(2001) 2 ΑΑΔ 471
[*471]12 Ιουλίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
NAΝOKA LIMITED,
Εφεσείοντες
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6938)
Κέντρα αναψυχής ― Διατήρηση κέντρου αναψυχής κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 19 του περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου (Ν.29/85), όπως τροποποιήθηκε ― Εφεσείουσα εταιρεία λειτουργούσε εκτός επιτρεπομένου ωραρίου ― Επικύρωση καταδίκης της κατ’ έφεση.
Απόδειξη ― Δευτερεύουσα μαρτυρία ― Ποια μορφή μπορεί να πάρει και ποιες οι προϋποθέσεις αποδοχής της.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Ίση μεταχείριση ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Τι συνιστά άνιση μεταχείριση.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Ελευθερία άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25 του Συντάγματος ― Το σχετικό δικαίωμα υπόκειται σε περιορισμούς απόλυτα αναγκαίους μέσα στα κοινωνικά πλαίσια και στα πλαίσια του δημοσίου συμφέροντος.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Κανονισμών ― Κατά πόσο οι Κανονισμοί του Υπουργικού Συμβουλίου για ρύθμιση των ωρών λειτουργίας των κέντρων αναψυχής, είναι αντισυνταγματικοί.
Απόδειξη ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συγκεκριμένο άτομο, ο κατηγορούμενος, ήταν κατά το χρόνο διάπραξης εκδικαζόμενου αδικήματος, Διευθυντής της εναγόμενης εταιρείας ― Ήταν εύλογα επιτρεπτό ενόψει των στοιχείων που παρουσιάσθηκαν.
Η εφεσείουσα εταιρεία βρέθηκε ένοχη γιατί διατηρούσε το κέντρο [*472]αναψυχής "Μιλάνο ΙΙ" στη Λευκωσία ανοικτό μέχρι τις 4.15 π.μ. αντί μέχρι τις 2.00 π.μ., της 2.8.97, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 19 του περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου (Ν.29/85), όπως τροποποιήθηκε.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους ακόλουθους λόγους:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεψε το βάρος αποδείξεως, εναποθέτοντάς το στους ώμους της εφεσείουσας και επίσης αποδέχθηκε δευτερεύουσα μαρτυρία για την απόδειξη του περιεχομένου της άδειας λειτουργίας του κέντρου.
2. Το κατηγορητήριο ανέφερε το όνομα της εταιρείας ως "Εταιρεία Νανόκα Λτδ" αντί ως "Νανόκα Λτδ" που ήταν εγγεγραμμένη στα μητρώα Εφόρου Εταιρειών.
3. Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 1 Αντρέας Κωνσταντινίδης ήταν Διευθυντής της εφεσείουσας.
4. Το συμπέρασμα ότι το κέντρο ήταν ανοικτό ήταν αυθαίρετο.
5. Οι κανονισμοί που εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι αντισυνταγματικοί.
6. Η απόφαση ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος είναι εσφαλμένη.
7. Το εύρημα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 25 του Συντάγματος είναι εσφαλμένο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εισήγηση για ανατροπή του βάρους αποδείξεως δεν ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα της παρούσας διαδικασίας.
Η δευτερεύουσα μαρτυρία που μπορεί να παρουσιαστεί για να αποδείξει το περιεχόμενο ενός εγγράφου μπορεί να πάρει τη μορφή αντιγράφου, ενός αντιγράφου ή προφορικής μαρτυρίας. Στην παρούσα περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε την προφορική μαρτυρία που δόθηκε από τον Αστυνομικό που διενήργησε τον αστυνομικό έλεγχο, αφού ο τελευταίος διάβασε το πρωτότυπο που ήταν αναρτημένο στο εστιατόριο.
2. Η εταιρεία αναγράφεται στο σχετικό κατηγορητήριο ως Εταιρεία "NANOKA ΛΤΔ" και όχι ως "Εταιρεία ΝΑΝΟΚΑ ΛΤΔ". Επιπρό[*473]σθετα η εφεσείουσα δεν επηρεάσθηκε δυσμενώς από την προσθήκη της λέξης "εταιρεία" πριν από το εγκεκριμένο όνομά της.
3. Το τεκμήριο 4 ήταν το πιστοποιητικό της Εφόρου Εταιρειών που συμπεριλάμβανε τον Α. Κωνσταντινίδη μεταξύ των Διευθυντών της εφεσείουσας και επίσης δόθηκε εξουσιοδότηση από τον ίδιο υπό την ιδιότητά του ως Διευθυντή της εφεσείουσας να την εκπροσωπήσει στο Δικαστήριο.
4. Η ανεμπόδιστη είσοδος του Αστυνομικού και η παρουσία θαμώνων αποτελούν μαρτυρία ότι το κέντρο ήταν ανοικτό.
5. Η διαδικασία θέσπισης ωρών λειτουργίας των κέντρων δεν είναι αντισυνταγματική.
6. Η διαφορετική ώρα λειτουργίας μεταξύ εστιατορίων και καφετέριων από την μια και μουσικοχορευτικών κέντρων, δισκοθηκών και καμπαρέ από την άλλη, δεν συνιστά άνιση μεταχείριση ενόψει της διαφορετικότητας στη φύση τους και τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
7. Ο χρονικός περιορισμός της λειτουργίας κέντρων αναψυχής δεν ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος, αλλά απλά περιορισμό που είναι απόλυτα αναγκαίος μέσα στα σημερινά κοινωνικά πλαίσια και μέσα στα πλαίσια του δημόσιου συμφέροντος που συμπεριλαμβάνει και την αποφυγή άνισου ανταγωνισμού από πρόσωπα που λειτουργούν παρόμοιες επιχειρήσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Police v. Barnes a.o. (1958) 23 C.L.R. 182,
Williams v. Russell [1933] 97 JP 128,
R. v. Oliver [1943] 2 All E.R. 800,
John v. Humphreys [1955] 1 All E.R. 793,
Re Phene’s Trusts [1869] 22 LT 111,
R. v. Willshire [1880] 6 QBD 366,
Tweny v. Tweny [1946] P 180,
[*474]
Beresford v. St. Albans [1905] 22 TLR 1,
Police v. Hondrou a.o., 1 R.S.C.C. 82,
Mikrommatis ν. Republic 2 R.S.C.C. 125,
Republic ν. Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294,
Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491,
Police v. Liveras 3 R.S.C.C. 126,
District Officer Nicosia a.o. v. Michael 4 R.S.C.C. 126,
Police v. Lanitis Bros Ltd (Coca-Cola) 3 R.S.C.C. 10,
Nicosia Police v. Georghiou a.o. 4 R.S.C.C. 36,
Marabou Floating Restaurant Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 397,
Kontos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 112,
Vorkas a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 757,
Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930,
Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τους κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 42162/97, ημερομηνίας 29/5/00, με την οποία βρέθηκε ένοχη σε κατηγορία διατήρησης κέντρου αναψυχής κατά παράβαση των άρθρων 2 και 19 του Περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου αρ. 29/85 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 166/87). Πιο συγκεκριμένα η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη γιατί διατηρούσε το γνωστό κέντρο αναψυχής στη Λευκωσία “Μιλάνο ΙΙ” ανοικτό στις 2/8/97 μέχρι τις 4.15 το πρωΐ αντί μέχρι τις 2.00 το πρωΐ.
Χρ. Κληρίδης με Κ. Καλλή, για τους Εφεσείοντες.
Ι. Λουκαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
[*475]
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η καταδίκη της εταιρείας NANOKA LIMITED (που ήταν υπεύθυνη του γνωστού εστιατορίου “Μιλάνο ΙΙ” στη Λευκωσία) γιατί διατηρούσε το πιο πάνω κέντρο ανοικτό στις 4.15 το πρωΐ αντί μέχρι τις 2.00 το πρωΐ, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης στην οποία προβλήθηκαν διάφοροι λόγοι προς ανατροπή της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης.
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Η εφεσείουσα εταιρεία βρέθηκε ένοχη σε κατηγορία διατήρησης κέντρου αναψυχής κατά παράβαση των άρθρων 2 και 19 του Περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου αρ. 29/85 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 166/87). Πιο συγκεκριμένα η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη γιατί διατηρούσε το γνωστό κέντρο αναψυχής στη Λευκωσία “Μιλάνο ΙΙ” ανοικτό στις 2/8/97 μέχρι τις 4.15 το πρωΐ αντί μέχρι τις 2.00 το πρωΐ.
Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής βασίστηκε κυρίως στις καταθέσεις του Αστυνομικού που διενήργησε το σχετικό έλεγχο και του αρμόδιου υπαλλήλου του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού που διατηρούσε το σχετικό φάκελο του κέντρου.
Ο Αστυνομικός 4511 Πανίκος Κτίστης επισκέφθηκε το κέντρο γύρω στις 4.15 το πρωΐ της 2/8/97 και παρατήρησε ότι υπήρχαν μέσα στο κέντρο γύρω στα 30 πρόσωπα που κάθονταν σε τραπεζάκια και έτρωγαν. Ζήτησε το Διευθυντή και παρουσιάστηκε ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης (α΄ κατηγορούμενος στην πρωτόδικη διαδικασία) ο οποίος του ανέφερε ότι ήταν ο επιχειρηματίας του υποστατικού. Ο Αστυνομικός του ζήτησε την άδεια λειτουργίας του κέντρου και εκείνος του υπέδειξε ανηρτημένη σε περίοπτη θέση μέσα στο υποστατικό την άδεια του κέντρου. Ο μάρτυς αφού τη διάβασε και διαπίστωσε ότι η άδεια είχε εκδοθεί στην εταιρεία NANOKA LIMITED, ότι ίσχυε μέχρι τις 31/12/97 και ότι οι ώρες λειτουργίας ήταν από τις 7.00 το πρωΐ μέχρι τις 2.00 το πρωΐ της αμέσως επόμενης μέρας, πληροφόρησε τον υπεύθυνο του κέντρου ότι θα καταγγελθεί τόσο αυτός όσο και η εταιρεία NANOKA LIMITED. Ο Α. Κωνσταντινίδης απάντησε, “δεν έχω να πω τίποτε”.
Ο Σωτήρης Φιλίππου, Επιθεωρητής και υπεύθυνος για τη τήρηση [*476]μητρώου και φακέλων στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού, κατέθεσε ότι το 1997 είχε εκδώσει άδεια λειτουργίας για το κέντρο αναψυχή “Μιλάνο ΙΙ”. Το πρωτότυπο δόθηκε στο Διευθυντή του κέντρου, αντίγραφο δε καταχωρήθηκε στο φάκελο του κέντρου. Πιστό αντίγραφο της πιο πάνω άδειας για το 1997 καταχωρήθηκε από τον ίδιο στην Ποινική Υπόθεση 12751/97 εναντίον της εφεσείουσας ως τεκμήριο. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η κλήτευση αρμόδιου υπαλλήλου του Ποινικού Πρωτοκολλητείου για την παρουσίαση του πιο πάνω φακέλου στην πρωτόδικη διαδικασία απέβηκε άκαρπη, αφού δόθηκε μαρτυρία ότι ο σχετικός φάκελος είχε χαθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε την εφεσείουσα ένοχη στη σχετική κατηγορία.
(β) Η έφεση
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται για διάφορους λόγους η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Θα εξετάσουμε πιο κάτω αναλυτικά τους λόγους έφεσης.
(1) Το βάρος απόδειξης της παρουσίασης του πρωτοτύπου της άδειας λειτουργίας του κέντρου το είχε η Κατηγορούσα Αρχή και όχι η εφεσείουσα εταιρεία και η απόφαση του Δικαστηρίου να δεχθεί δευτερεύουσα μαρτυρία είναι λανθασμένη
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα είχε καθήκο να παρουσιάσει το πρωτότυπο της άδειας μετέφερε το βάρος της απόδειξης στους ώμους της εφεσείουσας. Η Κατηγορούσα Αρχή είχε την υποχρέωση να αποδείξει ότι είχε εκδοθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6 του Νόμου 29/85. Το βάρος απόδειξης βρισκόταν στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής και η εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι ήταν κάτοχος λειτουργίας του κέντρου. Επιπρόσθετα η απόδειξη της σχετικής κατηγορίας έπρεπε να γίνει με την προσκόμιση στοιχείων από το μητρώο του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού και/ή πιστοποιημένου αντιγράφου. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχθεί προς τούτο τη μαρτυρία του Αστυνομικού είναι λανθασμένη γιατί η μαρτυρία αυτή είναι εξ ακοής μαρτυρία.
Η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ανατρέψει το βάρος της απόδειξης δεν ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα της παρούσας διαδικασίας. Στην παρούσα περίπτωση η αρχική άδεια βρισκόταν στην κατοχή του υπεύθυνου του κέντρου. Η παρουσίασή της θα μπορούσε να γίνει από έναν υπεύθυνο του κέντρου και/ή της εται[*477]ρείας ή και με δευτερεύουσα μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε δευτερεύουσα μαρτυρία για την απόδειξη του περιεχομένου της άδειας.
Ανκαι δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση για την επίδοση ειδοποίησης για την προσκόμιση του εγγράφου (Police v. Barnes and another (1958) 23 C.L.R. 182) έγινε προσπάθεια για επίδοση ειδοποίησης προσκόμισης της άδειας στην εφεσείουσα, που δεν επιδόθηκε όμως πριν από την ακρόαση. Όταν ο Αστυνομικός προσπάθησε να αναφερθεί στο περιεχόμενο της άδειας, που ήταν αναρτημένη στα υποστατικά της εφεσείουσας, η Υπεράσπιση ήγειρε ένσταση ότι ο αστυνομικός δεν μπορούσε να αναφερθεί στο περιεχόμενο ενός εγγράφου που είχε διαβάσει και ότι το έγγραφο θα έπρεπε να κατατεθεί και να βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου όταν ο μάρτυς θα κατέθετε. Όμως η Υπεράσπιση, που μπορούσε να παρουσιάσει το έγγραφο αφού βρισκόταν στην κατοχή της εφεσείουσας, δεν το παρουσίασε και η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε άλλη επιλογή παρά να καταφύγει σε δευτερεύουσα μαρτυρία. Η δευτερεύουσα μαρτυρία που μπορεί να παρουσιαστεί για να αποδείξει το περιεχόμενο ενός εγγράφου μπορεί να πάρει τη μορφή αντίγραφου, ενός αντίγραφου αντιγράφου ή προφορικής μαρτυρίας. Η προφορική μαρτυρία μπορεί να προέλθει και από ένα Αστυνομικό που είχε διαβάσει ένα πιστοποιητικό αν ο κατηγορούμενος δεν το παρουσιάσει στο Δικαστήριο. (Williams v. Russell [1933] 97 JP 128, R. v. Oliver [1943] 2 All ER 800 και John v. Humphreys [1955] 1 All E.R. 793). Στην παρούσα περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε την προφορική μαρτυρία που δόθηκε από τον Αστυνομικό που διενήργησε τον αστυνομικό έλεγχο, αφού ο τελευταίος διάβασε το πρωτότυπο που ήταν αναρτημένο μέσα στο εστιατόριο. Έχοντας υπόψη ότι το πρωτότυπο ήταν αναρτημένο μέσα στο εστιατόριο, ότι το αντίγραφο είχε κατατεθεί σε άλλη ποινική υπόθεση, ο φάκελος της οποίας είχε απωλεσθεί, η μαρτυρία που δόθηκε μπορούσε να γίνει αποδεκτή.
(2) Δεν υπήρχε “ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΝΑΝΟΚΑ ΛΤΔ” αλλά εταιρεία “ΝΑΝΟΚΑ ΛΤΔ”
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι δεν υπάρχει εγγεγραμμένη “Εταιρεία Νανόκα Λτδ” στα μητρώα της Εφόρου Εταιρειών όπως αυτή αναφέρεται στο σχετικό κατηγορητήριο, αλλά εταιρεία “Νανόκα Λτδ”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η επιπρόσθετη αναφορά της λέξης “εταιρεία” υποδηλεί ότι πρόκειται για εταιρεία και όχι φυσικό πρόσωπο και δεν συμπεριλαμβάνεται στο όνομα της εταιρείας.
[*478]Η εισήγηση που υποβλήθηκε είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε ανακριβής. Στο σχετικό κατηγορητήριο η εφεσείουσα αναγράφεται ως 3. Εταιρεία “ΝΑΝΟΚΑ ΛΤΔ” και όχι “Εταιρεία ΝΑΝΟΚΑ ΛΤΔ”. Όπως υποβάλλεται από τους δικηγόρους της εφεσείουσας η εισήγηση είναι παραπλανητική γιατί τα εισαγωγικά που χρησιμοποιούνται καθορίζουν ποιο είναι το νομικό πρόσωπο που αντιμετωπίζει τη σχετική κατηγορία και η λέξη που εμφανίζεται πριν από την εγκριθείσα από την Εφορο ονομασία της εταιρείας δεν μπορεί παρά να είναι περιγραφική. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι δικηγόροι της εφεσείουσας παρέλειψαν να καταφύγουν στη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων τροποποίησης του σχετικού κατηγορητηρίου στα αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα δεν βλέπουμε πώς η εφεσείουσα έχει επηρεαστεί δυσμενώς από την προσθήκη της λέξης “εταιρεία” πριν από το εγκεκριμένο όνομα της εφεσείουσας. Η εισήγηση απορρίπτεται.
(3) Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 1 Ανδρέας Κωνσταντινίδης ήταν Διευθυντής της εφεσείουσας
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της 2/8/97 ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης ήταν Διευθυντής της εφεσείουσας και ότι το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένο.
Έχει κατατεθεί εκ συμφώνου ως τεκμήριο 4 πιστοποιητικό της Εφόρου Εταιρειών που συμπεριλάμβανε μεταξύ των Διευθυντών και τον Ανδρέα Κωνσταντινίδη. Η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ότι δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία ότι το πιο πάνω πρόσωπο συνέχισε να ενεργεί ως Διευθυντής της εταιρείας και στις 2/8/97. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι με βάση το περιεχόμενο του τεκμηρίου 4, από την εξουσιοδότηση που υπέγραψε ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης ως Διευθυντής της εταιρείας (για να εκπροσωπήσει την εφεσείουσα στο Δικαστήριο), όπως επίσης και από το τεκμήριο της συνέχειας, ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης κατά τον επίδικο χρόνο ήταν Διευθυντής της εφεσείουσας.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το περιεχόμενο του τεκμηρίου 4 και η εξουσιοδότηση του Ανδρέα Κωνσταντινίδη ως Διευθυντή της εταιρείας για να εκπροσωπήσει την εταιρεία στο Δικαστήριο, δεν έχει αμφισβητηθεί. Τα πιο πάνω στοιχεία σε συσχετισμό με το τεκμήριο της συνέχειας μπορούσαν να οδηγήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στο εύρημα ότι ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης ήταν Διευθυντής της εφεσείουσας στις 2/8/97. Και τούτο γιατί η απόδειξη της ύπαρξης μιας κατάστασης πραγμάτων σε μια [*479]ορισμένη ημερομηνία παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη των ίδιων πραγμάτων συνεχίστηκε μέχρι τον ουσιώδη χρόνο που εξετάζει το Δικαστήριο. Το ότι ένα πρόσωπο ήταν ζωντανό σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία μπορεί να δικαιολογήσει τεκμήριο ότι σε μια αργότερα σύντομη (Re Phene’s Trusts [1869] 22 LT 111) και ίσως μια πιο μακρινή ημερομηνία (R. v. Willshire [1880] 6 QBD 366) το πρόσωπο αυτό εξακολουθούσε να ήταν ζωντανό έχοντας υπόψη την κατάσταση της υγείας του και τον τρόπο ζωής του. Μέσα στα ίδια πλαίσια έχει αποφασιστεί ότι η ύπαρξη ενός συνεταιρισμού μπορεί να αποδειχθεί με μαρτυρία ότι υπήρχε έξι μήνες προηγουμένως (Tweny v. Tweny [1946] P 180). Οταν σταματήθηκε ένα αυτοκίνητο που οδηγείτο από τον Α και ο Β (που ήταν ο οδηγός του Α) καθόταν στο πίσω μέρος ως επιβάτης, το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα με βάση το τεκμήριο της συνέχειας ότι αυτή ήταν μαρτυρία από την οποία μπορούσε να εξαχθεί τεκμήριο ότι για τα προηγούμενα τέσσερα μίλια ο οδηγός ήταν ο Α (Beresford v. St. Albans [1905] 22 TLR 1).
(4) Το συμπέρασμα ότι το κέντρο ήταν ανοικτό ήταν αυθαίρετο
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι προϋπόθεση για την απόδειξη της διάπραξης του αδικήματος ήταν η παρουσίαση μαρτυρίας ότι το κέντρο ήταν “ανοικτό”. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι “έκδηλα ανοικτό σημαίνει ανοικτό, δηλαδή να λειτουργεί σαν κέντρο και να δέχεται σαν καφεστιατόριο πελάτες.” Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η παρουσία προσώπων σε ένα νυκτερινό κέντρο κατά τις πρωϊνές ώρες μπορεί να οφείλεται στη συνεχή παραμονή τους από πριν ή στη συμμετοχή τους σε πάρτυ. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η Αστυνομία θα έπρεπε να πάρει καταθέσεις από τα πρόσωπα που ήταν μέσα στο κέντρο για να διερευνηθεί ορθά το όλο θέμα.
Η προσέγγιση στην ερμηνεία της λέξης “ανοικτό” είναι λανθασμένη. Η λέξη προϋποθέτει την απόδειξη ότι το κέντρο δεν ήταν κλειστό αλλά ανοικτό με την έννοια ότι κάποιος θα μπορούσε να εισέλθει χωρίς κανένα εμπόδιο. Η ανεμπόδιστη είσοδος του Αστυνομικού και η παρουσία θαμώνων είναι μαρτυρία που υποδεικνύει ότι το κέντρο ήταν ανοικτό. Η Αστυνομία δεν είχε καμιά υποχρέωση να πάρει καταθέσεις από τα πρόσωπα που κάθονταν στο κέντρο τρώγοντας και πίνοντας για να εξακριβώσει αν ήταν φίλοι του ιδιοκτήτη ή προσκεκλημένοι σε κάποιο πάρτυ. Εστω και φίλοι να ήταν και προσκεκλημένοι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Το κέντρο ήταν ανοικτό.
[*480](5) Οι κανονισμοί που εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι αντισυνταγματικοί γιατί έπρεπε να θεσπιστούν με Νόμο
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο χρονικός περιορισμός θα μπορούσε να καθοριστεί με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου είναι λανθασμένο γιατί σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος, όπως έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Police v. Hondrou and others (1 R.S.C.C. 82) ο περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να γίνει μόνο με νομοθετικές διατάξεις. Τούτο θα μπορούσε να γίνει αν η Βουλή αρχικά καθόριζε τα πλαίσια του ωραρίου (όπως π.χ. μεταξύ 6ης π.μ. και 12ης μ.μ.) και εξουσιοδοτούσε το Υπουργικό Συμβούλιο να προβλέψει για τις ώρες λειτουργίας των κέντρων ανάλογα με τη φύση τους, την περιοχή κλπ. Η Βουλή δεν μπορούσε να εξουσιοδοτήσει εν λευκώ το Υπουργικό Συμβούλιο για να ρυθμίζει το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο τις ώρες λειτουργίας των κέντρων.
Η εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το άρθρο 19(1) του Νόμου 29/85 προνοεί ότι:
“Τηρουμένων των διατάξεων παντός ετέρου Νόμου αφορωσών εις τας ώρας λειτουργίας καταστημάτων, το Υπουργικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν διά διατάγματος δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας να ρυθμίζη τας ώρας λειτουργίας των κέντρων, είτε γενικώς είτε αναφορικώς προς εκάστην κατηγορίαν ή τάξιν αυτών.”
Η Βουλή καθόρισε με το άρθρο 19(1) του Νόμου 29/85 ότι η λειτουργία των κέντρων καθίσταται χρονικά ρυθμιζόμενη. Στο Υπουργικό Συμβούλιο παραχωρήθηκε το δικαίωμα να καθορίζει τις συγκεκριμένες ώρες λειτουργίας των κέντρων. Ο περιορισμός προήλθε από τη Βουλή και η ρύθμιση των λεπτομερειών αφέθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο. Η διαδικασία αυτή δεν είναι αντισυνταγματική όπως εξηγείται και στην υπόθεση Hondrou (πιο πάνω) όπου τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι,
“Only the House of Representatives could restrict or limit the citizen’s fundamental rights and liberties by relevant legislation, but there was nothing in the Constitution (on the contrary, express provision exists in Art. 54(g) to prevent the House, once a law had been enacted restricting or limiting such rights, from delegating its power to other organs in the Republic for the purpose of making subsidiary legislation prescribing the form and manner of carrying into effect and applying the particular restriction or limitation, [*481]within the extent and provisions of the law so enacted. The expressions “imposed by law” in Art. 23.3 and “prescribed by law” in Art. 25.2 and like expressions in Part II of the Constitution, should be interpreted accordingly.”
(6) Η απόφαση ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος είναι λανθασμένη
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος που διασφαλίζει την ισότητα μεταξύ των πολιτών, αφού η ΚΔΠ 171/91 δημιουργεί δύο κατηγορίες κέντρων αναψυχής, δηλαδή,
(α) Εκείνων που πρέπει να κλείνουν στις 2.00 το πρωΐ, που συμπεριλαμβάνουν εστιατόρια και καφετηρίες και
(β) Εκείνων που πρέπει να κλείνουν στις 3.00 το πρωΐ που συμπεριλαμβάνουν μουσικοχορευτικά κέντρα, δισκοθήκες και καμπαρέ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη διαφορετική φύση των υποστατικών των δύο κατηγοριών και αφού προέβηκε σε μια ανάλυση των αρχών που διέπουν την εφαρμογή του άρθρου 28 του Συντάγματος μέσα στο φως της σχετικής νομολογίας που υπαγορεύει ότι η διαφορετική μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων δεν αποτελεί απόκλιση αλλά εφαρμογή της αρχής της ισότητας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η διαφοροποίηση σε δύο κατηγορίες των κέντρων αναψυχής βασίζεται στη φύση των υποστατικών και στις ψυχαγωγικές υπηρεσίες που προσφέρουν. Δεν υπάρχει άνιση μεταχείριση όμοιων καταστάσεων αλλά διαφορετική προσέγγιση ανόμοιων καταστάσεων που είναι καθαρά επιτρεπτή μέσα στα πλαίσια του άρθρου 28 του Συντάγματος. Το θέμα της άνισης μεταχείρισης εξετάστηκε σε σειρά αποφάσεων. (Ιδε Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125, Δημοκρατία ν. Αρακιάν και Άλλου (1972) 3 Α.Α.Δ. 294, Μάρω Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ.2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491). Όπως τονίστηκε από το Δικαστή Καλλή στην πιο πάνω απόφαση,
“Από το σύνολο των πορισμάτων της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας συνάγεται ότι αυτό που απαγορεύει η συ[*482]νταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.”
(6) Το εύρημα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 25 του Συντάγματος είναι λανθασμένο
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο εύρημα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 25 του Συντάγματος είναι λανθασμένο αφού οι περιορισμοί που μπορεί να επιβληθούν στο δικαίωμα άσκησης οιουδήποτε επαγγέλματος πρέπει να περιορίζονται μέσα στα συνήθως απαιτούμενα που συμπεριλαμβάνουν τη δημόσια τάξη και το δημόσιο συμφέρον. Στην παρούσα περίπτωση το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί εμπίπτουν μέσα στα πλαίσια της δημόσιας τάξης και/ή δημόσιου συμφέροντος είναι λανθασμένο.
Όπως διαφαίνεται από τη διάρθρωση του οι πρόνοιες του Περί Ιδρύσεως και Λειτουργίας Κέντρων Εστιάσεως, Αναψυχής και Ψυχαγωγίας Νόμου (αρ. 29/85) σκοπούν στον έλεγχο της λειτουργίας των κέντρων που συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων και τις ώρες λειτουργίας τους.
Ειδικότερα ο Οργανισμός εγκρίνει τα σχέδια των νεοανεγραφομένων ή διαρυθμιζομένων υφιστάμενων οικοδομών για τη χρησιμοποίησή τους ως κέντρων (άρθρο 3(1)), που κατατάσσονται σε
(α) Εστιατόρια ή ταβέρνες,
(β) Καφετηρίες ή πιτσαρίες,
(γ) Μπυραρίες ή μπαρ,
(δ) Μουσικοχορευτικά,
(ε) Δισκοθήκες,
(στ) Σνακ μπαρς και
(ζ) Καμπαρέ.
Για τη λειτουργία ενός κέντρου απαιτείται η έκδοση άδειας λειτουργίας από τον Οργανισμό, το Διοικητικό Συμβούλιο του οποίου έχει το δικαίωμα να καθορίζει το τέλος των προσφερόμενων υπηρεσιών (άρθρο 13) και ποσοστό ύψους μέχρι 3% που χρεώνεται σε κά[*483]θε λογαριασμό πελατών προς όφελος του Οργανισμού (άρθρο 14(1)). Ο υπεύθυνος επιχειρηματίας πρέπει να εκδίδει για κάθε προσφερόμενη υπηρεσία αριθμημένο λογαριασμό με ανάλυση των προσφερόμενων υπηρεσιών, το πρωτότυπο του οποίου δίνεται στον πελάτη και το δευτερότυπο φυλάττεται από τον επιχειρηματία (άρθρο 15). Εκαστο κέντρο πρέπει να απασχολεί το απαιτούμενο προσωπικό για την σε ικανοποιητικό βαθμό παροχή υπηρεσιών σε πελάτες, τα πρόσωπα δε που απασχολούνται στο κέντρο θα πρέπει να κατέχουν υγειονομικά πιστοποιητικά (άρθρο 17).
Οι προεκτάσεις των περιορισμών στην άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 25(2) του Συντάγματος εξετάστηκαν σε αριθμό υποθέσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο. (Ιδε Police v. Liveras 3 R.S.C.C. 65, District Officer Nicosia and others v. Michael 4 R.S.C.C. 126, Police v. Lanitis Bros Ltd (Coca-Cola) 3 R.S.C.C. 10, Nicosia Police v. Georghiou and others 4 R.S.C.C. 36, Marabοu Floating Restaurant Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 397, Kontοs v. Republic (1974) 3 CLR 112, Vorkas and others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 757 και Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930). Αρκετά πρόσφατα στην υπόθεση Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ιωάννου ν. Αστυνομίας και ΖΑΚΟ ΛΤΔ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616 τονίστηκε από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πική ότι,
“Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει ότι η λελογισμένη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος εργασίας στον κοινωνικό χώρο δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος( μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα, παραβιάζεται το δικαίωμα. (Βλ. μεταξύ άλλων The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Joseph Hadjiloukas v. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers (1966) 3 C.L.R. 666). Οι όροι και περιορισμοί οι οποίοι ανάγονται στα «συνήθως απαιτούμενα» για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα, γίνονται δεκτοί εφόσον εκ της φύσεώς τους ανάγονται στα κοινώς παραδεκτά στον συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία όρων και περιορισμών στους οποίους μπορεί να υπαχθεί η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει η παράγραφος 1 του Αρθρου 25. Η δεύτερη, αφορά όρους και περιορισμούς οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι προς εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων σκοπών που εξειδικεύονται, περιλαμβανομένου και του [*484]δημοσίου συμφέροντος.”
Οι περιορισμοί που μπορεί να επιβληθούν στην εξάσκηση των βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων του ατόμου πρέπει να είναι απόλυτα απαραίτητοι και να βρίσκονται πάντα μέσα στα πλαίσια των σκοπών, η υλοποίηση των οποίων επιδιώκεται.
Οι ώρες λειτουργίας των κέντρων αναψυχής είναι θέμα που συνδέεται με το δημόσιο συμφέρον. Και τούτο γιατί η χρονική διάρκεια της παροχής υπηρεσιών από τα διάφορα κέντρα συναρτάται με τη γενική συμπεριφορά του κοινωνικού συνόλου. Η ανεξέλεγκτη και συνεχής παροχή υπηρεσίων μέχρι και τις πρωϊνές ώρες που μπορεί να συνοδεύεται και με την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, δεν μπορεί παρά να επιφέρει προβλήματα διασάλευσης της κοινής ησυχίας, αύξησης της εγκληματικότητας και αδυναμίας ανταπόκρισης προς τα επαγγελματικά και κοινωνικά καθήκοντα της επόμενης μέρας. Η εισήγηση που προβλήθηκε ότι η χρονική ρύθμιση της λειτουργίας των κέντρων παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος που εγγυάται το άρθρο 25.1, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο χρονικός περιορισμός της λειτουργίας κέντρων αναψυχής δεν ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος, αλλά απλά περιορισμό που είναι απόλυτα αναγκαίος μέσα στα σημερινά κοινωνικά πλαίσια και μέσα στα πλαίσια του δημόσιου συμφέροντος που συμπεριλαμβάνει και την αποφυγή άνισου ανταγωνισμού από πρόσωπα που λειτουργούν παρόμοιες επιχειρήσεις. Κρίνουμε ότι το άρθρο 19 του Περί Ιδρύσεως και Λειτουργίας Κέντρων Εστιάσεως, Αναψυχής και Ψυχαγωγίας Νόμου (αρ. 29/85) δεν είναι αντισυνταγματικό.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο