Θεοδωρίδης Γεώργιος Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 160

(2001) 2 ΑΑΔ 160

[*160]23 Mαρτίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6914)

 

Απόδειξη ― Οπτική αναγνώριση υπόπτου με επίδειξη φωτογραφιών από την Αστυνομία ― Ποια η νομική πτυχή του θέματος.

Αναγνώριση προσώπων μέσω φωτογραφιών ― Διατάξεις 3(α) και 3(στ) των Αστυνομικών Διατάξεων (Αρ. 8) ― Καθορίζουν τις αριθμητικές προδιαγραφές των φωτογραφιών και τη διαδικασία που πρέπει να υιοθετηθεί ώστε να μπορούν να παρουσιασθούν στο Δικαστήριο, αντίστοιχα.

Ο εφεσείων, ένας από τους τρεις κατηγορουμένους, καταδικάστηκε για κλοπή, διάρρηξη κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και ένοπλη ληστεία.  Η μόνη μαρτυρία που έτεινε να συνδέσει τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των εγκλημάτων, ήταν η αναγνώρισή του από φωτογραφία του εφεσείοντος από τον παραπονούμενο.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του ως εσφαλμένη και επεδίωξε τον παραμερισμό της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην προκείμενη υπόθεση το Κακουργιοδικείο, παρά την απουσία μαρτυρίας η οποία τείνει να ενισχύσει το αξιόπιστο της αναγνώρισης του εφεσείοντος, και παρά τη διαπίστωση σφάλματος στη διαδικασία αναγνώρισης λόγω της πρότερης επίδειξης φωτογραφίας του εφεσείοντος στον παραπονούμενο, έκρινε ασφαλές να βασιστεί στη μαρτυρία του.  Το Κακουργιοδικείο λειτούργησε κάτω από νομικό σφάλμα.

2.  Το θεμέλιο της αναγνώρισης του εφεσείοντος είναι ακροσφαλές και για τον πρόσθετο λόγο, την καθοδήγηση, έστω έμμεση, του πα[*161]ραπονουμένου από τα αστυνομικά όργανα για το πρόσωπο του υπόπτου.

3.  Η διαδικασία αναγνώρισης μέσω φωτογραφιών ήταν αντίθετη προς τον ίδιο τον αστυνομικό κώδικα που διέπει την αναγνώριση υπόπτων μέσω φωτογραφιών αφού απουσίαζε ολοσχερώς το στοιχείο της σύγκρισης που θα μπορούσε να προσδώσει αξιοπιστία στην αναγνώριση.

4.  Αγνοήθηκε ή υποτιμήθηκε η αδυναμία του παραπονουμένου να δώσει σαφή περιγραφή του δράστη που τελικά εκλήφθηκε ότι ήταν ο εφεσείων.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,

R. v. Dwyer and Fergunson [1925] 2 K.B. 799,

R. v. Dwyer and Fergunson 18 Cr. App. Rep. 145,

R. v. Haslam [1927] 19 Cr. App. Rep. 59,

Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,

R. v. Turnbull [1976] 3 All E.R. 549,

Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Rossides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 391,

Michaelides v. Republic (1987) 2 C.L.R. 269,

Αλ Χάματ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Πoυτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174,

[*162]Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 16791/98, ημερομηνίας 29/3/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε στα εγκλήματα της κλοπής, διάρρηξης κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και ένοπλης ληστείας.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Το απόγευμα της 20ης Ιουλίου 1998 στις 2:00 μ.μ., τρεις άνδρες διέρρηξαν την κατοικία (διαμέρισμα) του Bάκη Κώστα Τσαγγαρίδη, και με τη χρήση βίας και απειλές κατά της ζωής του εκδηλωμένες με την πρόταξη περιστρόφου, απέσπασαν από τον παραπονούμενο £20 σε μετρητά και αντικείμενα αξίας £900.

Θέση της κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι  τα τρία άτομα τα οποία ενείχοντο στα εγκλήματα της κλοπής, διάρρηξης κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και ένοπλης ληστείας, ήταν ο Γεώργιος Σίμου Μεληκίδη, άλλως Boris,  ο Γεώργιος Θεοδώρου Θεοδωρίδη, (εφεσείων) και ο Kharlampi Αλκιβιάδους Mazmanovi, άτομα Ελληνικής καταγωγής, από τη Γεωργία, κάτοικοι Κύπρου.  Κατά την εξέλιξη της δίκης, με την άδεια του δικαστηρίου, ο πρώτoς κατηγορούμενος άλλαξε την απάντησή του σε μια από τις τρεις κατηγορίες παραδεχόμενος εκείνη της διάρρηξης κατοικίας, με επακόλουθο  η δίωξή του για τις άλλες δύο κατηγορίες να ανασταλεί από το Γενικό Εισαγγελέα.  Η δίκη συνεχίστηκε εναντίον των άλλων δύο κατηγορουμένων απολήγουσα στην καταδίκη τους και για τα τρία αδικήματα.  Η πορεία της δίωξης υπήρξε όντως παράδοξη ενόψει του αδιαχώριστου της υπόθεσης της κατηγορούσας Αρχής  και της μαρτυρίας για τη συμμετοχή και των τριών κατηγορουμένων στη διάπραξη των τριών αδικημάτων.  Η ανακολουθία που σημειώθηκε πλήττει αφενός την αρχή της ισονομίας και αφετέρου δημιουργεί ρωγμές στην υπόθεση της κατηγορούσας Αρχής εναντίον των άλλων δύο κατηγορουμένων. (Βλ. Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 [*163]A.A.Δ. 510).  Το ζήτημα δεν αποτελεί επίδικο θέμα της έφεσης και δεν θα μας απασχολήσει άλλο.  Επίδικο θέμα της έφεσης είναι η ορθότητα της καταδίκης του δεύτερου κατηγορουμένου ο οποίος προσβάλλει την καταδίκη ως εσφαλμένη και επιδιώκει τον παραμερισμό της.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός, όπως άλλωστε το διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι κατ’ ουσία η μόνη μαρτυρία που έτεινε να συνδέσει τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των εγκλημάτων, ήταν η αναγνώριση του εφεσείοντος από τον παραπονούμενο. Ο εφεσείων ήταν άγνωστος στον παραπονούμενο· η μόνη ευκαιρία που είχε για να του εντυπωθεί η φυσιογνωμία του ήταν χρονικό διάστημα 2-3 λεπτών κατά τη διάπραξη του εγκλήματος.  Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο το οποίο τον ακινητοποίησε εκ των όπισθεν και έθεσε το περίστροφο στον κρόταφό του.  Άλλη μαρτυρία η οποία να εμπλέκει τον εφεσείοντα στη διάπραξη του εγκλήματος, δεν υπήρχε, όπως το ίδιο το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε στην απόφασή του. Όπως αναφέρει στην απόφασή του σε σχέση με τη μαρτυρία του παραπονουμένου, «δεν υπάρχει άλλη άμεση και ανεξάρτητη ενίσχυσή της....»

Στις 21 Ιουλίου 1998, την επαύριο του εγκλήματος εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντος, πλην δεν έγινε κατορθωτή η εκτέλεσή του μέχρι την 24η  Ιουλίου 1998.  Στο ενδιάμεσο, στις 22 Ιουλίου εκκρεμούσης της σύλληψης του εφεσείοντος η Αστυνομία ζήτησε από τον παραπονούμενο να αναγνωρίσει το δράστη μέσω φωτογραφιών· επιδείχθηκε σ’ αυτό αριθμός φωτογραφιών προς αναγνώρισή του.  Οι φωτογραφίες αυτές ήταν δύο ειδών:  (α)  Φωτογραφίες από αλπούμς της Αστυνομίας, στερεότυπου αστυνομικού τύπου σεσημασμένων ατόμων, και (β) άλλη φωτογραφία ή φωτογραφίες που παραλήφθηκαν από την κατοικία του εφεσείοντος, περίπου δέκα τον αριθμό. Σύμφωνα με την Αστυνομία μόνο σε μια από αυτές εμφαινόταν ο εφεσείων.  Οι άλλες εννέα ήταν αγνώστου περιεχομένου πιθανόν φωτογραφίες άλλων μελών της οικογένειας που λήφθηκαν σε ακαθόριστο χρόνο.  Η αδελφή του εφεσείοντος η οποία παρέδωσε τις φωτογραφίες στην Αστυνομία, κατά παράκληση των ανακριτών κατέθεσε ότι μόνο μια φωτογραφία τους παρέδωσε· εκείνη στην οποία απεικονιζόταν ο εφεσείων με δύο ή τρία άλλα άτομα καθήμενοι σε καναπέ.  Πότε λήφθηκε εκείνη η φωτογραφία είναι άγνωστο, όπως άγνωστο παρέμεινε αν υπήρχε οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ του εφεσείοντος και των άλλων προσώπων που απεικονίζονταν στη φωτογραφία.  Ο ίδιος ο παραπονούμενος κατέθεσε ότι του επιδείχθηκε αφενός σειρά μικρών φωτογραφιών από τα αλπούμ της Αστυνομίας, και αφετέρου μια φωτογραφία την οποία [*164]χαρακτήρισε πολιτική. Καμιά απόδειξη δεν δόθηκε από την Αστυνομία στην αδελφή του παραπονούμενου για την παραλαβή των φωτογραφιών όπως δεν λήφθηκε καμιά απόδειξη για την επιστροφή τους. Ακόμα σημαντικότερο οι όποιες φωτογραφίες επιδείχθηκαν στον παραπονούμενο δεν κατατέθηκαν στο δικαστήριο.

Ο παραπονούμενος διατύπωσε την άποψη ότι το πρόσωπο που εμφανιζόταν στην πολιτική φωτογραφία έμοιαζε με το δράστη, πλην δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό.  Ήθελε να δει το πρόσωπο για να βεβαιωθεί.

Ο εφεσείων αρνήθηκε να λάβει μέρος σε αναγνωριστική παράταξη· συμφώνησε όμως να καταστεί με την παρουσία του, σε Αστυνομικό σταθμό υποκείμενο αναγνώρισης από τον παραπονούμενο.  Εκεί ο παραπονούμενος αναγνώρισε τον εφεσείοντα και με τη βεβαιότητα που του γεννήθηκε κατέθεσε ότι ο ένας από τους τρεις δράστες ήταν ο εφεσείων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε κατ’ αρχάς ότι η Αστυνομία πήρε από το σπίτι του εφεσείοντος και επέδειξε στον παραπονούμενο όχι μια αλλά δέκα φωτογραφίες. Δυσκολευόμεθα να κατανοήσουμε τη σημασία συλλογής δέκα άσχετων φωτογραφιών εκτός αν πρόθεση των  Αστυνομικών Αρχών ήταν η συμμόρφωση με τις αριθμητικές προδιαγραφές της Διάταξης 3(α) των Αστυνομικών Διατάξεων (Αρ. 8) που διέπουν τη Διαδικασία Αναγνώρισης Προσώπων και Περιουσίας Μέσω Φωτογραφιών.

Η Διάταξη 3(α) προβλέπει:

«Να επιδεικνύονται στο μάρτυρα τουλάχιστο δώδεκα φωτογραφίες, με σχετική ομοιότητα μεταξύ τους.»

Εφόσον απουσίαζε η ομοιότης, προς τί η επίδειξη των εννέα φωτογραφιών στο μάρτυρα; Οι σχετικές Αστυνομικές Διατάξεις είναι προσαρμοσμένες προς και απηχούν τις αρχές της νομολογίας ως προς τη παραδεκτή διαδικασία για την αναγνώριση προσώπων, μέσω φωτογραφιών ή αναγνωριστικής παράταξης. Δεν είναι τυχαίο το ότι επιβάλλεται η επίδειξη πολλών φωτογραφιών με σχετικά όμοιο περιεχόμενο στο μάρτυρα.  Σκοπείται η διασφάλιση της αξιοπιστίας της αναγνώρισης και η αποφυγή σφαλμάτων τα οποία διαφορετικά είναι δύσκολο να αποτραπούν. Προς επίτευξη του ίδιου σκοπού κατατείνει και η Διάταξη 3(στ) των Κανονισμών που ορίζει:

«Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν, να σημειωθούν, ώστε να μπορούν να παρουσιασθούν στο Δικαστήριο, αν χρεια[*165]σθεί.»

Χωρίς τις φωτογραφίες, το δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε ομοιότητα μεταξύ των προσώπων που φωτογραφίζονται και να αποφανθεί ως προς το κύρος της διαδικασίας αναγνώρισης.

Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του αναφέρεται στην  Κυπριακή και Αγγλική νομολογία που διαφωτίζει για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πρέπει να γίνεται η αναγνώριση υπόπτων.  Μια από τις υποθέσεις αυτές, ο λόγος της οποίας δεν αμφισβητείται είναι η R. v. Dwyer and Fergunson [1925] 2 K.B. 799, 18 Cr. App. Rep. 145, στην οποία αποφασίστηκε ότι αντενδείκνυται η αναγνώριση υπόπτου ο οποίος έχει συλληφθεί μέσω φωτογραφιών. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν τύγχανε εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση η αρχή της Dwyer εφόσον κατά το χρόνο της αναγνώρισης δεν είχε ακόμα συλληφθεί ο εφεσείων.  Το Κακουργιοδικείο έσφαλε.  Η ουσία της Dwyer έγκειται στη διαμόρφωση άποψης εκ μέρους των αστυνομικών αρχών σε βαθμό που να δικαιολογεί τη σύλληψη του υπόπτου και όχι στο τυχαίο γεγονός του ακριβούς χρόνου εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης.

Άλλη Αγγλική απόφαση όπου γίνεται παραπομπή στην απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι η R. v. Haslam [1927] 19 Cr. App. Rep. 59, στην οποία αποδοκιμάστηκε η κατά πρόσωπο διαδικασία αναγνώρισης υπόπτου μετά την αναγνώρισή του από φωτογραφία.  Όπως λέχθηκε:

«a person who has seen a photograph of the accused person, may identify him simply because he has seen a photograph of him.»

Στη Dwyer (ανωτέρω), κρίθηκε ότι η επίδειξη μιας και μόνο φωτογραφίας του υπόπτου σε μάρτυρα καθιστά απαράδεκτη ως  μαρτυρία μεταγενέστερη αναγνώρισή του σε αναγνωριστική παράταξη.  Διαφοροποιείται όμως η κατάσταση αν επιδειχθούν στο μάρτυρα πολλές φωτογραφίες.

Στη Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258, 267, στην οποία επίσης ειδικά παραπέμπει το Κακουργιοδικείο, υιοθετούνται οι αρχές που διαγράφονται από την Αγγλική νομολογία σε σχέση με το απαράδεκτο αναγνωριστικής διαδικασίας μετά τη διενέργεια αναγνώρισης μέσω φωτογραφιών.  Λέχθηκε:

«Δεν είναι όμως ορθό για ένα αστυνομικό ο οποίος ασχολείται με μάρτυρες οι οποίοι μετέπειτα θα κληθούν σε αναγνωριστική παράταξη να τους δείξουν φωτογραφίες των προσώπων που θα κληθούν να αναγνωρίσουν.»  (Την απόφαση του Εφετείου έδωσε ο Α. Λοΐζου, Π.)

Η Αγγλική αυθεντία η οποία πραγματεύεται διεξοδικά τις αρχές που διέπουν την αναγνώριση υπόπτων και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται είναι η R. v. Turnbull [1976] 3 All E.R. 549·  υπόθεση η οποία υιοθετήθηκε και αποτέλεσε σημείο αναφοράς σε πολλές Κυπριακές αποφάσεις.*

Στην Turnbull, διαγράφονται οι κίνδυνοι από την εμφιλοχώρηση σφάλματος στην αναγνώριση υπόπτων και οι διαδικασίες που πρέπει να τηρούνται για τον κατά το δυνατό αποκλεισμό λάθους. Ανάλογη καθοδήγηση παρέχεται και για την αξιολόγηση μαρτυρίας αναγνώρισης υπόπτων και της σημασίας ενισχυτικής μαρτυρίας ως ασφαλιστικής δικλείδας για την αποφυγή λαθών που μπορεί να παρεισφρήσουν στην αναγνώριση.

Στην προκείμενη υπόθεση το Κακουργιοδικείο, παρά την απουσία μαρτυρίας η οποία να τείνει να ενισχύσει το αξιόπιστο της αναγνώρισης του εφεσείοντος, και παρά τη διαπίστωση σφάλματος στη διαδικασία αναγνώρισης λόγω της πρότερης επίδειξης φωτογραφίας του εφεσείοντος στον παραπονούμενο, έκρινε ασφαλές να βασιστεί στη μαρτυρία του.

Στη θεώρηση της μαρτυρίας η οποία έγινε δεκτή, το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε σημασία ή την πρέπουσα βαρύτητα σε ένα ουσιώδες μέρος της, εκείνο που αφορούσε την περιγραφή του υπόπτου από τον παραπονούμενο στο σκιτσογράφο της Αστυνομίας, το λοχία Σταύρο Περικλέους, (Μ.Υ.3).  Όπως κατέθεσε ο κ. Περικλέους, εκτός από τον πρώτο κατηγορούμενο, ο παραπονούμενος δεν είχε καθαρή εικόνα για τους άλλους δύο δράστες τους οποίους για πρώτη φορά είδε.  Ο μάρτυρας δεν επιχείρησε, ζοφερή ως φαίνεται να ήταν η εικόνα που του δόθηκε, να σκιτσογραφίσει τους άλλους δύο γιατί το εγχείρημα ανακόπηκε από την Αστυνομία μετά τη θετική αναγνώριση του πρώτου κατηγορούμενου από τον παραπονούμενο.

[*167]

O ίδιος ο παραπονούμενος κατέθεσε ότι από την πολιτική φωτογραφία που του επιδείχθηκε δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει «με σιγουριά» τον ύποπτο, εκφράζοντας την επιθυμία να τον δει για να βεβαιωθεί.  Το σημαντικό αυτό μέρος της μαρτυρίας του παραπονουμένου δεν αξιολογήθηκε στις σωστές του διαστάσεις από το Κακουργιοδικείο. Βεβαιότητα του δημιουργήθηκε αφού είδε τον εφεσείοντα κατά πρόσωπο μετά τη φωτογραφία. Η διαδικασία αναγνώρισης μέσω της φωτογραφίας, ήταν για τους λόγους που έχουμε εκθέσει πλημμελής, και η μεταγενέστερη κατά πρόσωπο αναγνώριση, απαράδεκτη.

Το θεμέλιο της αναγνώρισης του εφεσείοντος είναι ακροσφαλές και για ένα άλλο λόγο, την καθοδήγηση, έστω έμμεση, του παραπονουμένου από τα αστυνομικά όργανα για το πρόσωπο του υπόπτου. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη μαρτυρία του παραπονουμένου κατά την αντεξέταση είναι αποκαλυπτικό:

«Ε. Αν δεν έβλεπες τις φωτογραφίες στον αστυνομικό σταθμό που σου έδειξαν μια φωτογραφία μέσα στην οποία είδες ένα πρόσωπο να κάθεται στον καναπέ ...;

Α.   Ναί.

Ε.   ... μαζί με άλλα πρόσωπα και αν δεν έβλεπες εκείνη τη φωτογραφία - που δεν μας είπες πως έγινε η διαδικασία για εκείνη τη φωτογραφία - τι σου είπε ο αστυνομικός για εκείνη τη φωτογραφία;

Α.   Σας είπα.  Κοίταξε αυτή τη φωτογραφία 1 απ’ αυτούς που είναι στη φωτογραφία, νομίζεις είναι αυτός; - που είναι νούμερο 2 κατηγορούμενος.  Λέω ναι και αν θυμάμαι καλά ήταν ο δεύτερος από αριστερά.»

Διαπιστώνουμε ότι:

(α)  Το Κακουργιοδικείο λειτούργησε κάτω από νομικό σφάλμα αποδεχόμενο τη μαρτυρία, σχετιζόμενη με την αναγνώριση του εφεσείοντος από φωτογραφία ή αποδίδοντας οποιαδήποτε βαρύτητα σ’ αυτή. Η κατά πρόσωπο αναγνώριση που επιχειρήθηκε μετά την επίδειξη της μιας φωτογραφίας αποστέρησε το αποτέλεσμα των εχέγγυων της αυθόρμητης αναγνώρισης. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι η παρεμβολή φωτογραφίας πριν την κατά πρόσωπο αναγνώριση πολλαπλασιάζει τους κινδύνους σφάλμα[*168]τος σε βαθμό που να κλονίζει την αυθεντικότητά της.  Στο σημείο αυτό η νομολογία αντανακλά την κοινή εμπειρία που αναγνωρίζει ότι η φωτογραφία μπορεί να μεταβάλει την προγενέστερη νοητική εικόνα.

(β)  Η διαδικασία αναγνώρισης μέσω φωτογραφιών ήταν αντίθετη προς τον ίδιο τον αστυνομικό κώδικα που διέπει την αναγνώριση υπόπτων μέσω φωτογραφιών.  Η αναγνώριση μέσω φωτογραφιών αποτελεί υποκατάστατο της κατά πρόσωπο αναγνώρισης·  έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της δυνατότητας του μάρτυρα να διακρίνει μεταξύ ατόμων τα οποία έχουν κοινά εξωτερικά γνωρίσματα σε βαθμό που να μοιάζουν.  Στην προκείμενη περίπτωση απουσίαζε ολοσχερώς το στοιχείο της σύγκρισης που θα μπορούσε να προσδώσει αξιοπιστία στην αναγνώριση.  Ο ίδιος ο μαρτυρας δεν ήταν σε θέση με βεβαιότητα να αναγνωρίσει τον εφεσείοντα από τις  φωτογραφίες.  Πέραν τούτου οι φωτογραφίες δεν φυλάχθηκαν ούτε παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο για να είναι σε θέση να εκτιμήσει τις επιπτώσεις από τις ατέλειες στη διαδικασία που ακολουθήθηκε.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στην περιγραφή του υπόπτου ο παραπονούμενος ανέφερε στην αστυνομία ότι ο εφεσείων έφερε λεπτό μουστάκι μεξικάνικου τύπου, κάτι το οποίο απουσιάζει τόσο από τη φωτογραφία που είδε ο παραπονούμενος όσο και από την εμφάνισή του.  Ούτε σ’ αυτή την πτυχή της υπόθεσης δεν δόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα από το Κακουργιοδικείο.

(γ)  Αγνοήθηκε ή υποτιμήθηκε η αδυναμία του παραπονουμένου να δώσει σαφή περιγραφή του δράστη που τελικά εκλήφθηκε ότι ήταν ο εφεσείων.

Οι διαπιστώσεις μας κλονίζουν το βάθρο της καταδίκης του εφεσείοντος μέχρις εσχάτων.  Δεν μένει τίποτε που θα μπορούσε να προσδώσει έρεισμα στην καταδίκη.

Η έφεση επιτρέπεται.  Η απόφαση του Κακουργιοδικείου παραμερίζεται.  Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

Η έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο