Nεοφύτου Xριστάκης Ξενοφώντος ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 185

(2001) 2 ΑΑΔ 185

[*185]30 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6973)

 

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχομένου φαρμάκου, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 6(1)(2), 6(1)(3), 24, 30, 31 και 31(Α) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν. 29/77), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 67/83 και 20(1)/92 ― Ποινή φυλάκισης δεκαπέντε μηνών στην κάθε κατηγορία ― Ακύρωση καταδίκης στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ― Μείωση της ποινής στην κατηγορία της απλής κατοχής σε φυλάκιση εννέα μηνών.

Ποινική Δικονομία ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να εφοδιαστεί με αντίγραφα καταθέσεων και εγγράφων ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 7.

Απόδειξη ― Τεκμήρια ― Φωτογράφηση τεκμηρίων ― Κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή, για να αποδείξει την υπόθεσή της, έχει υποχρέωση να παρουσιάσει φωτογραφίες της σκηνής του αδικήματος και των τεκμηρίων.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Στηριζόμενα επί της αξιοπιστίας μαρτύρων ― Ναρκωτικά ― Συμπέρασμα για πρόθεση απαλλαγής των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα ― Ήταν πλήρως συμβατό με την προσαχθείσα μαρτυρία.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού [*186]για τα αδικήματα:

(α)   Παράνομη κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξης Β, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν. 29/77, όπως τροποποιήθηκε, και

(β)   Κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξης Β, με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση του πιο πάνω Νόμου.

Η παρούσα έφεση στρέφεται τόσο εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντος και στις δύο κατηγορίες, όσο και εναντίον της ποινής φυλάκισης δεκαπέντε μηνών που του είχε επιβληθεί στην κάθε κατηγορία.

Το Εφετείο αποδέχθηκε την έφεση αναφορικά με την κατηγορία (β) και ακύρωσε την καταδίκη του εφεσείοντος στην κατηγορία αυτή.  Η επιβληθείσα στην κατηγορία (α) ποινή μειώθηκε σε φυλάκιση εννέα μηνών, με το σκεπτικό ότι "αφού το Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια ποινή και στις δύο κατηγορίες, τιμωρώντας δηλαδή τόσο την απλή κατοχή, όσο και την κατοχή με πρόθεση προμήθειας σε άλλο με τον ίδιο τρόπο, πιστεύουμε ότι δεν είναι ορθό, όταν η κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια απορρίπτεται, να παραμείνει η ίδια ποινή".  Διατάχθηκε όπως η ποινή υπολογισθεί από το χρόνο επιβολής της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

El-Beyrouty κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 13282/97, ημερομηνίας 2/8/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3, Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ, 6(1)(2), 24, 30, 31 και 31Α, και Τρίτος Πίνακας, του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/77, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 67/83 και 20(1)/92 και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β, με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3, [*187]Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ, 6(1)(3), 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του Νόμου και του επιβλήθηκε στις 4/8/2000 η ποινή της φυλάκισης δεκαπέντε μηνών.

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Φρ. Νικολαΐδη

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε φυλάκιση για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3, Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ, 6(1)(2), 24, 30, 31 και 31Α, και Τρίτος Πίνακας, του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/77, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 67/83 και 20(1)/92 και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β, με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3, Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ, 6(1)(3), 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του Νόμου.

Στις  20.9.1996 ο εφεσείων, τον οποίο παρακολουθούσε, ύστερα από πληροφορίες, η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών του Αρχηγείου Αστυνομίας σε συνεργασία  με την αντίστοιχη υπηρεσία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, θεάθηκε να κινείται με μοτοσυκλέττα προς τη Γερμασόγεια. 

Σε κάποιο σημείο έστριψε αριστερά στην οδό Πάτμου, όπου και σταμάτησε. Οι δύο αστυφύλακες της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5) που τον παρακολουθούσαν, τον είδαν να κατεβαίνει από τη μοτοσυκλέττα του και να μπαίνει σε αυτοκίνητο που σταμάτησε πίσω του. Όταν τα αστυνομικά όργανα οδήγησαν το υπηρεσιακό τους όχημα δίπλα από το ύποπτο αυτοκίνητο, ο εφεσείων πετάκτηκε έξω και τράπηκε σε φυγή. 

Καταδιώκτηκε από τους δύο αστυφύλακες, οι οποίοι μάλιστα έρριξαν εναντίον του και προειδοποιητικούς πυροβολισμούς. Κατά την καταδίωξη ο Μ.Κ.2 πρόσεξε πως ο εφεσείων κρατούσε στο δεξιό του χέρι ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο με ασημόχαρτο, το περιεχόμενο του οποίου άρχισε να σκορπά  στο έδαφος. Ύστερα από σχε[*188]τική κλήση, κατέφθασαν στη σκηνή και άλλοι αστυνομικοί.  Ο Μ.Κ.2 και άλλος ένας αστυφύλακας που είχε φτάσει στη σκηνή, ο Μ.Κ.1, άρχισαν να μαζεύουν από το έδαφος τη ξηρή φυτική ουσία που είχε σκορπίσει ο εφεσείων, όσο και κομμάτια ασημόχαρτο, βάζοντας τα σε νάϋλον σακούλια που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία τεκμηρίων. 

Λόγω της μεγάλης ποσότητας της ουσίας, χρησιμοποιήθηκαν τρία τέτοια σακουλάκια. Ένα για την ποσότητα που βρέθηκε στην οδό Αγαμέμνωνος, ένα γι’ αυτήν που βρέθηκε στους διάδρομους παρακειμένου φυτώριου και ένα για την ποσότητα που βρέθηκε μέσα στο καλλιεργημένο χωράφι που είχε διασχίσει ο εφεσείων.  Τα κομμάτια ασημόχαρτου συσκευάστηκαν χωριστά.

Άλλος αστυφύλακας, ο Μ.Κ.5, που ακολούθησε τα ίχνη πατημασιών στο καλλιεργημένο χωράφι, εντόπισε αργότερα τον εφεσείοντα να είναι κρυμμένος κάτω από μία συκιά και τον συνέλαβε, παρά την προσπάθειά του να διαφύγει.

Στο πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων σε ανώμοτη κατάθεσή του από το εδώλιο, ισχυρίστηκε ότι όταν έφτασε στην οδό Πάτμου, η μοτοσυκλέττα του σταμάτησε να λειτουργεί. Ενώ προσπαθούσε να τη θέσει σε λειτουργία, σταμάτησε δίπλα του ένα μικρό αυτοκίνητο του οποίου ο οδηγός προφανώς τον είχε εκλάβει για τον αδελφό του. Όταν αντιλήφθηκε ότι η μοτοσυκλέττα του ήταν αδύνατο να ξεκινήσει, ύστερα από πρόσκληση του οδηγού, μπήκε στο αυτοκίνητο. Ενώ συνομιλούσαν ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά τους και ο εφεσείων, βλέποντας δύο άτομα να κατεβαίνουν από αυτό με πιστόλια στο χέρι, φοβήθηκε, άνοιξε την πόρτα του αυτοκίνητου και άρχισε να τρέχει.  Θεωρώντας ότι τα άτομα που τον καταδίωκαν ήθελαν να τον σκοτώσουν, προσπάθησε να διαφύγει.

Η παρούσα έφεση στρέφεται τόσο εναντίον της καταδίκης του και στις δύο κατηγορίες, όσο και εναντίον της ποινής.  Σε κάποιο στάδιο της ενώπιόν μας διαδικασίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσίβλητων δήλωσε ότι δεν υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια. Έτσι θα επικεντρωθούμε μόνο στους λόγους έφεσης που αναφέρονται στην κατηγορία της κατοχής, όπως βέβαια και στην έφεση εναντίον της ποινής.

Πολλή σημασία δόθηκε από τον εφεσείοντα στο αυτοκίνητο στο οποίο μπήκε λίγο πριν αρχίσει η καταδίωξή του από την Αστυνομία. Ο συνήγορός του στάθηκε ιδιαίτερα στην παράλειψη των αστυνομι[*189]κών να σημειώσουν είτε τους αριθμούς εγγραφής, είτε τη μάρκα του αυτοκίνητου. Επισημάνθηκε επίσης επανειλημμένα, ότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο ο εφεσείων να τρέχει και με το ένα χέρι να σκορπά τα ναρκωτικά στο έδαφος. Τονίστηκε τέλος ότι ήταν υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει την υπόθεσή της, ασχέτως του περιεχόμενου της κατάθεσης του κατηγορούμενου.

Προβλήθηκε ο ισχυρισμός από τον εφεσείοντα ότι η καταδίκη του στηρίκτηκε στην ανώμοτή του κατάθεση. Έχουμε μελετήσει τόσο την απόφαση του Δικαστηρίου, όσο και τη δοθείσα μαρτυρία.  Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε τη θέση αυτή. Αντίθετα, το Δικαστήριο κατέληξε, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, να δεχτεί ότι η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ήταν αξιόπιστη και ότι απεδείκνυε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή του κατηγορούμενου. Η αναφορά στην κατάθεσή του, έγινε καθαρά για να τονιστεί το αβάσιμο της εκδοχής του. Η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να σχολιάσει το γεγονός ότι η Αστυνομία δεν σημείωσε τον αριθμό εγγραφής του αυτοκίνητου ή η παράλειψη να σχολιάσει τον ισχυρισμό ότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο ο εφεσείων να τρέχει και να σκορπά το πακέτο που κρατούσε, δεν νομίζουμε ότι αδυνατίζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα συμπεράσματά του. Το Δικαστήριο προφανώς έκρινε ότι ούτε το ένα, ούτε το άλλο πρόσθεταν στη συλλογιστική του.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι αδυνατούμε να αντιληφθούμε γιατί θα ήταν ανέφικτο για κάποιο άτομο να τρέχει και με το ένα χέρι να σκορπά στο έδαφος ουσία τόσο μικρού βάρους.

Ούτε το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν επέτρεψε αναπαράσταση του σκορπίσματος αδυνατίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα συμπεράσματά του.  Η αναπαράσταση κάποιου συμβάντος δεν είναι μέσα στη θεσμοθετημένα απαραίτητη διαδικασία και δεν βλέπουμε πως η απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει τη σχετική ερώτηση, επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα.

Πολύς λόγος έγινε, όπως είπαμε, για την παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να σημειώσουν τους αριθμούς εγγραφής του αυτοκίνητου. Είναι αλήθεια ότι η παράλειψη δημιουργεί κάποια ερωτηματικά. Όμως, κάτω από τις περιστάσεις και ιδιαίτερα αφού η καταδίκη για προμήθεια δεν υποστηρίκτηκε, το θέμα καθίσταται άνευ σημασίας.  Εξ άλλου, την ύπαρξη του αυτοκίνητου στη σκηνή δέχεται και ο εφεσείων, ενώ, από την άλλη, δεν προβλήθηκε πρωτόδικα ισχυρισμός για συνομωσία της αστυνομίας για παγίδευσή του, όπως αφέθηκε να νοηθεί στην ενώπιόν μας διαδικασία. Ο ίδιος παραδέκτηκε ότι μπήκε σε κάποιο αυτοκίνητο που σταμάτησε κοντά του. Η [*190]ανικανότητα των αστυνομικών να το εντοπίσουν, και ο ερασιτεχνικός τρόπος ενέργειάς τους, άνκαι, όπως είπαμε, αφήνει ερωτηματικά, δεν προωθεί την υπόθεση του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να κληθεί ο Κερίμης, ο εμπειρογνώμονας επί των δακτυλικών αποτυπωμάτων  που εξέτασε τα ασημόχαρτα που βρέθηκαν στη σκηνή και ο υπεύθυνος της επιχείρησης υπαστυνόμος Σακκάς. Επίσης προβλήθηκε το επιχείρημα ότι  επειδή ο Μ.Κ.3, ιδιοκτήτης του φυτώριου μέσα στο οποίο ο εφεσείων σκόρπισε κάποια ποσότητα ρητίνης,  ανέφερε ότι τα ναρκωτικά μάζεψαν από το έδαφος άλλοι αστυνομικοί από αυτούς που σύμφωνα με την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής το έπραξαν, θα έπρεπε να κληθούν και αυτοί για να δώσουν μαρτυρία.

Είναι η θέση της κατηγορούσας αρχής, δόθηκε μάλιστα και σχετική μαρτυρία, ότι ο Κερίμης δεν κλήθηκε, γιατί κατά τη δακτυλοσκοπική εξέταση των ασημόχαρτων δεν βρέθηκαν καθόλου αποτυπώματα.  Η έκθεση του Κερίμη ήταν εν πάση περιπτώσει στα χέρια της υπεράσπισης η οποία μπορούσε, με βάση το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, να τον καλέσει. Όσον αφορά την παράλειψη κλήσης του Σακκά, η εξήγηση που δίδεται είναι ακόμα απλούστερη.  Ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν κλήθηκε γιατί δεν είχε δει ο,τιδήποτε, μια και δεν έλαβε μέρος στο όλο συμβάν.

Ούτε και η παράλειψη της Αστυνομίας να φωτογραφήσει τη σκηνή και τα τεκμήρια μπορεί να αποτελέσει βάση για παράπονο.  Η φωτογράφηση τεκμηρίων, όσες φορές γίνεται, σκοπό έχει την επιβοήθηση του Δικαστηρίου και την καλύτερη παρουσίαση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής.  Η κατηγορούσα αρχή έχει το δικαίωμα να επιλέγει τον τρόπο απόδειξης της υπόθεσής της και δεν μπορεί η οποιαδήποτε πορεία που επιλέγει, να καταλήγει σε λόγο έφεσης, εκτός αν επηρεάζεται ουσιωδώς η υπεράσπιση του κατηγορούμενου.

Το ίδιο ισχύει και για την παράλειψη κλήσης των αστυνομικών που κατά το Μ.Κ.3 μάζεψαν τα ναρκωτικά από το έδαφος. Εξ άλλου το Δικαστήριο κατέληξε ότι η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ότι τη φυτική ουσία και τα κομμάτια του ασημόχαρτου μάζεψαν οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 και ότι η αναφορά του Μ.Κ.3 σε άλλους αστυνομικούς, ήταν λανθασμένη.

Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην, κατά την υπεράσπιση, αντίφαση στην ποσότητα της ρητίνης που βρέθηκε.  Ενώ ο Μ.Κ.1 στο ημερολόγιο ενέργειας αναφέρει ότι από το έδαφος μαζεύτηκαν 30 περίπου [*191]γραμμάρια, η υπεράσπιση επισημαίνει ότι στο Γενικό Χημείο παραδόθηκαν μόνο 25 γραμμάρια.  Η σημαντική, κατά την υπεράσπιση, διαφορά δημιουργεί αμφιβολίες.

Ούτε και αυτή η θέση ευσταθεί.  Κατ’ αρχήν ο Μ.Κ.2 δεν φαίνεται να έχει ζυγίσει τη ρητίνη.  Κατέγραψε στο ημερολόγιο ενέργειας την ποσότητα κατά προσέγγιση, χρησιμοποιώντας μάλιστα και τη λέξη περίπου.  Τα ναρκωτικά στη συνέχεια ζυγίστηκαν στο Χημείο με ζυγαριά ακριβείας και σημειώθηκε το ακριβές βάρος.  Εν πάση περιπτώσει σημειώνεται ότι ο εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορία για την κατοχή 25 μόνο γραμμαρίων και όχι 30.

Εξ ίσου ανακριβής είναι και η αναφορά στους δύο μάρτυρες κατηγορίας που μάζεψαν τη φυτική ουσία από το έδαφος. Τόσο ο Μ.Κ.1 Λοχίας 4517 Κυριάκος Παναγιώτου, όσο και ο Μ.Κ.2 Λοχίας 1301 Πανίκκος Σταύρου, σαφώς κατέθεσαν ότι αυτοί ήταν που μάζεψαν τα ναρκωτικά από το έδαφος.  Και αυτή την εκδοχή δέκτηκε το Δικαστήριο.

Με άλλο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το αντικείμενο που ήταν κρυμμένο κάτω από τη φανέλα του εφεσείοντα ενώ έμπαινε στο αυτοκίνητο είναι το αντικείμενο το οποίο στη συνέχεια σκόρπισε στο έδαφος, καθώς και το συμπέρασμα ότι ενώ καταδιώκετο προσπάθησε να απαλλαγεί από τα ναρκωτικά για να αποσυνδεθεί από αυτά σε περίπτωση σύλληψής του, είναι λανθασμένο.

Μετά τη δήλωση του ευπαίδευτου συνήγορου για την εφεσίβλητη ότι δεν υποστηρίζει την καταδίκη στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, το πρώτο συμπέρασμα του Δικαστηρίου καθίσταται άνευ σημασίας. Δεν ενδιαφέρει πλέον κατά πόσο τα ναρκωτικά έφερε ο εφεσείων στη συνάντησή του με τον άγνωστο ή αν τα προμηθεύτηκε από αυτόν, αφού προς εκδίκαση παρέμεινε μόνο το αδίκημα της κατοχής.

Όσον αφορά όμως το δεύτερο συμπέρασμα, ότι δηλαδή προσπάθησε να τα απαλλαγεί κατά τη διάρκεια της καταδίωξης για να αποσυνδεθεί από αυτά σε περίπτωση σύλληψής του, ολόκληρη η μαρτυρία και κυρίως η κατάθεση των δύο αστυνομικών που τον καταδίωκαν αποδεικνύει αυτή ακριβώς την πρόθεση.  Ο εφεσείων θεάθηκε από τους δύο αστυνομικούς που τον καταδίωκαν να έχει στο χέρι το μικρό πακέτο το οποίο προσπαθούσε να διαλύσει και σκορπίσει στο έδαφος. Οι μάρτυρες αυτοί κρίθηκαν αξιόπιστοι. 

Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι πλήρως συμβατό με την [*192]ενώπιόν του μαρτυρία.  Το γεγονός ότι τα ασημόχαρτα δεν στάληκαν στο Χημείο για εξακρίβωση ύπαρξης ιχνών φυτικής ύλης, δεν αδυνατίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.  Πάνω στα κομμάτια ασημόχαρτου δυνατόν να υπήρχαν ή όχι ίχνη ρητίνης κάνναβης, αλλά ούτε η ανυπαρξία, ούτε η τυχόν ανίχνευσή τους θα άλλαζε ο,τιδήποτε.  Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι ο εφεσείων θεάθηκε να κρατά στο χέρι ένα πακέτο τυλιγμένο σε ασημόχαρτο και να προσπαθεί να διαλύσει το περιεχόμενό του σκορπώντας το. Το περιεχόμενο του πακέτου που μαζεύτηκε στη συνέχεια από την αστυνομία αποδείχθηκε ότι ήταν ναρκωτική ουσία και συνεπώς είναι εντελώς άνευ σημασίας αν στο ασημόχαρτο θα επισημαίνονταν ή όχι ίχνη ρητίνης κάνναβης.

Προβλήθηκε ως επιχείρημα το γεγονός ότι οι αστυφύλακες που περιμάζεψαν τη ρητίνη από το έδαφος, άνκαι στη σκηνή έβαλαν σε κάθε σακουλάκι χωριστά μικρά κομματάκια χαρτιού πάνω στα οποία έγραψαν πού είχε βρεθεί κάθε ποσότητα, παρέλειψαν να παρουσιάσουν τα χαρτιά αυτά στο Δικαστήριο.  Η εξήγηση που δόθηκε είναι καθ’ όλα λογική.  Τα χαρτάκια μπήκαν στα νάϋλον φακελάκια για να διευκολυνθούν οι αστυφύλακες στην αναγνώριση του τόπου που βρέθηκαν τα συγκεκριμένα ναρκωτικά. Όταν αργότερα στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού ανέγραψαν επί του κάθε φακέλου ανεξίτηλα την προέλευση των ναρκωτικών, ήταν πλέον εντελώς αχρείαστη η φύλαξη των χαρτιών αυτών.

Ούτε το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα ερμηνεύοντας λανθασμένα τον τρόπο αντίδρασης και συμπεριφοράς του κατά τη διαδρομή ευσταθεί. Το Δικαστήριο σημειώνει μεν ότι καθ’ όλη τη διαδρομή ο εφεσείων έπαιρνε προφυλάξεις, κοιτάζοντας πίσω του επανειλημμένα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κατέληξε στην ενοχή του βασιζόμενο στη διαπίστωση αυτή.  Αντίθετα είναι φανερό ότι η ενοχή του εφεσείοντα έχει αποδειχθεί με σωρεία άλλων στοιχείων και κυρίως από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 και την ανεύρεση των ναρκωτικών στη σκηνή.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση όσον αφορά την κατηγορία της κατοχής ναρκωτικής ουσίας θα πρέπει να απορριφθεί.  Αντίθετα, όπως ήδη είδαμε, η έφεση εναντίον της κατηγορίας για κατοχή με πρόθεση την προμήθεια σε άλλους επιτυγχάνει.  Η καταδίκη του εφεσείοντα στη δεύτερη κατηγορία ακυρώνεται.

Έφεση ασκήθηκε και εναντίον της ποινής.  Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι  η ποινή των δεκαπέντε μηνών που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική, από τη μια λόγω του γεγονότος ότι έχει παρέλθει πολύς [*193]χρόνος από τη διάπραξη του αδικήματος και από την άλλη, γιατί είναι η πρώτη φορά που κατηγορείται για παρόμοιο αδίκημα.  Τέλος τονίζεται ότι από της διάπραξης του αδικήματος ο εφεσείων δημιούργησε οικογένεια, είναι δε πατέρας ενός νεογέννητου παιδιού.

Από την πολυσέλιδη απόφαση για επιβολή ποινής είναι φανερό ότι το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν όλες τις συνθήκες του κατηγορούμενου, όσο και τις άλλες περιστάσεις.  Το αδίκημα κατοχής κάνναβης τιμωρείται κατ’ ανώτατο όριο με ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων ή/και πρόστιμο. Η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από τη νομοθεσία, αντανακλάται βέβαια στην ποινή που προβλέπεται.  Εξ άλλου, όπως επισημαίνεται και από τη νομολογία (Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240) η κατοχή ναρκωτικών έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Η εξατομίκευση δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου (Εl-Beyrouty κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543).

Φαίνεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν όλες τις ενώπιόν του περιστάσεις για να καταλήξει στην ποινή φυλάκισης που επέβαλε.  Είναι αλήθεια ότι κάποιος χρόνος έχει περάσει μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της επιβολής ποινής. Σημειώνεται ότι η υπόθεση καταχωρήθηκε το Μάιο του 1997 και ποινή επιβλήθηκε τον Αύγουστο του 2000.  Όμως, εξέταση του φακέλου δείχνει ότι οι περισσότερες αναβολές δόθηκαν ύστερα από αίτημα της υπεράσπισης ή λόγω απουσίας του κατηγορούμενου.

Το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δεκαπέντε μηνών στην κάθε κατηγορία.  Ενόψει του γεγονότος ότι η καταδίκη για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια έχει παραμεριστεί, αισθανόμαστε ότι η επιβληθείσα ποινή δεν είναι πλέον η πρέπουσα.

Αφού το Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια ποινή και στις δύο κατηγορίες, τιμωρώντας δηλαδή τόσο την απλή κατοχή, όσο και την κατοχή με πρόθεση προμήθειας σε άλλο με τον ίδιο τρόπο, πιστεύουμε ότι δεν είναι ορθό, όταν η κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια απορρίπτεται, να παραμείνει η ίδια ποινή.  Γι’ αυτό και μόνο το λόγο θεωρούμε ότι θα πρέπει να μειώσουμε την επιβληθείσα στην πρώτη κατηγορία ποινή σε φυλάκιση εννιά μηνών. 

Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η καταδίκη στη δεύτερη κατηγορία παραμερίζεται, ενώ η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία μειώνεται σε φυλάκιση εννιά μηνών.  Η ποινή θα υπολογίζεται από το χρόνο επιβολής της από το πρωτόδικο δι[*194]καστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο