(2001) 2 ΑΑΔ 113
[*113]1 Mαρτίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΛΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ. 6877)
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Η κατάληξη σε ευρήματα γεγονότων είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνώμονος ― Εδράζεται στις ίδιες αρχές με βάση τις οποίες αξιολογούνται οι μαρτυρίες και των κοινών μαρτύρων.
Απόδειξη ― Πραγματική μαρτυρία ― Τροχαίο ατύχημα ― Σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος ― Ποιο σκοπό εξυπηρετεί.
Στην υπόθεση αυτή, ο κατηγορούμενος-εφεσείων, στην προσπάθειά του να στρίψει δεξιά με το αυτοκίνητό του, ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου του παραπονουμένου, το οποίο ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία αμελούς οδήγησης δυνάμει των Άρθρων 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν. 86/72) και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντος και προσβάλλονται με αυτή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία ήταν βασισμένα στη μαρτυρία του παραπονουμένου και του αυτόπτη μάρτυρα (Μ.Κ. 2) ο οποίος ακολουθούσε το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου από απόσταση 30 μέτρων, στη βάση των οποίων κρίθηκε η ενοχή του εφεσείοντος. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι [*114]η εκδοχή του παραπονουμένου και του Μ.Κ. 2 συμφωνούσαν με το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος, το οποίο όμως είχε απορριφθεί από το Δικαστήριο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πραγματική μαρτυρία η οποία προκύπτει από το σχεδιάγραμμα της σκηνής ατυχήματος, έχει σκοπό να δοκιμάσει την αξιοπιστία της ζωντανής μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι καταθέτουν. Η απουσία σχεδιαγράμματος δεν αποκλείει το Δικαστήριο από την υποχρέωσή του για αξιολόγηση της ζωντανής μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιόν του. Το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να αξιολογήσει τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και με βάση αυτή να εξάξει τα ευρήματα και συμπεράσματά του, πράγμα που ορθά έπραξε.
2. Είναι καλά καθιερωμένη αρχή της νομολογίας πως, η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης και πως η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμενου ανυπόστατα.
3. Η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η μαρτυρία εμπειρογνώμονα, ελλείψει άλλης αντικρουστικής μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα, δεν είναι ορθή. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα εδράζεται στις ίδιες αρχές με βάση τις οποίες αξιολογούνται οι μαρτυρίες των κοινών μαρτύρων.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691,
Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 298,
Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320,
Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.
[*115]Έφεση. εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, Υπόθεση Αρ. 512/99, ημερομηνίας 18/1/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία αμελούς οδήγησης βάσει του αρ. 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/72) και του επιβλήθηκε η ποινή του προστίμου.
Α. Παπαλλής, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κανναουρίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορία αμελούς οδήγησης βάσει του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν. 86/72), βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου και του επιβλήθηκε η ποινή του προστίμου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιόν του. Δέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής η οποία εκφράστηκε από τους μάρτυρές της, αυτής του παραπονουμένου (Μ.Κ. 1) και του αυτόπτη μάρτυρα (Μ.Κ. 2). Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στο μεγαλύτερο μέρος της την πραγματική μαρτυρία όπως την παρουσίασε ο αστυνομικός εξεταστής του δυστυχήματος που παρουσίασε το σχετικό σχεδιάγραμμα. Απεφάνθη ότι οι διάφορες μετρήσεις που έκανε ο μάρτυρας δεν ήσαν ακριβείς. Δέχθηκε μόνο τις μετρήσεις του μάρτυρα όσον αφορά το πλάτος της ασφάλτου, την ορατότητα στη σκηνή που ανήρχετο σε 80 μέτρα, τις πορείες των δύο οχημάτων, το όριο ταχύτητας στην περιοχή και τη λήψη της γραπτής κατάθεσης από τον κατηγορούμενο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένορκη μαρτυρία του κατηγορούμενου ως ανειλικρινή και προσχεδιασμένη. Απέρριψε ακόμα τη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης που κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας επί των τροχαίων ατυχημάτων.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα βρήκε και το Δικαστήριο, έχουν ως ακολούθως:-
[*116]Ο παραπονούμενος (Μ.Κ. 1) την 2:00 μ.μ. ώρα της 17.11.98 οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αρ. εγγραφής ΕΒΥ622 στην αριστερή πλευρά της οδού Μακαρίου κατευθυνόμενος από τη Δερύνεια προς το Φρέναρος, με ταχύτητα 55 χ.α.ω.. Όταν πλησίασε στη συμβολή της οδού Μακαρίου με την οδό Αναγέννησης αντελήθηκε ότι εξ’ αντιθέτου οδηγείτο το αυτοκίνητο τύπου VAN, με αρ. εγγραφής ΕΤΚ728 το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος, διαγωνίως με σκοπό να στρίψει δεξιά του στην οδό Αναγέννησης. Στην προσπάθειά του αυτή ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου του παραπονούμενου. Ο τελευταίος, προ του κινδύνου της σύγκρουσης, έκαμε χρήση των φρένων του αυτοκινήτου του. Δεν κατόρθωσε όμως να το ακινητοποιήσει έγκαιρα και τα δύο οχήματα συγκρούσθηκαν. Η σύγκρουση έγινε στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του παραπονούμενου.
Τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου είναι βασισμένα στη μαρτυρία του παραπονούμενου και του αυτόπτη μάρτυρα (Μ.Κ. 2) ο οποίος ακολουθούσε το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου από απόσταση 30 μέτρων.
Το Δικαστήριο αφού ανέλυσε σε έκταση τη νομική πλευρά του ζητήματος, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:-
“Έχοντας υπόψη μου τα ευρήματα ως προς τα πραγματικά γεγονότα και τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται βρίσκω ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου δείχνει έλλειψη της δέουσας προσοχής και επιμέλειας υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και απέχει αυτής του λογικού και συνετού οδηγού. Ο κατηγορούμενος είχε καθήκον προτού στρίψει προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του να σταματήσει και ελέγξει την εξ’ αντιθέτου πορεία και ασκώντας καλή παρατηρητικότητα να βεβαιωθεί ότι θα ήταν ασφαλές να στρίψει διερχόμενος διά της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας. Εύλογα μπορούσε να προβλέψει ότι η παράλειψη ασκήσεως αυτών των καθηκόντων εγκυμονούσε κινδύνους προκλήσεως τροχαίων δυστυχημάτων με τα οχήματα που είχαν προτεραιότητα διέλευσης στην αντίθετη κατεύθυνση κυκλοφορίας. Ο κατηγορούμενος παραλείποντας να εκτελέσει τα καθήκοντα αυτά παρέβη το καθήκον φροντίδας και μέριμνας προς τους άλλους χρήστες του δρόμου, μεταξύ των οποίων και ο ΜΚ1. Η ανακοπή της κανονικής πορείας του ΜΚ1 αποτελεί υπό τις περιστάσεις μέρος των γενεσιουργών αιτίων του δυστυχήματος.”.
Εναντίον της καταδίκης του ο εφεσείων καταχώρησε την πα[*117]ρούσα έφεση προβάλλοντας ένα λόγο έφεσης, τον ακόλουθο:-
“Λανθασμένα το Δικαστήριο σε αντίθεση με την υπάρχουσα μαρτυρία ή/και αξιολογώντας λανθασμένα την υπάρχουσα μαρτυρία ή/και παραβλέποντας την προσαχθείσα επιστημονική μαρτυρία, ενήργησε από μόνο του ως Εμπειρογνώμονας και κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας απεφάσισε ότι απεδείχθη η κατηγορία του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.”.
Στην αιτιολογία της έφεσης προβάλλονταν επτά αιτιάσεις. Θα ασχοληθούμε με κάθε μια από αυτές στη συνέχεια.
Παραπονείται ο εφεσείων ότι παρά την απόρριψη του σχεδιαγράμματος της σκηνής και την απόρριψη της μαρτυρίας του αστυνομικού εξεταστή ως προς τις διάφορες μετρήσεις που έκαμε στη σκηνή εν τούτοις δέχθηκε ως ορθή την εκδοχή του παραπονουμένου και του αυτόπτη μάρτυρα, εκδοχή που συνάδει με το απορριφθέν σχεδιάγραμμα.
Δεν θεωρούμε ορθή τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Το σχεδιάγραμμα της σκηνής ενός δυστυχήματος σκοπό έχει να φέρει ενώπιον του Δικαστηρίου την πραγματική κατάσταση που υπάρχει στη δρόμο και τα ίχνη που τυχόν αφήνει μια σύγκρουση δύο οχημάτων. Η πραγματική αυτή μαρτυρία έχει σκοπό να δοκιμάσει την αξιοπιστία της ζωντανής μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι καταθέτουν. Η απουσία σχεδιαγράμματος δεν αποκλείει το Δικαστήριο από την υποχρέωσή του για αξιολόγηση της ζωντανής μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιόν του. Το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να αξιολογήσει τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και με βάση αυτή να εξάξει τα ευρήματα και συμπεράσματά του, πράγμα που ορθά έπραξε.
Παραπονείται επίσης ότι το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αντιφατική μαρτυρία εννοώντας ότι ο παραπονούμενος και ο αυτόπτης μάρτυρας υπέπεσαν σε αντιφάσεις. Έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία και δεν έχουμε εντοπίσει αντιφάσεις τέτοιες που να κλονίζουν την αξιοπιστία τους. Το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του επί του θέματος αυτού τα εξής:-
“Οι δύο μαρτυρίες αν και δεν είναι ταυτόσημες σε συνδυασμό ειδωμένες όχι μόνο δεν είναι προσχεδιασμένες αλλά οι μικροδιαφορές τους ενδυναμώνουν τόσο την ειλικρίνεια των μαρτύρων αυτών όσο και τη βεβαιότητα ότι ανταποκρίνονται στην [*118]πραγματικότητα.”.
Παραπονείται ακόμα ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο δεν έκανε εύρημα ως προς το σημείο σύγκρουσης αλλά αόριστα έγινε δεκτό ότι βρισκόταν στην πλευρά του παραπονουμένου.
Δεν είναι όμως ορθή η θέση αυτή. Το Δικαστήριο πράγματι δεν δέχθηκε το σημείο σύγκρουσης που τοποθετήθηκε από τον αστυνομικό εξεταστή στο σχεδιάγραμμα. Δέχθηκε όμως τη μαρτυρία του παραπονουμένου και του αυτόπτη μάρτυρα ότι το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου οδηγείτο διαγωνίως προς την πλευρά του παραπονουμένου και ότι είχε διέλθει τη νοητή γραμμή της μέσης της ασφάλτου με σκοπό να στρίψει στην πάροδο και ότι τούτο πέρασε στη δεξιά πλευρά ανακόπτοντας την πορεία του εξ αντιθέτου ερχομένου αυτοκινήτου.
Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης και χωρίς αιτιολογία απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1.
Πράγματι, το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 1 και δίδει επαρκή αιτιολογία προς τούτο. Αναφέρει το Δικαστήριο ότι απέρριψε τη μαρτυρία αυτή ως αναληθή γιατί, μεταξύ άλλων, ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιο όχημα οδηγούσε ο εφεσείων. Το Δικαστήριο κατέληξε, χωρίς δισταγμό όπως αναφέρει, να απορρίψει τη μαρτυρία του γιατί ήταν εμφανής προσπάθεια υποβοήθησης της εκδοχής του εφεσείοντα. Έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία και δεν βρίσκουμε λόγους ανατροπής των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς την αναξιοπιστία της μαρτυρίας.
Είναι καλά καθιερωμένη αρχή της νομολογίας μας πως, η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης και πως η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλέπε: Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ 691, Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 298, Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320 και Χρυσούλλα Καννάουρου και Άλλοι ν. Ανδρέα Σταδιώτη και Άλλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).
[*119]Το Δικαστήριο σχολίασε σε έκταση τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης. Ο εμπειρογνώμονας-μάρτυρας του εφεσείοντα προσπάθησε έχοντας υπόψη τις μετρήσεις του σχεδιαγράμματος, το οποίο απερρίφθη όμως από το Δικαστήριο, να εξάξει συμπεράσματα για το σημείο σύγκρουσης, έχοντας υπόψη σπασμένα γυαλιά επί του δρόμου, τα οποία ουδέποτε είδε, ούτε δε και ο εξεταστής ήταν σε θέση να υποδείξει. Επίσης, κατέληξε ο εμπειρογνώμονας σε συμπεράσματα τα οποία κατά τη γνώμη του μπορούν να εξαχθούν από τη γωνία σύγκρουσης των οχημάτων και εξ΄ αυτής να υπολογίσει το σημείο σύγκρουσης.
Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και παρατήρησε τα εξής:-
“Η έλλειψη σαφούς μαρτυρίας για τη θέση των γυαλιών στο δρόμο με οδηγεί στο συμπέρασμα να μην αποδεχθώ την γνώμη του ΜΥ2 για τη θέση του σημείου σύγκρουσης υπό τις περιστάσεις. Βέβαια η γνώμη του για την γωνία σύγκρουσης των οχημάτων συμφωνεί με την αναφορά των ΜΚ1 και 2 σε σχέση με τη διαγώνια είσοδο του οχήματος του κατηγορούμενου στη λωρίδα κυκλοφορίας του ΜΚ1. Αντίθετα δεν υποστηρίζει τη θέση του κατηγορούμενου ότι ήταν σε παράλληλη με το δρόμο θέση στο μέσο του δρόμου. Ως προς τις τελικές θέσεις δε των οχημάτων δεν αμφισβητήθηκε κατ’ ουσίαν η περιγραφή των ΜΚ1 και 2 για τις θέσεις αυτές, στις οποίες και κατά τη γνώμη του ΜΥ2 θα μπορούσαν να καταλήξουν μετά από τέτοια γωνία σύγκρουσης και βάσει του λογικού δεδομένου ότι η ταχύτητα του ΜΚ1 ήταν μεγαλύτερη αυτής του κατηγορούμενου. Καταλήγω ότι δεν αποδέχομαι την γνώμη του ΜΥ2 σε σχέση με τη θέση του σημείου σύγκρουσης για τους λόγους που ανέφερα, ενώ θεωρώ βοηθητική τη γνώμη του για τα σημεία που επεσήμανα και που τελικά φαίνεται ότι δεν αντίκεινται και με την μαρτυρία των ΜΚ1 και 2, που έχω αποδεχθεί.”.
Συμφωνούμε με τη θέση αυτή του Δικαστηρίου, την οποία και επικροτούμε.
Η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα, ελλείψει άλλης αντικρουστικής μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα εδράζεται στις ίδιες αρχές με βάση τις οποίες αξιολογούνται οι μαρτυρίες και των κοινών μαρτύρων. Δεν έχει περιπέσει το Δικαστήριο, στην παρούσα υπόθεση, σε καταστρατήγηση οποιασδήποτε αρχής αξιολόγησης [*120]μαρτυρίας.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχει λόγος επέμβασής μας στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο λόγος έφεσης και η αιτιολογία του κρίνονται ανεδαφικά και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται.
H�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο