Aθανασιάδης Aθανάσης Mιχάλη ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 121

(2001) 2 ΑΑΔ 121

[*121]9 Μαρτίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΜΙΧΑΛΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

(Ποινική Έφεση Αρ. 7072)

 

Ποινή ― Πλαστογραφία άδειας κυκλοφορίας οχήματος κατά παράβαση των Άρθρων 16(α) και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν. 86/72) και των σχετικών Κανονισμών ― Παραδοχή και μεταμέλεια ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Έλλειψη αποκόμισης οικονομικού οφέλους ― Καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 2 μηνών ― Κρίθηκε έκδηλα υπερβολική και ακυρώθηκε κατ’ έφεση χωρίς να επιβληθεί άλλη ποινή.

Ποινή ― Έκδηλα υπερβολική ποινή ― Το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά (1) σε πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής και (2) σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή/και σε συνδυασμό των δύο παραγόντων.

Ποινή ― Το είδος της ποινής και ο προσδιορισμός του ύψους της επαφίεται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση των στοιχείων εκείνων που σχετίζονται με τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας.

Στην υπόθεση αυτή η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης δύο μηνών για τη διάπραξη του αδικήματος της πλαστογραφίας άδειας κυκλοφορίας οχήματος, κρίθηκε ως έκδηλα υπερβολική, ενόψει των ελαφρυντικών [*122]του εφεσείοντος και ακυρώθηκε κατ’ έφεση χωρίς να επιβληθεί άλλη ποινή ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων είχε ήδη εκτίσει μεγάλο μέρος της ποινής του.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527,

Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232,

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1,

Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,

Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 10416/2000, ημερομηνίας 19/2/01, με την οποία βρέθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής του σε κατηγορία πλαστογραφίας άδειας κυκλοφορίας οχήματος κατά παράβαση των άρθρων 16(α) και 19 του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως επίσης και του Κανονισμού (2) των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 και καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο μηνών.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση 2 μηνών κατόπιν παραδοχής του σε κατηγορία πλαστογραφίας άδειας [*123]κυκλοφορίας οχήματος κατά παράβαση των άρθρων 16(α) και 19 του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως επίσης και του Κανονισμού (2) των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984.  Ειδικότερα ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι στις 23/2/98 πλαστογράφησε την άδεια κυκλοφορίας αρ. 297727 που είχε εκδοθεί για το όχημα με αριθμό εγγραφής LM 479, έτσι που να φαίνεται ότι η άδεια κυκλοφορίας είχε εκδοθεί για το όχημα με αριθμό εγγραφής PU 493.  Η πλαστογραφία εντοπίστηκε από την υπάλληλο του Τμήματος Οδικών Μεταφορών στη Λεμεσό όταν ο πατέρας του κατηγορουμένου ζήτησε να ανανεώσει την άδεια κυκλοφορίας του οχήματος PU 493 για το 1998.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τα περιστατικά που προβλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και τα ελαφρυντικά που είχαν παρουσιαστεί εκ μέρους του εφεσιβλήτου, τον καταδίκασε σε φυλάκιση 2 μηνών.

Με την παρούσα έφεση ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος ισχυρίζεται ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν κάτω από τις περιστάσεις υπερβολική. Ειδικότερα υποβλήθηκε ότι έχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης και την απουσία αποκόμισης οποιουδήποτε οικονομικού οφέλους εκ μέρους του εφεσείοντος, η ποινή της φυλάκισης των 2 μηνών δεν ήταν η αρμόζουσα.

Η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο έχει παραδεχθεί ενοχή ο εφεσείων διαφαίνεται από την ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια και την ποινή προστίμου μέχρι £1.500 που προνοούν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις. 

Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η εκλογή του είδους της ποινής και ο προσδιορισμός του ύψους της επαφίεται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν

(1)   Υπάρχει εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με το Νόμο ή τα γεγονότα ή και τα δύο,

(2)   Έχει αποδοθεί σημασία σε εξωγενείς παράγοντες και

(3)   Η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. (Ίδε Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527).

[*124]Το ερώτημα αν μια ποινή είναι έκδηλα υπερβολική σε βαθμό που δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων. Πρόσφατα ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πικής, είχε την ευκαιρία να διατυπώσει τις περιπτώσεις που θα μπορούσαν να δώσουν έρεισμα επέμβασης του Εφετείου στην υπόθεση Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 τονίζοντας ότι,

“Το κριτήριο για τη διαπίστωση υπερβολής στην ποινή είναι αντικειμενικό, όπως έχει επανειλημμένα αποφασιστεί - (βλ., μεταξύ άλλων, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245· Σαρίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 465).

Όπως υποδεικνύεται στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.  Μπορεί δε να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από τους δύο πιο κάτω αναφερόμενους παράγοντες ή/και σε συνδυασμό των δύο:- (σελ. 531)

‘(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται,  και

(2)  Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.’

Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε αρκετά πρόσφατα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 όπου γίνεται αναφορά στην απόφαση Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179), όπου επαναλήφθηκε από το Δικαστή Πική (όπως ήταν τότε) ότι η δυνατότητα  επέμβασης

“Παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου.”

Η ανάγκη για επιβολή ποινών ανάλογων με τη σοβαρότητα των αδικημάτων πρέπει σε κάθε περίπτωση να σταθμίζεται με την ανάγκη για την εξατομίκευση της ποινής ώστε η ποινή που τελικά θα επιβληθεί να αρμόζει στις προσωπικές περιστάσεις του αδικοπραγούντος, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν. Τα Δικαστήρια όμως θα πρέπει να είναι προσεκτικά ώστε στην προσπάθεια που καταβάλλουν για εξατομίκευση της ποι[*125]νής να μην εξουδετερώνουν τα στοιχεία εκείνα που σχετίζονται με τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας. (Ίδε Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286.)

Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε μέσα στις ορθές διαστάσεις του το στοιχείο της σοβαρότητας του αδικήματος. Από τις λεπτομέρειες που έχουν παρουσιαστεί διαγράφεται η εικόνα ότι η πλαστογράφηση της σχετικής άδειας κυκλοφορίας δεν μπορούσε να αποφέρει και δεν έχει αποφέρει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος στον εφεσείοντα, αφού σύμφωνα και με την ίδια την παραδοχή του εφεσιβλήτου, οι άδειες κυκλοφορίας και των δύο οχημάτων είχαν ήδη πληρωθεί κανονικά.  Η έλλειψη αποκόμισης οποιουδήποτε οικονομικού οφέλους εκ μέρους του εφεσείοντος μειώνει σε μεγάλο βαθμό τη σοβαρότητα του αδικήματος, ένα στοιχείο που δεν φαίνεται να λήφθηκε σοβαρά υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον καθορισμό του είδους της ποινής.  Επιπρόσθετα η μεταμέλεια του εφεσείοντος, η παραδοχή του στη σχετική κατηγορία που του έχει προσαφθεί, το λευκό ποινικό του μητρώο, όπως επίσης και οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες όπως αυτές περιγράφονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που έχει καταχωρηθεί και η σχετική καθυστέρηση που έχει παρατηρηθεί μέχρι την ημερομηνία της επιβολής της ποινής, ήταν παράγοντες που συνηγορούσαν υπέρ της επιλογής ποινής προστίμου.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τα όσα έχουν λεχθεί εκ μέρους και των δύο πλευρών και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική.

Η ποινή ακυρώνεται.  Εχοντας υπόψη ότι ο εφεσείων έχει ήδη εκτίσει ένα μεγάλο μέρος της ποινής φυλάκισης, θα αποφύγουμε να επιβάλουμε οποιαδήποτε άλλη ποινή.

Η έφεση επιτρέπεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο