Aγαθοκλέους Xαράλαμπος και Άλλος ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 316

(2001) 2 ΑΑΔ 316

[*316]14 Μαΐου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ

2. ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7030, 7031)

 

Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης ― Παράλειψη συμμόρφωσης σε οδηγίες θηροφυλάκων ― Επικύρωση καταδίκης για την επίθεση και παραμερισμός της καταδίκης για την παράλειψη συμμόρφωσης.

Έφεση ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση εναντίον των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου.

Θήραμα ― Εξουσίες θηροφυλάκων ― Ανακοπή για έρευνα ― Εξουσία για ζήτηση στοιχείων προσώπου ― Ο περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων και Άγριων Πτηνών Νόμος του 1974, Ν. 39/74, (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 27/91) ― Εφαρμοστέες αρχές.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Η ύπαρξη αντιφάσεων δεν καταστρέφει την αξιοπιστία μάρτυρα.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Είναι θέμα καθαρά διακριτό από το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την καταδίκη τους για τη διάπραξη (πρώτος εφεσείων) του αδικήματος επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης σε θηροφύλακες και (πρώτος και δεύτερος εφεσείοντες) για παράλειψη συμμόρφωσης σε οδηγίες θηροφυλάκων.  Υποστήριξαν ότι η ανακοπή τους από τους θηροφύλακες συνιστούσε παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων αφού στη βάση της ίδιας της [*317]μαρτυρίας των θηροφυλάκων δεν προέκυπτε οποιαδήποτε υπόνοια για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος.  Επικαλέσθηκαν το Άρθρο 24(1) του περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων και Άγριων Πτηνών Νόμου του 1974, Ν. 39/74, όπως τροποποιήθηκε, με το οποίο η εξουσία των θηροφυλάκων για ανακοπή και έρευνα συναρτάται ρητά προς ύπαρξη συνθηκών από τις οποίες εγείρεται εύλογη υποψία για παράβαση του Νόμου.

Οι εφεσείοντες πρόβαλαν επίσης και λόγους έφεσης αναφορικά με την καταδίκη του πρώτου εφεσείοντος στις κατηγορίες για επίθεση, κυρίως σε σχέση με τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η προσαχθείσα μαρτυρία δεν στοιχειοθετούσε το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης σε οδηγίες θηροφυλάκων.  Η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τις κατηγορίες αυτές πρέπει να παραμερισθεί.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέπραξε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Η κρίση για την αξιοπιστία μάρτυρος είναι κατ’ εξοχήν δικό του έργο.  Δεν διαπιστώνεται λόγος που θα δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου.

3.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την πραγματική σωματική βλάβη η οποία προκλήθηκε στους θηροφύλακες από την επίθεση των εφεσειόντων, είναι, ενόψει του συνόλου της μαρτυρίας, ορθή.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Kozina (1999) 2 Α.Α.Δ. 503,

Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Κωνσταντινίδης ν. Κάτζιη (1993) 1 Α.Α.Δ. 492,

Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212,

Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

[*318]

Εθνική Τράπεζα ν. ΧατζηΝέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41,

Παπανδρέου ν. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157,

Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τους κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, Υπόθεση Αρ. 8307/98, ημερομηνίας 24/11/00, με την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης εναντίον δύο θηροφυλάκων και αμφοτέροι οι κατηγορούμενοι για παράλειψη συμμόρφωσης προς οδηγίες θυροφυλάκων, κατά παράβαση του Άρθρου 24(ι) του περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων και Αγρίων Πτηνών Νόμου του 1974, Ν. 39/74, όπως τροποποιήθηκε και με την οποία επέβαλε στον πρώτο εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές 5 μηνών φυλάκισης για τα αδικήματα της επίθεσης και 15 ημερών για την παράλειψη συμμόρφωσης και για την τελευταία κατηγορία στο δεύτερο κατηγορούμενο επέβαλε πρόστιμο £100.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες.

E. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ.Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Περί την 4.20π.μ. της 7.12.97 το διπλοκάμπινο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος εφεσείοντας, με συνοδηγό τον πρώτο και επιβάτη στο πίσω κάθισμα τον Μ.Πουργουρίδη, ανεκόπη από κλιμάκιο τριών θηροφυλάκων στην περιοχή Καμινάρια Αγίου Νικολάου στην Επαρχία Πάφου. Για όσα κατ΄ισχυρισμόν ακολούθησαν προσάχθηκαν κατά των τριών αριθμός κατηγοριών, ως εξής:

Κατά του πρώτου εφεσείοντα, δύο κατηγορίες για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά των δύο από τους θηροφύλακες. Kατά των εφεσειόντων και του Μ. Πουργουρίδη μια κατηγορία για παράλειψη συμμόρφωσης σε οδηγίες θηροφυλάκων, [*319]όπως εξειδικεύεται στις λεπτομέρειες, “να δώσουν τα στοιχεία τους” και τρείς κατηγορίες για δημόσια εξύβριση, μια για κάθε θηροφύλακα.  Περαιτέρω, για όσα κατ’ ισχυρισμόν είδαν οι θηροφύλακες μόλις ανέκοψαν το αυτοκίνητο, μια κατηγορία κατά των εφεσειόντων για μεταφορά μη αποσυναρμολογημένων όπλων μέσα σε όχημα.

Οι κατηγορίες κατά του Μ. Πουργουρίδη αποσύρθηκαν. Την ημέρα της ακρόασης ζητήθηκε αναβολή από το δικηγόρο του γιατί ήταν σοβαρά άρρωστος στο εξωτερικό και ο συνήγορος της κατηγορούσας αρχής επέλεξε αυτήν την πορεία για να αποφευχθεί η περαιτέρω αναβολή της υπόθεσης. Τελικά ο Μ.Πουργουρίδης, σε άλλη ημερομηνία, κατέθεσε ως μάρτυρας για την υπεράσπιση.  Επίσης αποσύρθηκαν οι κατηγορίες για δημόσια εξύβριση, όπως εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση, επειδή είχαν παραγραφεί πριν την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.

Κατέθεσαν για την κατηγορούσα αρχή οι δύο από τους θηροφύλακες και ο Αστυφύλακας που διερεύνησε την υπόθεση. Ο πρώτος εφεσείοντας κατέθεσε ενόρκως. Ο δεύτερος επέλεξε το δικαίωμα να μην καταθέσει ως μάρτυρας και να μην προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση. Όπως σημειώσαμε,κλήθηκε ως μάρτυρας για την υπεράσπιση ο Μ.Πουργουρίδης.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την μαρτυρία, δέχθηκε ως αξιόπιστη εκείνη των θηροφυλάκων, αντιστοίχως απέρριψε ως αναληθή την μαρτυρία του πρώτου εφεσίβλητου και του Μ.Πουργουρίδη και έκρινε πως, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις της υπεράσπισης, στοιχειοθετήθηκαν οι δύο κατηγορίες κατά του πρώτου εφεσείοντα για επίθεση και η κατηγορία κατά των δύο για παράλειψη συμμόρφωσης προς οδηγίες θηροφυλάκων. Συμφώνησε όμως πως η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει ουσιώδες συστατικό του αδικήματος της μεταφοράς συναρμολογημένου όπλου και αθώωσε τους εφεσείοντες στη σχετική κατηγορία. Επέβαλε στον πρώτο εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές 5 μηνών φυλάκισης για τα αδικήματα της επίθεσης και 15 ημερών για την παράλειψη συμμόρφωσης.  Για την τελευταία κατηγορία στον δεύτερο εφεσείοντα επέβαλε πρόστιμο ΛΚ100.  Επίσης επιδίκασε σε βάρος του το μισό των εξόδων. Εφεσιβάλλεται η καταδίκη των εφεσειόντων.  Έφεση κατά της ποινής που επίσης άσκησε ο πρώτος εφεσείων, αποσύρθηκε.

Όπως και πρωτοδίκως συζητήθηκε από τους εφεσείοντες το νόμιμο της ανακοπής τους από τους θηροφύλακες. Κατά την εισήγησή τους παραβιάστηκαν τα συνταγματικά τους δικαιώματα αφού στη [*320]βάση της ίδιας της μαρτυρίας των θηροφυλάκων δεν προκύπτει πως είτε υποκειμενικώς υποψιάστηκαν οτιδήποτε είτε εξ’ αντικειμένου δεδομένα που ευλόγως θα δημιουργούσαν την γέννηση υποψιών για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος.  Επικαλούνται το άρθρο 24 (1) του περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων και Άγριων Πτηνών Νόμου του 1974, Ν.39/74 (όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.27/91), με το οποίο η εξουσία των θηροφυλάκων για ανακοπή και έρευνα συναρτάται ρητά προς ύπαρξη συνθηκών από τις οποίες εγείρεται ευλόγως υποψία για παράβαση του Νόμου. Οι θηροφύλακες ανέκοψαν το αυτοκίνητο επειδή τους τηλεφώνησε άλλος συνάδελφός τους ότι ένα αυτοκίνητο κινείτο ύποπτα. Ποιο ήταν εκείνο το αυτοκίνητο και κυρίως αν επρόκειτο για το αυτοκίνητο των εφεσείοντων δεν γνώριζαν. Πέρα από αυτό, δεν γνώριζαν ούτε και προσάχθηκε άλλη μαρτυρία ποια ήταν η κίνηση του αυτοκινήτου που ο συνάδελφός τους θεώρησε ως ύποπτη. Οι ίδιοι απλώς είδαν ένα αυτοκίνητο και το ανέκοψαν.  Διαφώνησαν με την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ευλόγως γεννήθηκε υποψία επειδή κινούνταν σε χωμάτινο δρόμο που διέσχιζε το δάσος στις 4.30π.μ. ενώ η περιοχή ήταν μόνιμα απαγορευμένη για το κυνήγι.

Όμως, δεν περιορίστηκε σ’ αυτό η πρωτόδικη απόφαση. Ουσιαστικά έκρινε το ζήτημα άσχετο με την ποινική ευθύνη των εφεσειόντων, ιδίως σε ό,τι αφορούσε στις κατηγορίες για επίθεση. Όπως υπέδειξε, και να μη υπήρχε εύλογη αιτία για την ανακοπή, ήταν παραδεκτή η μαρτυρία για όσα κατ΄ισχυρισμόν ακολούθησαν.  Ήταν η μαρτυρία των θηροφυλάκων πως ο υπεύθυνός τους, Ανώτερος Θηροφύλακας Γ. Ονουφρίου, πλησίασε το ανοικτό παράθυρο του συνοδηγού φορώντας φωσφορούχο γιλέκο με την ένδειξη “Θηροφυλακή”.  Αποκάλυψε και προφορικά την ιδιότητά του και δήλωσε την πρόθεσή του να ερευνήσει το αυτοκίνητο.  Ο συνοδηγός, δηλαδή ο πρώτος εφεσείοντας, χωρίς άλλα, τον έσπρωξε βίαια και συνέχισε να τον σπρώχνει βίαια αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Ο θηροφύλακας Π.Δημητρίου παρενέβη και ο πρώτος εφεσείοντας στράφηκε εναντίον του.  Τον κτύπησε στο πρόσωπο και στο σώμα με τις γροθιές του και έπεσε στο έδαφος.  Σηκώθηκαν αλλά ο πρώτος εφεσείοντας δεν εννοούσε να σταματήσει.  Προσπάθησε και πάλι να τον κτυπήσει με τη γροθιά του, έσκυψε και κτύπησε στο κεφάλι τον δεύτερο εφεσίβλητο που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή πίσω του.  Είχαν δει όπλα τα οποία τελικά παρέλαβαν.  Ζήτησαν κατά την εξέταση του επεισοδίου τα στοιχεία τους αλλά αυτοί αρνήθηκαν και έφυγαν.

Το Πρωτοδίκο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Natalia Kozina (1999) 2 Α.Α.Δ. 503 στην οποία κρίθηκε εσφαλμένη η απόρριψη μαρτυρίας για επίθεση επειδή η σύλλη[*321]ψη της εφεσίβλητης θεωρήθηκε παράνομη.  Ιδίως στα πιο πάνω αποσπάσματα από την απόφαση που εξέδωσε ο Καλλής Δ:

“Αφού οι διωκτικές αρχές δεν είχαν χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο ή μηχανισμό για την εξασφάλιση της επίδικης μαρτυρίας, ούτε ανέλαβαν οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την εξασφάλιση της επίδικης ή άλλης μαρτυρίας, ενώ η εφεσίβλητη βρισκόταν κάτω από αντισυνταγματική κράτηση, τότε η μαρτυρία ήταν αποδεκτή.”

...............................................................................................................

“Πρέπει να παρατηρήσομε ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τείνει να εισάξει την πιο κάτω πρόταση. Πρόσωπο το οποίο βρίσκεται υπό σύλληψη σαν αποτέλεσμα παραβίασης του δικαιώματος ατομικής ελευθερίας το οποίο διασφαλίζεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος απολαμβάνει ασυλίας σε περίπτωση που στη διάρκεια της αντισυνταγματικής κράτησης του διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα ακόμη και φόνο. Οι παριστάμενοι μπορούν να παρακολουθήσουν τα διαδραματιζόμενα αλλά αποκλείονται από του να τα καταθέσουν”.

Ζητήσαμε από τον κ.Πουργουρίδη να μας υποδείξει το συσχετισμό που θα πρόσδιδε σημασία στις περιστάσεις της ανακοπής. Αναγνώρισε ευθέως πως, πράγματι, αυτές αναδεικνύονται ασύνδετες προς ό,τι αφορούσε τις κατηγορίες για επίθεση και εγκατέλειψε το επιχείρημα του ως προς αυτές.  Ήταν όμως της γνώμης πως το ζήτημα της ύπαρξης εύλογης υποψίας ήταν σχετικό προς την κατηγορία για παράλειψη συμμόρφωσης προς οδηγίες των θηροφυλάκων.

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Οι εξουσίες των θηροφυλάκων καθορίζονται από το άρθρο 24 του Νόμου.  Αντίθετα προς τις αναφερόμενες σε ανακοπή για έρευνα, η εξουσία τους να ζητούν τα στοιχεία προσώπου (βλ. Άρθρο 24 (3) (δ) ), δεν συναρτάται προς τέτοια εύλογη υποψία.  Δεν δικαιολογείται λοιπόν να εμπλακούμε σε συζήτηση για τέτοιο θέμα στην παρούσα υπόθεση.  Είναι όμως βάσιμο το εναλλακτικό επιχείρημα. Σύμφωνα με το άρθρο 24 οι θηροφύλακες έχουν τις εξουσίες, που προσδιορίζονται μόνο “μέσα στην περιοχή της αρμοδιότητάς τους”. Με κατάλληλες ερωτήσεις κατά την αντεξέταση του Ανώτερου Θηροφύλακα τέθηκε το θέμα, αφού, όπως κατέθεσε, ανήκε στην Υπηρεσία Θήρας Λευκωσίας.  Ενώ η περιοχή όπου έγινε το επεισόδιο βρισκόταν στην επαρχία Πάφου. Του επισημάνθηκε η πρόνοια του Νόμου και ό,τι έχουμε πλέον είναι η γνώμη του:  Δεν έχει μεν αρμοδιότητα για όλη την Κύπρο αλλά έχει αρμοδιότητα για όπου τον έστελλε ο προϊστάμενός του. Η πρωτόδι[*322]κος Δικαστής ασχολήθηκε με τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος όχι όμως με αυτήν την πτυχή.  Παρατηρούμε πως σ΄άλλο σημείο της απόφασής της τοποθέτησε το επεισόδιο στα σύνορα των επαρχιών Λευκωσίας, Λεμεσού και Πάφου.  Έτσι είχε λεχθεί αρχικά, αλλά όταν το θέμα ερευνήθηκε περαιτέρω κατά την αντεξέταση, διευκρινίστηκε πως στην πραγματικότητα αυτό έγινε στην επαρχία Πάφου.

Προκύπτει πως, κατά τον Νόμο, υπάρχουν περιοχές στις οποίες οι θηροφύλακες έχουν ή δεν έχουν αρμοδιότητα. Οι εξουσίες τους αρρήκτως συναρτώνται προς την απαίτηση να ενεργούν μέσα στην περιοχή της αρμοδιότητάς τους και αυτό αναδεικνύεται ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος.  Το ίδιο το άρθρο 24(4)(γ) που δημιουργεί το σχετικό αδίκημα, αναφέρεται σε πρόσωπο που “.....ενεργεί αντίθετα ή κατά παράβαση οποιονδήποτε οδηγιών ή διαταγών θηροφυλάκων που δόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο αυτό”.  Ήταν, λοιπόν, ευθύνη της κατηγορούσας αρχής να το θεμελιώσει όπως κάθε άλλο και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε, όπως μας κάλεσε η εφεσίβλητη, ως ικανοποιητική απόδειξη που να μπορούσε να οδηγήσει σε καταδίκη για ποινικό αδίκημα τα όσα είπε, αυτοσχεδιάζοντας θα λέγαμε, ο Ανώτερος Θηροφύλακας.

Το άρθρο 24(3) προσδιορίζει τις εξουσίες των θηροφυλάκων “μέσα στην περιοχή της αρμοδιότητάς τους”, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται αλλά και των σχεδίων υπηρεσίας της θέσης τους. Δεν έχει προσαχθεί μαρτυρία και δεν έχει διερευνηθεί καμιά από τις παραμέτρους που θα ήταν δυνατό να αποτελέσουν αντικειμενικό έρεισμα και, στη βάση του υλικού που βρίσκεται ενώπιόν μας συμφωνούμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί αυτό το αδίκημα.

Τα υπόλοιπα από τους λόγους έφεσης αφορούν στην καταδίκη του πρώτου εφεσείοντα στις δύο κατηγορίες για επίθεση. Κυρίως σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία.  Περαιτέρω, στο κατά πόσο αποδείκτηκε πως οι δύο θηροφύλακες υπέστησαν, εξαιτίας της, πραγματική σωματική βλάβη.

Έχουμε συνοψίσει την μαρτυρία των θηροφυλάκων. Από την άλλη, όπως έχουμε σημειώσει, έχουμε την μαρτυρία του πρώτου εφεσείοντα και του Μ.Πουργουρίδη.  Έδωσαν εντελώς αντίστροφη εικόνα.  Δεν ήταν ο πρώτος εφεσείοντας αλλά ο Π.Δημητρίου που αμέσως μετά την ανακοπή, χωρίς να εξηγήσει ποιος ήταν και ενώ δεν φορούσε οποιοδήποτε διακριτικό, άρπαξε τον πρώτο εφεσείοντα από τον λαιμό, τον τράβηξε έξω από το αυτοκίνητο, τον γρονθοκό[*323]πησε και τον έριξε στο έδαφος. Όταν δε ο δεύτερος εφεσείων αγκάλιασε άλλον θηροφύλακα που, με απειλητικές διαθέσεις, είχε τοποθετήσει την κάννη της υπηρεσιακής καραμπίνας που κρατούσε στο κεφάλι του, ο πρώτος τον κτύπησε με την γροθιά του στο πρόσωπο.

Είναι η θέση των εφεσειόντων πως πάσχει η αξιολόγηση της μαρτυρίας των θηροφυλάκων για λόγους που αφορούσαν μόνο τον ένα από αυτούς, τον Π. Δημητρίου.  Ο άλλος, δηλαδή ο Ανώτερος Θηροφύλακας Γ. Ονουφρίου, δεν είχε αντεξεσταστεί έστω κατ΄ελάχιστον σε σχέση με όσα αφορούσαν στην επίθεση και τα άλλα.  Η αντεξέτασή του κάλυπτε μόνο όσα συνδέονταν προς το νόμιμο της ανακοπής του αυτοκινήτου.  Εισηγείται, λοιπόν, ο πρώτος εφεσείων πως αξιολογήθηκε εσφαλμένα η μαρτυρία αφού δεν προσδόθηκε η σημασία που έπρεπε σε σοβαρά, όπως τα θεωρεί, ψεύδη του Π. Δημητρίου. Αυτά αφορούσαν στην αρχική άρνησή του πως η Αστυνομία του πήρε και ανακριτική κατάθεση ως ύποπτου για επίθεση, και στα όσα ανέφερε σε σχέση με την κατοχή της υπηρεσιακής καραμπίνας. Ενώ στην γραπτή του κατάθεση που παρουσιάστηκε ανέφερε πως αυτός την κρατούσε αρχικά και πως την έδωσε κατά την εξέλιξη του επεισοδίου στον Γ. Ονουφρίου, στο Δικαστήριο κατέθεσε, προφανώς για να καλύψει το γεγονός ότι εκείνος δεν είχε δικαίωμα να μεταφέρει την καραμπίνα, ότι την κρατούσε εξ΄αρχής ο Ονουφρίου.  Έγινε επίσης αναφορά σε πλημελή αξιολόγηση σε σχέση με το ποιος κρατούσε ένα φανάρι.

Δεν διέλαθαν της προσοχής της πρωτόδικου Δικαστού αυτά τα θέματα αλλά δεν δέχθηκε, και πολύ ορθά, πως η ύπαρξη αντιφάσεων καταστρέφει, άνευ ετέρου, την αξιοπιστία μάρτυρα.  (βλ. την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιερόθεος Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 στην οποία εξηγείται και η προηγούμενη νομολογία).  Χαρακτήρισε το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ως τη σημαντικότερη έκφανση της δικαϊκής κρίσης που δεν μπορεί απλώς να εξαντλείται στην απαρίθμηση αντιφάσεων.  Αξιολόγησε επομένως όσα προτάθηκαν, όχι κατά απομόνωση αλλά στο πλαίσιο του συνόλου.  Ο Π.Δημητρίου φαινόταν ανήσυχος, αγχωμένος και ακόμα φοβισμένος. Έλεγε όμως την αλήθεια και οι αντιφάσεις δεν ήταν ούτε ύποπτες ούτε ουσιώδεις.  Δεν αναφέρονταν καν σε οτιδήποτε το σημαντικό που αφορούσε στην εξέλιξη του επεισοδίου και η μαρτυρία του Γ. Ονουφρίου, ως προς αυτό, δεν αμφισβητήθηκε με αντεξέταση. Όχι μόνο για το ποιος επιτέθηκε εναντίον ποιου και πώς, αλλά ακόμα και σε σχέση με το ότι εκείνος κρατούσε την υπηρεσιακή καραμπίνα εξ΄αρχής.

[*324]Από την άλλη, όπως επίσης εξηγήθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, η εκδοχή της υπεράσπισης ήταν ουσιωδώς αντιφατική σε σχέση με σειρά κρίσιμων πτυχών.  Καταγράφονται τα στοιχεία αυτά αλλά δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε πολλά.  Ήταν η βασική θέση της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του Π.Δημητρίου πως ήταν ο Γ.Ονουφρίου και όχι ο ίδιος που επιτέθηκε κατά του πρώτου εφεσείοντα και ότι, γενικά, ήταν οι άλλοι και όχι ο ίδιος που άσκησαν βία.  Αντίθετα δηλαδή από όσα είπαν στην συνέχεια ο πρώτος εφεσείων και ο μάρτυρας υπεράσπισης. Δεν αμφισβητήθηκε ενώπιόν μας από τους εφεσείοντες πως πράγματι υπέπεσαν στις αντιφάσεις που επεσήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η εισήγησή τους ήταν ότι,  κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, θα έπρεπε να υπολογιστεί το γεγονός ότι το βάρος της απόδειξης στην ποινική υπόθεση το φέρει η κατηγορούσα αρχή.

Το ποιος έχει το βάρος της απόδειξης δεν είναι παράγοντας που διαδραματίζει ρόλο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων. Όπως έχει εξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων το ζήτημα του βάρους της απόδειξης είναι καθαρά διακριτό από το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων απολήγει στη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, οπότε, μ΄αυτά ως δεδομένα, εξετάζεται αν εκείνος που έχει το βάρος της απόδειξης το απέσεισε.  (βλ. Κωνσταντινίδης v. Κάτζιη (1993) 1 Α.Α.Δ.492, Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Eθνική Τράπεζα v. Νέστορα ΧατζηΝέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41, Παπανδρέου v. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).  Δεν διαπιστώνουμε λάθος στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε κάθε σχετικό παράγοντα.  Η κρίση για την αξιοπιστία είναι κατ΄εξοχή δικό του έργο και δεν διαπιστώνουμε λόγο που θα δικαιολογούσε δική μας παρέμβαση.

Το τελευταίο θέμα αφορά στην πραγματική σωματική βλάβη.  Κατά την εξέλιξη της δίκης, με πρωτοβουλία της υπεράσπισης και με την έγκριση του Δικαστηρίου, δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα οι διαπιστώσεις των γιατρών που εξέτασαν τους Γ. Ονουφρίου και Π. Δημητρίου μετά το επεισόδιο. Ο πρώτος είχε μώλωπες και θλάση μαλακών ιστών στη δεξιά ωμιαία και άνω στερνική χώρα.  Ο δεύτερος, εκδορές στο μέτωπο, στο άνω χείλος, στη μύτη και στο αριστερό κάτω βλέφαρο.  Δεν αμφισβητήθηκε ότι αυτά ταξινομούνται ως πραγματική σωματική βλάβη. Η εισήγηση είναι πως δεν συνδέθηκαν με το επεισόδιο αφού οι δύο μάρτυρες δεν ανέφεραν αν υπέστησαν τέτοια σωματική βλάβη.

[*325]

Δεν τέθηκε με κανένα τρόπο θέμα άλλης αιτίας που θα ήταν δυνατό να προκαλέσει τέτοιες κακώσεις. Οι μάρτυρες κατηγορίες εξετάστηκαν από γιατρό σε σχέση με το επεισόδιο και οι κακώσεις που διαπιστώθηκαν συνάδουν προς την επίθεση που ο καθένας δέχθηκε. Ο Γ. Ονουφρίου, στην ερώτηση αν έπαθε οτιδήποτε εξήγησε πως αισθάνθηκε πόνο, παραπέμποντας ακριβώς στο ιατρικό πιστοποιητικό. Ο Π.Δημητρίου αναφέρθηκε σε κτυπήματα στο πρόσωπο και αλλού, και ενόψει του συνόλου της μαρτυρίας ήταν και επ΄αυτού ορθή η πρωτόδικη απόφαση.

Η έφεση επιτυγχάνει  μερικώς.  Η πρωτόδικη παραμερίζεται σε σχέση με την κατηγορία για παράλειψη συμμόρφωσης προς τις οδηγίες των θηροφυλάκων, στην οποία οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσονται.  Συναφώς παραμερίζεται και διαταγή για πληρωμή εξόδων από τον δεύτερο εφεσείοντα.  Σε σχέση με τις δύο κατηγορίες για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο