Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Nικόλα Πάγκαλου (2001) 2 ΑΑΔ 304

(2001) 2 ΑΑΔ 304

[*304]2 Μαΐου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΝΙΚΟΛΑ ΠΑΓΚΑΛΟΥ,

Εφεσίβλητου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7010)

 

Ποινή ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού ― Εφεσίβλητος, ιδιοκτήτης μπυραρίας καταδικάστηκε σε πρόστιμο £400 για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού ― Άμεση παραδοχή ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Προσωπικές περιστάσεις ― Η ποινή κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε κατ’ έφεση με ποινή δίμηνης φυλάκισης.

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Διακριτική ευχέρεια εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Εξαιρετικές περιστάσεις ― Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου και το λευκό ποινικό του μητρώο δεν συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις με τη σημασία που τους αποδίδει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε έφεση για ανεπάρκεια ποινής.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση του Νόμου ή του στοιχείου της αποτροπής.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται αναφορικά με τη διάπραξη του αδικήματος της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών.

Τα γεγονότα και οι νομικές αρχές που το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε, αποδεχόμενο την έφεση και αντικαθιστώντας την ποινή προστίμου με ποινή φυλάκισης δύο μηνών, φαίνονται στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.

Η έφεση επιτράπηκε.

[*305]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μονιάτη (2000) 2 Α.Α.Δ. 553,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μιχαήλ (2001) 2 Α.Α.Δ. 74,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ. 2), (2001) 2 Α.Α.Δ. 285,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Εταιρείας Bisco Ltd κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Α. Makris Tourist Taxi Service Co. Ltd (1996) 2 A.A.Δ. 262,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,

Krekou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 289,

Philippou v. Republic (1988) 2 C.L.R. 245,

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γ. Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 21073/00, ημερομηνίας 24/10/00, με την οποία επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή προστίμου £400 για εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς την απαιτούμενη άδεια κατά παράβαση του Άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. όπως τροποποιήθηκε.

Ξ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Λαμπριανίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 24.10.2000 κατόπιν πληροφορίας η Αστυνομία επισκέφθηκε την μπυραρία “The Nelson Inn” στη Λεμεσό.  Από έλεγχο που διεξήγαγαν απεκαλύφθη ότι αλλοδαπός από την Μπαγκλατές (πρώτος κατηγορούμενος στην πρωτόδικη διαδικασία) ερ[*306]γαζόταν εκεί ενώ είχε λήξει η άδεια παραμονής του και χωρίς τη γραπτή άδεια του Λειτουργού Μετανάστευσης.  Του επεστήθη η προσοχή του στο Νόμο και ο εν λόγω αλλοδαπός απάντησε:  “Συγγνώμη κύριε δουλεύω εδώ για μερικές μέρες”.  Ο εφεσίβλητος, ιδιοκτήτης της μπυραρίας και εργοδότης του αλλοδαπού απάντησε: “Συγγνώμη τον εργοδοτούσα μόνο μερικές ώρες την ημέρα, επειδή χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή έχω ακόμα πρόβλημα.”.

Ο αλλαδαπός κατηγορήθηκε για παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειάς του και για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του άρθρου 19 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί.  Ο εφεσίβλητος, για εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς την απαιτούμενη άδεια κατά παράβαση του άρθρου 14Β του ίδιου Νόμου, όπως το εισήγαγε ο Νόμος 100(1)/96. 

Οι κατηγορούμενοι παραδέχθησαν ενοχή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε την απολογία των κατηγορούμενων για μετριασμό της ποινής, επέβαλε εις μεν τον αλλοδαπό 15 και 7 μέρες φυλάκιση αντίστοιχα στις δύο κατηγορίες και ποινή προστίμου εκ £400 στον εφεσίβλητο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε, ορθά κατά τη γνώμη μας, τις αρχές που πρέπει να διέπουν την επιβολή ποινής σε τέτοια αδικήματα.  Τόνισε, εμφαντικά, ότι “τα αδικήματα της παράνομης παραμονής αλλοδαπών στην Κύπρο και της παράνομης εργοδότησής τους έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις”. Επεσήμανε ότι “η έξαρση των αδικημάτων αυτών έχει αφήσει έκδηλες τις ανησυχητικές επιπτώσεις στη ζωή του τόπου και έτσι καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών”.

Παρά τις πιο πάνω ορθές θέσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διέπραξε το αδίκημα, την άμεση παραδοχή του και το λευκό ποινικό του μητρώο κατέληξε να του επιβάλει ποινή προστίμου, ενώ στον συγκατηγορούμενό του, αλλοδαπό, ποινή φυλάκισης “εν όψει της φύσης των αδικημάτων”.  Τονίζουμε στο στάδιο αυτό ότι ο Νομοθέτης, θεωρώντας το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού πολύ σοβαρό, προνόησε ποινή φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια ή προστίμου μέχρι £5.000 ή και τα δύο, ποινή που είναι μεγαλύτερη από τα αδικήματα που διαπράττει ο αλλοδαπός.

Αντικείμενο της παρούσας έφεσης την οποία άσκησε ο Γενικός [*307]Εισαγγελέας, είναι η ανεπάρκεια της ποινής προστίμου.

Ο κ. Ξ. Ευσταθίου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, αφού εξέθεσε τους λόγους που θεωρεί την επιβληθείσα ποινή προστίμου ως ανεπαρκή, μας παρέπεμψε στη νομολογία και ιδιαίτερα σε τρεις πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου ποινές προστίμου σε παρόμοιες υποθέσεις έχουν αντικατασταθεί με ποινές φυλάκισης δύο μηνών.  Αυτές οι αυθεντίες είναι: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρύσανθου Μονιάτη (2000) 2 Α.Α.Δ. 553, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στέφανου Μιχαήλ (2001) 2 Α.Α.Δ. 74 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Άριστου Ευαγόρου (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285.  Ο κ. Ευσταθίου εισηγήθηκε ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει και να αντικατασταθεί η ποινή προστίμου με ποινή φυλάκισης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου αφού αναφέρθηκε στη νομολογία όσον αφορά το θέμα της επέμβασης του Εφετείου σε περιπτώσεις ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, επικαλέσθηκε τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, τη συναισθηματική φόρτιση στην οποία ευρίσκετο κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος και ότι είναι ο μόνος προστάτης της οικογένειας (σύζυγο και ένα τέκνο 5 ετών), ζήτησε την εξατομίκευση της ποινής και την επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.  Διαζευκτικά δε εισηγήθηκε ότι, σε περίπτωση που η ποινή φυλάκισης θα θεωρηθεί ως αναπόφευκτη, να ανασταλεί η εκτέλεση οποιασδήποτε ποινής φυλάκισης, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, αναγάγοντας τις προσωπικές περιστάσεις του και το λευκό ποινικό μητρώο του σε εξαιρετικές περιστάσεις. 

Είναι καλά θεμελιωμένο από τη νομολογία ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας, το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα ανεπαρκής, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό. (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Εταιρείας Bisco Ltd. κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16, Γενικός Εισαγγελέας ν. A. Makris Tourist Taxi Service Co. Ltd. (1996) 2 Α.Α.Δ. 262 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).

Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει τονιστεί ότι, [*308]ακόμα και όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, δεν ατονεί η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη, νοουμένου ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος (Βλέπε Krekou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 289 και Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 245).

Η συναισθηματική φόρτιση, την οποία επικαλέσθηκε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, η οποία κατ’ αυτόν οφείλετο στις όλες περιστάσεις του ευρύτερου οικογενειακού του περίγυρου, δεν μπορεί να επηρεάσει δραστικά το ύψος και το είδος της ποινής.  Κατ΄ αρχήν, δεν έχουμε αντιληφθεί αυτή τη συναισθηματική φόρτιση που επικαλείται η οποία δεν έχει άμεση σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης.  Επικαλέσθηκε ο εφεσίβλητος ότι η μητέρα του είχε υποστεί σοβαρή εγχείριση στην Αγγλία, ότι η αδελφή του πάσχει από ανορεξία και ότι η σύζυγός του είναι διαβητική.  Προσέτι ότι είναι έγγαμος, πατέρας ενός παιδιού πέντε ετών και λευκού ποινικού μητρώου.

Εισηγήθηκε ο εφεσίβλητος και μας εκάλεσε να απορρίψουμε την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση με βάση τις αρχές που έθεσε η νομολογία ως προς την εξατομίκευση της ποινής.

Έχουμε παραπέμψει, προηγουμένως, στις αρχές της νομολογίας επί του θέματος της εξατομίκευσης της ποινής. Η σημασία των προσωπικών περιστάσεων, των οικονομικών αναγκών και του λευκού ποινικού μητρώου του κατηγορούμενου αμβλύνεται όταν διαπιστώνεται η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.  Η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής.

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής σε αδικήματα αυτής της μορφής έχει επισημανθεί επανηλειμμένα από το Εφετείο (Βλέπε: Χρυσάνθου Μονιάτη, Στέφανου Μιχαήλ, Άριστου Ευαγόρου (πιο πάνω).

Στην Μονιάτη, στη σελίδα 557 έχουν αναφερθεί τα εξής:-

“Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο είναι εκδήλως ανεπαρκής.  Η πρόβλεψη για την περίπτωση των εργοδοτών ποινής αισθητά αυστηρότερης σε σύγκριση με ανάλογα αδικήματα των αλλοδαπών εργοδοτουμένων, είναι εξ αρχής προσδιοριστική της εντονότερης αποδοκιμασίας της [*309]δικής τους συμμετοχής στην ανησυχητική κατάσταση που δημιουργεί η μεγάλη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται αυτά τα κρούσματα.  Δικαίως, θα λέγαμε, αν συνυπολογίσουμε πως δεν έχουμε να κάμουμε στην περίπτωση αυτή με τον κατά τεκμήριο οικονομικά αδύνατο που αναζητά πόρους για επιβίωση.  Αυτό το πλήγμα, η μαζική, όπως διαπιστώθηκε, παράνομη είσοδος αλλοδαπών, για την οποία κατ’ επανάληψη κρίθηκε αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών, δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την προσδοκία που τέτοια στάση των εργοδοτών δικαιολογεί, για εξασφάλιση, κάτω από συνθήκες δύσκολα εξακριβώσιμες, κρυφής απασχόλησης.”.

Και στην Ευαγόρου, στη σελίδα 295 έχει αναφερθεί:-

“Η ανησυχητική έξαρση στη διάπραξη του αδικήματος με όλες τις σοβαρές συνέπειες τις οποίες συνεπάγεται στην αγορά εργασίας και στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου υπαγορεύει την αυστηρή αντιμετώπισή του.  Προβάλλει λοιπόν επιτακτική η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.”.

Στην ίδια πιο πάνω απόφαση τονίζεται ότι “χρηματική ποινή όχι μόνο δεν ενεργεί ως αποτρεπτική, όχι μόνο δεν αποτελεί επαρκή τιμωρία αλλά στέλλει και λανθασμένα μηνύματα στους επίδοξους παραβάτες.”

Αφού λάβαμε υπόψη και σταθμίσαμε κάθε σχετικό παράγοντα, θεωρούμε ότι η ποινή φυλάκισης είναι αναπόφευκτη.  Παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και επιβάλλουμε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης δύο μηνών.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου μας κάλεσε να αναστείλουμε την έκτιση της ποινής φυλάκισης δυνάμει του περί Αναστολής της Ποινής Φυλάκισης Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 41(1)/97. Εισηγήθηκε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου και το λευκό ποινικό του μητρώο αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την εν λόγω αναστολή.

Το άρθρο 3(2) του Νόμου έχει ως εξής:-

“(2)  Το Δικαστήριο δεν διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.”.

[*310]

Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν οριοθετηθεί στις αποφάσεις Φώτιος Α. Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 και Βίκτωρας Ι. Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583  Στην Παγιαβλάς έχει αναφερθεί ότι “οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη, ή σε συνδιασμό των δύο.”

Στην παρούσα υπόθεση οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου όπως έχουν εκτεθεί ενώπιόν μας είναι συνήθεις και δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως εξαιρετικές με τη σημασία που τους αποδίδει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Καταλήγουμε ότι δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου.

Η έφεση γίνεται δεκτή.  Διαταγή ως ανωτέρω.

H έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο