Kυπριανού Mιχαλάκης (2001) 2 ΑΑΔ 236

(2001) 2 ΑΑΔ 236

[*236]2 Απριλίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΤΟΥ

ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ

ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΑΡ. 7119/00,

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΤΟΥ

ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΜΕ ΑΡ. 7065

ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΗΣ ΗΜΕΡ. 14/2/01

ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7065)

 

Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Δικηγόρος διέπραξε το αδίκημα της κατά πρόσωπο καταφρόνησης Δικαστηρίου και καταδικάσθηκε, κατά πλειοψηφία, σε φυλάκιση πέντε ημερών ― Άρθρο 44(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60) ― Τι επάγεται η κατά πρόσωπο καταφρόνηση του Δικαστηρίου ― Εξουσία των Δικαστηρίων για επιβολή ποινών ― Παράλειψη τιμωρίας των καταφρονητών, όπου τα περιστατικά της υπόθεσης το επιβάλλουν, ισοδυναμεί με παρέκκλιση από το επιτακτικό καθήκον του Δικαστηρίου ― Η εξουσία του Δικαστηρίου, καταδίκης προσώπου για καταφρόνησή του, ασκείται με φειδώ ― Ποία η σημασία της απολογίας με σκοπό την επανόρθωση ― Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.

Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Ποια η ακολουθητέα διαδικασία προς αντιμετώπιση και τιμωρία της κατά πρόσωπο καταφρόνησης του Δικαστηρίου.

Ποινή ― Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Διάπραξη του αδικήματος από δικηγόρο με έργα και λόγια ― Επιβολή ποινής φυλάκισης πέντε ημερών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Συναγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Κατά πόσο το Άρθρο 44(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και είναι, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικό.

[*237]Σύμφυτη εξουσία ― Εξουσία Δικαστηρίων για την τιμωρία πράξεων καταφρόνησης ― Είναι σύμφυτη και πηγάζει από αυτή τούτη τη φύση της δικαστικής λειτουργίας.

Δικηγόροι ― Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Ο δικηγόρος πρέπει να αφίσταται από πράξεις προσβλητικές ή υποτιμητικές προς το Δικαστήριο ― Ο δικηγόρος είναι σε μοναδική θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες καταφρόνησης του Δικαστηρίου και την υπονόμευση της δικαιοσύνης που επάγεται.

Κατά τη διάρκεια δίκης για φόνο, το Κακουργιοδικείο Λεμεσού έκρινε, κατά πλειοψηφία, το δικηγόρο της Υπεράσπισης κ. Μιχαλάκη Κυπριανού, ένοχο κατά πρόσωπο καταφρόνησης του Δικαστηρίου και τον καταδίκασε σε φυλάκιση πέντε ημερών.  Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το περιεχόμενο και το ύφος και ο τόνος της φωνής με τον οποίο ο Κυπριανού εκφράστηκε, αποτελούσαν καταφρόνηση του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 44(1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60), όπως αυτό έχει τροποποιηθεί.

Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση στην οποία αμφισβητήθηκαν:

(α)   Η συνταγματικότητα του Άρθρου 44(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), (ο "Νόμος"), (όπως τροποποιήθηκε - Ν. 166/87).

(β)   Η διαπίστωση ότι η συμπεριφορά του εν λόγω δικηγόρου συνιστούσε καταφρόνηση του Δικαστηρίου.

(γ)   Η εγκυρότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.

(δ)   Το δικαιολογημένο της ποινής φυλάκισης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα άρθρα 150 και 162 του Συντάγματος παρέχουν, χωρίς περιορισμό, στο Ανώτατο Δικαστήριο εξουσία να επιβάλλει ποινές λόγω περιφρόνησης του Δικαστηρίου και σε άλλο Δικαστήριο εξουσία να τιμωρεί κάθε πρόσωπο που επιδεικνύει ανυπακοή σε διατάγματα ή αποφάσεις του.  Το Άρθρο 162, επίσης, ορίζει ότι νόμος δύναται να χορηγήσει δικαιοδοσία σε κάθε δικαστήριο για την επιβολή ποινής για περιφρόνηση του Δικαστηρίου.  Το Άρθρο 44(2) του Νόμου εντάσσεται στο νομοθετικό πλαίσιο που διαγράφει το Άρθρο 162.

2.  Η δικαιοδοσία για την τιμωρία πράξεων κατά πρόσωπο καταφρό[*238]νησης του Δικαστηρίου είναι σύμφυτη και έχει ως λόγο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας και την περιφρούρηση του κύρους και της υπόστασης του Δικαστηρίου.

3.  Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επεσήμανε ότι η τιμωρητική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων, προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας τους, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των εξουσιών κάθε Δικαστηρίου.

4.  Αντικείμενο της προστασίας δεν είναι τα άτομα των Δικαστών, αλλά το ίδιο το Δικαστήριο και η υπόστασή του.

5.  Ο δικηγόρος μπορεί να τιμωρηθεί για καταφρόνηση, όπου με λόγια προσβάλλει το Δικαστήριο, ασκώντας, κατ’ επίφαση, τα καθήκοντά του.

6.  Η εξουσία του Δικαστηρίου καταδίκης προσώπου για καταφρόνηση ασκείται με φειδώ.

7.  Η απολογία προς το Δικαστήριο με σκοπό την επανόρθωση, μετριάζει την καταφρόνηση, που μπορεί να φθάσει μέχρι την εξάλειψή της, εκεί όπου κρίνεται ότι είναι απόρροια έξαψης της στιγμής και όχι πράξη ηθελημένη.

8.  Όταν ο νόμος προσδιορίζει τους τρόπους, με τους οποίους μπορεί να διαπραχθεί το αδίκημα, με μια ή περισσότερες πράξεις που έχουν κοινό πυρήνα, ένα μόνο αδίκημα συντίθεται.

9.  Οι καταφρονητικές πράξεις πρέπει, ως θέμα αρχής, να προσδιορίζονται με λεπτομέρεια.

10.  Δεν σημειώθηκε σφάλμα στον προσδιορισμό των καταφρονητικών πράξεων από το Κακουργιοδικείο.

11.  Το Δικαστήριο έδωσε στον κ. Κυπριανού την ευκαιρία να απολογηθεί αλλά αυτός δεν το έπραξε.

12.  Ο κ. Κυπριανού, έργοις και λόγοις, επέδειξε έλλειψη σεβασμού προς το Δικαστήριο  διαπράττοντας το αδίκημα της κατά πρόσωπο καταφρόνησης του Δικαστηρίου, το οποίο προβλέπεται στο Άρθρο 44(2) του Νόμου.

13.  Το καταδικαστέο της κατά πρόσωπο περιφρόνησης του Δικαστηρίου, όπως απαντάται στο κοινό δίκαιο, δεν αποτελεί ιδιομορφία του [*239]αγγλικού δικαίου, αλλά κοινό γνώρισμα των ευρωπαϊκών συστημάτων δικαίου.

14.  Η εξουσία για τιμωρία καταφρόνησης του Δικαστηρίου στοχεύει στην περιφρούρηση των θεσμών της Δικαιοσύνης, απαραίτητης για τη διασφάλιση δίκαιης δίκης.  Η καταστολή της καταφρόνησης, με δικαστικά μέτρα, όπου τούτο είναι αναγκαίο, αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου, χάριν της απρόσκοπτης διεξαγωγής δίκαιης δίκης.  Αδιαφορία του Δικαστηρίου μπροστά στη μομφή που τέθηκε για τη λειτουργία του, θα άφηνε το Δικαστήριο έκθετο στην κατηγορία ότι δεν διεξάγει αμερόληπτη δίκη.  Η αμεροληψία των Δικαστών αποτελεί την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης.

15.  Δικηγόρος ο οποίος αντιπαρατίθεται στο Δικαστήριο, για δικούς του σκοπούς, αντινομεί προς το λειτούργημά του και θέτει το εαυτό του στην ίδια μοίρα, όπως κάθε άλλος που περιφρονεί το Δικαστήριο.  Ενδεικτικό της σπανιότητας της καταδίκης δικηγόρου για καταφρόνηση του Δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά, από την καθίδρυση της Δημοκρατίας, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης λόγω περιφρόνησης του Δικαστηρίου.

16.  Ο κ. Κυπριανου δεν απέσυρε τα όσα είπε και έπραξε στο Κακουργιοδικείο.  Δεν απολογήθηκε ούτε ενώπιον του Εφετείου.

17.  Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου στην επιβληθείσα ποινή.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Attorney-General v. Ibrahim a.o. (1964) C.L.R. 195,

Connelly v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 401,

A-G v. Times Newspapers Ltd [1973] 3 All E.R. 54,

Ravnsborg v. Sweden, judgment of 23 March 1994, Eur. Court HR, Series A no. 283-B, p. 30, & 34,

King v. Davison [1821] 4 B & ALD.329,

Morris v. Crown Office [1970] 2 Q.B. 114,

Chr. Zannetos Constructions Ltd v. Phoenix Constructions Ltd (1998) [*240]1(B) A.A.Δ. 923,

Ex Parte Pater [1864] 122 E.R. 842,

Balogh v. St. Albans Crown Court [1975] Q.B. 73,

R. v. Hill [1986] Crim. L.R. 457,

Maharaj v. A-G for Trinidad [1977] 1 All E.R. 411,

Jemmison v. Priddle [1972] 1 All E.R. 539 (QBD),

Attorney-General v. HjiConstanti (1969) 2 C.L.R. 5,

DPP v. Burgess [1970] 3 All E.R. 266,

Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πειθαρχική Έφεση Αρ. 2/99, ημερ. 21/11/00,

Weber judgment of 22 May 1990, Eur. Court H.R., Series A no. 177,

Demicoli judgment of 27 August 1991, Eur. Court H.R., Series A no. 210,

R. v. Calum lain Macleod, Case No. 99/5664/W3 & 99/3840/W3, 29/11/2000,

Balogh v. St Alban’s Crown Court [1975] Q.B. 73,

Ioannides v. Republic a.o. (1971) 3 C.L.R. 8.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον Εφεσείοντα-δικηγόρο κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 7119/90, ημερομηνίας 14/2/01, με την οποία βρέθηκε ένοχος καταφρόνησης του δικαστηρίου, κατά παράβαση του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60 και του επέβαλε κατά πλειοψηφία την ποινή της φυλάκισης πέντε ημερών.

Λ. Κληρίδης, Μ. Τριανταφυλλίδης, Ε. Ευσταθίου, Ε. Βραχίμη, Α. Σ. Αγγελίδης και Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, παρουσιάζεται για να ακουστεί ως φίλος του Δικαστηρίου, μαζί με το [*241]Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π. Κληρίδη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Κατά τη διάρκεια της δίκης των δύο κατηγορουμένων - Χρίστου Μιχαήλ Χριστοδούλου, άλλως Κάττου, και Ανδρέα Κυριάκου Πάνοβιτς και Πανούρη - για φόνο, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, το δικάζον Δικαστήριο ομόφωνα έκρινε το δικηγόρο της Υπεράσπισης, τον κ. Μιχαλάκη Κυπριανού, ένοχο κατά πρόσωπο καταφρόνησης του δικαστηρίου και τον καταδίκασε, κατά πλειοψηφία, σε φυλάκιση πέντε ημερών. 

Ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, χωρίς να θεωρεί την επιβολή ποινής φυλάκισης για την καταφρόνηση που εκδηλώθηκε αποκλειστέα, έκρινε ότι καταφυγή σ’ εκείνο το μέτρο δεν ήταν αναπόφευκτη. μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τιμωρία προστίμου £75,00, του ανωτάτου ορίου χρηματικής ποινής που προβλέπει το Άρθρο 44(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), (ο «Νόμος»).

Εναντίον της απόφασης ο κ. Κυπριανού άσκησε έφεση. Αμφισβητεί:-

(α)   Τη συνταγματικότητα του Άρθρου 44(2) του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε - Ν. 166/87), το οποίο παρέχει εξουσία στο δικάζον δικαστήριο να τιμωρεί παραχρήμα πρόσωπα, που με λόγια ή πράξεις, κατά πρόσωπο, επιδεικνύουν έλλειψη σεβασμού προς τη δικαστική διαδικασία ή προς τα άτομα των δικαστών. 

     Υποστηρίζει ότι το εδάφιο (2) του Άρθρου 44 του Νόμου αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που διαγράφει και κατοχυρώνει τα εχέγγυα της δικαίας δίκης. 

(β)   Ότι η συμπεριφορά του συνιστούσε καταφρόνηση του δικαστηρίου.

(γ)   Την εγκυρότητα της διαδικασίας, που ακολουθήθηκε, ιδιαίτερα τα μέρη που αφορούν τον καθορισμό των λεπτομερειών της περιφρονητικής συμπεριφοράς και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων υπεράσπισής του.

[*242]

(δ)   Το δικαιολογημένο της ποινής φυλάκισης.

Οι λόγοι έφεσης συμπυκνώνονται στις τέσσερις ενότητες που έχουμε διαγράψει. Κατά την ακρόαση της έφεσης, τον κ. Κυπριανού εκπροσώπησαν έξι δικηγόροι.  Η αντίστοιχη επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε διαδοχικά από τους δικηγόρους: κ. Ευστάθιο Ευσταθίου, κ. Ελένη Βραχίμη, κ. Χρίστο Κληρίδη και κ. Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη.  Ο κ. Λεύκος Κληρίδης, το αρχαιότερο μέλος της ομάδας των δικηγόρων που αντιπροσώπευσε τον εφεσείοντα, προδιέγραψε την πορεία, η οποία θα ακολουθείτο στην ανάπτυξη των λόγων έφεσης, και εισήγαγε τον έκτο δικηγόρο, ο οποίος εμφανίστηκε εκ μέρους του κ. Κυπριανού, τον κ. Ανδρέα Σ. Αγγελίδη, ο οποίος, με τη συμμετοχή του, θα υποβοηθούσε, ως ανέφερε, τους συνήγορους της υπόθεσης.

Η απόφαση η οποία εφεσιβάλλεται δεν αφορά τους αντιδίκους στη διαδικασία, ούτε επιλύει οποιοδήποτε από τα επίδικα θέματα της ποινικής δίκης.  Σχετίζεται αποκλειστικά με τον καταδικασθέντα και τις σημειωθείσες καταφρονητικές πράξεις. Λόγω της σπουδαιότητας που ενέχουν για το δημόσιο τα συνταγματικά θέματα τα οποία τέθηκαν, το Ανώτατο Δικαστήριο κάλεσε το Γενικό Εισαγγελέα ως amicus curiae - φίλο του δικαστηρίου - να εκθέσει τις απόψεις του. Ανταποκρινόμενος, ο Γενικός Εισαγγελέας διατύπωσε τις θέσεις του στα θέματα που του ζητήθηκε. Υποστήριξε ότι το Άρθρο 44(2) δεν προσκρούει σε καμιά συνταγματική διάταξη· αντίθετα, η θεσμοθέτησή του εντάσσεται στα πλαίσια που διαγράφει το Άρθρο 162 του Συντάγματος, στο οποίο, όπως επισήμανε, δεν έγινε αναφορά από τους δικηγόρους του εφεσείοντος.  Πρόκειται για σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου, απαραίτητη για την εκπλήρωση του έργου του.  Η διαδικασία, υπέβαλε, είναι, εκ της φύσεως του αντικειμένου της, ιδιότυπη, αρμόζουσα στην περίπτωση.  Αποτελεί δε χαρακτηριστικό κάθε συστήματος δικαίου. 

Το ίδιο το Άρθρο 144 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει* τον κατασταλτικό συνταγματικό έλεγχο, ορίζει ότι εξετάζονται, παρεμπιπτόντως, σε αστική ή ποινική διαδικασία, θέματα που άπτονται της συνταγματικότητας νόμων, εφόσον η επίλυσή τους είναι ουσιώδης για τη διάγνωση της υπόθεσης, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου.

Πάγια είναι η πρακτική του δικαστηρίου να επιλαμβάνεται θεμάτων αντισυνταγματικότητας νόμου, μόνο όταν τούτο είναι απαραίτητο για την επίλυση της υπό εκδίκαση υπόθεσης.  Παρά τις εισηγήσεις περί του αντιθέτου, δε θα αποστούμε από την καθιερωμένη θέση.

ΚΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ:

Η κατά πρόσωπο καταφρόνηση του δικαστηρίου, όπως ο όρος υποδηλώνει, επάγεται προσβολή, με λόγια ή έργα περιφρονητικά, του δικαστηρίου. πράξεις που διασαλεύουν τη λειτουργία, ή υπονομεύουν το κύρος και την αποστολή του. Έλκει (η καταφρόνηση) την προέλευσή της, στη μορφή που απαντάται στην Κύπρο, από το αγγλικό δίκαιο, αποτελεί δε πτυχή της ευρύτερης έννοιας της περιφρόνησης του δικαστηρίου.  Οι συνταγματικές διατάξεις, σχετικές με την περιφρόνηση του δικαστηρίου, αντανακλούν τις αρχές του αγγλικού δικαίου - (Άρθρα 150 και 162 του Συντάγματος). Παρέχουν, χωρίς περιορισμό, στο Ανώτατο Δικαστήριο εξουσία να επιβάλλει ποινές «... ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου ...» και σε κάθε άλλο δικαστήριο εξουσία να τιμωρεί κάθε πρόσωπο που επιδεικνύει ανυπακοή σε διατάγματα ή αποφάσεις του. Το Άρθρο 162, επίσης, ορίζει ότι νόμος δύναται να χορηγήσει δικαιοδοσία  σε κάθε δικαστήριο για την επιβολή ποινής «... διά περιφρόνησιν του δικαστηρίου». Το Άρθρο 44(2) του Νόμου εντάσσεται στο νομοθετικό πλαίσιο που διαγράφει το Άρθρο 162.

Η δικαιοδοσία για την τιμωρία πράξεων κατά πρόσωπο καταφρόνησης του δικαστηρίου θεωρείται σύμφυτη και έχει ως λόγο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας και την περιφρούρηση του κύρους και της υπόστασης του δικαστηρίου.  Όπως εξηγείται στην Connelly v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 401 (H.L.), η εξουσία για την τιμωρία πράξεων καταφρόνησης είναι σύμφυτη και πηγάζει από αυτή τούτη τη φύση της δικαστικής λειτουργίας.

Καθώς διαπιστώνεται στην απόφαση του Λόρδου Diplock, στην A-G v Times Newspapers Ltd [1973] 3 All E.R. 54, 71, η «καταφρόνηση του δικαστηρίου» μπορεί να λάβει πολλές μορφές. 

Η δικαιοδοσία για την τιμωρία ατόμων για κατά πρόσωπο καταφρόνηση του δικαστηρίου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και την αποστολή του δικαστηρίου, με αυτό τούτο το πρόσωπο της Δικαιοσύνης.  Στην Αγγλία, η εξουσία για την καταστολή και τιμωρία αυτής της μορφής περιφρόνησης του δι[*244]καστηρίου θεωρείται σύμφυτη όχι μόνο για τα ανώτερα αλλά και για όλα τα δικαστήρια της χώρας - (βλ. Borrie & Lawe’s Law of Contempt p. 3).  Ενδεχομένως, το ίδιο ισχύει και στην Κύπρο, βάσει των διατάξεων του Άρθρου 29(1)(γ) του Νόμου.  Δε θα επεκταθούμε σ’ αυτή την πτυχή του θέματος, ενόψει των ρητών διατάξεων του Άρθρου 44(2) του ιδίου Νόμου και της συνταγματικής εξουσιοδότησης που παρέχει το Άρθρο 162 του Συντάγματος.   

Η τιμωρητική δικαιοδοσία των δικαστηρίων, προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας τους, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των εξουσιών κάθε δικαστηρίου, όπως επισήμανε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Ravnsborg v. Sweden judgment of 23 March 1994, Eur. Court HR, Series A no. 283-B, p. 30, §34:-

“Such rules and sanctions derive from the indispensable power of a court to ensure the proper and orderly functioning of its own proceedings.”

(Ελληνική μετάφραση:

«Τέτοιοι θεσμοί και κυρώσεις προέκυψαν από την εκ των ων ουκ άνευ εξουσία του δικαστηρίου να διασφαλίσει την πρέπουσα και χωρίς διασάλευση διεξαγωγή των διαδικασιών του.»)

Αντικείμενο της προστασίας δεν είναι τα άτομα των δικαστών, αλλά το ίδιο το δικαστήριο και η υπόστασή του. Όπως διακηρύχθηκε από τον Abbott, C.J., στην The King v. Davison [1821] 4 B & ALD.329, 332; 106 E.R. 958, 959, η εξουσία δεν αποβλέπει στην προστασία του ατόμου των δικαστών αλλά στη διαφύλαξη της δικαστικής λειτουργίας, χάριν του κοινού συμφέροντος.  Υπέδειξε δε ότι παράλειψη τιμωρίας των καταφρονητών, όπου τα περιστατικά της υπόθεσης το επιβάλλουν, ισοδυναμεί με παρέκκλιση από το επιτακτικό καθήκον του δικαστηρίου.

Ο δικαστικός λόγος του Λόρδου Denning στη Morris v The Crown Office [1970] 2 Q.B. 114, 122; [1970] 1 All ER 1079, 1081 - ότι εκείνοι, που πλήττουν την απονομή της δικαιοσύνης, πλήττουν το θεμέλιο της κοινωνίας - είναι αποκαλυπτικός των συνεπειών που ενέχει η καταφρόνηση του δικαστηρίου για το κοινωνικό σύνολο.

Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ:

Ο δικηγόρος είναι λειτουργός της δικαιοσύνης - (Άρθρο 15 του [*245]περί Δικηγόρων Νόμου, ΚΕΦ. 2).  Εκπροσωπεί το διάδικο και έχει δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον του δικαστηρίου. Ενασκώντας αυτό το δικαίωμα, συλλειτουργεί στην απονομή της δικαιοσύνης.  Η φύση του λειτουργήματός του επιβάλλει την εξισορρόπηση του καθήκοντος προβολής της υπόθεσης του πελάτη του με τα θέσμια της δικαιοσύνης.  Συνισταμένη της λειτουργίας του δεν είναι η κατίσχυση των συμφερόντων του πελάτη του αλλά η προάσπιση των δικαιωμάτων του.  Εξ αντικειμένου, ανταγωνισμός προς το δικαστήριο δε χωρεί. Αυτό θα αποτελούσε αντινομία προς το λειτούργημα του δικηγόρου, που τον φέρει, μέσα από τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης, να υπερασπίζεται το δίκαιο.  

Αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου, όπως επισημάναμε στη Chr. Zannetos Constructions Ltd. v. Phoenix Constructions Ltd. (1998) 1 Α.Α.Δ. 923, να παράσχει κάθε λογική ευκαιρία στους διαδίκους να προβάλουν και να τεκμηριώσουν την υπόθεσή τους, αλλά και παράλληλη υποχρέωσή του να διασφαλίσει τη διεξαγωγή της δίκης, σύμφωνα με τους αποδεικτικούς και δικονομικούς κανόνες. 

Όπως ο κάθε ένας, έτσι και ο δικηγόρος πρέπει να αφίσταται από κάθε πράξη προσβλητική ή περιφρονητική προς το δικαστήριο. Ο δικηγόρος είναι σε μοναδική θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες καταφρόνησης του δικαστηρίου και την υπονόμευση της δικαιοσύνης που επάγεται.

Στην Ex Parte Pater [1864] 122 E.R. 842, διαπιστώθηκε ότι ο δικηγόρος μπορεί να τιμωρηθεί για καταφρόνηση, όπου με λόγια προσβάλλει το δικαστήριο, ασκώντας, κατ’ επίφαση, τα καθήκοντά του.  Σ’ εκείνη την υπόθεση, ο δικηγόρος καταδικάστηκε για την εξύβριση ενός των ενόρκων, των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης.

Γενική είναι η εκτίμηση ότι η εξουσία του δικαστηρίου καταδίκης προσώπου για καταφρόνησή του ασκείται με φειδώ.  Η Επιτροπή, η οποία συστήθηκε στην Αγγλία, προς εξέταση της εξουσίας, με την οποία περιβάλλονται τα δικαστήρια σ’ αυτό τον τομέα - “The Philmore Committee on Contempt of Court (Cmnd. 5794, 1974)” - κατέληξε, αφενός, ότι η εξουσία είναι απαραίτητη και, αφετέρου, ότι αυτή πρέπει να ασκείται με φειδώ, όπου το επείγον το επιβάλλει· εκεί όπου η λειτουργία και η υπόσταση του δικαστηρίου χρήζουν προστασίας. Επικρότησαν όσα ειπώθηκαν στην Balogh v. St. Albans Crown Court [1975] Q.B. 73 - ότι στον καταφρονητή πρέπει να παρέχεται χρόνος για τον κατευνασμό του πνεύματος - (βλ., επίσης, Izuora v. Reginam [1953] 1 All E.R. 827).

[*246]Η διαδικασία, η οποία ακολουθείται, προς αντιμετώπιση και τιμωρία της κατά πρόσωπο καταφρόνησης του δικαστηρίου, είναι ιδιάζουσα. Στη διαμόρφωσή της επέδρασαν δύο παράγοντες:  Η αμεσότητα της γνώσης του δικαστηρίου των πράξεων καταφρόνησης και η ανάγκη για την άμεση αντιμετώπισή τους, χάριν της προστασίας της λειτουργίας και της  αποστολής της Δικαιοσύνης.   

Στην R. v. Hill [1986] Crim.L.R. 457, συνοψίζεται η διαδικασία, η οποία πρέπει να ακολουθείται, πάντα υπό την αίρεση του περιθωρίου που αφήνεται για τη διαφοροποίησή της, ανάλογα με την ανάγκη προστασίας του δικαστηρίου. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη σύλληψη του καταφρονητή, τη γνωστοποίηση των στοιχείων της καταφρόνησης και την παροχή σ’ αυτό ευκαιρίας να απολογηθεί και να υπερασπιστεί, δικαίωμα που περιλαμβάνει και την εκπροσώπησή του από δικηγόρο. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, Volume 9, παράγραφος 89:-

“In the case of contempt in the face of the court the offender may be committed instanter, and no notice or formal institution of proceedings is necessary. The contempt must be stated distinctly, and an opportunity of answering given.”

(Ελληνική μετάφραση:

«Στην περίπτωση της κατά πρόσωπο καταφρόνησης του δικαστηρίου ο παραβάτης μπορεί να καταδικαστεί αμέσως και δε χρειάζεται ειδοποίηση ή τυπική έναρξη της διαδικασίας.  Η καταφρόνηση πρέπει να προσδιοριστεί επ’ ακριβώς, και πρέπει να δοθεί η ευκαιρία για απάντηση.»)

Είναι η διαπίστωση της καταφρόνησης, από το ίδιο το δικαστήριο που περιφρονείται, που ενεργοποιεί τη διαδικασία τιμωρίας του καταφρονητή από το δικαστήριο. Επί τούτου καλείται να απαντήσει ο καταφρονητής και να υπερασπιστεί· δίκαιο είναι να δοθούν λεπτομέρειες της καταφρόνησης, ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστεί. Η δικαιοδοσία αποβλέπει στην προάσπιση του ιδίου του δικαστηρίου και του λόγου της ύπαρξής του - (βλ. Maharaj v A-G for Trinidad [1977] 1 All E.R. 411). 

Η απολογία προς το δικαστήριο, σκοπό έχουσα την επανόρθωση, μετριάζει την καταφρόνηση, που μπορεί να φτάσει μέχρι την εξάλειψή της· εκεί όπου κρίνεται ότι η περιφρόνηση είναι απόρροια έξαψης της στιγμής και όχι πράξη ηθελημένη. 

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ:

[*247]

Όλα άρχισαν, όταν το Δικαστήριο έκαμε την ακόλουθη παρέμβαση, πριν απαντηθεί ερώτηση που υπέβαλε ο κ. Κυπριανού, κατά την αντεξέταση μάρτυρα της κατηγορίας:- 

«Είμαστε της γνώμης ότι υπεισέρχεστε σε πιο λεπτομερή αντεξέταση απ’ ότι μπορεί να γίνει στο στάδιο τώρα της κυρίως δίκης σε θέματα .... .»

Ο κ. Κυπριανού δεν άφησε το Δικαστήριο να τελειώσει την πρότασή του, ή να ολοκληρώσει την υπόδειξή του.  Υφάρπασε το λόγο από το Δικαστήριο για να δηλώσει - 

«Σταματώ την αντεξέτασή μου .... .» - 

δήλωση αντινομική προς το καθήκον του δικηγόρου, ενέχουσα στοιχείο αντιπαράθεσης προς το Δικαστήριο.

Δεν άφησε το Δικαστήριο να ολοκληρώσει και την επόμενη   πρόταση, που αποπειράθηκε να αρθρώσει, ξεκινώντας με το «Κύριε Κυπριανού .... .».  Πήρε και πάλι το λόγο και είπε:-

«Εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν κάμνω σωστά την δουλειά μου για να υπερασπιστώ τον άνθρωπο, ζητώ άδεια να μου δώσετε άδεια να φύγω από αυτή την υπόθεση.»

Αποδίδει στο Δικαστήριο, χωρίς καμιά δικαιολογία, κρίσεις και συμπεριφορά, αντινομικές προς τα δικαστικά θέσμια.  Ακόμα, ζητά να αποσυρθεί, ωσάν η υπεράσπιση του κατηγορουμένου να είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση. 

Το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια και παραπέμποντας προς τούτο σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία διαγράφει το πλαίσιο άσκησης της εξουσίας του δικαστηρίου να επιτρέπει σε δικηγόρο να αποσυρθεί, απέρριψε το αίτημα. 

Για ό,τι ακολούθησε, παραπέμπουμε στα πρακτικά, διατυπώνοντας, παράλληλα, την εκτίμησή μας για τα διαδραματισθέντα:-

«κ. Κυπριανού:

Εφόσον φέρνετε εμπόδια να συνεχίσω την αντεξέτασή μου σε καίρια σημεία για την υπόθεση, τότε ο ρόλος μου εδώ δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.

[*248]Δικαστήριο (κ. Φωτίου) προς κ. Κυπριανού:

Θεωρούμε την επιμονή σας ........  .»

Και πάλι ο δικηγόρος διακόπτει το Δικαστήριο:-

κ. Κυπριανού:

Και λυπούμαι όταν αντεξέταζα, το Δικαστήριο σας συνομιλούσε μεταξύ τους, έστελναν ραβασάκια ο ένας Δικαστής προς τον άλλον τα οποία δεν συνάδουν στο να μπορώ εγώ με το απαιτούμενο σθένος να συνεχίσω την αντεξέταση, όταν βρίσκεται η αντεξέτασή μου υπό την κρίση του Δικαστηρίου με μυστικό τρόπο.

Δικαστήριο:

Το πιο πάνω κείμενο που μόλις ανέφερε ο κύριος Κυπριανού και ιδιαίτερα το ύφος που μιλά έναντι του Δικαστηρίου, το θεωρούμε ότι είναι καταφρόνηση Δικαστηρίου και ο κ. Κυπριανού έχει δύο επιλογές, ή να επιμένει στα όσα ανέφερε και να δώσει λόγο γιατί να μην του επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή ή είναι θέμα δικό του αν δεν θα επιμένει.  Δίδουμε αυτή την ευκαιρία κατ’ εξαίρεση. Η περίπτωση του άρθρου 44.1(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου τυγχάνει πλήρους εφαρμογής.

κ. Κυπριανού:

Μπορείτε να με δικάσετε.» 

Η δήλωση αυτή υποδηλώνει ετοιμότητα αντιμετώπισης, άνευ ετέρου, της κατηγορίας καταφρόνησης.  Προκαλεί το Δικαστήριο (ο κ. Κυπριανού) να τον δικάσει, αν έχει το σθένος.  Δικαστήριο, που δε θα είχε αυτή την παρρησία, θα απεμπολούσε το καθήκον προάσπισης της Δικαιοσύνης. 

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έδωσε στον κ. Κυπριανού την ευκαιρία να πει ο,τιδήποτε ήθελε να προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου.  Για τα παρεπόμενα, παραπέμπουμε στα πρακτικά:-

«Δικαστήριο (κ. Φωτίου) προς κ. Κυπριανού:

Συμπτωματικά το έγγραφο που αναφέρεται ο κ. Κυπριανού είναι ακόμα στα χέρια του αδελφού Δικαστή κ. Οικονόμου και να το επιθεωρήσει ο κ. Κυπριανού. 

Δικαστήριο (κα Μιχαηλίδου):

Δεν είναι θέμα δικαιώματος του κ. Κυπριανού όταν ανταλλάσσονται γραπτώς απόψεις συναδέλφου με συνάδελφο για τα [*249]θέματα και τρόπο χειρισμού του κ. Κυπριανού και εγώ θεωρώ άκρως απαράδεκτη αυτή την συμπεριφορά του κ. Κυπριανού.

Δικαστήριο (κ. Φωτίου):

Θα διακόψουμε για να δούμε το θέμα.  Οι κατηγορούμενοι στο μεταξύ να τελούν υπό κράτηση.»

Η δίκη των κατηγορουμένων διακόπηκε. 

Όταν το Δικαστήριο επανήλθε, επαναβεβαίωσε ότι θεωρούσε τα όσα ανέφερε ο κ. Κυπριανού καταφρόνηση του δικαστηρίου:-

 «..., τόσο το περιεχόμενο, όσο και το ύφος και ο τόνος της φωνής με τον οποίο εξεφράστηκαν, αποτελούν καταφρόνηση του Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 44(1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όπως τούτο έχει τροποποιηθεί, δηλαδή που με λόγια και συμπεριφορά οδηγούν σε μη σεβασμό προς το Δικαστήριο.»

Έδωσε δε την ευκαιρία στον κ. Κυπριανού να πει ο,τιδήποτε ήθελε στο Δικαστήριο, πριν επιβληθεί ποινή.

Ο κ. Κυπριανού προέβη στην ακόλουθη δήλωση:-

«Κύριε Πρόεδρε, ασφαλώς και κατά το διάλειμμα διερωτήθηκα ποιο ήταν το αδίκημά μου.  Ηταν μέσα σε μια πολύ φορτισμένη ατμόσφαιρα που εξελίχθηκαν όλα τα γεγονότα. Υπερασπίζομαι μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση, ένιωσα ότι διεκοπτόμην στην αντεξέταση και ανέφερα αυτά που ανέφερα. Ούτε ο βίος, ούτε η πολιτεία, έχει 40 χρόνια που είμαι στο έδρανο της μαχόμενης δικηγορίας και είναι η πρώτη φορά που έχω να αντιμετωπίσω τέτοια κατηγορία.  Αυτά έχω να πω.»

Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο εξηγεί ποιο ήταν το ύφος του κ. Κυπριανού και ποιος ο τρόπος, με τον οποίο απευθυνόταν προς το Δικαστήριο: «... ούρλιαζε και χειρονομούσε προς το Δικαστήριο.», με στόχο τη δημιουργία κλίματος «... τρομοκρατίας και εκφοβισμού του Δικαστηρίου.». Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται, επίσης, στη χρήση και τη σημασία του όρου «ραβασάκια» και στην αναφορά του κ. Κυπριανού σε «μυστική δικαιοσύνη».

Η ΕΦΕΣΗ:

Η κ. Βραχίμη υπέβαλε ότι ο όρος «ραβασάκια» δεν ήταν υβριστικός και ότι δε δικαιολογείται η ερμηνεία που του απέδωσε το Δι[*250]καστήριο - ερωτικά μηνύματα, που είναι, όντως, η πρώτη κατά το λεξικό χρήση του όρου.  Μπορούσε, εισηγήθηκε, ο όρος «ραβασάκια» να εκληφθεί ως ειρωνικός, όχι όμως υβριστικός. Και ο χλευασμός του δικαστηρίου, με τη χρήση υποτιμητικών όρων, για το χαρακτηρισμό της λειτουργίας του, δεν παύει να συνιστά περιφρόνηση του δικαστηρίου. Στο πλαίσιο που χρησιμοποιήθηκε, ο όρος «ραβασάκια» σκοπούσε - και αυτό ήταν το αποτέλεσμα της χρήσης του - να λοιδωρήσει το Δικαστήριο. Ο συνδυασμός του όρου «ραβασάκια» με την «άσκηση δικαιοσύνης με μυστικό τρόπο», υποδηλώνει τούτο - ότι το Δικαστήριο είχε μυστικούς σκοπούς, που ήταν το αντικείμενο των «ραβασακιών», όπως τα ραβασάκια χρησιμοποιούνται για τη μυστική έκφραση των αισθημάτων των ερωτευμένων. 

Ο κ. Χρίστος Κληρίδης υπέβαλε ότι αυτός τούτος ο προσδιορισμός της καταφρόνησης, με αναφορά στο Άρθρο 44(1)(α), πάσχει λόγω πολλαπλότητας. 

Κατά πρώτο, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι εκείνο που χρήζει προσδιορισμού είναι η καταφρονητική συμπεριφορά, η οποία, όντως, προσδιορίστηκε στην προκείμενη περίπτωση. Άσχετα από τη διαπίστωση αυτή, το Άρθρο 44(1)(α) ένα αδίκημα δημιουργεί - εκείνο της επίδειξης έλλειψης σεβασμού προς το δικαστήριο.  Προβλέπει:-

«44. - (1)  Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο -

(α)  εντός του  οικήματος όπου διεξάγεται οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, ή εντός της περιοχής αυτού, δείχνει έλλειψη σεβασμού με λόγια ή συμπεριφορά προς ή σε σχέση με τη διαδικασία αυτή ή προς οποιοδήποτε πρόσωπο ενώπιον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία αυτή.»

Όταν ο νόμος προσδιορίζει τους τρόπους, με τους οποίους μπορεί να διαπραχθεί το αδίκημα, με μια ή περισσότερες πράξεις που έχουν κοινό πυρήνα, ένα μόνο αδίκημα συντίθεται - (βλ., μεταξύ άλλων, Jemmison v Priddle [1972] 1 All E.R. 539 (QBD). Attorney-General of The Republic v. Petros Demetriou HjiConstanti [1969] 2 C.L.R. 5, DPP v Burgess [1970] 3 All E.R. 266). 

Η επόμενη εισήγηση του κ. Κληρίδη αφορά τις λεπτομέρειες των πράξεων καταφρόνησης.  Υπέβαλε ότι αυτές δεν ήταν οι απαιτούμενες, γεγονός που τείνει να ανατρέψει το βάθρο της διαδικασίας που [*251]οδήγησε στην καταδίκη του κ. Κυπριανού. 

Αναμφισβήτητο είναι ότι οι καταφρονητικές πράξεις πρέπει, ως θέμα αρχής, να προσδιορίζονται με λεπτομέρεια· όπως, άλλωστε, υποστηρίζει η νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί. 

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των όσων τέθηκαν υπόψη του κ. Κυπριανού από το Δικαστήριο και των όσων αποδίδονται σ’ αυτό με την τελική απόφαση του Δικαστηρίου· όλως ιδιαίτερα, σχετικά με τη δημιουργία κλίματος τρομοκρατίας και εκφοβισμού.

Προκύπτει, από το πρακτικό του Δικαστηρίου, ότι τέθηκε εξαρχής στον κ. Κυπριανού τι συνιστούσε την καταφρόνηση:- 

(α)   Η δήλωσή του για τα «ραβασάκια»· και

(β)   Το ύφος με το οποίο απευθυνόταν στο Δικαστήριο. 

Η θέση του Δικαστηρίου διευκρινίστηκε περαιτέρω, όπως έχουμε αναφέρει, μετά το διάλειμμα. Στην απόφαση του Δικαστηρίου επεξηγούνται οι συνέπειες και οι προεκτάσεις της περιφρονητικής προς το Δικαστήριο συμπεριφοράς του κ. Κυπριανού.  Κρίνουμε ότι δε σημειώθηκε σφάλμα στον προσδιορισμό των καταφρονητικών πράξεων. 

Το Δικαστήριο έδωσε στον κ. Κυπριανού την ευκαιρία να απαντήσει, προδιαγράφοντας έμμεσα και τη διάθεσή του να μην προχωρήσει στην επιβολή οποιασδήποτε ποινής, σε περίπτωση που ο κ. Κυπριανού αφίστατο από όσα είπε και έκαμε, με την έκφραση ειλικρινούς απολογίας.  Καμιά απολογία.

Άλλο παράπονο, το οποίο εξέθεσε ο κ. Χρ. Κληρίδης, είναι ότι δε δόθηκε στον κ. Κυπριανού η επιλογή να διορίσει δικηγόρο για να τον υπερασπίσει, θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου.  Αίτημα για το διορισμό δικηγόρου δεν υποβλήθηκε από τον κ. Κυπριανού, ούτε άφησε περιθώριο στο Δικαστήριο να διερευνήσει τέτοιο ενδεχόμενο.  Απάντησε:  «Μπορείτε να με δικάσετε.».  Αυτό έπραξε το Δικαστήριο, όχι πριν δώσει στον κ. Κυπριανού, με το διάλειμμα που μεσολάβησε, την ευκαιρία για τον κατευνασμό του πνεύματος πριν απαντήσει.  Με την απάντησή του, τίποτε δεν αναίρεσε ο κ. Κυπριανού, ούτε ηθέλησε να απολογηθεί.

Διαπίστωσή μας είναι ότι ο κ. Κυπριανού, έργοις και λόγοις, επέ[*252]δειξε έλλειψη σεβασμού προς το Δικαστήριο, διαπράττοντας το αδίκημα της κατά πρόσωπο καταφρόνησης του δικαστηρίου, το οποίο προβλέπεται στο Άρθρο 44(2) του Νόμου.

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 44(2) ΤΟΥ Ν. 14/60:

Αυτό είναι το στάδιο, κατά την πρέπουσα τάξη, που πρέπει να επιληφθούμε της προσβολής της συνταγματικότητας του εδαφίου (2) του Άρθρου 44 του Νόμου. πριν την εξέταση του μέρους της έφεσης που αφορά την ποινή.  Το προαναφερθέν εδάφιο προβλέπει:-

«(2)  Όταν έχει διαπραχθεί οποιοδήποτε αδίκημα βάσει των παραγράφων (α), (β), (γ), (θ), (ι) ή (ια) του εδαφίου (1) ενώπιον του δικαστηρίου, το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως ο πταίστης τεθεί υπό κράτηση, και κατά οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη διακοπή της συνεδρίασης κατά την ίδια ημέρα δύναται να επιληφθεί της εκδίκασης του αδικήματος και να καταδικάσει τον πταίστη σε πρόστιμο εβδομήντα πέντε λιρών, ή σε φυλάκιση ενός μηνός ή και στις δύο αυτές ποινές.»

 

Αναφορά έγινε στα Άρθρα 150 και 162 του Συντάγματος και στην, κατά το Σύνταγμα, εξουσιοδότηση του νομοθέτη να προβεί στη θέσπιση νομοθεσίας, παρέχουσας δικαιοδοσία στο δικαστήριο «... να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου ...». Το Άρθρο 44(2) εντάσσεται στο πλαίσιο της συνταγματικής εξουσιοδότησης και συνάδει με τους σκοπούς της. 

Εισήγηση του εφεσείοντος είναι ότι η συνοπτική και ιδιόμορφη διαδικασία για την εκδίκαση της κατά πρόσωπο καταφρόνησης του δικαστηρίου προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και, παρεπόμενα, έρχεται σε αντίθεση με τα εχέγγυα της δικαίας δίκης. Το Δικαστήριο, υπέβαλε ο κ. Ευσταθίου, λειτουργεί τόσο ως κατήγορος όσο και ως δικαστής, ιδιότητες ασυμβίβαστες και αντινομικές προς την έννοια της δικαίας δίκης.  Διερωτήθηκε, ρητορικά, ο Γενικός Εισαγγελέας, κατά πόσο η εισήγηση επάγεται την τοποθέτηση των δικαστών στη θέση των μαρτύρων ενώπιον άλλου δικαστηρίου, για τη διασφάλιση της λειτουργίας του δικαστηρίου που προΐστανται. 

Καθιερωμένη είναι η θέση ότι παρέκκλιση από τα εχέγγυα της δικαίας δίκης επάγεται την ακυρότητα της δίκης και τον παραμερισμό της ετυμηγορίας του δικαστηρίου*.  Είναι προς τη διασφάλιση της δικαίας δίκης των διαδίκων, που συνάπτεται η εξουσία για τιμωρία εκείνων που περιφρονούν τη διεξαγωγή της.

Ο κ. Ευσταθίου παρέπεμψε στη Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πειθαρχική Έφεση Αρ. 2/99, 21/11/00, στην οποία εξηγούνται τα εχέγγυα της δικαίας δίκης και η ανάγκη διασφάλισης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων κατηγορουμένου σε ποινική καθώς και σε πειθαρχική δίκη. 

Η Ravnsborg v. Sweden είναι η μόνη απόφαση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία πραγματεύεται άμεσα το συμβατό της εξουσίας για την τιμωρία ατόμων που καταφρονούν κατά πρόσωπο το δικαστήριο.  Διέκρινε τις προηγούμενες αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου, στις οποίες έγινε αναφορά  από τον εφεσείοντα - Eur. Court H.R., Weber judgment of 22 May 1990, Series A no. 177 και Eur. Court H. R., Demicoli judgment of 27 August 1991, Series A no. 210:- (σελ. 30)

“The Court notes that Chapter 9, Article 5, second sentence, of the Code of Judicial Procedure applies to improper statements made orally or in writing to a court by a person attending or taking part in the proceedings, but not to such statements made in a different context or by a person falling outside the circle of people covered by that provision (see paragraph 19 above).  It is for the court sitting in the particular proceedings in which the misconduct has occurred to examine, of its own accord, whether the misconduct falls foul of Article 5 (see paragraph 21 above). 

In this respect the situation is different from those at issue in the cases of Weber and Demicoli, where the Court found Article 6 to be applicable (see the above-mentioned Weber judgment, p. 18, § 33; and the above-mentioned Demicoli judgment, p. 17, § 33).”

(Ελληνική μετάφραση:

«Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το Κεφάλαιο 9, Άρθρο 5, δεύτερη πρόταση, του Κώδικα της Δικαστικής Διαδικασίας τυγχάνει εφαρμογής σε απρεπείς δηλώσεις οι οποίες γίνονται προφορικά ή εγγράφως στο δικαστήριο από πρόσωπο το οποίο προσέρχε[*254]ται ενώπιόν του ή λαμβάνει μέρος στη διαδικασία, αλλά όχι σε δηλώσεις οι οποίες γίνονται σε διαφορετικό πλαίσιο ή από πρόσωπο το οποίο πίπτει εκτός του κύκλου των προσώπων τα οποία καλύπτονται από εκείνη την πρόνοια (βλ. παράγραφο 19 ανωτέρω). Εναπόκειται στο δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της συγκεκριμένης υπόθεσης στην οποία εκδηλώνεται η απρεπής συμπεριφορά να εξετάσει, το ίδιο, κατά πόσο η απρεπής συμπεριφορά προσκρούει στο Άρθρο 5 (βλ. παράγραφο 21 ανωτέρω).

Επί του προκειμένου η κατάσταση είναι διαφορετική από τις καταστάσεις που αποτελούσαν το επίδικο θέμα στις υποθέσεις Weber και Demicoli, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 6 (βλ. ανωτέρω απόφαση στη Weber, σελ.18, § 33. και απόφαση στην Demicoli, σελ. 17, § 33).»)

 

Το Άρθρο 44(2) αποτελεί μέρος του περί Δικαστηρίων Νόμου και έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο την παροχή εξουσίας στο δικαστήριο, απαραίτητης προς διασφάλιση της δικαστικής λειτουργίας. Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η δικαία δίκη, αν το δικαστήριο στερείται εξουσίας να καταστείλει την εκτροπή της από τα θέσμια; 

Στη Ravnsborg v. Sweden υπογραμμίζεται:- (σελ. 30)

“Rules enabling a court to sanction disorderly conduct in proceedings before it are a common feature of legal systems of the Contracting States.”

(Ελληνική μετάφραση:

«Κανόνες οι οποίοι παρέχουν στο δικαστήριο εξουσία να τιμωρήσει εκτός τάξεως συμπεριφορά σε διαδικασία ενώπιόν του συνιστούν κοινό χαρακτηριστικό των νομικών συστημάτων των Συμβαλλομένων Χωρών.»)

Το καταδικαστέο της κατά πρόσωπο περιφρόνησης του δικαστηρίου, όπως απαντάται στο κοινό δίκαιο, δεν αποτελεί ιδιομορφία του αγγλικού δικαίου, αλλά κοινό γνώρισμα των ευρωπαϊκών συστημάτων δικαίου.

Πιθανολογείται, στην ίδια υπόθεση (Ravnsborg v. Sweden), το ενδεχόμενο η σοβαρότητα της ποινής η οποία προβλέπεται να είναι τέτοια, ώστε να μεταθέτει την καταφρονητική πράξη στο πεδίο του ποινικού δικαίου. 

[*255]Αντίθετα προς τις διατάξεις του Άρθρου 44(1), που προβλέπει φυλάκιση μέχρι έξι μήνες, η εξουσία για τιμωρία, βάσει του εδαφίου (2) του ιδίου Άρθρου, περιορίζεται στην επιβολή φυλάκισης μέχρι ένα μήνα. 

Σε πρόσφατη απόφαση - R v. Calum Iain MacLeod, Case No. 99/5664/W3 & 99/3840/W3, 29/11/2000 - το αγγλικό Εφετείο, αφού επαναλαμβάνει τα όσα είπε ο Λόρδος Denning στην Balogh v St Alban’s Crown Court [1975] QB 73 at 85B to C, κρίνει ότι η συνοπτική διαδικασία της κατά πρόσωπο καταφρόνησης του δικαστηρίου δεν προσκρούει στις πρόνοιες του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία τυγχάνει τώρα εφαρμογής και στην Αγγλία, βάσει του Human Rights Act 1998.  Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:-  (σελ. 3)

“..., and in this field we consider that Article 6 does not add to or alter the normal requirement of English law that proceedings should be conducted fairly before an independent and impartial tribunal.”

(Ελληνική μετάφραση:

«..., και σ’ αυτό το πεδίο θεωρούμε ότι το Άρθρο 6 δεν προσθέτει ο,τιδήποτε ούτε μεταβάλλει τη συνήθη απαίτηση του Αγγλικού δικαίου ότι η διαδικασία πρέπει να διεξάγεται δικαίως ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστικού σώματος.»)

Στην Κύπρο, ο ίδιος ο συνταγματικός νομοθέτης θεωρεί την παροχή εξουσίας στο δικαστήριο για την επιβολή ποινών, ένεκεν περιφρόνησής του, ως αναγκαίο εφόδιο για την εκπλήρωση της αποστολής του.  Διαγράφει, επίσης, ως συνταγματικά παραδεκτή την παροχή ανάλογης εξουσίας σ’ όλα τα δικαστήρια της χώρας.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι επάλληλοι σκοποί του συνταγματικού νομοθέτη, οι διαγραφόμενοι στο Άρθρο 30 και στο Άρθρο 162 του Συντάγματος, συνυπάρχουν.  Η εξουσία για τιμωρία καταφρόνησης του δικαστηρίου έχει ως σκοπό την περιφρούρηση των θεσμών της Δικαιοσύνης, απαραίτητης για τη διασφάλιση δικαίας δίκης.  Η εξίσωση του δικαστή με κατήγορο, που έγινε από το δικηγόρο του εφεσείοντος, παραγνωρίζει το ρόλο του και το σκοπό για τον οποίο του παρέχεται η εξουσία.  Η εξουσία του είναι συνυφασμένη με τις προϋποθέσεις για τη διασφάλιση της δικαστικής λειτουργίας. Ο ρόλος του δικαστή περιορίζεται σ’ εκείνο του αμύντορος των διαδικασιών του δικαστηρίου, του κύρους και της υπόστασής του, αναγκαίων για τη διασφάλιση της δικαίας δίκης. Ο δικηγόρος, λειτουργός ως είναι της δικαιοσύνης, δεν είναι διάδικος στην υπόθεση.  Καταχρώμενος το δικαίωμα ακροάσεως και καταφρονώντας το δικαστήριο, ο δικηγόρος παρεμβαίνει στη διαδικασία, ως κάθε τρίτος, και ανακόπτει τη ροή της, προς ζημία της δικαιοσύνης. Η καταστολή της καταφρόνησης, με δικαστικά μέτρα, όπου τούτο είναι αναγκαίο, αποτελεί υποχρέωση του δικαστηρίου, χάριν της απρόσκοπτης διεξαγωγής δικαίας δίκης. Συσχετίζονται το απρόσωπο και αντικειμενικά προσδιοριζόμενο ζήτημα με τα γεγονότα της υπόθεσης· αδιαφορία του Δικαστηρίου μπροστά στη μομφή που τέθηκε για τη λειτουργία του, θα άφηνε το Δικαστήριο έκθετο στην κατηγορία ότι δε διεξάγει αμερόληπτη δίκη. Η αμεροληψία των δικαστών αποτελεί την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. 

Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά* λέγει ότι η αναζήτηση της δικαιοσύνης επάγεται την αναζήτηση ουδέτερης αρχής, η οποία εστιάζεται στην ουδετερότητα του νόμου.  Αυτή την αρχή προσωποποιούν τα δικαστήρια και αυτή σκοπούν να διαφυλάξουν, μέσω της εξουσίας η οποία τους παρέχεται από το Άρθρο 44(2), μεταξύ άλλων και για τη διαφύλαξη του ανεπηρέαστου της απονομής της δικαιοσύνης.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο κ. Κυπριανού επιχείρησε να κυριαρχήσει επί του Δικαστηρίου και να διαγράψει ο ίδιος την πορεία της δίκης.  Απάθεια του Δικαστηρίου, μπροστά σε τέτοια εξέλιξη, θα ισοδυναμούσε με απεμπόληση εκτέλεσης καθήκοντος. 

ΠΟΙΝΗ:

Η άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου, για την επιβολή ποινών σε άτομα που καταφρονούν το δικαστήριο, αποτελεί ύστατο μέτρο, πλην απαραίτητο, οποτεδήποτε πλήττεται η υπόσταση του δικαστηρίου και ανακόπτεται η εκπλήρωση της αποστολής του.  Η τιμωρία δεν είναι η επιλογή του δικαστηρίου.  Καθίσταται καθήκον του μόνο όπου η δικαιοσύνη το επιβάλλει. Ενδεικτικό της σπανιότητας της καταδίκης δικηγόρου για καταφρόνηση του δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά,  από την καθίδρυση της Δημοκρατίας, απ’ ό,τι είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε, που επιβάλλεται ποινή φυλάκισης σε δικηγόρο, λόγω περιφρόνησης του δικαστηρίου.  Η διάθεση αυτή δεν είναι άσχετη με την επίγνωση της αποστολής του δικηγόρου.  Δεν μπορεί, όμως, το δικηγορείν να αφεθεί να καταστεί [*257]αντινομικό προς το λειτούργημα του δικηγόρου.  Δικηγόρος, ο οποίος απεμπολεί την ιδιότητα του λειτουργού της δικαιοσύνης, απεμπολεί και την προστασία, η οποία του παρέχεται, για την άνευ φόβου ή περισπασμού προβολή των δικαίων του πελάτη του.  Αντιπαρατιθέμενος στο δικαστήριο, για δικούς του σκοπούς, αντινομεί προς το λειτούργημά του και θέτει τον εαυτό του στην ίδια μοίρα, όπως και κάθε άλλος που περιφρονεί το δικαστήριο.

Λυπηρό είναι ότι ο κ. Κυπριανού δεν απέσυρε τα όσα είπε και έπραξε στο Κακουργιοδικείο.  Δεν απολογήθηκε· ούτε και ενώπιόν μας.   

Ο κ. Τριανταφυλλίδης υπέβαλε ότι επρόκειτο, κατ’ εξοχήν, για παρεξήγηση, η οποία φαίνεται και από την ερμηνεία που αποδόθηκε από το Δικαστήριο στον όρο «ραβασάκια».  Δε συμφωνούμε.  Έχουμε αναφερθεί στα συμβάντα, στο πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν και στη βαριά περιφρόνηση του Δικαστηρίου. 

Η εξήγηση του κ. Κυπριανού - ότι όλα έγιναν μέσα σε μια πολύ φορτισμένη ατμόσφαιρα - (που υπογράμμισε ο κ. Τριανταφυλλίδης), παραγνωρίζει ότι είναι εκείνος που φόρτισε την ατμόσφαιρα, με τις περιφρονητικές του πράξεις προς το Δικαστήριο και την υπονόμευση της αποστολής του. 

Ο κ. Τριανταφυλλίδης μας παρέπεμψε στην Constantinos Ioannides v. Republic (Council of Ministers and Another) and Demos Zenios and Others (1971) 3 C.L.R. 8, υπόθεση παρακοής διατάγματος δικαστηρίου, για να υπογραμμίσει την επιείκεια, η οποία μπορεί να επιδειχθεί, παράδειγμα της οποίας ήταν και η προσέγγιση του Προέδρου του Κακουργιοδικείου στην προκείμενη περίπτωση, που επέλεξε ποινή προστίμου αντί ποινή φυλάκισης. 

Ανεξάρτητα από τις διαφορές στη φύση και το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης με την Constantinos Ioannides v. Republic (Council of Ministers and Another) and Demos Zenios and Others, (ανωτέρω) - (υπόθεση παρακοής διατάγματος δικαστηρίου, (απόφαση πλειοψηφίας),  στην οποία εκφράζεται η θέση του Δικαστηρίου για την τιμωρία των παραβατών) - παραγνωρίζεται ότι, σ’ εκείνη την υπόθεση, όλοι οι ενεχόμενοι στην καταφρόνηση του διατάγματος του δικαστηρίου προέβησαν σε ένορκο απολογία.  Στην παρούσα υπόθεση, ο εφεσείων δεν απολογήθηκε, ούτε εξέφρασε λύπη για την προσβολή της δικαιοσύνης, που είχε ένα σκοπό - την αμφισβήτηση, εκ προοιμίου, της δικαίας απονομής της. 

[*258]Στο Κακουργιοδικείο εναπόκειτο να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση και να καθορίσει τα μέσα για την αντιμετώπιση και τιμωρία του καταφρονητή. 

Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος, που να δικαιολογεί επέμβασή μας στην επιβληθείσα ποινή.

Δοκιμάζουμε θλίψη, γιατί δικηγόρος, όπως ο κ. Κυπριανού, με σαράντα χρόνια υπηρεσία στο λειτούργημα του δικηγόρου, καταδικάστηκε σε φυλάκιση για περιφρόνηση του δικαστηρίου.  Μεγαλύτερη, όμως, θλίψη δοκιμάζουμε, γιατί δικηγόρος, με τόσα χρόνια υπηρεσία, έπληξε τη Δικαιοσύνη.  Ανακούφιση αποτελεί ότι είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζεται η Δικαιοσύνη με αυτό τον τρόπο. προσδοκία μας είναι ότι θα είναι και η τελευταία. 

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίφθηκε.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο