Χαραλάμπους Πουλλαούας Γεώργιος ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 494

(2001) 2 ΑΑΔ 494

[*494]13 Ιουλίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΟΥΛΛΑΟΥΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7115)

 

Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Κατά πόσο το Εφετείο είχε, κατ’ εφαρμογή των Άρθρων 85(4) και 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εξουσία να τροποποιήσει το κατηγορητήριο με την προσθήκη νέας κατηγορίας και να διατάξει καταδίκη επί της κατηγορίας αυτής.

Ποινική Δικονομία ― Δόγμα autrefois acquit ― Πότε είναι επιτρεπτή η επίκλησή του.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 12.2 ― "Ο απαλλαγείς ή ο καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το ίδιο αδίκημα".

Ποινική Δικονομία ― Προσθήκη κατηγορίας μετά το τέλος της δίκης ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 85(4) ― Εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την προσθήκη νέας κατηγορίας στο κατηγορητήριο και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο στην κατηγορία αυτή ― Προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 85(4) του Κεφ. 155.

Λέξεις και Φράσεις ― "Αδίκημα" στο Άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Λέξεις και Φράσεις ― "Δικαστική διαδικασία" στο Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Δεδικασμένο ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την εφαρμογή του.

Ο εφεσείων αντιμετώπιζε κατηγορία για διάπραξη του αδικήμα[*495]τος της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία κατά παράβαση του Άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Τα γεγονότα στο κατηγορητήριο δεν συνιστούσαν το αδίκημα της πιο πάνω κατηγορίας, και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προχώρησε στην προσθήκη δεύτερης κατηγορίας εναντίον του εφεσείοντος για "απόπειρα παρεμπόδισης της κανονικής πορείας της δικαιοσύνης κατά παράβαση των Άρθρων 121(β) και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154".

Μετά την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στην 1η κατηγορία.  Τον βρήκε ένοχο στη δεύτερη κατηγορία και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 8 μηνών.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης σε σχέση με την εφαρμογή του Άρθρου 121(β) του Κεφ. 154.

Η θέση των διαδίκων ήταν ότι η καταδίκη με βάση το Άρθρο 121(β) ήταν εσφαλμένη. Ο δικηγόρος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε ότι το εφαρμοστέο άρθρο είναι το 122(β) δυνάμει του οποίου ο εφεσείων είχε κατηγορηθεί στην αρχική πρώτη κατηγορία και κάλεσε το Εφετείο να καταδικάσει τον εφεσείοντα για το αδίκημα της αρχικής πρώτης κατηγορίας - κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ. 155 - με τροποποιημένες όμως λεπτομέρειες του αδικήματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ενόψει της αθώωσης και απαλλαγής του εφεσείοντος, επί της κατηγορίας στην οποία το Εφετείο καλείται τώρα να τον καταδικάσει βάσει του Άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ. 155, μια δεύτερη ποινική δίωξη για το αδίκημα για το οποίο έχει αθωωθεί θα είχε να αντιμετωπίσει το δόγμα του δεδικασμένου.

2.  Το γεγονός ότι οι λεπτομέρειες του προτεινόμενου αδικήματος είναι κάπως διαφορετικές από εκείνες της αρχικής - πρώτης κατηγορίας - δεν εμποδίζει την επίκληση του δόγματος autrefois acquit.

3.  Η προτεινόμενη κατηγορία αναφέρεται στο ίδιο αδίκημα και βασίζεται πάνω στα ίδια γεγονότα και στον ίδιο Νόμο.  Αποτελεί κατηγορία για την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε [*496]να καταδικάσει τον κατηγορούμενο.  Επομένως σε περίπτωση άσκησης νέας ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσείοντος, με βάση κατηγορητήριο το οποίο θα περιέχει την προτεινόμενη κατηγορία, ο εφεσείων θα μπορούσε να προβάλει επιτυχώς το δόγμα του autrefois acquit.  Ενόψει της απουσίας έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης και της εμβέλειας του δόγματος του autrefois acquit, το Εφετείο δεν έχει εξουσία να εξετάσει θέμα καταδίκης του εφεσείοντος επί της προτεινόμενης κατηγορίας κατ’ επίκληση του Άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ. 155.

4.  Από το προτεινόμενο αδίκημα ελλείπει ένα ουσιαστικό στοιχείο – η δικαστική διαδικασία.  Η έλλειψη του στοιχείου αυτού σημαίνει πως ο εφεσείων δεν διέπραξε το προτεινόμενο αδίκημα.  Κατά συνέπεια απουσιάζει η πρώτη προϋπόθεση για εφαρμογή του Άρθρου 85(4) του Κεφ. 155, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε αδίκημα που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.  Η ύπαρξη των προϋποθέσεων του Άρθρου 85(4) είναι αναγκαίες για την άσκηση των εξουσιών που παρέχονται στο Εφετείο από το Άρθρο 145(1)(γ) του Κεφ. 155.

Η έφεση επιτράπηκε.  Η καταδικαστική απόφαση ακυρώθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Isa a.o. v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39,

Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458,

Connelly v. Director of Public Prosecutions [1964] A.C. 1254,

Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 177,

Ρόπα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 294,

Isaias v. Police (1966) 2 C.L.R. 43.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 8182/00, με την οποία, καταδικάστηκε, στις 16/5/01 για το αδίκημα της απόπειρας παρεμπόδισης της κανονικής πορείας της δικαιοσύνης κατά παράβαση των Άρθρων 121(β) και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. [*497]154 και του επιβλήθηκε στις 17/5/01 ποινή φυλάκισης 8 μηνών.

Ν. Καλλής, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) μια κατηγορία για τη διάπραξη του αδικήματος της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία κατά παράβαση του άρ. 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος «ο κατηγορούμενος την 10η Απριλίου 2001 στην Ερήμη της Επαρχίας Λεμεσού, ετέλεσε πράξη η οποία ήταν ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει Αστυνομική έρευνα που διεξάγετο με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας στην υπόθεση ένοπλης ληστείας με αρ. Π.Φ. ΤΑΕ Λεμεσού Σ’ 358/01, δηλαδή, ζήτησε από τον Αστ. 2127 Β. Δημητρίου από τη Λεμεσό μάρτυρα κατηγορίας στην πιο πάνω υπόθεση να αλλοιώσει την μαρτυρική του κατάθεση και να καταθέσει ψευδή στοιχεία αποκρύπτοντας την αλήθεια». 

Από τη μαρτυρία η οποία είχε προσαχθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προέκυπτε ότι ο εφεσείων είχε προτρέψει το πρόσωπο που κατονομάζεται στο κατηγορητήριο να αλλοιώσει τη μαρτυρία που θα έδινε ενώπιον του Δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την υπόθεση της ένοπλης ληστείας που αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

Ενόψει της μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό «που ήταν ενδεχόμενο να επηρεαστεί ήταν η ποινική δίκη που θα γινόταν στο Κακουργιοδικείο για τη ληστεία και όχι η αστυνομική έρευνα που διεξάγετο με σκοπό έναρξη δικαστικής διαδικασίας».

Ήταν κοινώς παραδεκτό ότι κατά την 10.4.2001 – ημερ. διάπραξης του αδικήματος - δεν υφίστατο οποιαδήποτε ποινική διαδικασία σε σχέση με το αδίκημα της ένοπλης ληστείας. Η ποινική υπόθεση εναντίον του Πανίκου Χαραλάμπους καταχωρήθηκε με[*498]ταγενέστερα και πήρε τον αριθμό 8480/01.  

Λόγω της μη ύπαρξης δικαστικής διαδικασίας κατά την πιο πάνω ημερομηνία το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το άρ. 122(α) ή (β) δεν έχει εφαρμογή.

Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό που συνιστούσε η πράξη του εφεσείοντα ήταν απόπειρα παρεμπόδισης της απονομής της δικαιοσύνης όπως ορίζεται στο αρ. 121(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Επειδή η δίκη είχε περατωθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τυγχάνει εφαρμογής το αρ. 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην προσθήκη δεύτερης κατηγορίας εναντίον του εφεσείοντα για το αδίκημα της «απόπειρας παρεμπόδισης της κανονικής πορείας της δικαιοσύνης κατά παράβαση των άρθρων 121(β) και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 754». Οι «λεπτομέρειες αδικήματος» της δεύτερης κατηγορίας είχαν ως εξής:

«Ο κατηγορούμενος την 10.4.2001 στην Ερήμη της Επαρχίας Λεμεσού αποπειράθηκε να παρεμποδίσει την κανονική πορεία της δικαιοσύνης στην υπόθεση ένοπλης ληστείας που ευρισκόταν στο στάδιο της αστυνομικής έρευνας με αρ. Π.Φ. ΤΑΕ Σ’  358/01 δηλαδή εζήτησε από τον Αστυφύλακα 2127 Β. Δημητρίου από τη Λεμεσό μάρτυρα κατηγορίας στην πιο πάνω υπόθεση να αλλοιώσει τη μαρτυρική του κατάθεση και να μαρτυρήσει στην επικείμενη δίκη ψευδή στοιχεία αποκρύπτοντας την αλήθεια.»

Μετά την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα στην 1η κατηγορία. Τον βρήκε ένοχο στη δεύτερη κατηγορία και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 8 μηνών.

Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης σε σχέση με την εφαρμογή του πιο πάνω άρ. 121(β) του Κεφ. 154. Ο κ. Καλλής, εκ μέρους του εφεσείοντα, υποστήριξε ότι το άρθρο 121(β) «απαιτεί ο παραβάτης να μεταπείθει, παρεμποδίζει ή αποτρέπει οποιονδήποτε πρόσωπο που είναι νόμιμα υπόχρεο να εμφανισθή και να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας ή αποπειράται να πράξει τούτο». Από την ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία – συνέχισε – από τα ευρήματά του αλλά και από τις λεπτομέρειες αδικήματος που ο Πρωτόδικος Δικαστής συνέταξε ο εφεσείων δεν προσπάθησε να μεταπείσει, παρεμποδίσει ή αποτρέψει τον μάρτυρα Δημητρίου από του να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να δώσει μαρτυρία αλλά εζήτησε από τον ως άνω μάρτυρα να αλλοιώσει τη μαρτυρική κατάθεσή του και να μαρτυρήσει στην επικείμενη δίκη ψευδή στοιχεία αποκρύπτοντας την αλήθεια.

Με την πιο πάνω θέση του κ. Καλλή συμφώνησε και ο κ. Παπαϊωάννου, εκ μέρους της εφεσίβλητης. Ο τελευταίος δήλωσε ότι η καταδίκη με βάση το άρθρο 121(β) του Κεφ. 154 ήταν εσφαλμένη.  Υπέβαλε ωστόσο ότι το εφαρμοστέο άρθρο είναι το άρθρο 122(β) του Κεφ. 154 δυνάμει του οποίου ο εφεσείων είχε κατηγορηθεί στην αρχική – πρώτη κατηγορία. Μας κάλεσε να καταδικάσουμε τον εφεσείοντα για το αδίκημα της αρχικής – πρώτης κατηγορίας – κατ’ εφαρμογή του άρθρου 145(1)(γ)* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 με τροποποιημένες, όμως, λεπτομέρειες του αδικήματος με την απάλειψη της πρότασης «αστυνομική έρευνα που διεξάγετο με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας στην» και την αντικατάσταση της με την πρόταση «δικαστική διαδικασία σε σχέση με». Παραθέτουμε το κατηγορητήριο όπως θα διαμορφωνόταν με την εισήγηση του κ. Παπαϊωάννου:

«Ο κατηγορούμενος την 10η  Απριλίου 2001 στην Ερήμη, της Επαρχίας Λεμεσού, ετέλεσε πράξη η οποία ήταν ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει δικαστική διαδικασία σε σχέση με υπόθεση ένοπλης ληστείας με αρ. Π.Φ. ΤΑΕ Λεμεσού Σ’ 358/01, δηλαδή, ζήτησε από τον Αστ. 2127 Β. Δημητρίου από τη Λεμεσό μάρτυρα κατηγορίας στην πιο πάνω υπόθεση να αλλοιώσει την μαρτυρική του κατάθεση και να καταθέσει ψευδή στοιχεία αποκρύπτοντας στην αλήθεια.»

Έρεισμα της πιο πάνω εισήγησης του κ. Παπαϊωάννου ήταν τα [*500]νομολογηθέντα στις υποθέσεις Isa and Another v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39 και Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458.

Στις πιο πάνω δύο υποθέσεις το Εφετείο κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω  άρθρων 85(4) και 145(1)(γ) του Κεφ. 155 προχώρησε στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη νέων κατηγοριών εναντίον των  εφεσειόντων και τους καταδίκασε για τα αδικήματα των νέων κατηγοριών. Δεν παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε στα γεγονότα των πιο πάνω δύο υποθέσεων γιατί τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις εκείνες δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

Θα προχωρήσουμε, στη συνέχεια, να εξετάσουμε κατά πόσο έχουμε εξουσία ή δικαιοδοσία να εφαρμόσουμε τις πρόνοιες του άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ. 155 και να καταδικάσουμε τον εφεσείοντα επί της τροποποιημένης κατηγορίας όπως την έχει εισηγηθεί ο κ. Παπαϊωάννου.

Η εισήγηση του κ. Παπαϊωάννου παραγνωρίζει ένα πολύ σοβαρό παράγοντα.  Τον παράγοντα της αθώωσης και απαλλαγής του εφεσείοντα επί της κατηγορίας στην οποία μας καλεί τώρα να τον καταδικάσουμε, στην άσκηση των εξουσίων που μας παρέχονται από το άρθρο 145(1)(γ) του Κεφ. 155, χωρίς να έχει ασκηθεί έφεση κατά την αθωωτικής απόφασης.

Ενόψει της αθώωσης και απαλλαγής του εφεσείοντα μια δεύτερη ποινική δίωξή του για το αδίκημα για το οποίο έχει αθωωθεί θα είχε να αντιμετωπίσει το δόγμα του δεδικασμένου. Δεν χρειάζεται να προβούμε σε εκτεταμένη ανάλυση των αρχών που διέπουν την εφαρμογή του δεδικασμένου σε ποινικές υποθέσεις.  Συνοψίζονται ως εξής στον Archbold 1995, παραγ. 4-149:

“The doctrine of res judicata does apply to the criminal law in the form of the maxim nemo debet bis vexari pro eadem causa, or nemo debet bis puniri pro uno delicto – ‘no-one should be twice put in jeopardy of being convicted and punished for the same offence’ (the rule against ‘double jeopardy’).  The pleas of autrefois convict and acquit are founded on these maxims”.

 

Σε μετάφραση:

«Το δόγμα του δεδικασμένου τυγχάνει εφαρμογής στη σφαίρα [*501]του ποινικού δικαίου υπό τον τύπο του αποφθέγματος nemo debet bis vexari pro eadem causa, or nemo debet bis puniri pro uno delicto – ‘κανένας δεν μπορεί να τίθεται δύο φορές σε κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα’ (ο κανόνας κατά του διπλού κινδύνου). Οι αρχές του autrefois convict and acquit είναι θεμελιωμένες επί των πιο πάνω αποφθεγμάτων».

Το γεγονός ότι οι λεπτομέρειες του προτεινόμενου αδικήματος είναι κάπως διαφορετικές από εκείνες της αρχικής - πρώτης κατηγορίας - δεν εμποδίζει την επίκληση του δόγματος autrefois acquit .

Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Spencer Bower and Turner “The Doctrine of Res Judicata”, 2nd  ed., σελ. 272:

“Not only is the plea available in respect of any repetition of the actual charge of which the accused has previously been acquitted; he is also protected on counts on which the jury could have convicted him in the earlier proceedings, even though he was not in them made the subject of a formal acquittal on such counts.”

Σε μετάφραση:

«Όχι μόνο το δόγμα είναι διαθέσιμο σε σχέση με οποιαδήποτε επανάληψη της πραγματικής κατηγορίας για την οποία ο κατηγορούμενος είχε προηγουμένως αθωωθεί αλλά επίσης προστατεύεται και για κατηγορίες για τις οποίες οι ενόρκοι θα μπορούσαν να τον καταδικάσουν στην αρχική διαδικασία, έστω και αν σε σχέση με αυτές δεν είχε τύχει τυπικής αθώωσης.»

Η αρχή την οποία επικαλείται το πιο πάνω σύγγραμμα έχει τεθεί στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Connelly v. Director of Public Prosecutions [1964] A.C. 1254 – απόφαση του Lord Morris, στη σελ. 1311: 

«The authorities to which I have referred show that the plea of autrefois acquit has availed if the charge contained in a later indictment is one of which a man could have been convicted on the trial of the earlier indictment.”

Σε μετάφραση:

«Οι αυθεντίες στις οποίες έχω αναφερθεί δείχνουν ότι μπορεί να [*502]γίνει επίκληση του δόγματος του autrefois aquit αν η κατηγορία που περιέχεται σε μεταγενέστερο κατηγορητήριο είναι μια για την οποία ένας θα μπορούσε να καταδικαστεί κατά την εκδίκαση του αρχικού κατηγορητηρίου».

Στην ίδια απόφαση ο Lord Devlin θέτει το θέμα ως εξής στις σελ. 1339-1340:

“For the doctrine of autrefois to apply it is necessary that the accused should have been put in peril of conviction for the same offence as that with which he is then charged. The word ‘offence’ embraces both the facts which constitute the crime and the legal characteristics which make it an offence.  For the doctrine to apply it must be the same offence both in fact and in law.”

Σε μετάφραση:

 

«Για την εφαρμογή του δόγματος του autrefois είναι αναγκαίο όπως ο κατηγορούμενος να είχε τεθεί στον κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα όπως εκείνο για το οποίο τώρα κατηγορείται.  Η λέξη ‘αδίκημα’ περιλαμβάνει τόσο τα γεγονότα τα οποία συνιστούν το έγκλημα και τα νομικά χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν αδίκημα. Για την εφαρμογή του δόγματος πρέπει να είναι το ίδιο αδίκημα τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και το νόμο.»

Στην παρούσα υπόθεση είναι πρόδηλο ότι η προτεινόμενη κατηγορία αναφέρεται στο ίδιο αδίκημα και βασίζεται πάνω στα ίδια γεγονότα και στον ίδιο Νόμο. Αποτελεί κατηγορία για την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει τον εφεσείοντα. Επομένως σε περίπτωση άσκησης νέας ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσείοντα, με βάση κατηγορητήριο το οποίο θα περιέχει την προτεινόμενη κατηγορία, ο εφεσείων θα μπορούσε να προβάλει επιτυχώς το δόγμα του autrefois acquit.   Εν όψει της απουσίας έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης και της εμβέλειας του δόγματος του autrefois acquit θεωρούμε ότι δεν έχουμε εξουσία να εξετάσουμε θέμα καταδίκης του εφεσείοντα επί της προτεινόμενης κατηγορίας κατ’ επίκληση του άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ. 155. Υιοθέτηση τέτοιας πορείας θα παραβίαζε τον κανόνα του διπλού κινδύνου και το δόγμα του autrefois acquit το οποίο είναι θεμελιωμένο επί του πιο πάνω κανόνα (Βλ. και άρθρο 12.2 του Συντάγματος, Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 177 και Ρόπα κ.ά. ν. Δημοκρατίας  (Αρ. 1) [*503](2000) 2 Α.Α.Δ. 294).

Υπάρχει και δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να ασκήσουμε τις εξουσίες που μας παρέχονται από το άρθρο 145(1)(γ) του Κεφ. 155. Θα αναφερθούμε σ’ αυτό το λόγο στη συνέχεια.

Για την άσκηση των εξουσιών που του παρέχονται από το άρθρο 145(1) (γ) του Κεφ. 155 το Εφετείο πρέπει να έχει υπόψη του τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 85(4) του Κεφ. 155 (βλ. Isa, πιο πάνω στη σελ. 47 και Κυριάκου, πιο πάνω στις σελ. 469, 470).  Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής:

(α)  Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

(β)  Είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

(γ)  Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα ο κατηγορούμενος δεν υπόκεται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.

(δ)  Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπισή του.

Ο κ. Παπαϊωάννου μας έχει καλέσει να καταδικάσουμε τον εφεσείοντα για τη διάπραξη του αδικήματος που προβλέπεται από το άρθρο 122 (β) του Κεφ. 154 το οποίο έχει ως εξής:

«122.  Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη –

(α)   ..................................................................................................

(β)   προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου,

είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»

[*504]

Οι λεπτομέρειες του αδικήματος όπως έχουν διατυπωθεί από τον κ. Παπαϊωάννου φέρουν τον εφεσείοντα να «ετέλεσε πράξη η οποία ήταν ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει δικαστική διαδικασία σε σχέση με υπόθεση ληστείας». 

Το άρθρο 4 του Κεφ. 154 δίνει τον πιο κάτω ορισμό του όρου «δικαστική διαδικασία» τον οποίο συναντούμε στο πιο πάνω άρθρο 122(β) του Κεφ. 154 και στις λεπτομέρειες του αδικήματος, όπως έχουν διατυπωθεί από τον κ. Παπαϊωάννου:

«‘Δικαστική διαδικασία’ περιλαμβάνει κάθε διαδικασία που διεξάγεται ή που ασκείται ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή ερευνητικής επιτροπής ή προσώπου, που δύναται να πάρουν ένορκη μαρτυρική κατάθεση, ανεξάρτητα αν λαμβάνουν ή όχι τέτοια ένορκη μαρτυρική κατάθεση.»

Το άρθρο 122(β) του Κεφ. 154 περιέχει σαφή διαχωρισμό των όρων «δικαστική διαδικασία» και «αστυνομική έρευνα».

Για την έννοια του όρου «δικαστική διαδικασία» πρέπει να καταφύγουμε στον πιο πάνω ορισμό που παρέχεται από το άρθρο 4 του Κεφ. 154.  Ο ορισμός αυτός είναι σαφής.  Είναι επιδεκτικός μιας και μόνης ερμηνείας.  Για τη διάπραξη του αδικήματος που προβλέπεται από το άρθρο 122(β) του Κεφ. 154 πρέπει κατά το χρόνο της διάπραξής του να υφίσταται ή εκκρεμεί ενώπιον Δικαστηρίου δικαστική διαδικασία εναντίον κάποιου κατηγορούμενου. Εδώ, όπως ορθά διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υφίστατο ποινική διαδικασία γιατί η ποινική υπόθεση εναντίον του Πανίκου Χαραλάμπους καταχωρήθηκε μετά τη διάπραξη του επίδικου στην παρούσα έφεση αδικήματος. Επομένως από το προτεινόμενο από τον κ. Παπαϊωάννου αδίκημα ελλείπει ένα ουσιαστικό στοιχείο – η δικαστική διαδικασία.  Η έλλειψη αυτού του στοιχείου σημαίνει πως ο εφεσείων δεν διέπραξε το προτεινόμενο αδίκημα. Κατά συνέπεια απουσιάζει η πρώτη προϋπόθεση για εφαρμογή του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε αδίκημα που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

Όπως έχουμε ήδη υποδείξει (βλ. σελ. 503, πιο πάνω) για την άσκηση των εξουσιών που παρέχονται από το άρθρο 145(1)(γ) του Κεφ. 155 πρέπει να έχουμε υπόψη μας τις προϋποθέσεις του άρθρου 85(4) του ιδίου Νόμου.

[*505]

Ενόψει της διαπιστωθείσας απουσίας της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155 δεν έχουμε εξουσία ή αρμοδιότητα να εφαρμόσουμε το άρθρο 145(1)(γ) του Κεφ. 155.

Για τους πιο πάνω - δύο - λόγους η εισήγηση του κ. Παπαϊωάννου δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Η εγκυρότητα του μόνου λόγου της έφεσης που έχει προβληθεί δεν έχει αμφισβητηθεί από τον κ. Παπαϊωάννου.  Παρά την συναίνεση των δικηγόρων των μερών πρέπει να αποφανθεί και το Εφετείο επί της εγκυρότητας  ή μη του λόγου της έφεσης (Βλ. Isaias v. Police (1966) 2 C.L.R. 43). Αφού τον εξετάσαμε συμφωνούμε με τα όσα έχει υποστηρίξει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.  Έπεται πως η έφεση πρέπει να επιτραπεί και η καταδικαστική απόφαση να ακυρωθεί.

Η έφεση επιτρέπεται.  Η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο