Θεοδωρίδης Δαυίδ και Άλλοι ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 139

(2001) 2 ΑΑΔ 139

[*139]19 Μαρτίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΔΑΥΙΔ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 7079)

ΤΤΟΜΑΣ ΔΟΛΕΣΙΔΗΣ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 7080)

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΡΙΔΗΣ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 7081)

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7079, 7080, 7081)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης υποδίκων ― Διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Βασικοί λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επιβεβλημένη την κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του.

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Παροχή δικαιώματος άσκησής της βάσει της πρόσφατης τροποποίησης του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (Ν. 14(1)/2001) εκκρεμούσης της ακρόασης της υπόθεσης.

Οι εφεσείοντες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν κατηγορίες (α) συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, (β) απόπειρας ένοπλης ληστείας, (γ) μεταφοράς πυροβόλου όπλου και (δ) κατοχής εκρηκτικών υλών, διατάχθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους από το Κακουργιοδικείο.  Με τις εφέσεις τους, αμφισβήτησαν το δικαιολογημένο της κράτησής τους.

 

[*140]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να διατάξει την κράτηση υποδίκου αντί της απόλυσής του επί εγγυήσει.  Και στις δύο περιπτώσεις – της κράτησης και της απόλυσης επί εγγυήσει – το κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι η εξασφάλιση της προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη του.  Λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η σοβαρότητα των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος στην πρόγνωση για το ενδεχόμενο μη προσέλευσης και υπαγωγής του στη Δικαιοσύνη καθώς επίσης και η ισχύς της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής.

2.  Στην παρούσα υπόθεση, το σύντομο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει μεταξύ της παραπομπής και δίκης των εφεσειόντων, και της κράτησής τους, δικαιολογημένα λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444,

Ktimatias v. Police (1987) 2 C.L.R. 109.

Εφέσεις εναντίον Διαταγμάτων Κράτησης.

Εφέσεις από τους κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 5223/2001, ημερομηνίας 9/3/2001, με την οποία εκδόθηκαν Διατάγματα Κράτησής τους μέχρι τη δίκη τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 26/3/2001.

Αλ. Αλεξάνδρου, για τους Εφεσείοντες και στις τρεις εφέσεις.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Απ’ ό,τι γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη έφεση, η οποία ασκείται βάσει της πρόσφατης τροποποίησης του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, (Ν. 14(Ι)/2001), σύμφωνα με την οποία παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά διαταγμάτων κράτησης υποδίκων, εκκρεμούσης της ακρόασης της υπόθεσής τους.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού διέταξε, στις 9 Μαρτίου, 2001, την κράτηση των εφεσειόντων μέχρι τη δίκη τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 26 Μαρτίου, 2001, στο οποίο παραπέμφθηκαν με τις κατηγορίες της:-

(α)   Συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος.

(β)   Απόπειρας ένοπλης ληστείας.

(γ)   Μεταφοράς πυροβόλου όπλου. και

(δ)   Κατοχής εκρηκτικών υλών.

Με τις εφέσεις, αμφισβητείται  το δικαιολογημένο της κράτησης των εφεσειόντων.  Εισήγησή τους είναι ότι λήφθηκαν υπόψη εξωγενή στοιχεία, που επενέργησαν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να δικαιολογείται ο παραμερισμός της απόφασης.

Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να διατάξει την κράτηση υποδίκου αντί της απόλυσής του επί εγγυήσει.  Και στις δύο περιπτώσεις - της κράτησης και της απόλυσης επί εγγυήσει - το κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι η εξασφάλιση της προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη του.  Η σοβαρότητα των κατηγοριών, που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, λαμβάνεται υπόψη στην πρόγνωση για το ενδεχόμενο μη προσέλευσης και υπαγωγής του στη Δικαιοσύνη.  Όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο του υποδίκου αποφυγής της δίκης. Άλλος παράγοντας, που προσμετρά στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, είναι η ισχύς της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής, όπως αυτή διαφαίνεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας.  Το εγχείρημα περιορίζεται σε αντικειμενική πιθανολόγηση, τίποτε περισσότερο. 

Καθώς επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε σύγγραμμα της Ποινικής Δικονομίας*, η απόλυση επί εγγυήσει του [*142]υποδίκου αποτελεί την πρώτη επιλογή του δικαστηρίου, απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, και η κράτησή του την εξαίρεση, εκεί όπου κρίνεται ότι ο κίνδυνος απόδρασής του το επιβάλλει.  Η κράτηση του υποδίκου δεν αποτελεί μέσο για την τιμωρία του. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του, πρωτίστως, στη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν οι εφεσείοντες και στο, εξ αντικειμένου, ορατό της πιθανότητας καταδίκης τους.  Στην απόφασή του, γίνεται ευρεία αναφορά στη νομολογία, διαφωτιστική ως προς τους παράγοντες που υπεισέρχονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.

Ο κ. Αλεξάνδρου, κατ’ αρχάς, αναφέρθηκε στο Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας, υποβάλλοντας ότι δε δόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα σ’ αυτό.  Διαφωνούμε.  Η αρχή αυτή αποτέλεσε την αφετηρία της προσέγγισης του θέματος από το Δικαστήριο, όπως έχουμε αναφέρει.

Άλλο παράπονο των εφεσειόντων σχετίζεται με την πιθανολόγηση της καταδίκης τους.  Ο κ. Αλεξάνδρου εισηγήθηκε ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σ’ αυτό τον παράγοντα. Και πάλι διαφωνούμε.  Το Δικαστήριο δεν υπερέβη το μέτρο σε κανένα βαθμό. Περιορίστηκε στην πιθανολόγηση του ενδεχομένου καταδίκης, μέσα στο πλαίσιο των περιορισμών που καθιστούν παραδεκτό τέτοιο εγχείρημα.  Περαιτέρω, υπέβαλε ότι τα γεγονότα, που στοιχειοθετούν την κατηγορία για οπλοφορία, δεν αναφέρονται σε συγκροτημένο όπλο αλλά σε μέρη του, παράγοντας που τείνει να μειώσει τη σοβαρότητα του εγκλήματος.  Πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι μόνο η τρίτη αλλά και η δεύτερη κατηγορία που σύρουν ποινή φυλάκισης ισοβίων δεσμών. 

Ιδιαίτερη αναφορά έγινε από τον κ. Αλεξάνδρου στην απόφαση του Εφετείου στην Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444, στην οποία υποδεικνύεται ότι το τεκμήριο της αθωότητας, που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη θέση που διατυπώνεται στην προηγούμενη απόφαση του Εφετείου στην Ktimatias v. Police (1987) 2 C.L.R. 109 - ότι σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και υποθέσεις οπλοφορίας, απόλυση επί εγγυήσει μπορεί να διαταχθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.  Δεν υποτίμησε, όμως, στην Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), το Εφετείο τη σημασία της σοβαρότητας του αδικήματος, ως παράγοντα που επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, επικύρωσε, μάλιστα, τη διαταγή του πρωτόδικου δικαστηρίου για κράτηση των υποδίκων, με αναφορά σ’ [*143]αυτή.  Η σοβαρότητα του αδικήματος αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, υπό την αίρεση πάντα της προσέγγισης ότι η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση επί εγγυήσει. 

Σχολιάζοντας το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν κατάγονται από την Κύπρο, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί ότι «... ουδέποτε επιτρέπεται διαχωρισμός μεταξύ Κυπρίων και αλλοδαπών σε θέματα κράτησης». Συμφωνούμε. Άλλωστε η ελευθερία, η οποία διακυβεύεται, είναι κοινό αγαθό των όπου γης ανθρώπων.  Η αναφορά, στη συνέχεια, από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον, εξ αντικειμένου, χαλαρότερο δεσμό με τη χώρα μη γηγενών Κυπρίων, σε σύγκριση με Κυπρίους, δε μεταβάλλει τη βασική καθοδήγηση του δικαστηρίου επί του θέματος. 

Το σύντομο χρονικό διάστημα, που θα μεσολαβήσει μεταξύ παραπομπής και δίκης των εφεσειόντων, και, συνακόλουθα, της κράτησής τους, είναι παράγοντας, ο οποίος δικαιολογημένα λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. 

Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση υποδίκου, που παραπέμπεται σε δίκη στο κακουργιοδικείο, ανήκει στο παραπέμπον δικαστήριο. όχι στο εφετείο.  Η στάθμιση των γεγονότων, σχετιζομένων με την απόλυση ή μη του υποδίκου, ανάγεται στο πρωτόδικο δικαστήριο.  Εφόσον ασκείται σύμμετρα, δε δικαιολογείται η δική μας παρέμβαση.  Σ’ αυτό καταλήγουμε στην προκείμενη υπόθεση, παρεπόμενα, διαπιστώνοντας ότι οι εφέσεις πρέπει να απορριφθούν.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο