Δημοκρατία, Γρηγόρης Σίμου Γρηγορίου ν. (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 571

(2001) 2 ΑΑΔ 571

[*571]24 Ioυλίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΙΜΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6897)

 

Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Μαρτυρία εμπειρογνώμονος σε σχέση με γενετικό υλικό ― Η εν λόγω μαρτυρία, στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, οδήγησε σε ασφαλές συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου αναφορικά με τη διάπραξη ένοπλης ληστείας.

Ποινή ― Ένοπλη ληστεία ― Εφεσείων φορώντας κουκούλα και με τη χρήση όπλου, απέσπασε από Τράπεζα ποσό £11.300 περίπου το οποίο προφανώς οικειοποιήθηκε ― Προσωπικές περιστάσεις ― Ψυχολογικά προβλήματα ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 10 ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Συνιστά πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή είναι εσφαλμένη για λόγους αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ένοπλη ληστεία ― Η σοβαρότητα και η συχνότητα διάπραξης του εν λόγω αδικήματος συνηγορεί υπέρ της επιβολής αποτρεπτικής ποινής.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Προσωπικές περιστάσεις ― Είναι ήσσονος σημασίας αναφορικά με τη διάπραξη του εγκλήματος της ένοπλης ληστείας.

Προηγούμενες καταδίκες ― Αντεξέταση κατηγορουμένου σε σχέση με προηγούμενες καταδίκες ― Θα πρέπει να θεωρείται ότι αφορά σε μη εξαλειφθείσες καταδίκες.

Ο εφεσείων, γύρω στις 9.45 π.μ. της 22ας Απριλίου 1999, φορώντας [*572]μαύρη κουκούλα εισήλθε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στη Χλώρακα και με την απειλή πιστολιού εξανάγκασε δύο υπαλλήλους να του αδειάσουν σε πλαστική σακκούλα το ποσό των ταμείων που ανερχόταν σε £11.300 περίπου.  Μετά απομακρύνθηκε με μοτοσυκλέτα, την οποία είχε κλέψει προηγουμένως.  Σε απόσταση 700 περίπου μέτρων από το υποκατάστημα βρέθηκε η κουκούλα και σε απόσταση 2-3 χλμ η μοτοσυκλέτα.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε κατηγορία ένοπλης ληστείας και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ετών.  Η απόφαση του Κακουργιοδικείου για απόδειξη της κατηγορίας βασίστηκε σε περιστατική μαρτυρία σε συνδυασμό με όσα αναφέρθηκαν ως γενικά χαρακτηριστικά του δράστη και τη συμπεριφορά του από την επόμενη της ληστείας.  Ουσιαστικό ρόλο διαδραμάτισε η επιστημονική μαρτυρία η οποία συνίστατο στον εντοπισμό γενετικού υλικού στην κουκούλα και στους "καραόλους" της μοτοσυκλέτας, το οποίο χωρίς αμφιβολία ανήκε στον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη όσο και την επιβληθείσα ποινή.  Οι λόγοι έφεσης αφορούν το αποδεκτό της προσαχθείσας μαρτυρίας που απέληξε στους συσχετισμούς από το γενετικό υλικό και την ορθότητα της κρίσης του Κακουργιοδικείου πως η κουκούλα και η μοτοσυκλέτα που βρέθηκε, ήταν εκείνες που χρησιμοποίησε ο δράστης.  Προβλήθηκαν και λόγοι έφεσης που δεν αφορούν τη μαρτυρία.

Ο εφεσείων υποστήριξε πως αν το θέμα της γραπτής συγκατάθεσής του να υποβληθεί σε εξέταση DNA, εξεταζόταν με τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, η αξιοπιστία του ενδεχομένως θα αξιολογείτο διαφορετικά αφού δεν θα είχε τότε να αναφερθεί και σε άλλα θέματα.  Περαιτέρω ότι, ενδεχομένως θα εκαλούνταν και άλλοι μάρτυρες, ιδίως ένας, σε σχέση με τη μη κλήση του οποίου, το Κακουργιοδικείο, στο τέλος, διαπίστωσε κενό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διακριτική εξουσία του Κακουργιοδικείου ασκήθηκε ορθά αναφορικά με την απόφασή του να μη διεξαχθεί δίκη εντός δίκης.  Τα συμφέροντα του εφεσείοντος δεν επηρεάσθηκαν δυσμενώς ώστε να ήταν δυνατό να προσδοθεί στο θέμα η καταλυτική σημασία που εισηγήθηκε η υπεράσπιση.

2.  Η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων δεν έλεγε την αλήθεια, αναφορικά με τις συνθήκες λήψης αίματος για την εξέταση DNA, είναι ορθή.

[*573]

3.  Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως η κουκούλα που βρέθηκε ήταν αυτή που φορούσε ο εφεσείων και πως η μοτοσυκλέτα που βρέθηκε ήταν αυτή που οδηγούσε ο δράστης, είναι, ενόψει της προσαχθείσας μαρτυρίας, ορθή.  Η μαρτυρία αυτή περιλάμβανε και τη μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων.

4.  Το γενετικό υλικό το οποίο βρέθηκε στο μπροστινό μέρος της κουκούλας και στους "καραόλους" της μοτοσυκλέτας ανήκε στον εφεσείοντα.  Η σχετική διαπίστωση είχε γίνει από το Κακουργιοδικείο κατόπιν ανάλυσης της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονος Μ. Καριόλου.  Ο εντοπισμός γενετικού υλικού του εφεσείοντος στα πιο πάνω αντικείμενα, δεν αφήνει οποιοδήποτε χώρο για αμφιβολία ως προς την διάπραξη του αδικήματος από τον εφεσείοντα.

5.  Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν σε θέματα τα οποία δεν αμβλύνουν με οποιοδήποτε τρόπο και σε οποιοδήποτε βαθμό τη σιγουριά που η επιστημονική μαρτυρία, στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών, δημιουργεί.  Τα θέματα αυτά αφορούν την περιγραφή του δράστη και την συμπεριφορά του μετά τη διάπραξη του αδικήματος.

6.  Η βεβαιότητα που θεμελιώνει η επιστημονική μαρτυρία και τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου που προκύπτουν από αυτή, αποκλείουν εξ αντικειμένου τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος ότι δεν ήταν αυτός ο δράστης του εγκλήματος.

7.  Έχουν στοιχειοθετηθεί όλα τα συστατικά του κακουργήματος της ληστείας κατά το Άρθρο 282 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

8.  Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι εξαιρετικά σοβαρά και η εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντος πρέπει να παταχθεί με την επιβολή αποτρεπτικής ποινής.

9.  Δεν έχει σημειωθεί σφάλμα αρχής ούτε η ποινή που επιβλήθηκε μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος αυτού.  Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*574]Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225,

Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,

R. v. Reynolds 34 Cr. App. R. 60,

R. v. Seward 54 Cr. App. R. 85,

R. v. Sutton a.o. 53 Cr. App. R. 504,

R. v. Flemming 86 Cr. App. R. 32,

R. v. Beveridge 85 Cr. App. R. 255,

R. v. Keenan 90 Cr. App. R.1,

R. v. Manji [1990] Cr. L.R. 512,

R. v. Britton and Richards [1989] Cr. L.R. 144,

Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37,

R. v. Melias, The Times 14.11.1987,

Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 A.A.Δ. 195,

Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 50,

Zaidan v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 310,

Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577,

Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Sedora Enterprises Ltd κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 332,

Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132,

Χαράκη κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 183,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411,

Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430,

[*575]Λεμής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 340,

Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου, Υπόθεση Αρ. 7054/99 με την οποία, στις 2/3/00, βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για ένοπλη ληστεία κατά παράβαση του άρθρου 282 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε, στις 9/3/00, η ποινή της φυλάκισης 10 ετών.

Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Μάτσας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα  σε κατηγορία για ένοπλη ληστεία και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 10 ετών.  Ο εφεσείων  εφεσιβάλλει την καταδίκη του και, εν πάση περιπτώσει, την ποινή που του επιβλήθηκε.

Γύρω στις 9.45 π.μ. της 22ας Απριλίου 1999, κουκουλοφόρος εισέβαλε σε υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στη Χλώρακα και με την απειλή πιστολιού που κρατούσε εξανάγκασε τους υπαλλήλους να του αδειάσουν σε πλαστική σακούλα τις £11.300 περίπου που περιείχαν τα ταμεία.  Απομακρύνθηκε οδηγώντας μοτοσυκλέτα και ως τώρα δεν έχει ανευρεθεί το προϊόν του εγκλήματος. Όσοι είδαν το δράστη μόνο τα γενικά χαρακτηριστικά του ήταν σε θέση να δώσουν.  Δεν υπήρχε μαρτυρία κατ’ ευθείαν αναγνωριστική του εφεσείοντα. Έκρινε όμως το Κακουργιοδικείο πως όσα γενικά λέχθηκαν για το ύψος και γενικά τη σωματική του διάπλαση, ταίριαζαν στον εφεσείοντα και αποτελεί ένα από τους λόγους έφεσης η κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη του Κακουργιοδικείου να εκτιμήσει ορθά τις διαφορές στην περιγραφή του δράστη από τους μάρτυρες κατηγορίας που τον είδαν.

Σε απόσταση 700 μέτρων από το υποκατάστημα της τράπεζας, στην αριστερή πλευρά του δρόμου, βρέθηκε μαύρη κουκούλα, όπως [*576]έκρινε το Κακουργιοδικείο, ακριβώς εκείνη που φορούσε ο δράστης.  Σε 6 σημεία της στο μπροστινό της μέρος, εντοπίστηκε γενετικό υλικό μόνο ενός ανθρώπου.  Σε απόσταση 2-3 χλμ. περίπου από το υποκατάστημα της τράπεζας βρέθηκε μοτοσυκλέτα, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, ακριβώς εκείνη που χρησιμοποίησε ο δράστης. Στους “καραόλους” του τιμονιού της εντοπίστηκε γενετικό υλικό περισσοτέρων του ενός ανθρώπου.  Λήφθηκε αίμα από τον εφεσείοντα, έγιναν επιστημονικές συγκρίσεις και το Κακουργιοδικείο δέχτηκε πως, χωρίς αμφιβολία, το γενετικό υλικό στη κουκούλα ανήκε στον εφεσείοντα. Επίσης, ότι αυτός ήταν ο κύριος δότης και του γενετικού υλικού στους “καραόλους”.

Στη βάση αυτής της περιστατικής μαρτυρίας σε συνδυασμό με όσα αναφέρθηκαν ως γενικά χαρακτηριστικά του δράστη και τη συμπεριφορά του εφεσείοντα από την επομένη της ληστείας, το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως αποδείχτηκε η κατηγορία.  Με την έφεση αμφισβητούνται:

1.   Το αποδεκτό της μαρτυρίας που απέληξε στους συσχετισμούς από το γενετικό υλικό. Συζητήθηκαν δυο εκφάνσεις του θέματος, και οι δυο σε σχέση με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα να του ληφθεί αίμα. Ο εφεσείων υποστήριξε πως, όσο και αν έδωσε γραπτή συγκατάθεση, αυτή δεν ήταν εκούσια αλλά αποσπάστηκε κατά παραβίαση συνταγματικού του δικαιώματος αφού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τελούσε υπό παράνομη κράτηση.  Η πρώτη εισήγηση αφορά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως, αφού κατά την ως τότε μαρτυρία δεν αναδυόταν οτιδήποτε το μεμπτό, θα δεχόταν την προσαγωγή της μαρτυρίας και πως το ενδεδειγμένο ήταν να μη διεξαχθεί δίκη εντός δίκης σε εκείνο το στάδιο.  Το ζήτημα που εγειρόταν θα κρινόταν υπό το φως της μαρτυρίας στο τέλος.  Κατά τον εφεσείοντα αυτό συνιστούσε λανθασμένη επιλογή.  [Λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 4].  Η δεύτερη εισήγηση αφορά στις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε αίμα από τον εφεσείοντα. Όπως υποστηρίζει, από το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εσφαλμένη η κρίση πως ο εφεσείων δεν τελούσε υπό παράνομη κράτηση και πως ελεύθερα συγκατατέθηκε. [Λόγοι έφεσης 4, 5 και 6].

2.   Η ορθότητα της κρίσης του Κακουργιοδικείου πως η κουκούλα και η μοτοσυκλέτα που βρέθηκε, ήταν εκείνες που χρησιμοποίησε ο δράστης [Λόγος έφεσης 7].

[*577]3.           Η ορθότητα της κρίσης του Κακουργιοδικείου πως στην κουκούλα δεν υπήρχε γενετικό υλικό άλλου προσώπου.  Δεν αμφισβητείται πως πράγματι υπήρχε σ’ αυτή, στα 6 σημεία που προσδιορίστηκαν, γενετικό υλικό του εφεσείοντα.  Η εισήγηση συνίσταται στο ότι, ενόψει της μαρτυρίας, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπήρχε σ’ αυτή γενετικό υλικό και άλλου.  [Λόγοι Έφεσης 8 και 10].  Συναφώς ότι δεν ασχολήθηκε το Κακουργιοδικείο, στο σωστό πλαίσιο, με την εξήγηση που έδωσε ο εφεσείων αναφορικά με την ύπαρξη στην κουκούλα του δικού του γενετικού υλικού. Στη γραπτή του κατάθεση και ενόρκως ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι είχε όμοια κουκούλα την οποία έχασε. [Λόγος έφεσης 12].  Σημειώνουμε ότι, όπως εξήγησε, η μόνη διαφορά της ανευρεθείσας από τη δική του κουκούλα ήταν οι δυο οπές που ανοίχθηκαν στην πρώτη, στη θέση των ματιών.

4.   Η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του πραγματογνώμονα Μ. Καριόλου σε σχέση με το γενετικό υλικό στους “καραόλους” της μοτοσυκλέτας.  [Λόγος έφεσης 11].

5.   Η ορθότητα της αξιολόγησης της ένορκης μαρτυρίας του εφεσείοντα. [Λόγος έφεσης 17].

6.   Το τελικό συμπέρασμα πως το σύνολο της μαρτυρίας δεν άφηνε αμφιβολία για την ενοχή του εφεσείοντα.  [Λόγοι έφεσης 14 και 18].  Με ιδιαίτερο λόγο έφεσης αμφισβητήθηκε και η ορθότητα της προσέγγισης του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την περιγραφή του δράστη και τη συμπεριφορά του εφεσείοντα, μετά τη ληστεία.  [Λόγος έφεσης 13(α) και (β)].

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης δεν αφορούν σε οτιδήποτε το σχετικό προς τη μαρτυρία.  Ο λόγος 15 αναφερόταν στο γεγονός ότι ο εξεταστής της υπόθεσης, αφού κατέθεσε, παρέμεινε μέσα στο Δικαστήριο δίπλα από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής. Αυτός ο λόγος αποσύρθηκε. Οι λόγοι έφεσης 9 και 16 αφορούν στην αντεξέταση στην οποία, με την άδεια του Κακουργιοδικείου, υποβλήθηκε ο εφεσείων σε σχέση με προηγούμενες καταδίκες του.  Σύμφωνα με την εισήγηση, το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα επέτρεψε αυτή την αντεξέταση γιατί ο εφεσείων είχε “αποκατασταθεί” δυνάμει των διατάξεων του περί  Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν. 70/81 όπως τροποποιήθηκε).  Όμως δεν είχε ποτέ τεθεί τέτοιο θέμα ενώπιον του Κακουργιοδικείου και στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατό να αποδίδεται σε σφάλμα του Κακουργιοδικείου η αντεξέταση του εφεσείοντα.  Ο εφεσείων, κατά τη διάρκεια [*578]της ένορκής του μαρτυρίας, ισχυρίστηκε πως αδίκως η αστυνομία τον κατέτρεχε ενώ από το 1991 δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα ή πείραξε οποιονδήποτε. Επικαλέστηκε στο πλαίσιο αυτών των ισχυρισμών και την ύπαρξη πιστοποιητικού της αστυνομίας για τον καλό του χαρακτήρα και η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε να τον υποβάλει σε σχετική αντεξέταση.  Υπήρξε ένσταση, όχι όμως με αναφορά στο νόμο που αναφέρθηκε, και το Κακουργιοδικείο, παραπέμποντας στη δυνατότητα τέτοιας αντεξέτασης όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος καθιστά το χαρακτήρα του επίδικο θέμα, επέτρεψε την υποβολή ερωτήσεων τις οποίες και απάντησε ο εφεσείων.  Η αποκατάσταση του εφεσείοντα  ήλθε στο φως μετά την καταδίκη του, κατά τη διαδικασία που ακολούθησε σε σχέση με την ποινή.  Αμφισβήτηση σε σχέση με την ορθότητα της καθοδήγησης του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη δυνατότητα τέτοιας αντεξέτασης, όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος καθιστά το χαρακτήρα του επίδικο θέμα, δεν υπήρξε και οι λόγοι έφεσης, όπως είναι διατυπωμένοι, που θέλουν το Κακουργιοδικείο να έχει διαπράξει σφάλμα, δεν τεκμηριώνονται. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, όσο και αν αναφέρθηκε σ’ αυτό το Κακουργιοδικείο, αναδεικνύεται, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εξ αντικειμένου επουσιώδες.  Δεν θεωρούμε, επομένως, ενόψει  όλων των πιο πάνω, πως χρειάζεται να μας απασχολήσει το ζήτημα της δυνατότητας υποβολής τέτοιων ερωτήσεων όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος, με δική του πρωτοβουλία, ισχυρίζεται ότι έχει πιστοποιητικό καλού χαρακτήρα, ότι δεν διέπραξε κανένα αδίκημα και ότι δεν πείραξε κανένα άνθρωπο και περαιτέρω όταν δεν τίθεται ζήτημα αποκατάστασής του και, τελικά, όταν ο κατηγορούμενος απαντά στις ερωτήσεις.  Πολύ λιγότερο, όταν δεν είχαμε εδώ οποιαδήποτε αναφορά στις ιδιαίτερες διατάξεις του Νόμου. Αρχικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του  εφεσείοντα αναφέρθηκε γενικά σε “αποκατάσταση” και όταν του υποδείξαμε την παράλειψή του να αναφερθεί στο Νόμο που διέπει το θέμα, επανήλθε με γενική παραπομπή σ’ αυτόν χωρίς οτιδήποτε το συγκεκριμένο σε σχέση με τις “συνέπειες της αποκατάστασης” όπως τις καθορίζει ο Νόμος.  Μεταξύ των οποίων και οι πρόνοιες του άρθρου 4(2)(α) και (β) σύμφωνα με τις οποίες ερώτηση επιζητούσα πληροφορία σε σχέση προς προηγούμενες καταδίκες, θα πρέπει να θεωρείται ότι αφορά σε μη εξαλειφθείσες καταδίκες, ο δε ερωτώμενος,

“ουδεμίαν θα υπέχη νομικήν ευθύνην και ουδόλως νομικώς θα επηρεάζεται δυσμενώς συνεπεία οιασδήποτε αρνήσεως παραδοχής ή αποκαλύψεως εξαλειφθείσης καταδίκης ή οιωνδήποτε σχετικών προς εξαλειφθείσαν καταδίκην περιστατικών”.

[*579]Η μη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης

Όταν η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε το μάρτυρά της να καταθέσει τη γραπτή συγκατάθεση του εφεσείοντα, δεν υπήρχε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να αποτελέσει εμπόδιο στην προσαγωγή της.  Ο Εφεσείων έθεσε το θέμα όπως το συνοψίσαμε, ως προς τις κατά τη δική του εκδοχή συνθήκες κάτω από τις οποίες υπέγραψε και εισηγήθηκε τη διακοπή της δίκης για να εξεταστεί ως αυτοτελές, σε δίκη εντός δίκης. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως δεν ήταν υποχρεωτική η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης στην περίπτωση και πως το θέμα εντασσόταν στη διακριτική του εξουσία.  Αναφέρθηκε στη νομολογία επ’ αυτού και με την τελική του απόφαση ενδιέτριψε σε αυτό με μεγαλύτερη λεπτομέρεια αφού αναφέρθηκε και στο άρθρο 175 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, σύμφωνα με το οποίο έχει διακριτική εξουσία ρύθμισης της πορείας της διαδικασίας.  Παρέπεμψε σε νομολογία γενικά σε σχέση με το πλαίσιο εξέτασης ισχυρισμών για παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος (βλ. Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225, Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232) αλλά η κρίση του διαμορφώθηκε με αναφορά στη φύση της γραπτής συγκατάθεσης.  Καθοδηγήθηκε από την Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, επισήμανε πως η γραπτή συγκατάθεση δεν συνιστούσε, με οποιαδήποτε έννοια, ομολογία ενοχής ή ενοχοποιητική δήλωση και, ενόψει τούτου και της μη ένταξης της περίπτωσης σε άλλη εξαίρεση του γενικού κανόνα, κατέληξε πως δεν ήταν υποχρεωτική η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης και πως το συμφέρον της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση θα εξυπηρετείτο καλύτερα αν αποφευγόταν ο κατακερματισμός της δίκης. Επικαλέστηκε σε σχέση με τις παραμέτρους του θέματος τον Archbold Criminal Proceedings Evidence and Practice έκδοση 1993 §§ 4-202 και 4-302 μέχρι 4-304 και ειδικότερα, τις υποθέσεις R. v. Reynolds 34 Cr. App. R. 60, R. v. Seward 54 Cr. App. R. 85, R. v. Sutton and Others 53 Cr. App. R. 504 και R. v. Flemming 86 Cr. App. R. 32.

Επίσης επεκτάθηκε με αναφορά σε νομολογία σε σχέση και με τις ειδικές ρυθμίσεις της αγγλικής Police and Criminal Evidence Act 1984 η οποία, βέβαια, δεν ισχύει στην Κύπρο. (Βλ. R. v. Beveridge 85 Cr. App. R. 255, R. v. Keenan 90 Cr. App. R. 1, R. v. Manji [1990] Cr. L.R. 512, R. v. Britton and Richards [1989] Cr. L.R. 144).  Και, τελικά, διέκρινε την περίπτωση από εκείνη στη Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37 στην οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε συζητηθεί τέτοιο θέμα.

Δεν έχει αμφισβητηθεί ενώπιόν μας η ορθότητα αυτής της προ[*580]σέγγισης, σε σχέση δηλαδή με τις δυνατότητες που προσφέρονταν.  Ρητά δέχτηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα πως δεν επιβαλλόταν, ως θέμα νόμου ή αρχής δικαίου, η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης στην περίπτωση. Τα θέματα που εγέρθηκαν για να μας απασχολήσουν αφορούσαν στην ορθότητα της επιλογής που έγινε. Κατά την εισήγησή του, οι κανόνες της δίκαιης δίκης θα έπρεπε να οδηγήσουν προς διαφορετική κατεύθυνση αλλά, πρέπει να σημειώσουμε εξ αρχής, χωρίς προσδιορισμό κάποιου συγκεκριμένου παράγοντα που προσφερόταν για αξιολόγηση και παραγνωρίστηκε ή που κακώς επέδρασε. Όσα λέχθηκαν στην ουσία αποτελούν υποθέσεις σε σχέση με το πώς θα ήταν ενδεχόμενο να εξελιχθούν τα πράγματα αν διεξαγόταν δίκη εντός δίκης. Υποστήριξε, λοιπόν, ο εφεσείων πως αν διεξαγόταν δίκη εντός δίκης η αξιοπιστία του ενδεχομένως θα αξιολογείτο διαφορετικά αφού δεν θα είχε τότε αναφερθεί και σε άλλα θέματα. Περαιτέρω ότι, ενδεχομένως, θα καλούνταν και άλλοι μάρτυρες, ιδίως ο ένας σε σχέση με τη μη κλήση του οποίου το Κακουργιοδικείο, στο τέλος, διαπίστωσε κάποιο κενό.  Αυτά δεν συνιστούν λόγους για τους οποίους θα θεωρούσαμε ότι το Κακουργιοδικείο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία.  Οι υποθέσεις που έγιναν δεν προωθούν τη γενική θέση που διατυπώθηκε και είναι δίκαιο να συμπληρώσουμε πως, κατά τον ίδιο τρόπο, κείνται εκτός της ουσίας του θέματος ανάλογες υποθέσεις στις οποίες επεκτάθηκε το Κακουργιοδικείο στην τελική του απόφαση, τις οποίες και ο εφεσείων σχολίασε αρνητικά, σε σχέση με το πώς ενδεχομένως θα αποφάσιζε το ένα ή το άλλο θέμα αν εξέταζε τη μαρτυρία που προσάχθηκε στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης.  Καταλήγουμε πως δεν τεκμηριώθηκε λόγος που να δικαιώνει την άποψη για λάθος στην επιλογή.  Προσθέτουμε πως, ούτως ή άλλως, δεν έχει φανεί οτιδήποτε που θα έδειχνε πράγματι δυσμενή επηρεασμό του εφεσείοντα ώστε να ήταν δυνατό να προσδοθεί στο θέμα η καταλυτική σημασία που εισηγήθηκε η υπεράσπιση. Σημειώνουμε πως δεν διακρίνουμε έρεισμα στην άποψη του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο στέρησε τον εαυτό του από τη δυνατότητα να καταλήξει σε σαφή ευρήματα για τις συνθήκες ή ότι το Κακουργιοδικείο, επειδή επανήλθε στο θέμα με την τελική του απόφαση, ενήργησε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.  Η κάθε πλευρά είχε τη δυνατότητα και προσήγαγε όποια μαρτυρία έκρινε σχετική και το Δικαστήριο την αξιολόγησε.  Προέβη σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις αναφορικά με την εξέλιξη των γεγονότων, ήταν στη βάση τους που κατέληξε και δεν μπορούμε να δούμε ούτε και τη λογική της αναφοράς σε βάρος απόδειξης που δεν θα είχε αλλά τελικά επωμίστηκε ο εφεσείων.

[*581]Η συγκατάθεση

Η μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή σε σχέση με τις συνθήκες λήψης αίματος από τον εφεσείοντα προερχόταν από τον Αν. Λοχία Σταμάτη Σταμάτη και τον ιατρό Μ. Φιλίππου. Ο Σταμάτη μπορούσε να αναφερθεί στα γεγονότα από τις 5.15 μ.μ. της 22.4.99.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ο εφεσείων βρισκόταν ήδη στον αστυνομικό σταθμό, με την ελεύθερη θέλησή του έδωσε πρώτα ανακριτική κατάθεση και στη συνέχεια υπέγραψε τη συγκατάθεση για τη λήψη αίματος. Δεν τελούσε υπό σύλληψη, δεν ήταν δεμένος με χειροπέδες και, τελικά, μετέβη στο Νοσοκομείο με το δικό του αυτοκίνητο.  Τον συνάντησε έξω από το νοσοκομείο, τον συνόδευσε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, στην παρουσία του, μετά από σχετική ερώτηση, επανέλαβε στον ιατρό Φιλίππου πως συγκατετίθετο, δόθηκε στον ιατρό και η γραπτή συγκατάθεση και ακολούθησε η αιμοληψία. Με τη συμπλήρωση αυτής της διαδικασίας επέστρεψαν με τον ίδιο τρόπο στον αστυνομικό σταθμό οπότε και ο εφεσείων έφυγε, πάντοτε οδηγώντας το δικό του αυτοκίνητο.  Η μαρτυρία του ιατρού ήταν ταυτόσημη αν και αυτός δεν μπορούσε να θυμηθεί, όπως του υπέβαλε η υπεράσπιση, αν ο εφεσείοντας ήταν δεμένος με χειροπέδες.

Ο εφεσείων πρόβαλε την ακόλουθη εκδοχή. Περί την 3.00 μ.μ. της 22.4.99 αστυνομικοί τον συνάντησαν στο Ζαχαροπλαστείο “Νούφαρο” στην Πάφο. Ήπιαν καφέ μαζί και στη συνέχεια του είπαν ότι έπρεπε να “έλθει” στην αστυνομία. Ρώτησε εάν είχαν ένταλμα σύλληψης, τον βεβαίωσαν ότι υπήρχε και ότι θα του επιδεικνυόταν όταν θα έφταναν, τον έπιασαν από το χέρι και μετέβη στην αστυνομία όχι όμως με το αστυνομικό αυτοκίνητο.  Οδήγησε ο ίδιος το δικό του αυτοκίνητο, κατά τον ισχυρισμό του όμως, συνοδευόμενος από τον ένα από τους αστυνομικούς.  Όταν έφθασαν στον αστυνομικό σταθμό, μετά από αναμονή για κάποιο διάστημα, οι αστυνομικοί του είπαν ότι συλλαμβάνεται, χωρίς όμως και πάλιν να του επιδείξουν ένταλμα σύλληψης.  Σε κάποιο στάδιο έδωσε ανακριτική κατάθεση και όταν τέθηκε το ζήτημα της συγκατάθεσής του για τη λήψη αίματος ρώτησε αν, σε τέτοια περίπτωση, θα αφηνόταν ελεύθερος. Η απάντηση που πήρε ήταν καταφατική και υπέγραψε, υπακούοντας σε ό,τι αντιλαμβανόταν ως διαταγή. Έδωσε όμως στο Δικαστήριο και ως περαιτέρω λόγο αυτής της ενέργειάς του το γεγονός ότι ήταν αθώος.  Σημειώνουμε πως, παράλληλα με τα πιο πάνω, ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως κατά τη διάρκεια της παραμονής του στον αστυνομικό σταθμό επαναλάμβανε στους αστυνομικούς ότι είχε επείγουσα δουλειά και πως θα έπρεπε να φύγει γρήγορα.  Με χει[*582]ροπέδες του έδεσαν το ένα χέρι με το χέρι αστυνομικού, τον οδήγησαν με αυτοκίνητο της αστυνομίας στο νοσοκομείο και ο ιατρός, χωρίς να του πει οτιδήποτε, του πήρε αίμα.  Τον έδεσαν ξανά με τον ίδιο τρόπο, τον μετέφεραν πίσω στον αστυνομικό σταθμό και, τότε, τον άφησαν ελεύθερο.

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπήρχαν δυο ακόμα στοιχεία. Το ένα ήταν η ίδια η γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα.  Αναφέρθηκε σε αυτή στη συνάντησή του με αστυνομικούς στο ζαχαροπλαστείο “Νούφαρο” και στα διατρέξαντα, ως εξής:  “Μετά ήλθε η αστυνομία και ήλθα μέσα με το αυτοκίνητό μου”. Το  δεύτερο ήταν η θέση του κατά τη διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος κράτησής του, στις 24.4.99.  Παρεμβάλουμε πως, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ο εφεσείων συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος στις 23.4.99.  Σύμφωνα με τα πρακτικά που κατατέθηκαν ως τεκμήριο 31, ο εφεσείων υπέβαλε στον αστυνομικό μάρτυρα πως είχε συνεργαστεί με την αστυνομία και, ουσιαστικά, επικαλείτο το γεγονός ότι είχε συγκατατεθεί να του ληφθεί αίμα.

Το Κακουργιοδικείο δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Σταμάτη και του ιατρού και απέρριψε ως ψευδή εκείνη του εφεσείοντα. Με τους λόγους έφεσης επισημαίνονται σημεία τα οποία, κατά την άποψη του εφεσείοντα, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε διαφορετική κατάληξη. Ο Σταμάτη δεν θυμόταν το όνομα του αστυνομικού μαζί με τον οποίο μετέβη στο νοσοκομείο. Αρχικώς είπε ότι “συνόδευσε” τον εφεσείοντα εκεί, δεν καταχώρησε την επίσκεψή του στο Νοσοκομείο και δεν γνώριζε, πέρα από όσα άκουσε, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσείων βρέθηκε στον αστυνομικό σταθμό. Σε κάποιο στάδιο δε, είπε στον εφεσείοντα να περιμένει γιατί ήταν απλός αστυνομικός και περίμενε οδηγίες.  Περαιτέρω, η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε ως μάρτυρες τους αστυνομικούς που, αντίθετα με την αντίληψη του Κακουργιοδικείου, κατονόμασε ο εφεσείων όταν αντεξέταζε μάρτυρες κατηγορίας ως τα πρόσωπα που τον συνέλαβαν στο “Νούφαρο”. Πράγμα που, και το ίδιο το Κακουργιοδικείο, χαρακτήρισε ως “κενό”. Επίσης, άλλο αστυνομικό που ήταν παρών όταν ο εφεσείων υπέγραψε τη συγκατάθεση.

Έχουμε εξετάσει τα δεδομένα και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται να παρέμβουμε. Είναι γεγονός ότι από την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας μπορούσε να εξαχθεί η ταυτότητα των αστυνομικών στους οποίους αναφερόταν ο εφεσείων αλλά το έχουμε πως, τελικά, το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το [*583]θέμα, πράγματι χαρακτηρίζοντας τη μη κλήση τους ως “κενό”. Εξ ου και, στη συνέχεια, έδωσε τους λόγους για τους οποίους αυτά ήταν επουσιώδη. Είχε αξιόπιστη μαρτυρία για τον ουσιώδη χρόνο και δεν υπήρξε κενό σε σχέση με όσα αυτή κάλυψε. Όσα δε προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα πράγματι καταδεικνύουν πως η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι δεν έλεγε την αλήθεια είναι απολύτως δικαιολογημένη. Είναι η ίδια η γραπτή του κατάθεση που ευθέως αντανακλούσε στα διατρέξαντα στο “Νούφαρο”.  Όπως σημειώσαμε, είπε εκεί πως μετέβη στην αστυνομία με το αυτοκίνητό του. Αλλά και από την άλλη είναι παράδοξη η εκδοχή της ρητής σύλληψης στο “Νούφαρο” και, στη συνέχεια, η  ανοχή να μεταβεί ο εφεσείων στην αστυνομία οδηγώντας το δικό του αυτοκίνητο, έστω με τη συνοδεία αστυνομικού.  Όπως και το ενδιαφέρον του να μπορέσει να διεκπεραιώσει την επείγουσα δουλειά που είχε. Θέλουμε να πούμε πως, όπως σημείωσε και το Κακουργιοδικείο, δεν ήταν λογικό να γνωρίζει ότι τελεί υπό σύλληψη για ένοπλη ληστεία και να αναμένει ότι θα έκαμνε και την επείγουσα δουλειά που είχε εκείνο το απόγευμα. Όσα αναφέρθηκαν ως αδυναμίες στη μαρτυρία του Σταμάτη αφορούσαν σε επουσιώδη, στο πλαίσιο του συνόλου, ζητήματα και κάθε άλλο παρά παρέχουν υπόσταση στους ισχυρισμούς για παράνομη σύλληψη ή για ψεύδη του Σταμάτη.  Ο Σταμάτη είπε σε ένα σημείο πως συνόδευσε τον εφεσείοντα στο Νοσοκομείο και ο εφεσείων θεωρεί πως αυτή η δήλωση, αφού έγινε στην αρχή της μαρτυρίας του πριν εκδηλωθεί η διαμάχη σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό μεταφορά του εκεί με αστυνομικό όχημα, θα έπρεπε να προσλάβει ιδιαίτερη σημασία.  Η δε διευκρίνισή του κατά την αντεξέταση, με γνωστή πλέον τη σημασία του θέματος, ότι εννοούσε πως τον συνόδευσε από τον έξω χώρο του Νοσοκομείου όπου τον συνάντησε ως το ιατρείο στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, δεν ήταν πειστική.  Όμως ο μάρτυρας είχε πει ακριβώς αυτό το πράγμα και πολύ πιο πριν, κατά την κυρία εξέτασή του, όταν αναφερόταν στις λεπτομέρειες, μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε ερώτηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απέβλεπε στη διευκρίνιση αυτού του σημείου.  Περαιτέρω, το ότι ο Σταμάτη, σε κάποιο στάδιο, όταν βρισκόταν στον αστυνομικό σταθμό, είπε στον εφεσείοντα να περιμένει, κάθε άλλο παρά δίνει την εικόνα σύλληψης ή έστω κατάστασης ασυμβίβαστης προς την καθαρή εικόνα πως όλα έγιναν, όπως με λεπτομέρεια εξήγησε ο Σταμάτη, υπό το κράτος της ελευθέρως εκδηλωθείσας τότε διάθεσης του εφεσείοντα, για λόγους δικούς του, να συνεργαστεί. Την οποία και επικαλέστηκε ο εφεσείων στη συνέχεια, απεριφράστως.

Η κουκούλα και η μοτοσυκλέτα

[*584]

Είναι η θέση του εφεσείοντα πως το Κακουργιοδικείο λανθασμένα και αυθαίρετα, χωρίς υποστήριξη από τη μαρτυρία, κατέληξε πως ο δράστης φορούσε τη κουκούλα και οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα που βρέθηκαν. Υποστηρίζει πως το Κακουργιοδικείο στηρίχτηκε σε εικασίες και εισηγείται πως δεν υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με το δρομολόγιο που ακολούθησε ο δράστης μετά τη ληστεία, για το πού πήγε όταν έφυγε από την τράπεζα και, τελικά, για το αν πέρασε από το σημείο όπου βρέθηκε η κουκούλα. Δεν ήταν γνωστό ποιος και πότε τοποθέτησε την κουκούλα στο σημείο που βρέθηκε και η μαρτυρία πως αυτή ήταν όμοια ή έστω πανομοιότυπη με εκείνη που φορούσε ο δράστης, ήταν επισφαλής. Ιδίως αφού οι μάρτυρες δεν κλήθηκαν να την ξεχωρίσουν ανάμεσα σε άλλες.  Το ίδιο και σε σχέση με τη μοτοσυκλέτα αναφορικά με την οποία υπήρχε και πρόσθετη αδυναμία σε σχέση με τη μηχανική της κατάσταση. Η μοτοσυκλέτα που βρέθηκε είχε κλαπεί και, κατά τον ιδιοκτήτη της, όπως αποδίδει τη μαρτυρία του ο εφεσείων, δεν ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση και “χρειαζόταν μηχανικό”. Δεν υπήρχε, λοιπόν, μαρτυρία ότι επιδιορθώθηκε μετά την κλοπή της και ότι τέθηκε σε λειτουργία από τη στιγμή της κλοπής της και μετά.  Ούτε ότι μετά την ανεύρεσή της ελέγχθηκε μηχανικά ώστε να διαπιστωθεί αν ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση.

Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος για την εφεσίβλητη αντέκρουσε ένα προς ένα τα επιχειρήματα του εφεσείοντα  με παραπομπή στη μαρτυρία που προσάχθηκε και από το σύνολο, σε συμφωνία με το Κακουργιοδικείο, καταλήγουμε πως χωρίς καμιά αμφιβολία η κουκούλα που βρέθηκε ήταν αυτή που φορούσε και πως η μοτοσυκλέτα που βρέθηκε ήταν αυτή που οδηγούσε ο δράστης.

Η μοτοσυκλέτα ανήκε στο Χρ. Χαμπιαουρίδη και την είχε σταθμευμένη έξω από το σπίτι του.  Το βράδυ της 21.4.99, δηλαδή την παραμονή της ληστείας, διαπίστωσε ότι κλάπηκε πράγμα που, την επομένη το πρωΐ , στις 8.30 π.μ., κατάγγειλε στην αστυνομία. Αντίθετα προς όσα υποστήριξε ο εφεσείων, δεν ήταν η μαρτυρία του πως η μοτοσυκλέτα δεν βρισκόταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση.  Παρουσίαζε πρόβλημα στο “ξεκίνημά” της, κάποτε ξεκινούσε και κάποτε όχι και στη δεύτερη περίπτωση το πρόβλημα αντιμετωπιζόταν όταν την έσπρωχνε σε κατήφορο.  Εν πάση περιπτώσει, η μοτοσυκλέτα του Χαμπιαουρίδη βρέθηκε σε απόσταση 2-3 χλμ από την τράπεζα, μάλιστα κάτω από συνθήκες που και εξ αντικειμένου έδειχναν ότι οδηγήθηκε.  Η Μ. Ηλία διαμένει κοντά σε εκείνο το σημείο και ήταν η μαρτυρία της πως γύρω [*585]στις 10.00 π.μ., όπως υπολόγισε, της 22ας Απριλίου 1999 άκουσε θόρυβο μοτοσυκλέτας και είδε τον οδηγό της “που την πέταξε μέσα σε χόρτα” για να επιβιβαστεί στη συνέχεια αυτοκινήτου που τον περίμενε και να απομακρυνθούν.  Το Κακουργιοδικείο δεν είχε επιφυλάξεις για την ειλικρίνειά της αλλά δεν σχημάτισε καλή εντύπωση για την παρατηρητικότητά της.  Αυτό, όμως, σε σχέση με το κατά πόσο ήταν πράγματι μελαχρινός ο μοτοσυκλετιστής που είδε. Είναι ως προς αυτή τη λεπτομέρεια που συνάγεται ότι δεν βασίστηκε στη μαρτυρία της και δεν είναι ορθή η αντίληψη του εφεσείοντα ότι προκύπτει απόρριψη της μαρτυρίας της στο σύνολό της. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, υπήρχε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και η μαρτυρία του Χρ. Γεωργίου. Ήταν ενοικιαστής κτήματος δίπλα από το οποίο βρέθηκε η μοτοσυκλέτα, πήγε πρώτα κοντά της στις 10.15 π.μ. της 22ας Απριλίου 1999 άγγιξε το “εξώστ” της και αυτό ήταν “λίγο ζεστό”. Ειδοποίησε την αστυνομία, έφθασε εκεί ο αστυφύλακας Φ. Κουρίδης στις 10.30 π.μ. άγγιξε και αυτός το “εξώστ” και ένιωσε ότι ήταν ζεστό.  Στο τέλος δε, όπως κατέθεσε ο λοχίας Σ. Σάββα, όταν η μοτοσυκλέτα μετεφέρθη στον αστυνομικό σταθμό, την έσπρωξε και “ξεκίνησε”.

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπήρχε και η μαρτυρία των προσώπων που είδαν το δράστη να οδηγά τη μοτοσυκλέτα και που την αναγνώρισαν.  Η Ε. Χ”Χριστοδούλου ήταν υπάλληλος στην τράπεζα. Μετά τη ληστεία βγήκε στο δρόμο και είδε τον κουκουλοφόρο ληστή να απομακρύνεται οδηγώντας μοτοσυκλέτα.  Περιέγραψε τη μοτοσυκλέτα με αναφορά στον τύπο, το χρώμα και άλλα κι η περιγραφή της συνάδει προς τα γενικά χαρακτηριστικά εκείνης που βρέθηκε. Μεταξύ των άλλων δεν είχε νούμερα πίσω και είδε ιδιότυπο “κουμπιστήρι”, ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό, αφού δεν ήταν εργοστασιακό. Ο ιδιοκτήτης της μοτοσυκλέτας κατέθεσε πως ήταν δική του προσθήκη. Επίσης είχε προς το πίσω μέρος της μια τσάντα.  Είδε λίγο μετά τη μοτοσυκλέτα στο σημείο που βρέθηκε και την αναγνώρισε με βεβαιότητα ως την ίδια. Ο Α. Ιωάννου ήταν ο διευθυντής του καταστήματος που ληστεύθηκε.  Αμέσως μετά τη ληστεία έτρεξε προς την έξοδο ακριβώς για να δει, όπως είναι οι οδηγίες σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προς τα πού θα διαφύγει ο δράστης και το μέσο που θα χρησιμοποιούσε. Τον είδε επιβιβασμένο σε μοτοσυκλέτα και την περιέγραψε και ο ίδιος, με αναφορά σε σειρά χαρακτηριστικών της με τρόπο που συνάδει με εκείνα της μοτοσυκλέτας που βρέθηκε. Ήταν και αυτός ο μάρτυρας απολύτως βέβαιος πως η μοτοσυκλέτα που είδε μετά από πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος στο σημείο που περιγράψαμε, ήταν η ίδια. Ο κ. Αλεξάνδρου αναφέρθηκε σε ορι[*586]σμένες λεπτομέρειες αλλά δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αμφιβολία αναφορικά με την ποιότητα της μαρτυρίας που οδηγεί στην ταύτιση της μοτοσυκλέτας που βρέθηκε με εκείνη του δράστη.  Σημειώνουμε εδώ πως δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στο γεγονός ότι η αστυνομία θέλησε να έχει τη μαρτυρία της αναγνώρισης της μοτοσυκλέτας αλλά και της κουκούλας πριν αυτά μετακινηθούν από το σημείο στο οποίο βρέθηκαν.

Tα ίδια και με την κουκούλα.  Οι εργαζόμενοι στην τράπεζα είδαν το δράστη με την κουκούλα από πολύ κοντά και είχαν τη δυνατότητα να δούν την κουκούλα που βρέθηκε μόνο 700 μέτρα από το κατάστημά τους, λίγη ώρα μετά τη ληστεία. Περιέγραψαν την κουκούλα και αναφέρθηκαν στις οπές στη θέση των ματιών.  Ήταν μάλλινη, μαύρη και περαιτέρω, ήταν καμωμένη στο χέρι με ιδιότυπη πλέξη που για τους μάρτυρες κατηγορίας ιδίως τη Ν. Χριστοδούλου και το Διευθυντή που ασχολούνταν, όπως κατέθεσαν, με το πλέξιμο, ήταν ιδιαιτέρως χαρακτηριστική. Επίσης, οι δυο οπές στα μάτια δεν ήταν συνηθισμένες αλλά είχαν δημιουργηθεί εκ των υστέρων με κόψιμο του μαλλιού. Ήταν, λοιπόν, βέβαιοι οι μάρτυρες πως η κουκούλα που βρέθηκε ήταν εκείνη που φορούσε ο δράστης και από το σύνολο της μαρτυρίας, στοιχείο της οποίας ήταν και η ανεύρεση της κουκούλας σε μικρή απόσταση από την τράπεζα, δεν μπορεί να υπάρχει, όπως και στην περίπτωση της μοτοσυκλέτας, αμφιβολία. Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως η μοτοσυκλέτα και η κουκούλα που βρέθηκαν ήταν εκείνες που χρησιμοποίησε ο δράστης της ληστείας, ήταν ασφαλής.  Όσα δε πρόβαλε ο εφεσείων, όπως τα παραθέσαμε, καταλήγουν να είναι λεπτομέρειες χωρίς σημασία.

Το γενετικό υλικό στην κουκούλα και στους “καραόλους” της μοτοσυκλέτας.

Σε σχέση με την κουκούλα δεν αμφισβητείται ότι σε 6 σημεία στο μπροστινό μέρος της υπήρχε γενετικό υλικό του εφεσείοντα και είναι η εισήγησή του πως αυτό δεν σημαίνει και ότι ο ίδιος ήταν ο δράστης. Ήταν ενδεχόμενο ο πραγματικός δράστης να είχε αφήσει γενετικό υλικό και αυτό να μη ανιχνεύθηκε αφού δεν είχε αναλυθεί ολόκληρη η κουκούλα. Ο πραγματογνώμονας Μ. Καριόλου δεν απέκλεισε αυτή την πιθανότητα και, περαιτέρω, ο Υπαστυνόμος Δ. Τσοκκάς, όταν κατέθετε στο Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αίτησης για κράτηση του εφεσείοντα, αναφέρθηκε στην ύπαρξη τριχών στην κουκούλα. Ο Μ. Καριόλου όμως δεν ανέλυσε τρίχες και ήταν σφάλμα του Κακουργιοδικείου η εκτίμηση πως αυτό δεν επηρέαζε την αξιοπιστία ούτε [*587]του Δ. Τσοκκά ούτε της επιστημονικής έρευνας και μαρτυρίας του Μ. Καριόλου.

Από τη μελέτη της μαρτυρίας του Μ. Καριόλου, την οποία και ο εφεσείων επικαλείται σε σχέση με τις πιθανότητες που εισηγείται, προκύπτουν τα ακόλουθα:

(α)  Χωρίς καμιά αμφιβολία το γενετικό υλικό που βρέθηκε σε 6 διαφορετικά σημεία στο μπροστινό μέρος της κουκούλας, ανήκει στον εφεσείοντα.

(β)  Δεν υπήρχε σ’ αυτά γενετικό υλικό άλλου προσώπου.

(γ)  Δεν είχε αναλύσει ολόκληρη την κουκούλα γιατί δεν χρειαζόταν και τέτοια ενέργεια θα οδηγούσε στην εξαφάνισή της.  Η ανάλυση έγινε στα σημεία στα οποία αναμένεται να βρεθεί γενετικό υλικό. Εκείνα των ματιών, της μύτης και του στόματος.  Επιπλέον, πριν την ανάλυση για τον εντοπισμό γενετικού υλικού, προηγήθηκαν άλλες προκαταρκτικές  βιοχημικές εξετάσεις.  Ειδικά, το τέστ αμυλλάσης με στόχο τον εντοπισμό σημείων στα οποία βρίσκονται ανθρώπινα κύτταρα.  Αυτό έδειξε, όπως αναμενόταν άλλωστε, την περιοχή των 6 σημείων και ήταν από τότε βέβαιο ότι εκεί βρίσκονταν ανθρώπινα κύτταρα. Ενώ δε αυτή η προκαταρκτική μέθοδος δεν είναι από  μόνη της αρκετή, τουλάχιστον αποκλείει την ύπαρξη ανθρώπινου σάλιου εκεί που το αποτέλεσμά της είναι αρνητικό. Όπως εξήγησε, περαιτέρω, σε τέτοια περίπτωση, η πιθανότητα να βρεθούν ανθρώπινες βιολογικές ουσίες από τις οποίες να απομονωθεί γενετικό υλικό είναι μηδαμινές.

(δ)  Και απλό φόρεμα της κουκούλας από άνθρωπο με άγγιγμα σ’αυτή των χειλιών θα άφηνε γενετικό υλικό.  Σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του αναφέρθηκε σε περισσότερες πιθανότητες να αφεθεί παρά να μην αφεθεί.  Αλλά σε επανειλημμένες εξειδικευμένες ερωτήσεις σε σχέση με το κατά πόσο πρόσωπο το οποίο, όπως ο δράστης που φορούσε την κουκούλα κατά τη διάρκεια της ληστείας, μιλώντας κιόλας, θα έπρεπε να είχε αφήσει γενετικό υλικό μπροστά, η απάντησή του ήταν σαφώς καταφατική.

(ε)  Η κουκούλα εξετάστηκε και με μεγεθυντικό φακό και δεν υπήρχαν ανθρώπινες τρίχες σ’ αυτή. Εν πάση περιπτώσει και να υπήρχαν θα ήταν θέμα για σκέψη αν θα αναλύονταν.  Παρεμβάλλουμε πως ο Δ. Τσοκκάς που αναφέρθηκε σε τρίχες στην κουκούλα, όπως εξήγησε το Κακουργιοδικείο, δεν φαινόταν να είχε οποιαδήποτε ανάμειξη με την κουκούλα και την εξέτασή της.  Οπότε οι προφανείς πληροφορίες του, ενόψει της μαρτυρίας του Μ. Καριόλου, δεν ήταν ορθές.  Ση[*588]μειώνουμε πως δεν έχει εγερθεί κανένα συγκεκριμένο σημείο που να θέτει υπό αμφισβήτηση τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής σύμφωνα με την οποία η κουκούλα κατέληξε στο Μ. Καριόλου ακριβώς στην κατάσταση στην οποία βρέθηκε.

Τώρα, ως προς τη μοτοσυκλέτα.  Τα επιχειρήματα του εφεσείοντα στηρίζονταν στο γεγονός ότι ο Μ. Καριόλου, στη γραπτή έκθεση που είχε ετοιμάσει, κατέγραψε ότι ο εφεσείων “δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης ποσοστού DNA” που απομονώθηκε στους “καραόλους”. Ενώ ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν απόλυτος πως ο εφεσείων ήταν ο κύριος δότης του γενετικού υλικού που εντοπίστηκε σε αυτούς.  Δεν είχε μεσολαβήσει άλλη έρευνα και, κατά την εισήγηση, ενόψει της αντίφασης, το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δέχτηκε τη μαρτυρία του σχετικά με το γενετικό υλικό στους “καραόλους”.

Το Κακουργιοδικείο δεν διαπίστωσε αντίφαση, πράγματι αυτό μόνο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της ανάλυσης της μαρτυρίας του Μ. Καριόλου και δεν δεχόμαστε πως ήταν επισφαλής η αποδοχή της μαρτυρίας του.  Στους “καραόλους” εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό. Δηλαδή περισσοτέρων του ενός ανθρώπου, τριών όπως διευκρίνισε. Από την ανάλυση προέκυπτε ότι 12 άλλα πρόσωπα αποκλείονταν από το να ήταν δότες, πράγμα που δεν συνέβαινε στην περίπτωση του εφεσείοντα. Αυτός, όπως εξήγησε, ήταν ο τρόπος με τον οποίο διατύπωνε τα ευρήματά του σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν ίσχυε δηλαδή για τον εφεσείοντα ο αποκλεισμός που διαπιστώθηκε για τους άλλους.  Ούτως ή άλλως τα ευρήματά του ήταν συγκεκριμένα και εφόσον του ζητήθηκαν διευκρινίσεις, εξήγησε πως δεν άφηναν καμιά αμφιβολία ότι ο εφεσείων ήταν ο κύριος δότης του γενετικού υλικού που εντοπίστηκε στους “καραόλους”. Κατά τη μαρτυρία του υπήρχε πλήρης ταύτιση.

Από το σύνολο της μαρτυρίας δεν είναι δυνατό να υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία πως ο εφεσείων ήταν ο δράστης. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην R. v. Melias, The Times 14.11.1987 σε σχέση με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας για γενετικό υλικό, αλλά σημειώνουμε την πρόσφατη δική μας στη Σάββας Πλαστήρα Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195.  Ο εντοπισμός γενετικού υλικού στην κουκούλα αλλά και στη μοτοσυκλέτα την οποία, υποτίθεται, κατά την εκδοχή του, ουδέποτε άγγιξε  ο εφεσείων, δεν αφήνει οποιοδήποτε χώρο για αμφιβολία.  Επιιπλέον, στην κουκούλα υπήρχε γενετικό υλικό μόνο του εφεσείοντα και έχουμε δει ποια είναι τα συμπεράσματα από αυτό, όταν ο δράστης [*589]φορούσε την κουκούλα, όχι στιγμιαία αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα, εκινείτο και μιλούσε κιόλας. Αν ήταν άλλος ο δράστης θα έπρεπε να είχε αφήσει γενετικό υλικό στην κουκούλα και εξ αντικειμένου καταρριπτόταν η ιστορία του εφεσείοντα με την οποία επιχείρησε να εξηγήσει την ύπαρξη του γενετικού υλικού του σ’ αυτή, την οποία, εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο δικαιολογημένα απέρριψε ως απίθανη και φανταστική.  Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως είχε τέτοια κουκούλα, βλέπουμε στη γραπτή κατάθεσή του ημερομηνίας 28.7.99 την περαιτέρω εξήγηση ότι τη βρήκε πριν δυο χρόνια περίπου σε χώρο σκυβάλων μιας πολυκατοικίας και την πήρε, την οποία όμως έχασε μερικούς μήνες πριν τη ληστεία και, υποτίθεται, κατά κάποιο τρόπο βρέθηκε στην κατοχή του ληστή.  Ενώπιόν μας αναφέρθηκε και άλλο ενδεχόμενο.  Ότι ίσως κάποιος να την τοποθέτησε στο σημείο που βρέθηκε σκοπίμως για να τον ενοχοποιήσει. Αλλά ως προς αυτό έχουμε ήδη αναφερθεί στο αναμφίβολο ότι η κουκούλα που βρέθηκε ήταν εκείνη που χρησιμοποίησε ο δράστης.  Δεν είχε όμως τις οπές στα μάτια η κουκούλα όταν κατά τον ισχυρισμό του την κατείχε. Αν είχε τέτοιες οπές, θα έπρεπε και να δώσει κάποια εξήγηση.  Για τον ίδιο, ήταν σκουφάκι που τοποθετούσε στο πάνω μέρος της κεφαλής του.  Σε τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να εξηγηθεί η ανεύρεση σάλιου στο εμπρόσθιο μέρος της και ήταν ο ισχυρισμός του πως την άνοιγε, τη φορούσε με τρόπο που κάλυπτε το πρόσωπό του μέχρι το λαιμό και πως μετά την τύλιγε προς τα πάνω.

Τα υπόλοιπα θέματα

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούσαν σε θέματα τα οποία, αφού εξετάσαμε, δεν αμβλύνουν με οποιοδήποτε τρόπο και σε οποιοδήποτε βαθμό τη σιγουριά που η επιστημονική μαρτυρία, στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών, δημιουργεί.  Το ένα θέμα αφορά στις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου πως η περιγραφή του δράστη συνάδει με εκείνη του εφεσείοντα.  Κατά το πρώτο μέρος του επιχειρήματος πολύς κόσμος συνάδει με αυτή την περιγραφή. Όμως, όπως σημειώσαμε και στην αρχή αυτής της απόφασης, δεν χρησιμοποιήθηκε αυτή η μαρτυρία ως αφ’ εαυτής ενοχοποιούσα τον εφεσείοντα. Δεν είχε ούτε προσεγγίστηκε ως έχουσα τέτοια αποδεικτική δύναμη.  Κατά το δεύτερο μέρος της δεν ήταν πανομοιότυπη, σε σχέση με όλες τις λεπτομέρειες, η μαρτυρία αναφορικά με τη γενική περιγραφή του δράστη.  Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην περιγραφή του δράστη από τους υπαλλήλους και τους πελάτες της τράπεζας. Τα γεγονότα είχαν εξελιχθεί με ταχύτητα και οι μάρτυρες βρίσκονταν κάτω από την απειλή όπλου.  Εν τούτοις, δεν εντοπίστηκαν ουσιώδεις διαφορές [*590]και ο έλεγχος της μαρτυρίας αναδεικνύει ορθή και αυτή την εκτίμηση του Κακουργιοδικείου.  Η μαρτυρία σε σχέση με το ύψος και τη σωματική διάπλαση του δράστη ήταν περίπου η ίδια και, βέβαια, δεν ήταν ορθό να προσδοθεί, όπως και δεν προσδόθηκε, σημασία στο ότι ο ένας τον είδε κάτω από τις περιστάσεις που περιγράψαμε, ως ύψους 1.60, άλλος 1.65 και άλλος 1.68.  Περαιτέρω, άλλος ως αδύνατο, άλλος ως μη παχουλό και άλλος ως λεπτό ή ως λεπτής σωματικής διάπλασης.  Ούτε στο γεγονός ότι ένας μάρτυρας περιέγραψε ως καστανά ή ως καστανόμαυρα τα μάτια του όπως τα είδε πίσω από τις τρύπες τις κουκούλας. Ή στην εντύπωση ενός μάρτυρα πως του φάνηκε πως ο δράστης “καλαμάριζε” σαν ρωσοπόντιος, που ήταν η αρχική εντύπωση και άλλης μάρτυρος για την οποία, τελικά, δεν ήταν βέβαιη.  Ως προς τα ρούχα δε, και πάλιν οι διαφορές ήταν επουσιώδεις και επί του προκειμένου πρέπει να έχουμε υπόψη πως, εν πάση περιπτώσει, δεν συσχετίστηκε ο εφεσείων προς τον δράστη με αναφορά στα ρούχα που φορούσε.  Σημειώνουμε πως ο εφεσείων, όταν αντεξέταζε τον υπαστυνόμο Τσοκκά στη διαδικασία για την κράτησή του, σε σχέση με τη μαρτυρία του ότι ο δράστης είχε ύψος 1.60 μέχρι 1.65, του υπέβαλε πως ο ίδιος είχε ύψος 1.73, για να παραδεχτεί κατά τη δίκη πως το ύψος του είναι 1.68.  Εξήγησε ο εφεσείων πως δεν ήταν τότε σίγουρος για το ύψος του.

Το άλλο θέμα αφορά στη συμπεριφορά του εφεσείοντα. Στις 22.4.99 ο εφεσείων έδωσε δείγμα αίματος και έφυγε με το αυτοκίνητό του.  Το πρωΐ της 23.4.99  κατελήφθη από την αστυνομία να φορτώνει τα προσωπικά του αντικείμενα σε αυτοκίνητο, έτοιμος να μετακομίσει στη Λεμεσό.  Την επομένη εκδόθηκε διάταγμα κράτησής του για πέντε μέρες και δυο μέρες μετά την απόλυσή του εγκατέλειψε τη Κύπρο, για την Αθήνα. Ισχυρίστηκε πως το έκαμε για να ξεκουραστεί, να ηρεμήσει από τις ταλαιπωρίες στις οποίες τον υπέβαλλε η αστυνομία και για να επισκεφθεί μια εξαδέλφη του. Δεν είχε όμως χρήματα και δανείστηκε και ζητιάνεψε για να εξασφαλίσει £485. Έμεινε όμως στην Αθήνα επί τρεις περίπου μήνες και κατά το διάστημα εκείνο επισκέφθηκε και τη Ρουμανία για δυο μέρες. Όπως ισχυρίστηκε, κάλυπτε τα έξοδά του πουλώντας αντικείμενα που εύρισκε σε σκυβαλότοπους.

Το Κακουργιοδικείο δεν δέχτηκε τις εξηγήσεις του εφεσείοντα.  Θεώρησε ως πιο πιθανό να ήθελε να διαφύγει από τη δικαιοσύνη και ενώπιόν μας υποστηρίχθηκε πως δεν έπρεπε να απορριφθεί η μαρτυρία του εφεσείοντα. Δεν υπήρχε αντίθετη μαρτυρία και το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη του πως αυτοβούλως επέστρεψε στην Κύπρο για να αποκαταστήσει το όνομά [*591]του αφού προηγουμένως γνωστοποίησε γραπτώς στο Γενικό Εισαγγελέα τις λεπτομέρειες της πτήσης του.

Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη τις περιστάσεις της επιστροφής του εφεσείοντα. Αναφέρθηκε ρητά σ’ αυτές και εξήγησε γιατί, όπως το έθεσε, δεν  εντυπωσίαζε η αυτόβουλη επιστροφή. Γνώριζε ο εφεσείων, όπως παραδέχτηκε, ότι κατεζητείτο από την αστυνομία και ότι είχε ειδοποιηθεί και η “Ιντερπόλ”. Επομένως, μπορούσε να κατανοήσει ότι ήταν, εν πάση περιπτώσει, πιθανός ο εντοπισμός του.  Επιπλέον το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και σε προγενέστερη επιστολή του εφεσείοντα προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως στην οποία διακήρυσσε βέβαια την αθωότητά του χωρίς όμως, όπως επισήμανε το Κακουργιοδικείο, να αποκαλύψει τότε και τον τόπο της διαμονής του.

Δεν διαπιστώνουμε κανένα σφάλμα κατά την αποτίμηση των δεδομένων σε σχέση με την κρίση πως ο εφεσείων δεν έλεγε την αλήθεια και, είναι αυτονόητο πως, η διαπίστωση πως ένας μάρτυρας είναι αναξιόπιστος δεν προϋποθέτει και μαρτυρία άλλου που να τον αντικρούει.

Προσθέτουμε πως δεν διαπιστώνουμε σφάλμα ούτε και σε σχέση με την εν γένει αξιοπιστία του εφεσείοντα. Η γενική εισήγηση ήταν πως όσα σημείωσε το Κακουργιοδικείο ως στοιχεία αποκαλυπτικά της αναξιοπιστίας του,  ενώ δεν αμφισβητείται πως είχαν στη βάση τους τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, δεν έδειχναν ότι έλεγε ψέματα όταν ισχυριζόταν πως δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τη ληστεία.

Οι βασικοί από τους λόγους που κατέγραψε το Κακουργιοδικείο αφορούν στα συμπεράσματα που προέκυπταν από την επιστημονική μαρτυρία στο πλαίσιο του συνόλου.  Η βεβαιότητα που θεμελιώνει εκείνη η μαρτυρία απέκλειε εξ αντικειμένου τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα.  Τα άλλα αναφέρονται σε επί μέρους σημεία μερικά από τα οποία έχουμε ήδη σχολιάσει.  Στις συνθήκες τις αιμοληψίας, στο ταξίδι του εφεσείοντα στην Αθήνα, στην επιστροφή του από εκεί υποτίθεται για να αποκαταστήσει το όνομά του, ως φιλήσυχος πολίτης που έλεγε ότι ήταν.  Κατά τα άλλα το Κακουργιοδικείο σχολίασε αρνητικά τον ισχυρισμό του πως στο παρελθόν κέρδιζε £500.- ημερησίως από μπυραρία την οποία όμως έκλεισε επειδή η αστυνομία τον ενοχλούσε για να περιέλθει σε άθλια οικονομική κατάσταση, τον ισχυρισμό του πως η σύζυγός του είχε περιουσία δυο εκατομμυρίων λιρών [*592]αλλά η οικογένειά του ζούσε υπό συνθήκες φτώχειας και το γεγονός ότι κατά τη μαρτυρία σε σχέση με ενέργειες της μητέρας του μετά τη ληστεία, ισχυρίστηκε ότι αυτή πλήρωσε δική του πρωτοφειλή ύψους £500.  Επίσης χαρακτήρισε ως εντυπωσιακά αναξιόπιστη και ως σόφισμα την ιστορία του εφεσείοντα πως το βράδυ της 21.4.99, όταν κλάπηκε η μοτοσυκλέτα, αυτός, έχοντας και ο ίδιος τάσεις ομοφυλοφιλίας, ήταν μαζί με κάποιο ομοφυλόφιλο το όνομα όμως του οποίου δεν ήθελε να αποκαλύψει και δεν αποκάλυψε ποτέ, για να μην τον εκθέσει.  Υποτίθεται όμως ότι επισκέφθηκαν μαζί δισκοθήκες και σημείωσε το Κακουργιοδικείο πως δεν ήταν απαραίτητο να αναφερθεί στις τάσεις του ή στην ομοφυλοφιλία του άλλου για να αναφερθεί σε πρόσωπο που θα του παρείχε τέτοιο άλλοθι, σε σχέση τουλάχιστον με την κλοπή της μοτοσυκλέτας.  Επίσης το ότι ο εφεσείων δεν πρόβαλε στη γραπτή του κατάθεση τέτοια εκδοχή, με τη μη πειστική δικαιολογία πως δεν ερωτήθηκε. Τελικά το Κακουργιοδικείο σημείωσε την αντιφατικότητα της εκδοχής του εφεσείοντα αναφορικά με το λόγο της  συνάντησής του με το λοχία Δ. Ναπολέοντος στις Κεντρικές Φυλακές και τα διαμειφθέντα μεταξύ τους, αλλά δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να μπούμε και σ’ αυτές τις λεπτομέρειες.  Ορθά απορρίφθηκε ως εντελώς αναξιόπιστη η μαρτυρία του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων, γύρω στις 9.45 π.μ. στις 22.4.99, φορώντας μαύρη κουκούλα εισήλθε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στη Χλώρακα, πρόβαλε πιστόλι, και διέταξε δυο υπαλλήλους να αδειάσουν τα ταμεία σε πλαστική τσάντα που κρατούσε. Αυτές υπάκουσαν και ο εφεσείων βγήκε για να απομακρυνθεί με μοτοσυκλέτα, προς την κατεύθυνση του παραλιακού δρόμου των Τάφων των Βασιλέων όπου, σε απόσταση 700 μέτρων περίπου από το υποκατάστημα, βρέθηκε η κουκούλα που φορούσε.  Και πιο μακριά σε απόσταση 2-3 χλμ. η μοτοσυκλέτα. Στοιχειοθετούνται συνεπώς όλα τα συστατικά του κακουργήματος της ληστείας κατά το άρθρο 282 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Η έφεση κατά της ποινής.

Ο εφεσείων εισηγείται πως η 10ετής ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε είναι εκδήλως υπερβολική και πως, εν πάση περιπτώσει, είναι το αποτέλεσμα “λανθασμένης προσέγγισης”.  Όπως εξηγεί, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο στοιχείο της αποτροπής και τα ελαφρυντικά του απλώς αναφέρθηκαν χωρίς να βρουν αντανάκλαση στη ποινή.  Τονίζει τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και [*593]τα ψυχολογικά προβλήματα που του άφησαν και επικαλείται τις άριστες σχέσεις που λέγει ότι διατηρεί με τα δυο ανήλικα παιδιά του, παρά το ότι ο γάμος του με τη μητέρα τους διαλύθηκε.  Εισηγήθηκε πως ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του Κακουργιοδικείου πως παρουσιάστηκε “αμετανόητος και χωρίς ίχνος μεταμέλειας” και αντιλαμβάνεται ότι το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε από επεισόδιο κατά τη διάρκεια της δίκης του, σε σχέση με το οποίο αντιμετώπισε άλλη ποινική υπόθεση και τιμωρήθηκε. Υπενθυμίζει πως, κατά το νόμο, δεν έχει προηγούμενες καταδίκες και θεωρεί ότι η υπόθεση Βασίλης Σόλωνα Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50 η μια δηλαδή από τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, διακρίνεται γιατί εκεί τα θύματα κακοποιήθηκαν και γενικά οι περιστάσεις διάπραξης της ληστείας ήταν εξαιρετικά σοβαρές.

Ο κ. Μάτσας αντέκρουσε όλες τις εισηγήσεις του εφεσείοντα.  Υπέδειξε πως όλα όσα λέχθηκαν αποτέλεσαν εισηγήσεις που αξιολογήθηκαν από το Κακουργιοδικείο και τόνισε το γεγονός πως ο εφεσείων αρνήθηκε την ενοχή του ως το τέλος και δεν έχει ανευρεθεί το ποσό των £11.300 που αποκόμισε.

Για το κακούργημα της ληστείας προβλέπεται ποινή ισόβιας φυλάκισης. Αυτό είναι ευθέως προσδιοριστικό της σοβαρότητάς του και, περαιτέρω, όπως τόνισε το Κακουργιοδικείο, εδώ έχουμε σαφή προσχεδιασμό και χρήση πυροβόλου όπλου. Ο εφεσείων, αφού τρομοκράτησε τους πάντες, με προφανές και το ενδεχόμενο άλλων εξελίξεων που θα μπορούσε να ήταν τραγικές, απέσπασε σοβαρό ποσό, το οποίο και δεν ανακτήθηκε.

Δεν βρίσκουμε κανένα λάθος προσέγγισης στην απόφαση του Κακουργιοδικείου το οποίο, κατά την αναφορά του στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, αναφέρθηκε και στη συχνότητα με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτής της φύσης.  Ούτε στην καθοδήγησή του από τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε γενικά σε σχέση με την περιορισμένη σημασία των προσωπικών περιστάσεων σε υποθέσεις αυτής της φύσης και συχνότητας. [Βλ. Ζaidan v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 310, Λουκά Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Sedora Enterprises Ltd κ.ά. (1992) 2 A.A.Δ. 332]. Και ειδικότερα σε σχέση με το κακούργημα της ληστείας. [Βλ. Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Ιωάννης Χαράκη κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 183, Φανάρας, ανωτέρω, και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411]. Στις υποθέσεις αυτές επιβλήθηκαν σοβαρές ποινές φυλάκισης από τέσσερα χρόνια μέχρι δέ[*594]κα χρόνια ανάλογα με τα περιστατικά, το μέσο και τη βία που χρησιμοποιήθηκε, τη συνεργασία του κατηγορούμενου, την εν γένει μεταμέλειά του και το ποινικό του μητρώο. Στην υπόθεση Φανάρας, ανωτέρω, στην οποία ειδικά αναφέρθηκε ο εφεσείων, δυο νεαροί, ηλικίας 19 και 23 ετών, με λευκό ποινικό μητρώο και που παραδέχτηκαν ενοχή, τιμωρήθηκαν με ποινή φυλάκισης 8 ετών. Είχαν εισβάλει στο διαμέρισμα των δυο αλλοδαπών παραπονούμενων με τα πρόσωπα καλυμμένα με κουκούλες και με την απειλή μαχαιριών που κρατούσαν και αφού τις κτύπησαν όταν προσπάθησαν να αντιδράσουν, τους απέσπασαν το ποσό των £65.  Τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης κρίθηκαν ως εξαιρετικά σοβαρά αλλά δεν μπορούμε να δούμε πώς αλλιώς θα ήταν δυνατό να χαρακτηρίσουμε τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Είναι εξαιρετικά σοβαρά και εδώ τα γεγονότα και το μήνυμα πρέπει να είναι καθαρό. Δεν μπορεί να γίνει ανεχτή αυτή η εγκληματική συμπεριφορά, πρέπει να παταχθεί, και ως προς τα Δικαστήρια το μέσο είναι η επιβολή αποτρεπτικής ποινής.

Το Κακουργιοδικείο σημείωσε πως ο εφεσείων αντιμετωπίστηκε ως πρόσωπο χωρίς προηγούμενες καταδίκες και αναφέρθηκε στις προσωπικές του περιστάσεις. Επίσης στα ψυχολογικά του προβλήματα που ήταν οι δυο άξονες των παραγόντων που κλήθηκε να λάβει υπόψη προς μετριασμό της ποινής. Αναφέρθηκε στην Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430 σε σχέση με τα ψυχολογικά προβλήματα του εφεσείοντα αλλά και στη Λεμής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 340 και Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22 αναφορικά με τις δυνατότητες κατάλληλης φροντίδας στις φυλακές.

Κατ’ εξοχήν κριτής για την επιβλητέα ποινή είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Δικαιολογείται παρέμβασή μας, όπως εξηγείται με κάθε ευκαιρία, μόνο στην περίπτωση σφάλματος αρχής ή επιβολής ποινής που αναδεικνύεται ως εκδήλως υπερβολική.  Εδώ δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.

Η�έφεση απορρίπτεται.


[*595]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο