(2001) 2 ΑΑΔ 272
[*272]11 Απριλίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΖΗΝΩΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7012)
Ποινή ― Άσκηση βίας εναντίον της συζύγου του εφεσίβλητου με άμεση πρόκληση σ’ αυτή πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου (Ν. 47(1)/94) ― Απειλή βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επιβολή ποινής προστίμου £300 και £200 αντίστοιχα ― Χαρακτηρίστηκε ανεπαρκής αλλά επικυρώθηκε κατ’ έφεση λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου, μεταξύ διάπραξης των αδικημάτων και έφεσης, και της εξ αυτού απόρροιας της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του εφεσίβλητου.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή της ποινής.
Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε έφεση για ανεπάρκεια ποινής.
Στην υπόθεση αυτή ο εφεσίβλητος άσκησε βία εναντίον της εν διαστάσει συζύγου του προκαλώντας της αιμάτωμα και φούσκωμα στο μάτι, μικρή εκδορά του κερατοειδούς χιτώνα και διάφορες εκδορές σε άλλα μέρη του σώματος. Την απείλησε ότι αν κατάγγελε τα συμβάντα στην Αστυνομία θα τη σκότωνε και θα δηλητηρίαζε την κόρη τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δίκης, έκρινε τον εφεσίβλητο ένοχο στις κατηγορίες (α) άσκησης βίας εναντίον της συζύγου του με άμεση πρόκληση σ’ αυτή πραγματικής σωματικής βλάβης και (β) απειλή βιαιοπραγίας και του επέβαλε ποινές προστίμου £300 και £200 αντίστοιχα.
[*273]
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή για ανεπάρκεια.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο πρωτόδικος δικαστής έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου παραγνωρίζοντας τόσο τη σύμφυτη σοβαρότητα των αδικημάτων, όσο και τις σοβαρές περιστάσεις οι οποίες περιβάλλουν τη διάπραξή τους. Οι παράγοντες αυτοί καθιστούσαν αναπόφευκτη την επιβολή ποινής φυλάκισης.
2. Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός.
3. Ο παράγων του χρόνου των 3½ ετών που έχει διαρρεύσει από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ακρόαση της έφεσης, σε συνάρτηση προς το μεταγενέστερο γεγονός του γάμου του εφεσίβλητου με άλλη γυναίκα το οποίο, ως τυχαία απόρροια του διαρρεύσαντος χρόνου, συνεπάγεται μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσίβλητου, αποτελεί παράγοντα ο οποίος καθιστά την επιβολή ποινής φυλάκισης από το Εφετείο, ανεπιθύμητη.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95,
Παγιάβλας ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 11425/99, ημερομηνίας 24/10/00, με την οποία ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος, κα[*274]τόπιν δίκης, κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες (α) άσκηση βίας εναντίον της συζύγου του με άμεση πρόκληση σ’ αυτή πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβση των άρθρων 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου (Ν. 47(1)/94 - στο εξής “ο νόμος”) και (β) απειλή βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδιακα Κεφ. 154 και του επιβλήθηκαν ποινές προστίμου £300 και £200, αντίστοιχα.
Δ. Κούσιου και Μ. Αναστασίου, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, κατόπιν δίκης, κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες (α) άσκηση βίας εναντίον της συζύγου του με άμεση πρόκληση σ΄ αυτή πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου (Ν. 47(1)/94 - στο εξής “ο νόμος”) και (β) απειλή βιαιοπραγίας κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινές προστίμου £300 και £200 αντίστοιχα. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί ως έκδηλα ανεπαρκείς τις ποινές. Εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση και επιδιώκει την αντικατάστασή των ποινών προστίμου με ποινές φυλάκισης.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στη Λεμεσό γύρω στις 02.30 της 3.11.98. Η σύζυγος του εφεσίβλητου είχε γυρίσει από την εργασία της. Μόλις άνοιξε τη θύρα του διαμερίσματός της και ήταν έτοιμη να εισέλθει στο σπίτι, εμφανίστηκε ξαφνικά ο εφεσίβλητος. Την ρώτησε πού βρισκόταν προτού έλθει στο σπίτι χωρίς όμως να πάρει οποιαδήποτε απάντηση. Την έπιασε από το λαιμό, τη κτύπησε και την έριξε στο πάτωμα. Όταν του είπε ότι είχε σχολάσει από την εργασία της, ο εφεσίβλητος την οδήγησε βίαια στο αυτοκίνητό του που ήταν σταθμευμένο έξω από την πολυκατοικία για να μεταβούν μαζί και να του δείξει το μέρος όπου εργαζόταν. Όταν επέστρεψαν, και ενώ η γυναίκα ήταν ακόμα στο αυτοκίνητο, ο εφεσίβλητος την κτύπησε στο πρόσωπο. Τη βία ακολούθησαν απειλές. Ο εφεσίβλητος απείλησε τη σύζυγό του πως, αν κατάγγελλε τα συμβάντα στην αστυνομία, θα [*275]τη σκότωνε και θα δηλητηρίαζε την κόρη τους.
Οι ιατρικές εξετάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε το θύμα της βάναυσης αυτής συμπεριφοράς του εφεσίβλητου, κατέδειξαν ότι λόγω της βίας που ασκήθηκε εναντίον της, υπέστη αιμάτωμα και φούσκωμα στο μάτι καθώς και μικρή εκδορά του κερατοειδούς χιτώνα. Διαπιστώθηκε ακόμα ότι το θύμα υπέστη εκδορές στη δεξιά τραχηλική χώρα, εκδορές στο αριστερό πίσω κάτω ημιθωράκιο και εκδορές στη μύτη.
Ο εφεσίβλητος νυμφεύθηκε τη σύζυγό του το 1981. Από το γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά· το μεγαλύτερο είναι τώρα περίπου 17 χρόνων και το μικρότερο 4 χρόνων. Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, το ζεύγος βρισκόταν σε διάσταση. Ο γάμος διαλύθηκε οριστικά τον Ιούνιο 1999 με την έκδοση διαζυγίου.
Οι πολλαπλές σωματικές κακώσεις του θύματος είναι ο δείκτης της σκληρής βίας που ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε σε βάρος της γυναίκας του. Η βίαιη μεταφορά της για να του υποδείξει το μέρος που εργαζόταν, αποτελεί μια δεύτερη και εξίσου σοβαρή πτυχή της υπόθεσης.
Τα εγκλήματα βίας είναι εξ αντικειμένου σοβαρά και ανάλογη είναι η αντιμετώπιση των ενόχων τέτοιων αδικημάτων από τα δικαστήρια. Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Τόκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, εκφράσαμε την αποδοκιμασία μας στη χρήση βίας εναντίον συνανθρώπων με τα πιο κάτω λόγια:
“Η χρήση βίας κατά των συνανθρώπων συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης είτε ως μέσο εκδίκησης είτε ως μέσο τιμωρίας δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.”
Η αύξηση που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια στα περιστατικά βίας που ασκείται από μέλος οικογένειας προς άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας, κατέστησε αναγκαία την αντιμετώπιση του κοινωνικά απαράδεκτου αυτού φαινομένου με τη θέσπιση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου (Ν. 47(1)/94 - στο εξής “ο νόμος”). Οι αυστηρές ποινές που προβλέπει [*276]ο νόμος, καθιστούν τα εγκλήματα βίας στην οικογένεια ακόμα πιο σοβαρά από ανάλογα εγκλήματα εναντίον προσώπων που βρίσκονται εκτός του κύκλου της οικογένειας και τιμωρούνται από τον Ποινικό Κώδικα.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου, οποιοσδήποτε ασκεί βία η οποία προκαλεί άμεσα πραγματική σωματική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του, είναι ένοχος αδικήματος που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων ή με χρηματική ποινή £3000 ή και με τις δυο ποινές· ενώ η διάπραξη επίθεσης μετά προκλήσεως πραγματικής σωματικής βλάβης, όταν το αδίκημα συντελείται έξω από το περιβάλλον της οικογένειας, τιμωρείται από τον Ποινικό Κώδικα με φυλάκιση τριών χρόνων. (Βλ. άρθρο 243 Ποινικού Κώδικα Κεφ 154.)
Η διάκριση είναι εμφανής. Η αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου προς τους ενόχους αδικημάτων βίας στην οικογένεια εκφράζεται μέσω της αυστηρότερης ποινής που προβλέπει ο νόμος ενώ, ταυτόχρονα επιδιώκεται, μέσω της ποινής, και η εξυπηρέτηση του σκοπού της αποτροπής.
Η εξατομίκευση της ποινής αποτελεί σημαντική διεργασία η οποία στοχεύει στην επιβολή δίκαιης ποινής η οποία στο τέλος, πρέπει να αρμόζει όχι μόνο στο έγκλημα αλλά και στο άτομο του συγκεκριμένου δράστη. Το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί είτε στην ουδετεροποίηση του νόμου είτε στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής. Στην Φώτιος Αντωνίου Παγιάβλας ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 τονίστηκε από το Εφετείο ότι:
“Η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους.”
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να σταθμίσει σωστά όλους τους παράγοντες. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες του εφεσίβλητου, το λευκό του μητρώο και το γεγονός ότι στο μεταξύ πήρε διαζύγιο από το θύμα και ως εκ τούτου οι πιθανότητες επανάληψης του αδικήματος θα ήταν πλέον μηδαμινές, ήταν οι παράγοντες που βάρυναν στη σκέψη του δικαστηρίου για τιμωρία του εφεσίβλητου με ποινές προστίμου αντί με φυλάκιση. Είναι φανερό ότι ο πρωτόδικος δικαστής απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις πιο πάνω προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου παραγνωρίζοντας [*277]τόσο τη σύμφυτη σοβαρότητα των αδικημάτων, ιδιαίτερα εκείνου που περιέχει το στοιχείο της βίας, όσο και τις σοβαρές περιστάσεις οι οποίες περιβάλλουν τη διάπραξή τους. Αυτοί οι παράγοντες, καθιστούσαν, κατά την κρίση μας, αναπόφευκτη την επιβολή ποινής φυλάκισης.
Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός. Βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέας Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ζανέττου Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ 304.
Από την ημερομηνία που διαπράχθηκαν τα αδικήματα (3.11.98) μέχρι την ημερομηνία (24.10.00) που το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο τις ποινές προστίμου και από τότε μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης (27.3.01) πέρασαν σχεδόν 3½ χρόνια.
Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα εκδόθηκε το διαζύγιο του εφεσίβλητου από τη γυναίκα που είχε υποστεί τις οδυνηρές συνέπειες της εγκληματικής συμπεριφοράς του στοιχείο που λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο για το μετριασμό της ποινής.
Τώρα όμως, που εμείς έχουμε να αποφασίσουμε κατά πόσο η περίπτωση είναι κατάλληλη για μετατροπή της ποινής προστίμου σε ποινή φυλάκισης, που το πρωτόδικο δικαστήριο, λανθασμένα καθώς έχουμε εξηγήσει, δεν επέβαλε στον εφεσίβλητο, υπεισέρχεται προς εξέταση ο παράγων του χρόνου των 3½ ετών που έχει διαρρεύσει από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα.
Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, ο εφεσίβλητος τέλεσε νέο γάμο γεγονός το οποίο πρέπει να έχει σηματοδοτήσει και τη μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσίβλητου. Αυτό ακριβώς το γεγονός, θεωρούμε ότι είναι στενά συνυφασμένο με το χρόνο ο οποίος, καθώς έχει νομολογηθεί, αποτελεί παράγοντα που προσμετρά στην επιμέτρηση της ποινής. Η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή της ποινής. Εκτός των περιπτώσεων που κρίνεται απόλυτα αναγκαίο, η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος είναι ανεπιθύμητη. Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα [*278](1991) 2 Α.Α.Δ. 71 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355.
Ο χρόνος που πέρασε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα σε συνάρτηση προς το μεταγενέστερο γεγονός του γάμου του εφεσίβλητου το οποίο, ως τυχαία απόρροια του διαρρεύσαντος χρόνου, συνεπάγεται μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσίβλητου, θεωρούμε ότι αποτελεί παράγοντα ο οποίος καθιστά ανεπιθύμητη την επιβολή ποινής φυλάκισης στον εφεσίβλητο σ’ αυτό το στάδιο. Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε πως δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το απολύτως αναγκαίο που να καθιστά απαραίτητη την επέμβασή μας για μετατροπή των ποινών που το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο