Δημοκρατία, Γρηγόρης Σίμου Γρηγορίου ν. (Αρ. 1) (2001) 2 ΑΑΔ 299

(2001) 2 ΑΑΔ 299

[*299]30 Απριλίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΙΜΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 1),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6963)

 

Ποινή ― Επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη ― Εφεσείων δεν διέθετε υψηλό όριο αντοχής ― Ήταν άτομο με πολλαπλά προβλήματα και βεβαρυμένο ιστορικό ψυχικής διαταραχής ― Βρισκόταν υπό ψυχοθεραπευτική αγωγή και ήταν άγνωστο το κατά πόσο την ακολουθούσε ή το κατά πόσο κάποιος φρόντιζε να την ακολουθεί, αφού τελούσε υπό κράτηση όταν διέπραξε την επίθεση ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 12 μηνών ― Κρίθηκε έκδηλα υπερβολική και μειώθηκε κατ’ έφεση σε ποινή εξάμηνης φυλάκισης.

Ποινή ― Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Επιβολή ποινής τρίμηνης φυλάκισης ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Έφεση ― Η πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε εφέσεις φυλακισμένων που δεν εκπροσωπούνται από δικηγόρο, είναι να προσεγγίζει τις βασικές ανάγκες της περίπτωσης ανεξάρτητα από την ακρίβεια διατύπωσης των λόγων.

Στις 9.3.2000, ο εφεσείων ο οποίος βρισκόταν στην αίθουσα του Δικαστηρίου Πάφου για να του επιβληθεί ποινή σε κατηγορία για ένοπλη ληστεία, άρχισε να παραφέρεται με αναφορές στους δικαστές της υπόθεσης, στον ανώτερο δικηγόρο που εκπροσωπούσε τη Δημοκρατία αλλά και στη διαδικασία γενικότερα.  Στη συνέχεια επιτέθηκε κατά του δικηγόρου της Δημοκρατίας κτυπώντας τον στο πίσω μέρος της κεφαλής και κλωτσώντας τον στην πλάτη.

Σε σχέση με το πιο πάνω επεισόδιο, ο εφεσείων καταδικάσθηκε μετά από παραδοχή του σε κατηγορία επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σω[*300]ματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και σε δύο κατηγορίες για καταφρόνηση Δικαστηρίου κατά παράβαση του εδαφίου 1(α) του Άρθρου 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην κατηγορία της επίθεσης και ποινή φυλάκισης 3 μηνών στη μία από τις δύο κατηγορίες καταφρόνησης.  Πρόσθετα, διέταξε όπως οι ποινές συντρέχουν αλλά να είναι διαδοχικές προς την ποινή δεκαετούς φυλάκισης που ο εφεσείων εξέτιε.

Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της ποινής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ποινή τρίμηνης φυλάκισης για την καταφρόνηση, με κανένα μέτρο, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική και επικυρώνεται.

2.  Ο εφεσείων ήταν άτομο με πολλαπλά προβλήματα και με βεβαρυμένο ιστορικό ψυχικής διαταραχής, το οποίο δεν διέθετε υψηλό όριο αντοχής. Η ποινή φυλάκισης έξι μηνών εξυπηρετούσε επαρκώς τις ανάγκες της περίπτωσης.  Η επιβληθείσα ποινή είναι επομένως έκδηλα υπερβολική και μειώνεται σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου, Υπόθεση Αρ. 2784/00, ημερομηνίας 20/7/00, με την οποία του επέβαλε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών στην κατηγορία της επίθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και ποινή φυλάκισης τριών μηνών στη μια από τις δύο κατηγορίες καταφρόνησης κατά παράβαση του Άρθρου 44(1)(α) του Ποινικού Κώδικα οι οποίες να συντρέχουν μεταξύ τους αλλά να είναι διαδοχικές προς αυτήν της δεκαετούς φυλάκισης την οποία εξέτιε.

Ο εφεσείων παρών.

Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στην Πάφο είχε βρει, κατόπιν δίκης, ένοχο τον εφεσείοντα σε κατηγορία ένο[*301]πλης ληστείας. Στις 9 Μαρτίου 2000 θα του επέβαλλε ποινή.  Κατ’ εκείνη την ημερομηνία, προτού αρχίσει η συνεδρία, ο εφεσείων ο οποίος βρισκόταν στην αίθουσα του Δικαστηρίου, άρχισε να παραφέρεται με αναφορές στους δικαστές της υπόθεσης, στον ανώτερο δικηγόρο της Δημοκρατίας κ. Σ. Μάτσα, ο οποίος εμφανιζόταν στην υπόθεση, αλλά και στη διαδικασία γενικότερα.  Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας εξετράπη ακόμα περισσότερο, σε σημείο που καθίστατο αδύνατη η συνέχιση της διαδικασίας στην παρουσία του.  Γι’ αυτό, το Κακουργιοδικείο διέκοψε για λίγο ώστε ο εφεσείων να απομακρυνθεί, υπό κράτηση, και η διαδικασία να συνεχισθεί στην απουσία του βάσει του άρθρου 63(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155

Ο εφεσείων εξήλθε της αίθουσας, συνοδευόμενος από τους αστυνομικούς που τον φρουρούσαν και που επρόκειτο σε εκείνο το στάδιο να του φορέσουν χειροπέδες.  Διέφυγε όμως της προσοχής τους και επιτέθηκε  κατά του κ. Σ. Μάτσα  ο  οποίος  είχε  βγει  πρώτος  και, με την πλάτη  γυρισμένη, άναβε εκείνη τη στιγμή τσιγάρο. Κτύπησε τον κ. Μάτσα με τα χέρια δύο φορές στο πίσω μέρος της κεφαλής και επίσης τον κλώτσησε στην πλάτη.  Οι αστυνομικοί τότε επενέβησαν, έθεσαν τον εφεσείοντα υπό έλεγχο και τον απομάκρυναν. Ο κ. Μάτσας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Διαπιστώθηκαν μικροεκχυμώσεις στην κάτω ινιακή περιοχή του τριχωτού της κεφαλής, κάκωση της κεφαλής όπως και ελαφρά εγκεφαλική διάσειση, σε σχέση με την οποία ο κ. Μάτσας παραπονέθηκε για ζαλάδα, κεφαλαλγία και αμνησία του συμβάντος. Πάντως, η διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου συνεχίστηκε και, κατά την ίδια ημερομηνία, επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, για το αδίκημα ένοπλης ληστείας, ποινή δεκαετούς φυλάκισης.

Εν καιρώ προσήφθησαν εναντίον του εφεσείοντος, στο Κακουργιοδικείο, κατηγορίες σε σχέση με το επεισόδιο της 9 Μαρτίου 2000.  Παραδέχθηκε κατηγορία επίθεσης που προκάλεσε στον κ. Σ. Μάτσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και δύο κατηγορίες για καταφρόνηση Δικαστηρίου, μία κατά παράβαση της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960), όπως τροποποιήθηκε, και άλλη κατά παράβαση της παραγράφου (β).  Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών στην κατηγορία της επίθεσης και ποινή φυλάκισης τριών μηνών στη μία από τις δύο κατηγορίες καταφρόνησης, ήτοι, εκείνη του άρθρου 44(1)(α), ενώ στην άλλη δεν επέβαλε ποινή.  Πρόσθετα, διέταξε όπως οι εν λόγω ποινές  συντρέχουν μεταξύ τους αλλά να είναι διαδοχικές προς την ποινή δεκαετούς φυλάκισης που ο [*302]εφεσείων εξέτιε.

Ο εφεσείων άσκησε την έφεση κατά της ποινής χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου.  Το Εφετείο του πρότεινε το διορισμό δικηγόρου με έξοδα της Δημοκρατίας αλλά αυτός προτίμησε να προωθήσει την έφεση μόνος.  Τους λόγους έφεσης, τους οποίους προσπάθησε να αναπτύξει, δεν τους διατύπωσε όπως ορίζουν οι Κανονισμοί.  Σύμφωνα όμως με την πρακτική μας, σε εφέσεις φυλακισμένων που εμφανίζονται χωρίς συνήγορο το Ανώτατο Δικαστήριο προσεγγίζει τις βασικές ανάγκες της περίπτωσης ανεξάρτητα από την ακρίβεια διατύπωσης των λόγων.  Ο εφεσείων προέβαλε, καθώς αντιληφθήκαμε, ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν είναι έκδηλα υπερβολικές και ότι εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να συντρέχουν με την ποινή που του επιβλήθηκε για την ένοπλη ληστεία. 

Αρχίζουμε με το δεύτερο. Ο εφεσείων το είχε εισηγηθεί μέσω του συνηγόρου του και πρωτόδικα. Το Κακουργιοδικείο το εξέτασε και ανέφερε τα εξής:

“Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αν εγκρίναμε την εισήγηση αυτή θα δίναμε λανθασμένο μήνυμα, το οποίο στην ουσία θα συνίστατο στο ότι οποιοσδήποτε καταδικάζεται σε ποινή φυλακίσεως μπορεί να συμπεριφέρεται μέσα στους χώρους των Δικαστηρίων κατά τον εντελώς ανεπίτρεπτο τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο κατηγορούμενος περιφρονώντας το Δικαστήριο και κτυπώντας τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, χωρίς στην πραγματικότητα να υφίστασται οποιανδήποτε ουσιαστική συνέπεια.”

Συμφωνούμε με αυτή τη θεώρηση η οποία συναρτάται με τις συγκεκριμένες ανάγκες αυτού του είδους περίπτωσης και δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθούμε σε ευρύτερα ζητήματα αρχής. 

Ως προς το ύψος των ποινών, το παράπονο σε ό,τι αφορά την τρίμηνη φυλάκιση για την καταφρόνηση είναι, κατά την άποψή μας, εντελώς αβάσιμο. Επρόκειτο για περίπτωση σοβαρής καταφρόνησης με προκλητική συμπεριφορά διαρκείας, η οποία αψηφούσε ολωσδιόλου τα θέσμια.  Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί, με κανένα μέτρο, να θεωρηθεί υπερβολική.

Αναφορικά όμως με τη δωδεκάμηνη φυλάκιση στην κατηγορία  της επίθεσης, θεωρούμε ότι υπάρχει πρόβλημα αναφορικά με το ύψος της.  Συμμεριζόμαστε την άποψη του Κακουργιοδικείου, την οποία εξήγησε με λεπτομέρεια, ότι οι περιστάσες προσέδιδαν στη διά[*303]πραξη του αδικήματος αυτού ιδιαίτερη σοβαρότητα. Καθιστούσε αναπόφευκτη την ποινή άμεσης φυλάκισης, παρά τα όσα ο συνήγορος του εφεσείοντος είχε αναφέρει για τις προσωπικές περιστάσεις και τη μεταμέλεια του εφεσείοντος. Ας σημειωθεί  ότι ο εφεσείων  εξέφρασε  στον κ. Μάτσα  προσωπικά τη λύπη του, και ο κ. Μάτσας τον συγχώρεσε. Όμως, η συγκεκριμένη περίπτωση μπορούσε να αντιμετωπισθεί με μικρότερη ποινή φυλάκισης, ιδιαίτερα ενόψει ενός παράγοντος, τον οποίο το Κακουργιοδικείο έλαβε μεν υπόψη μαζί με όλους τους άλλους κατά τη στάθμιση στην οποία επιμελώς προέβη, αλλά δεν φαίνεται να του απέδωσε τη σημασία που θεωρούμε ότι είχε.  Αφορά στην ψυχική υγεία του εφεσείοντος. Είναι άτομο με πολλαπλά προβλήματα και με βεβαρυμένο ιστορικό ψυχικής διαταραχής. Βρισκόταν υπό ψυχοφαρμακευτική αγωγή αλλά δεν κατέστη γνωστό το κατά πόσο, κατ’ εκείνο τον χρόνο την ακολουθούσε ή ακόμα, αφού τελούσε υπό κράτηση, το κατά πόσο κάποιος  φρόντιζε ώστε να την ακολουθεί. Δεν υπάρχει πάντως αμφιβολία ότι ο εφεσείων ήταν σε θέση να ασκήσει τον αναγκαίο αυτοέλεγχο. Φαίνεται ωστόσο να μη διέθετε υψηλό όριο αντοχής.  Ανάλογα αυξημένη θα έπρεπε, επομένως, να ήταν και η επιτήρησή του, για προστασία τρίτων.  Κατά την κρίση μας, ποινή φυλάκισης έξι μηνών εξυπηρετούσε επαρκώς τις ανάγκες της περίπτωσης.  Η επιβληθείσα ποινή μας φαίνεται επομένως έκδηλα υπερβολική και τη μειώνουμε ανάλογα.

Η έφεση επιτυγχάνει στην έκταση που καθορίσαμε.

H�έφεση επιτρέπεται μερικώς.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο