Σοφοκλέους Aνδρέας ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 144

(2001) 2 ΑΑΔ 144

[*144]20 Μαρτίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης,

(Ποινική Έφεση Αρ. 7054)

 

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Κατοχή κάνναβης (55.23 γρ.) ― Χρήση κάνναβης ― Έκθεση Γραφείου Ευημερίας ανέφερε ότι ο εφεσείων ήταν χρήστης απαγορευμένων ουσιών (μαριχουάνα) από 16ετίας, ευρίσκετο σε σύγχιση αναφορικά με το αν η χρήση της μαριχουάνας τον ωφελούσε και ήθελε να εισαχθεί σε ειδικό κέντρο απεξάρτησης στην Αγγλία για να βοηθηθεί από ειδικούς να βρει απαντήσεις στα ερωτηματικά που είχε ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 3 μηνών στην πρώτη κατηγορία και 1 μηνός στη δεύτερη κατηγορία ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Ναρκωτικά ― Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είναι χρήστης αποτελεί ένα από τα περιστατικά που καθιστούν το αδίκημα λιγότερο σοβαρό ― Δεν συνιστά όμως λόγο για μείωση της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής ή ως εσφαλμένης για λόγους αρχής.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή σε αδικήματα που έχουν σχέση με την προμήθεια, κατοχή και χρήση ναρκωτικών λόγω της έξαρσης στη διάπραξή τους.

Ποινή ― Έφεση ― Αρχές με βάση τις οποίες παρέχεται ευχέρεια στο Εφετείο για μείωση της ποινής.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Ναρκωτικά ― Περιστατικά που καθιστούν το αδίκημα κατοχής και χρήσης ναρκωτικών λιγότερο σοβαρό ― Ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977 (Ν. 29/77), Άρθρο 30(4).

[*145]Ποινή ― Έκδηλα υπερβολική ποινή ― Το στοιχείο της υπερβολής πρέπει να είναι έκδηλο σε βαθμό που να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από συσχετισμό της ποινής με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης.

Ποινή ― Έφεση εναντίον ποινής ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Κατάσταση υγείας εφεσείοντος ― Δεν συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις για μείωση της ποινής υπό του Εφετείου για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους.

Τα ναρκωτικά ανευρέθηκαν στην "τσέπη της ρόμπας" του εφεσείοντος κατόπιν σωματικής έρευνας και σε διάφορα άλλα μέρη της κατοικίας του στην Πάνω Δευτερά.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η κατοχή της κάνναβης οφείλετο αποκλειστικά στο γεγονός ότι ήταν χρήστης, ότι η κάνναβη είναι το πιο αβλαβές από όλα τα ναρκωτικά και ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε αυτή τη συνήθεια και προέβη σε διευθετήσεις για αποτοξίνωση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 μηνών στην πρώτη κατηγορία και 1 μηνός στη δεύτερη κατηγορία.  Η έφεση στρέφεται εναντίον των ποινών ως έκδηλα υπερβολικών ή/και ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, διότι ο εφεσείων καταδικάστηκε μόνο ως χρήστης ελεγχομένου φαρμάκου και η φυλάκισή του θα επιδείνωνε την κατάστασή του και δεν θα είχε κανένα όφελος για τον ίδιο ή για το κοινωνικό του σύνολο.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος έθεσε ενώπιον του Εφετείου το θέμα της κατ’ ισχυρισμό επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντος το οποίο δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με σκοπό να επιτύχει την μείωση της επιβληθείσας ποινής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εκκαλούμενη ποινή δεν είναι υπερβολική.  Περαιτέρω δεν έχει εντοπισθεί οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, όπως φαίνεται από την απόφασή του και από το ύψος της ποινής, έχει δώσει τη δέουσα βαρύτητα σε όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που είχαν τεθεί ενώπιόν του.

2.  Η έκφραση ιατρικής γνώμης κατά τρόπο γενικό, ότι η περαιτέρω κράτηση του εφεσείοντος στις φυλακές θα επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του "δεν συνιστά από μόνη της εξαιρετικές προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος που να δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου για λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς."

[*146]

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παγιάβλας ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583,

Χ"Πέτρου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 123,

Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30,

Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189,

Γεωργίου άλλως ‘Κακής’ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 162,

Γούμενος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 10,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132,

Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,

Ioannou v. Republic (1979) 2 C.L.R. 202,

Theodorou v. Police (1979) 2 C.L.R. 191

Constantinou v. Police (1980) 2 C.L.R. 241,

Nicolaou v. Republic (1975) 2 C.L.R. 124,

Evangelou v. Police (1970) 2 C.L.R. 45,

Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315,

R. v. Leatherbarrow [1992] 13 Cr. App. R. (S) 632,

R. v. Bernard [1997] 1 Cr. App. R. (S) 135,

R. v. Green [1992] 13 Cr. App. R. (S) 613,

Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129.

[*147]

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 20489/99, ημερομηνίας 25/1/2001, με την οποία βρέθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, σε δύο κατηγορίες, για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου - 55.23 γρ. κάνναβης - “κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ), 6(Ι)(2)(3), 31, 31Α και του άρθρου 6(2)Β του Πρώτου Παραρτήματος - Τρίτος Πίνακας του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων ουσιών Νόμου 1977 (Ν.29/77) (ΚΔΠ 139/79), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 20(Ι)/92 και του Διατάγματος Κ.Δ.Π.4/96 και για χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου - κάνναβης - “κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ), 10(α), 30(Ι) (2) (3), 31 31Α και του άρθρου 10 του Πρώτου Παραρτήματος - Τρίτος Πίνακας του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 1977 (Ν. 29/77), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 20(i)/92 και του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 4/96 και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 μηνών στην πρώτη κατηγορία και 1 μηνός στη δεύτερη κατηγορία.

Μ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Κλεάνθους, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Παπαϊωάννου με Δ. Προδρόμου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το πρωτόδικο δικαστήριο) δύο κατηγορίες τις οποίες παραδέχθηκε.  Η πρώτη κατηγορία αφορούσε την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου - 55.23 γρ. κάνναβης - “κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ), 6(Ι) (2) (3), 31, 31Α και του άρθρου 6(2)Β του Πρώτου Παραρτήματος - Τρίτος Πίνακας του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων ουσιών Νόμου 1977 (Ν 29/77) (ΚΔΠ 139/79), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 20(Ι)/92 και του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 4/96”.  Η δεύτερη κατηγορία αναφερόταν στη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου - κάνναβης - “κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (Πρώτος Πίνακας Μέρος ΙΙ), 10(α), 30(Ι) (2) (3), 31, 31Α και του άρθρου 10 του Πρώτου Παραρτήματος - Τρίτος Πίνακας του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 1977 (Ν 29/77), όπως τροποποιήθηκε [*148]από το Νόμο 20(Ι)/92 και του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 4/96”.

Τα ναρκωτικά, αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας ανεβρέθηκαν στην “τσέπη της ρόμπας” του εφεσείοντα κατόπιν σωματικής έρευνας και σε διάφορα άλλα μέρη της κατοικίας του στην Πάνω Δευτερά.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο κ. Τριανταφυλλίδης, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η κατοχή της κάνναβης οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ήταν χρήστης.  Η κάνναβη είναι το πιο “αβλαβές απ’ όλα τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούνται σήμερα” και ότι σε μερικές χώρες έχει νομιμοποιηθεί. Υπέβαλε, επίσης, ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε “κατά το δυνατό αυτή τη συνήθεια και προβαίνει σε διευθετήσεις να υποστεί αποτοξίνωση είτε εδώ είτε στην Αγγλία”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 3 μηνών στην πρώτη κατηγορία και ποινή φυλάκισης 1 μηνός στην δεύτερη κατηγορία.  Οι ποινές να συντρέχουν.  Τόνισε τη σοβαρότητα του αδικήματος, τις διαστάσεις που έχει λάβει, την ανησυχία των δικαστηρίων και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Η έφεση.

Οι πιο πάνω ποινές έχουν προσβληθεί με την παρούσα έφεση.   Ο κ. Τριανταφυλλίδης υποστήριξε ότι είναι έκδηλα υπερβολικές “ή/και είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, διότι ο εφεσείων καταδικάστηκε μόνο ως χρήστης ελεγχόμενου φαρμάκου, και η φυλάκιση θα επιδεινώσει την κατάστασή του από πάσης απόψεως, χωρίς οποιοδήποτε όφελος διά τον ίδιο ή το κοινωνικό σύνολο”.

Η έφεση καταχωρήθηκε στις 2.2.2001 και ορίσθηκε για ακρόαση στις 20.2.2001.  Την ημέρα εκείνη ο κ. Τριανταφυλλίδης δήλωσε ότι θα ήταν δύσκολο να υιοθετηθεί ο πιο πάνω λόγος της έφεσης χωρίς έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αλλά κυρίως χωρίς τη γνώμη ειδικού ψυχιάτρου για θέματα απεξάρτησης χρηστών ναρκωτικών.  Υπέβαλε αίτημα για ετοιμασία και υποβολή έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας και για εξέταση του εφεσείοντα από τον Ειδικό Ψυχίατρο Κυριάκο Βερεσιέ και υποβολή σχετικής έκθεσης.

Το πιο πάνω αίτημα του κ. Τριανταφυλλίδη έγινε δεκτό.  Κρίθηκε πως η παρούσα περίπτωση θα μπορούσε να διαχωριστεί από την αυστηρή ταύτισή της προς τις υποθέσεις που τίθεται ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας στο Εφετείο. Στη συνέχεια η έφεση ορίσθηκε για [*149]ακρόαση στις 12.3.2001 με οδηγίες στον Πρωτοκολλητή να μεριμνήσει σε σχέση με την έρευνα του Γραφείου Ευημερίας και την εξέταση του εφεσείοντα από το γιατρό Βερεσιέ.  Φαίνεται ότι τελικά δεν είχε καταστεί δυνατή η εξέταση του εφεσείοντα από το γιατρό Βερεσιέ μέχρι την πιο πάνω δικάσιμο.  Ορίσθηκε νέα δικάσιμος της έφεσης στις 14.3.2001.  Ο γιατρός Βερεσιές ανταποκρινόμενος σε σχετική επιστολή του κ. Τριανταφυλλίδη ημερ. 12.3.2001, με την οποία του ζήτησε την επιστημονική του γνώμη, “από ιατρικής απόψεως, περί της ποινής που επιβλήθηκε” στον εφεσείοντα, απάντησε με επιστολή του ημερ. 13.3.2001, η οποία έχει ως πιο κάτω:

“Αναφορικά με την επιστολή σας ημ. 12 Μαρτίου 2001 και με το ερώτημά σας, που αφορά τον Ανδρέα Σοφοκλέους σχετικά με την φυλάκισή του ως χρήστη παράνομων ουσιών εξάρτησης επιθυμώ όπως σας αναφέρω τα ακόλουθα:

Ένας χρήστης που είναι εξαρτημένος σε ουσία εξάρτησης χρήζει θεραπείας και ψυχολογικής στήριξης για να μπορεί να αποκτήσει τα αναγκαία κίνητρα για να αγωνιστεί να απελευθερωθεί από την εξάρτησή του. Τυχόν φυλάκισή του δεν θα εξυπηρετούσε τον πιο πάνω σκοπό, μάλλον θα επιδείνωνε την κατάστασή του και θα διαιώνιζε το πρόβλημά του. Αν δοθεί επιλογή αντί της ποινής η παρακολούθηση κάποιου ανοικτού προγράμματος απεξάρτησης (η χρήση χασίς προκαλεί μόνο ψυχολογική εξάρτηση και δεν απαιτείται σωματική αποτοξίνωση) όπως προσφέρεται από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας στην Λευκωσία, ή συμμετοχή σε ομάδες αυτοβοήθειας της Ανοικτής Θεραπευτικής Κοινότητας Εξαρτημένων Ατόμων “Η ΤΟΛΜΗ” θα έπαιζε πολύ θετικό ρόλο στην απεξάρτηση και κοινωνική του επανένταξη.”

Στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας - ημερ. 13.3.2001 - αναφέρεται ότι “η περίπτωση αφορά χρήστη απαγορευμένων ουσιών (μαριχουάνα) από 16ετίας”. Αναφέρεται, επίσης, ότι ο εφεσείων βρίσκεται “σε σύγχιση αναφορικά με το αν η χρήση της μαριχουάνας τον ωφελεί ή όχι, γι’ αυτό και δεν ήταν σίγουρος αν πρέπει να είναι μετανοιωμένος ή όχι από τη χρήση της απαγορευμένης αυτής ουσίας. Θέλει να εισαχθεί σε ειδικό κέντρο απεξάρτησης στην Αγγλία όπου θάχει την ευκαιρία να βοηθηθεί από ειδικούς να βρει απαντήσεις στα ερωτηματικά που έχει”.

Κατά την τελευταία δικάσιμο - της 14.3.2001 - ο κ. Τριανταφυλλίδης υπέβαλε ότι η έκθεση του γιατρού Βερεσιέ υποστηρίζει από ιατρικής απόψεως τον πιο πάνω λόγο της έφεσης.

[*150]Ο κ. Παπαϊωάννου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, υπέβαλε ότι η παρούσα έφεση πρέπει να προσεγγιστεί υπό το φως των αρχών που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου στην ποινή που επιβάλλει το πρωτόδικο δικαστήριο. Υπέβαλε, επίσης, ότι η έκθεση του γιατρού Βερεσιέ δεν προωθεί την υπόθεση του εφεσείοντα γιατί πρώτα απ’ όλα δεν έχει εξετάσει τον εφεσείοντα.  Εκφράζει απλώς μια εικασία.  Πρόκειται - κατέληξε ο κ. Παπαϊωάννου - για μια έκφραση γενικής γνώμης.

Υπενθυμίζεται ότι η κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου - εδώ κάνναβης - τιμωρείται με φυλάκιση 8 ετών (βλ. άρ. 6(2) Β του Τρίτου Πίνακα του Νόμου 29/77). Τονίζεται ότι εφόσον πρόκειται για συνοπτική εκδίκαση η ποινή που επιβάλλεται δεν μπορεί να υπερβαίνει την προνοούμενη από τον Περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν. 14/60) ποινή για συνοπτική εκδίκαση.

Τονίζεται, επίσης, ότι σύμφωνα με το αρ. 30(4) (α) του Νόμου 29/77 το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνει υπόψη διάφορα περιστατικά - απαρριθμούνται στο σχετικό άρθρο - (α)  ως καθιστώντα το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό και (β) διάφορα περιστατικά ως καθιστώντα το αδίκημα λιγότερο σοβαρό.

Δεν παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε στα περιστατικά που καθιστούν το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό γιατί δεν συντρέχει οποιοδήποτε από αυτά στην παρούσα υπόθεση. Τα περιστατικά που καθιστούν το αδίκημα λιγότερο σοβαρό είναι τα εξής:

“(i)    Η ηλικία του κατηγορουμένου.

 

(ii)    το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα παρασυρόμενος από πρόσωπα δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή σ’ αυτόν.

(iii)   ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη σε εμπορία ή διακίνηση ναρκωτικών και ότι το παράπτωμά του σχετίζεται αποκλειστικά με χρήση ναρκωτικών.

(iv)   το βαθμό της εξάρτησης του κατηγορουμένου από ναρκωτικά.

(v)    την αποδεδειγμένη μεταμέλεια του κατηγορουμένου η οποία μεταξύ άλλων μαρτυρείται από τη συνεργασία του με τις αρχές για τη δίωξη των προμηθευτών και την προθυμία του να υποβληθεί σε θεραπεία για απεξάρτηση.

[*151](vi)        το είδος και την ποσότητα των απαγορευμένων ουσιών που βρέθηκαν στην κατοχή του.

(vii)  το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε από τα περιστατικά που αναφέρονται στο (α) (i)-(vi) πιο πάνω.”

Στην κρινόμενη περίπτωση η υπόθεση του εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει τεθεί μόνο πάνω στη βάση των εδαφίων (iii) και (iv), πιο πάνω.  Συντρέχει, επίσης, και το εδάφιο (vii).  Αναφορικά με το εδάφιο (v) δεν υπάρχει μαρτυρία για συνεργασία του εφεσείοντα με τις αρχές για τη δίωξη των προμηθευτών.  Όσον αφορά την προθυμία του να υποβληθεί σε θεραπεία για απεξάρτηση παραπέμπουμε στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας (βλ. σελ. 3, πιο πάνω) από την οποία κάθε άλλο παρά προκύπτει οποιαδήποτε προθυμία του εφεσείοντα να υποβληθεί σε απεξάρτηση.

Αναφορικά με το είδος και την ποσότητα των απαγορευμένων ουσιών (βλ. εδάφιο (vi)) έχουμε ήδη επισημάνει ότι για την κατοχή της συγκεκριμένης απαγορευμένης ουσίας προβλέπεται φυλάκιση 8 ετών.  Η δε ποσότητα των 55 γρ. δεν είναι καθόλου αμελητέα.

Η ανησυχητική συχνότητα με την οποία διαπράττονται αδικήματα που έχουν σχέση με την προμήθεια, κατοχή και χρήση ναρκωτικών υπαγορεύει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.    Αυτή η ανάγκη έχει τονιστεί σε κάθε περίπτωση.

Στην Παγιάβλας ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 λέχθηκαν τα εξής:

“Η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανυσυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους - (βλ. Κάττου & Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, 515.  Βλ., επίσης, El-Beyrouth & another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543).

Η χρήση ναρκωτικών έχει, όντως, προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που επιβάλλει, κατά κανόνα, την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, όπως και πρόσφατα διαπιστώθηκε στην Παυλίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220.

Η χρήση ναρκωτικών έχει ποικιλόμορφα χαρακτηριστεί ως κοινωνική μάστιγα και ως νάρκη στο θεμέλιο της κοινωνίας.   Αποτελούν τα ναρκωτικά κίνδυνο τόσο για τη φυσική όσο και [*152]για την κοινωνική ευημερία του κοινού.  Η έξαρση, η οποία παρατηρείται στη χρήση ναρκωτικών, καθιστά την αποτροπή κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της φύσης της ποινής, γεγονός που καθιστά τη φυλάκιση εμφανή επιλογή.”

Αναφορικά με τους  χρήστες ναρκωτικών στην Παγιάβλας (πιο πάνω) το θέμα τέθηκε ως εξής:

“Πράγματι, γίνεται διάκριση μεταξύ εμπόρων και χρηστών ναρκωτικών.  Στην περίπτωση των πρώτων, η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι κατάδηλη.  Αποζούν από τη διασπορά της καταστροφής.  Η διάκριση, όμως, μεταξύ των δύο κατηγοριών παραβατών, αμβλύνεται σε μεγάλο βαθμό, αναλογιζόμενοι ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία ναρκωτικών.  Χωρίς τους χρήστες, δε θα υπήρχε αγορά για τα ναρκωτικά. Η καταπολέμηση του κακού στη γένεσή του διέρχεται μέσα από την καταπολέμηση της κατανάλωσης ναρκωτικών. Έτσι , και στην περίπτωση των χρηστών, συντρέχουν ισχυροί λόγοι για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.”

(Βλ. και Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, Χ” Πέτρου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 123, Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30, Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189, Γεωργίου άλλως ‘Κακής’ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 162 και Γούμενος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 10.

Καθώς έχει νομολογηθεί επέμβαση του Εφετείου στην επιβολή ποινής δικαιολογείται μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική ή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής. Το στοιχείο της υπερβολής πρέπει να είναι έκδηλο σε βαθμό που να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της ποινής με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης περιλαμβανομένου του ατόμου του εφεσείοντα (Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, 136 και Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, 182).

Έχουμε λάβει υπόψη τη φύση και σοβαρότητα του αδικήματος όπως αντανακλάται από την ανώτατη ποινή που προβλέπεται από το Νόμο, καθώς και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών.  Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκκαλούμενη ποινή δεν είναι υπερβολική. Περαιτέρω δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο, όπως φαίνεται από την απόφασή του και από το ύψος της ποινής που έχει επιβάλει, έχει δώσει τη δέουσα βαρύτητα σε όλους τους ελα[*153]φρυντικούς παράγοντες που είχαν τεθεί ενώπιόν του.

Το γεγονός ότι ο εφεσείων είναι χρήστης αποτελεί ένα από τα περιστατικά που απλώς καθιστούν το αδίκημα λιγότερο σοβαρό.   Δεν μπορεί όμως να επενεργήσει σε βαθμό που θα καθιστούσε ποινή φυλάκισης 3 μηνών υπερβολική ή εσφαλμένη για λόγους αρχής όταν - μάλιστα - το συγκεκριμένο αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση 8 ετών.

Απομένει να εξεταστεί το θέμα της κατ’ ισχυρισμό επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα το οποίο δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τη νομολογία ελαφρυντικοί παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να τεθούν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και στους οποίους θα μπορούσε να δοθεί η δέουσα βαρύτητα και να επιδειχθεί επιείκεια, μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της ποινής όταν τίθενται για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (Βλ. Ioannou v. Republic (1979) 2 C.L.R. 202, Theodorou v. Police (1979) 2 C.L.R. 191, Constantinou v. Police (1980) 2 C.L.R. 241, Nicolaou v. Republic (1975) 2 C.L.R. 124, Evangelou v. Police (1970) 2 C.L.R. 45 και Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315).

Αν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει σε ένα αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού αυτό επενεργεί σαν ελαφρυντικός παράγοντας (Βλ. R. v. Leatherbarrow [1992] 13 Cr. App. R. (S) 632, R. v. Bernard [1997] 1 Cr. App. R. (S) 135, R. v. Green [1992] 13 Cr. App. R. (S) 613 και Khalife, πιο πάνω).

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε ενώπιόν μας ιατρική ή άλλη μαρτυρία με την οποία να βεβαιώνεται ότι η κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου εφεσείοντα επιδεινώθηκε ή θα επιδεινωθεί λόγω της φυλάκισης.  Η έκθεση του γιατρού Βερεσιέ αναφέρεται γενικά στους χρήστες ναρκωτικών και όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση του εφεσείοντα. Έχουμε την άποψη πως μια ιατρική γνώμη αποκτά βαρύτητα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο όταν διαμορφώνεται μετά από την ιατρική εξέταση ενός συγκεκριμένου χρήστη. Η περίπτωση του κάθε χρήστη έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες και δεν μπορεί να είναι αντικείμενο μιας γενικής θεώρησης. Έπεται πως δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην έκθεση του γιατρού Βερεσιέ για τους σκοπούς της παρούσας περίπτωσης.

Όπως τονίστηκε στην Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129, 142  η έκφραση ιατρικής γνώμης ότι η περαιτέρω κράτηση του [*154]εφεσείοντα στις φυλακές θα επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του, κατά τρόπο γενικό, η οποία δε φαίνεται να υποστηρίζεται από τη γνώμη των θεράποντων γιατρών του “δε συνιστά από μόνη της εξαιρετικές προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα που να δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου για λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς”.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο