Xριστοφόρου Nεόφυτος και Άλλος ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 415

(2001) 2 ΑΑΔ 415

[*415]14 Ιουνίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 7112)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΗ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 7113)

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7112, 7113)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Διακριτική ευχέρεια ― Παράγοντες που εξετάζονται ― Βασικός παράγων είναι η μη προσέλευση του κατηγορουμένου στη δίκη ― Στάθμιση όλων των παραγόντων από το εκδικάζον Δικαστήριο μέσα στα νόμιμα πλαίσια ― Το Εφετείο δεν επενέβη.

Οι εφεσείοντες που αντιμετώπιζαν κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου και παράνομη κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο, διατάχθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη δίκη τους από το Κακουργιοδικείο.

Οι παρούσες εφέσεις έχουν σαν αντικείμενο τα σχετικά διατάγματα προσωποκράτησης των εφεσειόντων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Δικαστήριο κατά την εξέταση του ενδεχόμενου κράτησης κατηγορουμένου, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη οποιουδήποτε από τους εξής κινδύνους:

α) τη μη προσέλευση στο Δικαστήριο,

β) τη διάπραξη στο μεταξύ άλλων αδικημάτων, και

γ)  τον επηρεασμό μαρτύρων.

     Κατά τον υπολογισμό της πιθανότητας προσέλευσης στο Δικαστήριο εξετάζεται η σοβαρότητα του αδικήματος, το ύψος της προβλε[*416]πόμενης ποινής και η πιθανολόγηση καταδίκης.

2.  Όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο του υπόδικου να αποφύγει τη δίκη.

3.  Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν αποτελεί από μόνη της κριτήριο αλλά πρέπει να συνσταθμίζεται μαζί με τα άλλα σχετικά κριτήρια.

4.  Το Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων και δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Παφίτη (1997) 2 Α.Α.Δ. 404,

Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,

Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139.

Έφεση εναντίον διατάγματος κράτησης.

Έφεση από τους κατηγορούμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 12250/01, ημερομηνίας 24/5/01, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή τους μέχρι την παραπομπή τους σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν.

Σ. Πατσαλίδης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7112.

Στ. Παύλου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση�Αρ. 7113.

Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Φρ. Νικολαΐδη

[*417]ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 24.5.2001 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού παρέπεμψε τους δύο εφεσείοντες σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνέλθει στις 2.7.2001.  Ταυτόχρονα διέταξε την κράτησή τους μέχρι τη δίκη. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι δύο εφεσείοντες είναι συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄ και παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. 

Με τις παρούσες εφέσεις  προσβάλλεται η απόφαση για κράτησή τους.  Και οι δύο εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η σοβαρότητα του αδικήματος δεν είναι από μόνη της αρκετή για να δικαιολογηθεί η κράτηση, ενώ ο εφεσείων στην Ποιν. Εφ. 7112 (στο εξής «ο πρώτος εφεσείων») ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι προσωπικές του συνθήκες και ιδιαίτερα το γεγονός ότι άλλοι δύο κατηγορούμενοι δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, συνηγορούσαν υπέρ της απόλυσής του, ενώ η κράτηση του στερεί τη δυνατότητα ορθής ετοιμασίας της υπεράσπισής του.

Ο εφεσείων στην ποινική έφεση 7113 (στο εξής «ο δεύτερος εφεσείων»), ισχυρίστηκε ότι η μαρτυρία εναντίον του είναι ισχνή και επομένως η πιθανολόγηση καταδίκης είναι αμυδρή, ενώ το γεγονός ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου και παρουσιάστηκε αυτοβούλως στην αστυνομία, θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν.  Κατέληξε ότι η απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.

 

Αναφορικά με την εισήγηση ότι δεν εδικαιολογείτο η πιθανολόγηση καταδίκης του δεύτερου εφεσείοντα θεωρούμε πως θα ήταν εν προκειμένω χρήσιμο να συνοψίσουμε την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής, για να γίνει κατανοητή η προσέγγιση του παραπέμποντος δικαστηρίου. Η υπόθεση όπως παρουσιάστηκε βασίζεται στις καταθέσεις του υπαστυνόμου Νίκου Νίκου και των άλλων μελών της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών που έλαβαν μέρος στην όλη επιχείρηση.  Στις 8.5.2001, ύστερα από πληροφορίες, το αυτοκίνητο του πρώτου εφεσείοντα στο οποίο επέβαιναν αμφότεροι σταμάτησε σε χώρο στάθμευσης παρά την οδό Ακαδημίας. Πριν κατεβούν από το αυτοκίνητο ο πρώτος μισάνοιξε με τον εσωτερικό μοχλό το χώρο αποσκευών.  Στη συνέχεια  κατευθύνθηκαν προς γειτονικό περίπτερο.  Μετά την πάροδο 2 – 3 λεπτών εισήλθε στο χώρο στάθμευσης άλλο αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν δύο πρόσωπα.  Ενώ ο οδηγός μιλούσε στο κινητό του τηλέφωνο, ο άλλος κατέβηκε και αφού άνοιξε το χώρο αποσκευών του οχήματος των εφεσειόντων, τοποθέτησε σ’ αυτό μια τσάντα.  Στη συνέχεια γύρισε προς το μέρος των εφεσειόντων, οπότε και αντάλλαξε νόημα ή χαιρετισμό με τον δεύτερο [*418]εφεσείοντα που επίσης εκείνη τη στιγμή χρησιμοποιούσε το τηλέφωνό του.  Τα δύο πρόσωπα αναχώρησαν, ενώ οι δύο εφεσείοντες έμειναν στη σκηνή 5 - 6 λεπτά κουβεντιάζοντας.  Αργότερα, ενώ ο πρώτος εφεσείων επέστρεψε στο αυτοκίνητο, ο δεύτερος απομακρύνθηκε με τα πόδια.  Μόλις ο πρώτος εφεσείων κάθησε στη θέση του οδηγού, η αστυνομία έκανε την εμφάνισή της. Έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε στο χώρο αποσκευών την ύπαρξη της τσάντας, μέσα στην οποία βρέθηκε ένα κιβώτιο παπουτσιών και μέσα σ΄ αυτό ξηρή φυτική ύλη που αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν κάνναβη, βάρους 333.76 γραμμαρίων τυλιγμένη σε νάϋλον σακούλα.  Ο πρώτος εφεσείων συνελήφθηκε στη σκηνή, ενώ ο δεύτερος παρουσιάστηκε αυτόβουλα, όταν πληροφορήθηκε ότι τον αναζητούσε η αστυνομία.

Οι αρχές που διέπουν την κράτηση υπόπτων μέχρι τη δίκη τους έχουν επανειλημμένα εκτεθεί. Έγινε συνολική θεώρησή τους στην υπόθεση Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, 48, 49, όπου υποδείχθηκε ότι το ενδεχόμενο κράτησης εξετάζεται με αναφορά προς την ύπαρξη οποιουδήποτε από τους εξής κινδύνους:

α) τη μη προσέλευση στο δικαστήριο,

β) τη διάπραξη στο μεταξύ άλλων αδικημάτων, και

γ)  τον επηρεασμό μαρτύρων.

Κατά τον υπολογισμό της πιθανότητας προσέλευσης στο δικαστήριο εξετάζεται η σοβαρότητα του αδικήματος, το ύψος της προβλεπομένης ποινής και η πιθανολόγηση καταδίκης.

Όπως τονίστηκε επανειλημμένα, η πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη είναι ο βασικός παράγοντας που εξετάζεται, όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται του ενδεχόμενου κράτησής του (Γενικός Εισαγγελέας ν. Παφίτη (1997) 2 Α.Α.Δ. 404, 407, και Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 133). 

Η διακριτική ευχέρεια ανήκει στο παραπέμπον δικαστήριο και όχι στο Εφετείο.  Κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας είναι ακριβώς η εξασφάλιση της προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη. 

Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139, όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο του υπόδικου να αποφύγει τη δίκη. Άλλος παράγοντας που προσμετρά στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, είναι η δύναμη της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής, όπως αυτή διαφαίνεται από τις καταθέσεις των [*419]μαρτύρων κατηγορίας. 

Δεν θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στην πλούσια πράγματι νομολογία που διέπει το θέμα.  Οι αρχές έχουν εκτεθεί επανειλημμένα και κανένας πρακτικός σκοπός δεν θα εξυπηρετηθεί με την επανάληψή τους.

Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν θα πρέπει να απομονώνεται.  Δεν αποτελεί από μόνη της κριτήριο.  Συνιστά ένα παράγοντα κατά την εξέταση της πιθανολόγησης της προσέλευσης κατηγορούμενου στη δίκη του.  Εν πάση περιπτώσει δεν είναι ορθό το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στήριξε την απόφασή του μόνο στη σοβαρότητα του αδικήματος. Συνεκτιμώντας όλες τις περιστάσεις κατέληξε ότι θα ήταν προτιμότερο οι δύο κατηγορούμενοι να παραμείνουν υπό κράτηση.  Ο κίνδυνος να προσπαθήσουν να αποφύγουν να παρουσιαστούν κατά τη δίκη τους ήταν κατά το Δικαστήριο ορατός. 

Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι δεν συμφωνούμε με το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνήγορου του δεύτερου εφεσείοντα ότι η πιθανολόγηση καταδίκης του, λόγω της ισχνότητας της μαρτυρίας, είναι αμυδρή.  Χωρίς να μπούμε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, κάτι που δεν είναι εν πάση περιπτώσει επιτρεπτό στο παρόν στάδιο, πιστεύουμε ότι εν όψει της κατάθεσης, ιδίως του υπαστυνόμου Νίκου, η πιθανολόγηση καταδίκης του δεν μπορεί να θεωρηθεί αμυδρή, κι’ αυτό χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι αξιολογούμε το βάρος το οποίο θα πρέπει να δοθεί στη συγκεκριμένη μαρτυρία.

Όσον αφορά τον πρώτο εφεσείοντα δεν συμφωνούμε ότι οι προσωπικές του συνθήκες και ιδίως το γεγονός ότι οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, δικαιολογούν διαφορετική αντιμετώπιση. Ούτε ο ισχυρισμός για στέρηση της δυνατότητας υπεράσπισής του  είναι βάσιμος.  Ο πρώτος εφεσείων θα έχει κάθε ευκαιρία να συναντάται με το δικηγόρο του και είμαστε σίγουροι ότι θα του παρασχεθεί γι’ αυτό κάθε δυνατή διευκόλυνση.

 

Επιστρέφοντας στον δεύτερο εφεσείοντα, κρίνουμε ότι το Δικαστήριο, όπως και στην περίπτωση του πρώτου, ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και δεν βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε. Το γεγονός ότι ο εφεσείων έχει λευκό ποινικό μητρώο και ότι παρουσιάστηκε αυτοβούλως στην αστυνομία δεν δικαιολογεί το επιχείρημα ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα. 

Δεν παραγνωρίζουμε ούτε την αρχή ότι οι κατηγορούμενοι είναι [*420]αθώοι μέχρι απόδειξης πέραν πάσης αμφιβολίας της ενοχής τους από αρμόδιο δικαστήριο, ούτε και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της ελευθερίας των πολιτών. Όμως η στάθμιση των σχετικών παραγόντων έγινε μέσα στα νόμιμα πλαίσια.  Τέλος δε συμφωνούμε ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας.

Κάτω από τις περιστάσεις δεν βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε και συνεπώς οι εφέσεις θα πρέπει να απορριφθούν.  Και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.

Η�έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο