Δημοκρατία, Δημήτρης Γιαννάκη Δημητρίου ν. (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 326

(2001) 2 ΑΑΔ 326

[*326]23 Μαΐου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (AΡ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6867)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Έφεση εναντίον των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν αξιολόγησης της αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία στην παρούσα υπόθεση όπου το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας, επί του οποίου βασίστηκε η καταδικαστική ετυμηγορία, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό ― Έννοια της υποβόσκουσας αμφιβολίας ― Εκτενής αναφορά στη νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Αποδοχή μαρτυρίας παρά τη διαπίστωση σημαντικών αντιφάσεων σε αυτή, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη.

Έφεση ― Εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση εφέσεων ― Άρθρο 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) ― Αναθεώρηση αποδείξεων που προσάχθηκαν πρωτοδίκως και συναγωγή συμπερασμάτων απο το Εφετείο ― Το Εφετείο δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε απόφαση περί πραγματικών γεγονότων του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Πραγματική μαρτυρία ― Συνιστά γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας πάνω σε 4 κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

[*327]1.      Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 325 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

2.  Κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών κατά παράβαση του Άρθρου 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε.

3.  Απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση των Άρθρων 325 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 4 και 5).

Σύμφωνα με τις "λεπτομέρειες του αδικήματος" της κατηγορίας 1 ο εφεσείων μαζί με το Δημήτρη Κ. Δημητρίου (κατηγορούμενο 2 στην παρούσα υπόθεση) "μεταξύ της 20.5.99 και 23.5.99 στη Λάρνακα συνωμότησαν να διαπράξουν το κακούργημα της απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες".

Η κατηγορία 4 αναφέρεται στην τοποθέτηση εκρηκτικών υλών από τον εφεσείοντα και τον κατηγορούμενο 2 στον Υποσταθμό της Α.Η.Κ. παρά τα Διϋλιστήρια Λάρνακας στις 21.5.99.  Η δε κατηγορία 5 αναφέρεται στην τοποθέτηση από τους ίδιους κατηγορούμενους εκρηκτικών υλών στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρνακας στις 23.5.99.

Το Κακουργιοδικείο ανέφερε στην απόφαση του ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εστηρίζετο σε μεγάλη έκταση στα όσα κατέθεσαν ο Μ.Κ. 25 Δημήτρης Κ. Δημητρίου και ο Μ.Κ. 35 Ιάκωβος Γιακουμή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι δύο αυτοί μάρτυρες ήταν συναυτουργοί.  Έκρινε περαιτέρω ότι ήταν και οι δύο αξιόπιστοι μάρτυρες.  Θεώρησε ότι ήταν απόλυτα ασφαλές να στηριχθεί στη μαρτυρία τους "χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας".

Σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος και ο Δημητρίου ήταν γνωστοί πριν από τις 18.5.99.  Οι σχέσεις τους μέχρι τότε δεν ήταν στενές, όμως είχαν κοινούς φίλους.  Ο Γιακουμής ήταν στενός φίλος του Δημητρίου. Στις 20.5.99 ο κατηγορούμενος πρότεινε στο Γιακουμή και το Δημητρίου να βάλουν την ίδια εκείνη νύκτα μία βόμβα.  Ο Γιακουμής αποδέκτηκε να προσφέρει τα εκρηκτικά.  Το ίδιο βράδυ ο κατηγορούμενος έδωσε οδηγίες στο Δημητρίου να τοποθετήσει βόμβα στο κτίριο του υποσταθμού της Α.Η.Κ. και υπέδειξε το χώρο τοποθέτησης της βόμβας.  Το ίδιο βράδυ ο Γιακουμής πληροφόρησε τον κατηγορούμενο ότι δεν είχε εκρηκτικά.  Τότε ο κατηγορούμενος πρότεινε στο Δημητρίου να τοποθετήσει μόνος του τη βόμβα και ανέλαβε να του εξασφαλίσει τα εκρηκτικά.  Ο Δημητρίου τοποθέτησε λίγο μετά τις 1.30 π.μ. της 21.5.99 [*328]τον εκρηκτικό μηχανισμό.  Η έκρηξη έλαβε χώρα λίγο μετά τις 1.30 π.μ. και προκάλεσε ζημιά στο παράθυρο του υποσταθμού.  Ο Δημητρίου τοποθέτησε τη βόμβα στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρνακας το βράδυ της 22.5.99 προς τις πρώτες πρωϊνές ώρες της επομένης ημέρας.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας λόγους σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας του Δημητρίου και του Γιακουμή.

Υποστηρίχθηκε ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι μάρτυρες κατηγορίας Γιακουμή και Δημητρίου είναι αξιόπιστοι είναι εσφαλμένο και/ή αντινομικό λόγω σωρείας αντιφάσεων στη μαρτυρία τους και/ή λόγω αντίθεσης της μαρτυρίας τους με άλλη πραγματική και/ή επιστημονική μαρτυρία.

Ο εφεσείων υποστήριξε επίσης ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Φινόπουλου αξιολογήθηκε εσφαλμένα.  Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας.  Ήταν μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής ειδικός επί των εκρηκτικών υλών.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Γιακουμή εψεύδετο όταν προσποιήθηκε άγνοια ζητημάτων σχετικών προς την υπόθεση.  Υπάρχει λοιπόν συνειδητή, ηθελημένη, υπολογισμένη και διαπιστωθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο καταφυγή του Γιακουμή σε ψεύδη.  Παρά ταύτα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεχείρησε να εξάξει ορισμένα συμπεράσματα που επεξηγούσαν την όλη στάση του Γιακουμή.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις η σχετική προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν αντινομική.  Η πρωτόδικη διαπίστωση για καταφυγή του εν λόγω μάρτυρος σε ψεύδη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αμφιβολίες για την αξιοπιστία του και όχι σε συμπεράσματα επεξηγηματικά.  Συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν μόνο από αξιόπιστη μαρτυρία.

2.  Υπήρχαν αντιφάσεις ανάμεσα στις δύο γραπτές καταθέσεις του Δημητρίου προς την Αστυνομία.  Στην πρώτη γραπτή κατάθεση δεν ενέπλεξε τον εαυτό του στην έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ.  Ενέπλεξε μόνο τον εφεσείοντα.  Στη δεύτερη του κατάθεση ενέπλεξε τον εαυτό του και στις δύο εκρήξεις.  Στην ένορκή του μαρτυρία ο Δημητρίου δεν αναφέρθηκε στις δύο προηγούμενες γραπτές καταθέσεις του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά το χρόνο της ένορκης μαρτυρίας του η μνήμη του Δημητρίου λειτουργούσε καλύτερα.  Ωστόσο, από την άλλη, έκαμε και διαπίστωση περί εξασθε[*329]νημένης μνήμης του Δημητρίου.  Αυτές οι τοποθετήσεις του Δικαστηρίου συνιστούν αντιφατική προέγγιση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δημητρίου.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Δημητρίου υπέδειξε ότι τον είχε επιστρατεύσει ο εφεσείων να τοποθετήσει τις βόμβες αφού εκμεταλλεύθηκε τον αφελή και επιπόλαιο χαρακτήρα του.  Ωστόσο η μαρτυρία του Γιακουμή φέρει τον Δημητρίου να είχε στρατευθεί στην παρανομία πριν από την γνωριμία του με τον εφεσείοντα.  Αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του Γιακουμή αγνοήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δημητρίου.

3.  Το περιεχόμενο της μαρτυρίας του Φινόπουλου ήταν σαφές και το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα το μέρος της μαρτυρίας του που σχετίζεται με την έκρηξη στον υποσταθμό.  Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.  Αντίθετα με τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Φινόπουλος ήταν απόλυτα βέβαιος για τον αριθμό των ράβδων δυναμίτιδας που χρησιμοποιήθηκαν στην πρώτη έκρηξη.

     Τα όσα ανέφερε ο Φινόπουλος επί του προκειμένου στηρίχθηκαν πάνω στην εξέταση της σκηνής της έκρηξης και των ανευρεθέντων τεκμηρίων.  Τα όσα είδε στη σκηνή ο Φινόπουλος και τα τεκμήρια που περισυνέλεξε αποτελούν πραγματική μαρτυρία. Έχει δε νομολογηθεί ότι η πραγματική μαρτυρία συνιστά γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας.

4.  Το Εφετείο δεν διστάζει να παραμερίσει μια καταδικαστική ετυμηγορία, έστω και αν ήταν αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων αν μια τέτοια ετυμηγορία του φαίνεται τόσο ανεπαρκής που να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ορθότητά της.

5.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας των δύο μαρτύρων δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό έστω και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εντυπωσιασθεί από τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Χωρίς τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων δεν θα ήταν δυνατή η καταδικαστική ετυμηγορία.  Ο εφεσείων δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί με βάση τη μαρτυρία των Γιακουμή και Δημητρίου χωρίς να πλανάται τουλάχιστον μια υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ασφάλεια της καταδικαστικής ετυμηγορίας.

Η έφεση επιτράπηκε. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώθηκε.

[*330]Αναφερόμενες υποθέσεις:

R. v. Golder a.o. [1960] 3 All E.R. 457,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 197,

Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 36,

Khadar a.o. v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132,

Πουτζουρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, 329, 330,

Montgomerie & Co. Ltd v. Wallance-James [1904] A.C. 73,

Stylianou a.o. v. Petrou (1984) 1 C.L.R. 362,

Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51,

Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 267,

Θρασυβούλου ν. Κουλέρμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 293,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 75,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39,

Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292,

Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

Karamanis v. Police (1977) 2 C.L.R. 92,

Fasouliotis v. Police (1979) 2 C.L.R. 180,

Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37,

Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,

Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.o. (1975) 1 C.L.R. 269,

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,

[*331]Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,

Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558,

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449,

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,

Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαΐκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708,

Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη, Πολιτική Έφεση 10240 ημερ. 9.6.2000,

Οράτη ν. Παστού, Πολιτική Έφεση 10368 ημερ. 3.11.2000,

Ρόπα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Koutras v. Republic (1976) 2 C.L.R. 13,

R. v. Cooper [1969] 1 All E.R. 32,

Fournaris v. Republic (1978) 2 C.L.R. 20,

Zisimides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 302,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Lambrou v. Republic (1962) C.L.R. 295,

Soulis v. Police (1973) 2 C.L.R. 68.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, Υπόθεση Αρ. 7888/99, ημερομηνίας 7/1/00 με την οποία βρέθηκε ένοχος σε τέσσερις κατηγορίες για

1.  Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 371 και 325 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (η κατηγορία 1),

[*332]2.           Κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών κατά παράβαση του άρθρου 4 (4) (δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 21/1970 και 27/1978 (η κατηγορία 2),

3.  Απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση των άρθρων 325 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 4 και 5)

και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι ετών.

Α. Μυλωνάς με Α. Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:

Το Κατηγορητήριο.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας πάνω σε 4 κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

1.  Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 371 και 325 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (η κατηγορία 1).

2.  Κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών κατά παράβαση του άρθρου 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 21/1970 και 27/1978 (η κατηγορία 2).

3.  Απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση των άρθρων 325 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 4 και 5).

Σύμφωνα με τις “λεπτομέρειες του αδικήματος” της κατηγορίας 1 ο εφεσείων μαζί με το Δημήτρη Κώστα Δημητρίου (κατηγορούμενο 2 στην παρούσα υπόθεση) “μεταξύ 20.5.99 και 23.5.99 στη Λάρνακα συνωμότησαν να διαπράξουν το κακούργημα της απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες”.

[*333]

Η κατηγορία 2 αναφέρεται στην κατοχή από τον εφεσείοντα - στις 20.5.99 στη Λάρνακα - 6 ράβδων δυναμίτιδας.  Παρόμοια κατηγορία αντιμετώπισε και ο κατηγορούμενος 2 (η τρίτη κατηγορία).

Η κατηγορία 4 αναφέρεται στην τοποθέτηση εκρηκτικών υλών από τον εφεσείοντα και τον κατηγορούμενο 2 στον υποσταθμό της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου παρά τα Διϋλιστήρια Λάρνακας στις 21.5.99.  Η δε κατηγορία 5 αναφέρεται στην τοποθέτηση από τους ίδιους κατηγορούμενους εκρηκτικών υλών στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρνακας στις 23.5.99.

Σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο (βλ. σελ. 5 της απόφασης) “η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται σε μεγάλη έκταση στα όσα κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Μ.Κ.25 Δημήτρης Κώστα Δημητρίου (κατηγορούμενος 2)” (από τούδε και στο εξής ο Δημητρίου).  Επίσης, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο (βλ. σελ. 19 της απόφασης) η μαρτυρία του Μ.Κ.35 Ιάκωβου Γιακουμή (από τούδε και στο εξής ο Γιακουμή) έχει κεντρική θέση στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από εκτενή παράθεση της μαρτυρίας προέβει στην αξιολόγησή της.  Για τους λόγους που εξήγησε, στους οποίους δεν παρίσταται ανάγκη ν’ αναφερθούμε, έκρινε ότι και οι δύο αυτοί μάρτυρες ήταν συναυτουργοί. Έκρινε, περαιτέρω, ότι ήταν και οι δύο αξιόπιστοι μάρτυρες. Θεώρησε ότι ήταν απόλυτα ασφαλές να στηριχθεί στη μαρτυρία τους “χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας”.

Με βάση το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώπιόν του αποδείχθηκαν τα πιο κάτω πραγματικά γεγονότα:

“Ο κατηγορούμενος γνώριζε το Δημητρίου ήδη πριν τις 18/5/99. Οι σχέσεις τους μέχρι τότε δεν ήταν στενές, όμως είχαν κοινούς φίλους. Ο κατηγορούμενος συνδεόταν με τον Αντώνη Αντωνίου.  Ο τελευταίος συνδεόταν με το Γιακουμή και ο Γιακουμής ήταν στενός φίλος του Δημητρίου.  Ο κατηγορούμενος και ο Αντωνίου εξάλλου ήταν στενοί φίλοι και συνεργάτες του Λούκα Φανιέρου ο οποίος στις 18/5/99 καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης. Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να έρθει σε στενότερη επαφή με το Δημητρίου τις πρώτες απογευματινές ώρες της 18/5/99. Ζήτησε από το Δημητρίου τους αριθμούς του τηλεφώνου του και έδωσε και αυτός τον αριθμό του φορητού του τηλεφώνου στο Δημητρίου.  Εκείνη την ημέρα και την επομένη δηλαδή 19/5/99 οι επαφές του κατηγορουμένου με το Δημητρίου [*334]ήταν συχνές τόσο στη διάρκεια της μέρας όσο και της νύκτας.  Στις 20/5/99 ύστερα από τηλεφώνημα του κατηγορουμένου και με το αυτοκίνητο του πατέρα του Δημητρίου, ο κατηγορούμενος, ο Γιακουμής και ο Δημητρίου μετέβησαν αργά το απόγευμα στην Αγία Νάπα για μεταφορά καλλιτέχνιδας που γνώριζε ο κατηγορούμενος.  Κατά την επιστροφή από την Αγία Νάπα ο κατηγορούμενος πρότεινε στο Γιακουμή και το Δημητρίου να βάλουν την ίδια εκείνη νύκτα μια βόμβα. Ο Γιακουμής αποδέκτηκε όπως προσφέρει τα εκρηκτικά.  Ο κατηγορούμενος το ίδιο βράδυ και στο τέλος της διαδρομής προς Λάρνακα έδωσε οδηγίες στο Δημητρίου να οδηγήσει το αυτοκίνητο στο σημείο όπου θα ετοποθετείτο η βόμβα.  Επρόκειτο για το κτίριο του υποσταθμού της ΑΗΚ που βρίσκεται κοντά στα διυλιστήρια και υπόδειξε μάλιστα σαν χώρο τοποθέτησης της βόμβας τη γωνία του μοναδικού παραθύρου του κτιρίου.

Αργότερα το ίδιο βράδυ ο Γιακουμής πληροφόρησε τον κατηγορούμενο ότι δεν είχε εκρηκτικά. Ο κατηγορούμενος τότε πρότεινε στον Δημητρίου να τοποθετήσει μόνος του τη βόμβα και ανέλαβε να του εξασφαλίσει τόσο τα εκρηκτικά όσο και το πυραγωγό σχοινί και οδήγησε και έδειξε στο Δημητρίου τα δύο σημεία όπου θα τοποθετούσε τα εκρηκτικά και το πυραγωγό σχοινί για να τα παραλάβει. Λίγο αργότερα ο Δημητρίου βρήκε στο χώρο που του είχε υποδείξει ο κατηγορούμενος δύο τεμάχια πυραγωγό σχοινί τα οποία και παρέλαβε και έβαλε στο αυτοκίνητό του. Ο κατηγορούμενος αργότερα την ίδια νύκτα παράδωσε στο Δημητρίου ένα πλαστικό δοχείο χαλλουμιών στο οποίο θα τοποθετούσε τα εκρηκτικά για προστασία.  Είναι αυτό που βρέθηκε στο σπίτι του Δημητρίου και παραλήφθηκε από την αστυνομία (τεκ. 57).

Λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ ο κατηγορούμενος ειδοποίησε από τηλεφώνου το Δημητρίου ότι τα εκρηκτικά ήταν στο ίδιο σημείο όπου είχε βάλει το βραδύκαυστο και να τα πάρει από εκεί. Του έδωσε δηλαδή οδηγίες να τα πάρει από άλλο χώρο αυτού που του είχε αρχικά υποδείξει. Στο σημείο που ανάφερε ο κατηγορούμενος υπήρχαν έξι ράβδοι δυναμίτιδας και ένα τενεκεδάκι με ένα κοινό πυροκροτητή τα οποία ο Δημητρίου παρέλαβε.  Το σημείο από όπου ο Δημητρίου παρέλαβε όλα τα πιο πάνω ήταν ο μπροστινός δεξιός τροχός ενός παλιού κόκκινου αυτοκινήτου στο χώρο στάθμευσης μιας πολυκατοικίας όχι μακριά από το διαμέρισμα όπου ζεί ο κατηγορούμενος.  Ήταν το ένα από τα σημεία όπου ο κατηγορούμενος από την αρχή είχε υποδείξει στο Δημητρίου ότι θα  είχε τα βραδύκαυστα.

[*335]

Ο κατηγορούμενος εξήγησε στο Δημητρίου πως να ετοιμάσει τον εκρηκτικό μηχανισμό παρόλο ότι ο πρώτος γνώριζε κάποια πράγματα από τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά.  Ο κατηγορούμενος επίσης του έδωσε μάλλινα γάντια να φορέσει όταν θα τοποθετούσε τη βόμβα και τον συμβούλευσε να πετάξει τα παπούτσια που θα φορούσε για να μην αφήσει ίχνη. Ο Δημητρίου ετοίμασε στο σπίτι του τον εκρηκτικό μηχανισμό τοποθετώντας τρεις ράβδους δυναμίτιδας που του παράδωσε ο κατηγορούμενος και χρησιμοποιώντας το πυραγωγό σχοινί και τον πυροκροτητή που επίσης του παράδωσε ο κατηγορούμενος.

Ο Δημητρίου τοποθέτησε λίγο μετά τις 1.30 π.μ. της 21/5/99 τον εκρηκτικό μηχανισμό που ετοίμασε στο σημείο που προηγουμένως του υπόδειξε ο κατηγορούμενος. Η έκρηξη έλαβε χώρα λίγο μετά τις 1.30 π.μ. και προκάλεσε ζημιά στο παράθυρο του υποσταθμού. Για την αποκατάσταση της ζημιάς δαπανήθηκε ποσό £376.-

Την επομένη, δηλαδή 21.5.99 ο Δημητρίου συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο.  Οι δύο μίλησαν για την έκρηξη της προηγούμενης νύκτας. Την ίδια μέρα λίγο αργότερα, ο κατηγορούμενος από το μεσοπάτωμα της πολυκατοικίας όπου διαμένει παρέλαβε και παρέδωσε στο Δημητρίου, αφού προηγουμένως φόρεσε χειρουργικά γάντια, τρεις ηλεκτρικούς πυροκροτητές και ένα λέιζερ.  Είναι αυτά που ανευρέθηκαν στις 23.5.99 στην περιοχή του σκοπευτηρίου στην Αλυκή όπου τα είχε κρύψει προηγουμένως ο Δημητρίου.  Την ίδια μέρα ο Δημητρίου τοποθέτησε τους τρεις δυναμίτες που ακόμη είχε στην κατοχή του στο πλαστικό δοχείο χαλλουμιών που του έδωσε ο κατηγορούμενος και τοποθέτησε και αυτά στο ίδιο σημείο στην περιοχή του σκοπευτηρίου στην Αλυκή.

Την ίδια μέρα το βράδυ ο κατηγορούμενος πληροφόρησε τον Δημητρίου ότι έπρεπε εκείνο το βράδυ να τοποθετήσει τα υπόλοιπα εκρηκτικά στο Δικαστήριο και αφού ο Δημητρίου αδυνατούσε για εκείνο το βράδυ συμφώνησαν όπως αυτό γίνει την επόμενη νύκτα και μάλιστα μετά τις 1.30 π.μ. Επιβεβαίωσαν την συμφωνία τους την επόμενη μέρα, Σάββατο, στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου.  Ήταν εκεί που ο κατηγορούμενος παράδωσε στο Δημητρίου ένα μικρό πλαστικό ρολόι ώστε να βάλει δίπλα από τον εκρηκτικό μηχανισμό για παραπλάνηση. Αργότερα, την ίδια μέρα ο κατηγορούμενος έξω από το καπαρέ Πατρίτσια έδωσε στο Δημητρίου ένα κοινό πυροκροτητή τον οποίο ο κατηγο[*336]ρούμενος αμέσως προηγουμένως είχε παραλάβει από κάποιον ο οποίος τον έφερε από τη Λεμεσό. Ο κατηγορούμενος αμέσως μετά τον προμήθευσε με μαύρη τέλα καινούργια για να τυλίξει τους δυναμίτες που θα τοποθετούσε στο Δικαστήριο.

Το ίδιο απόγευμα ο Δημητρίου με δανεική μοτοσυκλέτα μετέβη στην περιοχή του σκοπευτηρίου και παρέλαβε το πλαστικό δοχείο στο οποίο ήταν οι δυναμίτες και το μετέφερε στο σπίτι του. Αργότερα το βράδυ  περιτύλιξε με την τέλα που του έδωσε ο κατηγορούμενος τα εκρηκτικά δηλαδή τις τρεις ράβδους δυναμίτιδας και επίσης ένωσε τον πυροκροτητή με το πυραγωγό σχοινί και τοποθετώντας τα σε μια μπλε ταξιδιωτική τσάντα τα έκρυψε σε εγκαταλειμμένη πολυκατοικία πίσω από το σπίτι του.

Ο Δημητρίου κατέληξε αργά εκείνο το βράδυ στη μπυραρία Φύση-Φάση στα Περβόλια Λάρνακος και γύρω στις μια με δανεική μοτοσυκλέτα τύπου GSXR με αριθμό εγγραφής ΕΝΕ 944 ήρθε πίσω στη Λάρνακα αφήνοντας εκεί το αυτοκίνητο που οδηγούσε. Πήγε πρώτα στο σημείο όπου είχε κρύψει τα εκρηκτικά και τα παρέλαβε μέσα στην μπλε τσάντα και έφθασε στο Δικαστήριο. Άφησε τη μοτοσυκλέττα σε κάποια απόσταση μπροστά από το Δικαστικό Μέγαρο και πεζός, κρατώντας την τσάντα πήγε στην πίσω πλευρά του Μεγάρου και τοποθέτησε τα εκρηκτικά σε ξύλινη πόρτα δίπλα από πέτρινη γυριστή σκάλα όπως του είχε πεί ο κατηγορούμενος.  Έβαλε το ρολόι δίπλα από τα εκρηκτικά. Άναψε το φυτίλι και επέστρεψε πίσω στη μοτοσυκλέτα έχοντας μαζί του την μπλε τσάντα στην οποία έβαλε τα χειρουργικά γάντια και την κουκούλα που φορούσε τα οποία ο κατηγορούμενος του είχε προμηθεύσει από πριν.  Φεύγοντας ακολούθησε μια πορεία που τον έφερε μέσα από δρόμους πίσω από το Δικαστήριο να κατευθύνεται αρχικά προς το κέντρο της πόλης και στη συνέχεια να επιστρέφει πίσω προς το Δικαστήριο κάμνοντας ένα κύκλο. Όταν έφθασε σε σημείο της οδού Τουσχανέ που ενώνεται με ανώνυμη οδό έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας και ανατράπηκε. Ο Δημητρίου μεταφέρθηκε αργότερα στο Νοσοκομείο. Από τη σκηνή του δυστυχήματος περισυνελέγησαν τ’ αντικείμενα που έχουμε ήδη αναφέρει και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.  Το δυστύχημα έλαβε χώρα πέντε περίπου λεπτά μετά που ακούστηκε η έκρηξη. Η έκρηξη ακούστηκε περίπου στις 1.35 π.μ. της 23.5.99.  Από την έκρηξη καταστράφηκε ολοσχερώς η ξύλινη θύρα. Το ύψος της ζημιάς ανέρχεται σε £108.-

Την ίδια αυτή νύκτα ο Γιακουμής η ώρα 1.30 π.μ. περίπου ήταν στο καπαρέ Golden Night με το μάρτυρα Χριστάκη Δημη[*337]τρίου, ιδιοκτήτη της μπυραρίας, όπου είχαν συναντηθεί μισή ώρα περίπου προηγουμένως.  Γύρω στις 1.45 π.μ. κάποιος Κίτσιος ειδοποίησε το Γιακουμή να βγει έξω από το καπαρέ.  Εκεί ήταν ο κατηγορούμενος. Ο τελευταίος είπε στο Γιακουμή Έστειλα το φίλο σου το Δημήτρη Κ. Δημητρίου να κάμει μια δουλειά και δεν στράφηκε ακόμα γι’ αυτό να περάσεις από πίσω από τα Δικαστήρια όπου θα δεις μια μοτόρα τουμπαρισμένη και μετά να πάεις στο νοσοκομείο να δεις ποιος εκτύπησε και να μου πεις.’

Ο Γιακουμής εκτελώντας τις οδηγίες του κατηγορουμένου μετέβη πρώτα στη σκηνή του δυστυχήματος και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο. Έχουμε ήδη περιγράψει τα γεγονότα όπως έγιναν στο νοσοκομείο και που οδήγησαν στη σύλληψη του Γιακουμή και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.

Για την έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. όσο και για την έκρηξη στα Δικαστήρια χρησιμοποιήθηκε εκρηκτική ύλη υψηλής ισχύος. Δηλαδή δυναμίτιδα (βλ. μαρτυρία Φινόπουλου (Μ.Κ.8)). Σε αντικείμενα που παραλήφθηκαν και από τους δύο χώρους για επιστημονική εξέταση ανιχνεύθησαν όντως εκρηκτικές ύλες (βλ. μαρτυρία Μ.Κ.36 Κατερίνας Κονάρη).”

Η τελική ετυμηγορία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεσή της στις 4 κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

Η έφεση.

Έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης  σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας του Δημητρίου και του Γιακουμή.

Έχει υποστηριχθεί ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι μάρτυρες κατηγορίας 35 Γιακουμή και 25 Δημητρίου “είναι αξιόπιστοι είναι εσφαλμένο και/ή αντινομικό αφού η μαρτυρία και των δύο αυτών μαρτύρων εμπεριέχει σωρεία αντιφάσεων ήτοι (α) αντιφάσεις σε σχέση με προηγούμενες δικές τους δηλώσεις και/ή καταθέσεις, (β)  αντιφάσεις στους ισχυρισμούς ενός εκάστου των δυο αυτών μαρτύρων, (γ) αντιφάσεις σε σχέση με άλλη προσαχθείσα αξιόπιστη μαρτυρία. Επιπρόσθετα η μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων κατηγορίας ευρίσκετο σε αντίθεση με άλλη πραγματική και/ή επιστημονική μαρτυρία και η εκδοχή τους εξέφευγε των πλαισιών [*338]της λογικής και της αλήθειας, κρινόμενη στο σύνολό της σε σχέση και σε συνδυασμό προς την υπόλοιπη προσαχθείσα αξιόπιστη μαρτυρία”.

Προτού παραθέσουμε την  επιχειρηματολογία που έχει τεθεί ενώπιόν μας προς υποστήριξη των πιο πάνω λόγων της έφεσης χρειάζεται να παρεμβάλουμε τα βασικά γεγονότα που σχετίζονται με την μαρτυρία των δυο πιο πάνω μαρτύρων καθώς και την επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως αυτή αναδύεται μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση. Αυτό θα βοηθήσει στην πληρέστερη κατανόηση της επιχειρηματολογίας της υπεράσπισης και των σχετικών συμπερασμάτων μας.

Ο μάρτυρας Γιακουμή - Γεγονότα που σχετίζονται με την μαρτυρία του.

(α)  Όταν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία αμέσως μετά τη σύλληψή του τις 23.5.99 - δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά στον εφεσείοντα.         

       Τον ενέπλεξε στη δεύτερή του κατάθεση δύο μέρες αργότερα.

(β)  Μετά την κατάθεσή του με την οποία ενέπλεξε τον εφεσείοντα έγραψε δύο επιστολές στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στις οποίες ισχυριζόταν ότι η κατάθεσή του ήταν το προϊόν πιέσεων κλπ. της Αστυνομίας.

(γ)  Στην ίδια περίοδο που γράφτηκαν οι δύο επιστολές έδωσε σε τηλεοπτικό σταθμό συνέντευξη με πρόθεση την ανασκευή της προηγούμενης κατάθεσής του.

Η πρώτη επιστολή προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Τεκ. 114) δείχνει στο τέλος ότι αποστέλλονται αντίγραφα στον κ. Αλέκο Μαρκίδη, στο ραδιοσταθμό ΑΝΤ1 και σε κάποιο δικηγόρο του οποίου δεν αναφέρει το όνομα. Στην αρχή της επιστολής γίνεται αναφορά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνελήφθηκε και μεταφέρθηκε στην αστυνομία. Στην συνέχεια αναφέρει ότι ενώ “ήταν προσωποκράτηση” του έλεγαν, εννοώντας άνδρες του ΤΑΕ, ότι δεν θέλουν τον ίδιο αλλά τον εγκέφαλο της υπόθεσης και του υποσχέθηκαν αντάλλαγμα για να μιλήσει ενώ ο ίδιος απαντούσε ότι δεν γνώριζε τίποτε. Μετά από λίγες ημέρες άρχισαν να τον απειλούν ότι θα ρίξουν όλο το φταίξιμο στον ίδιο αλλά και πάλι αντιστεκόταν. Στη συνέχεια όμως όταν είχαν κάμει έρευνα στο αυτοκίνητο του Δημητρίου, μέσα στο οποίο βρέθηκε το όπλο του  πατέρα του, του είπαν να μιλήσει για να κλείσουν την υπόθεση και τον απεί[*339]λησαν ότι αν δεν έβγαινε μάρτυρας θα τον κατηγορούσαν  για το όπλο. Σε άλλες δύο μέρες οδηγήθηκε και πάλι στο Τ.Α.Ε. Λάρνακας και τους έλεγε ότι δεν θέλει να βγει μάρτυρας αλλά να τον κατηγορήσουν.  Αναφέρει στην επιστολή ότι την κατάθεση που τελικώς έδωσε και υπάρχει στο φάκελο της υπόθεσης την έγραψαν οι ανακριτές χωρίς να  τους πει αυτός τίποτε, του την έδωσαν και την υπέγραψε.

           

Σε κάποιο σημείο της επιστολής αναφέρει επί λέξει:

“Τα ανταλλάγματα που μου πρόσφεραν και η πίεση που είχα 16 μέρες προσωποκράτηση δεν είχα άλλη επιλογή που να κάμω ότι μου είπαν.  Το πρόβλημα είναι ότι με ενοχλούν συνεχώς η αστυνομία για να παρουσιαστώ στο Δικαστήριο.   Να με αφήσουν ήσυχο και εγώ θα παρουσιαστώ στο Δικαστήριο όπου θα πω την αλήθεια.”

Συνεχίζει αναφέροντας ότι η αστυνομία κάμνει με τέτοιο τρόπο την δουλειά της για να καταδικαστούν κάποιοι αθώοι. Τέλος λέγει ότι είναι αποφασισμένος να πει την αλήθεια για να μην καταδικάσει ανθρώπους αθώους.

Στη δεύτερη επιστολή (Τεκ. 113) που φέρει ημερομηνία 3.8.99 και απευθύνεται προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με αντίγραφο στο δικηγόρο του αναφέρει ότι σε δύο περιπτώσεις ο πατέρας του Δημητρίου προσπαθούσε να τον επηρεάσει να πει αυτό που είπε στην πρώτη του κατάθεση και ότι τον πλησίασε με δύο ανώτερους αξιωματικούς του αρχηγείου.  Στη δεύτερη περίπτωση τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του για τον ίδιο λόγο. Στη συνέχεια λέει ότι ενώ ήταν σε νυχτερινό κέντρο τον πλησίασαν δύο μέλη της δίωξης ναρκωτικών Λάρνακας και τον ρώτησαν γιατί άλλαξε την κατάθεσή του.  Ζητά από τον Γενικό Εισαγγελέα όπως με ενέργειές του τον αφήσουν ήσυχο γιατί διαφορετικά θα καταφύγει στο Δικαστήριο.

Αναφορικά με τη συνέντευξή του σε τηλεοπτικό σταθμό ο Γιακουμή αντεξεταζόμενος παραδέχθηκε ότι έδωσε μια συνέντευξη στο δημοσιογράφο Χατζηλιασή του σταθμού ΑΝΤ1. Δέχθηκε ότι σ’ αυτήν την συνέντευξη έκαμνε παράπονο ότι τον πίεζε και τον εκβίαζε η αστυνομία να μαρτυρήσει εναντίον του εφεσείοντα.  Όταν ρωτήθηκε στην συνέχεια για να πει τι άλλο είχε αναφέρει στο Χατζηλιασή όταν έδιδε την συνέντευξη απάντησε ότι δεν θυμόταν τις λεπτομέρειες.  Διευκρίνισε όμως στην συνέχεια ότι στην τηλεοπτική του συνέντευξη δεν ενέπλεκε τον εφεσείοντα και  ότι αντιθέτως ανέφερε ότι δεν θέλει να πάει φυλακή ένας αθώος.

[*340]

Όταν αντεξεταζόταν ο Γιακουμή παραδέχθηκε ότι έγραψε τις δύο αυτές επιστολές και ότι το έκαμε για προστασία της ζωής του αλλά στη μαρτυρία του το διέψευσε και είπε ότι ήταν όλα ψέματα.   Το έκαμε, εννοώντας ότι έγραψε τις επιστολές, για να κλείσουν κάποια στόματα τα οποία δεν θέλει να αναφέρει στο Δικαστήριο.  Είπε, επίσης, ότι φοβόταν για την ζωή του και ότι τότε και πάντα φοβάται για τη ζωή του.  Όταν δε επιέζετο από την υπεράσπιση να πει γιατί δεν θυμόταν το περιεχόμενο των επιστολών του και κατά πόσο με τις επιστολές του στον Γενικό Εισαγγελέα εμπλέκει τον εφεσείοντα ή όχι, αυτός απαντούσε ότι δεν θυμόταν καθόλου το περιεχόμενο και πιεζόμενος να αναφέρει γιατί είπε:  “Τις έγραψα για να κλείσουν κάποια στόματα τα οποία από την πρώτη ημέρα που αφέθηκα ελεύθερος με απειλούσαν και με εκβίαζαν”.

Σημειώνεται ότι όταν ο Γιακουμή έδινε την μαρτυρία του στο Δικαστήριο οι επιστολές (Τεκ. 113 και 114) δεν βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Αρνείτο όταν ερωτάτο ότι στις επιστολές ανέφερε ότι πιέζετο να δώσει κατάθεση από την αστυνομία. Όταν δε ερωτήθηκε κατά πόσο ήταν ο πατέρας του Δημητρίου σε συνεννόηση με την αστυνομία που τον πίεζαν κατ’ επανάληψη να μαρτυρήσει εναντίον του εφεσείοντα απαντούσε:  “Εφόσον τούτη είναι η αλήθεια τούτα είπα στο Δικαστήριο”. Σε κάποιο σημείο της αντεξέτασής του ο Γιακουμή επανέλαβε ότι έγραψε τις επιστολές για να έχει προστασία της ζωής του και να τον αφήσουν ήσυχο και ο εφεσείοντας και η αστυνομία.  Συμπλήρωσε, όμως, λέγοντας ότι είπε αυτό που ανάφερε στο Δικαστήριο χωρίς να του πει οποιοσδήποτε να έρθει να τα πει στο Δικαστήριο αλλά γιατί είναι η κατάθεσή του την οποία έδωσε στην αστυνομία και ότι είναι υποχρεωμένος να μαρτυρήσει εναντίον του εφεσείοντα.

Η μαρτυρία του Γιακουμή - Αξιολόγηση της από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του Γιακουμή το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι αυτός “με βάση τα όσα ο ίδιος ανάφερε γνωρίζει κάποια γεγονότα τα οποία είχαν σχέση με την υπόθεση της βόμβας στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. και σ’ αυτά τα γεγονότα εμπλέκει και τον κατηγορούμενο”. Ο Γιακουμής - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - “με βάση την εκδοχή του δεν είχε γνώση του τι προετοιμαζόταν σχετικά με την έκρηξη στο Δικαστήριο.   Εμπλέκει μόνο τον κατηγορούμενο αναφορικά μ’ αυτήν την περίπτωση όταν ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος του τηλεφώνησε για να του ζητήσει να διερευνήσει κατά πόσο ο Δημητρίου είχε κάμει δυστύχη[*341]μα”.

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Γιακουμή το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την μαρτυρία του, και τα οποία έχουν παρατεθεί στις σελ. 338-340, πιο πάνω. Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τις αρχές οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο που τα δικαστήρια προσεγγίζουν τη μαρτυρία μαρτύρων οι οποίοι κάμνουν αντιφατικές καταθέσεις έξω από το Δικαστήριο.  Έκαμε αναφορά, ανάμεσα σ’ άλλα, στις υποθέσεις R. v. Golder and Others [1960] 3 All E.R. 457, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 197, Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 36, Khadar and Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132 και Πουτζουρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, 329, 330.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του Γιακουμή το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε λογική την εξήγηση του Γιακουμή ότι στην αρχή προσπάθησε να κρατήσει ίσες αποστάσεις τόσο από το Δημητρίου όσο και από τον εφεσείοντα γι’ αυτό με την πρώτη κατάθεσή του προσπάθησε να δείξει ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε αναφορικά με τα γεγονότα που είχαν σχέση με το επεισόδιο στον υποσταθμό της Α.Η.Κ..

Επίσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε λογική την εξήγησή του γιατί στην πρώτη του κατάθεση δεν ενέπλεξε τον εφεσείοντα.   Σε ερώτηση της υπεράσπισης γιατί στην πρώτη του κατάθεση δεν μίλησε για τον εφεσείοντα αλλά το έκαμε στη δεύτερη, απάντησε ότι “στην πρώτη μου κατάθεση που έδωσα σχετιζόταν με τη βόμβα στα Δικαστήρια για την οποία δεν γνώριζα οτιδήποτε”.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι προκύπτει σαφώς από τα γεγονότα ότι ο Γιακουμή εντοπίστηκε στο νοσοκομείο να ρωτά για το Δημητρίου ο οποίος ήταν ύποπτος για την έκρηξη στο Δικαστήριο, επομένως - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - η οποιαδήποτε κατάθεσή του θα αναφερόταν σε εκείνο το επεισόδιο.  Κινούμενος επομένως μέσα στα πλαίσια της επιθυμίας του να κρατήσει ίσες αποστάσεις και από τον εφεσείοντα και από το Δημητρίου δεν έκαμε αναφορά σε οτιδήποτε είχε σχέση με την έκρηξη στην ΑΗΚ για την οποία είχε γνώση.  Σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν επίσης λογική η εξήγησή του ότι στην δεύτερη κατάθεσή του μετά που του επεστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο ανέφερε οτιδήποτε γνώριζε και για τις δύο υποθέσεις.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι δύο επιστολές,  [*342]Τεκ. 113 και 114, καθώς επίσης και η συνέντευξη την οποία έδωσε ο Γιακουμής στον Τηλεοπτικό Σταθμό ΑΝΤ1 ήταν το προϊόν απειλών τις οποίες εδέχετο ο Γιακουμής.  Όπως το έθεσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

“Ο ίδιος ανάφερε ό,τι είπε στις δύο επιστολές και ό,τι ανάφερε στην συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 δεν ήταν η αλήθεια και ότι η αλήθεια ήταν αυτή την οποία έλεγε στο Δικαστήριο. Δεν ανάφερε ότι οι απειλές προέρχονταν από την αστυνομία. Άφησε σαφώς να νοηθεί ότι οι απειλές προέρχονταν από τον κατηγορούμενο. Ανάφερε ότι φοβόταν για τη ζωή του. Δεν ανάφερε ότι ο φόβος για τη ζωή του προέρχεται από την αστυνομία. Αυτό που συνάγεται και από τις επιστολές του και συνάγεται και από τα όσα ανάφερε στο Δικαστήριο είναι ότι από τη μια παροτρύνετο από τους ανακριτές να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο και από την άλλη εκβιάζετο από τον κατηγορούμενο και το περιβάλλον του να αποσύρει την κατάθεση που έδωσε στην οποία ενέπλεκε τον κατηγορούμενο. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είπε ότι ήθελε να τον αφήσουν ήσυχο και οι μεν και οι δε και από πλευράς κατηγορουμένου και από πλευράς αστυνομίας. Βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα να πει την αλήθεια ή ν’ αντιμετωπίσει τους κινδύνους που προέρχονταν από τις απειλές. Σε κάποιο στάδιο αποφάσισε ότι η λύση ήταν να τον αφήσουν και οι δύο ήσυχο.

Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι ο Γιακουμής απειλείτο από τον κατηγορούμενο και το περιβάλλον του ν’ αλλάξει την κατάθεσή του.

............................................................................................................

Λέμε όμως και κάτι άλλο σε σχέση με αυτές τις επιστολές ιδιαίτερα με την πρώτη. Σε κανένα σημείο της επιστολής του δεν κάμνει αναφορά στον κατηγορούμενο. Μιλά μάλιστα στο πληθυντικό και αναφέρεται σε ανθρώπους που τους θεωρούσε αθώους. Άφηνε τα πράγματα επίτηδες ασαφή και επιδεχόμενα ερμηνείας.» 

Αξιολογώντας το περιεχόμενο των δύο επιστολών το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι σαφές ότι και στις δύο επιστολές “ο Γιακουμής έλεγε ψέματα”.  Οι επιστολές - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - περιέχουν “ψέματα και ανακρίβειες οι οποίες φαίνονται από μόνες τους”.

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Γιακουμή έλεγε την αλήθεια.  Μεταφέρουμε το κείμενο του σχε[*343]τικού συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

“Σαν κατακλείδα λέμε ότι παρά την επιφύλαξη την οποία κάποιος μπορεί να έχει έναντι αυτού ο οποίος υποχωρώντας ύστερα από απειλές αλλάζει την κατάθεσή του, ο Γιακουμής έλεγε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Μας έδωσε την εντύπωση ότι γι’ αυτά που μίλησε έλεγε την αλήθεια. Μας άφησε με την εικόνα του ανθρώπου που ήταν σε αρκετά δύσκολη θέση ένεκα των απειλών που δεχόταν.  Έλεγε κάποια πράγματα που γνώριζε και ήταν αλήθεια χωρίς να θέλει να μπαίνει σε λεπτομέρειες ακόμη και όταν πιεζόταν κατά την αντεξέταση.  Πιστεύουμε ότι γνώριζε κάποιες λεπτομέρειες και κάποια άλλα γεγονότα στην περιφέρεια του πυρήνα των ουσιαστικών γεγονότων που δεν ανάφερε στο Δικαστήριο.  Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είπε σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του όταν αναφερόταν ότι συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο στο διαμέρισμά του και με το Δημητρίου την επομένη της πρώτης έκρηξης.  Είπε χαρακτηριστικά ‘από εκεί και πέρα δεν γνωρίζω τίποτε”. Πιστεύουμε ότι κάτι γνώριζε ακόμα αλλά δεν θέλησε να προχωρήσει και εξηγούμε στη συνέχεια γιατί.

Θέλουμε εδώ να σημειώσουμε ότι υπάρχει ένα τμήμα της μαρτυρίας του Δημητρίου στο οποίο τοποθετείται στην εξέλιξη των γεγονότων και ο Γιακουμής ενώ ο ίδιος παρέλειψε να κάμει οποιαδήποτε αναφορά.  Αναφέρομαι στο επεισόδιο στο μεσοπάτωμα στην πολυκατοικία όπου έμενε ο κατηγορούμενος.   Σημειώνουμε δε ότι σε κάποιο βαθμό ο Γιακουμής προσκλήθηκε από το συνήγορο υπεράσπισης κατά την αντεξέταση να κάμει αναφορά σε αυτό το θέμα, αλλά αυτός αρνήθηκε. Δεν θα αποδώσουμε σε αυτό το γεγονός ιδιαίτερη σημασία.  Ο Γιακουμής δεν γνώριζε ότι η ιστορία με το μεσοπάτωμα είχε οποιαδήποτε σχέση με την παράνομη δραστηριότητα του κατηγορουμένου και του Δημητρίου.  Ήταν εμφανής η προσπάθεια του κατηγορουμένου με βάση τα όσα ο Δημητρίου είπε, να κρατήσει το Γιακουμή σε άγνοια όσον αφορά τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν τους άλλους δύο στο μεσοπάτωμα.

Θα επισημάνουμε και το γεγονός ότι ο Γιακουμής δεν έκαμε αναφορά για οποιαδήποτε επίσκεψη στην Αγία Νάπα μετά που μετέφεραν την καλλιτέχνιδα στο Οθέλλος όπως ήταν η θέση του Δημητρίου.  Ρωτήθηκε γι’ αυτό από τον συνήγορο υπεράσπισης κατά την αντεξέταση και απέφυγε να απαντήσει.  Πιστεύουμε ότι ήταν και αυτή η ενέργειά του συνεπής με την στάση που τήρησε να μην μπαίνει σε λεπτομέρειες γεγονότων που δεν είχαν άμεση σχέση με την παρότρυνση του κατηγορουμένου να εμπλακεί σε [*344]παράνομες πράξεις. Θυμίζουμε δε ότι η πρώτη αναφορά του κατηγορουμένου για να κάμουν μια δουλειά με εκρηκτικά ήταν κατά την επιστροφή από Αγία Νάπα στη Λάρνακα. Δεν θεωρούμε σημαντικό να αναφέρει κάτι που είχε προηγηθεί και θεωρούσε άσχετο.  Δεν αποδίδουμε οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία σε αυτό ότι δηλαδή ο Δημητρίου έκαμε αναφορά σε κάποια γεγονότα που ο Γιακουμής δεν ανάφερε.  Η αναφορά τους ή όχι λόγω της φύσης τους δεν ενέπλεκαν λιγότερο ή περισσότερο τον κατηγορούμενο. Ήταν μάλλον αδιάφορα για την υπόθεση.”

Επιχειρηματολογία σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας του

Γιακουμή.

Σε σχέση με το πιο πάνω θέμα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα έχουν προωθήσει 10 λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του Γιακουμή. Θα αναφερθούμε στους πιο σημαντικούς.  Έχουν ως εξής:

“(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά και/ή προέβηκε στους δικούς του συλλογισμούς για να επεξηγήσει το γεγονός ότι δεν έκαμε καμιά αναφορά σε μεσοπάτωμα για το οποίο είχε γίνει εκτενής αναφορά από τον Δημητρίου εν σχέση με διαδραματισθέντα συμβάντα στην παρουσία του ιδίου του Γιακουμή και του εφεσείοντα.

 (β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε δικούς του συλλογισμούς και/ή έλαβε υπόψη του μαρτυρία που δεν υπάρχει για να επεξηγήσει την αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του Γιακουμή και του Δημητρίου εν σχέση με τους τόπους που επισκέφθηκαν στην Αγία Νάπα.

 (γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε δικούς του συλλογισμούς για να επεξηγήσει την απάντηση του Γιακουμή στην κυρίως εξέτασή του ‘από εκεί και πέρα δεν γνωρίζω τίποτε’.”

Αναφορικά με το λόγο (α) πιο πάνω - η ιστορία με το μεσοπάτωμα - ο Δημητρίου στη μαρτυρία του ανέφερε ότι στις 21.5.99 ο ίδιος και ο Γιακουμή συνάντησαν τον εφεσείοντα στο διαμέρισμα του τελευταίου. Τους ζήτησε να κατεβούν στο μεσοπάτωμα από όπου θα έπαιρνε κάποια “χαλιά” για να τα βάλει στο διαμέρισμά του. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και με οδηγίες του εφεσείοντα ο Γιακουμή έφερε κατσαβίδι μεγάλο από διπλανό μηχανικό για να την ανοίξουν.  Δεν το κατόρθωσαν και με οδηγίες και πάλι του εφεσείοντα ο Γιακουμή πήγε πίσω στον μηχανικό και έφερε ένα λιβέρι. [*345]Τελικώς άνοιξε η πόρτα και ο εφεσείων είπε στο Γιακουμή να πάει στη λέσχη πράγμα που έγινε.  Τότε ο εφεσείων μπήκε μέσα στο δωμάτιο ενώ ο ίδιος έμεινε απέξω και όταν ο εφεσείων επέστρεψε κρατούσε ένα αντικείμενο που είχε το σχήμα του πύργου του Άϊφελ.  Του ζήτησε να το μεταφέρει κάτω με το ανσασέρ.  Στο μεταξύ επέστρεψε ο Γιακουμή και μαζί πήγαν στο μεσοπάτωμα και ο εφεσείων ξαναείπε στον Γιακουμή να κατεβεί κάτω για να κρατεί το ανσασέρ να μην το χρησιμοποιεί άλλος.  Μέσα από τον πύργο του Άϊφελ έπεσε ένα αντικείμενο σαν κάλυκας και ο εφεσείων του είπε ότι είναι λέϊζερ που μπαίνει μέσα σε όπλο και το ξανάβαλε εκεί που βρισκόταν προηγουμένως. Στη συνέχεια  από το ίδιο δωμάτιο ο εφεσείων πήρε ένα μπουκαλάκι και το έβαλε σε ένα άλλο κουτί φτιαγμένο από παμπού και του ζήτησε και πάλι να το μεταφέρει κάτω με το ανσασέρ.  Τελικά κατέληξαν και οι τρεις στο διαμέρισμα του εφεσείοντα μεταφέροντας ο εφεσείων μαζί του ένα χαλί.  Τοποθέτησαν αυτά που παράλαβαν από το μεσοπάτωμα στο διαμέρισμα του εφεσείοντα.  Ο τελευταίος ζήτησε από τον Γιακουμή και πάλι να φύγει.

Τότε άνοιξε το μπουκαλάκι και από αυτό, αφού φόρεσε ένα ζευγάρι γάντια χειρουργικά, έβγαλε ένα ηλεκτρικό πυροκροτητή και στη συνέχεια ακόμα δύο που ήταν τυλιγμένοι σε χαρτιά και δείχνοντάς του και το λέϊζερ του είπε “αυτά τα θέλουμε για μια πιο μεγάλη δουλειά που θα κάμουμε πιο ύστερα”. Του εξήγησε μάλιστα ότι επρόκειτο “να δολοφονήσουν τον Ξιούρουπα αυτόν που είχε πυροβοληθεί ξανά και ότι με τους ηλεκτρικούς πυροκροτητές θα πυροδοτούσαν πόμπα και αν δεν πετύχαινε θα χρησιμοποιείτο το λέϊζερ με ένα όπλο G3 που ο εφεσείων ανάμενε να του παραδώσουν”.

Στην αντεξέταση τέθηκαν ενώπιον του Γιακουμή τα όσα διαδραματίσθηκαν στο μεσοπάτωμα στην παρουσία του περιλαμβανομένου και του γεγονότος του ανοίγματος της πόρτας με το λιβέρι που είχε φέρει ο ίδιος.  Ο Γιακουμή απάντησε ότι δεν γνώριζε για το  μεσοπάτωμα, ότι δεν πήγε ποτέ εκεί ούτε άνοιξε την πόρτα του μεσοπατώματος με λιβέρι.

Αναφορικά με το λόγο (β) - οι τόποι που επισκέφθηκαν στην Αγία Νάπα - ο Δημητρίου ανέφερε ότι όταν πήγαν στην Αγία Νάπα συνάντησαν, εκτός από τον υπεύθυνο του καπαρέ Οθέλλος ακόμη δύο άτομα. Στη συνέχεια - είπε ο Δημητρίου - φεύγοντας πήγαν σε κάποιο φίλο του εφεσείοντα ο οποίος ενοικιάζει μοτοποδήλατα ονόματι Τζίμης στην Αγία Νάπα. Όταν ετοιμάζονταν να φύγουν για τη Λάρνακα έφθασαν δύο πρόσωπα ο ένας από τους οποίους είχε συνομιλία ιδιαιτέρως με τον κατηγορούμενο ενώ το δεύτερο άτομο [*346]ήταν γνωστός του Γιακουμή και ονομαζόταν Κουλλαπής. Στη συνέχεια γύρω στις 8.30 με 9 παρά είκοσι αναχώρησαν για τη Λάρνακα. Ο Γιακουμή δε αναφέρθηκε στις δύο αυτές συναντήσεις παρόλο ότι προκλήθηκε στην αντεξέταση.

Αναφορικά με το λόγο (γ) ο Γιακουμής στη μαρτυρία του έκαμε λόγο για την μετάβαση στην Αγία Νάπα, την πρόταση του εφεσείοντα για τοποθέτηση βόμβας στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. και στη συνάντησή του με τον Δημητρίου και τον εφεσείοντα την επομένη.  Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος της μαρτυρίας του:

“Ε.  Αυτό που  μας έχεις πει έγινε από το απόγευμα της 20/5 ημέρα Πέμπτη μέχρι τα ξημερώματα της επομένης ημέρας, Παρασκευής, που είπες ότι πήγες σπίτι και ξάπλωσες.  Την Παρασκευή που εξύπνησες την ημέρα συναντήθηκες με τον κατηγορούμενο;

 Α.  Μάλιστα.

 Ε.  Πού συναντηθήκατε;

 Α.  Στο διαμέρισμα όπου μένει.

 Ε.  Με τον Δημήτρη Κ. Δημητρίου συναντήθηκες;

 Α.  Μάλιστα.

 Ε.  Πού;

 Α.  Ήλθε από το σπίτι και με πήρε γύρω στις 11.30 όπου πήγαμε στο σπίτι του κατηγορουμένου.  Από εκεί και πέρα δεν γνωρίζω τίποτε.”

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε τα συμπεράσματα, επισημάνσεις και παρατηρήσεις μας που σχετίζονται με τη μαρτυρία του Γιακουμή.

Έχουμε παραθέσει τα βασικά γεγονότα που σχετίζονται με τη μαρτυρία του Γιακουμή (βλ. σελ. 338-340).  Έχουμε, επίσης, παραθέσει την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 341-344).

Η πρώτη επισήμανσή μας αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Γιακουμή αναφέρεται στο γεγονός των αντιφατικών καταθέσεών του, δηλαδή στη μη ενοχοποίηση του εφεσείοντα [*347]στην αρχική του κατάθεση.

Ο Γιακουμή εξήγησε ότι στην πρώτη του κατάθεση δεν ενέπλεξε τον εφεσείοντα γιατί αυτή σχετιζόταν με τη βόμβα στα δικαστήρια για την οποία δεν γνώριζε οτιδήποτε. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε λογική αυτή την εξήγηση. Υπέδειξε, επίσης, ότι η οποιαδήποτε κατάθεσή του θα αναφερόταν σε εκείνο το επεισόδιο.   Ήταν, όμως, έτσι τα πράγματα;  Η απάντησή μας είναι αρνητική.   Ο Γιακουμή παραδέχθηκε στην αντεξέταση (βλ. σελ. 362 των πρακτικών) ότι στην πρώτη του κατάθεση δεν ενέπλεξε τον εφεσείοντα στην έκρηξη στο Δικαστικό Μέγαρο. Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο ο Γιακουμή έλεγε την αλήθεια όταν ισχυρίζετο ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε για τη βόμβα στα Δικαστήρια. Ας δούμε τί γνώριζε όταν κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της μαρτυρίας του:

“Ε.  Είδες καθόλου τον κατηγορούμενο εκείνη τη νύκτα στο Golden Night;

 Α.  Γύρω στις δύο παρά τέταρτο με δύο ήλθε ο Κίτσιος και μου φώναξε να βγω έξω από το καπαρέ όπου έξω από το καπαρέ στεκόταν ο κατηγορούμενος και μου είπε ‘έστειλα τον φίλο σου Δημήτρη Κ. Δημητρίου να κάμει μια δουλειά και δεν στράφηκε ακόμα.  Γι’ αυτό να περάσεις από πίσω από τα Δικαστήρια όπου θα δεις μια μοτόρα τουμπαρισμένη και μετά να πάεις στο Νοσοκομείο να δεις ποιος εκτύπησε και να μου πεις’.”

Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι αυτά που κατάθεσε στο Δικαστήριο τα γνώριζε και στο στάδιο που έδινε την κατάθεσή του και εφόσον ο εφεσείων τον έστειλε να περάσει πίσω από τα δικαστήρια γιατί είχε στείλει τον Δημητρίου  να κάμει μια δουλειά και δεν είχε επιστρέψει, και εφόσον, όπως είπε, η πρώτη του κατάθεση σχετιζόταν με τη βόμβα στα δικαστήρια πως μπορεί να κριθεί λογική η εξήγησή του ότι “η πρώτη κατάθεση που έδωσε σχετιζόταν με τη βόμβα στα δικαστήρια για την οποία δεν γνώριζε οτιδήποτε”;

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε λογική και την εξήγηση του Γιακουμή “ότι στη δεύτερη κατάθεσή του μετά που του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο ανάφερε οτιδήποτε γνώριζε και για τις δύο υποθέσεις”.

Παρατηρούμε:  Ο Γιακουμής δεν έχει νομικές γνώσεις ή κατάρτιση. Διερωτόμεθα αν η επίστηση της προσοχής του στο Νόμο μπο[*348]ρούσε να έχει την επίδραση που της έχει αποδώσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Έπειτα είναι και ο άλλος λόγος που έδωσε ο Γιακουμή  γιατί  δεν ενέπλεξε τον εφεσείοντα στην πρώτη του κατάθεση.  Είπε:  “Ήμουν υπό την επήρρεια αλκοόλ”.

Θεωρούμε λοιπόν ότι δεν μπορούσε να κριθεί λογική η εξήγηση που έδωσε ο Γιακουμή.

Η δεύτερη μας επισήμανση αναφέρεται στη διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου “ότι ο Γιακουμή κάτι γνώριζε ακόμη αλλά δεν θέλησε να προχωρήσει”.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε σαν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της στάσης του Γιακουμή τα εξής:

(α)  Όταν αναφερόταν στη συνάντησή του με το Δημητρίου και τον εφεσείοντα την επομένη της πρώτης έκρηξης είπε:  “Από εκεί και πέρα δεν γνωρίζω τίποτε”.

(β)  Δεν αναφέρθηκε στο επεισόδιο στο μεσοπάτωμα στο οποίο τον τοποθετεί η μαρτυρία του Δημητρίου και σε όλα τα άτομα τα οποία συνάντησαν στην Αγία Νάπα.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε τη δική του εξήγηση της πιο πάνω στάσης του Γιακουμή (παρατίθεται στις σελ. 343-344, πιο πάνω). Σε σχέση με το επεισόδιο στο μεσοπάτωμα (η σχετική μαρτυρία έχει παρατεθεί στη σελ. 345, πιο πάνω) εξήγησε ότι ο Γιακουμή “δεν γνώριζε ότι η ιστορία με το μεσοπάτωμα είχε οποιαδήποτε σχέση με την παράνομη δραστηριότητα του κατηγορουμένου ή του Δημητρίου”.

Παρατηρούμε:  Αυτή η εξήγηση θα είχε την θέση της αν οι σχετικές παραλείψεις του Γιακουμή είχαν σημειωθεί στην κατάθεσή του στην Αστυνομία.  Θα μπορούσε ένας να πει - όπως είπε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο - ότι όταν έδινε την κατάθεσή του ο Γιακουμή δεν “γνώριζε ότι η ιστορία με το μεσοπάτωμα είχε οποιαδήποτε σχέση με την παράνομη δραστηριότητα του κατηγορουμένου και του Δημητρίου”.  Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι έτσι.  Το επεισόδιο στο μεσοπάτωμα τέθηκε στο Γιακουμή στη διάρκεια της αντεξέτασής του.  Μάλιστα του τέθηκαν όλες οι λεπτομέρειες της δραστηριότητας την οποία του είχε αποδώσει ο Δημητρίου.  Πεισματικά και επίμονα αρνήθηκε την οποιαδήποτε εμπλοκή του.  Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τα όσα παρέλειψε να αναφέρει για τα πρόσωπα που συνάντησαν στην Αγία Νάπα.  Μάλιστα η μαρτυρία [*349]του Δημητρίου φέρει ένα από αυτά τα άτομα να ήταν και γνωστό του Γιακουμή. Του δόθηκε η ευκαιρία στην αντεξέταση να επανορθώσει τη σχετική παράλειψή του αλλά δεν το έπραξε.

Η επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα πιο πάνω ζητήματα ισοδυναμεί με διαπίστωση ότι ο Γιακουμή εψεύδετο όταν προσποιήθηκε άγνοια των σχετικών ζητημάτων.   Έχουμε λοιπόν συνειδητή, ηθελημένη, υπολογισμένη και διαπιστωθείσα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταφυγή του Γιακουμή σε ψεύδη. Παρά ταύτα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεχείρησε να εξάξει ορισμένα συμπεράσματα επεξηγηματικά της όλης στάσης του Γιακουμή (βλ. σελ. 343-344, πιο πάνω).  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις θεωρούμε ότι η σχετική προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αντινομική.  Η πρωτόδικη διαπίστωση για καταφυγή του Γιακουμή σε ψεύδη θα μπορούσε, για να πούμε το λιγότερο, να οδηγήσει σε αμφιβολίες για την αξιοπιστία του και όχι να οδηγήσει σε συμπεράσματα επεξηγηματικά. Πρέπει, επίσης, να υπογραμμισθεί ότι συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν μόνο από αξιόπιστη μαρτυρία [Montgomerie & Co. Ltd v. Wallace-James [1904] A.C. 73, 75 (αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην Stylianou and Another v. Petrou (1984) 1 C.L.R. 362, 377].     Στην παρούσα υπόθεση όχι μόνο δεν υπήρχε οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία που θα δικαιολογούσε τα σχετικά συμπεράσματα αλλά υπήρχε παντελής απουσία τέτοιας μαρτυρίας. Μόνη πηγή μαρτυρίας για εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων ήταν η μαρτυρία του Γιακουμή. Ο τελευταίος, όμως, πρόβαλε πλήρη άγνοια των πιο πάνω ζητημάτων. Δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για τη στάση του. Δεν ανέφερε οτιδήποτε το οποίο θα έτεινε να δικαιολογήσει τη στάση του, την ηθελημένη, δηλαδή, καταφυγή στο ψεύδος.  Είναι λοιπόν η διαπίστωσή μας ότι τα σχετικά συμπεράσματα δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. 

Ένα άλλο παράδειγμα εξαγωγής συμπερασμάτων που δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία είναι ο σχολιασμός του περιεχομένου των επιστολών τεκ. 113 και 114 από το Πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. σελ. 342-343, πιο πάνω) σύμφωνα με τον οποίο ο Γιακουμή «άφηνε τα πράγματα επίτηδες ασαφή και επιδεχόμενα ερμηνείας».   Ο Γιακουμή δεν έχει προβεί ποτέ σε τέτοιο ισχυρισμό.  Επομένως και αυτό το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.

Αναφορικά με τη δήλωση του Γιακουμή “από εκεί και πέρα δε γνωρίζω τίποτε”  παρατηρούμε τα εξής:  

           

Αυτή η δήλωσή του εξεταζόμενη  και υπό το φως των όσων γνώ[*350]ριζε και τα αρνήθηκε αναδεικνύει άτομο το οποίο είχε καλώς σχεδιάσει και αποφασίσει εκ των προτέρων τι θα κατάθετε, και τι θα αρνείτο.  

Η τρίτη μας επισήμανση αναφέρεται στις δύο επιστολές του Γιακουμή στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (για το περιεχόμενό τους βλ. σελ. 9-10, πιο πάνω).

Η επισήμανσή μας δεν αναφέρεται στο γεγονός ότι το περιεχόμενό τους αποτελεί μια προηγούμενη αντιφατική κατάθεση του Γιακουμή. Η επισήμανσή μας αφορά στη στάση του Γιακουμή ο οποίος ανέφερε ενόρκως ότι δεν θυμόταν το περιεχόμενό τους.

Παρατηρούμε: Από το σύνολο της μαρτυρίας του Γιακουμή δεν προκύπτει καθόλου ότι πρόκειται για άτομο με πρόβλημα μνήμης.   Κάθε άλλο.  Ωστόσο στη μαρτυρία του επέμενε ότι δεν θυμόταν το περιεχόμενο των δύο επιστολών. Και αυτό παρόλο ότι προκλήθηκε στην αντεξέταση με συγκεκριμένο τρόπο αναφορικά με ορισμένες πτυχές του περιεχομένου των επιστολών. Έπειτα είναι και ο λόγος που έδωσε γιατί δεν θυμόταν: “Γιατί ό,τι έγραψα στις επιστολές όπως ανέφερα και πριν ήταν για να κλείσω κάποια στόματα τα οποία από την πρώτη μέρα που αφέθηκα ελεύθερος με απειλούσαν και με εκβίαζαν”.

Παρατηρούμε, επίσης, ότι σε σχέση με το περιεχόμενο της συνέντευξης του Γιακουμή σε Τηλεοπτικό Σταθμό, το οποίο ήταν περίπου ταυτόσημο με εκείνο των δύο επιστολών, η μνήμη του Γιακουμή λειτούργησε ομαλά.  Δέχθηκε ότι στην συνέντευξη ανέφερε ότι τον πίεζε και τον εκβίαζε η Αστυνομία να μαρτυρήσει εναντίον του εφεσείοντα.

Λαμβανομένης υπόψη της καλής μνήμης του Γιακουμή και του γεγονότος ότι οι επιστολές γράφτηκαν μετά τα επίδικα επεισόδια για τα οποία κατέθεσε χωρίς να επικαλεσθεί το “δεν θυμούμαι” θεωρούμε ότι ο Γιακουμή δεν έλεγε την αλήθεια όταν πρόβαλλε άγνοια του περιεχομένου των επιστολών. Έχουμε επομένως ακόμη μια κραυγαλέα και ηθελημένη περίπτωση καταφυγής του Γιακουμή σε ψεύδη.

Πέρα από τα πιο πάνω έχουν υποβληθεί οι πιο κάτω εισηγήσεις οι οποίες, σύμφωνα με την υπεράσπιση, συνηγορούν υπέρ της μη αποδοχής της μαρτυρίας του Γιακουμή (και του Δημητρίου).  Τις παραθέτουμε:

[*351](1)         Με αφορμή τη μαρτυρία του Γιακουμή ότι γνώρισε τον εφεσείοντα μια εβδομάδα πριν να γίνουν οι βομβιστικές επιθέσεις και τη μαρτυρία του Δημητρίου ότι απλώς έλεγε “ένα γειά” στον εφεσείοντα η υπεράσπιση υπέβαλε “ότι ήταν αξιοπερίεργο” να τους εμπιστευθεί ο εφεσείων τη διάπραξη τόσο σοβαρών αδικημάτων.

(2)  Με αφορμή τη μαρτυρία του Γιακουμή ότι απειλείτο η ζωή του η υπεράσπιση υπέδειξε ότι τόσο ο Δημητρίου όσο και ο πατέρας του τελευταίου κατάγγειλαν ότι τους απειλούσε ο Γιακουμή.

(3)  O Γιακουμή κατέθεσε ότι βρέθηκαν στο ίδιο κελλί με το Δημητρίου για πέντε μέρες και δεν μίλησαν καθόλου για αυτή την υπόθεση.

Όλα τα πιο πάνω, εξεταζόμενα και υπό το φως των όσων έχουμε επισημάνει και παρατηρήσει πιο πάνω, αποτελούν πρόσθετα στοιχεία τα οποία έπρεπε να δημιουργήσουν αμφιβολίες στο Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την αξιοπιστία του Γιακουμή.

Γεγονότα που σχετίζονται με τη μαρτυρία του Δημητρίου.

Όταν ο Δημητρίου βρέθηκε αντιμέτωπος με την Αστυνομία και ενώ βρισκόταν στο Νοσοκομείο, λόγω του τραυματισμού του στο δυστύχημα ευθύς μετά την έκρηξη στο Δικαστικό Μέγαρο Λάρνακας, αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση εκείνης της έκρηξης.

Όταν στη συνέχεια του επεστήθη η προσοχή του στο Νόμο με προφορική κατάθεσή του ενέπλεξε τον εφεσείοντα και για τις δύο εκρήξεις.  Είπε τα εξής:

“... έδωκέ μου ο Δημήτρης Δημητρίου Τζιήμης 6 ράβδους δυναμίτες τζιαί έβαλα τρεις στα διυλιστήρια και τρεις στα Δικαστήρια.  Είπε μου τζείνος τους τόπους να βάλω μια τζιαμαί στα διυλιστήρια τζιαί μια τζιαμαί στα Δικαστήρια έδωκε μου τζιαί κάτι ηλεκτρικούς πυροκροτητές τζιαί ένα λέιζερ τζιαί έχωσα τα ποτζιή που το σκοπευτήριο που έχει μια μοσφιλιά και ένα παλέττο που βάλαμε το λαγό. Γνωρίζει τον τόπο ο παπάς μου.  Του Ιάκωβου του πρότεινε τζαι τζείνου αλλά δεν δέχθηκε.”

Ακολούθως στις 24.5.99 έδωσε γραπτή κατάθεση στην Αστυνομία (Τεκ. 98).  Ενοχοποίησε τον εαυτό του και τον εφεσείοντα σε [*352]σχέση με την έκρηξη στο Δικαστικό Μέγαρο. Διευκρίνισε ότι ο ίδιος δεν είχε εμπλοκή στην τοποθέτηση της βόμβας στο σταθμό της Α.Η.Κ. και ενοχοποίησε μόνο τον εφεσείοντα.  Είπε σχετικώς τα εξής:

“Το μόνο που θέλω να διευκρινίσω που τα χτεσινά που σας είπα είναι ότι την πόμπα στο σταθμό της Α.Η.Κ. στα διυλιστήρια δεν είμαι εγώ που την έβαλα αλλά εκατάλαβα ότι εν δουλειά του Τζιήμη γιατί στο αυτοκίνητο είπε μου ότι ήταν να εύρω έξι λοκούμια δηλαδή δυναμίτες τζαι ήυρα τρεις μόνο.  Ο πατέρας μου είπε μου ό,τι ανάφερα χθες ότι ήταν τζι τζιήνη πόμπα των διυλιστηρίων δική μου αλλά όπως σας είπα δεν είναι δική μου απλώς υποψιάζομαι ότι εν ίδια ιστορία.”

Την επομένη - 25.5.99 - ο Δημητρίου έδωσε νέα κατάθεση στην Αστυνομία - Τεκ. 100 - στην οποία ενέπλεξε τόσο τον εαυτό του όσο και τον εφεσείοντα για την έκρηξη στο σταθμό της Α.Η.Κ..  Εξήγησε ως εξής τους λόγους που τον οδήγησαν στην νέα εκδοχή του:

“Εχτές που σας έδωσα κατάθεση για τούτη την ιστορία ούλλη εστεναχωρήθηκα που τον παπά μου τζιε δεν σας είπα για τη πόμπα στο σταθμό της Α.Η.Κ. τζιαμέ στα διυλιστήρια Λ/κος που έβαλα τζιε τώρα θέλω να σας τα πω για να ξεκαθαρίσω τέλεια τα πράματα τζιε να σας πω τζιε το λόγο που δεν σας το είπα εχτές να το γράψετε παρόλο ότι αρχικά όταν ρωτήθηκα από τον πατέρα μου στη παρουσία της αστυνομίας είπα τους αμέσως ότι έβαλα τζιε τες δκυό πόμπες εγώ.   Την Κυριακή το απόγευμα ήταν στο θάλαμό μου ο παπάς μου τζε η μάμα μου για να με δουν.  Σε κάποια στιγμή εγιώ έκλεισα τα μάθκια μου τζιε οι γονιοί μου ενομίσαν ότι ετζιημούμουν.  Τότες άκουσα τον παπά μου που ελάλε της μάνας μου με παράπονο ‘Είδες ρε γαινέκα γιατί μου το έκαμε εμένα τζιε ήρτε τζιε έβαλε πόμπα τζιαμέ στη δουλειά μου, έθελε να κάμει ζημιά σε μένα τζιε στη δουλειά μου;  μήπως δεν είμουν καλός πατέρας μαζί του;’  Όπως ξέρετε ο πατέρας μου εργάζεται στα διυλιστήρια Λ/κος τζιέ η πόμπα εμπήκε σχεδόν δίπλα που τα ττέλια των διυλιστηρίων. Εγώ που τα άκουσα τούτα που τον πατέρα μου για να μην τον πικράνω τζιάλλο με τζιήνα που έκαμα, γνωρίζοντας ακόμα ότι ο πατέρας μου την νύχτα, που έβαλα την πόμπα ήταν δουλειά στα διυλιστήρια εσκέφτηκα να την κόψω πίσω για να μεν τον στενοχωρήσω παραπάνω όπως σας είπα. Τώρα πως έγινε τζιε τούτη η πράξη να σας εξηγήσω.”

Η μαρτυρία του Δημητρίου - Αξιολόγησή της από το Πρωτόδι[*353]κο Δικαστήριο.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του Δημητρίου το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι είναι ο πιο βασικός μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή και ότι το σύνολο “της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο εγκληματικής δράσης αναδύεται μέσα από τη δική του μαρτυρία”.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά στην αντεξέταση του Δημητρίου στη διάρκεια της οποίας:

(α)  Ο Δημητρίου βρέθηκε αντιμέτωπος με τις καταθέσεις του και με την παράλειψή του να μιλήσει στην πρώτη του κατάθεση για την έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. ενώ έκαμε κάτι τέτοιο στη δεύτερη κατάθεση.

(β)  Ρωτήθηκε κατ’ επανάληψη για την παράλειψή του να κάμει αναφορά σε κάποια γεγονότα για πρώτη φορά στο Δικαστήριο.

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε την εξήγηση του Δημητρίου σύμφωνα με την οποία “αποφάσισε να μη μιλήσει ξανά για την έκρηξη της Α.Η.Κ. διότι στο μεταξύ άκουσε κάποια συζήτηση που είχαν οι γονείς του στο δωμάτιό του στο νοσοκομείο, κατάλαβε πόσο είχαν πληγωθεί που έβαλε βόμβα στο χώρο που εργαζόταν ο πατέρας του και αποφάσισε να τα διαφοροποιήσει για να μην τους στεναχωρέσει άλλο”.

Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε κάποια παραδείγματα ερωτήσεων και απαντήσεων του Δημητρίου.  Παρέθεσε, επίσης, την εξήγηση του Δημητρίου για την εισαγωγή στη μαρτυρία του γεγονότων τα οποία δεν είχαν αναφερθεί στις πιο πάνω δύο γραπτές καταθέσεις του.  Ο Δημητρίου εξήγησε ότι κάποιες λεπτομέρειες τις άφησε πίσω, όταν έδινε τις γραπτές καταθέσεις “γιατί ήταν συγχυσμένος και τώρα που ηρέμησε τα θυμήθηκε”.  Το πρωτόδικο δικαστήριο πρόσθεσε ότι ο Δημητρίου παραδέχθηκε κάποιες διαφοροποιήσεις σε γεγονότα στα οποία κάμνει αναφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κατάθεσης και ότι τις δικαιολογεί με το γεγονός ότι στην πρώτη είχε αποφασίσει να μη μιλήσει για την έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. και έπρεπε τα γεγονότα να ήταν έτσι προσαρμοσμένα.

Αφού εξέτασε με πολλή προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας του Δημητρίου και μελέτησε ιδιαίτερα τα σημεία της μακράς αντεξέτασής του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Δημητρίου είπε την αλήθεια.  Έθεσε το θέμα ως εξής:

[*354]“Είμαστε ικανοποιημένοι και πεπεισμένοι ότι έλεγε την αλήθεια.  Μας έχει εντυπωσιάσει σαν μάρτυρας αλήθειας.  Θα λέγαμε ότι μας έκαμε εντύπωση η αγωνία του να βγεί απ’ αυτόν όλη η αλήθεια στο Δικαστήριο.  Αναλύουμε περαιτέρω την πιο πάνω κατάληξή μας στη συνέχεια.

Έχοντας για πολλές ώρες παρακολουθήσει το Δημητρίου στο εδώλιο του μάρτυρα και έχοντας ακούσει όλα όσα κατάθεσε ενώπιόν μας, έχουμε σχηματίσει την εντύπωση ότι ήταν πρόσωπο αφελές και επιπόλαιο, όμως ειλικρινής.  Αυτό δε απαντά και την απορία που κάποιος σχηματίζει για διάφορες ενέργειες και κουβέντες του.  Μόνο στην αφέλειά του μπορεί ν’ αποδοθεί αυτό που είπε στον ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέττας που δανείσθηκε στο Φύση-Φάση ότι πηγαίνει να βάλει βόμβα στο Δικαστήριο.  Φαίνεται δε ότι είναι αυτό τον αφελή και επιπόλαιο χαρακτήρα του που εκμεταλλεύθηκε ο κατηγορούμενος για να τον επιστρατεύσει να τοποθετήσει τις βόμβες. Αυτό μάλιστα απαντά και μια θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν θα προσέφευγε για βοήθεια σε κάποιον που πολύ λίγο γνώριζε.  Πέραν από το γεγονός ότι δεν τον γνώριζε πολύ λίγο εφ’  όσον είχαν τουλάχιστον κοινούς φίλους και κινούνταν στην ίδια παρέα, ο κατηγορούμενος είχε κάθε λόγο να χρησιμοποιήσει κάποιο πρόσωπο του χαρακτήρα του Δημητρίου το οποίο παράλληλα ήταν υπεράνω υποψίας, εφ’ όσον δεν είχε εγκληματικό παρελθόν. Σημειώνουμε ότι ο κατηγορούμενος προσπάθησε να συσφίξει τις σχέσεις του με τον Δημητρίου τις τελευταίες μια ή δύο μέρες πριν του κάμει την πρόταση για τοποθέτηση βόμβας. Αντάλλαξαν με πρόταση του κατηγορουμένου για πρώτη φορά τα τηλέφωνά τους και με πρωτοβουλία βασικά του κατηγορουμένου είχαν εκείνες τις μέρες συχνές επαφές. Αν δεν λάμβανε χώρα το τροχαίο δυστύχημα με το Δημητρίου είμαστε βέβαιοι ότι οι αστυνομικές αρχές ποτέ δεν θα έστρεφαν τις υποψίες τους σ’ αυτόν.

Αξιολογώντας περαιτέρω τη μαρτυρία του, λέμε ότι δεν υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μακρά του κατάθεση. Οι όποιες μικρές αντιφάσεις που μπορούν να εντοπισθούν δεν αλλοιώνουν την αξία της μαρτυρίας του.  Οι περισσότερες μάλιστα μπορούν να αποδοθούν σε εξασθένηση της μνήμης του σε θέματα λεπτομερειών.  Στην πραγματικότητα η εκδοχή του δίδεται με σαφήνεια και συνοπτικά στην προφορική δήλωση που έκαμε όταν του επεστήθη η προσοχή του στο Νόμο λίγες μόνο ώρες μετά που έβαλε τη βόμβα στο Δικαστήριο προς το μάρτυρα Ιάκωβο Ιωάννου.  Το τι έκαμε στο Δικαστήριο είναι να δώσει λεπτομέρειες αυτής της συνοπτικής ιστορίας που έδωσε από την αρ[*355]χή.”

Το Πρωτόδικο  Δικαστήριο δέχθηκε την εξήγηση που έδωσε ο Δημητρίου γιατί στην πρώτη γραπτή κατάθεσή του δεν κάμνει αναφορά για τη δική του εμπλοκή στην έκρηξη στην Α.Η.Κ. γιατί την έκρινε λογική. Σημείωσε ότι “είναι τον εαυτό του που προσπάθησε να βγάλει έξω από τα γεγονότα της πρώτης έκρηξης.  Τον κατηγορούμενο τον εμπλέκει με την πρώτη κατάθεσή του”.

Η “ενοχοποίηση επομένως του κατηγορουμένου” - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - δεν ήταν μια εκ των υστέρων σκέψη του που έκαμε με την δεύτερη κατάθεση. Τον εμπλέκει αμέσως με την προφορική του δήλωση συνεχίζει να τον εμπλέκει και με την πρώτη γραπτή κατάθεσή του αλλά τώρα δεν ενοχοποιεί τον εαυτό του και συνεχίζει με συνέπεια να εμπλέκει τον κατηγορούμενο και στη δεύτερη γραπτή κατάθεση.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία του Δημητρίου “ήταν πλήρης αντιφάσεων ιδιαίτερα συγκρινόμενη με τις γραπτές του καταθέσεις”.  Υπέδειξε τα εξής:

“Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη είναι ότι ο Δημητρίου επεξετάθη με την προφορική του  μαρτυρία σε λεπτομέρειες που δεν είχε αναφέρει στις γραπτές του καταθέσεις. Δεν διαφοροποίησε τις αρχικές του θέσεις.  Έδωσε από την αρχή πολλές λεπτομέρειες. Υποστήριζε την αρχική του εκδοχή σε όλα τα σημεία μέχρι τέλους ακόμη και τις αρχικές λεπτομέρειες που έδωσε. Το τι έκαμε στο Δικαστήριο ήταν να επεκταθεί και να δώσει κάποιες περαιτέρω λεπτομέρειες. Έδωσε εξηγήσεις γι’ αυτό τις οποίες και έχουμε παραθέσει πιο πάνω. Τις βρίσκουμε λογικές. Ήταν φυσικό κάποια πράγματα να ξεκαθαρίσουν στο μυαλό του όταν ήταν πλέον ψύχραιμος και να εκτιμήσει κάποια γεγονότα ορθότερα όταν με νηφαλιότητα αργότερα τα ξανάφερε στο μυαλό του.  Δεν βρίσκουμε ότι στη μαρτυρία του υπάρχουν αντιφάσεις τέτοιες που να καθιστούν τη μαρτυρία του αναξιόπιστη.   Και αν ακόμη κάποιος μπορεί στη μαρτυρία του να εντοπίσει όχι μικρές αντιφάσεις αλλά θα λέγαμε διαφοροποιήσεις σε κάποιες λεπτομέρειες δεν το βρίσκουμε αφύσικο σε μια μαρτυρία που χαρακτηρίζεται από πυκνότητα γεγονότων και  λεπτομερειών. Δεν θα λεγαμε ότι είναι αντίφαση αν στη μια περίπτωση έλεγε ότι ένα γεγονός έγινε πρώτα και άλλο ύστερα και σ’ άλλη αντίστροφα. Η εμπλοκή του κατηγορουμένου δεν θ’ άλ[*356]λαζε.”

Η�επιχειρηματολογία της υπεράσπισης σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας του Δημητρίου.

Η υπεράσπιση αναφέρθηκε στα γεγονότα που σχετίζονται με τις διάφορες καταθέσεις που έκαμε ο Δημητρίου στην Αστυνομία - έχουν παρατεθεί στις σελ. 351-353, πιο πάνω). Έδωσε το εξής παράδειγμα “ως ενδεικτικό του πόσον έντεχνα κατα το δοκούν” ο Δημητρίου αλλάζει, τροποποιεί ή διαπλάθει την ιστορία του.

Στην κατάθεσή του, Τεκ. 98, στην οποία δεν ενέπλεξε τον εαυτό του στην έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. είπε τα εξής σε σχέση με την παραλαβή και τον αριθμό των εκρηκτικών υλών:

“Πήγα στο πάρκιγκ πίσω που του Σεργίου ήυρα ένα αυτοκίνητο κότσιηνο που κατάλαβα ότι ήταν εγκαταλειμένο τζιε πάνω στο μπροστινό τροχό ήυρα ένα δέμα με τρεις ράβδους δυναμίτιδα τζιε ένα σιηνή. Εκατάλαβα ότι όσπου να πάρω τον Ιάκωβο, εν αθυμούμαι που τον άφησα, πρέπει να πήε ο Τζιήμης τζιε έπιασεντα αλλά έπιασα τους τρεις δυναμίτες με το βραδύκαυστο με τον πυροκροτητή, που ήταν χώρκα τζιε επήρατα τζιε έχωσατα μέσα στο καπό του Mitsubishi μου UP491”.

Στην κατάθεσή του, Τεκ. 100, με την οποία ενέπλεξε και τον εαυτό του, είπε τα εξής σε σχέση με το ίδιο θέμα:

“Ύστερα που λλίο’ ο Τζιήμης εξανατηλεφώνησέ μου τζιέ είπε μου να πιάσω που τον ίδιο τόπο τα έξι λουκούμια, δηλαδή τους δυναμίτες, μαζί με ένα πράμα που έννα έσιει. Εκατέβασα τον Ιάκωβο στο “Πατρίτσια” τζιε επήα στο ίδιο αυτοκίνητο τζιε έπιασα τους έξι δυναμίτες, τζιε ένα κοινό πυροκροτητή”.

Το επόμενο σκέλος της επιχειρηματολογίας της υπεράσπισης αφιερώθηκε στις περιπτώσεις όπου ο Δημητρίου στην ένορκη μαρτυρία του αναφέρθηκε σε γεγονότα στα οποία δεν είχε κάμει αναφορά στις δύο γραπτές καταθέσεις του.  Παραθέτουμε τα όσα θεωρούμε ως τα πιο σημαντικά:

(1) Ότι ο εφεσείων τον παρότρυνε “όταν αθωώθηκε ο Αντώνης Φανιέρος ότι θα έπρεπε να ήταν παρών στο Δικαστήριο και να φορεί μαύρα ρούχα”.

(2) Ότι όταν ο εφεσείων του “έδινε τέλλα, κουκούλα, γάντια και [*357]άλλα τεκμήρια”, φορούσε - ο εφεσείων - γάντια.

(3) Ότι οι ηλεκτρικοί πυροκροτητές και ένα αυτόματο όπλο θα εχρησιμοποιούνταν για απόπειρα δολοφονίας κάποιου Ξιούρουππα.

(4) Ότι ο εφεσείων διέμενε με το Λούκα Φανιέρο.

(5) Ότι ήταν ο Λυμπιανός που του έστειλε τον εφεσείοντα για να του διορθώσει τους λαπτήρες.

(6) Ότι δεν ανέφερε ότι ο Γιακουμή έκαμε αναφορά σε βραδύκαυστο.

(7) Ότι δεν ανέφερε ότι ο εφεσείων με “το Mercedes του Κίτσιου” τον πήρε από τη λέσχη του Φανιέρου και του έδωσε το πλαστικό δοχείο των χαλουμιών.

(8) Στις δύο καταθέσεις του δεν είπε και τα εξής:

(ι) “Παρκάραμε πίσω από την Πολυκατοικία Λ. Φανιέρου.  Μου φώναξε ο κατηγορούμενος και μου είπε ρε ο Τζιάκκης έσσιει εκρηκτικά. Ήταν μαζί σου στο μηχανικό πρέπει να έσιει”.

(ιι)  “Ο Γιακουμής ήταν ανήσυχος φοβιτσιασμένος πήγαμε στο Ελισσώ και μου ζήτησε το τηλέφωνο και μου είπε ότι δεν  έχει εκρηκτικά - του είπα να τηλεφωνήσει στον κατηγορούμενο να του το πει.  Αυτός μας είπε να βρεθούμε στο ίδιο σημείο.  Ο Τζίμης του φώναζε. Είπε όπως εκανόνισα να έρτουν τα βραδύκαυστα το βράδυ θα έρχονταν και τα εκρηκτικά”.

(9)  Ότι “την 2η φορά που πήγαμε στην Πολυκατοικία έβγαλε ο κατηγορούμενος 2 γάντια μάλλινα από την τσέπη του για να τα φορήσω όταν θα έβαλλα την βόμβα για να μην αφήσω αποτυπώματα”. Σε ερώτηση που στο τεκμήριο 100 αναφέρει κάτι τέτοιο - απάντησε

           

       “Αν δεν είναι γραμμένο στην κατάθεσή μου το έχω πει χθές και το ίδιο είναι” (σελ. 279 πρακτικών).

(10)     Ότι του είπε ο εφεσείων τα παπούτσια να τα πετάξει όπως και έκανε.

[*358]Παρεμβάλλουμε ότι ο Δημητρίου δικαιολόγησε τις σχετικές παραλείψεις από τις καταθέσεις του αναφέροντας τα εξής:

“.... την ημέρα που εδίουν την κατάθεσή μου τόσο πολύ συγχυσμένος ήμουν που ορισμένες λεπτομέρειες τις άφησα πίσω.   Τώρα που έκατσα και ηρέμησα θυμήθηκα τα όπως την ταινία μέσα στο μυαλό μου και είναι πράγματα που  μέχρι να πεθάνω δεν πρόκειται να τα ξεχάσω.”

Σε άλλο στάδιο της μαρτυρίας του όταν του ζητήθηκε να δώσει λεπτομέρειες της συνομιλίας του με τον εφεσείοντα όταν συναντήθηκαν μετά την έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. ανέφερε:  “Δεν θυμούμαι αυτή τη στιγμή τι είχα αναφέρει πριν 5 μήνες στον κατηγορούμενο όταν πήγα στο διαμέρισμά του, ακριβώς τι του είχα αναφέρει”. Έδωσε την ίδια δικαιολογία και όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ανέφερε κάποιες άλλες λεπτομέρειες στη δεύτερη κατάθεσή του.

Τέλος η υπεράσπιση υπέβαλε ότι ο Δημητρίου ήταν πρόσωπο που είχε εμπλακεί σε παράνομες δραστηριότητες πριν από την γνωριμία του με τον εφεσείοντα και αυτός ο παράγων έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Έρεισμα της εισήγησης απετέλεσε η πιο κάτω απάντηση του Γιακουμή όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ο Δημητρίου του έκαμε οποιεσδήποτε προτάσεις για διάπραξη ποινικών αδικημάτων:

“Α.  Κοιτάξετε να σας πω.  Ο Δημήτρης Δημητρίου από ό,τι ξέρω είχε κάποιες διασυνδέσεις στη Λεμεσό με κάποιους του υπόκοσμου της Λεμεσού τους οποίους από ό,τι ξέρω προμήθευε με εκρηκτικά.

 Ε.  Προμήθευε ο Δημήτρης Κ. Δημητρίου ανθρώπους Του υποκόσμου στη Λεμεσό;

 Α.  Μάλιστα.”

Ακολουθούν τα συμπεράσματά μας, οι επισημάνσεις και οι παρατηρήσεις μας σε σχέση με τη μαρτυρία του Δημητρίου.

Έχουμε παραθέσει τη σχετική επιχειρηματολογία της υπεράσπισης που σχετίζεται με το μάρτυρα Δημητρίου (βλ. σελ. 356-352, πιο πάνω) καθώς και την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η πρώτη μας επισήμανση αναφέρεται στις δύο αντιφατικές γραπτές καταθέσεις του Δημητρίου προς την Αστυνομία. Στην πρώτη [*359]γραπτή κατάθεση δεν ενέπλεξε τον εαυτό του στην έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ..  Ενέπλεξε τον εφεσείοντα.  Ενέπλεξε τον εαυτό του και στις δύο εκρήξεις στη δεύτερη κατάθεσή του.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εξήγηση που έδωσε ο Δημητρίου - ότι το έκαμε για να μη στεναχωρέσει τον πατέρα του.  Πρόσθεσε ότι ο Δημητρίου παραδέχθηκε κάποιες διαφοροποιήσεις σε γεγονότα στα οποία κάμνει αναφορά μεταξύ της πρώτης κατάθεσης και ότι τις δικαιολογεί με το γεγονός ότι στην πρώτη είχε αποφασίσει να μη μιλήσει για την έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. και έπρεπε τα γεγονότα να ήταν έτσι προσαρμοσμένα (η υπογράμμιση είναι δική μας).

Παρατηρούμε:

      

(α)  Δεν πρόκειται για κάποιες διαφοροποιήσεις σε γεγονότα αλλά σε παράλειψη αναφοράς μεγάλου φάσματος γεγονότων που έχουν σχέση με την έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ..    Η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο γραπτές καταθέσεις του Δημητρίου δεν περιορίζεται στην προσθήκη κάποιων γεγονότων στη δεύτερη κατάθεση τα οποία δεν παρέθεσε στην πρώτη κατάθεση. Η πρώτη κατάθεση περιέχει μια εντελώς διαφορετική ιστορία αναφορικά με την εξύφανση της συνωμοσίας.  Ενώ στη δεύτερη κατάθεση - και στη μαρτυρία του - ο Δημητρίου λέγει ότι ο εφεσείων τους μίλησε για την τοποθέτηση της βόμβας στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. κατά την επιστροφή τους από την Αγία Νάπα και μάλιστα ότι πέρασαν και από τον υποσταθμό και τους επέδειξε που θα τοποθετούσαν την βόμβα, αυτή η σημαντική πτυχή της εμπλοκής του Δημητρίου παραλείπεται από την πρώτη κατάθεση η οποία αναφέρεται μόνο στην τοποθέτηση βόμβας στο Δικαστικό Μέγαρο.

(β)  Από το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων αναδυκνείεται σαφώς ότι ο Δημητρίου είναι άτομο που διαθέτει μεγάλη ευχέρεια να προσαρμόζει τα γεγονότα ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις. Πρόκειται για άτομο που διαθέτει ευχέρεια αλλαγής, τροποποίησης ή διάπλασης των διαφόρων εκδοχών. Στις δύο καταθέσεις προσάρμοσε ή διάπλασε τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μη αφήνεται κενό ή αμφιβολία για την εκδοχή του.  Στην πρώτη κατάθεση μίλησε για παράδοση 3 ράβδων δυναμίτιδας. Στη δεύτερη, με την οποία ενέπλεξε τον εαυτό του και στις δύο εκρήξεις, μίλησε για 6 ράβδους και προσάρμοσε αναλόγως και τα υπόλοιπα γεγονότα.

[*360]Η δεύτερη μας επισήμανση σχετίζεται με τα όσα είπε ο Δημητρίου στην ένορκη μαρτυρία του και στα οποία δεν έκαμε αναφορά στις δύο προηγούμενες γραπτές καταθέσεις του.  Παραδείγματα αυτών των περιπτώσεων έχουν ήδη παρατεθεί (βλ. σελ. 357-358, πιο πάνω).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επί του προκειμένου, δέχθηκε την εξήγηση του Δημητρίου ότι την ημέρα που έδινε την κατάθεση ήταν “τόσο πολύ συγχυσμένος που ορισμένες λεπτομέρειες τις άφησε πίσω” και τις θυμήθηκε “τώρα που έκατσε και ηρέμησε”.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε ότι “ήταν φυσικό κάποια πράγματα να ξεκαθαρίσουν στο μυαλό του όταν ήταν πλέον ψύχραιμος και να εκτιμήσει κάποια γεγονότα ορθότερα όταν με νηφαλιότητα αργότερα τα ξανάφερε στο  μυαλό του”.

Παρατηρούμε:  Ο Δημητρίου έχει επικαλεσθεί την παρέλευση χρόνου 5 μηνών όταν δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί κάποια θέματα που του είχαν τεθεί από την υπεράσπιση (έχουν παρατεθεί στη σελ. 358, πιο πάνω).  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε και αυτή τη θέση του Δημητρίου. Υπέδειξε ότι “οι περισσότερες μάλιστα μπορούν να αποδοθούν σε εξασθένιση της μνήμης σε θέματα λεπτομερειών”.

Αυτό που στην ουσία προκύπτει από την αποδοχή της εξήγησης του Δημητρίου σε σχέση με την παράθεση λεπτομερειών στην ένορκη μαρτυρία, οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στις δύο γραπτές καταθέσεις του, είναι τούτο: Ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά το χρόνο της ένορκης μαρτυρίας του η μνήμη του Δημητρίου λειτουργούσε καλύτερα.  Ωστόσο, από την άλλη, έκαμε και διαπίστωση περί εξασθενημένης μνήμης του Δημητρίου. Διακρίνουμε σ’ αυτές τις τοποθετήσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μια αντιφατική προσέγγιση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δημητρίου.

Τέλος παρατηρούμε τα εξής:

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Δημητρίου υπέδειξε ότι τον είχε επιστρατεύσει ο εφεσείων να τοποθετήσει τις βόμβες αφού εκμεταλλεύθηκε τον αφελή και επιπόλαιο χαρακτήρα του.  Ωστόσο η μαρτυρία του Γιακουμή φέρει τον Δημητρίου να είχε στρατευθεί στην παρανομία πριν από την γνωριμία του με τον εφεσείοντα.  Αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του Γιακουμή αγνοήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δημητρίου.   

[*361]Αντίθεση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Φινόπουλου με τη μαρτυρία του Δημητρίου.

Ένα άλλο σκέλος της επιχειρηματολογίας της υπεράσπισης αναφέρεται στην αντίφαση ανάμεσα στη μαρτυρία του Φινόπουλου και τη μαρτυρία του Δημητρίου αναφορικά με τον αριθμό των ράβδων δυναμίτιδας που χρησιμοποιήθηκαν στην κάθε μια από τις δύο εκρήξεις. Προτού αναφερθούμε στη σχετική επιχειρηματολογία θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στη μαρτυρία του Φινόπουλου και στην προσέγγισή της από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η μαρτυρία του Φινόπουλου.

Ο πιο πάνω μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας εκρηκτικών. Υπηρετεί στον κλάδο πυροτεχνουργών στο Αρχηγείο Αστυνομίας.  Έλαβε μέρος στην διερεύνηση της έκρηξης που έγινε στον υποσταθμό της Α.Η.Κ..  Από εξέταση που έκαμε στη σκηνή και από την εξέταση των τεκμηρίων που έκαμε αργότερα, διαπίστωσε ότι “η έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. οφείλετο σε αυτοσχέδια βόμβα η οποία πυροδοτήθηκε με βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινίο και κοινό πυροκροτητή. Η βόμβα τοποθετήθηκε στο περιβάζι του αλουμινένιου παραθύρου της Α.Η.Κ. και από την έκρηξη προκλήθηκαν ελαφρές ζημιές.  Κατά την κατασκευή της αυτοσχέδιας βόμβας χρησιμοποιήθηκε εκρηκτική ύλη ηψηλής ισχύος δυναμίτιδας εμπορίου, περίπου 150 γρ., βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινίο και κοινός πυροκροτητής”.

Μετά το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του ο Φινόπουλος συνέχισε ως εξής:

“Ε.  Τι εξετάσεις κάνατε εσείς για να διαπιστώσετε αυτά που μας είπατε τώρα;

 Α.  Όταν πήγα στο μέρος κοίταξα τις ζημιές, μονομιάς αντιλήφθηκα ότι πρόκειται περί έκρηξης και από τις εξετάσεις βρήκαμε τα τεκμήρια τα οποία ανάφερα προηγουμένως.

 Ε.  Είπατε ότι ήταν αυτοσχέδια βόμβα.

 Α.  Μάλιστα.

 Ε.  Αναφέρατε την εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιήθηκε καθώς και τον πυροκροτητή. Τι στοιχεία λάβατε υπόψη για τις έρευνες;

[*362] Α.    Έλαβα υπόψη τα χαρτάκια τα οποία αποτελούν μέρος περιτυλίγματος εκρηκτικής ύλης που ήταν συνδεδεμένα με πυροκροτητή και πυροδοτήθηκε με αποτέλεσμα να προκαλέσει την έκρηξη της εκρηκτικής ύλης  και την χαρτότελα που χρησιμοποιήθηκε για να περιτυλιχθεί η εκρηκτική ύλη.

       ......................................................................................................

 Ε.  Πέστε μου, το βραδύκαυστο που είδατε προηγουμένως, το τεκμ. 70 είναι κομμάτι το οποίο όταν το ανάψεις για τοποθέτηση μιας βόμβας, το μήκος  του παραμένει το ίδιο μετά την χρήση του;

 Α.  Όχι, εξαρτάται από την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης η οποία χρησιμοποιήθηκε.  Στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε μια ράβδος δυναμίτιδας περίπου 150 γρ. που σημαίνει ότι η εκρητική ύλη ήταν λίγη με αποτέλεσμα το βραδύκαυστο να μην γίνει πολλά κομματάκια.  Στην προκειμένη περίπτωση το βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινί δεν περιτυλίχθηκε πάνω στην εκρηκτική ύλη.” (Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Ο μάρτυρας Φινόπουλος έλαβε μέρος και στη διερεύνηση της έκρηξης στο Δικαστικό Μέγαρο.  Στην κυρίως εξέταση δεν  έκαμε αναφορά στην ποσότητα της εκρηκτικής ύλης που έχει χρησιμοποιηθεί.  Έκαμε όμως αναφορά στην αντεξέταση.  Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα το οποίο αναφέρεται και στην έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ.:

“Ε.  Έχετε πει ότι στην ΑΗΚ χρησιμοποιήθηκε δυναμίτιδα εμπορίου 150 γρ.;

 Α.  Ναι.

 Ε.  Έχετε επίσης μετά αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε μια ράβδος δυναμίτιδα στην ΑΗΚ;

 Α.  Ναι.

 Ε.  Όταν λέμε για ράβδους δυναμίτιδα ξέρουμε ότι είναι περίπου 150 γρ.. Η έκρηξη στην ΑΗΚ από ό,τι αντιλήφθηκα ήταν παρόμοιας εντάσεως και ισχύος με τα  Δικαστήρια Λάρνακας;

Α.   Όχι, με το περίπου γιατί δεν μπορούμε να υπολογί-           σου[*363]με πόση εκρηκτική ύλη εκράγηκε. Ίσως στα Δικαστήρια Λάρνακας να ήταν περισσότερη εκρητική ύλη.

 Ε.  Περίπου πόση;

 Α.  Πιθανό να ήταν δύο ράβδοι περίπου 300 γρ.”

Στην επανεξέταση ο Φινόπουλος ρωτήθηκε ποια στοιχεία λαμβάνει υπόψη για να καταλήξει πόσοι ράβδοι δυναμίτιδας χρησιμοποιήθηκαν.  Απάντησε:

“Α.  Αυτό είναι ανάλογα με το που τοποθετήθηκε η αυτοσχέδια βόμβα ανάλογα με τον κρατήρα ο οποίος δημιουργείται από τη έκρηξη και τις ζημιές οι οποίες προκαλεί η έκρηξη.”

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε ως εξής την μαρτυρία του Φινόπουλου:

“Τέλος, θέλουμε να σχολιάσουμε και μια άλλη επισήμανση του συνηγόρου υπεράσπισης που κατά την άποψή του δείχνει την αντιφατικότητα του Δημητρίου και πλήττει την αξιοπιστία του.  Ο κ. Δημητρίου στηρίχθηκε για την επισήμανσή του αυτή σε κάτι που ο Γ. Φινόπουλος ανάφερε κατά την αντεξέτασή του.  Είπε ότι στον υποσταθμό της ΑΗΚ ίσως χρησιμοποιήθηκε μια ράβδος δυναμίτιδας και ότι στο Δικαστήριο η εκρηκτική ύλη ήταν ίσως περισσότερη και ίσως ήταν δύο ράβδοι. Ο συνήγορος υπεράσπισης στηριζόμενος σ’ αυτό λέγει ότι ο Δημητρίου ψεύδεται όταν ισχυρίζεται ότι χρησιμοποίησε τρεις ράβδους τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη έκρηξη. Θέλουμε εδώ να επισημάνουμε ότι ο Γ. Φινόπουλος δεν έδειξε ότι ήταν απόλυτα βέβαιος γι’ αυτά που έλεγε.  Κάμνοντας αναφορά σ’ αυτό το θέμα έδειχνε κάποια αβεβαιότητα γι’ αυτό χρησιμοποιούσε τη λέξη ‘ίσως’ συνεχώς.  Δεν φαίνεται ότι ήταν ένα θέμα το οποίο τον απασχόλησε ειδικά και για το οποίο έπρεπε να κάμει ή έκαμε ειδική έρευνα. Όπως δε εξήγησε κατά την επανεξέτασή του για να μπορεί κάποιος να αποφανθεί πόσοι ράβδοι χρησιμοποιήθηκαν πρέπει να λάβει υπόψη το που τοποθετήθηκε η αυτοσχέδια βόμβα, τον κρατήρα που δημιουργείται και τις ζημιές που προκαλεί η έκρηξη.  Δεν μας εξήγησε αν μελέτησε τα πιο πάνω για να καταλήξει στο συμπέρασμα που ανάφερε αντεξεταζόμενος. Ενόψει των πιο πάνω δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι ο Φινόπουλος έδωσε μια πλήρη τεκμηριωμένη επιστημονική άποψη επί του θέματος. Όπως έχουμε επισημάνει δεν ήταν κάτι που είχε λόγο να εξετάσει ειδικά.  Τούτου δοθέντος είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε την άμεση [*364]μαρτυρία του Δημητρίου επί του θέματος.  Δεν βρίσκουμε επομένως ότι υπάρχει οποιαδήποτε αντίφαση στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής επί τούτου.”

Ερχόμαστε στην επιχειρηματολογία της υπεράσπισης: Η τελευταία αντιπαρέβαλε τα όσα ανάφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και ειδικά ότι “είπε - ο Φινόπουλος - ότι στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. ίσως χρησιμοποιήθηκε μια ράβδος δυναμίτιδας”. Υπέδειξε- η υπεράσπιση - ότι σε σχέση με την έκρηξη στην Α.Η.Κ. ο Φινόπουλος δεν χρησιμοποίησε τη λέξη “ίσως”. Είπε (βλ. το πιο πάνω απόσπασμα από τη σελ. 70 των πρακτικών) ότι “χρησιμοποιήθηκε μια ράβδος δυναμίτιδας περίπου 150 γρ.” και το επιβεβαίωσε και στην αντεξέτασή του.  Η υπεράσπιση διερωτήθηκε πού υπάρχει “ίχνος αβεβαιότητος αλλά και συνεχής επανάληψη της λέξης ‘ίσως’. Σε σχέση με την έκρηξη στο Δικαστικό Μέγαρο ο Φινόπουλος μίλησε στην αντεξέταση ότι πιθανόν να χρησιμοποιήθηκαν δύο ράβδοι δυναμίτιδας περίπου 300 γρ..

Έχουμε παραθέσει αυτούσιο το σχετικό μέρος της μαρτυρίας του Φινόπουλου.  Από τη μαρτυρία του προκύπτει ότι σε σχέση με την έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. ο Φινόπουλος δεν χρησιμοποίησε τη λέξη “ίσως” σε σχέση με τον αριθμό των ράβδων δυναμίτιδας αλλά χρησιμοποίησε τον όρο “περίπου” σε σχέση με το βάρος της.  Με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ανέφερε ότι χρησιμοποιήθηκε “μια ράβδος δυναμίτιδας περίπου 150 γρ.”. Τονίζουμε ότι ο Φινόπουλος μίλησε για μια ράβδο δυναμίτιδας και στην κυρίως εξέταση και όχι μόνο στην αντεξέταση, όπως εσφαλμένα ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.   

Τα όσα θα αναφέρουμε στη συνέχεια σχετίζονται με την έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ..  Ενόψει του σαφούς περιεχομένου της μαρτυρίας του Φινόπουλου θεωρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα το μέρος της μαρτυρίας του Φινόπουλου που σχετίζεται με την  έκρηξη στον υποσταθμό.  Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.  

Είναι πρόδηλο από την εκκαλούμενη απόφαση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε βαρύτητα στο επίμαχο μέρος της μαρτυρίας του Φινόπουλου γιατί - όπως το έθεσε -

(α)  δεν φαίνεται ότι ήταν θέμα το οποίο τον απασχόλησε ειδικά και για το οποίο έπρεπε να κάμει ή έκαμε ειδική έρευνα, και

(β)  γιατί δεν εξήγησε αν “μελέτησε τα πιο πάνω για να καταλήξει [*365]στο συμπέρασμα που ανέφερε αντεξεταζόμενος”.

(γ)  γιατί δεν ήταν απόλυτα βέβαιος γι’ αυτά που έλεγε.

Διαφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο μάρτυρας Φινόπουλος κατάθεσε ως εμπειρογνώμονας.  Ήταν μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής.  Η Κατηγορούσα Αρχή τον πρόσφερε ως μάρτυρα της αλήθειας.  Πρέπει, στην απουσία οποιασδήποτε εισήγησης ή μαρτυρίας περί του αντιθέτου, βάσιμα να υποτεθεί ότι τα όσα κατέθεσε ήταν το αποτέλεσμα επισταμένης και ειδικής μελέτης της σκηνής των εκρήξεων και των ανευρεθέντων τεκμηρίων και της εμπειρογνωμοσύνης του.

Στην απουσία μαρτυρίας περί μη ειδικής απασχόλησης του Φινόπουλου δεν μπορεί να ρίχνεται σκιά στο σχετικό μέρος της μαρτυρίας του.  Αναφορικά με το θέμα της εξήγησης εναπόκειτο στην Κατηγορούσα Αρχή που τον είχε καλέσει να του ζητήσει να εξηγήσει περαιτέρω τους λόγους που τον οδήγησαν στα σχετικά συμπεράσματά του.  Περαιτέρω και σε σχέση με την παραγ. (γ), πιο πάνω, αντίθετα με τα όσα ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ο Φινόπουλος ήταν απόλυτα βέβαιος για τον αριθμό των ράβδων δυναμίτιδας που χρησιμοποιήθηκαν στην πρώτη έκρηξη.

Πρέπει να προσθέσουμε ότι τα όσα ανέφερε ο Φινόπουλος επί του προκειμένου στηρίχθηκαν πάνω στην εξέταση της σκηνής της έκρηξης και των ανευρεθέντων τεκμηρίων.  Τα όσα είδε στη σκηνή ο Φινόπουλος και τα τεκμήρια που περισυνέλεξε αποτελούν πραγματική μαρτυρία.  Έχει δε νομολογηθεί ότι η πραγματική μαρτυρία συνιστά γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας (Βλ. Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 267 και Θρασυβούλου ν. Κουλέρμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 293).    

Καταλήγουμε με τη διαπίστωση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα το  μέρος της μαρτυρίας του Φινόπουλου που σχετιζόταν με τον αριθμό των ράβδων δυναμίτιδας που είχαν χρησιμοποιηθεί στην έκρηξη στον υποσταθμό της Α.Η.Κ. με συνέπεια να μην είχε προβληματισθεί καθόλου σε σχέση με το αντίστοιχο μέρος της μαρτυρίας του Δημητρίου.

Τελικό συμπέρασμα:

Κατά την εξέταση της παρούσας υπόθεσης είχαμε συνέχεια κατά [*366]νούν ότι η ετυμηγορία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Είχαμε επίσης υπόψη την πάγια θέση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 75, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 - Βλ. επίσης Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39, 42, Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292, 295, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, 378, Karamanis v. Police (1977) 2 C.L.R. 92, 96, Fasouliotis v. Police (1979) 2 C.L.R. 180, 181, Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37, Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396).

Αναφορικά με τις αντιφάσεις παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση.  Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο (Βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας, (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη, Πολιτική ’Εφεση 10240/9.6.2000 και Οράτη ν. Παστού, Πολιτική Έφεση 10368/3.11.2000).

Περαιτέρω και σε σχέση με το θέμα των προηγούμενων αντιφατικών καταθέσεων των πιο πάνω δύο μαρτύρων - Γιακουμή και Δημητρίου - είχαμε υπόψη τη θέση της νομολογίας ότι το δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Όπως λέχθηκε στην Ρόπα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628.

“Το Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων. [*367]Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας.”

Οι εξουσίες του Εφετείου κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης διέπονται από το  άρθρο 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60).  Τα σχετικά μέρη αυτών των άρθρων έχουν ως εξής:

“145(1) - Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται -

(α)  να απορρίψει την έφεση.

(β)  να επιτρέψει την έφεση και να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση αν θεωρεί ότι η καταδικαστική απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για το λόγο ότι ήταν, αφού ληφθεί υπόψη η απόδειξη που προσάχθηκε, αδικαιολόγητη ή ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίκασε, έπρεπε να ακυρωθεί λόγω  πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος ή για το λόγο ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της  δικαιοσύνης:

            ....................................................................................................”

“25(3)  Τηρουμένης κάθε διάταξης του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού και επιπρόσθετα προς οποιεσδήποτε εξουσίες που χορηγούνται από αυτούς, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ακρόαση και διάγνωση οποιασδήποτε έφεσης, είτε σε πολιτική είτε σε ποινική υπόθεση δεν θα δεσμεύεται από οποιαδήποτε απόφαση περί πραγματικών γεγονότων του δικαστηρίου που εκδίκασε και θα έχει εξουσία να αναθεωρεί τις αποδείξεις που προσάχθηκαν, να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα, να ακούει και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης απαιτούν με τον τρόπο αυτό, να ακροάται εκ νέου οποιουσδήποτε μάρτυρες που ήδη ακούστηκαν από το δικαστήριο που εξεδίκασε, και δύναται να δώσει οποιαδήποτε απόφαση ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν, συμπεριλαμβανομένου και διατάγματος για επανακρόαση της υπόθεσης από το δικαστήριο που εξεδίκασε αυτή ή άλλο αρμόδιο δικαστήριο όπως θα διέτασσε το Ανώτατο Δικα[*368]στήριο.”

Στην Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13  έχουν ερμηνευθεί οι σχετικές με τις εφέσεις διατάξεις του άρθρου 2(1) της Αγγλικής Criminal Appeal Act, 1968, οι οποίες έχουν ως εξής:

“Except as provided by this Act, the Court of Appeal shall allow an appeal against conviction if they think - (a) that the verdict of the jury should be set aside on the ground that under all the circumstances of the case it is unsafe or unsatisfactory.”

Σε μετάφραση:

“(1)  Εκτός όπως προβλέπεται σ’ αυτό το Νόμο, το Εφετείο θα επιτρέψει έφεση κατά της καταδίκης αν είναι της γνώμης -  (α)  ότι η ετυμηγορία των ενόρκων πρέπει να παραμεριστεί για το λόγο ότι κάτω από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι ανασφαλής ή ανεπαρκής”.

Κρίθηκε - στην Koutras (βλ. σελ. 25) - ότι οι πιο πάνω πρόνοιες της Αγγλικής Νομοθεσίας δεν είναι με κανένα τρόπο ευρύτερες εκείνων του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960.

Στη συνέχεια το Εφετείο παρέθεσε το πιο κάτω απόσπασμα από την R. v. Cooper [1969] 1 All E.R. 32, 33, στην οποία είχε ερμηνευθεί το πιο πάνω άρθρο 2(1) της Αγγλικής Criminal Appeal Act 1968:

“It has been said over and over again throughout the years that this court must recognise the advantage which a jury has in seeing and hearing the witnesses, and if all the material was before the jury and the summing-up was impeccable, this court should not lightly interfere.  Indeed, until the passing of the Criminal Appeal Act 1966 - provisions which are now to be found in s.2 of the Criminal Appeal Act 1968 - it was almost unheard of for this court to interfere in such a case. However, now our powers are somewhat different, and we are indeed charged to allow an appeal against conviction if we think that the verdict of the jury should be set aside on the ground that under all the circumstances of the case it is unsafe or unsatisfactory.  That means that in cases of this kind the court must in the end ask itself a subjective question, whether we are content to let the matter stand as it is, or whether there is not some lurking doubt in our minds which makes us wonder whether an injustice has been done. This is a reaction [*369]which may not be based strictly on the evidence as such; it is a reaction which can be produced by the general feel of the case as the court experiences it.”

Σε μετάφραση:

“Έχει επανειλημμένα λεχθεί καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών ότι αυτό το Δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίζει το πλεονέκτημα το οποίο έχουν οι ενόρκοι που βλέπουν και ακούουν τους μάρτυρες, και αν όλο το υλικό βρισκόταν ενώπιον των ενόρκων και η σύνοψη της υπόθεσης ήταν άψογη αυτό το Δικαστήριο δεν πρέπει να επεμβαίνει εύκολα.  Πράγματι μέχρι τη θέσπιση της Criminal Appeal Act 1966 - οι πρόνοιες της οποίας βρίσκονται τώρα στο άρθρο 2 της Criminal Appeal Act 1968 - ήταν σχεδόν ανήκουστο να επέμβει αυτό το Δικαστήριο. Ωστόσο οι εξουσίες μας είναι τώρα κάπως διαφορετικές, και πράγματι έχουμε υποχρέωση να επιτρέψουμε μια έφεση κατά της καταδίκης αν νομίζουμε ότι η ετυμηγορία των ενόρκων πρέπει να παραμερισθεί για το λόγο ότι κάτω από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι ανασφαλής ή ανεπαρκής. Αυτό σημαίνει ότι σε υποθέσεις αυτού του είδους το Δικαστήριο πρέπει στο τέλος να υποβάλλει στον εαυτό του ένα υποκειμενικό ερώτημα, κατά πόσο ικανοποιείται στο να αφήσει το θέμα να παραμένει ως έχει ή κατά πόσο δεν υπάρχει κάποια υποβόσκουσα αμφιβολία στο μυαλό του η οποία το κάμνει να διερωτάται κατά πόσο έχει προκληθεί αδικία. Αυτή είναι μια αντίδραση η οποία δυνατόν να μη βασίζεται αυστηρώς επί της μαρτυρίας ως τέτοιας. είναι αντίδραση η οποία μπορεί να παραχθεί από τη γενική αφή της υπόθεσης όπως την βιώνει το Δικαστήριο.”

Η απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου στην Koutras (L. Loizou και Hadjianastassiou, J.J.) υιοθέτησε τα νομολογηθέντα στην Cooper, πιο πάνω.

Η έννοια της υποβόσκουσας αμφιβολίας υιοθετήθηκε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Εφετείου (Βλ. ανάμεσα σ_ άλλα Fournaris v. Republic (1978) 2 C.L.R. 20, 23, Zisimides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 302 και Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).           

Στη Fournaris (πιο πάνω) το θέμα τέθηκε ως εξής:

“We very seldom, indeed, interfere with findings of fact made by a trial Court, when such findings have been based on the credibility of [*370]witnesses; but, we do not hesitate to distrub a verdict of guilty, even when it was reached by a trial Court after assessing the reliability of witnesses, if such verdict appears to us to be so unsatisfactory that there is a lurking doubt left in our minds about its correctness (see, in this respect, inter alia, Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13)”

Σε μετάφραση:

“Πράγματι πολύ σπάνια επεμβαίνουμε σε ευρήματα γεγονότων που κάμνουν τα πρωτόδικα δικαστήρια οσάκις αυτά  τα ευρήματα είχαν βασισθεί επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.   Ωστόσο δεν διστάζουμε να παραμερίσουμε μια καταδικαστική ετυμηγορία, έστω και αν ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων αν μια τέτοια ετυμηγορία μας φαίνεται τόσο ανεπαρκής που να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία στο μυαλό μας σε σχέση με την ορθότητά της (Βλ. σχετικά, ανάμεσα σ’ άλλα, Koutras v. Republic (1976) 2 C.L.R. 13)”

Στην Katsiamalis (πιό πάνω), μετά  από επισκόπηση της σχετικής νομολογίας - Lambrou v. Republic (1962) C.L.R. 295, 297, Soulis v. Police (1973) 2 C.L.R. 68, 70, Constantinides και Fasouliotis (πιο πάνω)  - το Εφετείο κατέληξε ως πιο κάτω:

   

“It emerges, however, clearly from the above dicta that this Court is entitled, and duty bound, to intervene when it is of the opinion that findings as to credibility were not reasonably open to the trial Court, even if the trial Court was impressed by the demeanour of the witnesses; and the present case is one of those cases.

.............................................................................................................

In this case, however, the discrepancies are of such a material nature that we cannot say that the appellant could be convicted on the evidence of the three eyewitnesses without, at least, a lurking doubt being entertained in relation to the safety of the verdict.

As it has been put in Djemal v. The Republic (1966) 2 C.L.R. 21, by Vassiliades J., as he then was, this is a matter of cogency of the evidence and we do not find the evidence for the prosecution as regards the commission by the appellant of the offences in question cogent enough to warrant his conviction.”

Σε μετάφραση:

[*371]

“Προκύπτει, όμως, από τα πιο πάνω αποφθέγματα ότι αυτό το δικαστήριο έχει δικαίωμα και καθήκο να επέμβει οσάκις έχει τη γνώμη ότι ευρήματα ως προς την αξιοπιστία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά στο πρωτόδικο δικαστήριο, έστω και αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εντυπωσιασθεί από την συμπεριφορά των μαρτύρων και η παρούσα υπόθεση είναι μια από εκείνες τις υποθέσεις.

.............................................................................................................

Στην παρούσα υπόθεση, όμως, οι αντιφάσεις είναι τέτοιας σημαντικής φύσεως που δεν μπορούμε να πούμε ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να καταδικαστεί με βάση την μαρτυρία των τριών αυτόπτων μαρτύρων χωρίς, τουλάχιστο, να πλανάται υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ασφάλεια της ετυμηγορίας.

Όπως το έχει θέσει ο Βασιλειάδης, Δ., όπως ήταν τότε, στην Djemal v. Republic (1966) 2 C.L.R. 21, αυτό αποτελεί ζήτημα πειστικότητας της μαρτυρίας και δεν βρίσκουμε την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής που σχετίζεται με τη διάπραξη των αδικημάτων από τον εφεσείοντα αρκετά πειστική για να δικαιολογεί την καταδίκη του.”

      

(Βλ. επίσης Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224, 235, 236, 237).

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη:

(α)  Όλες τις πιο πάνω επισημάνσεις και παρατηρήσεις μας σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας του Γιακουμή και του Δημητρίου.

(β)  Την εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρα Φινόπουλου.

Υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρούμε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας των πιο πάνω δύο μαρτύρων δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό έστω και αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εντυπωσιασθεί από τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται σε μεγάλη έκταση στα όσα κατέθεσε ο Δημητρίου.  Σημείωσε, επίσης, ότι η μαρτυρία του Γιακουμή έχει κεντρική θέση στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.  Από την εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας προκύπτει σα[*372]φώς ότι χωρίς την μαρτυρία των πιο πάνω δύο μαρτύρων δεν θα ήταν δυνατή η καταδικαστική ετυμηγορία.

Τα όσα έχουμε επισημάνει και παρατηρήσει πιο πάνω ήταν τόσο σημαντικά σε βαθμό που δεν μπορούμε να πούμε ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να καταδικαστεί με βάση τη μαρτυρία των Γιακουμή και Δημητρίου χωρίς να πλανάται τουλάχιστον μια υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ασφάλεια της καταδικαστικής ετυμηγορίας.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει.  Η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.

Η�έφεση επιτρέπεται. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο