(2001) 2 ΑΑΔ 432
[*432]18 Ιουνίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7117)
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Ενδεχόμενο μη εμφάνισης κατηγορουμένου στη δίκη και διάπραξης άλλων αδικημάτων ― Πιθανότητα καταδίκης ― Βεβαρυμένο ποινικό μητρώο ― Βρίσκονταν υπό διερεύνηση άλλες δύο υποθέσεις εναντίον του κατηγορουμένου για ναρκωτικά ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Ναρκωτικά ― Κατά πόσο η συνοπτική εκδίκαση υποθέσεων για ναρκωτικά, συνιστά μετριαστικό παράγοντα κάθε υπόθεσης κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους.
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Ενδεχόμενο διάπραξης άλλων αδικημάτων ― Κατά πόσο πρέπει να είναι της ίδιας φύσης με το υπό εκδίκαση αδίκημα.
Ο εφεσείων, ο οποίος είχε παραπεμφθεί σε δίκη στο Κακουργιοδικείο για κατοχή κάνναβης με σκοπό την προμήθειά της σε τρίτο πρόσωπο, και για χρήση κάνναβης, διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του, λόγω της πιθανότητας να μη εμφανιστεί και να διαπράξει άλλα αδικήματα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:
α) Τα αδικήματα που διέπραξε δεν ήταν τόσο σοβαρά.
β) Δεν υπήρχε πιθανότητα καταδίκης του σε σχέση με τη σοβαρότερη από τις κατηγορίες, λόγω έλλειψης μαρτυρίας.
[*433]Αποφασίστηκε ότι:
1. Η συνοπτική εκδίκαση υποθέσεων για ναρκωτικά, δεν συνιστά αυτοτελή παράγοντα ο οποιος αφ’ εαυτού υποβιβάζει τη σοβαρότητα κάθε υπόθεσης κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά της σε τρίτο. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Γεν. Εισ. Δημοκρατίας ν. Γεωργίου, άλλως Παφίτη.
2. Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, δεν έχει τεκμηριωθεί σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε σε σχέση με την αναφορά του στην πιθανότητα καταδίκης σε όλες τις κατηγορίες.
Το αδίκημα που πιθανολογείται δεν πρέπει να είναι της ίδιας φύσης με το υπό εκδίκαση.
3. Η εισήγηση για έλλειψη απαραίτητων λεπτομερειών σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα για ναρκωτικά, είναι αβάσιμη.
4. Δεν διαπιστώθηκε σφάλμα αρχής σε σχέση με τα κριτήρια στη βάση των οποίων επιτρέπεται παρέκκλιση από τον κανόνα ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να αφήνεται ελεύθερος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373,
Γεν. Εισ. Δημοκρατίας ν. Γεωργίου άλλως Παφίτη (1997) 2 Α.Α.Δ. 404,
Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,
Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,
Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,
Rodosthenous a.o.v. Police (1961) C.L.R. 50.
Έφεση κατά διατάγματος κράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 12253/01, ημερομηνίας 25/5/01, με την οποία έκρινε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος παραπέμφθηκε σε δίκη από Κακουργιοδικείο για αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών [*434]Νόμου του 1977, Ν.29/77, όπως τροποιήθηκε, υπήρχε κίνδυνος να μην εμφανισθεί και διέταξε την κράτησή του ως την ημέρα της συνεδρίας του Κακουργιοδικείου στις 2/7/01.
Ν. Νικολαΐδης και Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 25.5.01 ο εφεσείων παραπέμφθηκε για δίκη από Κακουργιοδικείο για αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77 όπως τροποποιήθηκε). Αφορούσαν στην κατοχή 101.522 γρ. του φυτού κάνναβης και στην κατοχή της με σκοπό την προμήθειά της σε τρίτο πρόσωπο. Επίσης σε κάπνισμα φυτού κάνναβης.
Η κατηγορούσα αρχή πρότεινε λόγους για τους οποίους δεν θα έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος ο εφεσείων ως την ημέρα της συνεδρίας του Κακουργιοδικείου, τη 2.7.01. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τις δυο πλευρές, αναφέρθηκε στη νομολογία σε σχέση με τις αρχές και έκρινε πως διαφαινόταν κίνδυνος να μή εμφανιστεί ο εφεσείων. Επομένως, ότι δικαιολογείτο η κράτησή του. Σημείωσε ως πρόσθετο, ανεξάρτητο λόγο, την πιθανότητα να διέπραττε και άλλα αδικήματα, αν αφηνόταν ελεύθερος.
Εφεσιβάλλεται η απόφαση σε σχέση και με τις δυο πτυχές. Διατυπώθηκε και λόγος έφεσης σε σχέση με την επίδραση του παράγοντα του χρονικού διαστήματος από την ημέρα της παραπομπής ως τη συνεδρία του Κακουργιοδικείου αλλά αυτός αποσύρθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης.
Δέχεται ο εφεσείων πως τα αδικήματα που φέρεται να διέπραξε, ιδίως το δεύτερο για το οποίο προβλέπεται ποινή ισόβιας φυλάκισης, είναι ιδιαιτέρως σοβαρά. Επίσης, με αναφορά και στην εντελώς πρόσφατη απόφασή μας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρένου Κώστα Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373 δεν αμφισβητεί πως η σοβαρότητα των αδικημάτων, η πιθανότητα καταδίκης γι’ αυτά και το ύψος της ποινής που προβάλλει ως ενδεχόμενη, αποτελούν νόμιμους δείκτες σε [*435]σχέση με τον κίνδυνο να μή εμφανιστεί ο κατηγορούμενος στο δικαστήριο. Υποστηρίζει όμως πως στην προκείμενη περίπτωση δεν ήταν τόσο σοβαρά τα αδικήματα ενόψει της φύσης του ναρκωτικού, της ποσότητάς του και του γεγονότος ότι άλλες υποθέσεις, για τέτοια αδικήματα, όπως σημειώθηκε στη Γεν. Εισ. Δημοκρατίας ν. Γεωργίου, άλλως Παφίτη (1997) 2 Α.Α.Δ. 404, εκδικάζονται από Επαρχιακά Δικαστήρια. Πράγμα που τελικά είχε προσμετρήσει εκεί ως σχετικό.
Περαιτέρω, αμφισβήτησε την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης του σε σχέση με τη σοβαρότερη από τις κατηγορίες. Όση αξία και αν θα μπορούσε να προσδοθεί, κάτω από τις περιστάσεις, στο γεγονός της παραπομπής του σε δίκη ενόψει της Χ‘Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, έλειπε μαρτυρία που θα ήταν δυνατό να στοιχειοθετήσει πρόθεση προμήθειας των ναρκωτικών σε τρίτο.
Ο εφεσείων είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Συγκεκριμένα, παρά το νεαρό της ηλικίας του όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε καταδικαστεί σε τρεις ποινικές υποθέσεις για αδικήματα που σχετίζονταν, κατά κύριο λόγο, με την άσκηση σωματικής βίας. Επιπλέον, ήταν δεκτό πως βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο η διερεύνηση άλλων δυο υποθέσεων εναντίον του, για ναρκωτικά. Ήταν αυτά που, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έδειχναν πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος, ακόμα και διαφορετικής φύσης, και είναι η εισήγηση του εφεσείοντα πως έσφαλε. Κατά το πρώτο σκέλος της η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος άλλης φύσης, είναι άσχετη. Κατά το δεύτερο, ενώ δεν αμφισβητεί ότι ενόψει της νομολογίας στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή ν. Δημοκρατία (1997) 2 Α.Α.Δ. 130) η ύπαρξη υποθέσεων υπό διερεύνηση είναι σχετική όσο και αν αυτές δεν περιέχουν και το στοιχείο της εμπορίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε γιατί δεν ζήτησε διευκρινίσεις αναφορικά με λεπτομέρειες, ιδίως την ποσότητα των ναρκωτικών στα οποία αφορούσαν οι υπό διερεύνηση υποθέσεις. Επίσης επειδή, ουσιαστικά, με το χειρισμό του εναπόθεσε στον εφεσείοντα σχετικό βάρος απόδειξης.
Ο κ. Μαππουρίδης ήταν ιδιαιτέρως σύντομος. Υιοθέτησε ως ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε όλα τα σημεία και εισηγήθηκε την απόρριψη της έφεσης.
Στην υπόθεση Γεωργίου άλλως Παφίτη (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε την αναφορά του Κακουργιοδικείου αναφο[*436]ρικά με άλλες υποθέσεις που εκδικάζονταν συνοπτικά αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως, από το σκεπτικό, αυτό αναδεικνύεται ως αυτοτελής παράγων ο οποίος αφ’ εαυτού υποβιβάζει τη σοβαρότητα κάθε υπόθεσης κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά της σε τρίτο. Στην υπόθεση εκείνη προσμέτρησαν σειρά δεδομένων μεταξύ των οποίων το ότι σε άλλη υπόθεση ο κατηγορούμενος είχε εμφανιστεί στο Κακουργιοδικείο ενώ την ίδια μέρα, ενώπιον του ίδιου Κακουργιοδικείου, η Κατηγορούσα Αρχή δεν έφερε ένσταση στην απόλυσή του σε σχέση με άλλη υπόθεση.
Έχουμε ενώπιόν μας τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και εκείνη του εφεσείοντα. Ο εφεσείων φέρεται να κατελήφθη επ’ αυτοφώρω στο σπίτι του ενώ μπροστά του, σε ένα τραπέζι, δίπλα από τα ναρκωτικά, υπήρχε ζυγαριά ακριβείας και τεμάχια ασημόχαρτου με ναρκωτικά σ’ αυτά. Στη γραπτή του κατάθεση ο εφεσείων φέρεται να παραδέχθηκε ότι αγόρασε τα ναρκωτικά από άγνωστό του αλλοδαπό προς £300 και ότι τα μετέφερε στο σπίτι του. Ισχυρίστηκε όμως πως τα ήθελε για δική του χρήση και εξήγησε ότι τη ζυγαριά τη χρησιμοποιούσε για να ελέγχει την ποσότητα που αγόραζε ώστε να μήν το ξεγελούν. Εν προκειμένω, δηλαδή, μετά την αγορά τους από άγνωστο πρόσωπο. Δεν θα αξιολογήσουμε, βέβαια, τη μαρτυρία ούτε θα καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Είναι αρκετό να σημειώσουμε για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας πως δεν έχει τεκμηριωθεί σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε σε σχέση με την αναφορά του στην πιθανότητα καταδίκης και στις τρεις κατηγορίες.
Το επιχείρημα σε σχέση με τη φύση των άλλων αδικημάτων των οποίων πιθανολογείτο η διάπραξη, αναπτύχθηκε με αναφορά στη Σιακαλλή (ανωτέρω). Υποστηρίχθηκε, αν έχουμε αντιληφθεί ορθά, πως η αναφορά στο θέμα εκεί ήταν στο πλαίσιο διαφορετικής εισήγησης που έγινε. Κάθε άλλο. Υποβλήθηκε επί τούτου εισήγηση, πως δηλαδή “το αδίκημα που πιθανολογείται θα πρέπει να είναι του ιδίου είδους με το υπό εκδίκαση” και αυτή απορρίφθηκε ως μή έχουσα έρεισμα στη νομολογία. Με παραπομπή στη Lefkios Christodoulou Rodosthenous and Another v. Τhe Police (1961) C.L.R. 50 από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση και στην οποία ρητά αναφέρεται η πιθανότητα διάπραξης όμοιου ή άλλου αδικήματος.
Αβάσιμη είναι και η εισήγηση για έλλειψη απαραίτητων λεπτομερειών σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, για ναρκωτικά. Η κατηγορούσα αρχή αναφέρθηκε στη φύση των άλλων υποθέσεων, εξήγησε ότι η διερεύνηση βρισκόταν στο τελικό της στάδιο και έδω[*437]σε τους αριθμούς μητρώου εγκλήματος γι’ αυτές. Ηταν συγκεκριμένη λοιπόν η αναφορά. Είναι δε προφανές ότι ο εφεσείων είχε υπόψη τις άλλες υποθέσεις και δεν αμφισβητούσε την ύπαρξή τους. Ο ευπαίδευτος συνήγορός του παρενέβη αναφέροντας πως αφορούσαν σε ελάχιστη ποσότητα. Δεν βρίσκουμε, επομένως, τεκμηριωμένη την εισήγηση πως έλειπαν ουσιώδη στοιχεία. Τα ίδια και σε σχέση με το τελευταίο θέμα. Ότι, δηλαδή, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, μεταφέρθηκε σ’αυτόν βάρος απόδειξης. Επικαλείται το γεγονός ότι μετά την πιο πάνω παρέμβαση του δικηγόρου του, το Δικαστήριο ανέφερε “θα σας δοθεί ο λόγος να συμπληρώσετε εσείς”. Αναφέρθηκε, λοιπόν, ο δικηγόρος και αργότερα, όταν αγόρευε, στη μικρή ποσότητα ναρκωτικών που αφορούσαν οι άλλες υποθέσεις, για να υποστηρίξει πως δεν ήταν τόσο σοβαρές. Και επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όσα είπε ο δικηγόρος, αυτό σήμαινε, κατά την αντίληψη του εφεσείοντα, πως εναποτέθηκε βάρος απόδειξης στους ώμους του. Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτούς τους συλλογισμούς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδήλως ήθελε να αποτρέψει παρεμβάσεις ώστε να αγορεύσει ο κάθε ένας στην ώρα του. Στο τέλος δε, με την αναφορά του στα στοιχεία για τις υπό διερεύνηση υποθέσεις, απλώς είδε το θέμα κάτω από την καλύτερη για τον εφεσείοντα εκδοχή, εκείνη που πρόβαλε ο δικηγόρος του. Ούτε αναφέρθηκε ούτε υπήρξε μετατόπιση βάρους απόδειξης.
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής σε σχέση με τα κριτήρια στη βάση των οποίων επιτρέπεται παρέκκλιση από τον κανόνα ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να αφήνεται ελεύθερος. Ούτε έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος που να επιτρέπει παρέμβασή μας στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο