάτων.  Θα την παραθέσουμε ολόκληρη γιατί προσφέρει oρθό υπόβαθρο.

“Τα αδικήματα παράνομης παραμονής αλλοδαπών στην Κύπρο και τα άλλα συναφή και συνεπακόλουθα αδικήματα όπως αυτό της παράνομης εργοδότησής τους έχουν προσλάβει τελευταία ανησυχητικές διαστάσεις γεγονός που επενεργεί επιβαρυντικά στην αντιμετώπιση αδικημάτων αυτής της κατηγορίας.  Λόγω της παρατηρούμενης έξαρσης των αδικημάτων με έκδηλες τις αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του τόπου καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών όπως άλλωστε τονίστηκε μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Mohamed El Feky κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 16, Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231 και Mohamet v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295.  Έχει τονιστεί σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τελευταία η Κύπρος αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα από την παράνομη παραμονή αλλοδαπών. Έχει σημειωθεί μια κατακόρυφη αυξητική τάση και ο αριθμός του συνόλου των ευρισκομένων στην Κύπρο παράνομα έχει φθάσει σε τόσο ψηλά επίπεδα ώστε από τη μια καθίσταται δύσκολη η αποτελεσματική αστυνόμευση και από την άλλη δημιουργούνται σοβαρές επιπτώσεις σε διάφορους τομείς οικονομικούς, κοινωνικούς και άλλους.  Τα αδικήματα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών συντηρούν και υποβοηθούν τη διάπραξη των αδικημάτων της παράνομης παραμονής στην Κύπρο.”

[*77]Εν τούτοις, έκρινε πως η ποινή άμεσης φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη μόνο στην περίπτωση της αλλοδαπής, “με βάση τη νομολογία και την έξαρση αυτών των αδικημάτων”. Γιατί αυτά δεν έπρεπε να ασκήσουν όμοια επίδραση και στην περίπτωση του εφεσιβλήτου, δεν εξηγήθηκε. Όσα δε αναφέρθηκαν σε σχέση με τη διάρκεια και τον τρόπο της εργοδότησης, τη σχέση των κατηγορουμένων, το λευκό ποινικό μητρώο και την ομολογία τους, ήταν κοινά και για τους δυο.  Επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 20 ημερών στην αλλοδαπή και πρόστιμο £350 στον εφεσίβλητο και αντικείμενο της έφεσης που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας είναι η επάρκεια της ποινής του προστίμου.

Είχαμε πολύ πρόσφατα επιληφθεί παρόμοιας περίπτωσης και η κα Ταλαρίδου μας παρέπεμψε στην απόφασή μας (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρύσανθου Μονιάτη (2000) 2 Α.Α.Δ. 553.  Αναφερθήκαμε στη νομολογία, αποδοκιμάσαμε ανάλογο χειρισμό, παραμερίσαμε την ποινή προστίμου και την αντικαταστήσαμε με ποινή άμεσης φυλάκισης δυο μηνών.  Ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε πως στην παρούσα υπόθεση υπήρχε περιθώριο για  επιλογή της ποινής του προστίμου, που και αυτή προβλέπεται από το Νόμο.  Επικαλέστηκε τα περιστατικά όπως τα συνοψίσαμε, τόνισε τη μικρή διάρκεια της εργοδότησης και όσα άλλα σημείωσε και το πρωτόδικο δικαστήριο.  Υποστήριξε πως ήταν αντιφατική η ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα να μην εφεσιβάλει και την ποινή που επιβλήθηκε κατά της αλλοδαπής αφού τα αδικήματα που εκείνη διέπραξε ήταν σοβαρότερα και προτείνει πως, συνολικά, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει εκφύγει από τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας.

Δεν είναι ορθό, και το υποδείξαμε κατά την ακρόαση, πως ήταν σοβαρότερα τα αδικήματα που διέπραξε η αλλοδαπή.  Ορθό είναι το αντίθετο, και το επισημάναμε και στην υπόθεση που αναφέρθηκε με αναφορά και στην αυξημένη ποινή που προβλέπει ο Νόμος στην περίπτωση των εργοδοτών:

“Η πρόβλεψη για την περίπτωση των εργοδοτών ποινής αισθητά αυστηρότερης σε σύγκριση με ανάλογα αδικήματα των αλλοδαπών εργοδοτουμένων, είναι εξ αρχής προσδιοριστική της εντονότερης αποδοκιμασίας της δικής τους συμμετοχής στην ανησυχητική κατάσταση που δημιουργεί η μεγάλη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται αυτά τα κρούσματα. Δικαίως, θα λέγαμε, αν συνυπολογίσουμε πως δεν έχουμε να κάμουμε στην περίπτωση αυτή με τον κατά τεκμήριο οικονομικά αδύνατο που αναζητά πόρους για επιβίωση. Αυτό το πλήγμα, η μαζική,  όπως διαπιστώθηκε, παράνομη είσοδος αλλοδαπών, για την οποία κατ΄επα[*78]νάληψη κρίθηκε αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών, δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την προσδοκία που τέτοια στάση των εργοδοτών δικαιολογεί, για εξασφάλιση, κάτω από συνθήκες δύσκολα εξακριβώσιμες, κρυφής απασχόλησης. Χρειάζεται, λοιπόν, για πρόσθετους λόγους αποτρεπτική ποινή για αδίκημα αυτής της φύσης και πράγματι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν ήταν ορθή η πρόσδοση τόσο αποφασιστικής σημασίας στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες.”

Δεν υπάρχουν ουσιαστικά διαφοροποιητικά στοιχεία στην παρούσα υπόθεση και καταλήγουμε και εδώ πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο είναι εκδήλως ανεπαρκής. Η ομολογία του εφεσίβλητου ήταν, εν πάση περιπτώσει, μειωμένης σημασίας αφού ήταν αυτόφορο το αδίκημα και η αναφορά σε μικρή χρονική διάρκεια της εργοδότησης παραγνωρίζει το γεγονός ότι αυτή, έστω ως “δοκιμαστική”, είχε την προοπτική της συνέχειας και διακόπηκε με την επέμβαση της αστυνομίας. Προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σε παράγοντες που κατά τη νομολογία, όπως την παρέθεσε και το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε μή αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και, βέβαια, να αναιρέσουν όσα τονίστηκαν σε σχέση με την ανάγκη αποτροπής.  Δεν θέλουμε να πούμε ότι όσα λέχθηκαν, ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου, είναι άσχετα.  Αναμφιβόλως θα έπρεπε να βρούν την αντανάκλασή τους στην έκταση της ποινής, η οποία, σύμφωνα με το Νόμο, μπορεί να είναι μέχρι τρία χρόνια φυλάκιση και μέχρι £5,000 πρόστιμο. Ήταν αναπόφευκτη, όμως, η ποινή της φυλάκισης, η έφεση επιτυγχάνει, παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και επιβάλλουμε στον εφεσίβλητο ποινή άμεσης φυλάκισης δυο μηνών.

Η έφεση επιτράπηκε.  Η ποινή προστίμου υποκαταστάθηκε με ποινή άμεσης φυλάκισης δύο μηνών.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο