Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παντελή Mαυροφτή (2001) 2 ΑΑΔ 130

(2001) 2 ΑΑΔ 130

[*130]19 Μαρτίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΑΥΡΟΦΤΗ,

Εφεσίβλητου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6968)

 

Αμελής οδήγηση ― Ευθύνη ακολουθούντος οδηγού ― Συνίσταται στην τήρηση τέτοιας απόστασης από προπορευόμενο όχημα και στην οδήγηση με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να σταματήσει με ασφάλεια στην περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε κινδύνου ― Το κατά πόσο ο οδηγός που ακολουθεί έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του είναι θέμα πραγματικό ― Το θέμα είναι θέμα βαθμού στην κάθε περίπτωση.

Το όχημα του εφεσίβλητου ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού στο οποίο ενεπλάκησαν συνολικά 7 αυτοκίνητα τα οποία εκινούντο προς την ίδια κατεύθυνση.  Το ατύχημα προκλήθηκε όταν τα προπορευόμενα οχήματα σταμάτησαν, ο εφεσίβλητος δεν κατάφερε να σταματήσει το όχημά του πίσω από αυτά με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το προπορευόμενο αυτοκίνητο και μετά ακολούθησαν επτά άλλες συγκρούσεις.  Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε κατηγορία για αμελή οδήγηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου και τον αθώωσε και τον απάλλαξε.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την αθωωτική απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ορθή νομική θέση ως προς την ευθύνη ακολουθούντα οδηγού είναι ότι αυτός υπέχει υποχρέωση, στο βαθμό που αυτό είναι εύλογα δυνατό, να λαμβάνει τέτοια θέση, και να οδηγεί με τέτοιο [*131]τρόπο, έτσι ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να αντιμετωπίζει με επιτυχία όλες τις ανάγκες της τροχαίας οι οποίες εύλογα μπορουν να προβλεφθούν. Ωστόσο το κατά πόσο έχει εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι θέμα πραγματικό.  Το θέμα είναι θέμα βαθμού στην κάθε περίπτωση.

2.  Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να τηρεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να σταματήσει με ασφάλεια στην περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε κινδύνου.  Τα προπορευόμενα του εφεσίβλητου αυτοκίνητα αντελήφθηκαν έγκαιρα τον κίνδυνο και έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα για να τον αποφύγουν.  Η συμπεριφορά του εφεσίβλητου συνιστά αμελή οδήγηση.  Η μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογεί την καταδίκη του εφεσίβλητου για αμελή οδήγηση πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Savvides v. Messaritis a.o. (1985) 1 C.L.R. 261,

Brown and Lynn v. Western Scottish Motor Traction Co. Ltd [1945] S.C. 31, CT. of Sess,

Scott v. Warren [1974] R.T.R. 104 Div. Ct.,

Antoniou v. Police (1976) 2 C.L.R. 140,

Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190.

Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 34110/98, ημερομηνίας 9/7/2000, με την οποία έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου ο οποίος αντιμετώπιζε μια κατηγορία για τη διάπραξη του αδικήματος της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του Ν. 86/72 και συνεπώς αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.

[*132]

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η παρούσα διαδικασία έχει προκύψει από τροχαίο ατύχημα το οποίο έλαβε χώραν στο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού κοντά στην αερογέφυρα Λατσιών.  Στο ατύχημα αυτό ενεπλάκησαν 7 συνολικά αυτοκίνητα. Το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου συγκρούσθηκε με το προπορευόμενο όχημα με αρ. CAN 445.  Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) μια κατηγορία για τη διάπραξη του αδικήματος της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72).  

Τα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν ως εξής:

“Την 29.6.1998 η ώρα 8.00 περίπου, ο κατηγορούμενος επορεύετο επί του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας - Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Μπροστά ήταν το αυτοκίνητο YS955, πίσω του το αυτοκίνητο ΡΑ772 με οδηγό τον Μ.Κ.3, πίσω από το ΡΑ772 ήταν το αυτοκίνητο CAN445 με οδηγό την Μ.Κ.2, πιο πίσω το ΡΡ180 με οδηγό τον κατηγορούμενο και πιο πίσω τα αυτοκίνητα ΥΒ75 και ΒΑD445 χωρίς να είμαι σε θέση να πω σε ποια σειρά πορεύοντο τα δύο τελευταία αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή ο οδηγός του YS955 σταμάτησε το αυτοκίνητό του, πίσω του σταμάτησε το ΡΑ772 και πιο πίσω σε απόσταση 3 μ. περίπου το CAN445.  Ο κατηγορούμενος συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο CAN445, από τη σύγκρουση τα δύο αυτοκίνητα, το CAN445 και ΡΡ180 έκαναν στροφή 180°. Ο οδηγός του CAE827 δεν κατάφερε να σταματήσει με αποτέλεσμα να συγκρουστεί πρώτα με την αριστερή πλευρά του CAN445 και μετά με το δεξί μέρος του ΡΡ180. Από τη σύγκρουση το CAN445 σπρώχθηκε και συγκρούσθηκε με το προπορευόμενο του αυτοκίνητο, το ΡΑ772 και το ΡΑ772 σπρώχθηκε και συγκρούσθηκε με το YS955. Μεταξύ τους συγκρούσθηκαν επίσης τα αυτοκίνητα ΡΡ180 και ΥΒ75 και το ΡΡ180 με το BAD445.  Δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω ποια από τις δύο συγκρούσεις προηγήθηκε και να τις τοποθετήσω χρονικά σε σχέση με τις συγκρούσεις μεταξύ των αυτοκινήτων [*133]CAN445, PA772 και ΡΑ772 και ΥS955.”

Αφού έκαμε τις πιο πάνω διαπιστώσεις το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι “με βάση την αποδεκτή μαρτυρία ο κατηγορούμενος συγκρούστηκε πρώτος με το αυτοκίνητο CAN445 και μετά ακολούθησαν οι επτά άλλες συγκρούσεις”.  Παρατήρησε ότι το γεγονός αυτό “από μόνο του δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία”.  Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε:

“Κανένα στοιχείο έχει τεθεί ενώπιόν μου πόση απόσταση διαχώριζε τα δύο αυτοκίνητα προτού αυτά συγκρουστούν και κατά πόσον ο κατηγορούμενος με την ταχύτητα που πήγαινε ήταν σε θέση να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του. Μια πιθανή αιτία της σύγκρουσης είναι ο κατηγορούμενος να μην κρατούσε αρκετή απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, το Δικαστήριο όμως δεν μπορεί να στηρίζεται σε πιθανολογήσεις ενόψει και της φύσης της υπόθεσης, καθότι το αδίκημα πρέπει να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.”

Αφού έκαμε αναφορά στην Savvides v. Messaritis and Others (1985) 1 C.L.R. 261, 266  στην οποία, όπως ανέφερε, “τα γεγονότα ήσαν πολύ παρόμοια με την παρούσα υπόθεση” το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι πρόκειται για ποινική υπόθεση.  Το “βάρος ήταν τους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος, και υποθέσεις ως προς τα γεγονότα όσο λογικές και αν είναι δεν επιτρέπονται”.

Σαν αποτέλεσμα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου και τον αθώωσε και τον απάλλαξε.

Η έφεση.

Η παρούσα έφεση, η οποία έχει ασκηθεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στρέφεται κατά της πιο πάνω αθωωτικής απόφασης.  Ο κ. Μαππουρίδης, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η κύρια αιτία της σύγκρουσης ήταν ότι ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος (ο εφεσίβλητος) δεν κρατούσε απόσταση ασφαλείας από το προπορευόμενο αυτοκίνητο.  Η απόσταση ασφαλείας - συνέχισε ο κ. Μαππουρίδης - δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πραγματικής μαρτυρίας, αλλά θα πρέπει να συνάγεται ως συμπέρασμα από το σύνολο των γεγονότων. Στους αυτοκινητόδρομους υπάρχει μέγιστο και ελάχιστο όριο ταχύτητας το οποίο θα πρέπει να λαμβά[*134]νεται υπόψη από τους οδηγούς κατά τον προσδιορισμό της απόστασης ασφαλείας που τηρούν από τα προπορευόμενα οχήματα. Η απόσταση αυτή θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε αν ένας οδηγός χρειαστεί να ακινητοποιήσει το όχημά του λόγω ανακοπής της κίνησης του προπορευόμενου οχήματος, να μπορεί να το πράξει χωρίς να προσκρούσει στο όχημα αυτό.  Για να μπορεί να το πράξει πρέπει να τηρεί τέτοια απόσταση ώστε να μπορεί, μετά τη χρηση των φρένων του, να διανύσει τόση απόσταση όση χρειάζεται για να σταματήσει με ασφάλεια.

Από την άλλη η κα. Ερωτοκρίτου, εκ μέρους του εφεσίβλητου, υπέβαλε ότι η αρχή η οποία καθιερώνει ευθύνη του ακολουθούντος οδηγού οποτεδήποτε αυτός συγκρουσθεί με το προπορευόμενο όχημα έχει προπολλού καταργηθεί ή αναιρεθεί.  Στην παρούσα υπόθεση τα προπορευόμενα οχήματα σταμάτησαν απότομα γιατί βγήκε μπροστά τους άλλο όχημα από την “πάροδο Λατσιών”.  Όλα συνέβησαν “σε κλάσματα δευτερολέπτου” και ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να κριθεί ένοχος γιατί δεν κατάφερε να ακινητοποιήσει το όχημά του με ασφάλεια.  Έρεισμα της πιο πάνω εισήγησης της κας Ερωτοκρίτου περί κατάργησης ή αναίρεσης της σχετικής αρχής αποτέλεσαν οι υποθέσεις Brown and Lynn v. Western Scottish Motor Traction Co. Ltd [1945] S.C. 31, Ct. of Sess. και Scott v. Warren [1974] R.T.R. 104 Div. Ct..

Στην πρώτη υπόθεση ένα φορτηγό το οποίο οδηγείτο σε δημόσιο δρόμο ακολουθείτο από απόσταση 25-30 π. από λεωφορείο.   Η ταχύτητα των δύο οχημάτων ήταν γύρω στα 15 ΜΑΩ.  Για να αποφύγει ένα πεζό ο οδηγός του φορτηγού έστριψε απότομα προς τα αριστερά και σταμάτησε σχεδόν ακαριαίως.  Όταν ο οδηγός του λεωφορείου αντιλήφθηκε ότι το φορτηγό σταμάτησε έστριψε προς τα δεξιά και χρησιμοποίησε τα φρένα του.  Παρόλο ότι ενήργησε με εύλογη ετοιμότητα δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση.   Ο οδηγός του φορτηγού δεν είχε χρόνο να δώσει οποιοδήποτε σήμα και ο οδηγός του λεωφορείου δεν είχε προσέξει και δεν είχε εύλογη ευκαιρία να προσέξει τον πεζό.  Κρίθηκε ότι:  “Το γεγονός ότι ο οδηγός του λεωφορείου, παρόλο ότι είχε αφήσει επαρκή χώρο μεταξύ των οχημάτων για να αντιμετωπίσει τις συνήθεις ανάγκες της τροχαίας, ακολούθησε το φορτηγό από τόσο κοντά έτσι ώστε να μη μπορεί να αντεπεξέλθει με το εξαιρετικά απότομο σταμάτημά του δεν ισοδυναμούσε με αμέλεια εκ μέρους του.  Ακολουθεί πως οι ιδιοκτήτες του λεωφορείου δεν είχαν ευθύνη έναντι των ιδιοκτητών του φορτηγού για τη ζημιά που είχε υποστεί το όχημά τους”*.

Τα επίπεδα που πρέπει να τηρούνται από τον ακολουθούντα οδηγό έχουν καθορισθεί ως εξής από τον Lord Cooper στην Brown and Lynn (πιο πάνω), σελ. 35:

“We were urged in the course of debate to substitute our own definition of the limits of a following driver’s duty, and even to prescribe the proper interval at which successive vehicles should keep station when travelling in a city street. I am not prepared  to do so. The distance which should separate two vehicles travelling one behind the other must depend upon many variable factors - their speed, the nature of the locality, the other traffic present or to be expected, the opportunity available to the following driver of commanding a view ahead of the leading vehicle, the distance within which the following vehicle can be pulled up, and many other things.  The following driver is, in my view, bound, so far as reasonably possible, to take up such a position, and to drive in such a fashion, as will enable him to deal successfully with all traffic exigencies reasonably to be anticipated:  but whether he has fulfilled this duty must in every case be a question of fact, just as it is a question of fact whether, on any emergency disclosing itself, the following driver acted with the alertness, skill and judgment reasonably to be expected in the circumstances.”

Σε μετάφραση:

“Μας έχει ζητηθεί στη διάρκεια της συζήτησης να υποκαταστήσουμε τον δικό μας ορισμό των ορίων που σχετίζονται με την υποχρέωση του ακολουθούντος οδηγού και ακόμη να προδιαγράψουμε τη σωστή απόσταση την οποία πρέπει να τηρούν διαδοχικά οχήματα οσάκις οδηγούνται στους δρόμους μιας πόλης.   Δεν είμαι έτοιμος να το πράξω:  Η απόσταση που πρέπει να χωρίζει δύο οχήματα που οδηγούνται το ένα πίσω από το άλλο πρέπει να εξαρτάται από πολλούς μεταβλητούς παράγοντες - την ταχύτητά τους, τη φύση της περιοχής, την υπόλοιπη τροχαία που βρίσκεται στην περιοχή ή αναμένεται να βρεθεί, την ευκαιρία που έχει ο ακολουθών οδηγός να έχει ορατότητα μπροστά από το προπορευόμενο όχημα, την απόσταση εντός της οποίας το όχημα που ακολουθεί μπορεί να σταματήσει, και πολλά άλλα ζητήματα. Ο ακολουθών οδηγός υπέχει, κατά την άποψή μου, υποχρέωση στο βαθμό που αυτό είναι εύλογα δυνατό, να λαμβάνει τέτοια θέση, και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να αντιμετωπίζει με επιτυχία όλες τις ανάγκες της τροχαίας οι οποίες εύλογα μπορούν να προβλεφθούν:  Ωστόσο το κατά πόσο έχει εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι θέμα πραγματικό, ακριβώς όπως είναι θέμα πραγματικό το κατά πόσο, σε οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη που παρουσιάζεται, ο ακολουθών οδηγός ενήργησε με την ετοιμότητα, δεξιοτεχνία και κρίση που εύλογα αναμένεται υπό τις περιστάσεις”.

Στην Scott (πιο πάνω) ο κατηγορούμενος οδηγούσε το αυτοκίνητό του πίσω από ένα βαν.  Η ταχύτητα των δύο οδηγών ήταν γύρω στα 20-25 ΜΑΩ.  Ο οδηγός του βαν σταμάτησε απότομα για να αποφύγει ένα κομμάτι μετάλλου που έπεσε από ένα προπορευόμενο φορτηγό.  Ο κατηγορούμενος δεν είχε προσέξει το μέταλλο γιατί η ορατότητά του καλυπτόταν από το βαν και δεν είχε προειδοποίηση ότι ο οδηγός του βαν επρόκειτο να σταματήσει απότομα.   Χρησιμοποίησε τα φρένα αλλά δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση με το πίσω μέρος του βαν.  Σε κατηγορία για αμελή οδήγηση η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε το θέμα ως εαν να ήταν νομικά θεμελιωμένο ότι αν ένας οδηγός δεν αφήσει επαρκή χώρο ανάμεσα στο όχημά του και στο προπορευόμενο όχημα για να αποφύγει τη σύγκρουση κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις ήταν ένοχος του αδικήματος.  Κρίθηκε:  “Η πιο πάνω θέση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.  Τα λόγια του Lord Cooper στην Brown and Lynn (πιο πάνω) υπέδειξαν τα επίπεδα που πρέπει να τηρούνται από τον ακολουθούντα οδηγό και τα οποία  εφαρμόζονται στις πολιτικές υποθέσεις.  Η υποχρέωση δεν μπορούσε να ήταν ψηλότερη στις ποινικές υποθέσεις. Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορούσε να λεχθεί ότι οι δικαστές εσφαλμένα δεν βρήκαν τον κατηγορούμενο ένοχο”*.

Οι υποθέσεις Brown and Lynn  και Scott, πιο πάνω εξετάστηκαν στην Antoniou v. Police (1976) 2 C.L.R. 140, 143, 144.  Στην υπόθεση εκείνη η εφεσείουσα οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα πίσω από το αυτοκίνητο του Μ.Κ.2 στην οδό Θ. Δέρβη στη Λευκωσία.   Υπήρχε συνεχής κίνηση οχημάτων και προς τις δύο κατευθύνσεις.  [*137]Ο οδηγός του αυτοκινήτου που βρισκόταν μπροστά και από τους δύο (τον Μ.Κ.2 και την εφεσείουσα) έδωσε σήμα ότι θα έστριβε προς τα δεξιά. Τα ακολουθούντα οχήματα καθώς και ο Μ.Κ.2 σταμάτησαν. Η εφεσείουσα δεν κατόρθωσε να σταμάτησει και συγκρούστηκε με το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του Μ.Κ.2.  Εφεσίβαλε την καταδίκη της για αμελή οδήγηση.  Κρίθηκε ότι:  Ήταν φανερό ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση, στο βαθμό που αυτό ήταν εύλογα δυνατό, να τηρεί τέτοια θέση και να οδηγεί σε τέτοια απόσταση και με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει με επιτυχία όλες τις ανάγκες της τροχαίας που εύλογα μπορούν να προβλεφθούν.  Το σταμάτημα ενός αυτοκινήτου που δίνει σήμα ότι θα πάει προς τα δεξιά και το οποίο αναπόφευκτα ελαττώνει την ταχύτητά του ή σταματά την τροχαία που ακολουθεί, αποτελεί μια ανάγκη της τροχαίας που εύλογα μπορεί να προβλεφθεί. Η εφεσείουσα με το να παραλείψει να τηρεί ασφαλή απόσταση ή να τηρεί τη δέουσα παρατηρητικότητα για να προσέξει έγκαιρα αυτή την έκτακτη ανάγκη της τροχαίας ήταν ένοχη για αμελή οδήγηση.  Το θέμα είναι θέμα πραγματικό που εξαρτάται από τα περιστατικά της  κάθε περίπτωσης.

Στην Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190  ο εφεσείων οδηγούσε στη Λεωφ. Ομονοίας στη Λεμεσό. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός με απεριόριστη ορατότητα και όριο ταχύτητας 30 ΜΑΩ. Ακολουθούσε 3 άλλα αυτοκίνητα.  Ο οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου σταμάτησε σε διάβαση πεζών για να δώσει προτεραιότητα σε μια πεζή να διασταυρώσει. Το ίδιο έκαμαν και τα δύο επόμενα αυτοκίνητα.  Ο εφεσείων που οδηγούσε το τέταρτο αυτοκίνητο χρησιμοποίησε τα φρένα του χωρίς αποτέλεσμα και κτύπησε στο πίσω μέρος του προπορευόμενου αυτοκινήτου.  Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του για αμελή οδήγηση.  Κρίθηκε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα ο οποίος παρέλειψε να διατηρεί ασφαλή απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να αντιληφθεί έγκαιρα σε ένα δρόμο ευθύ με απεριόριστη ορατότητα,  χωρίς εμπόδια, ότι τα προπορευόμενα αυτοκίνητα σταμάτησαν στη διάβαση πεζών συνιστούσε αμελή οδήγηση διότι “πράγματι ένας οδηγός οφείλει να διατηρεί ασφαλή απόσταση από το προπορευόμενο αυτού όχημα ώστε να μπορεί να σταματήσει με ασφάλεια έγκαιρα αν οι συνθήκες το επιβάλλουν”.

Παρατηρούμε ότι η τελική κρίση στις υποθέσεις Brown and Lynn και Scott (πιο πάνω) σχετίζεται με τα ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν εκείνες τις υποθέσεις. Η ορθή νομική θέση είναι εκείνη που έχει διατυπωθεί στην απόφαση του Lord Cooper και υιοθετήθηκε στην Antoniou (πιο πάνω).  Επαναλαμβά[*138]νουμε ότι το κατά πόσο ο οδηγός που ακολουθεί έχει εκπληρώσει την υποχρέωση του είναι θέμα πραγματικό.  Το θέμα είναι θέμα βαθμού στην κάθε περίπτωση.

Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσίβλητος οδηγούσε σε υπεραστικό δρόμο με απεριόριστη ορατότητα. Ακολουθούσε αριθμό προπορευόμενων οχημάτων.  Είχε υποχρέωση στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό να κρατεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα,  και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, ο οποίος θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει με επιτυχία οποιοδήποτε έκτακτο τροχαίο περιστατικό το οποίο ήταν εύλογα προβλεπτό.  Η εμφάνιση κάποιου κινδύνου σε  ένα υπεραστικό δρόμο, ιδίως κοντά σε παρόδους με πρόσβαση στον υπεραστικό δρόμο - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - ήταν εύλογα προβλεπτή. Έπεται πως ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να τηρεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να σταματήσει με ασφάλεια στην περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε κινδύνου. Παρεμβάλλουμε ότι τα προπορευόμενα του εφεσίβλητου αυτοκίνητα αντελήφθηκαν έγκαιρα τον κίνδυνο και έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα για να τον αποφύγουν. Όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα ο εφεσίβλητος δεν έχει εκπληρώσει την πιο πάνω υποχρέωσή του.  Ακολουθεί πως η συμπεριφορά του συνιστούσε αμελή οδήγηση. Η απόδειξη που προσάχθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογεί την καταδίκη του εφεσίβλητου για αμελή οδήγηση πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  Η περί του αντιθέτου κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Στην άσκηση των εξουσιών μας δυνάμει του άρθρου 145 (3) (α) (ι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ακυρώνουμε την εκκαλούμενη απόφαση και καταδικάζουμε τον εφεσίβλητο σύμφωνα με το κατηγορητήριο.  Θα προχωρήσουμε στην επιβολή ποινής μετά που θα ακούσουμε τους συνήγορους των μερών.

Η έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο