Ghafari Raymond Elias ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 442

(2001) 2 ΑΑΔ 442

[*442]21 Ιουνίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

RAYMOND ELIAS GHAFARI,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7076)

 

Ποινή ― Εισαγωγή, κατοχή και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου (141.71 γραμμάρια ηρωίνης) με σκοπό την προμήθειά του, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως τροποποιήθηκε ― Παραδοχή, μεταμέλεια και συνεργασία με την Αστυνομία ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης τεσσάρων ετών στην πρώτη κατηγορία και τεσσάρων ετών και έξι μηνών στην τρίτη κατηγορία ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παραδοχή ενοχής και μεταμέλεια ― Δεν συνιστούν μετριαστικούς παράγοντες όταν υπάρχει συντριπτική μαρτυρία για την ενοχή του κατηγορουμένου.

Ποινή ― Καθορισμός ποινής ― Συνοπτική εκδίκαση υποθέσεων δικαιοδοσίας Κακουργιοδικείου ― Το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει, αν τα γεγονότα της υπόθεσης το απαιτούν, ακόμη και το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής που μπορεί να επιβληθεί σε συνοπτική διαδικασία.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ναρκωτικά ― Ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών λόγω της συχνότητας διάπραξης αδικημάτων εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία.

Ποινή ― Έφεση ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου σε έφεση κατά της ποινής.

Ο εφεσείων καταδικάσθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε τρεις κατηγορίες, εισαγωγής, κατοχής και εμπορίας 141.71 γρ. ηρωίνης.  Τα ναρκωτικά βρέθηκαν στην κατοχή του μετά από σωματική έρευνα στην οποία τον είχε υποβάλει η Αστυνομία όταν εντοπίσθη[*443]κε να κινείται ύποπτα έξω από ξενοδοχείο στη Λευκωσία. Έδωσε θεληματική κατάθεση και παραδέχθηκε ότι έφερε τα ναρκωτικά από το Λίβανο για να τα παραδώσει σε κάποιο πρόσωπο μετά από διευθέτηση του προσώπου στον οποίο ανήκαν τα ναρκωτικά.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων και τεσσεράμισι ετών, στην πρώτη και τρίτη κατηγορία αντίστοιχα.  Υποστήριξε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ενόψει:

(1)   Του ανώτατου ορίου ποινής φυλάκισης το οποίο μπορεί να επιβληθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, στο οποίο η υπόθεση παραπέμπεται από το Κακουργιοδικείο, όπως συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση, και

(2)   Των ελαφρυντικών του περιστάσεων και του λευκού ποινικού του μητρώου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση εφαρμόζοντας τις αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30,

Ahmad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 35,

Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328,

Hadavand v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 359,

R. v. Boyd, 2 Cr. App. R(S) 234,

R. v. Barnes 5 Cr. App. R. (S) 368,

R. v. Green, 14 Cr. App. R (S) 682,

Chikh v. Police (1984) 2 C.L.R. 311,

Antoniou v. Police (1983) 2 C.L.R. 319,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Παντελή (2000) 2 Α.Α.Δ. 384,

[*444]Rock v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 251,

Attorney-General v. Vasiliotis alias Kaizer a.o. (1967) 2 C.L.R. 20,

Ieronymides v. Republic (1982) 2 C.L.R. 258,

R. v. Hastings [1996] 1 Cr. App. R. (S) 167 C.A.,

R. v. Landy 16 Cr. App. R. (S) 908 C.A.,

Attorney-General v. Trattou (1978) 2 C.L.R. 69,

R. v. Debbag and Izett, 12 Cr. App. R. (S) 733 C.A.,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515,

Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 1643/01, ημερομηνίας 16/2/01, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες κατά παράβαση άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν.29/77 (ΚΔΠ 139/79), όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 67/83, 20(1)/92 και του Διατάγματος ΚΔΠ 4/96 και του επιβλήθηκαν, ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών στην πρώτη κατηγορία και τεσσάρων ετών και έξι μηνών στην τρίτη κατηγορία οι οποίες να συντρέχουν.

Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων έχει βρεθεί ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο), μετά από δική του παραδοχή, για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

[*445]«1. Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (Πρώτος Πίνακας Μέρος Ι), 4(Ι) (α), 30 (1) (2) (3), 31, 31Α και του άρθρου 4(Ι) Α του Πρώτου Παραρτήματος – Τρίτος Πίνακας των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων  Ουσιών Νόμου 29/77 (ΚΔΠ 139/79), όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 67/83, 20(Ι)/92 και του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 4/96.

2. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (Πρώτος Πίνακας Μέρος Ι), 6(Ι) (2), 30(Ι) (2) (3), 31, 31Α  και του άρθρου 6(2)Α του Πρώτου Παραρτήματος – Τρίτος Πίνακας, του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (Κ.Δ.Π. 139/79) όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 67/83 και 20(Ι)/92 και του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 4/96.

3.  Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια τούτου σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 (Πρώτος Πίνακας Μέρος Ι), 5(Ι) (β), 6(Ι) (3), 30(Ι) (2) (3), 31, 31Α  και του άρθρου 6(3) (Α) του Τρίτου Πίνακα του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (Κ.Δ.Π. 139/79), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 67/83, 20(Ι)/92 και του Διατάγματος Κ.Δ.Π. 4/96».

Το ελεγχόμενο φάρμακο, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, αποτελείτο από 141.71 γρ. ηρωίνης. Βρέθηκε στην κατοχή του εφεσείοντα την 4.1.2001 μετά από σωματική έρευνα στην οποία τον είχε υποβάλει η αστυνομία όταν εντοπίσθηκε να κινείται ύποπτα έξω από ξενοδοχείο στη Λευκωσία. Σε θεληματική του κατάθεση ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι έφερε τα ναρκωτικά στην Κύπρο από το Λίβανο για να τα παραδώσει σε ένα πρόσωπο το οποίο θα συναντούσε στη Λάρνακα, μετά από διευθέτηση που έκαμε κάποιος Αbu Al, ο οποίος είναι το πρόσωπο στον οποίο ανήκαν τα ναρκωτικά στο Λίβανο. Είναι επίσης το πρόσωπο που εκμεταλλεύθηκε την άθλια οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα και ως αμοιβή θα του έδινε 1500 δολλάρια Η.Π.Α. από τις Λ.Κ.6.750 που θα είσπραττε ο εφεσείων.

Ο κ. Μυλωνάς, εκ μέρους του εφεσείοντα, αγορεύοντας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο λευκό μητρώο του εφεσείοντα, στις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, στην άμεση μεταμέλειά του και τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές. Τόνισε ότι ο εφεσείων έδωσε τα ονόματα και άλλα στοιχεία που αφορούν άτομα στη Βυρητό που του ανέθεσαν την συγκεκριμένη αποστολή καθώς και το όνομα, επίθετο, σταθερό και κινητό τηλέφωνο του Κύπριου παραλήπτη της ηρωίνης στην Κύ[*446]προ. Τόνισε ότι οι άνθρωποι των οποίων τα στοιχεία έδωσε ο εφεσείων στην Αστυνομία δεν θα συγχωρέσουν εύκολα αυτή του την πράξη.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι όλοι οι πιο πάνω παράγοντες αποτελούν ελαφρυντικούς παράγοντες. Παρατήρησε, ωστόσο, ότι «είναι περιορισμένης σημασίας και δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου σε υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών στις οποίες οι ποινές είναι αναγκαίο να είναι αποτρεπτικές». Αφού έκαμε αναφορά σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία τονίστηκε η ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών σε υποθέσεις ναρκωτικών σε μια προσπάθεια περιορισμού ή εξάλειψης παρόμοιων αδικημάτων και προστασίας του κοινού (βλ. Ghοli v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30, Ahmad κ.ά v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 35, Domotoν κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328 και Hadavand v. Δημοκρατίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 359 κατέληξε ως εξής:

«Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των κατηγοριών που πολύ ορθά ο κ. Μυλωνάς ανέφερε ότι είναι από τις λίγες περιπτώσεις που ο Γενικός Εισαγγελέας συγκατατίθεται σε συνοπτική δίκη για τέτοιου είδους υποθέσεις ενώ θα έπρεπε να τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου με πιθανότητες να επιβληθεί στον κατηγορούμενο πολύ μεγαλύτερη ποινή, και την ανάγκη για αποτροπή αλλά ταυτόχρονα την παραδοχή του κατηγορουμένου με τη μειωμένη, έστω, σημασία που έχει σε υποθέσεις τέτοιας φύσης, τη μεταμέλειά του και τη συνεργασία του  με την αστυνομία σε συσχετισμό με τις προσωπικές του συνθήκες, επιβάλλω στον κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:

Στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης για περίοδο τεσσάρων ετών. Στη δεύτερη κατηγορία δεν επιβάλλω ποινή, αφού αφορά τα ίδια γεγονότα με την τρίτη κατηγορία. Στην τρίτη κατηγορία επιβάλλω ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και έξι μηνών. Οι ποινές να συντρέχουν.  Στο χρόνο της ποινής να ληφθεί υπόψη ότι κρατείται από 4.1.2001. Τα τεκμήρια να καταστραφούν.»

Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση η οποία ασκήθηκε από τον  ίδιο τον εφεσείοντα, προφανώς χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, αμφισβητείται η ορθότητα της ποινής για το λόγο ότι αυτή είναι υπερβολική.

Ενώπιόν μας ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα για νομική αρωγή το οποίο εγκρίθηκε και διορίσθηκε ο κ. Μυλωνάς για να προωθήσει την έφεση.

Ο κ. Μυλωνάς πρόβαλε ένα μόνο επιχείρημα. Υποστήριξε ότι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

Υπέβαλε ότι στην «προσέγγιση για επιβολή ποινής υπάρχει ένα εναρκτήριο σημείο το οποίο πρέπει να είναι κάπου χαμηλότερο από το ανώτατο όριο, των πέντε ετών φυλάκισης, το οποίο μπορεί να επιβάλει το Δικαστήριο για να αφήνεται περιθώριο προς το ανώτατο όριο εάν υπάρχουν επιβαρυντικά στοιχεία».

Με αναφορά στη νομολογιακή αρχή (βλ. R. v. Boyd, 2 Cr. App. R (S) 234 C.A., R v. Barnes 5 Cr. App. R. (S) 368, C.A. και R. v. Green, 14 Cr. App. R (S) 682 C.A.) ότι ένας κατηγορούμενος που παραδέχεται ενοχή δύναται να αναμένει κάποια αναγνώριση με τη μορφή μείωσης της ποινής η οποία θα επιβαλλόταν εάν καταδικαζόταν μετά από μη παραδοχή, ο κ. Μυλωνάς υπέβαλε ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη η παραδοχή του εφεσείοντα και η συνεργασία  του με την Αστυνομία.

Από την άλλη ο κ. Χαραλάμπους, εκ μέρους της εφεσίβλητης, υπέβαλε ότι τα ναρκωτικά αποτελούν κοινωνική μάστιγα και ένα τεράστιο πρόβλημα που πρέπει να καταπολεμηθεί με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.  Η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή για τα πιο πάνω αδικήματα είναι φυλάκιση διά βίου και ο εφεσείων έχει τύχει επιείκειας λόγω της διαταγής του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης οπόταν το ανώτατο όριο ποινής που μπορεί να επιβληθεί είναι φυλάκιση μέχρι 5 ετών. 

Παρεμβάλλουμε ότι η σχετική διαταγή του Γενικού Εισαγγελέα έχει δοθεί δυνάμει των εξουσιών που του παρέχονται από το άρθρο 30(2)* του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77 όπως έχει τροποποιηθεί).

Από τις πιο πάνω εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνήγορων προκύ[*448]πτει το πιο κάτω ερώτημα:

Κατά πόσο σε περίπτωση συνοπτικής εκδίκασης υπόθεσης δικαιοδοσίας Κακουργιοδικείου το Πρωτόδικο Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε επιμέτρηση της ποινής έχοντας υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο ή έχοντας υπόψη το ανώτατο όριο ποινής την οποία έχει δικαιοδοσία να επιβάλει.

Το θέμα αυτό συζητήθηκε ευθέως στην Chikh v. Police (1984) 2 C.L.R. 311.  Στην υπόθεση εκείνη, η οποία εκδικάστηκε συνοπτικά, μετά από απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 155 του Κεφ. 155, κατά την επιμέτρηση της ποινής το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στη σοβαρότητα του αδικήματος υπέδειξε ότι είναι από τα πιο σοβαρά αδικήματα που προνοεί ο Κυπριακός Ποινικός Κώδικας «εξού και ο νομοθέτης το χαρακτηρίζει ως κακούργημα αντί πλημμέλημα και συνεπάγεται φυλάκιση 10 ετών».

Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο των τριών αποφάσεων που εκδόθηκαν στην Chikh (πιο πάνω) ότι το Εφετείο απασχολήθηκε με το κατά πόσο η πιο πάνω αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην ποινή φυλάκισης των δέκα ετών, που προβλέπεται από το Νόμο, αποτελούσε σφάλμα αρχής.

Ο κ. Μαλαχτός, Δ., ο οποίος έδωσε την πρώτη απόφαση, απέρριψε την έφεση.  Έκρινε ότι η εκκαλούμενη ποινή δεν ήταν υπερβολική ή εσφαλμένη για λόγους αρχής (wrong in principle) αλλά ήταν η πρέπουσα υπό τις περιστάσεις ποινή.

Ο κ. Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - ο οποίος έδωσε την δεύτερη απόφαση, έκρινε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο περίγραψε το αδίκημα ως τιμωρούμενο με φυλάκιση 10 ετών. Έθεσε το θέμα ως εξής στις σελ. 317-319:

«In determining the seriousness of the offence from the statutory viewpoint, the trial Judge acted upon the premise that the offence was punishable with 10 years’ imprisonment , notwithstanding the fact that the offence, after the consent of the Attorney-General to its summary trial, was punishable with only 3 years’ imprisonment.

……………………………………………………...…………..…

It was incorrect, therefore, on the part of the trial Judge, to describe the offence under trial before him as one punishable with [*449]10 years’ imprisonment. After the exercise of the statutory powers vested in the Attorney-General, the statutory gravity of the offence was reduced to one limited to 3 years’ imprisonment.

…………………………………………………...……………..…

The maximum punishment to which an accused is liable, is a factor of paramount importance in determining the length of a sentence of imprisonment.  It is the maximum punishment to which the accused is liable that determines the outer end of the scale – the ceiling.  And this is one of the starting points in the process of determining the sentence to be imposed.”

Σε μετάφραση:

«Κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας του αδικήματος από την άποψη των νομοθετικών προνοιών, ο Πρωτόδικος Δικαστής λειτούργησε με βάση το συλλογισμό ότι το αδίκημα ετιμωρείτο με φυλάκιση 10 ετών ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το αδίκημα μετά τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική εκδίκασή του ετιμωρείτο μόνο με φυλάκιση 3 ετών.

...............................................................................................................

Εσφαλμένα, επομένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο περίγραψε το υπό εκδίκαση αδίκημα ως τιμωρούμενο με φυλάκιση 10 ετών.   Μετά την άσκηση των νομοθετικών εξουσιών που παρέχονται στο Γενικό Εισαγγελέα η θεσμοθετημένη σοβαρότητα του αδικήματος μειώθηκε στα 3 έτη φυλάκισης.

...............................................................................................................

Το ανώτατο όριο ποινής στην οποία υπόκειται ένας κατηγορούμενος αποτελεί παράγοντα υψίστης σπουδαιότητας στον καθορισμό τους ύψους της ποινής φυλάκισης. Είναι το ανώτατο όριο ποινής στο οποίο υπόκειται ο κατηγορούμενος το οποίο καθορίζει το έσχατο άκρο της κλίμακας - την οροφή.  Και αυτό αποτελεί την αφετηρία στη διαδικασία καθορισμού της ποινής που θα επιβληθεί.»

Η πιο πάνω αρχή, επεσήμανε ο Πικής, Δ. στη σελ. 319, έχει έμμεσα θεμελιωθεί από τις υποθέσεις στις οποίες αποφασίσθηκε πότε είναι ορθό να επιβάλλεται η ανώτατη ποινή που προβλέπεται από το Νόμο. Επεσήμανε, επίσης, ότι ο λόγος (ratio) της απόφασης στην Antoniou v. Police (1983) 2 C.L.R. 319, είναι ότι αδικήματα δικαιοδοσίας Κακουργιοδικείου που παραπέμπονται για συνοπτική εκδίκαση από το Γενικό Εισαγγελέα, καθίστανται συνοπτικά αδικήματα, για σκοπούς ποινής και εκπίπτει η θεσμοθετημένη σοβαρότητά τους*.  

           

Ο Τριανταφυλλίδης, Π., ο οποίος έδωσε την τρίτη κατά σειρά απόφαση,  δεν συμφώνησε με την άποψη ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής εσφαλμένα θεώρησε το αδίκημα ως τιμωρούμενο με φυλάκιση 10 ετών, παρά την συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική εκδίκασή του με αποτέλεσμα να μη μπορεί να επιβληθεί ποινή που υπερβαίνει τη φυλάκιση 3 ετών.  Στη συνέχεια έθεσε το θέμα ως εξής:

“In my opinion the action taken by the Attorney-General under the above quoted section 155(b) did not reduce the maximum punishment which was provided by law, that is ten years imprisonment under section 292(a) of Cap. 154, but it only rendered the case triable summarily with the result that a punishment of only up to three, out of the said ten years’ imprisonment could be imposed on the appellant; consequently, if the trial Court had decided to send the appellant to prison for a period of three years it could not have been said that there had been passed upon the appellant the maximum sentence envisaged by law for the offence in question, but only the maximum part of such sentence which could have been imposed summarily.

Section 155(b) of Cap. 155 can only be regarded as a provision allowing the Attorney-General, in a case in which he thinks that the proper punishment –if the accused person is convicted – need not exceed the three years sentence of imprisonment that can be imposed by a Court of summary jurisdiction, to remit the case for summary trial since from the punitive point of view no useful purpose would be served if the case was tried by an Assize Court.

I, therefore, cannot accept as correct the view that the trial Court was not entitled to evaluate the seriousness of the case before it bearing in mind not only the maximum punishment of ten years provided by law for the offence which the appellant had committed but, also, the fact that sentences of two to six years’ imprisonment are usually imposed for such an offence, which has, unfortunately, become more prevalent recently than before.”

[*451]

Σε μετάφραση:  

«Κατά τη γνώμη μου η ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του άρ. 155(β) του Κεφ. 155, δεν μείωσε το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο ήτοι φυλάκιση 10 ετών, δυνάμει του άρ. 292(α) του Κεφ. 154, αλλά μόνο κατέστησε την υπόθεση εκδικαστέα συνοπτικώς με αποτέλεσμα να μπορούσε να επιβληθεί στον εφεσείοντα ποινή μόνο μέχρι 3 ετών φυλάκισης από τα 10 έτη που προβλέπει ο Νόμος. Κατά συνέπεια αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσιζε να επιβάλει ποινή φυλάκισης 3 ετών δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι έχει επιβληθεί στο εφεσείοντα το ανώτατο όριο που προβλέπεται από το Νόμο αλλά μόνο το ανώτατο μέρος της τοιαύτης ποινής η οποία θα μπορούσε να επιβληθεί συνοπτικώς.

Το άρ. 155(β) του Κεφ. 155 μπορεί μόνο να θεωρηθεί ως πρόνοια που επιτρέπει στο Γενικό Εισαγγελέα σε υπόθεση την οποία θεωρεί ότι η αρμόζουσα ποινή – αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί – δεν πρέπει να υπερβαίνει τη φυλάκιση 3 ετών που μπορεί να επιβληθεί από το Δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση για συνοπτική εκδίκαση εφόσον από την τιμωρητική άποψη δεν εξυπηρετείται χρήσιμος σκοπός αν η υπόθεση εκδικαζόταν από Κακουργιοδικείο.

Επομένως δεν μπορώ να δεχθώ ως ορθή την άποψη ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εδικαιούτο να αξιολογήσει τη σοβαρότητα του αδικήματος λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο για το αδίκημα το οποίο είχε διαπράξει ο εφεσείων αλλά, επίσης, και το γεγονός ότι ποινές 2 μέχρι 6 ετών επιβάλλονται συνήθως για τέτοιο αδίκημα, το οποίο δυστυχώς πρόσφατα διαπράττεται με περισσότερη συχνότητα από ό,τι προηγουμένως.»

Παρόλο ότι στην απόφασή του ο Μαλαχτός, Δ. δεν προσέγγισε το θέμα με τον τρόπο που είχε προσεγγιστεί στις δύο άλλες αποφάσεις εν τούτοις, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, έκρινε ότι η ποινή δεν ήταν εσφαλμένη λόγω σφάλματος αρχής (wrong in principle). Είναι, επομένως, πρόδηλο ότι ο Μαλαχτός, Δ. δεν διέκρινε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και επικύρωσε την επίδικη αναφορά του στην ποινή που προβλέπεται από το Νόμο. Με δεδομένο ότι ήταν εκείνη η αναφορά η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο των πιο πάνω δύο διϊστάμενων αποφάσεων και με την επικύρωσή της από δύο Δικαστές – τον Τριανταφυλλίδη, Π. και τον Μαλαχτό, Δ. – κρίνουμε ότι υπάρχει απόφαση πλειοψηφίας επί [*452]του ερωτήματος το οποίο έχουμε θέσει πιο πάνω (βλ. σελ. 69) από την οποία δεν έχουμε κληθεί να αποστούμε. Δεν παραγνωρίζουμε ότι στην Chikh (πιο πάνω) ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - υπέδειξε ότι η προσέγγιση του προκύπτει από το λόγο (ratio) της Antoniou (πιο πάνω).  Θεωρούμε ωστόσο ότι το υπό εξέταση ζήτημα δεν είχε τεθεί ευθέως στην υπόθεση εκείνη. Έχουμε, επίσης, υπόψη μας την απόφαση του Εφετείου – απόφαση Πική, Π. - στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Παντελή (2000) 2 Α.Α.Δ. 384 στην οποία έγινε αναφορά στις υποθέσεις Chikh και Antoniou (πιο πάνω) καθώς και στην Rock v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 251.

Στην Rock (πιο πάνω) έγινε σαφώς δεκτή η αρχή ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο μπορεί στην επιμέτρηση της ποινής να λάβει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο, παρά την παραπομπή της υπόθεσης για συνοπτική εκδίκαση.  Αφού λέχθηκε ότι με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης «ο εφεσείοντας ετύγχανε αμέσως μιας επιεικούς μεταχείρισης με τη βεβαιότητα ότι η οποιαδήποτε ποινή που θα επιβαλλόταν σ’ αυτόν δε θα υπερέβαινε τα τρία χρόνια φυλάκισης» στη συνέχεια το θέμα τέθηκε ως εξής από τον Λοΐζου Π.:

«Ο πρωτόδικος Δικαστής μέσα στα πλαίσια της ανωτάτης ποινής που προβλέπεται από το νόμο, και έχοντας κατά νουν τα γεγονότα των υποθέσεων ορθά επέβαλε ποινή η οποία όχι μόνο θα τιμωρούσε τον κατηγορούμενο αλλά θα ήταν ταυτόχρονα και αποτρεπτική για διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων.»

Το ότι στην επιμέτρηση της ποινής το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο βεβαιώνεται και από την απόφαση στην υπόθεση Attorney-General of the Republic v. Vasiliotis alias Kaizer and Another (1967) 2 C.L.R. 20, 24, 25  στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Η κατηγορία της κλοπής από υπάλληλο ..... τιμωρείται με φυλάκιση 7 ετών..... Αυτό είναι αρκετό για να υποδείξει την σοβαρότητα των αδικημάτων στο μυαλό του νομοθέτη ...... Η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική δίκη, στην παρούσα υπόθεση, υποδεικνύει ότι, κατά την γνώμη του, μια ποινή εντός της δικαιοδοσίας μονομελούς Επαρχιακού Δικαστηρίου θα ήταν αρκετή τιμωρία για το αδίκημα, δηλαδή ποινή που να μη υπερβαίνει τη φυλάκιση 3 ετών.»

Υπό το φως των λεχθέντων στις πιο πάνω υποθέσεις (Chikh – απόφαση πλειοψηφίας - Rock και Vassiliotis) θεωρούμε ότι κατά [*453]την επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις Κακουργιοδικείου, οι οποίες παραπέμπονται για συνοπτική εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο και να επιβάλει αν τα γεγονότα και περιστάσεις της υποθέσεως το απαιτούν ακόμη και το ανώτατο όριο της ποινής που μπορεί να επιβληθεί σε συνοπτική διαδικασία – φυλάκιση 5 ετών.  

Όπως έχουμε ήδη υποδείξει η παραπομπή της παρούσας υπόθεσης για συνοπτική εκδίκαση έχει λάβει χώραν δυνάμει του άρ. 30(2) του Νόμου 29/77. Λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχετικού άρθρου θεωρούμε ότι η παραπομπή της παρούσας υπόθεσης για συνοπτική εκδίκαση έχει την εξής έννοια:

Ότι ο Γενικός Εισαγγελέας μετά από μελέτη του σχετικού φακέλου θεωρεί ότι η ποινή που μπορεί να επιβληθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο - φυλάκιση μέχρι 5 ετών - αποτελεί επαρκή τιμωρία για την συγκεκριμένη περίπτωση.  Αυτό δε σημαίνει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να επιβάλει ποινή φυλάκισης 5 ετών.  Στο δικό μας σύστημα δικαίου το Δικαστήριο είναι ελεύθερο να καθορίσει την ποινή με βάση όλους τους παράγοντες που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής, π.χ. τη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αυτή αντανακλάται από την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο, το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις κλπ..  

Ενόψει των πιο πάνω καταλήξεών μας αυτό που πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια  είναι κατά πόσο λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας του αδικήματος, όπως αυτή προδιαγράφεται από την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο - φυλάκιση διά βίου - και των ελαφρυντικών που έχουν τεθεί ενώπιόν μας, η εκκαλούμενη ποινή είναι υπερβολική ή εσφαλμένη για λόγους αρχής (wrong in principle).

Η σοβαρότητα του αδικήματος έχει τονιστεί σε κάθε περίπτωση από το Εφετείο. Έχει επανειλημμένα τονιστεί η ανάγκη για την επιβολή αυστηρών ποινών με σκοπό την αποτροπή.  Η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών υπαγορεύεται από την ανησυχητική συχνότητα με την οποία διαπράττονται παρόμοια αδικήματα.  Η εισαγωγή και κατοχή ναρκωτικών, με σκοπό την εμπορία τους, αποτελεί αδίκημα το οποίο στρέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου. Πλήττει τον κοινωνικό ιστό.  Απειλεί τα θεμέλια της κοινωνίας μας.  Αποτελεί θανάσιμη απειλή για τη νεολαία μας.  Είναι γι’  αυτό το λόγο που η νομολογία μας έχει διατυπώσει την αρχή ότι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου είναι περιθωριακής σημασίας.

Η νομολογία έχει βέβαια αναγνωρίσει ότι η παραδοχή ενοχής και η μεταμέλεια αποτελούν ελαφρυντικούς παράγοντες. Ωστόσο ο κανόνας αυτός δεν είναι απόλυτος. Πρέπει να εξετάζεται υπό το φως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης.  Αν π.χ. ένας συλληφθεί «επ’  αυτοφώρω» - όπως είναι εδώ η περίπτωση – η παραδοχή δεν οδηγεί σε μείωση της ποινής του, όπως θα οδηγούσε στην περίπτωση κατηγορούμενου του οποίου η απόδειξη της ενοχής είναι δύσκολη ή προβληματική (Ieronymides v. Republic (1982) 2 C.L.R. 258, 273). Όπου δε υπάρχει συντριπτική μαρτυρία για την ενοχή του κατηγορουμένου το Δικαστήριο μπορεί ακόμη να μη λάβει υπόψη την παραδοχή και να επιβάλει την ποινή η οποία αντανακλά πλήρως τη σοβαρότητα του αδικήματος (R. v. Hastings (1996) 1 Cr. App. R. (S) 167 C.A. και R. v. Landy 16 Cr. App. R. (S) 908 C.A.).

Αναφορικά με την βοήθεια προς τις αστυνομικές αρχές αυτή έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία σαν ελαφρυντικός παράγοντας (Attorney-General of the Republic v. Trattou (1978) 2 C.L.R. 69).

Ωστόσο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο όπου η βοήθεια προσφέρεται αρκετά έγκαιρα για να είναι δυνητικά χρήσιμη (R. v. Debbag and Izett, 12 Cr. App. R. (S) 733 C.A.)*.  Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων έδωσε κάποιες πληροφορίες στην αστυνομία αλλά η χρησιμότητά τους είναι άγνωστη.

Πρόκειται για έφεση κατά της ποινής. Η νομολογία έχει προδιαγράψει με σαφήνεια τις αρχές που επιτρέπουν την επέμβαση του Εφετείου. Τέτοια επέμβαση επιτρέπεται όπου διαπιστώνεται:

(α)  Εσφαλμένη καθοδήγηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα ή το Νόμο ή και τα δύο, ή

(β)  Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής, ή

(γ)  Ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.

           

(Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας, [*455](1999) 2 Α.Α.Δ. 342).

Θεώρηση της ποινής υπό το φως των πιο πάνω αρχών, της σοβαρότητας του αδικήματος, της ανάγκης για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά που έχει επικαλεσθεί ο εφεσείων, αποκαλύπτει ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασής μας. Η επιβληθείσα ποινή ανκαι αυστηρή δεν είναι υπερβολική.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο