Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στέφανου Aθανασίου (2001) 2 ΑΑΔ 311

(2001) 2 ΑΑΔ 311

[*311]2 Μαΐου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6999)

 

Ποινή ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Ομολογία διάπραξης του αδικήματος ― Επιβολή προστίμου £500 ― Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε κατ’ έφεση με ποινή δίμηνης φυλάκισης.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται αναφορικά με αδικήματα παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών λόγω της έξαρσης που σημειώνεται στη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων και στην ανάγκη για αποτροπή.

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι λουστραδόρος, καταδικάστηκε σε πρόστιμο £500 για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού. Υποστήριξε ότι εργοδότησε τον αλλοδαπό για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες ανάγκες εκείνης της ημέρας.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όσα αναφέρθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ιδιαίτερα περιστατικά, δεν διαφοροποιούν την παρούσα υπόθεση, από τις υποθέσεις εκείνες στις οποίες η ποινή προστίμου αντικαταστάθηκε, κατ’ έφεση, με ποινή φυλάκισης.

2.  Το μέγεθος της δημόσιας βλάβης που προκαλείται είναι τέτοιο, που επιβάλλεται αυστηρή αντιμετώπιση.

[*312]3.      Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρ. Πιρικκή, στην οποία η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα είχε απορριφθεί.

Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή προστίμου αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης δύο μηνών.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευαγόρου (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πιρικκή (2001) 2 Α.Α.Δ. 279.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 19807/00, ημερομηνίας 17/10/00, με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο η ποινή προστίμου £500 για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού, ως έκδηλα ανεπαρκούς.

Ι. Λουκαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσιβάλλει ως εκδήλως ανεπαρκή την ποινή προστίμου ΛΚ500 που επεβλήθηκε στον εβεσίβλητο για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού.  Ο εφεσίβλητος είχε λευκό ποινικό μητρώο αλλά ούτε αυτό, ούτε οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα ή το ότι ομολόγησε τη διάπραξή του αφού ήταν αυτόφωρο, εδικαιολογείτο, όπως εισηγείται η κα Λουκαϊδου, να οδηγήσουν σε μη αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μεγάλη σοβαρότητα του αδικήματος και στην έξαρση που σημειώνεται στη διάπραξή του και η ανάγκη για αποτροπή, την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε ως τον κύριο σκοπό σε τέτοιες περιπτώσεις, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί μόνο με επιβολή ποινής φυλάκισης.  Τόνισε συναφώς τη πλεονεκτική θέση των εργοδοτών ως των οικονομικά ισχυροτέρων αλλά και την παράκαμ[*313]ψη των οικονομικών υποχρεώσεων που επιβάλλεται από τη νομοθεσία σε σχέση με νόμιμες εργοδοτήσεις.  Επικαλέστηκε συναφώς τις αποφάσεις μας στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας v. Χρύσανθου Μονιάτη (2000) 2 Α.Α.Δ. 553 και Γενικός Εισαγγελέας v. Στέφανου Μιχαήλ (2001) 2 Α.Α.Δ. 74.

Ο κ. Κωνσταντίνου δεν αρνήθηκε οτιδήποτε από τα πιο πάνω.  Επισήμανε, όμως, πως ενώ ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια, προβλέπει και τη δυνατότητα επιβολής προστίμου μέχρι Λ.Κ.5000. Είναι νοητή, λοιπόν, όπως εισηγείται, η περίπτωση αντιμετώπισης της ανάγκης για αποτροπή με την αύξηση της χρηματικής ποινής. Τόνισε ιδιαιτέρως τα ακόλουθα, όπως τα πρόβαλε και πρωτοδίκως: Η σύζυγος του εφεσίβλητου που τον βοηθούσε, είχε ακινητοποιηθεί λόγω τραυματισμού των ποδιών της σε δυστύχημα δύο μέρες προηγουμένως. Είχε υποχρέωση να παραδώσει ορισμένη δουλειά εκείνη την ημέρα και όταν συμπτωματικά ο αλλοδαπός του ζήτησε εργοδότηση, δεν σκέφτηκε αν αυτό θα ήταν νόμιμο ή παράνομο. Τον εργοδότησε για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες ανάγκες εκείνης της ημέρας. Αυτά, κατά την εισήγηση, διαφοροποιούν την περίπτωση από τις άλλες στις οποίες κρίθηκε αναπόφευκτη η επιβολή ποινής φυλάκισης. Παρεμβάλλεται σ’ αυτό το στάδιο, πως ο εφεσίβλητος είναι λουστραδόρος και πως η απάντησή του όταν ο αλλοδαπός κατελήφθη να εργάζεται φορώντας προστατευτική μάσκα ήταν “σήμερα ήρτε δαμέ για να δουλέψει, είναι δύσκολη δουλειά και δεν βρίσκω Κυπραίους για να δουλέψουν δαμέ.” Αναφέρθηκε στο τέλος ως στοιχείο στο οποίο ενδεχομένως θα ήταν δυνατό να προσδοθεί κάποια σημασία το ότι η θυγατέρα του εφεσίβλητου αποφάσισε να εγκλειστεί σε Μονή.

Είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη την περιγραφή της απαράδεκτης κατάστασης που δημιουργείται από τη συχνότητα διάπραξης αδικημάτων αυτής της φύσης,  από το ίδιο το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

“Η εργοδότηση αλλοδαπών οι οποίοι είτε εισήλθαν νόμιμα είτε παράνομα χωρίς να κατέχουν τις απαιτούμενες άδειες από τις αρμόδιες αρχές είναι ένα αδίκημα σοβαρό που η σοβαρότητά του επιτείνεται ακόμα περισσότερο ένεκα της έξαρσης που παρουσιάζει. Καθημερινά πάρα πολλές υπηρεσίες του κράτους ασχολούνται με την πάταξη αυτού του είδους αδικήματος που όπως έχει χαρακτηριστεί και από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταντήσει μάστιγα με αρνητικές επιπτώσεις τόσο κοινωνικές όσο και οικονομικές.  Και οι επιπτώσεις αυτές οι δυσάρεστες, έχουν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται. Είναι γνωστό ότι κατά κύματα αλλοδαποί εισέρχονται ή προσπαθούν να εισέλθουν στο [*314]έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας με σκοπό, χωρίς να είναι και ο αποκλειστικός σκοπός αυτός, η εξεύρεση εργασίας.  Εάν και οι εργοδότες εδώ τηρούσαν το νόμο και τους κανονισμούς και λειτουργούσαν τις επιχειρήσεις τους σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία αυτό το φαινόμενο δεν θα είχε την έξαρση που παρουσιάζει σήμερα.  Είναι με τη συμμετοχή και συνενοχή όλων των εργοδοτών που οδηγήθηκε αυτό το φαινόμενο στα επίπεδα που είναι σήμερα. Τα Δικαστήρια όταν καλούνται να επιβάλουν ποινή σε πρόσωπα τα οποία κατηγορούνται ενώπιόν του πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τη σοβαρότητα του αδικήματος που έχει διαπραχθεί, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει διαπραχθεί, την αυξητική τάση διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος και σίγουρα λαμβάνει υπόψη και τις ειδικές περιστάσεις, οικογενειακές, οικονομικές και άλλες του κατηγορουμένου προσώπου.  Η υποχρέωση εξατομίκευσης της ποινής από το Δικαστήριο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξουδετέρωση της αποτρεπτικότητας της ποινής. Ο κύριος σκοπός της ποινής είναι η αποτροπή του συγκεκριμμένου Κατηγορούμενου από του να επαναλαμβάνει το ίδιο αδίκημα και η αποτροπή άλλων προσώπων από του να διαπράξουν το ίδιο αδίκημα.”

Αυτές οι παρατηρήσεις είναι ορθές και είναι περίπου αυτά που τονίστηκαν και από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις που αναφέρθηκαν αλλά και πιο πρόσφατα στη Γενικός Εισαγγελέας v. Άριστου Ευαγόρου (Aρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285 στην οποία επίσης ποινή προστίμου αντικαστάθηκε με ποινή φυλάκισης.  Υπήρχαν σε εκείνες τις περιπτώσεις περιστατικά και προσωπικές συνθήκες που, κάτω από άλλες περιστάσεις, θα καθιστούσαν την ποινή προστίμου ανοιχτή επιλογή.  Όσα δε αναφέρθηκαν ενώπιον μας ως ιδιαίτερα περιστατικά, δεν την διαφοροποιούν ουσιωδώς απ΄αυτές.  Το μέγεθος της δημόσιας βλάβης που προκαλείται είναι τέτοιο που επιβάλλεται αυστηρή αντιμετώπιση από την οποία να εκπέμπεται το καθαρό μήνυμα πως κάθε ένας πρέπει να έχει στο μυαλό του πρώτα τον Νόμο και πως η αντίληψη ότι ενδεχομένως ένας μπορεί να δει πρώτα το συμφέρον της δουλειάς του, δεν είναι δυνατό να γίνει ανεκτή.

Είναι ορθή η εισήγηση του κ.Κωνσταντίνου πως ο Νόμος παρέχει και τη δυνατότητα ποινής προστίμου.  Η πρόσφατη περίπτωση μάλιστα της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστάκη Πιρικκή (2001) 2 Α.Α.Δ. 279 είναι χαρακτηριστική. Απορρίφθηκε η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα αλλά, μαζί με τα άλλα, συνέτρεχε και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν και εκείνος απλός υπάλληλος που είχε ποινική ευθύνη δυνάμει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ενώ η εργοδότρια εταιρεία, η οποία θα εκαρπούτο και το [*315]οικονομικό όφελος από την παράνομη εργοδότηση, για λόγο που δεν εξήγηθηκε, δεν διώχθηκε. Τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά και καταλήγουμε ότι, στο πλαίσιο των αρχών όπως αυτές κατ΄επανάληψη τονίστηκαν, η ποινή που επιβλήθηκε είναι εκδήλως ανεπαρκής.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή που επιβλήθηκε παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 2 μηνών.

Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή προστίμου αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης δύο μηνών.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο