Iωάννου Σάββας Πλαστήρα και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195

(2001) 2 ΑΑΔ 195

[*195]30 Μαρτίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ Δ/στές]

ΣΑΒΒΑΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6854)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΒΒΑ ΣΥΜΙΑΝΟΣ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6855)

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6854, 6855)

 

Συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος ― Φόνος εκ προμελέτης ― Απόπειρα φόνου ― Χρήση πυροβόλου όπλου ― Μεταφορά πυροβόλου όπλου ― Κατοχή εκρηκτικών υλών ― Εφεσείοντες ήταν μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και φίλοι ― Συμπέρασμα ενοχής στηριζόμενο σε επιστημονική μαρτυρία-εντοπισμό γενετικού υλικού των εφεσειόντων σε αντικείμενα που βρέθηκαν μέσα στο αυτοκίνητό τους αμέσως μετά το έγκλημα σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή αναφορικά με τις κινήσεις τους πριν και μετά το έγκλημα ― Αμφισβήτηση, κατ’ έφεση, σύνδεσης εφεσειόντων με το έγκλημα ― Αποφασίστηκε ότι η μαρτυρία που προσάχθηκε αποδείκνυε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πως οι εφεσείοντες ήταν οι δύο από τους δράστες και πως εστοιχειοθετούντο όλες οι κατηγορίες που τους προσάφθηκαν.

Ποινή ― Φόνος εκ προμελέτης ― Επιβολή ποινής φυλάκισης διά βίου.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση εναντίον των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για επέμβαση στην κρίση του Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Μετατόπιση βάρους αποδείξεως στους ώμους του κατηγορουμένου ― Εφαρμοστέες αρχές.

[*196]Απόδειξη ― Άλλοθι κατηγορουμένου ― Προβολή αναληθούς άλλοθι ― Δεν έγινε δεκτό ενόψει της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής που τον συνέδεε με το έγκλημα, ιδιαίτερα εκείνης για το γενετικό υλικό και όχι διότι ο κατηγορούμενος είχε το βάρος να αποδείξει το άλλοθί του και δεν το έπραξε.

Ποινική Δικονομία ― Κοινή εκδίκαση προσώπων που κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα ― Άρθρο 41 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Το πρωί της 16ης Δεκεμβρίου 1998, οι εφεσείοντες μαζί με τον Προκόπη Προκοπίου, επιβαίνοντας σε αυτοκίνητο ενοικιάσεως και φορώντας κουκούλες, άνοιξαν πυρ με αυτόματα όπλα κατά του Χαράλαμπου Α. Αεροπόρου που οδηγούσε το όχημά του με συνεπιβάτη τον Χαράλαμπο Χαραλάμπους.  Στη συνέχεια τα δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν και κατέληξαν σε χαντάκι στη δεξιά πλευρά του δρόμου.  Ο Χαραλάμπους κατάφερε να διαφύγει.  Ο Αεροπόρος, εξήλθε από το αυτοκίνητό του τρικλίζοντας, οι κουκουλοφόροι τον ακολούθησαν και τον πυροβόλησαν με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του.

Οι κουκουλοφόροι καταδικάσθηκαν από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις εξής κατηγορίες:

Πρώτη κατηγορία:  Συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος.

Δεύτερη κατηγορία:  Φόνο εκ προμελέτης.

Τρίτη κατηγορία:  Απόπειρα φόνου.

Τέταρτη κατηγορία:  Χρήση πυροβόλου όπλου.

Πέμπτη κατηγορία:  Μεταφορά πυροβόλου όπλου.

Έκτη κατηγορία:  Κατοχή εκρηκτικών υλών.

Ο Προκοπίου παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία για το φόνο και στις κατηγορίες σχετικά με τα πυροβόλα όπλα και τις εκρηκτικές ύλες.  Ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε τη δίωξή του στις κατηγορίες για συνωμοσία και για απόπειρα φόνου.

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στους εφεσείοντες και στον Προκοπίου για τον εκ προμελέτης φόνο ποινή φυλάκισης διά βίου.  Στις άλλες κατηγορίες δεν επέβαλε ποινή.

Η καταδίκη των εφεσειόντων θεμελιώθηκε σε επιστημονική μαρτυρία όπως αυτή αξιολογήθηκε μέσα στα πλαίσια της σχέσης τους - ήταν και οι δύο μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, συνυπηρετούσαν στην Αεροπορική Πτέρυγα της Αστυνομίας και ήταν φίλοι - και σε μαρτυρία αναφορικά με τις διακινήσεις τους, όπως και τη διαφαινόμενη επαφή [*197]και τις επικοινωνίες τους κατά διάφορους χρόνους πριν και μετά το έγκλημα. Υπήρχε επίσης και η μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων που από διάφορα σημεία είδαν το έγκλημα στην εξέλιξή του.

Τα στοιχεία που συνέδεαν τους εφεσείοντες με τα αδικήματα που εξετάζονταν από το Κακουργιοδικείο συνοψίζονται στην απόφασή του σαν τα ακόλουθα:

(α)   Μαυρόασπρο καπελλάκι (τεκμ. 20) που βρέθηκε στο αυτοκίνητο των δραστών στη θέση του συνοδηγού και χειρουργική μάσκα (τεκμ. 27) που βρέθηκε κάτω από το κάθισμα του οδηγού δίπλα από την πόρτα.

(β)   Μια μαύρη κουκούλα (τεκμ. 18) με τρεις οπές - δύο για τα μάτια και μία για το στόμα - που εντοπίστηκε στο σημείο της ανεύρεσης των δύο όπλων και χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του εγκλήματος.

(γ)   Ένα πράσινο καπελάκι (τεκμ. 24) που βρέθηκε στο αυτοκίνητο των δραστών.

Στα τεκμήρια 18 και 24 εντοπίσθηκε γενετικό υλικό του πρώτου εφεσείοντος.

Οι εφεσείοντες προέβησαν σε ανώμοτη δήλωση και αναφέρθηκαν ουσιαστικά σε πιθανά ενδεχόμενα αναφορικά με την ύπαρξη των τεκμηρίων εκείνων επί των οποίων εντοπίσθηκε γενετικό υλικό.  Το Κακουργιοδικείο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, στο επίκεντρο της οποίας ήταν η μαρτυρία για το γενετικό υλικό των εφεσειόντων στα τεκμήρια που αναφέρθηκαν, σε συνδυασμό κυρίως με τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις κατά τη διαδρομή του κλιμακίου προς την Πάφο και τη μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας Φραγκέσκου, από τον οποίο οι εφεσείοντες ζήτησαν να τους μεταφέρει με το αυτοκίνητό του στο συγκρότημα Castle μετά τη διάπραξη του εγκλήματος, κατέληξε χωρίς κανένα δισταγμό ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε τη διάπραξη των αδικημάτων από τους εφεσείοντες πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  Η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας κρίθηκε αξιόπιστη με εξαίρεση (α) τη μαρτυρία του Χαρ. Χαραλάμπους σε σχέση με το ποιο ήταν το πρόσωπο που τους πυροβόλησε, (β) τη μαρτυρία του διαχειριστή των τουριστικών δαιμερισμάτων Castle αναφορικά με τηλεφωνήματα από το δεύτερο εφεσείοντα το μεσημέρι της 16.12.98, και (γ) τη μαρτυρία δύο άλλων μαρτύρων, υπαλλήλων των εν λόγω τουριστικών διαμερισμάτων, σε σχέση με την αναγνώριση του δεύτερου εφεσείοντος ως του προσώπου που είδαν στο συγκρότημα Castle.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την καταδίκη τους προβάλλοντας λό[*198]γους σε σχέση με ζητήματα που άπτονται της σύνδεσης και των δύο προς το έγκλημα. Υποστηρίχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη και επίσης ότι διαπράχθηκε κεφαλαιώδες λάθος σε σχέση με το βάρος και το επίπεδο της απόδειξης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν έχουν τεκμηριωθεί λόγοι που να δικαιολογούν την παρέμβαση του Εφετείου.

2.  Πουθενά στην απόφαση δεν προσδιορίζεται οποιοδήποτε βάρος απόδειξης που φέρουν οι εφεσείοντες, πολύ λιγότερο το βάρος της απόδειξης της αθωότητάς τους.

3.  Το έρεισμα πάνω στο οποίο θα ήταν δυνατό να αποδειχθεί η ενοχή των εφεσειόντων εξειδικεύθηκε ευθέως με αναφορά στην ύπαρξη του γενετικού υλικού και για τους δύο εφεσείοντες στα τεκμήρια που αναφέρθηκαν καθώς και την υπόλοιπη μαρτυρία και τα ευρήματα.  Η επιλογή των εφεσειόντων να μη καταθέσουν ενόρκως δεν επηρέασε την κρίση του Κακουργιοδικείου, όπως είχαν ισχυριστεί οι εφεσείοντες.

4.  Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του Χαρ. Χαραλάμπους.  Η κρίση του πως δεν έλεγε την αλήθεια, ορθά εξαφάνισε ολοσχερώς αυτή τη μαρτυρία.  Δεν προέκυπτε ζήτημα διαχωρισμού της δίκης με την εισαγωγή της εν λόγω μαρτυρίας.  Οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν κατηγορίες για συνωμοσία μεταξύ τους και για διάπραξη των ίδιων εγκλημάτων, με κοινή δράση.

5.  Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου πως οι εφεσείοντες, ήταν, χωρίς αμφιβολία, οι υπόλοιποι δύο από τους δράστες, αναδεικνύεται ορθό, ενόψει της μαρτυρίας που προσάχθηκε.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Zavos v. Police (1963) 1 C.L.R. 57,

Tarapoulouzis v. District Officer (1962) C.L.R. 91,

Papadopoullos v. Republic (1980) 2 C.L.R. 10,

[*199]Protopapas v. Police (1985) 2 C.L.R. 254,

Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. ΠΟΛΥΚΟΛΟΡ ΟΦΦΣΕΤ ΠΡΙΝΤΙΝΓΚ ΛΤΔ κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 88,

R. v. DPP ex p. Kebilene [1999] 4 All E.R. 801,

R. v. Edwards [1974] 2 All E.R. 1085,

R. v. Spurge [1961] 2 All E.R. 688,

R. v. Hunt [1987] 1 All E.R. 1,

Vrakas a.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139,

Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,

Khadar a.o. v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132,

Themistocleous  v. Police (1981) 2 C.L.R. 200,

Charalampous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

Woolmington v. DPP [1935] A.C. 462,

Charitonos v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 A.A.Δ. 628,

R. v. Court [1960] Crim. L.R. 631.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τους κατηγορούμενους εναντίον της καταδίκης τους από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 852/99, ημερομηνίας 17/12/99, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι για (α) συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (β) φόνο εκ προμελέτης, απόπειρα φόνου, μεταφορά και χρήση πυροβόλου όπλου και κατοχή εκρηκτικών υλών και τους επιβλήθηκε η προβλεπόμενη για φόνο εκ προμελέτης ποινή, της φυλάκισης διά βίου.

Γ. Γεωργίου με Ν. Κληρίδη, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 6854.

[*200]

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 6855.

Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείοντες παρόντες.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Περί την 11.15 π.μ. τις 16.12.98, στο δρόμο Λεμεσού - Ύψωνα, κοντά στο φυτώριο Elgia, τρεις κουκουλοφόροι που επέβαιναν στο αυτοκίνητο ΖΕΧΗ 593, άνοιξαν πυρ με αυτόματα όπλα κατά του Χαράλαμπου Αντώνη Αεροπόρου 36 ετών που οδηγούσε το αυτοκίνητο ΕΚΝ 443 και του Χαράλαμπου Α. Χαραλάμπους που επέβαινε σ’ αυτό. Οι δράστες προσπάθησαν να προσπεράσουν το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Ο Χαράλαμπος Αεροπόρου με ελιγμό ανέκοψε την πορεία τους, συγκρούστηκαν και τα δυο οχήματα κατέληξαν σε χαντάκι στη δεξιά πλευρά του δρόμου.  Ο Χαράλαμπος Α. Χαραλάμπους κατάφερε να βγεί από το αυτοκίνητο και να τραπεί σε φυγή.  Ο Χαράλαμπος Αεροπόρος βγήκε από το αυτοκίνητο τρικλίζοντας και οι κουκουλοφόροι των πρόλαβαν.  Είχαν εξέλθει και εκείνοι από το αυτοκίνητό τους, τον ακολούθησαν και τον πυροβόλησαν ακόμα και όταν κατέπεσε στο έδαφος σε μικρή απόσταση από τα δυο οχήματα.  Στις 11.28 π.μ. της ίδιας μέρας νοσηλευτική λειτουργός διαπίστωσε το θάνατο του Χαράλαμπου Αεροπόρου και η νεκροψία που διενεργήθηκε μετά έδειξε στο σώμα του σειρά τραυμάτων και κακώσεων από βολίδες αυτόματου όπλου. Μια από αυτές τον έπληξε στην κεφαλή και εντοπίστηκε ως η αιτία του θανάτου επιπλεγμένος τραυματισμός από αυτή.

Αυτή η σύνθεση της μαρτυρίας των προσώπων που από διάφορες οπτικές γωνίες έζησαν ή είδαν τα διαδραματισθέντα, δεν έχει αμφισβητηθεί.  Συνακολούθως, δεν έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα της κρίσης του Κακουργιοδικείου πως οι κουκουλοφόροι, παράνομα μεταφέροντες και χρησιμοποιούντες πυροβόλα όπλα, εκ προμελέτης φόνευσαν το Χαράλαμπο Αεροπόρο και αποπειράθηκαν να φονεύσουν τον Χαράλαμπο Α. Χαραλάμπους.

Κατηγορήθηκαν ως οι τρεις κουκουλοφόροι οι δυο εφεσείοντες και ο Προκόπης Ν. Προκοπίου. Τους προσάφθηκαν κατηγορίες για [*201]φόνο εκ προμελέτης (δεύτερη κατηγορία), απόπειρα φόνου (τρίτη κατηγορία) μεταφορά (πέμπτη κατηγορία) και χρήση πυροβόλου όπλου (τέταρτη κατηγορία) και κατοχή εκρηκτικών υλών (έκτη κατηγορία). Επίσης, για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (πρώτη κατηγορία). Συνενώθηκαν ως συγκατηγορούμενοι στις τρεις πρώτες κατηγορίες οι Σωτήρης Γ. Αθηνής (κατηγορούμενος 4) και Ζωή Γιαννάκη Αλεξάνδρου (κατηγορούμενη 5) και κατά την πορεία της δίκης υπήρξαν εξελίξεις. Ο Προκοπίου παραδέχτηκε ενοχή στην κατηγορία για το φόνο και τις τρεις σχετικές με τα πυροβόλα όπλα και τις εκρηκτικές ύλες.  Ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε τη δίωξη των κατηγορουμένων 4 και 5 και αυτοί απαλλάγηκαν.  Επίσης ανέστειλε τη δίωξη του Προκοπίου στις κατηγορίες για συνωμοσία και για απόπειρα φόνου.  Ως αντικείμενο της δίκης παρέμειναν οι κατηγορίες κατά των κατηγορουμένων 1 και 2 (εφεσείοντες) και το Κακουργιοδικείο τους βρήκε ένοχους σε όλες.  Επέβαλε δε σ’ αυτούς και στον Προκοπίου την  προβλεπόμενη για το φόνο εκ προμελέτης ποινή της φυλάκισης διά βίου.  Στις άλλες κατηγορίες δεν επέβαλε ποινή.  Οι εφέσεις στρέφονται κατά της καταδίκης των εφεσειόντων.

Κατέθεσαν 60 μάρτυρες κατηγορίας και προσάχθηκε μεγάλος αριθμός τεκμηρίων, πολλά από τα οποία ανευρέθηκαν στη σκηνή του φόνου, μέσα και έξω από το αυτοκίνητο των δραστών, αμέσως μετά τη διάπραξή του.  Οι εφεσείοντες άσκησαν το δικαίωμά τους να μην καταθέσουν ενόρκως και προέβησαν σε ανώμοτη δήλωση από το εδώλιό τους. Επίσης κάλεσαν μάρτυρες υπεράσπισης, ο πρώτος τέσσερις και ο δεύτερος πέντε.

Το Κακουργιοδικείο συνόψισε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων και αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες σε σχέση με το ανακριτικό έργο, με ιδιαίτερη αναφορά στα σημεία ανεύρεσης σειράς τεκμηρίων και τη διακίνησή τους ως την προσαγωγή τους στο Δικαστήριο. Κατά μεγάλο μέρος η μαρτυρία ήταν αναμφισβήτητη. Μάλιστα, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων και της κατηγορούσας αρχής, σε σχέση με διάφορα περιφερειακά ζητήματα, αξιοποίησαν τις δυνατότητες που προσφέρει η νομοθεσία, και με την έγκριση του Κακουργιοδικείου, προέβησαν σε παραδοχή γεγονότων.  Δεν είναι απαραίτητο να επεκταθούμε σ΄αυτά.  Με δοσμένη τη διάπραξη φόνου και με θεμελιωμένες τις γενικές περιστάσεις, το κρίσιμο θέμα αφορούσε στην κατ΄ισχυρισμόν σύνδεση των εφεσειόντων με το έγκλημα.  Ειδικά, το κατά πόσο πράγματι, όπως ήταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, οι άλλοι δυο κουκουλοφόροι, εκτός δηλαδή από τον Προκοπίου, ήταν οι εφεσείοντες.

Το Κακουργιοδικείο δέκτηκε πως προέκυπτε από τη μαρτυρία ότι [*202]ο δεύτερος εφεσείων “είχε κίνητρο για να σκοτώσει το Χαράλαμπο Αεροπόρου”. Όπως εξήγησε, αυτή “έδειχνε ότι ο ίδιος θεωρείται ύποπτος από την οικογένεια Αεροπόρων ότι ενείχετο σε εγκλήματα εναντίον της οικογένειάς τους, δηλαδή προηγούμενη απόπειρα του Χαράλαμπου Αεροπόρου και για το φόνο του θείου του θύματος”.  Λόγος έφεσης σε σχέση με αυτή την πτυχή της πρωτόδικης απόφασης δεν διατυπώθηκε και δεν αναπτύχθηκαν επιχειρήματα συναφώς. Περαιτέρω, ήταν αναμφισβήτητη η μαρτυρία αναφορικά με τις σχέσεις των εφεσειόντων μεταξύ τους και με τον Προκοπίου.  Οι εφεσείοντες ήταν μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, συνυπηρετούσαν στην Αεροπορική Πτέρυγα της Αστυνομίας και ήταν φίλοι. Ο Προκοπίου συνδεόταν με το δεύτερο εφεσείοντα, στο εστιατόριο του πατέρα του οποίου εργαζόταν περιστασιακά.

Δεν υπήρχε, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, αξιόπιστη μαρτυρία θετικά αναγνωριστική των εφεσειόντων. Ως προς αυτό συμφωνούν η κατηγορούσα αρχή και η υπεράσπιση.  Για την επενέργεια, όμως, της μαρτυρίας όσων είδαν τον φόνο ή τους κουκουλοφόρους και τον τρόπο της αξιολόγησής της, αναπτύχθηκαν επιχειρήματα. Η καταδίκη θεμελιώθηκε σε επιστημονική μαρτυρία όπως αυτή αξιολογήθηκε μέσα στα πλαίσια της σχέσης τους και της μαρτυρίας αναφορικά με τις διακινήσεις τους, όπως και τη διαφαινόμενη επαφή και τις επικοινωνίες τους κατά διάφορους χρόνους, πριν και μετά το έγκλημα. Θα καταγράψουμε την επιστημονική μαρτυρία που βρίσκεται στον πυρήνα του συμπεράσματος ενοχής που  εξάχθηκε. Σημειώνουμε όμως πρώτα πως βρέθηκαν στη σκηνή τρία αυτόματα όπλα.  Το ένα βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο των δραστών.  Τα άλλα δυο, σε σημείο στην πορεία διαφυγής των δραστών, σε ανοικτό χώρο κοντά στη σκηνή, όπως την περιέγραψαν οι μάρτυρες. Κοντά σ’ αυτά βρέθηκαν δυο πλήρεις γεμιστήρες του ενός από τα όπλα ενωμένες με τέλλα. Η επιστημονική μαρτυρία έδειξε, και δεν αμφισβητείται, ότι οι πυροβολισμοί ρίφθηκαν και ο φόνος διαπράχθηκε με αυτά τα δυο όπλα.  Δεν βρέθηκε όμως σ’ αυτά όπως και σε πολλά άλλα τεκμήρια που περισυνελέγησαν ή και στο αυτοκίνητο των δραστών οποιαδήποτε στοιχείο η επιστημονική ανάλυση του οποίου να συνδέει τους εφεσείοντες.  Μερικές τρίχες που ανευρέθηκαν, ενώ δεν αποκλειόταν να ανήκαν στον Προκοπίου, αποκλειόταν να ανήκουν στους εφεσείοντες. Ανάμεσα σ΄αυτά, όμως, βρέθηκαν αντικείμενα που όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, ήταν καταλυτικής σημασίας.  Αυτά ήταν:

1.   Μαυρόασπρο καπελλάκι (τεκμήριο 20) που βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο των δραστών, στο πάτωμα της θέσης του συνοδηγού. Επίσης, χειρουργική μάσκα (τεκμήριο 27) που βρέθηκε κά[*203]τω από το κάθισμα του οδηγού δίπλα από την πόρτα. Και στα δυο ο πραγματογνώμων Μ. Καριόλου εντόπισε, και αυτό δεν αμφισβητήθηκε, γενετικό υλικό (DNA) του δεύτερου εφεσείοντα.  Στην χειρουργική μάσκα υπήρχε πρόσμειξη με γενετικό υλικό δεύτερου προσώπου το οποίο, όπως εξήγησε ο Μ. Καριόλου, πρέπει να ήταν του  Προκοπίου.  Η χειρουργική μάσκα ήταν μιας χρήσης.

2.   Μια μαύρη μάλλινη κουκούλλα (τεκμήριο 18) που εντοπίστηκε στο σημείο της ανεύρεσης των δυο όπλων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του εγκλήματος. Αυτή είχε τρείς οπές.  Δυο για τα μάτια και μια για το στόμα. Δεν αμφισβητείται πως το σύνολο της μαρτυρίας θεμελίωσε, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, ότι αυτή την κουκούλα τη φορούσε ο ένας από τους δράστες. Ένα πράσινο καπελλάκι (τεκμήριο 24) που βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο των δραστών, στο πάτωμα πίσω από τη θέση του συνοδηγού. Ο Μ. Καριόλου εντόπισε και στα δυο, δηλαδή και στην κουκούλα και στο καπελάκι, και αυτό δεν αμφισβητείται πλέον, γενετικό υλικό του πρώτου εφεσείοντα και κανενός άλλου.

Οι εφεσείοντες, με αδιαμφισβήτητη την ύπαρξη γενετικού τους υλικού σε αντικείμενα που βρέθηκαν, αμέσως μετά το έγκλημα, μέσα στο αυτοκίνητο των δραστών και στην κουκούλα που φορούσε ο ένας από αυτούς, με την ανώμοτη δήλωσή τους αναφέρθηκαν ουσιαστικά σε πιθανά ενδεχόμενα αναφορικά με την ύπαρξή τους εκεί. Σε σχέση με αυτά κλήθηκαν και μάρτυρες υπεράσπισης από το δεύτερο εφεσείοντα. Διατυπώθηκαν λόγοι έφεσης αναφορικά με την προσέγγιση των ανώμοτων δηλώσεων και γενικά τις εξηγήσεις, όπως χαρακτηρίστηκαν, που έδωσαν οι εφεσείοντες και είναι κατάλληλο το σημείο για να τις συνοψίσουμε. 

Ο δεύτερος εφεσείων ανέφερε πως τα αντικείμενα που είχαν σχέση με τον ίδιο, “παραλήφθηκαν από τον Προκόπη Προκοπίου”.  Ειδικά δε ως προς τη χειρουργική μάσκα, ότι χρησιμοποιούσαν ως αστυνομικοί χειρουργικές μάσκες σε περιπτώσεις μεταφοράς νεκρών και σε αυτοψίες. Ο πρώτος εφεσείων, σε σχέση με την κουκούλα, ανέφερε ότι όλες οι ειδικές ομάδες της αστυνομίας χρησιμοποιούσαν κουκούλες σε πολλές ασκήσεις και επιδείξεις και ότι σε πολλές περιπτώσεις ανταλλάσσουν κουκούλες.  Περαιτέρω, ότι σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν τα προσωπικά τους αυτοκίνητα στα οποία πάντα άφηναν αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν στη δουλειά. Ήταν, λοιπόν, πιθανόν, ξεχασμένα αντικείμενα στο αυτοκίνητο του δεύτερου εφεσείοντα, με τον οποίο δούλευε πάντα μαζί, [*204]να τα είχε πάρει ο Προκοπίου. Συναφώς οι μάρτυρες υπεράσπισης αναφέρθηκαν στα ακόλουθα:  Ο Μ. Καδής, πως πωλεί στο κατάστημά του κουκούλες όπως εκείνη των δραστών.  Ο αστυνομικός Μ. Παυλίδης πως ο δεύτερος εφεσείων και ο φίλος του Προκοπίου αντάλλασαν τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα σε πολλές περιπτώσεις. Ο συνάδελφος των εφεσειόντων στην Αεροπορική Πτέρυγα της Αστυνομίας Χρ. Χριστοδούλου πως, στο πλαίσιο της εκπαίδευσής τους, χρησιμοποιούσαν καπελλάκι και μαύρη κουκούλα.  Η αποθήκη της υπηρεσίας τους διέθετε 4 - 5 από αυτές, οι άντρες της ομάδας ήταν περισσότεροι και μερικοί αγόραζαν από περίπτερα ή καταστήματα δικές τους.  Σε μια περίπτωση είδε τον πρώτο εφεσείοντα να φορεί τέτοια κουκούλα για τις ανάγκες επίδειξης που οργανώθηκε για ένα περιοδικό.  Τα μέλη της ομάδας μεταφέρονταν ο ένας από το ιδιωτικό αυτοκίνητο άλλου και οι εφεσείοντες, τις πιο πολλές φορές, ήταν μαζί.  Όμως, όπως πρόσθεσε σε σχέση με τη χειρουργική μάσκα, δεν χρησιμοποιούσαν τέτοιο αντικείμενο στη δουλειά τους. Παρεμβάλουμε ως προς την κουκούλα τη μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας Χρ. Χριστοφή που επίσης υπηρετούσε στην Αεροπορική Πτέρυγα της Αστυνομίας, μαζί με τους εφεσείοντες.  Η ομάδα τους διέθετε 4 μόνο τέτοιες κουκούλες, αυτές βρίσκονταν υπό τη φύλαξή του και γνώριζε τη διακίνησή τους.  Δεν απωλέσθηκαν, βρίσκονταν ακόμα εκεί και δόθηκαν για χρήση μόνο σε 4 αστυνομικούς τους οποίους και κατονόμασε.  Δεν περιλαμβανόταν σ΄αυτούς ο πρώτος εφεσείων, ο οποίος ουδέποτε χρησιμοποίησε, για οποιοδήποτε σκοπό, οποιαδήποτε από τις κουκούλες της υπηρεσίας.

Να παρακολουθήσουμε τώρα τις εξελίξεις όπως τις περιέγραψαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Οι δυο εφεσείοντες, στις 15.12.98, περιλήφθηκαν σε αστυνομικό κλιμάκιο το οποίο θα μετέβαινε στην Πάφο για έλεγχο νυχτερινών κέντρων. Οι άντρες του κλιμακίου, με την εξαίρεση του δεύτερου εφεσείοντα τον οποίο θα παραλάμβαναν από τη Λεμεσό, ξεκίνησαν, περί την 9.45 μ.μ., με δυο υπηρεσιακά αυτοκίνητα. Ο πρώτος εφεσείων θα πήγαινε στο σημείο συνάντησης με το δεύτερο εφεσείοντα στη Λεμεσό, με το δικό του αυτοκίνητο.  Καθ΄οδόν, το ένα από τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα του κλιμακίου ενεπλάκη σε ατύχημα, καθυστέρησαν και όταν συναντήθηκαν, μετά από συνεννοήσεις, στον τελευταίο κυκλοφοριακό κόμβο της Λεμεσού προς την Πάφο περί την 11.00 - 11.10 μμ, προέκυψε το ζήτημα των διευθετήσεων που θα γίνονταν.  Δεν χωρούσαν όλοι στο ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο που απέμεινε, η εισήγηση του δεύτερου εφεσείοντα να χρησιμοποιηθεί το δικό του αυτοκίνητο δεν έγινε δεκτή από τον υπεύθυνο της ομάδας Λοχία Π. Ξενοφώντος και ένας αστυνομικός θα έπρεπε να μη συμμετάσχει.  Οι μάρτυρες αναφέρθηκαν σε συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων αναφορικά με το ποιος από [*205]τους δυο τους θα ήταν αυτός αλλά το Κακουργιοδικείο δέκτηκε πως την τελική απόφαση την πήρε ο λοχίας.  Θα έμενε πίσω ο πρώτος εφεσείων, όπως και έγινε.

Τα διατρέξαντα κατά τη διαδρομή κρίθηκαν, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, ως σχετικά και θα αναφερθούμε σ΄αυτά.  Θα παραθέσουμε όμως πρώτα την εκδοχή που προβάλλει ο πρώτος εφεσείων με τη γραπτή του κατάθεση προς την αστυνομία που έδωσε το βράδυ της ημέρας του φόνου, στην οποία και παρέπεμψε με την ανώμοτη δήλωσή του.  Περιλαμβάνει ό,τι συνιστούσε το άλλοθί του.  Ο Λοχίας του είπε να σχολάσει και αυτό έκαμε.  Όχι, όμως για να επιστρέψει στη Λευκωσία όπου διέμενε.  Αναφέρθηκε σε επικοινωνίες μέσω κινητών τηλεφώνων με το κλιμάκιο για να τον βοηθήσουν επειδή είχε χάσει το δρόμο.  Τον κατεύθυνε κυρίως ο δεύτερος εφεσείων που διέμενε στη Λεμεσό και ήξερε καλύτερα. Πρόσθεσε, μάλιστα, πως ο δεύτερος εφεσείων του τηλεφώνησε, και με δική του πρωτοβουλία για να τον βοηθήσει.  Επίσης, στη συνέχεια, για να τον ρωτήσει αν ήταν “εντάξει”.  Αυτό το τελευταίο τηλεφώνημά του το δέκτηκε ενώ κατευθυνόταν, όπως θα δούμε ότι ισχυρίστηκε στη συνέχεια, είτε στη Λάρνακα είτε ακόμα πιο αργά, από τη Λάρνακα στη Λευκωσία. Πήρε τελικά τον αυτοκινητόδρομο και κατέληξε στη Λάρνακα για να συναντήσει ρωσσίδα φίλη του που εργαζόταν σε κάποιο καπαρέ.  Είδε αρκετή κίνηση εκεί, δεν κατέβηκε και επισκέφθηκε το διαμέρισμα φίλου του Υπαστυνόμου, του Α. Τσαγγάρη.  Πολλές φορές έμενε σε εκείνο το διαμέρισμα μαζί με τη φίλη του, είχε κλειδί και μίλησε για λίγο με τον υπαστυνόμο τον οποίο ξύπνησε.  Σε μισή περίπου ώρα ξεκίνησε για τη Λευκωσία. Έφθασε στις 4.15 π.μ..  Πήγε κατευθείαν στο σπίτι του και κοιμήθηκε.  Γύρω στις 11 - 12 το μεσημέρι, χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει και την ώρα του φόνου, του τηλεφώνησε ο συνάδελφός του Χρ. Χριστοδούλου.  Το ρώτησε γιατί δεν πήγε στη δουλειά το πρωΐ και του ανέφερε πώς τον ζητούσε ο Γ. Φιλίππου, προϊστάμενός του όπως αντιλαμβανόμαστε. Τηλεφώνησε του Φιλίππου, του εξήγησε τι έγινε το προηγούμενο βράδυ και πως δεν γνώριζε ότι θα έπρεπε να παρουσιαστεί την επομένη στην υπηρεσία και ο Φιλίππου του είπε πως θα τον τιμωρήσει με αφαίρεση υπερωριών. Επειδή φοβήθηκε την τιμωρία, τηλεφώνησε στον Ομαδάρχη του Π. Αντωνίου και του εξήγησε τα διατρέξαντα.  Στη συνέχεια του τηλεφώνησε ο δεύτερος εφεσείων.  Του είπε, χωρίς να του εξηγήσει, ότι είχε κάποιο πρόβλημα και ότι ήταν “μέσα”. Δεν ζήτησε να μάθει άλλες λεπτομέρειες αλλά υπέθεσε ότι εννοούσε μέσα στην αστυνομία.  Αυτό, επειδή γνώριζε ότι είχε προβλήματα με τους Αεροπόρους και υπολόγισε “ότι τον έπιασε η αστυνομία για κανένα έγκλημα”. Αυτά, όπως ισχυρίστηκε, πριν επιστρέψουν στο σπίτι οι γονείς του από τον Πωμό της Πάφου. Την επι[*206]στροφή τους την τοποθετεί γύρω στο μεσημέρι.  Τηλεφώνησε τελικά ξανά στον Υπαστυνόμο Π. Αντωνίου και τον παρακάλεσε να μάθει αν ο δεύτερος εφεσείων είχε οποιοδήποτε πρόβλημα. Δεν ξαναμίλησαν έκτοτε, ούτε με το δεύτερο εφεσείοντα.

Από τα πρόσωπα που κατονομάστηκαν στην κατάθεση του πρώτου εφεσείοντα, κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης μόνο η μητέρα του, Στασού Πλαστήρα Ιωάννου.  Αυτή βεβαίωσε ότι επέστρεψε από τον Πωμό μεταξύ της 12 - 12.15 μ.μ. της 16.12.98, βρήκε τον πρώτο εφεσείοντα να κοιμάται και τον ξύπνησε. Στη συνέχεια, τρεις φίλοι του τον παρέλαβαν και έφυγαν.

Επανερχόμαστε στα διατρέξαντα περί την 11 - 11.10 μ.μ. της 15.12.98, στο χώρο της συνάντησης των μελών του αστυνομικού κλιμακίου στη Λεμεσό και στη συνέχεια, κατά τη διαδρομή τους, στο ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο που απέμεινε, προς την Πάφο.  Κατέθεσαν σχετικά οι αστυφύλακες Ν. Νικολάου και Κ. Κίζας και ο λοχίας Π. Ξενοφώντος.

Πριν την αναχώρηση του κλιμακίου οι εφεσείοντες, σύμφωνα με τους μάρτυρες, ακούστηκαν να συνομιλούν μεταξύ τους.  Αναφέρθηκαν οι μάρτυρες σε οδηγίες του δεύτερου εφεσείοντα αναφορικά με τον τρόπο διαφυγής του πρώτου, με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο, προς τον αυτοκινητόδρομο προς Λευκωσία αλλά ο Ν. Νικολάου άκουσε και άλλα σε σχέση με το κατά πόσο ο πρώτος εφεσείων “θα  εύρισκε το μέρος να πιάσουν κάτι πράγματα”. Κατά τη διαδρομή κάποιος τηλεφώνησε αρκετές φορές στο κινητό τηλέφωνο του ενός από τους αστυνομικούς του κλιμακίου, ζήτησε τον δεύτερο εφεσείονα και συνομίλησε μαζί του.  Επίσης, ο δεύτερος εφεσείων τηλεφώνησε και με δική του πρωτοβουλία.  Πρωτοδίκως τέθηκε ζήτημα αν αυτός ήταν ο πρώτος εφεσείων. Το Κακουργιοδικείο εξήγησε με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους ήταν σίγουρο πως επρόκειτο για τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ των εφεσειόντων και δεν τίθεται ενώπιόν μας ζήτημα σε σχέση με αυτή τη διαπίστωση.  Με δοσμένες τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις μεταξύ των εφεσειόντων, τα επιχειρήματα αφορούσαν στη σημασία τους.

Κατά το πρώτο τηλεφώνημα, σύμφωνα με το Ν. Νικολάου, ο δεύτερος εφεσείων ρώτησε τον πρώτο “αν βρήκε τον τόπο που ήταν τα πράγματα”. Σε επόμενα τηλεφωνήματα, ο δεύτερος εφεσείων προσπάθησε να δείξει στον πρώτο “κάποια τοποθεσία που θα πήγαινε”. Εξόσων αντελήφθη ο μάρτυρας, ο Σάββας, που γνωρίζουμε ότι ήταν ο πρώτος εφεσείων, είχε χάσει το δρόμο και ο δεύτερος εφεσείων προσπαθούσε να του εξηγήσει.  Αντεξετάστηκε επί του θέματος και ως εξής:

[*207]

“Ε.  Αυτό που είχες καταλάβει εσύ είναι ότι ο Σάββας με τον οποίο μιλούσε ο Κ. 1 ζητούσε καθοδήγηση για να βρεί το δρόμο του;

Α.   Την πρώτη φορά ο συνάδελφος Χρ. Συμιανός τον ερώτησε κάτι και στο δεύτερο τηλεφώνημα του εξήγησε τον τρόπο διαφυγής επειδή έχασε το δρόμο του.

Ε.   Αυτό που αντελήφθηκες ότι ουσιαστικός λόγος που έγινε το τηλεφώνημα ήταν το γεγονός ότι εχάθηκε ο Σάββας, αυτός που τηλεφώνησε, ότι κάπου ήθελε να πάει και ζητούσε διαφυγή και τον καθοδηγούσε ο κατηγορούμενος 1 για το πως θα βρεί το σημείο που γύρευε;

Α.   Ναι.”

Και κατά την επανεξέταση, εξήγησε:

“Στο πρώτο τηλεφώνημα του ανέφερε αν βρήκε τα πράγματα και στο δεύτερο τηλεφώνημα αν μιλούσε με το ίδιο πρόσωπο να του δείξει τον τόπο που ήταν τα πράγματα”.

Το τελευταίο τηλεφώνημα του δεύτερου εφεσείοντα έγινε, σύμφωνα με το μάρτυρα, όταν συμπλήρωσε την εργασία του στην Πάφο και ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν, γύρω στις 3.30 π.μ. της 16.12.98.  Άκουσε τότε τον δεύτερο εφεσείοντα να ρωτά “αν ήταν όλα εντάξει”.

Ο Κ. Κίζας οδηγούσε το αυτοκίνητο, πρόσεχε το δρόμο, έβρεχε, άκουε το ραδιόφωνο και δεν μπορούσε να αναφερθεί σε λεπτομέρειες.  Αντελήφθη τηλεφωνήματα μεταξύ των δυο εφεσειόντων και του φάνηκε ότι ο πρώτος εφεσείων κάπου είχε χαθεί και ο δεύτερος προσπαθούσε να του εξηγήσει το δρόμο.  Αναφέρθηκε και αυτός ο μάρτυρας σε τηλεφώνημα που έκαμε ο δεύτερος εφεσείων όταν πλέον είχαν συμπληρώσει την εργασία τους, στις 3.30 π.μ. περίπου της 16.12.88.  Την ίδια εντύπωση αποκόμισε από όσα τηλεφωνήματα άκουσε και ο λοχίας Π. Ξενοφώντος.  Ο δεύτερος εφεσείων καθοδηγούσε τον πρώτο “για να ακολουθήσει μια διαδρομή”. Αναφέρθηκε και αυτός ο μάρτυρας σε συνεχή τηλεφωνήματα του δεύτερου εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της διαδρομής.

Το αστυνομικό κλιμάκιο, όπως εξήγησαν τα μέλη του που κατέθεσαν, συμπλήρωσε την αποστολή του στην Πάφο περί την 3.30 π.μ. [*208]και αναχώρησαν για τη Λεμεσό.  Άφησαν εκεί τον δεύτερο εφεσείοντα, περί την 4.30 π.μ. και οι υπόλοιποι, περί την 5.15 π.μ., κατέληξαν στη Λευκωσία.  Ο δεύτερος εφεσείων δεν προέβη σε γραπτή κατάθεση.  Όταν την 14.45 της 16.12.98, δηλαδή μόλις λίγες ώρες μετά το έγκλημα, του ζητήθηκε να καταθέσει αναφορικά με τις κινήσεις του, αρνήθηκε επικαλούμενος συμβουλή του δικηγόρου του.  Σημειώνουμε επίσης πως, αντίθετα προς τον πρώτο εφεσείοντα, αρνήθηκε να εξεταστεί σωματικά ή να δώσει αίμα για σκοπούς σύγκρισης του γενετικού υλικού του. Προέβη όμως ο δεύτερος εφεσείων σε προφορική δήλωση προς τον αστυφύλακα Α. Γεωργίου.  Του είπε ότι από τις 4.30 π.μ. που έφθασε στη Λεμεσό ως το μεσημέρι της 16.12.98 κοιμόταν στο σπίτι του.  Περί την 1.00 μ.μ. της ίδιας μέρας άκουσε από το ραδιόφωνο ότι σκοτώθηκε ο Χαράλαμπος Αεροπόρος και βγήκε για βόλτα στη Λεμεσό με το αυτοκίνητό του.  Μετά από μισή περίπου ώρα επέστρεψε στο σπίτι του όπου, στις 2.00 μ.μ., τον επισκέφθηκαν δυο αστυνομικοί.  Τον κάλεσαν να μεταβεί και πράγματι μετέβη στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού.

O μάρτυρας κατηγορίας Φραγκ. Φραγκέσκου κατέθεσε πως είδε και συνομίλησε με το δεύτερο εφεσείοντα μόλις μια περίπου ώρα μετά το φόνο.  Είναι αστυφύλακας στη μονάδα Άμεσης Επέμβασης Λεμεσού.  Διαμένει στη γωνιά των οδών Γεωργίου Μουρούζη και Γεωργίου Φραντζή στα Κάτω Πολεμίδια.  Ο αστυφύλακας Στ. Αριστείδου, στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης, διάνυσε με γρήγορο βήμα 4 πιθανές διαδρομές από το σημείο του φόνου ως το σπίτι του Φραγκέσκου.  Τις δυο τις κάλυψε σε 18 λεπτά, τη μια σε 22 και την τέταρτη σε 24 λεπτά.  Η μαρτυρία του Φραγκέσκου κατά την κυρία εξέταση και την αντεξέτασή του συνοψίζεται από το Κακουργιοδικείο ως εξής:

“Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι στις 16.12.98 γύρω στις 12.15 το μεσημέρι ενώ βρισκόταν στη βεράντα του σπιτιού του στη γωνιά των οδών Γεωργίου Μουρούζη και Γεωργίου Φραντζή στα Κάτω Πολεμίδια και περιποιείτο τις γλάστρες του σπιτιού του είδε τον 1ον κατηγορούμενο, τον οποίον γνώριζε από πριν, μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο να καταφθάνουν ταχέως και περπατητοί.  Ο ίδιος ήταν κάπως πιο ψηλά και του φώναξε “έλα Χρίστο πάνω” και ο 1ος κατηγορούμενος του απάντησε “όχι δεν μπορώ, έλα πίσω μου” και κατευθύνθηκε προς την πάροδο της Γεωργίου Φραντζή.  Στάθηκε εκεί μαζί με τον δεύτερο άντρα, που ήταν λίγο γεροδεμένος και πιο χαμηλός και ηλικίας περίπου 25 ως 28 χρονών.  Έρχονταν από τα δυτικά προς τα ανατολικά.  Ο ίδιος πήγε κοντά του κατηγορούμενου 1, τον ρώτησε τι συμβαίνει και ο 1ος κατηγορούμενος του είπε ότι δεν μπορεί να του πει αλλά του ζήτησε [*209]να τους μεταφέρει με το αυτοκίνητό του κάπου.  Ο ίδιος δέχθηκε και αφού κάθησε ο 1ος κατηγορούμενος στη θέση του συνοδηγού και το άλλο πρόσωπο πίσω, όπου ξάπλωσε στη μαξιλάρα, του είπε να τους πάρει προς το highway. Ήσαν και οι δύο ψιλοκουρεμένοι και φαίνονταν ανήσυχοι.  Σε κάποιο στάδιο της διαδρομής ρώτησε ξανά τον 1ο κατηγορούμενο τι συμβαίνει και αυτός του είπε “δεν μπορώ  είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.  Τζιηνιούν μας, κινδυνεύουμε”.  Στη διαδρομή ρώτησε 2-3 φορές ο 1ος κατηγορούμενος το άλλο πρόσωπο “αν μας ακολουθεί κανείς”. Επίσης ο 1ος μίλησε για 1-2 λεπτά με κάποιον στο τηλέφωνο και μετά είπε του άλλου που ήταν ξαπλωμένος πίσω “δκιάολε μαύρε, έππεσε του το τηλέφωνο”.  Στη διαδρομή τον καθοδηγούσε ο 1ος κατηγορούμενος και τελικά του είπε και τους πήρε στο ξενοδοχείο Castle. Την ώρα που τους άφηνε εκεί ο 1ος κατηγορούμενος του είπε “να μην αναφέρεις σε κανένα τίποτε γιατί κινδυνεύει η ζωή σου. Ούτε στη γυναίκα σου, ούτε στην υπηρεσία”.  Ο ίδιος ενόμισε ότι κάτι έκαναν για υπηρεσιακούς λόγους. Μετά που άκουσε ότι ο 1ος συνελήφθη ο ίδιος πήγε και ανέφερε το συμβάν στον ίδιο τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού, ο οποίος του ζήτησε και έκαμε κατάθεση, το Τεκμήριο 46.

Αντεξεταζόμενος από το συνήγορο του 1ου κατηγορουμένου ανέφερε ότι έδωσε κατάθεση περί το μεσημέρι της 17.12.98 στο γραφείο του κ. Μιλτιάδη Νεοκλέους (Μ.Κ.59)  Έγραψε ο ίδιος την κατάθεσή του με παρόντα μόνο τον κ. Νεοκλέους.  Ο κ. Αριστείδου του ζήτησε να δει φωτογραφίες σχετικά με το δεύτερο πρόσωπο και σαν αποτέλεσμα έκαμε τις συμπληρωματική κατάθεση που φαίνεται πάνω στην πρώτη, δηλαδή το Τεκμήριο 46.  Δέχεται ότι αρχικά είπε ότι θα αναγνώριζε και το δεύτερο πρόσωπο αν το ξανάβλεπε, αλλά αργότερα κατέληξε ότι δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει αφού τον είδε μόνο για μερικά λεπτά.  Δεν του ζητήθηκε να κάνει αναγνώριση όταν συνελήφθη ο 2ος κατηγορούμενος.  Από ό,τι θυμάται ο 1ος δεν φορούσε γάντια αλλά δεν γνωρίζει γιατί να μην βρεθούν αποτυπώματα του 1ου στο αυτοκίνητό του αρ. εγγραφής WP538.  Είδε όμως την Αστυνομία, άνδρες του ΤΑΕ Αρχηγείου που το εξέτασαν εκεί στο σπίτι του.  Το σπίτι του από το φυτώριο Elgia είναι κάπου 4 - 5 χιλιόμετρα. Ο ίδιος υπέθεσε ότι και το δεύτερο άτομο ήταν συνάδελφός τους και ότι ο 1ος και το άλλο πρόσωπο καταδιώκοντο από ανθρώπους του υποκόσμου. Έτσι δεν πήγε το μυαλό του στο ότι συνάδελφοί του θα ενέχοντο σε έγκλημα. Επέμενε ότι τα όσα γράφει στη τελευταία παράγραφο, γράφτηκαν 7-8 μέρες μετά την αρχική του κατάθεση, Τεκμήριο 46 και αυτά που έγραψε συμπληρωματικά τα έγραψε στο γραφείο του κ. Αριστείδου.  Δεν είπε σε [*210]κανένα ότι είχε κρίσεις συνειδήσεως.  Ο ίδιος έλεγε δυνατά αυτά που έγραφε στην αρχική του κατάθεση, τα άκουε ο κ. Νεοκλέους και του έκανε μερικές διευκρινιστικές ερωτήσεις. Όταν θα εξέταζαν το όχημά του τον ρώτησαν αν το έπλυνε και είπε όχι. Αρνήθηκε ότι τον έβαλαν κάποιοι να τα γράψει όσα έχει η κατάθεσή του και ισχυρίστηκε ότι αυτή δόθηκε με την θέλησή του. Έδωσε την κατάθεσή του στον ίδιο τον Αστυνομικό Διευθυντή γιατί έτσι ένιωθε καλύτερα.  Αρνήθηκε ότι έκαμε απόπειρα αυτοκτονίας ενώ ήταν μαζί με κάποιο Φίλιππο αστυνομικό διότι είχε τύψεις συνείδησης που έδωσε κατάθεση. Δεν πρόσεξε τι είδους παπούτσια φορούσαν ο 1ος κατηγορούμενος και ο άγνωστος που ήταν μαζί του ή αν αυτά ήταν λασπωμένα.  Διαφωνεί ότι έδωσε την κατάθεσή του μετά τις 25.12.98 και επέμενε ότι την έδωσε στις 17.12.98.”

Σε σχέση με τα θέματα που θίγηκαν κατά την αντεξέταση του Φραγκέσκου κλήθηκαν μάρτυρες υπεράσπισης, ως εξής:

Ο ειδικός αστυφύλακας Ν. Μεϊτανής που υπηρετούσε, μαζί με τον Φραγκέσκου, στη μονάδα  Άμεσης Επέμβασης  ισχυρίστηκε τα πιο κάτω:  Βρίσκονταν στο σπίτι της αδελφής του σε μια ανάπαυλα κατά τη διάρκεια της περιπολίας τους όταν στη τηλεόραση μεταδιδόταν η κατάθεση που ο Φραγκέσκου είχε δώσει στην αστυνομία.  Ο Φραγκέσκου άλλαξε όψη, έδειχνε νευρικός και αναστατωμένος, άρπαξε το τηλέφωνο, επικοινώνησε με τον αστυνομικό διευθυντή του είπε “κύριε Μιλτιάδη υποσχεθήκετε μου να μήν τη χρησιμοποιήσετε και τώρα τη θωρώ στη τηλεόραση” και έκλεισε το τηλέφωνο. Όταν έφυγαν, μέσα στο αυτοκίνητο, ο Φραγκέσκου, ανήσυχος και νευρικός είπε, “καλύτερα να πεθάνισκα παρά τζιαι έγιναν τούτα ούλα” και ανέσυρε το υπηρεσιακό του πιστόλι το οποίο και τοποθέτησε μπροστά στο στήθος του ψιθυρίζοντας κάτι. Ο μάρτυρας πρόλαβε και του το απέσπασε, για να ειδοποιήσει στη συνέχεια τον υπεύθυνο της μονάδας τους Λοχία Περ. Χριστοδούλου, στον οποίο εξήγησε τι είχε συμβεί.

Ο λοχίας Περ. Χριστοδούλου ισχυρίστηκε ότι αφού ο Ν. Μεϊτανής του εξήγησε τι είχε συμβεί, του παρέδωσε το πιστόλι του Φραγκέσκου. Ανέφερε στους ανωτέρους του, περιλαμβανομένου και του Αστυνομικού Διευθυντή τι είχε συμβεί και εισηγήθηκε τη μετάθεση του Φραγκέσκου σε υπηρεσία στην οποία δεν θα οπλοφορούσε, όπως και έγινε.  Ο Φραγκέσκου μετατέθηκε στην Εισαγγελία Λεμεσού.  Πρόσθεσε τα ακόλουθα:  Πριν το επεισόδιο με το πιστόλι, συνήθιζε να επισκέπτεται τον Φραγκέσκου στο σπίτι του, ενόσω αυτός βρισκόταν με άδεια απουσίας από 21.12.98 - 27.12.98.  Σκοπός του, όπως ισχυρίστηκε, ήταν να το στηρίζει ψυχολογικά. Ο Φρασκέσκου βρι[*211]σκόταν σε άσχημη κατάσταση γιατί είχε μετανιώσει για κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, για το φόνο του Αεροπόρου.  Τι είχε πει στην κατάθεσή του ο Φραγκέσκου δεν γνώριζε ούτε και ενδιαφέρθηκε να μάθει ακόμα και μέχρι τη μέρα που κατέθεσε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο.  Κατά τον ισχυρισμό του, ο Φραγκέσκου κλαίοντας του είπε ότι του υπέβαλλαν τι θα έλεγε και αυτός έγραφε ψέματα.  Τον παρατήρησε λέγοντάς του “μορφωμένος άνθρωπος και σου έλεγαν και έγραφες ψέματα σε τέτοια σοβαρή υπόθεση;” και αυτός του απάντησε “μου υποσχέθηκαν προαγωγή και παρασύρθηκα”.  Δεν ενδιαφέρθηκε να πληροφορηθεί ποιοι υπέβαλαν στο Φραγκέσκου να πει ψέματα και, όπως εξήγησε, αν δεν τον καλούσε η υπεράσπιση δεν θα έλεγε οτιδήποτε για τα συμβάντα.

Ήταν η θέση της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του Φραγκέσκου πως συνεργάστηκε κατά την εξύφανση συνωμοσίας.  Πρωτεργάτες ήταν ο Βοηθός Αρχηγός της Αστυνομίας Α. Στεφάνου και ο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού Μ. Νεοκλέους. Αυτοί επιστράτευσαν τον “αλαφροΐσκιωτο”, όπως τον χαρακτήρισαν, Φραγκέσκου και εφεύραν τη ψεύτικη συνάντησή του με τον δεύτερο εφεσείοντα και το άλλο πρόσωπο. Στόχος ήταν η ενοχοποίηση του δεύτερου εφεσείοντα. Αποτελεί την προέκταση αυτής της θέσης πως ήταν γι’ αυτό το λόγο που ο Φραγκέσκου κατέθεσε ότι αναγνώρισε μόνο το δεύτερο εφεσείοντα. Έγινε δηλαδή συνωμοσία αλλά όχι προς ενοχοποίηση και των δύο αστυνομικών που είχαν εξ αρχής συλληφθεί και που τελικά κατηγορήθηκαν. Ήταν επί του προκειμένου η εισήγηση της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας πως την πρώτη του κατάθεση ο Φραγκέσκου την έδωσε μετά τις 25.12.98. Τη δε συμπληρωματική, προς τον Υπαστυνόμο Γ. Αριστείδου, εξεταστή της υπόθεσης, στην οποία δεν τέθηκε ημερομηνία,  από αβλεψία όπως εξηγήθηκε από το μάρτυρα, σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Δυο μάρτυρες υπεράσπισης, οι αστυφύλακες Στ. Κωνσταντίνου και Ν. Χριστοδούλου αναφέρθηκαν ο πρώτος σε επισκέψεις του Α. Στεφάνου στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού μετά το φόνο και επαφές του με το Μ. Νεοκλέους και ο δεύτερος σε ευκαιρία που είχε ο Α. Στεφάνου, πριν από χρόνια, να γνωρίσει το Φραγκέσκου ως ένας από τους υποδιοικητές της μονάδας στην οποία υπηρετούσε τότε.

Από την πλευρά της κατηγορούσας αρχής, σε σχέση με τη μαρτυρία του Φραγκέσκου, κατάθεσαν οι Μ. Νεοκλέους και Α. Στεφάνου.  Περαιτέρω, προσάχθηκε ως σχετική η μαρτυρία των Ο. Παπαδόπουλου, της Δ. Βαρνάβα και του Α. Λεωνίδου, Διευθυντή, υπεύθυνης ορόφου και υπαλλήλου αντιστοίχως του συγκροτήματος Castle Hotel Appartments στη Λεμεσό.  Επίσης, σε σχέση με την ημερομη[*212]νία της πρώτης κατάθεσης του Φραγκέσκου αναφέρθηκε ως σχετική η μαρτυρία του λοχία Σ. Σάββα, του αστυφύλακα Ν. Νεοφύτου και του Υπαστυνόμου Αρ. Χαραλάμπους.

Οι δυο πρώτοι αρνήθηκαν τα περί κατασκευής μαρτυρίας και ο Α. Στεφάνου κατέθεσε πως δεν γνώριζε καν το Φραγκέσκου και πως δεν αναμείχθηκε ουσιαστικά στη διερεύνηση της υπόθεσης αφού, επειδή φέρονταν αναμεμειγμένοι αστυνομικοί, είχε αναλάβει την ευθύνη προσωπικά ο Αρχηγός της Αστυνομίας.  Ο Μ. Νεοκλέους αναφέρθηκε στην επίσκεψη του Φραγκέσκου στο σπίτι του περί την 6.30 - 7.00 π.μ. της 17.12.98, δηλαδή την επομένη του φόνου και στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες, περί το μεσημέρι της ίδιας μέρας, στην παρουσία του, αυτός έδωσε τη γραπτή του κατάθεση.  Θα αναφερθούμε στις λεπτομέρειες όταν θα εξετάζουμε τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν.  Προσθέτουμε εδώ πως ο Μ. Νεοκλέους κατέθεσε πως μετά από οδηγίες του Αρχηγού της Αστυνομίας, ο οποίος είχε αναλάβει την άμεση επίβλεψη των ερευνών, κράτησε την κατάθεσή του Φραγκέσκου ο ίδιος μέχρις ότου, και πάλιν μετά από οδηγίες από τον Αρχηγό, την παρέδωσε στον εξεταστή της υπόθεσης.  Ο εξεταστής της υπόθεσης ανέφερε συναφώς πως του παραδόθηκε η κατάθεση στις 30.12.98.  Συμπληρώνουμε πως ο Μ. Νεοκλέους αρνήθηκε πως ο Λοχ. Περικλέους του ανέφερε οτιδήποτε για απόπειρα αυτοκτονίας του Φραγκέσκου ή ότι του αφαίρεσε το πιστόλι. Όπως εξήγησε, αποφάσισε τη μετάθεση του Φραγκέσκου στην Εισαγγελία μετά από αίτημα του ίδιου επειδή θεωρούσε ότι κινδύνευε η οικογένειά του.

Οι άλλοι αστυνομικοί μάρτυρες στους οποίους αναφερθήκαμε σε σχέση με τη μαρτυρία του Φραγκέσκου, αναφέρθηκαν σε εξέταση του αυτοκινήτου με το οποίο όπως ισχυρίστηκε μετέφερε το δεύτερο εφεσείοντα και το άλλο  πρόσωπο στο συγκρότημα Castle.  Οι εξετάσεις δεν απέφεραν οτιδήποτε το σχετικό αλλά επισημαίνεται πως η εξέταση του αυτοκινήτου του Φραγκέσκου, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, έγινε το απόγευμα της 17.12.98, δηλαδή την επομένη του φόνου, αμέσως μετά τη γραπτή κατάθεση του Φραγκέσκου.

Τελικά, οι υπόλοιποι μάρτυρες σε σχέση με το συγκρότημα Castle στο οποίο αναφέρθηκε ο Φραγκέσκου.  Πρώτα,  τα εξής:  Το αυτοκίνητο που χρησιμοποίησαν οι δράστες ανήκει σε εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων, ο τελευταίος που το ενοικίασε ήταν ένας αλλοδαπός επισκέπτης και αυτό είχε κλαπεί μεταξύ της 19 και 20.11.98. Οι δράστες εγκατέλειψαν το κλειδί του στη θέση του, συνδεδεμένο με δυο πλαστικά “μπρελόκ”, όπως χαρακτηρίστηκαν, με την ένδειξη [*213]Castle C317 και C217.  Aπό αυτά κρέμμονταν δυο μεταλλικά κλειδιά.

Ο Ολ. Παπαδόπουλος κατέθεσε ότι έδωσε τα δυο κλειδιά, τα οποία ανήκαν σε διαμερίσματα του συγκροτήματος, στον Προκοπίου ο οποίος και δεν του τα είχε επιστρέψει.  Αρνήθηκε ότι είπε σε γραπτή του κατάθεση ότι ο δεύτερος εφεσείων, τον οποίο γνώριζε, του τηλεφώνησε το μεσημέρι της 16.12.98 και κηρύχθηκε εχθρικός μάρτυρας. Η Δ. Βαρνάβα επίσης αναγνώρισε τα κλειδιά με τα οποία άλλωστε η αστυνομία είχε ανοίξει τα διαμερίσματα, και παρά τα όσα είχε αναφέρει στη γραπτή της κατάθεση, αρνήθηκε ότι ένα από τα δυο πρόσωπα που είδε στο συγκρότημα περί τις 10.00 π.μ. της 16.12.98 έμοιαζε με το δεύτερο εφεσείοντα.  Περίπου όμοιας φύσης ήταν και η μαρτυρία του Α. Λεωνίδου.  Το θέμα ήταν αν, ενόψει και της γραπτής του κατάθεσης προς την αστυνομία,  είχε δει τον δεύτερο εφεσείοντα στο συγκρότημα Castle το μεσημέρι της 16.12.98.  Κατά την αντεξέταση έβαλε τα γυαλιά του, προχώρησε μερικά βήματα προς τον δεύτερο εφεσείοντα και δήλωσε πως τότε δεν φορούσε τα γυαλιά του και πως δεν ήταν εκείνος.

Το Κακουργιοδικείο, αφού συνόψισε το σύνολο της μαρτυρίας, σχολίασε σε έκταση εκείνη που ανέκυπτε ως  η ουσιώδης.  Για λεπτομερείς δε λόγους που παρέθεσε, δέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, με την εξαίρεση:

(α)  Της μαρτυρίας του Χαρ. Α. Χαραλάμπους σε σχέση με το ποιο ήταν το πρόσωπο που τους πυροβόλησε και που είδε να αφαιρεί την κουκούλα κατά τη διαφυγή του.  Ο Χαραλάμπους είχε αναφέρει πως ήταν ο δεύτερος εφεσείων και δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία αυτή.  Στους λόγους και στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σε σχέση με το θέμα αυτό, θα αναφερθούμε μετά.

(β)  Της μαρτυρίας του Ολ. Παπαδόπουλου.  Δέκτηκε το μέρος της ως προς την παράδοση των κλειδιών των δυο διαμερισμάτων στον  Προκοπίου αλλά απέρριψε όσα αφορούσαν σε τηλεφωνήματα από το δεύτερο εφεσείοντα το μεσημέρι της 16.12.98.

(γ)  Της μαρτυρίας των Δ. Βαρνάβα και Α. Λεωνίδου σε σχέση με την αναγνώριση του δεύτερου εφεσείοντα ως του προσώπου που είδαν στο συγκρότημα Castle.

Ως προς τους μάρτυρες υπεράσπισης:

(α) απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Ν. Μεϊτανή, του λο[*214]χία Περ. Χριστοδούλου, της μητέρας τού πρώτου εφεσείοντα, του Μιχ. Παυλίδη και εν μέρει του Χρ. Χριστοδούλου.

(β) έκρινε πως η μαρτυρία των Στ. Κωνσταντίνου και Ν. Χριστοδούλου δεν ανέτρεπε τη μαρτυρία των Μ. Νεοκλέους και Α. Στεφάνου και πως εκείνη του Α. Καδή δεν επιδρούσε στα συμπεράσματα από την υπόλοιπη μαρτυρία.  Ο τελευταίος μάρτυρας υπεράσπισης, ο δημοσιογράφος Μ. Χατζηβασίλης δεν είχε δώσει παραδεκτή μαρτυρία για οτιδήποτε.

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε έκταση στη νομική πτυχή διαφόρων ζητημάτων και στη βάση της μαρτυρίας, όπως την αξιολόγησε, στο επίκεντρο της οποίας ήταν η μαρτυρία του Μ. Καριόλου για το γενετικό υλικό των εφεσειόντων στα τεκμήρια που αναφέρθηκαν, σε συνδυασμό κυρίως με τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις κατά τη διαδρομή του κλιμακίου προς την Πάφο και τη μαρτυρία του Φραγκέσκου, κατέληξε, χωρίς κανένα δισταγμό, όπως τόνισε, ότι τα γεγονότα συνάδουν μόνο με ενοχή των εφεσειόντων. Σχολίασε τις ανώμοτες δηλώσεις τους, θεώρησε πως στο πλαίσιο της μαρτυρίας δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την ενοχή τους και, αφού εξέτασε τα συσταστικά των αδικημάτων, έκρινε πως η κατηγορούσα αρχή απέδειξε τη διάπραξή τους  από τους εφεσείοντες πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

Διατυπώθηκαν και προωθήθηκαν τέσσερις λόγοι έφεσης από τον κάθε εφεσείοντα. Αυτοί ήταν εν πολλοίς επάλληλοι αφού έχουν στη βάση τους την εν γένει προσέγγιση του Κακουργιοδικείου  σε σχέση με ζητήματα που άπτονται της σύνδεσης και των δυο προς το έγκλημα.  Κυρίως, όμως, κατά το μέγιστο μέρος τους, διατυπώθηκαν όχι κατά άρνηση της αλήθειας, όπως τη δέκτηκε το Κακουργιοδικείο, του μεγάλου όγκου της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από την κατηγορούσα αρχή.  Ιδίως, σε σχέση με το γενετικό τους υλικό στα αντικείμενα που αναφέρθηκαν και αυτό, παρά την αρχική αμφισβήτηση, από τον πρώτο εφεσείοντα, με λεπτομέρειες που παρατέθηκαν στην ειδοποίηση έφεσης, του ασφαλούς της διαπίστωσης πως υπήρχε σ΄αυτά δικό του γενετικό υλικό.  Ρητά δηλώθηκε ενώπιόν μας πως αυτοί οι ισχυρισμοί εγκαταλείπονται και πως ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως αναμφιβόλως ήταν δικό του το γενετικό υλικό.  Περαιτέρω, σε σχέση με τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις κατά τη διαδρομή του αστυνομικού κλιμακίου προς την Πάφο: Δεν επαναλήφθηκαν ενώπιόν μας οι αμφισβητήσεις σε σχέση με το περιεχόμενό τους ή την ταυτότητα του προσώπου με το οποίο συνομιλούσε ο δεύτερος εφεσείων. Είναι δεκτό πως η κρίση του Κακουργιοδικείου πως αυτός ήταν ο πρώτος εφεσείων είναι ορθή.  Ένα επιχείρημα αναφο[*215]ρικά με το τελευταίο τηλεφώνημα θα το εξετάσουμε στο κατάλληλο στάδιο.  Οι εισηγήσεις ως προς τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, όπως ήδη σημειώσαμε, αφορούν στη σημασία που θα μπορούσαν να έχουν.

Τα ίδια περίπου και σε σχέση με τη μαρτυρία των αυτοπτών μαρτύρων.  Εκείνων δηλαδή που από διάφορα σημεία, όπως αναφέραμε και στην αρχή, είδαν το έγκλημα στην εξέλιξή του.  Πρόκειται για τους Χαρ. Α. Χαραλάμπους που ήταν επιβάτης στο αυτοκίνητο του θύματος, την Έλλη Ηοlleman που κατά την εκδήλωση της δολοφονικής επίθεσης ακολουθούσε σε απόσταση 20 περίπου μέτρων, τον Δ. Πολυκάρπου που εργαζόταν στην ταράτσα οικοδομής ύψους δυο ορόφων σε απόσταση περίπου 150 μέτρων από το σημείο της σύγκρουσης των δυο αυτοκινήτων, τον Α. Γεωργίου που εργαζόταν μέσα σε παραπλήσια οικοδομή στην οποία βρήκε αρχικά καταφύγιο ο Χαρ. Α. Χαραλάμπους και τον Π. Πίνδαρο που οδηγούσε “μπετονιέρα” και είδε τη δολοφονική επίθεση από απόσταση 50 - 100 μέτρων περίπου.  Η συζήτηση ως προς αυτούς αφορούσε στη σημασία της μαρτυρίας τους σε σχέση με το αν οι εφεσείοντες ή οποιοσδήποτε από αυτούς ταίριαζε με την περιγραφή που εκείνοι έδωσαν. Σε σχέση δε με την προσέγγιση της μαρτυρίας του Χαρ. Α. Χαραλάμπους αναφορικά με την αναγνώριση του δεύτερου εφεσείοντα, ο πρώτος εφεσείων προώθησε ιδιότυπο επιχείρημα που θα εξετάσουμε στο κατάλληλο στάδιο.

Ένα ακόμα δεδομένο, προσδιοριστικό και αυτό των γενικότερων χαρακτηριστικών των λόγων έφεσης που συζητήθηκαν.  Δεν έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα της κρίσης του Κακουργιοδικείου πως ήταν αναξιόπιστη η μητέρα του πρώτου εφεσείοντα όταν ισχυριζόταν πως βρήκε τον υιό της, το μεσημέρι της 16.12.98, να κοιμάται στο σπίτι τους στη Λευκωσία.  Παρεμβάλλουμε πως το Κακουργιοδικείο, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρθηκε και στη γραπτή κατάθεση του πρώτου εφεσείοντα, πως ήταν άλλος, πριν την άφιξη της μητέρας του, που τον ξύπνησε.  Ό,τι αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης ήταν η επίπτωση, όπως κατ΄ισχυρισμόν την είδε το Κακουργιοδικείο, από την απόρριψη εκείνης της μαρτυρίας.

Εκείνο που εξειδικευμένα αμφισβητήθηκε ήταν η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Φραγκέσκου και, κατ΄επέκταση, των άλλων μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης που προσάχθηκε ως σχετική προς αυτή. Αυτό είναι και το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει.  Θα μπορέσουμε έτσι να επιληφθούμε των άλλων θεμάτων, με σταθερή τη βάση.

Το Κακουργιοδικείο τόνισε τη μεγάλη σημασία που θεωρούσε [*216]ότι είχε η μαρτυρία του Φραγκέσκου και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της πολυσέλιδης απόφασής του στην αξιολόγησή της σε συνάρτηση και προς την υπόλοιπη μαρτυρία που προσάχθηκε. Έχουμε συνοψίσει το περιεχόμενο των μαρτυριών που προσάχθηκαν όπως και τη θέση του δεύτερου εφεσείοντα πως η κατάθεση του Φραγκέσκου κατασκευάστηκε μετά τις 25.12.98, με στόχο την ενοχοποίησή του.  Ενώπιόν μας αναπτύχθηκαν όσα κατά τον δεύτερο εφεσείοντα θα έπρεπε να οδηγήσουν στην απόρριψη της μαρτυρίας του, ως εξής:

Υπήρχε αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του Φραγκέσκου και του Μ. Νεοκλέους αναφορικά με το αν ο Φραγκέσκου διάβαζε την κατάθεσή του ενόσω την έγραφε και ο Μ. Νεοκλέους του έκαμνε ή όχι διευκρινιστικές ερωτήσεις. Επίσης, αναφορικά με το αν ο Φραγκέσκου θα προσερχόταν στην αστυνομία αργότερα για να καταθέσει ή αν θα τον καλούσε γι’ αυτό το σκοπό ο Μ. Νεοκλέους, διάσταση, που δεν σχολίασε το Κακουργιοδικείο. Υπήρχε ερωτηματικό αναφορικά με το γιατί να μην διεξαχθεί αναγνωριστική παράταξη εξ αρχής προς πιθανή αναγνώριση του δεύτερου προσώπου από το Φραγκέσκου και το γιατί ο Μ. Νεοκλέους παρέδωσε την κατάθεση του Φραγκέσκου στον ανακριτή, που ήταν καθόλα έμπιστος, στις 30.12.98.  Ήταν ύποπτο το γεγονός ότι η συμπληρωματική κατάθεση του Φραγκέσκου, που προστέθηκε στο τέλος της αρχικής, αντικανονικά δεν φέρει ημερομηνία.  Δεν αξιολογήθηκε ορθά η μαρτυρία σε σχέση με την απόπειρα αυτοκτονίας του Φραγκέσκου, στην οποία αναφέρθηκαν οι μάρτυρτες υπεράσπισης.  Δεν υπήρχε λόγος οι αστυνομικοί μάρτυρες να καταθέσουν ψέματα και υπήρχε και η μαρτυρία του Ανώτερου Υπαστυνόμου Γ. Αριστείδου που άκουσε για απόπειρα αυτοκτονίας του Φραγκέσκου.  Δεν ήταν άμεση αυτή η μαρτυρία αλλά είχε κάποια σημασία αφού έδειχνε πως δεν ήταν πρόσφατο κατασκεύασμα η μαρτυρία της υπεράσπισης.  Υπήρχε διαφορά στις εκδοχές αναφορικά με τις περιστάσεις της μετάθεσης του Φραγκέσκου στην Εισαγγελία.  Ο ίδιος την απέδωσε σε υπηρεσιακούς λόγους ενώ ο Μ. Νεοκλέους αναφέρθηκε σε αίτημά του για λόγους ασφάλειας και το Κακουργιοδικείο δεν έκαμε ειδικό σχόλιο γι΄αυτό.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε κάθε ιδέα περί κατασκευασμένης μαρτυρίας.  Αιτιολογώντας την κρίση του ασχολήθηκε ειδικά με όλους τους μάρτυρες και αξιολόγησε τη μαρτυρία σε σχέση με τις περιστάσεις της κατάθεσης του Φραγκέσκου και των χειρισμών ως προς αυτή.  Είναι γεγονός πως δεν έκαμε ειδική αναφορά στο αν ο Μ. Νεοκλέους θα ειδοποιούσε ή όχι το Φραγκέσκου για κατάθεση και στο αν ο Φραγκέσκου μετετέθη μετά από δικό του αίτημα.  Η κρίση όμως του Κακουργιοδικείου διαμορφώθηκε με αναφορά στο [*217]σύνολο της μαρτυρίας και είναι προφανές πως αυτά κρίθηκαν επουσιώδη. Όπως ρητά κρίθηκε επουσιώδης και η διαφορά στη μαρτυρία αναφορικά με τις λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο της καταγραφής της κατάθεσης του Φραγκέσκου ενώπιον του Μ. Νεοκλέους. Σημειώνουμε δε πως το Κακουργιοδικείο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης και απέδωσε σε καλόπιστη παράλειψη τη μη αναγραφή της ημερομηνίας στη συμπληρωματική κατάθεση. Το ίδιο και για την παράδοση της πρώτης κατάθεσης στον ανακριτή στις 30.12.98 μετά από οδηγίες του ίδιου του Αρχηγού της Αστυνομίας ο οποίος, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της περίπτωσης, που αφορούσε αστυνομικούς, ανέλαβε προσωπικά την άμεση επίβλεψη των χειρισμών. Έκρινε συναφώς ότι τίποτε από τη μαρτυρία δεν μπορούσε να επηρεάσει την αξιοπιστία του Φραγκέσκου που δεν είχε αμφιβολία πως δόθηκε με δική του πρωτοβουλία και μόνο και πως αυτή αναφερόταν στα πραγματικά γεγονότα, όπως εκείνος τα έζησε.  Επισήμανε σ΄αυτό το πλαίσιο πως η μαρτυρία περί την απόπειρα αυτοκτονίας ήταν θεμελιωδώς αντιφατική προς τη θέση που τέθηκε στο Φραγκέσκο κατά την αντεξέτασή του.  Του υποβλήθηκε κατ΄επανάληψη πως αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει όταν ήταν μαζί με κάποιο αστυνομικό Φίλιππο.  Τελικά όμως εμφανίστηκε ως μάρτυρας αυτής της κατ’ ισχυρισμόν αυτοκτονίας ο αστυφύλακας Ν. Μεϊτανής σε σχέση με την αξιοπιστία του οποίου αναφέρθηκαν και άλλα τα οποία, πρέπει να σημειώσουμε, δεν σχολιάστηκαν ενώπιόν μας. Χαρακτήρισε δε το Κακουργιοδικείο και ως αφύσικο τον ισχυρισμό μάρτυρας να πει τέτοια ψέματα για να επιτύχει προαγωγή του, να φθάνει στο σημείο της απόπειρας αυτοκτονίας γιατί μετάνοιωσε αντί να τα αποσύρει και, στη συνέχεια, να επιμένει ενώπιον του Δικαστηρίου πως κατέθεσε την αλήθεια.  Σημείωσε δε σε σχέση με το ζήτημα της αναγνώρισης του δεύτερου  προσώπου, την πτυχή της μαρτυρίας του Φραγκέσκου σύμφωνα με την οποία μπόρεσε να το δει μόνο για λίγο.  Υπενθυμίζουμε πως αυτός, σύμφωνα με τον Φραγκέσκου, κατά τη διαδρομή προς το συγκρότημα Castle, ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.  Επίσης, το γεγονός ότι η αναφορά στο πρόσωπο που του έπεσε το τηλέφωνο ήταν λεπτομέρεια που θα ήταν δύσκολο να διανοηθούν σκευωροί.  Βέβαια ο ισχυρισμός ήταν πως η κατάθεση του Φραγκέσκου δόθηκε μετά τις 25.12.98 αλλά και αυτό το απέρριψε το Κακουργιοδικείο, πέραν των άλλων, αφού υπήρχε μαρτυρία, σε σχέση με την αποδοχή της οποίας δεν αναπτύχθηκαν επιχειρήματα, σύμφωνα με την οποία ήδη από το απόγευμα της 17.12.98 έγιναν εξετάσεις από την αστυνομία στο αυτοκίνητο του Φραγκέσκου.  Ενέργεια που προϋποθέτει γνώση από τότε.

Τα ίδια και σε σχέση με τον λοχία Περ. Χριστοδούλου που πρόσθεσε και το περιστατικό της ομολογίας του Φραγκέσκου πως τον [*218]έβαλαν και είπε ψέματα.  Αυτός ο μάρτυρας της υπεράσπισης, ένας λοχίας της αστυνομίας όπως τόνισε το Κακουργιοδικείο, δεν είχε καν, όπως ισχυρίστηκε, ενδιαφερθεί να μάθει τι ψέματα είπε ο Φραγκέσκου ή ποιοι τον έβαλαν να τα πεί. Είδε την ψυχολογική του πτώση, ανέλαβε να τον στηρίξει και όχι να τον επηρεάσει υπέρ των εφεσειόντων όπως του εισηγήθηκε η κατηγορούσα αρχή, έμαθε αργότερα και για την απόπειρα αυτοκτονίας, πρέπει να είχε λοιπόν επίγνωση της μεγάλης σοβαρότητας του θέματος, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τίποτε το ουσιαστικό μέχρι και την ημέρα που κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης. Ούτε έκρινε πως θα έπρεπε αυτή τη δραματική ομολογία να την αναφέρει. Σε σχέση με αυτό το τελευταίο είχε τεθεί από το δεύτερο εφεσείοντα ερώτημα αναφορικά με το σε ποιον θα αναμενόταν να ανέφερε τα συμβάντα ο λοχίας όταν εκείνοι που παρότρυναν το Φραγκέσκου να πει ψέματα ήταν ο ίδιος ο Βοηθός Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Αστυνομικός Διευθυντής της Λεμεσού.  Υπενθύμισε επ’ αυτού το Κακουργιοδικείο πως, κατά τον ισχυρισμό του λοχία, αυτός δεν γνώριζε ποιοι παρότρυναν τον Φραγκέσκου να πει ψέματα.

Σε σχέση με το μάρτυρα υπεράσπισης που αναφέρθηκε σε συναντήσεις του Μ. Νεοκλέους και του Α. Στεφάνου, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως δεν ανέτρεπε τη μαρτυρία τους.  Ορισμένες δε διαφορές αναφορικά με τον αριθμό των συναντήσεων μεταξύ των δυο αξιωματικών απλώς έδειχναν την έλλειψη προσυνεννόησης. Σε σχέση δε με το κατά πόσο ο Α. Στεφάνου γνώριζε το Φραγκέσκου, η μαρτυρία της υπεράσπισης πως αυτός, πριν πολλά χρόνια υπηρέτησε σε τμήμα στο οποίο ήταν υποδιοικητής, δεν απέκλειε, όπως εξήγησε ο ίδιος ο Α. Στεφάνου, να μή ενθυμείτο τη φυσιογνωμία του.

Είναι θεμελιωμένο πως το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ΄εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο και δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να επεκταθούμε στον όγκο της νομολογίας μας αναφορικά με τις προϋποθέσεις που χρειάζεται να στοιχειοθετηθούν για να δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου. Το Κακουργιοδικείο δεν παρέβλεψε οτιδήποτε το ουσιώδες, συσχέτισε την ουσιώδη μαρτυρία που προσάχθηκε στο σύνολό της, αιτιολόγησε την κρίση του για την αξιοπιστία του Φραγκέσκου και των άλλων μαρτύρων που αναφέρθηκαν με αναφορά σ΄αυτή και κάθε άλλο παρά μπορούμε να συμφωνήσουμε πως διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα.  Καταλήγουμε πως δεν δικαιολογείται παρέμβασή μας σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία του Φραγκέσκου και των άλλων μαρτυρων που αναφέρθηκαν, της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης.

[*219]Θα δούμε τώρα τους λόγους έφεσης που αναπτύχθηκαν, με δοσμένη την αξιολόγηση της ουσιαστικής μαρτυρίας στην οποία αναφερθήκαμε. Έχουν στη ρίζα τους τη θέση πως η επιστημονική μαρτυρία, σε συνδυασμό με την υπόλοιπη όπως αυτή έγινε αποδεκτή, δεν δικαιολογούσε συμπέρασμα ενοχής.  Κατά την εισήγηση, άφηνε περιθώρια αμφιβολίας, ειδικά σε σχέση με το κατά πόσο η ύπαρξη του γενετικού υλικού στα τεκμήρια απαραίτητα σήμαινε παρουσία των εφεσειόντων στο αυτοκίνητο των δραστών και πως οι ίδιοι ή οποιοσδήποτε από αυτούς έλαβαν μέρος στη διάπραξη του εγκλήματος.  Κατά τις εισηγήσεις που έγιναν, ενόψει και της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης που κατέθεσαν σχετικά, έστω στο βαθμό που η μαρτυρία τους έγινε τελικά αποδεκτή, αλλά και της όποιας αξίας έχουν στην ποινική δίκη οι ανώμοτες δηλώσεις των κατηγορουμένων, ήταν λογικά πιθανό, στη βάση των επιστημονικών εξηγήσεων που έδωσε ο πραγματογνώμονας Μ. Καριόλου, να μήν ήταν εκείνοι οι δράστες.

Παραθέτουμε το επιχείρημα στη λεπτομέρειά του.  Οι εφεσείοντες ήταν φίλοι μεταξύ τους  και, παρά την απόρριψη της μαρτυρίας του αστυφύλακα Παυλίδη, υπήρχε άλλη αποδεκτή μαρτυρία πως αντάλλασσαν αυτοκίνητα ή πως μεταφερόταν ο ένας με το αυτοκίνητο του άλλου.  Περαιτέρω, ο δεύτερος εφεσείων ήταν φίλος του Προκοπίου. Τα αντικείμενα στα οποία βρέθηκε το γενετικό υλικό ήταν κινητά και δεν ήταν λογικό να αποκλειστεί η ακόλουθη εξέλιξη: Οι εφεσείοντες χρησιμοποίησαν τα τεκμήρια ή αυτά επιμολύνθηκαν εμμέσως με δικό τους γενετικό υλικό κάτω από εντελώς αθώες συνθήκες και, ενόψει των σχέσεων και των συνηθειών τους, αυτά κατέληξαν από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο, εκείνο δηλαδή του Προκοπίου. Συναφώς, το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα όταν εξομοίωσε τη δυναμική της μαρτυρίας για γενετικό υλικό με εκείνη για δακτυλικά αποτυπώματα αφού, στη δεύτερη περίπτωση, αποκλείεται η έμμεση μεταφορά.  Περαιτέρω, ήταν πιθανό να είχαν μεταφερθεί τα τεκμήρια από συγγενικό πρόσωπο του δεύτερου εφεσείοντα, ειδικά από τον αδελφό του, που και εκείνος είχε συλληφθεί.  Είχε επισημανθεί πως τα τεκμήρια δεν ήταν με το αυτοκίνητο του Προκοπίου που συσχετίστηκαν αλλά με κλοπιμαίο αυτοκίνητο ενοικίασης και τους δράστες που ήταν μέσα σ΄αυτό και εισηγούνται οι εφεσείοντες πως δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η λογική πιθανότητα να τα βρήκε ο Προκοπίου στο αυτοκίνητό του και να τα μετέφερε στο αυτοκίνητο ενοικιάσεως.  Εξ ου και στη χειρουργική μάσκα βρέθηκε και δικό του γενετικό υλικό.  Σημειώνουν συναφώς οι εφεσείοντες πως το Κακουργιοδικείο δέκτηκε ως λογικό το ενδεχόμενο να μετέφερε ο Προκοπίου στο αυτοκίνητο εκείνο τη χειρουργική μάσκα.  Για την ακρίβεια του πράγματος πρέπει να παρεμβά[*220]λουμε πως το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε τέτοια θεώρηση του ζητήματος.  Η ουσία της τοποθέτησής του ήταν πως ίσως αυτό να ήταν λογικό αν το ζήτημα της χειρουργικής μάσκας εξεταζόταν κατ΄απομόνωση από την υπόλοιπη μαρτυρία, στην οποία βέβαια θα επανέλθουμε.

Με ανοικτές, λοιπόν, εύλογες πιθανότητες που δικαιολογούσε και η επιστημονική μαρτυρία, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, διαπράχθηκε κεφαλαιώδες λάθος σε σχέση με το βάρος και το επίπεδο της απόδειξης. Όπως υποστήριξαν, σε σχέση με τις πιο σοβαρές πτυχές της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο λειτούργησε ως εάν να είχαν οι εφεσείοντες βάρος απόδειξης το οποίο θα έπρεπε να αποσείσουν, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Άσκησε, επομένως, επίδραση το γεγονός ότι δεν προέβησαν σε ένορκη μαρτυρία ενώ αυτό ήταν δικαίωμά τους και εξάχθηκαν συμπέρασματα ενοχής επειδή αναμενόταν από αυτούς να έδιδαν εξηγήσεις, μάλιστα σαφείς, σε σχέση με την ύπαρξη του γενετικού υλικού τους στα τεκμήρια. Ως εάν να είχαν εκείνοι το βάρος να αποδείξουν την αθώωτητά τους ενώ δικαιούνταν να ευεργετηθούν από τις αμφιβολίες που η μαρτυρία άφηνε. Η εισήγηση στηρίχτηκε σε αποσπάσματα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου που ξεχωρίστηκαν, ως εξής:

(α)   Κατά την ανάλυση της “νομικής πτυχής”, όπως χαρακτηρίστηκε, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις στις οποίες το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στον κατηγορούμενο, “είτε με βάση το νόμο είτε για να αποδείξει γεγονότα που είναι στη δική του αποκλειστική γνώση”.

(β)   Κατά την ανάλυση σε σχέση με τη βάση πάνω στην οποία είναι επιτρεπτό να στηρίζεται συμπέρασμα ενοχής, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να σχολιάζεται ή να συσχετίζεται με ενοχή η άσκηση του δικαιώματος του κατηγορούμενου να μήν καταθέσει ενόρκως. Αναφέρθηκε όμως και σε εξαιρέσεις. Όπως το έθεσε “υπάρχουν αραιές περιπτώσεις που τα γεγονότα όπως τα απέδειξε η κατηγορούσα αρχή ειναι τέτοια που χρήζει κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση είναι μέσα στη δική του αποκλειστική γνώση”.

(γ)   Το Κακουργιοδικείο, αφού αναφέρθηκε στο συμπέρασμα ενοχής που, όπως έκρινε, αναμφιβόλως προέκυπτε από τη μαρτυρία, πρόσθεσε:

“Όπως έχει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής αναμένετο από τους κατηγορουμένους να δώσουν σαφείς εξηγήσεις και λεπτο[*221]μέρειες των συνθηκών κάτω από τις οποίες σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους τα εν λόγω αντικείμενα με το δικό τους DNA βρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος και όχι να αφήσουν το Δικαστήριο με τις αόριστες εξηγήσεις που προέβαλαν με τις δηλώσεις τους.”

(δ)   Το Κακουργιοδικείο, αφού απέρριψε τη μαρτυρία της μητέρας του πρώτου εφεσείοντα, κατέληξε ως εξής:

“Έτσι και στην παρούσα υπόθεση εφόσον έχουμε απορρίψει τη μαρτυρία της μητέρας του, ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου ότι κατά το χρόνο της δολοφονίας ήταν σπίτι και κοιμόταν δεν μπορεί να γίνει δεκτός ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι αντικείμενα με το δικό του γενετικό υλικό βρέθηκαν στη σκηνή της δολοφονίας”.

Εισηγήθηκε ο πρώτος εφεσείων πως ήταν ευθύνη της κατηγορούσας αρχής να ανατρέψει το άλλοθί του πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  Αυτός δεν είχε κανένα απολύτως βάρος να το αποδείξει και η κρίση πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει δεκτό επειδή η μητέρα του είπε ψέματα, του μετέφερε, ουσιαστικά, βάρος απόδειξης.  Ενώ ήταν πιθανό να έλεγε ψέματα η μητέρα του αλλά το άλλοθί του, στο πλαίσιο του συνόλου, να ήταν αληθές.  Επισημάνθηκε επ’ αυτού πως δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία σύμφωνα με την οποία δεν ήταν στο σπίτι του κατά το κρίσιμο χρόνο.

Στο πλαίσιο της εισήγησης των εφεσειόντων έγινε εκτεταμένη  αναφορά στη νομολογία:  Ως προς το πότε το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στους ώμους του κατηγορουμένου, στη νομολογία που αναφέρεται στην ίδια την πρωτόδικη απόφαση Ζαβός ν. Αστυνομίας (1963) 1 Α.Α.Δ. 57, Ταραπουλούζης ν. Έπαρχος Λευκωσίας (1962) Α.Α.Δ. 91, Cross on Evidence 4η Έκδοση, σελ. 8587, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1980) 2 Α.Α.Δ. 10, σελ. 47, Πρωτοπαπάς ν. Αστυνομίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 254 και Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. ΠΟΛΥΚΟΛΟΡ ΟΦΦΣΕΤ ΠΡΙΝΤΙΝΓΚ ΛΤΔ κ.α. (1995) 2 Α.Α.Δ. 88. Eπίσης στις R. v. DPP ex p. Kebilene [1999] 4 All E.R. 801, R. v. Edwards [1974] 2 Αll E.R. 1085, R. v. Spurge [1961] 2 All E.R. 688 και R. v. Hunt [1987] 1 All ER 1.  Η εισήγηση είναι πως αυτό συμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις που το προβλέπει ο νόμος, ρητά η εξυπακουομένως ή όπου ο κατηγορούμενος προβάλλει την υπεράσπιση της παραφροσύνης. Ως προς το ανεπίτρεπτο του σχολιασμού, ως σχετικού προς ενοχή, της άσκησης από τον κατηγορούμενο του δικαιώματος της σιωπής ή της ανώμοτης δήλωσης, στο γεγονός της ουσιαστικής ανατροπής, με μεταγενέστερη νομολογία, [*222]της Vrakas and Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139 στην οποία αναγνωρίστηκε τέτοια δυνατότητα. Αναφέρθηκαν οι υποθέσεις Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Khadar and Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132, Θεμιστοκλέους ν. Αστυνομίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 200, Charalampous v. Republic (1985) 2 Α.Α.Δ. 97 και επίσης ο Phipson on Evidence 15η έκδοση σελ. 235.  Η εισήγηση είναι πως το Κακουργιοδικείο δεν είδε την εξέλιξη της νομολογίας, με αποτέλεσμα να στηριχτεί εσφαλμένα στη Vrakas.

Ο κ. Κληρίδης,  εκ μέρους της Δημοκρατίας, με επιπρόσθετη αναφορά στη Woolmington v. DPP [1935] A.C. 462, δεν διαφώνησε με την εισήγηση αναφορικά με το πότε μεταφέρεται βάρος απόδειξης στους ώμους του κατηγορουμένου. Εισηγήθηκε πως μόνο ζήτημα διατύπωσης και όχι ουσίας θα μπορούσε να προκύψει από τον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στο θέμα, αφού στον Cross on Evidence 7η έκδοση (1990) σελ. 134, η σχετική νομολογία σχολιάζεται ακριβώς κάτω από τον τίτλο “Facts peculiarly within the knowledge of the accused” (γεγονότα κατ΄εξοχήν γνωστά στον κατηγορούμενο) ενώ παρόμοια διατύπωση παρουσιάζεται και στην απόφαση του Εφετείου στην Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. ΠΟΛΥΚΟΛΟΡ ΟΦΦΣΕΤ ΠΡΙΝΤΙΝΓΚ ΛΤΔ κ.ά. (ανωτέρω).  Περαιτέρω, και αυτό ήταν το κρίσιμο κατά την εισήγησή του, στην πραγματικότητα, δεν μεταβιβάστηκε στους ώμους των εφεσειόντων κανένα απολύτως βάρος.  Στις ίδιες γραμμές κινήθηκε και η προσέγγισή του σε σχέση με την εισήγηση περί τον σχολιασμό της επιλογής των εφεσειόντων να μή δώσουν μαρτυρία.  Επικαλέστηκε την Κυπριακή και την Αγγλική νομολογία, που κατά το πλείστον αναφέρεται σ’ αυτήν, σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες δικαιολογείται κάποιας μορφής σχόλιο, για να υποστηρίξει όμως πως όλα αυτά είναι, τελικά, ασύνδετα προς την παρούσα υπόθεση.  Όπως υποστήριξε, δεν έγινε σε κανένα σημείο και με κανένα τρόπο σχολιασμός της επιλογής που έκαμαν οι εφεσείοντες. Ό,τι έγινε ήταν, στην ουσία, σχόλιο επί του ίδιου του περιεχομένου των όσων δήλωσαν οι εφεσίβλητοι, ενέργεια καθόλα επιτρεπτή.

Η αποσπασματική εξέταση μιας απόφασης είναι δυνατό να οδηγεί σε ανασφαλή συμπεράσματα. Η απομόνωση φράσεων και η αποσύνδεσή τους από τον ενιαίο κορμό της  ενδεχομένως απομακρύνει από το ορθό της νόημα.  Η πρωτόδικη απόφαση δεν περιορίζεται, σε σχέση με τα ζητήματα που συζητήθηκαν, στα αποσπάσματα που παρατέθηκαν.  Ορώμενη δε στο σύνολό της, ανεξάρτητα από επί μέρους διατυπώσεις, δεν δικαιολογεί τα παράπονα των εφεσειόντων. Αναφέρεται το Κακουργιοδικείο σε περιπτώσεις μετατόπισης του βάρους απόδειξης στους ώμους του κατηγορουμένου, εμφανώς όμως [*223]σε μια προσπάθεια συνολικής παράθεσης των αρχών. Το κατά πόσο τα λεχθέντα περιλαμβάνουν ανακρίβεια ή λάθος, μόνο ακαδημαϊκή σημασία θα μπορούσε να έχει εδώ και  αυτό το θέμα δεν δικαιολογείται να μας απασχολήσει. Πουθενά στην απόφαση δεν προσδιορίζεται οποιοδήποτε βάρος απόδειξης που φέρουν οι εφεσείοντες, πολύ λιγότερο το βάρος της απόδειξης της αθωώτητάς τους. Αντίθετα, με παραπομπή στις Woolmington (ανωτέρω), Charitonos ν. Republic (1971) 2 C.L.R. 40, και Anastassiades v. Republic (ανωτέρω) τονίζεται πως “αν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή των κατηγορουμένων τότε αυτή θα πρέπει ν΄αποφασιστεί υπέρ τους και ν΄απαλλαγούν της κατηγορίας”.  Και περαιτέρω ότι “η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει ν΄αποδείξει κάθε στοιχείο της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες κι΄αν είναι”.  Προσθέτουμε πως την επίμαχη αναφορά γενικά σε περιπτώσεις μετατόπισης του βάρους της απόδειξης ακολουθεί η διαπίστωση πως η κατηγορούσα  αρχή “στηρίζεται ουσιαστικά σε περιστατική μαρτυρία”  και η παράθεση της νομολογίας πως αυτή, αν πρόκειται να στηρίξει καταδίκη, θα πρέπει να αναδεικνύεται ασυμβίβαστη με οτιδήποτε άλλο εκτός από την ενοχή του κατηγορουμένου.

Παρατηρούμε τα ίδια και σε σχέση με το θέμα του σχολιασμού της επιλογής κατηγορούμενου να μήν καταθέσει ενόρκως. Δεν έχει σχολιαστεί αυτή η επιλογή των εφεσειόντων. Αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση πως ήταν δικαίωμά τους και δεν εξάχθηκε οποιοδήποτε συμπέρασμα ή έγινε οποιοσδήποτε συσχετισμός ενόψει της άσκησής του. Σ΄αυτό το πλαίσιο, δεν δικαιολογείται να επεκταθούμε είτε στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο φαίνεται να αντιλαμβάνεται το θέμα είτε στις όποιες δυνατότητες παρέχονται στη βάση τη νομολογίας στην οποία αναφέρθηκαν οι δυο πλευρές. Βρίσκουμε στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, μάλιστα ακριβώς μετά την έστω ελλιπή αναφορά του στη νομολογία, σε σχέση με τα πιο πάνω, τον προσδιορισμό του ερείσματος πάνω στο οποίο θα ήταν δυνατό να αποδειχθεί η ενοχή των εφεσειόντων.  Αυτό εξειδικεύθηκε ευθέως με αναφορά στην “ύπαρξη του γενετικού υλικού και για τους δυο κατηγορούμενους στα τεκμήρια που αναφέραμε καθώς και την υπόλοιπη μαρτυρία και ευρήματα”.

Η απόφαση πως οι εφεσείοντες ήταν οι δυο από τους τρεις δράστες του εγκλήματος ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, όπως τη δέκτηκε το Κακουργιοδικείο. Αναφέρθηκε, βέβαια, το Κακουργιοδικείο σε σαφείς εξηγήσεις που αναμένονταν από τους εφεσείοντες.  Δεν πρέπει όμως να μας αποπροσανατολίσει αυτή η έστω ατυχής διατύπωση. Με κανένα τρόπο δεν εννοούσε το Κα[*224]κουργιοδικείο πως είχαν οι εφεσείοντες αποδεικτικό βάρος ή πως η παράλειψή τους να δώσουν τέτοιες εξηγήσεις πρόσθετε οτιδήποτε στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχης.  Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε, μάλιστα σε δυο περιπτώσεις, το πιο κάτω απόσπασμα από τη Σωτήρης Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, σε σχέση με τις “διαζευκτικές πιθανότητες” που είναι δυνατό να αφήνουν αμφιβολία:

“Οι δε διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, άλλως πως τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες, ως προς συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το υλικό ενώπιόν τους και αυτό δεν είναι έργο του Δικαστηρίου”.

Η αναφορά του Κακουργιοδικείου στις εξηγήσεις που έδωσαν οι εφεσείοντες πρέπει να προσεγγιστεί μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο, όπως άλλωστε το κατέστησε σαφές και το Κακουργιοδικείο στη συνέχεια. Εξήγησε γιατί θεωρούσε αόριστες τις εξηγήσεις των εφεσειόντων για να καταλήξει πως ήταν απλές εκδοχές που δεν υποστηρίζονταν από ίχνος μαρτυρίας και που δεν θα ήταν δυνατό να “δημιουργήσουν αμφιβολίες για την ενοχή τους”. Περί αμφιβολιών, λοιπόν, ο λόγος και το επανέλαβε και στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο. Διευκρίνησε  ρητά πως οι παρατηρήσεις του ως προς την ποιότητα ή το περιεχόμενο των εξηγήσεων που έδωσαν οι εφεσείοντες, δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ως εναπόθεση σ΄αυτούς του βάρους της απόδειξης της αθωότητάς τους. Τόνισε κατ΄επανάληψη πως το συμπέρασμα ενοχής στο οποίο κατέληξε στηρίχθηκε στη μαρτυρία που προσάχθηκε, που δεν άφηνε περιθώριο για άλλο ενδεχόμενο, και εξήγησε, με παραπομπή στην Anastassiades  (ανωτέρω) και στο σύγγραμμα Απόδειξη του Γ. Κακογιάννη σελ. 253, πως “οι ανώμοτες δηλώσεις έχουν κάποια αξία η οποία θα πρέπει να εξεταστεί μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας αλλά όχι τέτοια που να ισοδυναμεί με μαρτυρία”.

Το ειδικό θέμα τώρα σε σχέση με το άλλοθι του πρώτου εφεσείοντα.  Ο ισχυρισμός είναι πως και σ΄αυτή την περίπτωση είχαμε ουσιαστική αντιστροφή του βάρους της απόδειξης και έχουμε ήδη παραθέσει το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που έδωσε την αφορμή γι΄αυτόν και για τα όσα αναπτύχθηκαν στο πλαίσιό του.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως από αυτό συνάγεται ότι το Κακουργιοδικείο ανέμενε από τον πρώτο εφεσείοντα να αποδείξει το άλλοθί του.  Ούτε ότι θεωρήθηκε ότι αυτό καταρρίφθηκε απλώς επειδή η μητέρα του έλεγε ψέματα.  Αν έλεγε την αλήθεια η μητέρα του θα τέλειωνε το θέμα της ενοχής του δεύτερου εφεσείοντα και εί[*225]ναι αυτό που κατανοούμε ως την ουσία της πιο πάνω φράσης από την απόφαση του Κακουργιοδικείου.  Εφόσον απερρίφθη αυτός ο ισχυρισμός ως ψευδής, όπως εξήγησε το Κακουργιοδικείο, το άλλοθί του δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ενόψει της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής που τον συνέδεε με το έγκλημα.  Ιδιαίτερα εκείνης για το γενετικό υλικό.  Θα μπορούσε να ήταν και σ΄αυτή την περίπτωση καλύτερη η διατύπωση.  Ούτως ή άλλως θα μπορούσε να συσχετισθεί, ως θέμα ουσίας πλέον, και η δυνατότητα να ήταν ο πρώτος εφεσείων στο σπίτι του ή οπουδήποτε αλλού, αφού η μαρτυρία για το γενετικό υλικό αλλά και η υπόλοιπη, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, αποδείκνυε χωρίς αμφιβολία πως ήταν ένας από τους δράστες.  Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην πραγματικότητα δεν διακρίνουμε ζήτημα ουσίας αλλά διατύπωσης.

Σε κάθε περίπτωση, με δοσμένες τις διαπιστώσεις που προκύπτουν από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχουμε ανοικτό το ζήτημα της πράγματι δύναμης της μαρτυρίας πάνω στην οποία στηρίχθηκε η καταδίκη.  Ενδεχόμενη κρίση πως αυτή εξ αντικειμένου θεμελιώνει, χωρίς αμφιβολία, την ενοχή των εφεσειόντων, δεν θα μπορούσε να υποχωρήσει ή να αναιρεθεί με αναφορά σε διατυπώσεις ή αντιλήψεις όπως αυτές που συζητήθηκαν.  Θα ερχόταν σε τέτοια περίπτωση στην επιφάνεια η δυνατότητα που παρέχει η επιφύλαξη στο άρθρο 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και έχουμε επ’ αυτού υπόψη και την εντελώς πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, στην οποία εξηγήθηκε το άρθρο και αναλύθηκε η σχετική νομολογία.  Και αντιστρόφως, η ορθότητα της καθοδήγησης αναφορικά με αυτά τα ζητήματα θα κινείται στη σφαίρα της θεωρίας αν η μαρτυρία δεν έχει τη δύναμη που της προσδόθηκε.  Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ως το ουσιαστικά κρίσιμο, διατυπώθηκε σειρά ισχυρισμών και είναι αυτά που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

Έχουμε αναφερθεί στους πέντε μάρτυρες που είδαν τη δολοφονική επίθεση ή τις εξελίξεις που ακολούθησαν.  Υπάρχουν κάποιες διαφορές στη μαρτυρία τους, δεν είχαν δει όλοι τρεις κουκουλοφόρους και τους περιέγραψαν με διάφορους τρόπους. Εκείνο όμως που πρέπει να έχουμε εξ αρχής υπόψη είναι πως, με την εξαίρεση ενός ισχυρισμού του Χαρ. Α. Χαραλάμπους, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως έλεγαν την αλήθεια “όπως αυτοί συγκράτησαν τα γεγονότα και οι τυχόν αντιφάσεις που έχουν είτε στον αριθμό των κουκουλοφόρων είτε στη σχετική περιγραφή τους, δεν οφείλονται στο ότι κατέθεσαν ψέματα στο Δικαστήριο”. Δεν έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα αυτής της αξιολόγησης και οι εισηγήσεις που προωθήθηκαν ακριβώς στηρί[*226]ζονται σε όσα ορισμένοι μάρτυρες άκουσαν ή είδαν.

Είναι η εισήγηση των εφεσειόντων πως ενώ, πράγματι, όπως δέκτηκε και ο κ. Κληρίδης, δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία ευθέως αναγνωριστική τους, δόθηκαν από τους μάρτυρες στοιχεία τα οποία δεν ταίριαζαν με τους ίδιους, ως εξής:  Ο Χαρ. Α. Χαραλάμπους κατέθεσε ότι είδε τον ένα από τους δράστες όταν αυτός έβγαλε την κουκούλα του και συζητήθηκε σε έκταση η μαρτυρία του σε σχέση με το κατά πόσο αυτός ήταν φαλακρός, λέξη που χρησιμοποίησε στη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία ή απλώς είχε πιο αδύνατα μαλιά στο πάνω μέρος της κεφαλής του.  Επίσης άκουσε, τον ένα από τους δράστες, κατά τη διαφυγή τους, να αποκαλεί τον άλλο “Παύλο”.  Περαιτέρω, ο Δ. Σ. Πολυκάρπου περιέγραψε τους δράστες ως “λεπτούς και κοντούς”. Ο Χαρ. Α. Χαραλάμπους δεν περιορίστηκε στην περιγραφή του ενός από τους δράστες.  Ισχυρίστηκε πως τον αναγνώρισε κιόλας. Κατά τη μαρτυρία του επρόκειτο για το δεύτερο εφεσείοντα.  Το Κακουργιοδικείο δεν δέκτηκε αυτή τη μαρτυρία και εξήγησε γιατί. Όπως εκτίμησε, ήταν ψέμα. Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για να το παραλείψει ο Χαρ. Α. Χαραλάμπους όταν εξηγούσε στην αστυνομία τι και ποιους είδε.  Αντ’ αυτού προέβη σε άλλη περιγραφή και σχολίασε το Κακουργιοδικείο και τη διαφορά των όσων είπε στη γραπτή του κατάθεση με όσα ισχυρίστηκε ενώπιόν του.  Τώρα, όλοι δέχονται πως ήταν ορθές οι εκτιμήσεις αυτές. Εννοούμε τη Δημοκρατία, το δεύτερο εφεσείοντα αλλά και τον ίδιο τον πρώτο.  Μόνο που ο τελευταίος υποστηρίζει πως, ανεξάρτητα από το ζήτημα των περιγραφών, η μαρτυρία του Χαρ. Α. Χαραλάμπους θα έπρεπε να είχε ασκήσει επίδραση υπέρ του.  Καταγράφουμε το επιχείρημα:

Ορθά και δίκαια το Κακουργιοδικείο απέρριψε ως αναληθή τη μαρτυρία του Χαρ. Α. Χαραλάμπους πως ο δεύτερος εφεσείων ήταν ο ένας από τους δράστες.  Οι λόγοι που έδωσε ήταν καθόλα βάσιμοι και δεν θα εδικαιολογείτο να γίνει δεκτή τέτοια μαρτυρία ως ευθέως αναγνωριστική του δεύτερου εφεσείοντα. Όμως, όσο και αν διεξάχθηκε κοινή δίκη για τους δυο εφεσείοντες, το ζήτημα της ενοχής ή της αθωότητας του καθενός από αυτούς ήταν αυτοτελές και η απόρριψη της μαρτυρίας του Χαρ. Α. Χαραλάμπους ως αναληθούς θα έπρεπε να αφορά μόνο στο ζήτημα της ενοχής του δεύτερου εφεσείοντα.  Ως προς τον ίδιο, ήταν μαρτυρία μάρτυρα κατηγορίας και θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι τουλάχιστον δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς την ενοχή του.  Αναφέρθηκε επ’ αυτού ο κ. Γεωργίου στον Αrchbold 42η έκδοση §1-78 κ.επ. παραλληλίζοντας την περίπτωση με εκείνη της ύπαρξης  πλειόνων κατηγοριών κατά του ίδιου κατηγορούμενου.  Όπως και σε εκείνη την περίπτωση, επιβάλλεται ξεχωρι[*227]στή ετυμηγορία και όχι ομαδοποίηση.  Διαζευκτικά, όσο και αν ποτέ δεν τέθηκε τέτοιο θέμα ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αυτό θα έπρεπε, με δική του πρωτοβουλία, να διαχωρίσει τη δίκη.  Επικαλέστηκε, από το ίδιο σύγγραμμα, την αναφορά σε υπόθεση στην οποία κρίθηκε ότι θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί χωριστή δίκη όταν η μαρτυρία για τη μια κατηγορία επηρέαζε δυσανάλογα άλλη.

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με αυτές τις εισηγήσεις. Οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν κατηγορίες για συνωμοσία μεταξύ τους και για διάπραξη των ίδιων εγκλημάτων, με κοινή δράση. Στον Αrchbold 1995 §1 -166 κ.επ. και στο Criminal Procedure in Cyprus των Λοΐζου και Πική σελ. 59, σε σχέση με το άρθρο 41 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, παρατίθεται η νομολογία σύμφωνα με την οποία κατά κανόνα είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και της εξακρίβωσης της αλήθειας η κοινή εκδίκαση προσώπων που κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα. Δεν υπήρχε οτιδήποτε το ιδιαίτερο από αυτή την άποψη στην παρούσα περίπτωση, ουδέποτε τέθηκε θέμα διαχωρισμού της δίκης και δεν συμμεριζόμαστε την άποψη πως με την εισαγωγή της μαρτυρίας Χαρ. Α. Χαραλάμπους προέκυπτε τέτοιο ζήτημα, το οποίο μάλιστα θα έπρεπε να  οδηγήσει το Κακουργιοδικείο σε δικές του πρωτοβουλίες.  Ούτε δικαιολογείται να γίνεται εδώ λόγος για εισαγωγή μαρτυρίας με δυσανάλογη αποδεικτική αξία σε σχέση με τη βλάβη που θα προκαλούσε. Ο Χαρ. Α. Χαραλάμπους αναφέρθηκε σε θέμα σχετικό προς τα εγκλήματα που αποδίδονταν και στους δυο εφεσείοντες και θα ήταν αδιανότητο να διασπασθεί το ζήτημα της αλήθειας του ισχυρισμού του.  Ήταν πρόσωπο που κατέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε, όπως όφειλε, τη μαρτυρία του.  Η κρίση του πως δεν έλεγε την αλήθεια, ορθά εξαφάνισε ολοσχερώς αυτή τη μαρτυρία του.  Δεν είναι νοητό ο ίδιος ισχυρισμός να είναι ψευδής και την ίδια στιγμή ενδεχομένως αληθής.

Τα υπόλοιπα, εκείνα δηλαδή της κατά τα άλλα περιγραφής των δραστών και της κλήσης του ενός με το όνομα “Παύλος”, το Κακουργιοδικείο τα προσέγγισε με αναφορά στη δυνατότητα σκόπιμης προσπάθειας παραπλάνησης αλλά και στα όσα προηγουμένως ανέφερε σε σχέση με τις δυνατότητες που είχαν οι αυτόπτες μάρτυρες να δούν και να περιγράψουν. Υπενθυμίζουμε πως ο Δ.Στ. Πολυκάρπου βρισκόταν σε ύψος δυο ορόφων και σε απόσταση περίπου 150 μέτρων από τα διαδραματισθέντα και σημειώνουμε πως δεν είχε ερωτηθεί αναφορικά με τη δυνατότητα να είχε αντιληφθεί, από τέτοιο σημείο, άντρες με τη σωματική διάπλαση των εφεσειόντων ως λεπτούς και κοντούς.  Και αυτά, όμως, αξιολογήθηκαν τελικά κάτω από το φως της υπόλοιπης μαρτυρίας. Αυτή καθιστούσε βέβαιη την ενοχή των [*228]εφεσειόντων και αυτή η βεβαιότητα δεν αμβλυνόταν από τέτοιας μορφής στοιχεία, επιδεκτικά άλλων εξηγήσεων.

Η εικόνα από τη σύνθεση των στοιχείων διαμορφώνεται ως εξής:

1.  Οι εφεσείοντες ήταν μαζί την παραμονή του εγκλήματος.  Γύρω στις 11.00 - 11.10 μ.μ. της 15.12.98 ο πρώτος εφεσείων διαχωρίστηκε από το αστυνομικό κλιμάκο αλλά συνέχισε να βρίσκεται σε τηλεφωνική επαφή με το δεύτερο εφεσείοντα.  Το αντικείμενο της συνομιλίας τους, τόσο πριν την αναχώρηση προς την Πάφο όσο και κατά τη διαδρομή, το έχουμε καταγράψει. Έχει εγερθεί ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσο το τηλεφώνημα του πρώτου εφεσείοντα, περί την 3.30 π.μ. όταν ρώτησε αν είναι “ όλα εν τάξει”, έγινε προς τον πρώτο εφεσείοντα.  Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε πως αυτό προκύπτει ως βέβαιο συμπέρασμα από τη μαρτυρία που προσάχθηκε και τόνισε πως ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα τηλεφωνικής επικοινωνίας με άλλους.  Σημειώνουμε πως το Κακουργιοδικείο επισήμανε πως ο ίδιος ο πρώτος εφεσείων αναφέρθηκε στην κατάθεσή του σε τηλεφώνημα που δέκτηκε από το δεύτερο εφεσείοντα με αυτό το περιεχόμενο.

2.  Στις 11.15 π.μ. τις 16.12.98 διαπράχθηκε το έγκλημα και το έχουμε πως ο πρώτος εφεσείων δεν είχε πάει εκείνο το πρωΐ στη δουλειά του.  Ο δεύτερος εφεσείων ισχυρίστηκε πως βρισκόταν στο σπίτι του και κοιμόταν αλλά αυτό ήταν ψέμα.  Τον διαψεύδει ο Φραγκέσκου στο σπίτι του οποίου κατέληξε περπατητός, περί την 12.15 μ.μ., μαζί με άλλο πρόσωπο που δεν αναγνωρίστηκε.  Το σπίτι του Φραγκέσκου βρισκόταν σε απόσταση που καλύφθηκε στο πλαίσιο της διερεύνησης, με γρήγορο βήμα, μέσα σε 18 - 24 λεπτά ανάλογα με τη διαδρομή.

3.  Ο Φραγκέσκου μετέφερε τον αναστατωμένο και ανησυχούντα δεύτερο εφεσείοντα και τον άλλο, στο συγκρότημα Castle.

4.  Στο αυτοκίνητο των δραστών βρέθηκε “μπρελόκ” με κλειδιά που ανήκαν ακριβώς σε διαμερίσματα του συγκροτήματος Castle.  Αυτά είχαν δοθεί από τον υπεύθυνο του συγκροτήματος στον Προκοπίου, φίλο του δεύτερου εφεσείοντα, που ομολόγησε πως ήταν ο ένας από τους δράστες.

5.  Μέσα στο αυτοκίνητο των δραστών βρέθηκαν τα αντικείμενα που αναφέρθηκαν, με γενετικό υλικό των εφεσειόντων σ΄αυτά. Έξω από το αυτοκίνητο, στο σημείο που ανευρέθηκαν τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν για το φόνο, βρέθηκε η μαύρη κουκούλα [*229]που φορούσε ο ένας από τους δράστες.  Εντοπίστηκε σ΄αυτή γενετικό υλικό μόνο του πρώτου εφεσείοντα.  Το αυτοκίνητο των δραστών, ήταν κλοπιμαίο.

Είναι η εισήγηση των εφεσειόντων πως και στη βάση των πιο πάνω υπάρχει χώρος για αμφιβολία αναφορικά με την ενοχή τους.  Τονίστηκαν τα ακόλουθα:

(α)  Το συμπέρασμα ενοχής για το δεύτερο εφεσείοντα, με αναφορά στη μαρτυρία του Φραγκέσκου, δεν ήταν εκτός λογικής αλλά δεν ήταν και το μόνο που θα ήταν δυνατόν να εξαχθεί.  Εξακολουθούσαν να υπάρχουν άλλα ενδεχόμενα. Ήταν δυνατό να βρισκόταν ο δεύτερος εφεσείων στην περιοχή για να παραλάβει τον οπλισμό των δραστών με πρόθεση να τον κρύψει ή, ακόμα, ήταν δυνατό να βρισκόταν στην περιοχή για άλλο παράνομο σκοπό που σχετιζόταν με τη δολοφονία του Χ. Αεροπόρου αλλά να μην ήταν εκείνος ο ένας από τους δράστες.

(β)  Οι συνομιλίες μεταξύ των εφεσειόντων πριν και κατά τη διαδρομή του αστυνομικού κλιμακίου προς την Πάφο δεν ήταν αφ΄εαυτών ενοχοποιητικές για οτιδήποτε. Τίποτε από όσα ακούστηκαν να λέγουν δεν παραπέμπει σε συνεννοήσεις σε σχέση με τη διάπραξη φόνου ούτε θα ήταν λογικό να αναμένονται τέτοιες συνεννοήσεις διά τηλεφώνου στην παρουσία συναδέλφων τους.

(γ)  Η ύπαρξη γενετικού τους υλικού στα τεκμήρια ήταν δυνατό να εξηγηθεί και με τρόπους που συμβιβάζονταν με μή παρουσία τους στο αυτοκίνητο των δραστών και στη σκηνή του φόνου. Υπήρχαν τα ενδεχόμενα που αναφέρθηκαν και αυτά υποστηρίζονται από τη μαρτυρία του Μ. Καριόλου.  Ειδικά σε σχέση με την ευκολία με την οποία γενετικό υλικό εναποτίθεται σε αντικείμενα, τη δυνατότητα έμμεσης μεταφοράς του ακόμα και από ένα αντικείμενο σε άλλο αλλά και το γεγονός ότι αυτό μπορεί να παραμείνει σε ένα αντικείμενο ακόμα και επί μήνες.  Και, όπως είδαμε, καταλογίζεται σφάλμα καθοδήγησης στο Κακουργιοδικείο, όταν όπως εισηγούνται, εξομοίωσε τη σημασία των δακτυλικών αποτυπωμάτων που δεν μεταφέρονται εμμέσως με εκείνα του γενετικού υλικού.  Ανεξάρτητα από αυτά, τονίστηκε η περίπτωση της R. v. Court [1960] Crim. L.R. 631 στην οποία, η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου στο κλαπέν αυτοκίνητο δεν κρίθηκε αρκετή για να στηρίξει  καταδίκη του για κλεπταποδοχή.

[*230](δ)         Το γεγονός ότι στη μαύρη κουκούλα και στο καπελλάκι βρέθηκε γενετικό υλικό μόνο του πρώτου εφεσείοντα δεν προσθέτει οτιδήποτε στη υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Δεν είχαν εξεταστεί ολόκληρα τα τεκμήρια με τη μέθοδο εντοπισμού γενετικού υλικού.  Εξετάστηκαν μόνο ορισμένα μέρη τους, το δε υπόλοιπό τους μόνο επιφανειακά.  Επομένως, ήταν δυνατό να υπήρχε γενετικό υλικό και άλλου προσώπου σε διαφορετικό σημείο των τεκμηρίων.  Περαιτέρω, ήταν δυνατό, πάντοτε ενόψει της μαρτυρίας του Μ. Καριόλου, να είχε φορέσει τη μαύρη κουκούλα και το καπελάκι άλλο πρόσωπο και να μην είχε αφήσει γενετικό υλικό σ΄αυτά.  Ή, τουλάχιστον, να μην είχε αφήσει αρκετό ώστε να είναι δυνατή η ανίχνευσή του.

Το Κακουργιοδικείο, στην απουσία, όπως εξήγησε, επαρκούς νομολογίας σε σχέση με γενετικό υλικό, σημείωσε πως η νομολογία, στην οποία και αναφέρθηκε σε κάποια έκταση, αναφορικά με δακτυλικά ή παλαμικά αποτυπώματα εφαρμόζεται κατ΄αναλογίαν, αφού, όπως πρόσθεσε, και η μέθοδος αυτή είναι εξ ίσου αν όχι και πιο πειστική από τα δακτυλικά αποτυπώματα. Σημείωσε δε στη συνέχεια πως τα δακτυλικά αποτυπώματα όπως και η ανεύρεση γενετικού υλικού είναι δυνατό, σε κατάλληλη υπόθεση, να είναι αρκετά για καταδίκη.  Ανάλογα, όμως, όπως πρόσθεσε, με τα γεγονότα της υπόθεσης. Για να υποδείξει, αμέσως μετά, ως το ερώτημα που ανέκυπτε, το κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία ήταν αρκετή για να οδηγήσει με ασφάλεια στην καταδίκη των εφεσειόντων.  Και ακριβώς ήταν σε εκείνο το σημείο που αναφέρθηκε στη νομολογία σε σχέση με τις διαζευκτικές πιθανότητες ή τις απλές θεωρίες, ανάλογα με τη μαρτυρία που προσάγεται. Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής σ΄αυτή την προσέγγιση. Η υπόθεση  Denis Adams [1966] 2 Crim. App. R. 4671 στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Γεωργίου, γενικά σε σχέση με μαρτυρία γενετικού υλικού, περιλαμβάνει σχετικές αναφορές.  Η επιστημονική μαρτυρία, σημειώνεται στη σελίδα 481, που προβάλλεται ως αποδεικτική ορισμένου γεγονότος, είναι δυνατό να θεμελιώσει εκείνο το γεγονός σε βαθμό ο οποίος, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να κυμαίνεται από την απλή πιθανότητα ως την ουσιαστική βεβαιότητα.  Και στη σελ. 470, απόσπασμα που παρατίθεται και στη σύνοψη της απόφασης, τονίστηκε πως δεν υπάρχει οτιδήποτε το εγγενές στη φύση της μαρτυρίας από γενετικό υλικό που να το καθιστά μη αποδεκτό αφ΄εαυτού ή που να δικαιολογεί ειδικό, ιδιαίτερο κανόνα, ότι μαρτυρία που εμπίπτει σ΄αυτή τη κατηγορία δεν είναι δυνατό να στηρίξει καταδίκη στην απουσία άλλης μαρτυρίας.

Μελετήσαμε όλες τις εισηγήσεις, εξονυχίσαμε όλα τα δεδομένα [*231]και καταλήγουμε πως το πλέγμα που δημιουργεί η μαρτυρία που προσάχθηκε αναδεικνύει ορθό το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου πως οι εφεσείοντες ήταν, χωρίς αμφιβολια, οι υπόλοιποι δυο από τους δράστες.  Το γενετικό υλικό και των δυο, μάλιστα όχι σε ένα αλλά σε δυο αντικείμενα, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, οδηγεί σ΄αυτό και μόνο το συμπέρασμα.

Οι πιθανότητες στις οποίες αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες, γενικές και αόριστες όπως τις είδε το Κακουργιοδικείο, ορθά κρίθηκαν ως στερούμενες οποιουδήποτε ερείσματος και ως μή δυνάμενες να άρουν τη βεβαιότητα που θεμελιώνει η μαρτυρία που προσάχθηκε.  Έχουμε συναφώς υπόψη και τη διαφορετική χρήση των αντικειμένων στα οποία βρέθηκε γενετικό υλικό του καθενός, αλλά και το γεγονός ότι η χειρουργική μάσκα, στην οποία βρέθηκε και γενετικό υλικό που αποδίδεται στον Προκοπίου, ήταν μιας χρήσης. Η αναγνώριση πιθανότητας αυτά να είναι απλές συμπτώσεις που να συμβιβάζονται και με αθώα χρήση των αντικειμένων, στο πλαίσιο της μαρτυρίας, θα ανάγεται στη σφαίρα της φαντασίας.

Δεν βρίσκουμε κανένα λάθος στη σημασία που προσδόθηκε στη μαρτυρία του Φραγκέσκου ή και στη μαρτυρία για τις συνομιλίες των εφεσειόντων όταν αποφασίστηκε η απόσπαση του πρώτου από το αστυνομικό κλιμάκιο και στη συνέχεια.  Είναι βέβαια σαφές ότι ο διαχωρισμός του κλιμακίου ήταν τυχαίος και ότι οι συνομιλίες δεν περιλαμβάνουν αναφορά σε οτιδήποτε που θα μπορούσε αφ΄εαυτού να συσχετισθεί προς το έγκλημα.  Ούτε έγιναν με τέτοιο τρόπο αντιληπτές από το Κακουργιοδικείο όταν αυτό αναφερόταν σε δυνατότητα των εφεσειόντων να συνωμοτήσουν προς διάπραξη του φόνου, σε εκείνο το στάδιο.  Και είναι λανθασμένη και η άποψη των εφεσειόντων πως το Κακουργιοδικείο ανήγαγε την απλή δυνατότητα σε πράγματι διάπραξη του αδικήματος της συνωμοσίας.  Το Κακουργιοδικείο είχε ήδη καταλήξει πως οι εφεσείοντες ήταν οι δράστες και ήταν με αυτό ως δεδομένο που εξέτασε στη συνέχεια αν στοιχειοθετούνται τα συστατικά των κατηγοριών που τους προσάφθηκαν. Αφού, λοιπόν, επισήμανε τα στοιχεία που έδειχναν πως το έγκλημα προϋπέθετε προσχεδιασμό και προσυνεννόηση μεταξύ των εφεσειόντων, απλώς θέλησε να αναφερθεί και στο γεγονός ότι, κατά το κατηγορητήριο, η συνωμοσία διαπράχθηκε στις 16.12.98.  Ήταν σ΄αυτό το πλαίσιο, μόνο δηλαδη, σε σχέση με την ημερομηνία του κατηγορητηρίου, που το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε δυνατότητες που πρόσφεραν όχι μόνο οι τηλεφωνικές συνομιλίες αλλά και ο χρόνος, από εκεί και πέρα, ως τη διάπραξη του εγκλήματος.

Επανερχόμαστε στο ζήτημα των συνομιλιών.  Αυτές αποκαλύ[*232]πτουν ιδιαίτερες συνεννοήσεις μεταξύ των εφεσειόντων, ανεξήγητες προκειμένου για ανθρώπους οι οποίοι συμπτωματικά χώρισαν κάτω από τις περιστάσεις που περιγράψαμε, που ορθά κρίθηκε πως θα ήταν παράλογο να αποδοθούν απλώς σε προσπάθεια υπόδειξης πρόσβασης προς τον αυτοκινητόδρομο.  Δεν είναι μόνο ο αριθμός των τηλεφωνημάτων και ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά έγιναν. Ήταν και η αναφορά σε “πράγματα” που θα παραλαμβάνονταν και το αυτόκλητο ενδιαφέρον του δεύτερου εφεσείοντα να θελήσει να πληροφορηθεί, σε μεταγενέστερο στάδιο, αν ήταν  “όλα εν τάξει”.  Αυτές οι ιδιαίτερες συνεννοήσεις δικαιολογημένα θεωρήθηκαν ως έχουσες, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, ενοχοποιητική χροιά που ορθά συνυπολογίστηκε μαζί με τη μαρτυρία για το γενετικό υλικό, ακριβώς αυτών των δυο, σε πλείονα του ενός αντικείμενα, όπως έχουμε αναφέρει.

Για τη σημασία της μαρτυρίας του Φραγκέσκου πολύ λίγα χρειάζεται να προσθέσουμε.  Πέρα από το ότι δείχνει το δεύτερο εφεσείοντα να έλεγε ψέματα όταν ισχυριζόταν πως εκείνη την ώρα βρισκόταν στο σπίτι του, αποκαλύπτει κινήσεις, συμπεριφορά και αναφορές που, ενόψει της υπόλοιπης μαρτυρίας για το γενετικό υλικό, μόνο από δράστη του εγκλήματος θα ήταν δυνατό να προέρχονται.  Δεν μπορεί να υπάρχει άλλη εξήγηση όταν ο άνθρωπος του οποίου το γενετικό υλικό βρέθηκε στη σκηνή του φόνου, όπως περιγράψαμε, καταφθάνει πεζός, μαζί με άλλο, στο σπίτι του Φραγκέσκου, την τοπική σχέση του οποίου με το σημείο του φόνου, προσδιορίσαμε.  Για να ακολουθήσουν τα άλλα, όπως τα κατέγραψε το Κακουργιοδικείο: Η πρόσκληση προς τον Φραγκέσκου να τους μεταφέρει κάπου, που ξέρουμε ότι ήταν το συγκρότημα Castle, κλειδιά διαμερισμάτων του οποίου βρέθηκαν μέσα στο κλοπιμαίο αυτοκίνητο των δραστών.  Το γεγονός ότι, ενώ το δεύτερο πρόσωπο ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα του Φραγκέσκου, ο δεύτερος εφεσείων απέφυγε να δώσει εξηγήσεις, ανέφερε πως ήταν ζήτημα ζωής και  θανάτου και πως τους κυνηγούσαν και πως κινδύνευαν, για να εκστομίσει στη συνέχεια, μετά από τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τρίτο, τη φράση “δκιάολε μαύρε, έπεσέ του το τηλέφωνο”.  Και, τελικά, να καλέσει τον Φραγκέσκου να μην αναφέρει σε κανένα τίποτε γιατί κινδύνευε η ζωή του.  Ούτε στην υπηρεσία ούτε καν στη σύζυγό του.

Ο Μ. Καριόλου εξήγησε πως οι αναλύσεις του δεν προσδιορίζουν το χρόνο εναπόθεσης σε αντικείμενα του γενετικού υλικού και πως, πράγματι, αν αυτά δεν αλλοιωθούν π.χ. με πλύσιμο, το γενετικό υλικό μπορεί να παραμείνει σε αυτά ακόμα και για μήνες.  Επίσης πως είναι δυνατή η έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού από αντικείμενο σε αντικείμενο ή ακόμα και από επαφή μαζί τους, διαφορετική [*233]από εκείνη για την οποία τα αντικείμενα προορίζονται. Δεν δεχόμαστε όμως πως αυτές οι δυνατότητες μπορούσαν, στο πλαίσιο της μαρτυρίας που προσάχθηκε, να μετουσιωθούν σε αμφιβολίες αναφορικά με την ένοχη σημασία της ανεύρεσης του γενετικού υλικού των εφεσειόντων σε αντικείμενα μέσα στο αυτοκίνητο των δραστών και λίγο έξω από αυτό, δίπλα από τα φονικά όπλα.

Ειδικά, σε σχέση με τη μαύρη κουκούλλα στην οποία έγινε ιδιαίτερη αναφορά και από τις δυο πλευρές, παρατηρούμε τα ακόλουθα.  Είναι γεγονός ότι ο Μ. Καριόλου δεν την εξέτασε με την μέθοδο για τον εντοπισμό γενετικού υλικού στο σύνολό της. Αν το έκαμνε, όπως εξήγησε, θα την διέλυε, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον ως τεκμήριο.  Δεν ήταν τυχαία όμως η επιλογή των σημείων της από τα οποία απέκοψε για τις εξετάσεις του.  Αυτά απεκόπησαν από την περιοχή των οπών της στη θέση των ματιών και του στόματος όπου κατ΄εξοχήν αναμένεται, λόγω των εκκρίσεων και της ροής αέρα, εναπόθεση γενετικού υλικού από το πρόσωπο που τη φορεί.  Παρεμβάλουμε πως το ίδιο ίσχυσε και σε σχέση με το καπελλάκι στο οποίο επίσης βρέθηκε γενετικό υλικό μόνο του πρώτου εφεσείοντα.  Απεκόπησαν τεμάχιά του από το εσωτερικό του μέρος που ερχόταν σε επαφή με το μέτωπο όπου συνήθως βρίσκονται κύτταρα λόγω της τριβής με την κεφαλή και το δέρμα.  Επιπρόσθετα, ο Μ. Καριόλου είχε το θετικό αποτέλεσμα της βιοχημικής μεθόδου Α. Αmillasis που χρησιμοποίησε ως βοήθημα για τον προσδιορισμό των σημείων στα οποία θα έπρεπε να στοχεύσει.  Δέκτηκε, λοιπόν, πως αυτή η βιοχημική μέθοδος δεν απέκλειε την πιθανότητα να υπήρχε γενετικό υλικό άλλου σε άλλο σημείο της κουκούλας, για να προσθέσει όμως το εξής σημαντικό.  Αν υπήρχε σε άλλο σημείο της κουκούλας γενετικό υλικό άλλου, αυτός αποκλείεται να είχε φορέσει την κουκούλα.  Εκτός εάν τη φορούσε με τρόπο που θα κάλυπτε τα μάτια του. Αυτό, αφού στην περιοχή των οπών της κουκούλας βρήκε γενετικό υλικό μόνο του πρώτου εφεσείοντα.  Εξήγησε πως απέκλειε την πιθανότητα να υπήρχε γενετικό υλικό άλλου στην περιοχή εκείνη και είναι σαφές από τη μαρτυρία του πως χρήση της κουκούλας όπως η συζητούμενη, θα άφηνε εξιχνιάσιμο γενετικό υλικό. Εκτός, όπως χαρακτηριστικά είπε, αν το πρόσωπο που φορούσε την κουκούλα σταματούσε την αναπνοή του. Του ζητήθηκε κατά την αντεξέταση να δηλώσει κατά πόσο απέκλειε εντελώς να είχε χρησιμοποιηθεί η κουκούλα από τρίτο πρόσωπο χωρίς αυτό να αφήσει γενετικό υλικό και δεν μπορούσε να είναι τόσο απόλυτος. Όπως το έθεσε σε εκείνο το σημείο, “οι πιθανότητες να αφήσει παρά να μην αφήσει είναι περισσότερες” και σ΄αυτή την απάντησή του ο πρώτος εφεσείων στήριξε επιχειρήματα.  Όπως και στην αναφορά του σε παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται το κατά πόσο κάποιος που φορεί τέτοια κουκού[*234]λα, ακόμα και επί πέντε ώρες, δεν θα αφήσει σ΄αυτή γενετικό υλικό.  Δεν τα αντιλαμβανόμαστε όμως αυτά τα γενικά ως αναιρετικά των όσων με βεβαιότητα είπε προηγουμένως.  Αποτελούσαν τον τρόπο με τον οποίο ο μάρτυρας ανήγαγε σε πιθανότητες όσα είχε προηγουμένως εξηγήσει.  Κατά την επανεξέτασή του, εξηγώντας τον παράγοντα του χρονικού διαστήματος για το οποίο φορεί κάποιος τέτοια κουκούλα, ήταν συγκεκριμένος.  Ο χρόνος δεν ήταν αφ΄εαυτού κρίσιμης σημασίας.  Ακόμα και αμέσως αν αφαιρούσε κάποιος την κουκούλα από το πρόσωπο του, θα άφηνε σ΄αυτή το γενετικό του υλικό αν την άγγιζε με τα χείλη του.  Ο χρόνος όμως για τον οποίο κάποιος φορούσε τέτοια κουκούλα ήταν σημαντικός γιατί όσο περισσότερος είναι τόσο περισσότερες είναι και οι πιθανότητες να έλθει σε επαφή με τα σημεία τα οποία αφήνουν γενετικό υλικό. Όπως δε επανέλαβε, και η ελάχιστη επαφή μπορεί να αφήσει κύτταρα για να εντοπιστούν.  Γνωρίζουμε στην προκειμένη περίπτωση πως την κουκούλα που βρέθηκε τη φορούσε ο δράστης ενόσω ήταν ακόμα στο αυτοκίνητο και πως συνέχισε να τη φορεί κατά την έξοδό του όταν πυροβολήθηκε το θύμα ενώ βρισκόταν στο έδαφος και για κάποια απόσταση ακόμα ενώ διέφευγε μέχρι την αφαίρεση και την εγκατάλειψή της στη σκηνή, μαζί με το όπλο.

Καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.  Η μαρτυρία που προσάχθηκε αποδεικνύει πέρα από κάθε λογική αμφιβολία πως οι δυο εφεσείοντες ήταν οι δυο από τους δράστες και πως στοιχειοθετούνται όλες οι κατηγορίες που τους προσάφθηκαν.  Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.


[*235]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο