Λοΐζου Λοΐζος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 546

(2001) 2 ΑΑΔ 546

[*546]24 Ιουλίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΪΖΟΥ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6987)

,

ΛΟΪΖΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6990)

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6987, 6990)

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία συναυτουργού ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του ως προς τους κινδύνους που ενυπάρχουν στη μαρτυρία συναυτουργού και την αποδέχθηκε χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές της νομολογίας που διέπουν την προσέγγιση της μαρτυρίας συναυτουργού.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ― Συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα ― Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το Δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Λέξεις και Φράσεις ― "Ίσοι ενώπιον του Νόμου", στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.

Ποινή ― Διάρρηξη γραφείου και κλοπή ― Διάρρηξη καταστήματος και κλοπή ― Διάρρηξη γραφείου «επί σκοπού διαπράξεως κακουργήματος» ― Κακόβουλη ζημιά ― Κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο ― Διάρρηξη περιπτέρου και κλοπή ― Προϊόν κλοπής ανερχόταν σε £1677 ― Κλάπηκαν επίσης διάφορα αντικείμενα και τσιγάρα αξίας £835,50 -.

Ενεργοποίηση προηγούμενης ποινής φυλάκισης 9 μηνών με αναστολή για [*547]το αδίκημα της παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών ― Δύο προηγούμενες καταδίκες ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 4½  ετών για τη διάρρηξη, 2 ετών για την κακόβουλη ζημιά και 3 ετών για την κλοπή ― Χαρακτηρίστηκαν αυστηρές αλλά δεν κρίθηκαν υπερβολικές ώστε να καθίσταται επιβεβλημένη η παρέμβαση του Εφετείου.

Ποινή ― Άνιση μεταχείριση ― Η αρχή της ισότητας δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται.

Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Πρέπει να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης ― Ο τρόπος συμμετοχής και ή έκταση στην προετοιμασία και το σχεδιασμό της παράνομης ενέργειας, δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση, στις επιβληθείσες σε ένα έκαστο των κατηγορουμένων, ποινές.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παραδοχή ενοχής και παροχή βοήθειας προς την Αστυνομία για εξιχνίαση των αδικημάτων.

Ποινή ― Ενεργοποίηση προηγούμενης ποινής με αναστολή ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει τους λόγους αναστολής ― Πρέπει μόνο να λαμβάνει υπόψη ότι η επιβληθείσα ποινή επί του κυρίως αδικήματος μαζί με την ενεργοποιημένη ποινή, δεν είναι υπερβολική.

Ποινή ― Χορήγηση χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε συγκαταδικασθέντα του εφεσείοντος σε φυλάκιση ― Κατά πόσο προσμετρά στον καθορισμό της ποινής.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Συνιστά πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή είναι εσφαλμένη για λόγους αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Διαρρήξεις και κλοπές ― Η σοβαρότητα και η συχνότητα διάπραξής τους συνηγορούν υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών.

Οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

1) Διάρρηξη γραφείου και κλοπή.

2) Διάρρηξη καταστήματος και κλοπή.

3) Διάρρηξη γραφείου «επί σκοπού διαπράξεως κακουργήματος».

4) Κακόβουλη ζημιά.

5) Κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο.

[*548]

Ο εφεσείων στην έφεση 6990 (ο εφεσείων Κωνσταντίνου) καταδικάστηκε επίσης για τα ακόλουθα αδικήματα:

(α)   Διάρρηξη γραφείου και κλοπή.

(β)   Διάρρηξη περιπτέρου και κλοπή.

(γ)   Κακόβουλη ζημιά.

Η μαρτυρία του πρώην συγκατηγορούμενου τους Ηράκλη Νεοφύτου (ο Ηράκλης) διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καταδίκη. Το παράπονο του εφεσείοντος Λοΐζου αφορά την ποιότητα ή προέλευση της εν λόγω μαρτυρίας – προερχόταν από συναυτουργό ο οποίος έδωσε δύο αντιφατικές καταθέσεις στην Αστυνομία αναφορικά με την εμπλοκή του ιδίου και των εφεσειόντων στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.

Σχετικά με τη μαρτυρία αυτή το Κακουργιοδικείο ανέφερε:

«Έχοντας υπόψη μας τα πιο πάνω προσεγγίζουμε τη μαρτυρία του Ηράκλη με τη μέγιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα.  Μας έδωσε έντονα την εντύπωση ανθρώπου που είχε αποφασίσει να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο και όντως έλεγε την αλήθεια.  Ήθελε όπως είπε να καθαρίσει και ν’ αφήσει στο παρελθόν όσα τον συνέδεαν με την παράνομη δραστηριότητά του. Πιστεύουμε ότι ήρθε στο Δικαστήριο να καταθέσει με ειλικρίνεια.  Έδωσε κάποιες εξηγήσεις για τη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής του. Οι εξηγήσεις του φαίνονται και είναι λογικές.  Δεν ήθελε να εμπλέξει αρχικά τους Λοΐζο και Αιμίλιο γιατί πίστευε ότι δεν ήταν οι βασικοί υπεύθυνοι.  Έδωσε και κάποιες εξηγήσεις περαιτέρω γιατί αποφάσισε τελικώς να μιλήσει. Έδωσε περισσότερες από μια εξηγήσεις. Αυτό είναι ορθό.  Όμως οι εξηγήσεις του δεν αλληλοσυγκρούονται.  Μπορούν να υπάρχουν σωρευτικά.

..........................................................................................................................

Παρά την πρώτη αντιφατική κατάθεση του Ηράκλη και παρά τα όσα πιο πάνω επισημάναμε, πιστεύουμε ότι έλεγε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Εξάλλου κάποιες μικρές αντιφάσεις στη μαρτυρία του ή μεταξύ της μαρτυρίας του και άλλων μαρτύρων κατηγορίας είναι σε επουσιώδεις λεπτομέρειες που δεν επηρεάζουν τη συνολική καλή εντύπωση που μας έκαμε. Δεν παραβλέπουμε ότι αναφέρθηκε σε σωρεία υποθέσεων μετά από την πάροδο μάλιστα κάποιου χρονικού διαστήματος και ήταν λογικό κάποιες λεπτομέρειες γεγονότων να του είχαν διαφύγει.»

[*549]Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί με τον ορθό τρόπο και έχει προσεγγίσει το θέμα της μαρτυρίας του συναυτουργού με τον τρόπο που έχει προδιαγραφεί από τη νομολογία.  Οι σχετικές αρχές της νομολογίας δεν εναποθέτουν υποχρέωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο να ζητήσει ενισχυτική μαρτυρία αν αισθάνεται – όπως είναι εδώ η περίπτωση – ότι μπορεί να βασιστεί πάνω στη μαρτυρία του συναυτουργού χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

2.  Το Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα.  Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως μαρτυρίας.

3.  Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του μάρτυρα Ηράκλη. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα το πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων, εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό, να καταλήξει σε αυτά.

4.  Δεν τεκμηριώθηκαν λόγοι για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία του Ηράκλη και του εφεσείοντος.

Η έφεση αρ. 6987 απορρίπτεται.

Ο εφεσείων Κωνσταντίνου εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική και ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας.  Ο ισχυρισμός για άνιση μεταχείριση είχε σαν έρεισμα την ποινή που είχε επιβληθεί στον συγκατηγορούμενό του – τον Ηράκλη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι πιο κάτω παράγοντες δικαιολογούν επαρκώς την διαφοροποίηση της ποινής:

(α)          Ο ενεργότερος ρόλος του εφεσείοντος Κωνσταντίνου στη διάπραξη των αδικημάτων.

(β)          Η ύπαρξη μετριαστικών παραγόντων στην περίπτωση του Ηράκλη – η παραδοχή ενοχής και η συνεργασία του με την αστυνομία – οι οποίοι δεν υπάρχουν στην περίπτωση του εφεσείοντος [*550]Κωνσταντίνου.

(γ)          Ο περιορισμένος ρόλος του εφεσείοντος Λοΐζου και του κατηγορούμενου Αιμίλιου Λοΐζου.

2.  Η απονομή προεδρικής χάριτος στον Ηράκλη δεν προσμετρά στον καθορισμό της ποινής του εφεσείοντος Κωνσταντίνου.

3.  Δεν παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο να εξετάσει του λόγους αναστολής της ποινής.  Αυτό που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι όπως η συνολική τιμωρία, ήτοι η ποινή επί του κυρίως αδικήματος και η ενεργοποιημένη ποινή, μη είναι υπερβολική.

4.  Ενόψει της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, η εκκαλούμενη ποινή, αν και αυστηρή, δεν είναι υπερβολική ώστε να καθίσταται επιβεβλημένη η παρέμβαση του Εφετείου.

Η ποινική έφεση αρ. 6990 απορρίπτεται.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361,

Khadar a.o. v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132,

Πουτζουρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52,

R. v. Baskerville 12 Cr. App. R. 81,

Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224,

Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Liatsos v. Police (1968) 2 C.L.R. 15,

Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34,

Psaras v. Police (1987) 2 C.L.R. 132,

[*551]

Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231,

Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,

D.P.P. v. Hester [1972] 3 All E.R. 1056 (H.L.),

D.P.P. v. Kilbourne [1973] A.C. 729 (H.L.),

Boardman v. D.P.P. [1974] 3 All E.R. 807 (H.L.),

R. v. Turner, 61 Cr. App. R. 67,

Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping [1987] 2 All E.R. 488,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39,

Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

Bauer v. Ηροδότου και Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325,

Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120,

Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,

Georghiou a.o. v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109,

Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251,

Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115,

Κάττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273,

Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67,

Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354,

Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593,

[*552]

Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125,

Μεϊτανής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 177,

R. v. Belton and Petrow [1997] 1 Cr. App. R. (S) 215,

Ghafari v. Αστυνομία (2001) 2 Α.Α.Δ. 442,

Tremarco [1979] 1 Cr. App. R. (S) 286,

Καύκαρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51,

Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 267,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200,

Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,

Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 487.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης & Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο (Έφεση 6987) εναντίον της καταδίκης του από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 23101/98, ημερομηνίας 28/6/00, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε τέσσερις κατηγορίες για διάρρηξη γραφείου και κλοπή κατά παράβαση των άρ. 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα,

Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 1, 12, 14 και 15) δύο κατηγορίες για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή κατά παράβαση των άρ. 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 6 και 13), μια κατηγορία για διάρρηξη γραφείου «επί σκοπώ διαπράξεως κακουργήματος» δηλαδή να κλέψουν χρήματα κατά παράβαση των αρ. 291, 295, 20 και 29 του Κεφ. 154 (η κατηγορία 11), δύο κατηγορίες για κακόβουλη ζημιά κατά παράβαση του άρ. 324(1) του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 2 και 7) και δύο κατηγορίες για κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο κατά παράβαση των άρ. 266(ζ), 255 και 20 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 3 και 8) και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 1/2  ετών, 18 μηνών και 2 ετών και έφεση από τον κατηγορούμενο (έφεση 6990) εναντίον της ποινής η οποία του επιβλήθηκε [*553]στις 10/7/00, με την ίδια απόφαση, δηλαδή, στην κάθε μια από τις κατηγορίες διάρρηξης (οι κατηγορίες 1, 4, 6, 10, 11, 12, 13, 14 και 15) σε φυλάκιση 4½  ετών.  Στην κάθε μια από τις κατηγορίες κακόβουλης ζημιάς (οι κατηγορίες 2, 5 και 7) σε φυλάκιση 2 ετών και στην κάθε μια από τις κατηγορίες κλοπής (οι κατηγορίες 3 και 8) σε φυλάκιση 3 ετών (συντρέχουσες ποινές) και κατά της ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης 9 μηνών με αναστολή η οποία του είχε επιβληθεί στις 30/4/98 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για το αδίκημα της παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών.

Γ. Καζαντζής, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 6987.

Μ. Σταματάρης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 6990.

Ν. Ταλαρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:   

Το Κατηγορητήριο.

Οι πιο πάνω δύο εφεσείοντες αντιμετώπισαν, μαζί με άλλους δύο συγκατηγορούμενούς τους, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) κατηγορητήριο το οποίο περιείχε 16 κατηγορίες.  Ο συγκατηγορούμενός τους Ηρακλής Νεοφύτου παραδέχθηκε ενοχή και έδωσε μαρτυρία εναντίον τους.  Οι δυο εφεσείοντες μαζί με τον συγκατηγορούμενό τους Αιμίλιο Λοΐζου δεν παραδέχθηκαν ενοχή.  Μετά από ακροαματική διαδικασία οι δυο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι πάνω στις πιο κάτω κατηγορίες: 

(1)  Τέσσερις κατηγορίες για διάρρηξη γραφείου και κλοπή κατά παράβαση των άρ. 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 1, 12, 14 και 15).

(2)  Δύο κατηγορίες για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή κατά παράβαση των άρ. 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 6 και 13).

[*554](3)         Μια κατηγορία για διάρρηξη γραφείου «επί σκοπώ διαπράξεως κακουργήματος» δηλαδή να κλέψουν χρήματα κατά παράβαση των αρ. 291, 295, 20 και 29 του Κεφ. 154 (η κατηγορία 11).

(4)  Δύο κατηγορίες για κακόβουλη ζημιά κατά παράβαση του άρ. 324(1) του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 2 και 7).

(5)  Δύο κατηγορίες για κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο κατά παράβαση των άρ. 266(ζ), 255 και 20 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 3 και 8).

Ο εφεσείων στην Έφεση 6990 (ο εφεσείων Κωνσταντίνου) έχει, επίσης, βρεθεί ένοχος πάνω στις εξής κατηγορίες:

(α)   Μια κατηγορία για διάρρηξη γραφείου και κλοπή (η κατηγορία 4).

(β)   Μια κατηγορία για διάρρηξη περιπτέρου και κλοπή (η κατηγορία 10).

(γ)   Μια κατηγορία για κακόβουλη ζημιά (η κατηγορία 5).

Το προϊόν της κλοπής στις κατηγορίες διαρρήξεων στις οποίες είχαν καταδικασθεί και οι δύο εφεσείοντες ήταν κυρίως μετρητά.  Ανέρχεται στο ποσό των £1677.  Το προϊόν της κλοπής στην μια από τις κατηγορίες – στην κατηγορία 15 – ήταν διάφορα αντικείμενα αξίας £400.  Το προϊόν της κλοπής στις κατηγορίες 4 και 10, στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων Κωνσταντίνου, ήταν ένα χρηματοκιβώτιο άγνωστης αξίας – στην κατηγορία 4 – και τσιγάρα αξίας £835.50 σεντ – στην κατηγορία 10.

Οι δύο κατηγορίες για κακόβουλη ζημιά στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι οι δυο εφεσείοντες αφορούσαν καταστροφή δύο κλαπέντων χρηματοκιβωτίων, το ένα αξίας £500 και ένα άγνωστης αξίας.  Η μια κατηγορία για κακόβουλη ζημιά, στην οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων Κωνσταντίνου, αφορούσε καταστροφή ενός κλαπέντος χρηματοκιβωτίου αξίας £200.

Σε μερικές από τις πιο πάνω κατηγορίες κρίθηκε ένοχος και ο πρώην συγκατηγορούμενος των εφεσειόντων Αιμίλιος Λοΐζου.  Ο τελευταίος απέσυρε την έφεσή του (με αρ. 6989) και επομένως η καταδίκη του δεν θα μας απασχολήσει.

Οι ποινές.

[*555]

Ο εφεσείων στην Έφεση 6987 (ο εφεσείων Λοΐζου) καταδικάστηκε στις πιο κάτω ποινές:

Στην κάθε μια από τις κατηγορίες διάρρηξης (οι κατηγορίες 1, 6, 11, 12, 13, 14 και 15) σε φυλάκιση 2½  ετών.  Στην κάθε μια από τις κατηγορίες κακόβουλης ζημιάς (οι κατηγορίες 2 και 7) σε φυλάκιση 18 μηνών και στην κάθε μια από τις κατηγορίες κλοπής (οι κατηγορίες 3 και 8) σε φυλάκιση 2 ετών.  Όλες οι ποινές να συντρέχουν.

Ο εφεσείων Κωνσταντίνου καταδικάστηκε στις πιο κάτω ποινές:

Στην κάθε μια από τις κατηγορίες διάρρηξης (οι κατηγορίες 1, 4, 6, 10, 11, 12, 13, 14 και 15) σε φυλάκιση 4½  ετών.  Στην κάθε μια από τις κατηγορίες κακόβουλης ζημιάς (οι κατηγορίες 2, 5 και 7) σε φυλάκιση 2 ετών και στην κάθε μια από τις κατηγορίες κλοπής (οι κατηγορίες 3 και 8) σε φυλάκιση 3 ετών. Οι ποινές να συντρέχουν. Επίσης το Κακουργιοδικείο ενεργοποίησε ποινή φυλάκισης 9 μηνών με αναστολή η οποία είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα στις 30.4.98 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για το αδίκημα της παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών.

Η μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.     

Η μαρτυρία για την ενοχή των δύο εφεσειόντων προερχόταν κυρίως από τον πρώην συγκατηγορούμενό τους Ηράκλη Νεοφύτου (ο Ηράκλης). Ο τελευταίος έδωσε πλήρη περιγραφή της εμπλοκής του, καθώς και για την εμπλοκή των δύο εφεσειόντων, στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων. Έδωσε δύο καταθέσεις στην Αστυνομία. Στην πρώτη κατάθεσή του, όπως ανέφερε, ενέπλεξε τον εαυτό του για να ξεκαθαρίσει και τον εφεσείοντα Κωνσταντίνου εναντίον του οποίου υπήρχαν στοιχεία, «αλλά δεν ήθελε να εμπλέξει τους υπόλοιπους γιατί πίστευε ότι άμεσα υπεύθυνοι ήταν ο ίδιος και ο εφεσείων Κωνσταντίνου».  Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κατάθεσης πέρασαν περίπου δύο βδομάδες.  Αποφάσισε  να εμπλέξει και τους άλλους δύο κατηγορούμενους μετά που έμαθε ότι ο εφεσείων Λοΐζου τον κατηγορούσε παρόλον ότι ο ίδιος αρχικά δεν το ενέπλεξε και αφέθηκε ελεύθερος όταν και αυτός είχε αρχικά συλληφθεί.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η μαρτυρία της Κατη[*556]γορούσας Αρχής στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία του Ηράκλη, ο οποίος ήταν συνεργός και τέως συγκατηγορούμενος των εφεσειόντων.  Για το λόγο αυτό – όπως το έθεσε – «αξιολόγησε τη μαρτυρία του από μόνη της και με ιδιαίτερη προσοχή». Έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα των δικηγόρων των εφεσειόντων. Οι τελευταίοι εισηγήθηκαν ότι η μαρτυρία του Ηράκλη ήταν ύποπτη και δεν μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς ενίσχυση. Υπέβαλαν, επίσης, ότι η μαρτυρία του ήταν αναξιόπιστη αφού αρχικά δεν τους ενέπλεξε και το έκαμε αρκετές μέρες αργότερα.

Πριν προχωρήσει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ηράκλη το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις αρχές που διέπουν τον τρόπο που τα δικαστήρια αντικρύζουν τη μαρτυρία μάρτυρα που «δίδει αντιφατικές καταθέσεις έξω από το Δικαστήριο».  Έκαμε αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, 197, 198:

«Η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, δε μπορεί να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει εκ προοιμίου την ευχέρειά του να αξιολογήσει κατά τον τρόπο που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Τούτο θα ήταν δυνατό μόνο αν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις.

............................................................................................................

Αναντίλεκτα οι αντιφατικές του καταθέσεις δημιουργούσαν ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του και επέβαλλαν την προσέγγιση της μαρτυρίας του με μεγάλη επιφυλακτικότητα.  Το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του, όπως προκύπτει από την απόφαση, με σαφή επίγνωση τόσο των αρχών δικαίου όσο και των γεγονότων που έτειναν να ρίξουν φως στην αξιοπιστία του.  Δέχθηκε το Δικαστήριο ότι οι καταθέσεις του που περιέχονται στα Τεκμήρια 13 και 14 δεν αντανακλούσαν την αλήθεια και επίσης δέχθηκε ότι έκαμε τις καταθέσεις αυτές κάτω από το βάρος των απειλών εναντίον της ζωής του και εκείνης της οικογένειάς του.»

Έκαμε, επίσης, αναφορά στις υποθέσεις Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361, Khadar and Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132 και Πουτζουρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, [*557]328 και 329, στην οποία επεξηγήθηκε η απόφαση στη Μιχαηλίδης (πιο πάνω).  Κατέληξε ως εξής:

«Έχοντας υπόψη μας τα πιο πάνω προσεγγίζουμε τη μαρτυρία του Ηράκλη με τη μέγιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα.  Μας έδωσε έντονα την εντύπωση ανθρώπου που είχε αποφασίσει να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο και όντως  έλεγε την αλήθεια.  Ήθελε όπως είπε να καθαρίσει και ν’  αφήσει στο παρελθόν όσα τον συνέδεαν με την παράνομη δραστηριότητά του.  Πιστεύουμε ότι ήρθε στο Δικαστήριο να καταθέσει με ειλικρίνεια. Έδωσε κάποιες εξηγήσεις για τη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής του. Οι εξηγήσεις του φαίνονται και είναι λογικές. Δεν ήθελε να εμπλέξει αρχικά τους Λοϊζο και Αιμίλιο γιατί πίστευε ότι δεν ήταν οι βασικοί υπεύθυνοι.  Έδωσε και κάποιες εξηγήσεις περαιτέρω γιατί αποφάσισε τελικώς να μιλήσει. Έδωσε περισσότερες από μια εξηγήσεις.  Αυτό είναι ορθό.  Όμως οι εξηγήσεις του δεν αλληλοσυγκρούονται.  Μπορούν να υπάρχουν σωρευτικά.  

.............................................................................................................

Παρά την πρώτη αντιφατική κατάθεση του Ηράκλη και παρά τα όσα πιο πάνω επισημάναμε, πιστεύουμε ότι έλεγε την αλήθεια στο Δικαστήριο.  Εξάλλου κάποιες μικρές αντιφάσεις στη μαρτυρία του ή μεταξύ της μαρτυρίας του και άλλων μαρτύρων κατηγορίας είναι σε επουσιώδεις λεπτομέρειες που δεν επηρεάζουν τη συνολική καλή εντύπωση που μας έκαμε. Δεν παραβλέπουμε ότι αναφέρθηκε σε σωρεία υποθέσεων μετά από την πάροδο μάλιστα κάποιου χρονικού διαστήματος και ήταν λογικό κάποιες λεπτομέρειες γεγονότων να του είχαν διαφύγει.»

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Ηράκλης «ήταν συγκατηγορούμενος με τους κατηγορούμενους στην παρούσα υπόθεση σε όλες τις κατηγορίες και ήταν επομένως συνεργός με αυτούς».  Η μαρτυρία του, σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικρύζεται με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο από τα δικαστήρια.  Η νομολογία - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο -  έχει δημιουργήσει κανόνα πρακτικής ότι στην περίπτωση συναυτουργών θα πρέπει ν’ απασχολήσει το Δικαστήριο το θέμα κατά πόσον χρειάζεται ν’ αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία αυτής του συναυτουργού ή όχι όποτε όμως θα πρέπει οι Δικαστές να προειδοποιήσουν τον εαυτό τους για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια ενέργεια. Έκαμε αναφορά στην υπόθεση Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52, 60, 61 στην οποία «τίθεται ο τρόπος που τα δικαστήρια πρέπει να ενεργούν [*558]όταν βρίσκονται μπροστά από μια τέτοια περίπτωση». Έκαμε, επίσης, αναφορά στη θεμελιακή απόφαση στην υπόθεση R. v. Baskerville 12 Cr. App. R. 81 ως προς το τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία καθώς και στην υπόθεση Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224. Κατέληξε ως εξής:

«Στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει ότι έχει ενώπιον του μαρτυρία προερχόμενη από συναυτουργό, θα πρέπει ν’ αποφασίσει αν θ’ αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία ή θα δώσει στον εαυτό του την προειδοποίηση για τους κινδύνους που ενυπάρχουν στο να στηριχθεί στη μαρτυρία του συναυτουργού.

........................................................................................................

Επισημαίνουμε όμως ότι ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο μπορεί να εντοπίσει μαρτυρία έχει την ευχέρεια να στηριχθεί στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του συναυτουργού (Βλ. μεταξύ άλλων Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152 και Mantis v. Police (1981) 2 C.L.R. 166).  Για μια γενικότερη θεώρηση του θέματος της χωρίς ενίσχυση αποδοχής μαρτυρίας συναυτουργού λάβαμε υπόψη τις υποθέσεις Demetriou v. Republic (1961) C.L.R. 309, Zacharias v. Republic (1962) C.L.R. 52 και Peristianis v. Police (1969) 2 C.L.R. 137.

Ο Ηράκλης ήταν συγκατηγορούμενος με τους κατηγορούμενους και είναι επομένως συνεργός με αυτούς.

Έχοντας υπόψη μας τα πιο πάνω προειδοποιούμε τους εαυτούς μας για τους κινδύνους που ενυπάρχουν στο να δεχθούμε τη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του Ηράκλη και λέμε είμαστε διατεθειμένοι να στηριχθούμε στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του, παρά το γεγονός ότι για πλείστα αδικήματα υπάρχει μαρτυρία ανεξάρτητη και αξιόπιστη ενισχυτική αυτής του Ηράκλη.»

Σαν αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας του μάρτυρα Ηράκλη και της υπόλοιπης μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο  βρήκε τους εφεσείοντες ένοχους στις κατηγορίες που υποδεικνύονται πιο πάνω.

Οι εφέσεις.

Η Έφεση 6987 - του εφεσείοντα Λοΐζου - στρέφεται κατά της καταδίκης. Η δε Έφεση 6990 – του εφεσείοντα Κωνσταντίνου – στρέφεται κατά της ποινής.

[*559]

(Α) Η Έφεση 6987 – του εφεσείοντα Λοΐζου.

Όπως ήταν φυσικό στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας που έχει προβληθεί προς υποστήριξη της έφεσης βρισκόταν η αποδοχή της μαρτυρίας του μάρτυρα Ηράκλη.

Ο κ. Καζαντζής, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο έχει καθοδηγηθεί λανθασμένα σε σχέση με τις αρχές που διέπουν την αναγκαιότητα για ενισχυτική μαρτυρία συναυτουργών. Όφειλε το Κακουργιοδικείο έστω και αν έκρινε ότι ο συναυτουργός ήταν αξιόπιστος να αναζητήσει ενίσχυση της μαρτυρίας του από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, η οποία να συνδέει τον εφεσείοντα με τα αδικήματα. Όφειλε επίσης να υπενθυμίσει και να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι ήταν επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του συναυτουργού Μ.Κ.1 χωρίς ενίσχυσή της.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο – συνέχισε ο κ. Καζαντζής,

(α)  Απέτυχε να εξετάσει την προσαχθείσα μαρτυρία ως ενιαίο σύνολο και έκρινε λανθασμένα σε πρώτο στάδιο την αξιοπιστία του μάρτυρα Ηράκλη, συνένοχου και συναυτουργού χωρίς να εξετάσει κατά πόσο οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία είναι ενισχυτική της κατάθεσής του.

(β)  Καθοδηγήθηκε λανθασμένα στηριζόμενο σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες οι  μάρτυρες δεν ήταν συνένοχοι ή συναυτουργοί.  Δεν θεώρησε και δεν εξέτασε επαρκώς ότι η αντιφατική κατάθεση του μάρτυρα Ηράκλη προερχόταν από συνένοχο και συναυτουργό του οποίου ο ρόλος ήτο κύριος και εστηρίχθη σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου η αντιφατικότητα αφορούσε μάρτυρες που δεν είχαν σχέση με τα αδικήματα.

(γ)  Λανθασμένα δεν εξέτασε τις δικαιολογίες ή εξηγήσεις που έδωσε ο μάρτυρας Ηράκλης για τις αντιφατικές καταθέσεις του.

(δ)  Λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη το ποινικό παρελθόν του μάρτυρα Ηράκλη και τον χαρακτήρα του.

(ε)  Εσφαλμένα εδέχθη ότι για τα πλείστα αδικήματα υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία ανεξάρτητη και αξιόπιστη αυτή του Ηράκλη.  Όφειλε το Δικαστήριο να εξειδικεύσει για τον κάθε κατηγορούμενο ποια ενισχυτική μαρτυρία υπάρχει.

[*560]

Σημειώνουμε εδώ τα ακόλουθα:  Δέχεται ο εφεσείων ότι υπάρχει ισχυρή ενισχυτική μαρτυρία για την ενοχή όχι μόνο του εφεσείοντα Κωνσταντίνου, τον οποίο ο Ηράκλης είχε εμπλέξει εξ αρχής αλλά και του Αιμίλιου Λοΐζου, τον οποίο ενέπλεξε στη συνέχεια μαζί με τον εφεσείοντα.  Ο εφεσείων δεν έχει ασχοληθεί με τη σημασία του γεγονότος ότι όσα εισηγήθηκε για την μεταγενέστερη εμπλοκή του από τον Ηράκλη, ίσχυαν και για τον Αιμίλιο Λοΐζου για την ενοχή του οποίου υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία.  

Με άλλο λόγο έφεσης ο κ. Καζαντζής υποστήριξε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

Οι αρχές που διέπουν την προσέγγιση μαρτυρίας συναυτουργού.

Η κλασσική διατύπωση των πιο πάνω αρχών βρίσκεται στην απόφαση του Βασιλειάδη, Δ. – όπως ήταν τότε – στην υπόθεση Zacharia (πιο πάνω), στις σελ. 60, 61.  Την παραθέτουμε σε μετάφραση:

«1. Όταν το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα που μπορεί να είναι ή να μην είναι συναυτουργός στην υπόθεση, το Δικαστήριο οφείλει πρώτα να αποφασίσει κατά πόσο ο μάρτυρας είναι κατά την άποψή του συναυτουργός.

2. Όταν ο μάρτυρας είναι προφανώς συναυτουργός, ή το δικαστήριο τον  θεωρεί τέτοιο, το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, σαν θέμα αξιοπιστίας το δικαστήριο είναι ή δεν είναι διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση.  Σχετικά με αυτό, το δικαστήριο έχει νομική υποχρέωση να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι ένας συναυτουργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, που η μαρτυρία του μπορεί να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα και ότι επομένως είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση.

3. Όταν όμως, παρά μια τέτοια προειδοποίηση, το δικαστήριο νομίζει ότι μπορεί να δεχθεί τη μαρτυρία του συγκεκριμένου τούτου συναυτουργού, και αισθάνεται ότι μπορεί με σιγουριά να στηριχθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση, το δικαστήριο έχει από το νόμο δικαίωμα να το κάνει, δεδομένου βέβαια ότι η υπόθεση δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη των περιπτώσεων που η ενίσχυση απαιτείται θετικά από τον ίδιο το νόμο ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του μάρτυρα στο έγκλημα.

[*561]

4. Αν όμως το δικαστήριο αισθάνεται ότι δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία ενός συναυτουργού χωρίς άλλο στήριγμα, το δικαστήριο πρέπει ν’ αναζητήσει ενίσχυση από ανεξάρτητη μαρτυρία (ξεχωριστή από μαρτυρία που προέρχεται από άλλο συναυτουργό) η οποία όχι μόνο να στηρίζει την εκδοχή του συναυτουργού σχετικά με τη διάπραξη του αδικήματος, αλλά και να συνδέει ή να τείνει να συνδέσει τον κατηγορούμενο με το έγκλημα.  Και η απόφαση πρέπει να προσδιορίζει που το δικαστήριο βρήκε μια τέτοια ενίσχυση.»

(Βλ. και Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, Liatsos v. Police (1968) 2 C.L.R. 15, Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34, Psaras v. The Police (1987) 2 C.L.R. 132, Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266, D.P.P. v. Hester [1972] 3 All E.R. 1056 (H.L.), D.P.P. v. Kilbourne [1973] A.C. 729 (H.L.), Boardman v. D.P.P. [1974] 3 All E.R. 807 (H.L.), R. v. Turner, 61 Cr. App. R. 67 και Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping [1987] 2 All E.R. 488).    

Πριν εξετάσουμε τις εισηγήσεις του κ. Καζαντζή θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης σε σχέση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας του μάρτυρα Ηράκλη.  Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας επιχειρηματολογία ότι το περιεχόμενό της δεν ήταν ικανό να οδηγήσει σε καταδικαστική απόφαση.  Ούτε ότι οι λεπτομέρειες που ο Ηράκλης έδωσε, περιγράφοντας την εμπλοκή του εφεσείοντα, παρουσίαζουν οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να χαρακτηρισθεί ως αδυναμία σχετική με την αξιοπιστία του.  Αυτό που έχει υποστηριχθεί σχετίζεται με την ποιότητα ή προέλευση της μαρτυρίας – προέρχεται από συναυτουργό ο οποίος έδωσε δύο αντιφατικές καταθέσεις.

Έχουμε λάβει υπόψη την καθιερωμένη από τη νομολογία αρχή - ότι και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, παρέχεται η δυνατότητα στο δικάζον δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο (Βλ. Γιουρούκης και Ρόπας, πιο πάνω).

Έχουμε εξετάσει τη σχετική επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία έχουμε ήδη παραθέσει σε κάποια έκταση (βλ. σελ. 556-558, πιο πάνω). Έχουμε σαφώς της άποψη ότι συνάδει πλήρως με την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας και δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγισή του. Το [*562]Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί με τον ορθό τρόπο και έχει προσεγγίσει το θέμα της  μαρτυρίας του συναυτουργού με τον τρόπο που έχει προδιαγραφεί από τη νομολογία.  Οι σχετικές αρχές  της νομολογίας δεν εναποθέτουν υποχρέωση στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία αν αισθάνεται – όπως είναι εδώ η περίπτωση – ότι μπορεί να βασιστεί πάνω στη μαρτυρία του συναυτουργού χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να μην είχε γίνει πιστευτή η μαρτυρία του συναυτουργού είχαν τεθεί και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το τελευταίο, καθώς προκύπτει από την απόφασή του, τους εξέτασε σχολαστικά και έδωσε πειστικούς λόγους για την απόρριψή τους.

Αναφορικά με τις δύο αντιφατικές καταθέσεις του μάρτυρα Ηράκλη η θέση της νομολογίας αντανακλάται στις αποφάσεις στις οποίες έχει αναφερθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Έχει δε επιβεβαιωθεί πρόσφατα από την απόφαση στη Ρόπα (πιο πάνω) στην οποία λέχθηκε:

«Το Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας.»

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων δέχθηκε τη μαρτυρία του Ηράκλη.  Η ετυμηγορία του ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του.  Επαναλαμβάνουμε την επί του προκειμένου πάγια θέση της νομολογίας.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 75, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 - Βλ. επίσης Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39, 42, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, 378 και Bauer v. Ηροδότου και Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325).

Αναφορικά με το λόγο έφεσης που σχετίζεται με τη μαρτυρία [*563]του εφεσείοντα Λοΐζου το θέμα της επέμβασής μας διέπεται από τις ίδιες πιο πάνω αρχές.  Δεν έχουμε πεισθεί από τον εφεσείοντα, ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, ότι συντρέχουν λόγοι επέμβασής μας στα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία του Ηράκλη και του ίδιου - του εφεσείοντα.  Οι επίδικες καταλήξεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συνοδεύονται από πολύ πειστικούς λόγους.

Η επικύρωση της επίδικης προσέγγισης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη της έφεσης του εφεσείοντα Λοΐζου. 

Η έφεση απορρίπτεται.

(Β) Η Έφεση 6990 – του εφεσείοντα Κωνσταντίνου.

Όπως έχουμε ήδη υποδείξει αυτή στρέφεται κατά της ποινής.  Ο κ. Σταματάρης, συνήγορος του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η ποινή είναι υπερβολική και παραβιάζει την αρχή της ισότητας.  Ο ισχυρισμός για άνιση μεταχείριση είχε σαν έρεισμα την ποινή που είχε επιβληθεί στο συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα – τον Ηράκλη.   Ο τελευταίος παραδέχθηκε ενοχή σε 6 κατηγορίες για διαρρήξεις και κλοπές στην Ποινική Υπόθεση 27909/98 ενώπιον του ίδιου Κακουργιοδικείου.  Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη η παρούσα υπόθεση – 23101/98 – στην οποία ο Ηράκλης παραδέχθηκε ενοχή σε 16 κατηγορίες.  Εννέα από αυτές αφορούσαν διαρρήξεις υποστατικών και κλοπές. Λήφθηκε, επίσης, υπόψη και η Υπόθεση 23100/98 στην οποία ο Ηράκλης παραδέχθηκε ενοχή σε 5 κατηγορίες. Μια από αυτές αφορούσε διάρρηξη αποθήκης και κλοπή.  Ο Ηράκλης είχε μια προηγούμενη καταδίκη. Στις 23.1.97 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για κλοπή από υπάλληλο και για εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και καταδικάστηκε σε 12 μήνες και 18 μήνες φυλάκιση αντίστοιχα.  Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη 8 παρόμοιες υποθέσεις.   Επίσης, ο κ. Σταματάρης, έθεσε θέμα άνισης μεταχείρισης (α) λόγω της απονομής χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον Ηράκλη, και (β)  λόγω της μείωσης της ποινής του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντα Αιμίλιου Λοΐζου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Ηράκλης καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 4 ετών την 5.3.99 και αποφυλακίσθηκε στις 21.11.2000.

Ο κ. Σταματάρης ήγειρε και θέμα άνισης μεταχείρισης σε συσχετισμό με την ποινή που έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα Λοΐζου και στον πρώην συγκατηγορούμενό του Αιμίλιο Λοΐζου - φυλάκι[*564]ση 14 μηνών.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφασή του ότι ο εφεσείων Κωνσταντίνου έχει δύο προηγούμενες καταδίκες.  Καταδικάστηκε την 21.11.94 σε τρεις μήνες φυλάκιση από το Ε.Δ. Λευκωσίας - στην ποινική υπόθεση 31134/93 - για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Επίσης καταδικάστηκε στις 30.4.98 - στην ποινική υπόθεση 36338/97 του Ε.Δ. Λευκωσίας - για παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών σε 9 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή, και σε £500 πρόστιμο και £30 έξοδα.

Ο κ. Σταματάρης υπέβαλε ότι η πρώτη προηγούμενη καταδίκη είχε παραγραφεί εν όψει του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν. 70/81), θέση με την οποία συμφώνησε και η κα. Ταλαρίδου.

Η εισήγηση για ανισότητα έχει σαν έρεισμα το άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την αρχή της ισότητας. Έχει νομολογηθεί ότι αυτή η αρχή τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις επιμέτρησης της ποινής (Βλ. Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120, Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, Georghiou & Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Κάττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67 και Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354).  Ωστόσο, η αρχή της ισότητας δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται (βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στην Koukos (πιο πάνω) λέχθηκαν τα εξής από τον Πική, Δ. – όπως ήταν τότε – στη σελ. 16:

“For disparity to make an impact on appeal, the difference between the sentences imposed must be substantial, such as to suggest, in the face of strong similarity in the position of the accused, that justice is not done and for that reason liable to generate feelings of injustice on the part of the appellant.  Unjustified differences in the treatment of persons jointly accused tend to undermine faith in the law and the administration of justice.”

[*565]

Σε μετάφραση:

«Για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική, τέτοια που να προτείνει, παρά την μεγάλη ομοιότητα της θέσης των κατηγορουμένων, ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη και για το λόγο αυτό τείνει να προκαλέσει αισθήματα αδικίας εκ μέρους του εφεσείοντα.  Αδικαιολόγητες διαφορές στη μεταχείριση συγκατηγορουμένων τείνουν να υπονομεύσουν την πίστη προς το Νόμο και την απονομή της δικαιοσύνης.»

Στην Μπαλής (πιο πάνω) λέχθηκε πως η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος εφέσεως σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα. Περαιτέρω στην ίδια απόφαση υιοθετήθηκε απόσπασμα από το σύγγραμμα Principles of Sentencing, 2nd  ed. του D.A. Thomas στη σελ. 71 στο οποίο αναφέρεται: «Η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου.  Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης».

Σχετικό με το θέμα που μας απασχολεί είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα “Sentencing References 1998” του David Thomas, σελ. 45:

“There is no disparity if a difference in sentence reflects a difference in the respective responsibilities of the offenders, or a difference in their ages, previous convictions, or the existence of personal mitigating factors peculiar to one of them. Where one offender has the benefit of personal mitigation which is not available to other offenders, the other offenders should not be given the benefit of that mitigation.”

Σε μετάφραση:

“Δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών, ή διαφο[*566]ρά στην ηλικία τους, προηγούμενες καταδίκες, ή την ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με ένα από αυτούς.  Όπου ένας παραβάτης διαθέτει το ευεργέτημα προσωπικών ελαφρυντικών περιστάσεων, το οποίο δεν διαθέτουν οι άλλοι παραβάτες, στους άλλους παραβάτες δεν πρέπει να δοθεί το ευεργέτημα εκείνου του ελαφρυντικού.”

Καθώς φαίνεται από την εκκαλούμενη απόφαση κατά την επιμέτρηση της ποινής το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη συνολική εγκληματική συμπεριφορά ενός εκάστου των κατηγορουμένων, τον τρόπο συμμετοχής και την έκταση στην προετοιμασία και το σχεδιασμό της κάθε παράνομης ενέργειας.

Ο τρόπος συμμετοχής των 4 κατηγορουμένων περιγράφεται στην απόφαση με την οποία οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι καθώς και στην απόφαση με την οποία επιβλήθηκε η εκκαλούμενη ποινή.  Μεταφέρουμε σχετικό απόσπασμα από την τελευταία:

«Οι λεπτομέρειες για τη δράση του κάθε κατηγορούμενου φαίνονται στην απόφασή μας.  Περιοριζόμαστε να πούμε ότι στις πλείστες από τις περιπτώσεις ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο.  Ο Κωνσταντίνου μαζί με το Ηράκλη, επιστράτευαν και το Λοΐζο του οποίου χρησιμοποιούσαν βασικά το αυτοκίνητο και επεδίδοντο σε διαρρήξεις και κλοπές στην περιοχή της Λευκωσίας και σε τρεις μάλιστα περιπτώσεις αφαιρούσαν από τα υποστατικά στα οποία έκαμναν διάρρηξη χρηματοκιβώτια τα οποία στη συνέχεια μετέφεραν στα υποστατικά του Αιμίλιου στον Κόρνο.  Εκεί με τη βοήθεια του τελευταίου άνοιγαν τα χρηματοκιβώτια σε αναζήτηση χρημάτων ή άλλων πολίτιμων αντικειμένων.  Φαίνεται ότι πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη εγκληματική δραστηριότητα είχε ο Κωνσταντίνου με τον Ηράκλη.  Σε κάποιες από τις περιπτώσεις μάλιστα τη σύλληψη της ιδέας και το σχεδιασμό είχε ο Κωνσταντίνου, όπως είναι για παράδειγμα η διάρρηξη του γραφείου της εταιρείας της Χρύσως Κίττου, του οποίου η διάρρηξη ήταν καθαρά ιδέα του Κωνσταντίνου, ο οποίος και γνώριζε το γραφείο από προηγούμενη σ’ αυτό νόμιμη επίσκεψη.  Η ιδέα επίσης της διάρρηξης του Τμήματος Οδικών Μεταφορών φαίνεται ότι ανήκε και πάλι στον Κωνσταντίνου. Θέλουμε να τονίσουμε επίσης ευθύς αμέσως ότι ο ρόλος του Λοΐζου ήταν λιγότερο ενεργός αυτού των δύο άλλων κατηγορουμένων και ότι εδέχετο όπως φαίνεται να συνεργαστεί μαζί τους χωρίς προηγούμενο προσχεδιασμό.  Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τους ακολουθούσε όποτε του ζητούσαν τη βοήθειά του.  Σημειώνουμε σε αυτό το σημείο και τη θέση του Ηράκλη ότι χρησιμοποι[*567]ούσαν το Λοΐζο επειδή χρειάζονταν το αυτοκίνητό του το οποίο δεν είχε επισημανθεί από τη αστυνομία.

Λέμε επίσης όσον αφορά τον Αιμίλιο ότι ήταν αυτός με τη μικρότερη συμμετοχή στα αδικήματα.  Αποδέχετο, αφού οι άλλοι κατηγορούμενοι μαζί με τον Ηράκλη έφθαναν στα υποστατικά του, να τους βοηθήσει να ανοίξουν τα χρηματοκιβώτια χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη μαζί τους συνεννόηση. Υπενθυμίζουμε συναφώς αυτό που μας είχε πει ο Ηράκλης, ότι μετά τη διάρρηξη της εταιρείας Χρύσως Κίττου δεν είχαν υπόψη τους πού να μεταφέρουν το χρηματοκιβώτιο και αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να μεταβούν στο κτήμα του Αιμίλιου.  Σημειώνουμε επίσης ότι και πάλι σύμφωνα με τον Ηράκλη ο Κωνσταντίνου επεδίωκε να έχει επαφές με τον Αιμίλιο λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων που είχε με τη σύζυγό του.  Αποσαφηνίζουμε δε ότι οι κατηγορίες που ο Αιμίλιος αντιμετωπίζει αφορούν την πρόκληση κακόβουλης ζημιάς και την κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο και όχι τη διάρρηξη.»

Είναι πρόδηλο από το πιο πάνω απόσπασμα ότι γενικά ο ρόλος του εφεσείοντα Κωνσταντίνου στη διάπραξη των αδικημάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πιο πρωταγωνιστικός ακόμα και από εκείνο του Ηράκλη.  Ο ενεργότερος ρόλος στη διάπραξη των αδικημάτων δικαιολογεί τη διαφοροποίηση (βλ. Μεϊτανής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 177). Περαιτέρω ο ρόλος του εφεσείοντα Λοΐζου ήταν λιγότερο ενεργός από αυτό  του Ηράκλη και του εφεσείοντα Κωνσταντίνου. Τέλος ο κατηγορούμενος Αιμίλιος Λοϊζου είχε τη μικρότερη από όλους τους κατηγορούμενους συμμετοχή στη διάπραξη των αδικημάτων.

Σημειώνουμε, επίσης, ότι ο εφεσείων Λοΐζου και ο κατηγορούμενος Αιμίλιος Λοΐζου δεν είχαν προηγούμενες καταδίκες.

Στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα παρουσιάζουν τον εφεσείοντα να ήταν ο υποκινητής της διάπραξης δύο από τις διαρρήξεις.  Έχει δε νομολογηθεί ότι «δεν υφίσταται αντιρρήσιμη ανισότητα αν η διαφορά στην ποινή αντανακλά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στον οποίο έχει επιβληθεί πιο αυστηρή ποινή ήταν ο υποκινητής του αδικήματος»*  (βλ. R. v. Belton and Petrow [1997] 1 Cr. App. R. (S) 215).

Περαιτέρω στην παρούσα υπόθεση ο Ηράκλης έχει παραδεχθεί ενοχή και έχει συνεργασθεί με την Αστυνομία για την εξιχνίαση των αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης, καθώς και άλλων αδικημάτων τα οποία, όπως σημείωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, «δεν θα ανιχνεύοντο χωρίς τη βοήθειά του». Σημειώνουμε ότι η καταδικαστική απόφαση στην παρούσα υπόθεση οφείλεται αποκλειστικά στη μαρτυρία του Ηράκλη.

Η παραδοχή ενοχής και η βοήθεια προς την αστυνομία έχουν αναγνωρισθεί από τη νομολογία ως ελαφρυντικοί παράγοντες (Βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442.  Αυτοί οι παράγοντες συντρέχουν μόνο στην περίπτωση του Ηράκλη και δεν συντρέχουν στην περίπτωση του εφεσείοντα Κωνσταντίνου. Έχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται αντιρρήσιμη ανισότητα όπου η διαφορά στην ποινή αντανακλά την ύπαρξη ενός μετριαστικού παράγοντα ο οποίος ανήκει μόνο στον ένα από τους κατηγορουμένους**  (Βλ. Tremarco [1979] 1 Cr. App. R. (S) 286).

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη τα όσα έχουμε επισημάνει πιο πάνω, ήτοι:

(α)   Τον ενεργότερο ρόλο του εφεσείοντα Κωνσταντίνου στη διάπραξη των αδικημάτων.

(β)   Την ύπαρξη μετριαστικών παραγόντων στην περίπτωση του Ηράκλη - η παραδοχή ενοχής και η συνεργασία του με την αστυνομία - οι οποίοι δεν υπάρχουν στην περίπτωση του εφεσείοντα Κωνσταντίνου.

(γ)   Τον περιορισμένο ρόλο του εφεσείοντα Λοΐζου και του κατηγορούμενου Αιμίλιου Λοΐζου.

Έχουμε σαφώς την άποψη ότι οι πιο πάνω παράγοντες δικαιολογούν επαρκώς την επίδικη διαφοροποίηση της ποινής.  Η διαφοροποίηση στηρίζεται σε λογικά κριτήρια και δεν δημιουργεί πραγματικό αίσθημα αδικίας. Δεν απολήγει με κανένα τρόπο σε δυσμενή μεταχείριση του εφεσείοντα. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η εισήγηση για απονομή χάριτος στον Ηράκλη και για μείωση [*569]της ποινής του κατηγορούμενου Αιμίλιου Λοΐζου είχε σαν έρεισμα την απόφαση στην Καύκαρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, στην οποία αποφασίσθηκε ότι, στον καθορισμό της ποινής, προσμετρά η χορήγηση χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε συγκαταδικασθέντα του εφεσείοντα σε φυλάκιση. Υπενθυμίζουμε ωστόσο ότι στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 267 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε κατά πλειοψηφία την Καύκαρος (βλ. και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141 στην οποία γίνεται αναφορά στην Ιωάννου, πιο πάνω).  Ακολουθεί πως ο εφεσείων Κωνσταντίνου δεν μπορεί να οικοδομήσει επί του θέματος της απονομής χάριτος και μείωσης της ποινής.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Σε σχέση με την ενεργοποίηση της ποινής ο κ. Σταματάρης υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει τους λόγους της αναστολής «γιατί αλλιώς η ενεργοποίηση της ποινής θα ήταν δεύτερη ποινή». Δεν συμφωνούμε με τη σχετική εισήγηση.    Οι εξουσίες του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προδιαγράφονται από τις διατάξεις του άρ. 4 του περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72) οι οποίες δεν του παρέχουν εξουσία να εξετάσει τους λόγους αναστολής.

Αυτό που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι όπως η συνολική τιμωρία, ήτοι η ποινή επί του κυρίως αδικήματος και η ενεργοποιημένη ποινή, μη είναι υπερβολική.

Θα εξετάσουμε λοιπόν κατά πόσο η συνολική ποινή είναι υπερβολική γιατί έχει υποβληθεί και σχετικός λόγος έφεσης.

Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Αυτό έχει τονιστεί επανειλημμένα.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όταν είναι το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής.

Ποινή μπορεί να κριθεί ως εσφαλμένη για λόγους αρχής εφόσο “παρεισφρείουν στον καθορισμό της εξωγενείς παράγοντες και έκδηλα υπερβολική, οποτεδήποτε το στοιχείο της υπερβολής καταφαίνεται εξ αντικειμένου (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200, 207).

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη τη σοβαρότητα και τη φύση των αδικημάτων.  Ιδιαίτερα λαμβάνουμε υπόψη το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς στην οποία έχει εμπλακεί ο εφεσείων Κωνσταντίνου.  Ένας άλλος επιβαρυντικός παράγοντας είναι η [*570]συχνότητα με την οποία διαπράττονται αυτά τα αδικήματα η οποία - συχνότητα - συνηγορεί υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών.  Όπως λέχθηκε στην Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138 η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των πιο πάνω αδικημάτων λόγω κυρίως της συχνότητάς τους έχει τονιστεί σε κάθε περίπτωση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Θεωρούμε επομένως ότι επιβάλλεται αυστηρή αντιμετώπιση λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα πιο πάνω αδικήματα και για την προστασία της κοινωνίας (Βλ. και Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 487).

Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη ποινή υπό το φως των αρχών που επιτρέπουν την επέμβασή μας και των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης ιδιαίτερα του συνόλου της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα και του πρωταγωνιστικού ρόλου του.  Εν όψει της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών θεωρούμε ότι η εκκαλούμενη ποινή αν και αυστηρή δεν είναι υπερβολική έτσι ώστε να καθίσταται επιβεβλημένη η παρέμβασή μας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Αναφορικά με τη διαγραφή της πρώτης προηγούμενης καταδίκης του εφεσείοντα αυτή αφορούσε διαφορετικό αδίκημα.  Δεν νομίζουμε ότι έχει διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής δοθέντος ότι ο εφεσείων βαρυνόταν και με δεύτερη προηγούμενη καταδίκη.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση του εφεσείοντα Κωνσταντίνου απορρίπτεται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο