Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Pένου Kώστα Kυριάκου και Άλλου (2001) 2 ΑΑΔ 373

(2001) 2 ΑΑΔ 373

[*373]24 Μαΐου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείων,

v.

1. ΡΕΝΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

2. ΜΙΧΑΛΗ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΟΥΚΑ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7084)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Άρνηση εκδόσεώς του ― Διακριτική ευχέρεια ― Εσφαλμένη άσκησή της ― Το Κακουργιοδικείο δεν στάθμισε στο σωστό πλαίσιο ιδιαιτέρως σχετικούς παράγοντες ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Εκκρεμείς υποθέσεις ― Η εκκρεμότητα υποθέσεων εναντίον κατηγορουμένου, αποτελεί παράγοντα που, όπως οι προηγούμενες καταδίκες του, μπορεί να συνσταθμιστεί.

Στην υπόθεση αυτή το Κακουργιοδικείο απέρριψε αίτημα για προσωποκράτηση των εφεσιβλήτων μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης.  Οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι αντιμετώπιζαν κατηγορία εμπρησμού, αφέθηκαν ελεύθεροι υπό όρους.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε ορθά αφού κρίθηκε ότι το κύριο κριτήριο της διασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη είναι ανεξάρτητο από τη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και το ύψος της ποινής η οποία δυνατόν να επιβληθεί.  Η προσέγγιση αυτή είναι εσφαλμένη.  Είναι σταθερά νομολογημένο πως ο κίνδυνος να μη εμφανιστεί ο κατηγορούμενος εκτιμάται κατ’ εξοχήν με αναφορά στα πιο πάνω [*374]κριτήρια.

2.  Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι "πιθανολογείται κατ’ αρχή καταδίκη" και ότι το αδίκημα είναι σοβαρό, ιδιαίτερα λόγω του γεγονότος ότι οι εφεσίβλητοι είχαν προηγούμενες καταδίκες για αδικήματα εναντίον περιουσίας, έπρεπε να οδηγήσει σε έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης των εφεσιβλήτων.

3.  Υπό το φως των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, στο πλαίσιο των αρχών που θεμελιώθηκαν, ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος μη προσέλευσης των εφεσιβλήτων κατά τη δίκη τους.

4.  Το Κακουργιοδικείο διέπραξε σφάλμα όταν δεν επέτρεψε στην Κατηγορούσα Αρχή να αναφερθεί σε εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις εναντίον των εφεσιβλήτων, λόγω του τεκμηρίου της αθωότητας.

Η έφεση επιτράπηκε. Οι εφεσίβλητοι διατάχθηκαν να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,

Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,

Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλάμπους (1997) 2 Α.Α.Δ. 431,

Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139.

Έφεση κατά απόφασης για απόλυση καταδίκων υπό όρους.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 4070/01, ημερομηνίας 5/3/01, με την οποία απορρίφθηκε η εισήγησή του για κράτηση υποδίκων οι οποίοι κατηγορήθηκαν για το αδίκημα του εμπρησμού, κατά παράβαση του Άρθρου 315 του Ποινικού Κώδικα και οι οποίοι αφέθησαν ελεύθεροι, υπό όρους.

Χ. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

[*375]Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους.

Οι Εφεσίβλητοι Παρόντες

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι παραπέμφθηκαν για δίκη από το Κακουργιοδικείο για το αδίκημα του εμπρησμού.  Η ακρόαση ορίστηκε για τις 28.5.2001 και η Κατηγορούσα Αρχή εισηγήθηκε την κράτησή τους στο μεταξύ.  Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τις θέσεις των εφεσιβλήτων και τους άφησε ελεύθερους υπό όρους.  Ο Γενικός Εισαγγελέας ασκώντας δικαίωμα που  παρέχει πλέον ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 14.(Ι)/2001, εφεσιβάλλει την απόφαση.

Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες και παρέπεμψε.  Ορθά σημειώνει πως ο κανόνας ότι οι υπόδικοι αφήνονται ελεύθεροι κάμπτεται μόνο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι. Διακρίνουμε όμως ένα σοβαρό, όπως το αποτιμούμε, σφάλμα στην προσέγγισή του σε σχέση με τις αρχές που θεμελιώθηκαν, το οποίο οδήγησε σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής του εξουσίας. Έκρινε ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται “με βάση ορισμένα καθιερωμένα κριτήρια” και παρέθεσε μερικά απ΄αυτά, ενδεικτικά.  Ανέφερε ως το κύριο “το κατά πόσο ο κατηγορούμενος θα παρουσιαστεί ή όχι στη δίκη του” και ως ανεξάρτητα, αυτοτελή δηλαδή, τη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης του κατηγορούμενου όπως αυτή μπορεί να προβλεφθεί από το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και την ποινή η οποία δυνατόν να επιβληθεί.

Δεν είναι ορθή αυτή η ταξινόμηση.  Δεν είναι ασύνδετα τα πιο πάνω.  Είναι σταθερά νομολογημένο πως ο κίνδυνος να μην εμφανιστεί ο κατηγορούμενος εκτιμάται κατ΄εξοχήν με αναφορά στη φύση του αδικήματος, την πιθανότητα της καταδίκης και το ύψος της επιβληθησόμενης ποινής.

Ο κ. Χαραλάμπους επικαλέστηκε ως προς αυτό τις υποθέσεις Χαραλάμπους v.  Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χ”Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδη v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, [*376]Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Γενικός Εισαγγελέας v. Χαραλάμπους (1997) 2 Α.Α.Δ. 431 και Θεοδωρίδης κ.ά. v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139.

Στη Χ”Δημητρίου (ανωτέρω) βρίσκουμε τη συνολική θεώρηση του θέματος.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Νικολάου Δ.:

“Καθίσταται εδώ πρώτα αναγκαία η αναδρομή στα όσα καθοδηγητικά εκτίθενται στη νομολογία σχετικά με την άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής εξουσίας. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι οι R. v. Solomonides XIV C.L.R. 127, Λαζαρίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 105, Rodosthenous and another v. The Police (1961) C.L.R. 50, Loukaides and Others v. The Police (1988) 2 C.L.R. 119, Καραγιώργης και Άλλος v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, (1996) 2 Α.Α.Δ. 15, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Savva and Another (No.2) v. The Police (1977) 2 C.L.R. 292 και Papakleovoulou v. The Police (1978) 2 C.L.R. 446. Έπειτα, αφού τα συνοψίσουμε σε συστηματοποιημένη μορφή, θα προσθέσουμε και μία πτυχή που δεν φαίνεται να απασχόλησε κατ’ έφεση προηγουμένως. Πρόκειται για τη δυνατότητα επενέργειας της χρονικής διάστασης της εκκρεμοδικίας με ροπή αντίθετη προς την κράτηση.

Ως ζήτημα γενικής αρχής, συνταγματικά κατοχυρωμένης, ο υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος εφόσον, όπου τίθενται όροι προορισμένοι να συμβάλουν στην προσέλευσή του, προβαίνει σε συμμόρφωση.  Το ενδεχόμενο κράτησης εξετάζεται με αναφορά προς την ύπαρξη οποιουδήποτε από τους εξής κινδύνους:

α) τη μη προσέλευση στο δικαστήριο.

β) τη διάπραξη στο μεταξύ άλλων αδικημάτων, και

γ) τον επηρεασμό μαρτύρων.

Η πρόβλεψη αναφορικά με την ύπαρξη και την αποτίμηση τέτοιων κινδύνων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της.

Τα στοιχεία που είναι σχετικά συμπεριλαμβάνουν την προηγούμενη προσέλευση ή μη προσέλευση όπως και την εκδήλωση προθέ[*377]σεων για το μέλλον, την ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για παρόμοια αδικήματα σε συνάρτηση με τη φύση τους, την πιθανολόγηση περί της ήδη διάπραξης στο μεταξύ και άλλων αδικημάτων, και την προσπάθεια ή την εκδήλωση διάθεσης επηρεασμού μαρτύρων.

Έπειτα, οι εγγενείς ενδείξεις είναι τρεις.  Τις μνημονεύσαμε ήδη με αναφορά προς τα ερείσματα της εκκαλούμενης απόφασης.  Πρόκειται για (α) τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται οι κατηγορίες (β) την εκτίμηση ότι το διαθέσιμο αποδεικτικό υλικό καθιστά πιθανή την καταδίκη και (γ) την αυστηρότητα της επιβληθησόμενης ποινής. Η εικόνα που προκύπτει κατόπιν αποτίμησης και συσχετισμού αυτών των ενδείξεων, θεμελιώνει - υπό την αίρεση πάντοτε του συνυπολογισμού και κάποιου άλλου συγκεκριμένου στοιχείου - την πρόβλεψη για προσέλευση ή μη του υπόδικου.  Ιδιαίτερο σχόλιο χρειάζεται μόνο για το πως αντικρύζεται η δεύτερη ένδειξη.  Η πιθανολόγηση περί καταδίκης αποτελεί κατ΄αρχήν εγχείρημα που δεν περιορίζεται σε μόνο ό,τι εκφράζεται από το γεγονός της παραπομπής στο Κακουργιοδικείο το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη μαρτυρίας η οποία ανάλογα με τη δεκτότητα και την αξιολόγησή της, θα μπορούσε να κατατείνει προς ενοχή.  Έτσι, το δικαστήριο που εξετάζει ζήτημα κράτησης υπόδικου λαμβάνει υπόψη και την ισχύ της μαρτυρίας όπου προσφέρεται στην όψη της αυτή η δυνατότητα.  Ωστόσο ό,τι εκφράζεται και από μόνο το γεγονός της παραπομπής δεν είναι εντελώς χωρίς συμπερασματική αξία και συνυπολογίζεται: βλ. την υπόθεση Papakleovoulou (ανωτέρω). Εξ άλλου, το ίδιο συνεκτιμάται, στο πλέγμα του συνόλου των ενδείξεων και το ότι η διαθέσιμη μαρτυρία δεν αποκλείει κάθε λογική προσδοκία για αθώωση: βλ. την υπόθεση Savva and another (No.2) (ανωτέρω).

Η πρόβλεψη περί του ενδεχομένου κινδύνου που παρέχει έδαφος για την κράτηση δεν εξαντλεί κατ’ ανάγκη τα όρια εξέτασης του ζητήματος.  Μπορεί κατά περίπτωση να συντρέχουν και άλλοι σχετικοί παράγοντες που θα πρέπει να προσμετρηθούν.  Ένας από αυτούς είναι η πιθανότητα παρακώλησης στην ετοιμασία της υπεράσπισης εξ αιτίας της κράτησης: βλ. τις υποθέσεις Savva and another (No.2) και Καραγιώργης και Άλλος (ανωτέρω). Οι προσωπικές περιστάσεις επίσης μπορεί να ληφθούν υπόψη παρόλον που, καθώς υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Βασιλείου (ανωτέρω), “δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης”.  Αυτό όμως επέρχεται κατά τη στάθμιση.  Άλλος παράγοντας - που δεν απασχόλησε μέχρι τώρα και δεν απαντάται στη νομολογία - είναι ο χρόνος κράτησης.  Το [*378]μήκος του πρέπει να σταθμίζεται έναντι του βαθμού της πρόβλεψης του ενδεχομένου που προορίζεται να αποτελέσει το έρεισμα για κράτηση.”

Σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, όπως αυτές συνοψίστηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, οι εφεσίβλητοι, περί την 4.25π.μ. της 15.2.01 θεάθηκαν να απομακρύνονται τρέχοντας από το καπαρέ Blue Pearl στη Λεμεσό στο οποίο αμέσως προηγουμένως εξεράγει πυρκαγιά.  Ο πρώτος ήταν ημίγυμνος και ο δεύτερος κρατούσε πλαστικό παγούρι. Στο χώρο του καπαρέ βρέθηκε δεύτερο πλαστικό παγούρι που φέρεται να περιείχε εύλεκτη ύλη και σε μικρή απόσταση από το σημείο του κατ΄ισχυρισμόν εμπρησμού εντοπίστηκε αυτοκίνητο, το οποίο, πάντα σύμφωνα με την μαρτυρία, βρισκόταν υπό την κατοχή του πρώτου εφεσίβλητου.  Μέσα σ΄αυτό βρέθηκε κάλτσα που φέρεται να μύριζε εύλεκτη ύλη και στο χώρο του καπαρέ βρέθηκε αναπτήρας στον οποίο εντοπίστηκε γενετικό υλικό του πρώτου εφεσίβλητου.  Σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την έκρηξη της πυρκαγιάς, στις 4.45π.μ. της 15.2.01, οι δύο εφεσίβλητοι εντοπίστηκαν σε εστιατόριο κοντά στο καπαρέ και συνελήφθηκαν. 

Το Κακουργιοδικείο, επομένως, διαπίστωσε ότι, “πιθανολογείται κατ΄αρχή καταδίκη”. Περαιτέρω δε, όπως το έθεσε, το αδίκημα “εξεταζόμενο και κάτω από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή φαίνεται να είναι σοβαρό, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι οι κατηγορούμενοι έχουν και προηγούμενες καταδίκες για αδικήματα εναντίον περιουσίας”. Για την ακρίβεια, για το κακούργημα του εμπρησμού, το οποίο περιλαμβάνεται στα σοβαρότερα του Ποινικού Κώδικα, το αρ. 315 προβλέπει ποινή φυλάκισης διά βίου.

Εν τούτοις, το Κακουργιοδικείο θεώρησε πως “δεν υπάρχει οτιδήποτε το ιδιαίτερο που να εντάσσει την παρούσα περίπτωση στις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα που ήδη αναφέραμε”. Ο,τιδήποτε δηλαδή, “το συγκεκριμένο που να δείχνει ότι δυνατό να αποφύγουν οι κατηγορούμενοι να εμφανιστούν στο Δικαστήριο κατά τη δίκη τους”. Ο κ.Ευσταθίου υποστήριξε ως ορθή αυτή την προσέγγιση αλλά, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε.  Το Κακουργιοδικείο διέπραξε σφάλμα αρχής και υπό την επίδρασή του άσκησε τη διακριτική του εξουσία χωρίς να σταθμίσει στο σωστό πλαίσιο ιδιαιτέρως σχετικούς παράγοντες.  Η φύση του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης και η επιβληθησόμενη ποινή κατ΄επανάληψη κρίθηκαν ως στοιχεία που δικαιολογούσαν την κράτηση υποδίκων και η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να παραμεριστεί.  Υπό το φως των δεδομένων, στο πλαίσιο των αρχών που θεμε[*379]λιώθηκαν, ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος μη προσέλευσης των εφεσιβλήτων κατά τη δίκη τους και θα αντικατασταθεί με διαταγή για κράτησή τους.

Συζητήθηκαν ενώπιόν μας και περαιτέρω ζητήματα σε σχέση με το χειρισμό του Κακουργιοδικείου όταν η κατηγορούσα αρχή επιχείρησε να αναφερθεί σε 6 άλλες ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον των εφεσιβλήτων. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε την εισήγηση της υπεράσπισης πως ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας δεν έπρεπε να επιτραπεί αναφορά σ΄αυτές. Επειδή δεν ήταν αποδεδειγμένο πως είχαν πράγματι διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν. Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε ούτε αυτή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Όχι μόνο η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών αλλά και η εκκρεμότητα άλλων ποινικών υποθέσεων αποτελούν παράγοντα που μπορεί να συνσταθμιστεί. Βρίσκουμε ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Χ”Δημητρίου (ανωτέρω), στην Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) στην οποία έγινε αναφορά και σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στη Σιακαλλής (ανωτέρω).

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάζουμε την κράτηση των εφεσιβλήτων μέχρι τις 28.5.2001.

Η�έφεση επιτρέπεται. Οι εφεσίβλητοι διατάσσονται να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους.


 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο