Πεγειώτης Aνδρέας Kωνσταντίνου και Άλλη, Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 617

(2001) 2 ΑΑΔ 617

[*617]18 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

1.  ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΕΓΕΙΩΤΗ,

2.  ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΝΤΟΥΜΑ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτων.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7145, 7146)

 

Ποινή ― Διατήρηση οίκου ανοχής κατά παράβαση των Άρθρων 156(1)(α), 20 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ― Αποζείν από κέρδη πορνείας κατά παράβαση των Άρθρων 164(α), 20 και 35 του ίδιου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης δύο και τριών μηνών αντίστοιχα, στον κάθε κατηγορούμενο ― Αναστολή της ποινής φυλάκισης για περίοδο τριών ετών στην κατηγορούμενη λόγω εξαιρετικών περιστάσεων ― Ήταν μητέρα 4 ανηλίκων παιδιών, εκ των οποίων το ένα είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, για τα οποία είχε αποκλειστική ευθύνη και ετύγχανε δημοσίου βοηθήματος των υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ― Κατηγορούμενη εβαρύνετο με μία προηγούμενη καταδίκη ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου ― Ο περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε.

Λέξεις και Φράσεις ― "Εξαιρετικές περιστάσεις" στον περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972, όπως τροποποιήθηκε.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Καθυστέρηση μεταξύ του χρόνου διάπραξης του αδικήματος και του χρόνου τιμωρίας ― Ο λόγος για [*618]τον οποίο προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη.

Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Διαφοροποίηση στην ποινή λόγω φύλου ― Εφαρμοστέες αρχές στην Κύπρο και Αγγλία.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσιβάλλει τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο και τριών μηνών που επιβλήθηκαν σε κάθε ένα από τους εφεσίβλητους για τα αδικήματα διατήρησης οίκου ανοχής και αποζείν από κέρδη πορνείας και επίσης την αναστολή της ποινής της εφεσίβλητης για τρία έτη λόγω των προσωπικών της περιστάσεων. Υποστήριξε ότι οι εκκαλούμενες ποινές ήταν ανεπαρκείς και επίσης ότι δεν έγινε διαφοροποίηση μεταξύ των ποινών παρόλο ότι η εφεσίβλητη εβαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη.

Τα ελαφρυντικά που οι εφεσίβλητοι έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν τα ακόλουθα:

1.  Οι εφεσίβλητοι ήταν σύζυγοι και κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν 4 παιδιά, ηλικίας 8, 7, 4 και 3 ετών.  Το μικρότερο πάσχει από μηνιγγίτιδα, νοσηλεύεται τακτικά στο Νοσοκομείο και χρειάζεται άμεση φροντίδα.  Η εφεσίβλητη 2 κατάγεται από την Ελλάδα, είναι μόνιμη κάτοικος Κύπρου και η φροντίδα των παιδιών της εξαρτάται αποκλειστικά από την ίδια.  Βασικό στήριγμά της είναι ο εφεσίβλητος 1 που παρόλο τον χωρισμό τους εξακολουθεί να τη βοηθά και να έχει καλή σχέση μαζί της.

2.  Σημειώθηκε μεγάλη καθυστέρηση τόσο στην καταχώρηση όσο και στην εκδίκαση της υπόθεσης. Η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 19.5.99 και οι εκκαλούμενες ποινές επιβλήθηκαν στις 25.6.2001.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι η καθυστέρηση στην έναρξη της ποινικής διωξης – με την καταχώρηση της υπόθεσης – λειτουργεί υπέρ του μετριασμού της ποινής.

2.  Η δίωξη του παραβάτη ευθύς ως έρχεται σε φως η αξιόποινη πράξη του αποτελεί αρχή συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης και αυτή τούτη τη δίκαιη δίκη.

3.  Στην παρούσα υπόθεση οι εκκαλούμενες ποινές έχουν επιβληθεί 40 μήνες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων.  Ο παράγων αυτός ορθά λήφθηκε υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής παρόλο ότι η καθυστέ[*619]ρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφείλετο στους εφεσίβλητους.

4.  Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη.  Στην παρούσα υπόθεση η μεταβολή των συνθηκών των εφεσιβλήτων ήταν ιδιάζουσα. Έχουν στο μεταξύ αποκτήσει άλλα δύο παιδιά.  Η επιείκεια η οποία έχει επιδειχθεί λόγω των προσωπικών περιστάσεων των εφεσιβλήτων δεν καθιστά την εκκαλούμενη ποινή ανεπαρκή έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για αύξησή της.

5.  Η διαφοροποίηση ποινής λόγω φύλου δυνατό να βρίσκεται αντιμέτωπη με την αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Στην Αγγλία η διαφοροποίηση είναι θεμιτή όταν η γυναίκα βρισκόταν υπό την επήρρεια του άντρα συγκατηγορουμένου της. Η μη διαφοροποίηση της ποινής στην παρούσα υπόθεση οφείλεται και στις ιδιάζουσες προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης.

6.  Οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της εφεσίβλητης ήταν οι ακόλουθες:

     Ήταν άνεργη και ετύγχανε μηνιαίου δημόσιου εισοδήματος από το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας για την συντήρησή της και εκείνης των τεσσάρων ανηλίκων τέκνων της το μικρότερο από τα οποία έπασχε από πολύ σοβαρή ασθένεια και είχε ανάγκη από φάρμακα και συνεχή ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα. Η κατάσταση της υγείας του ήταν τέτοια που τον καθιστούσε ακατάλληλο για βρεφοκομικό σταθμό.

Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι όλα τα πιο πάνω συνιστούσαν εξαιρετικούς λόγους στις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης 2 που δικαιολογούσαν αναστολή της ποινής φυλάκισης, είναι ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Farfaros v. Republic (1963) 2 C.L.R. 36,

Machi Ltd v. Social Insurance Officer (1968) 2 C.L.R. 305,

Terlas v. Police (1970) 2 C.L.R. 30,

Temenos v. Republic (1984) 2 C.L.R. 425,

[*620]

Ioannou v. Police (1985) 2 C.L.R. 14,

Katsounis v. Police (1988) 2 C.L.R. 180,

M & M Loizou Ltd κ.ά. ν. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 77,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267,

Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 A.A.Δ. 272,

Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273,

Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068,

Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273,

Williams and Williams v. R. [1953] 37 Cr. App. R. 71,

Okuya and Nwaobi [1984] 5 Cr. App. R. (S) 253,

Παγιάβλας ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 11896/99, ημερομηνίας 25/6/01, με την οποία επιβλήθηκαν στον κάθε ένα από τους κατηγορούμενους, οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες για διατήρηση οίκου ανοχής κατά παράβαση των άρθρων 156(Ι) (α), 20 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 166/87 και αποζείν από κέρδη πορνείας κατά παράβαση των [*621]άρθρων164(α), 20 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 166/87, ποινή φυλάκισης δύο μηνών στην πρώτη κατηγορία και ποινή φυλάκισης τριών μηνών στη δεύτερη κατηγορία, συντρέχουσες ποινές, με αναστολή της ποινής της κατηγορούμενης 2 για περίοδο τριών ετών.

Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Χειμώνας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) δύο κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

1.   «Διατήρηση οίκου ανοχής κατά παράβαση των άρθρων 156(Ι) (α), 20 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 166/87».

2.   «Αποζείν από κέρδη πορνείας κατά παράβαση των άρθρων164(α), 20 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 166/87». 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον κάθε ένα από τους εφεσίβλητους ποινή φυλάκισης δύο μηνών στην πρώτη κατηγορία και ποινή φυλάκισης τριών μηνών στη δεύτερη κατηγορία.  Οι ποινές θα συνέτρεχαν.  Η ποινή της εφεσίβλητης 2 ανεστάληκε για περίοδο τριών ετών. Περαιτέρω η τελευταία καταδικάσθηκε στην πληρωμή των εξόδων της δίκης τα οποία ήταν της τάξης των £250.

Τα σχετικά με τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων γεγονότα έχουν ως εξής:

Στις 23.2.98, γύρω στις 8.00 μ.μ. η αστυνομία επέδραμε στο διαμέρισμα αρ. 102 σε πολυκατοικία της οδού Καλύμνου 6 στη Λευκωσία. Ενοικιαστής του συγκεκριμένου διαμερίσματος ήταν ο εφεσίβλητος 1.  Κατά την επιδρομή η αστυνομία βρήκε δύο γυναίκες.  Η δεύτερη ήταν ημίγυμνη στο υπνοδωμάτιο μαζί με νεαρό άντρα.  Περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης απεκάλυψε ότι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι ήταν σύζυγοι κατά το διάστημα εκείνο, εργοδότησαν την μια από [*622]τις κοπέλες.  Η τελευταία εργαζόταν εκεί από το τέλος Ιανουαρίου του 1998 μαζί με την 2η  εφεσίβλητη και πρόσφεραν υπηρεσίες σε άντρες επί πληρωμή.  Ο 1ος εφεσίβλητος τις προμήθευε με τα σχετικά που χρειάζονταν. Οι εφεσίβλητοι είχαν αποχωρήσει από την Κύπρο μαζί μέσα στο Φεβρουάριο του 1998, και άφησαν οδηγίες στην υπάλληλό τους, η οποία ανέλαβε και εργοδότησε γι’ αυτούς την δεύτερη κοπέλα που βρέθηκε ημίγυμνη στο υπνοδωμάτιο μαζί με τον νεαρό, ο οποίος πλήρωσε αντίτιμο £30 στην υπάλληλο. Οι δύο εφεσίβλητοι διατηρούσαν τον πιο πάνω οίκο ανοχής και αποζούσαν από τα κέρδη πορνείας.

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι έθεσαν τα εξής ελαφρυντικά.  Ήταν σύζυγοι και κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν 4 παιδιά ηλικίας 8, 7, 4 και 3 ετών.  Το μικρότερο πάσχει από μηνιγγίτιδα,  νοσηλεύεται τακτικά στο Νοσοκομείο και χρειάζεται άμεση φροντίδα.  Η εφεσίβλητη 2 είναι από την  Ελλάδα, μόνιμη κάτοικος Κύπρου, αλλά δεν έχει κανένα συγγενή στην Κύπρο και μόνη της φροντίζει τα παιδιά της.  Βασικό στήριγμά της είναι ο εφεσίβλητος 1 που παρόλο τον χωρισμό τους εξακολουθεί να τη βοηθά και η σχέση τους είναι πολύ καλή.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής τόνισε την σοβαρότητα του αδικήματος.  Σημείωσε ότι με βάση πρόσφατη τροποποίηση η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης αυξήθηκε από 2 σε 5 έτη.  Έλαβε, επίσης, υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσιβλήτων με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι είναι οι προστάτες των 4 ανηλίκων παιδιών τους και το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει το μικρότερο από τα 4 παιδιά. Έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην καθυστέρηση η οποία έχει σημειωθεί τόσο στην καταχώριση όσο και στην εκδίκαση της υπόθεσης.  Σημείωσε ότι τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1998 και η υπόθεση καταχωρήθηκε το Μάϊο του 1999.  Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος της απόφασης:

«... η ακροαματική διαδικασία άρχισε τον Αύγουστο του 2000. Δόθηκαν πολλές αναβολές μετά την έναρξή της λόγω αιτημάτων του τότε δικηγόρου των κατηγορουμένων ή ακόμη λόγω μη παρουσίασής του ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση.  Μάλιστα το Δικαστήριο κάποιες φορές βρέθηκε σε δίλημμα στο να προχωρήσει στην ακρόαση στην απουσία του δικηγόρου των κατηγορουμένων αλλά δεν το έπραξε λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι δεν ευθύνονταν και την επιθυμία τους να εκπροσωπούνται από δικηγόρο γεγονός που αποτελεί συνταγματικό τους δικαίωμα.

[*623]

Σταδιακά έγινε αλλαγή δικηγόρου των κατηγορουμένων, υπεβλήθηκαν κάποια αιτήματα μεταξύ των οποίων και αιτήματα για αναβολές από τους νέους δικηγόρους τους και τελικά έγινε αλλαγή απαντήσεως των κατηγορουμένων με την παραδοχή τους στις κατηγορίες.  Το τελικό αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι να επιβάλλεται ποινή σήμερα δηλαδή μετά την πάροδο 3 ½  ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων.»

Ενόψει όλων των ανωτέρω – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «θα λάβω υπόψη τον παράγοντα καθυστέρηση ως επηρεάζοντα σημαντικά το ύψος της ποινής αλλά όχι το είδος της ποινής».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέστειλε την ποινή φυλάκισης που επέβαλε στην εφεσίβλητη 2. Έκρινε ότι στην περίπτωσή της συντρέχουν «εξαιρετικοί λόγοι στις προσωπικές της περιστάσεις που δικαιολογούν αναστολή της ποινής φυλάκισης».

Οι εφέσεις.

Οι πιο πάνω ποινές έχουν εφεσιβληθεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.  Έχει υποστηριχθεί ότι ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων και των γεγονότων που περιβάλλουν τη διάπραξή τους οι επίδικες ποινές είναι παντελώς ανεπαρκείς «γιατί δεν είναι ικανοποιητικές για την τιμωρία των εφεσιβλήτων και/ή για την αναμόρφωσή τους και/ή την αποτροπή διάπραξης παρομοίων αδικημάτων από άλλους».

Με πρόσθετους λόγους έφεσης έχει υποστηριχθεί, σε σχέση και με τους δύο εφεσίβλητους, ότι εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη ο παράγων «καθυστέρηση» ως μετριαστικός της ποινής εν όψει του γεγονότος ότι αυτή οφειλόταν αποκλειστικά στους εφεσίβλητους.

Η καθυστέρηση.

Τα σχετικά με την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης γεγονότα έχουν ήδη παρατεθεί (βλ. σελ. 622, πιο πάνω).  Σημειώνουμε ότι η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 19.5.99 και οι εκκαλούμενες ποινές επιβλήθηκαν στις 25.6.2001.

Αναφορικά με την καθυστέρηση στην καταχώριση της υπόθεσης τα σχετικά γεγονότα έχουν ως εξής:

Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουα[*624]ρίου του 1998. Η Αστυνομία διαπίστωσε τη διάπραξή τους στις 23.2.1998.  Λόγω της απουσίας των εφεσιβλήτων στο εξωτερικό ο μεν εφεσίβλητος 1 συνελήφθηκε στις 14.5.98 οπόταν και κατηγορήθηκε από την Αστυνομία η δε εφεσίβλητη 2 συνελήφθηκε στις 15.7.98 και κατηγορήθηκε την ίδια ημέρα.  Η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε στις 19.5.99, δηλαδή ένα χρόνο μετά τη συμπλήρωση της ανάκρισης εναντίον του εφεσίβλητου 1 και 10 μήνες μετά τη συμπλήρωση της ανάκρισης εναντίον της εφεσίβλητης 2.

Ζητήσαμε από τον κ. Βραχίμη να εξηγήσει τους λόγους της καθυστέρησης στην καταχώριση της υπόθεσης.  Μας είπε ότι κατά το χρόνο της σύλληψης των εφεσιβλήτων «υπήρχαν εναντίον τους άλλες ανοικτές υποθέσεις και υπήρχε θέμα κατά πόσον η παρούσα υπόθεση θα λαμβανόταν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής».

Σε σχέση με το ίδιο θέμα ο κ. Χειμώνας μας είπε ότι δεν εκκρεμούσε οποιαδήποτε υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης 2.  Εκκρεμούσε μια υπόθεση για παρόμοιο αδίκημα εναντίον του εφεσίβλητου 1 στην οποία καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 μηνών στις 26.10.98.  Ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη και η παρούσα υπόθεση στην επιμέτρηση της ποινής αλλά του λέχθηκε – από τις διωκτικές αρχές – ότι δεν εκκρεμούσε άλλη υπόθεση εναντίον του.

Παρατηρούμε:  Ο προβληθείς από τον κ. Βραχίμη λόγος για την καθυστέρηση στην καταχώριση της παρούσας υπόθεσης δεν έχει γίνει δεκτός από τον κ. Χειμώνα.  Έπρεπε, επομένως, να είχε τεκμηριωθεί από τον κ. Βραχίμη και δεν έχει τεκμηριωθεί.  Παραμένει, όμως, το αναντίλεκτο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 1 καταδικάσθηκε για άλλο παρόμοιο αδίκημα και η παρούσα υπόθεση δεν λήφθηκε υπόψη.  Ο κ. Βραχίμης  μας είπε ότι κάτι τέτοιο δεν ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο 1.  Διερωτώμεθα, όμως, κατά πόσο κατά τον Οκτώβριο του 1998 ο μέσος άνθρωπος που δεν έχει σαφή εικόνα ότι θα κατηγορηθεί θα πρέπει να είχε υπόψη του ότι θα μπορούσε να ζητήσει να ληφθεί υπόψη και η υπό διερεύνηση υπόθεση για την οποία είχε κατηγορηθεί από το Μάϊο του 1998.

Θεώρηση των εκκαλούμενων ποινών υπό το πρίσμα της σοβαρότητας και της φύσης των αδικημάτων δεν έχει παρά να οδηγήσει στο εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα ότι δεν αντιστοιχούν προς τη σοβαρότητά τους.  Ωστόσο οι ποινές πρέπει να εξεταστούν υπό το φως της εισήγησης του κ. Χειμώνα ότι λόγω της πιο πάνω καθυστέρησης έχουν σημειωθεί μεταβολές στις οικογενειακές περιστάσεις των εφεσιβλήτων οι οποίες υπαγορεύουν την μη αύξηση της ποινής.  Κατά το 1998 - έτος διάπραξης των αδικημάτων - οι εφεσίβλητοι είχαν μόνο [*625]2 ανήλικα παιδιά ενώ σήμερα έχουν 4.  Ποιες λοιπόν οι επιπτώσεις της καθυστέρησης στον καθορισμό της ποινής;  Αρχίζουμε με την ανεξήγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της υπόθεσης.  

Αποτελεί πάγια πλέον θέση της νομολογίας ότι η καθυστέρηση στην έναρξη της ποινικής δίωξης – με την καταχώριση της υπόθεσης - λειτουργεί υπέρ του μετριασμού της ποινής (Βλ.  Farfaros v. Republic (1963) 2 C.L.R. 36, Machi Ltd v. Social Insurance Officer (1968) 2 C.L.R. 305, Terlas v. Police (1970) 2 C.L.R. 30, Temenos v. Republic (1984) 2 C.L.R. 425, 429-30, Ioannou v. Police (1985) 2 C.L.R. 14, 31, Katsounis v. Police (1988) 2 C.L.R. 180).

Στη M & M Loizou Ltd κ.α. ν. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717 (απόφαση Πική, Π.)  υποδείχθηκε πως η δίωξη του παραβάτη ευθύς ως έρχεται σε φως η αξιόποινη πράξη του αποτελεί αρχή συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης και αυτή τούτη τη δίκαιη δίκη.

Στην παρούσα υπόθεση οι εκκαλούμενες ποινές έχουν επιβληθεί 40 μήνες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων.  Αυτός ο παράγων είναι μεταξύ των παραγόντων που  λαμβάνονται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Μάλιστα έχει νομολογηθεί ότι εκτός από τις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, 10, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 77, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, 361, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267, 271, Γενικός Εισαγγελάς κ.ά. ν. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252, Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272).

Στη Γεωργίου (πιο πάνω) το Εφετείο είχε να αποφασίσει κατά πόσο η περίπτωση ήταν κατάλληλη για μετατροπή της ποινής προστίμου σε ποινή φυλάκισης, που το πρωτόδικο δικαστήριο, λανθασμένα δεν επέβαλε στον εφεσίβλητο. Έκρινε ότι υπεισέρχεται προς εξέταση ο παράγων του χρόνου των 3 ½  ετών που έχει διαρρεύσει από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Με αναφορά στα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Τέλλα και Αβρααμίδη (πιο πάνω) το Εφετείο – με απόφαση που δόθηκε από τον Κραμβή, Δ. - θεώρησε ότι «ο χρόνος που πέρασε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα σε συνάρτηση προς το μεταγενέστερο γεγονός του γάμου του εφεσίβλητου το οποίο, ως τυχαία απόρροια του διαρρεύσα[*626]ντος χρόνου, συνεπάγεται μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσίβλητου, αποτελεί παράγοντα ο οποίος καθιστά ανεπιθύμητη την επιβολή ποινής φυλάκισης στον εφεσίβλητο σ’ αυτό το στάδιο». Υπό τις περιστάσεις έκρινε πως δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το απολύτως αναγκαίο που να καθιστά απαραίτητη την επέμβαση του Εφετείου για μετατροπή των ποινών που το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο.

Στην παρούσα υπόθεση για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ευθύνονται οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι και σε τέτοια περίπτωση οι τελευταίοι δεν μπορούν να την επικαλούνται ως ελαφρυντικό παράγοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638 και Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273).

Πρέπει στο σημείο αυτό να υποδείξουμε ότι η διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφορικά με το χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου (Μιχάλης Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068). Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει πρόσφορα και δραστικά μέτρα για την απρόσκοπτη εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο όπως επιτάσσουν οι πρόνοιες του Συντάγματος.

Παρά τη θέση της νομολογίας ως προς τις επιπτώσεις της καθυστέρησης όταν για αυτήν ευθύνεται ο κατηγορούμενος και τη θέση της ως προς την ευθύνη του δικαστηρίου για τη διεξαγωγή της μέσα σε εύλογο χρόνο παραμένει το γεγονός της επιβολής ποινής μετά την παρέλευση 40 μηνών από τη διάπραξη των αδικημάτων.

Στην Αρέστη (πιο πάνω) ο Πικής, Π. υπέδειξε ότι:

«Η αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει της απόσταση που δημιουργείται, ως προς το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του.»

Το θέμα της καθυστέρησης εξετάζεται για να κριθεί αν η δίκη ήταν δίκαιη, όπως ορίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.  Ωστόσο ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Στην παρούσα υπόθεση η μεταβολή των συνθηκών των εφεσιβλήτων ήταν ιδιάζουσα. Έχουν στο μεταξύ αποκτήσει άλλα δύο παιδιά. Κρίνουμε, επομένως, πως ορθά λήφθηκε υπόψη η καθυστέρηση στο σύνολό της ως παρά[*627]γοντας μετριαστικός της ποινής και το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν λειτούργησε κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση στον καθορισμό της ποινής. Η επιείκεια η οποία έχει επιδειχθεί λόγω των προσωπικών περιστάσεων των εφεσιβλήτων δεν καθιστά την εκκαλούμενη ποινή καταφανώς ανεπαρκή έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας για αύξησή της.

Αναφορικά με την εφεσίβλητη 2 έχουν προβληθεί ακόμη δύο λόγοι έφεσης.  Με τον πρώτο από αυτούς υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «εσφαλμένα δεν διαφοροποίησε την ποινή της εφεσίβλητης αφού έλαβε υπόψη το γεγονός ότι αυτή ήταν γυναίκα».

Παρά το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 2 βαρυνόταν με μια προηγούμενη καταδίκη το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαφοροποίησε την ποινή μεταξύ των δύο υποψηφίων αφού, όπως σημείωσε, έλαβε υπόψη τα όσα λέχθηκαν από τον Αρτεμίδη, Δ. στην υπόθεση Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, 282.  Τα μεταφέρουμε:    

“Το γενικό αίσθημα δικαίου δεν κλονίζεται από τη διαφοροποίηση που έκαμε το Δικαστήριο στις ποινές που επέβαλε στον εφεσείοντα και τη συγκατηγορουμένη αδελφή του. Η ενέργεια του Δικαστηρίου ήταν ορθή. Δικαιολογείται δε, στην κρίση μου, και από εγγενείς λόγους, που δεν αναφέρονται μεν στην απόφασή του, αλλά υφέρπουν της δικαστικής σκέψεως. Το έγκλημα στον τόπο μας, ιδιαίτερα το οργανωμένο, είναι βασικά ανδρική συμπεριφορά. Το στίγμα επομένως της καταδίκης, και ιδιαίτερα της φυλάκισης γυναίκας, φέρεται πιο καταθλιπτικό. Οι συνέπειες από φυλάκιση γυναίκας στα πρόσωπα της οικογένειάς της βαρύτερες, ενώ οι ψυχολογικές επιπτώσεις στην ίδια και τα οικεία της πρόσωπα ασφαλώς σοβαρότερες. Έτσι η διαφορετική μεταχείρισή της, προς το επιεικέστερο, από τα Δικαστήρια δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ισότιμη αντιμετώπισή της για να ζυγιάζονται οι εγγενείς διαφορές που περιγράφω, όχι εξαντλητικά, πιο πάνω.”

Παρατηρούμε: Τα λεχθέντα από τον Αρτεμίδη, Δ. στην Μπαλλής (πιο πάνω) δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης του Εφετείου.  Δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε την εμβέλειά τους γιατί η επίδικη πρωτόδικη κατάληξη βρίσκει έρεισμα σε λόγους άλλους από την απόφαση εκείνη.  Αυτοί οι λόγοι ανάγονται στις ιδιάζουσες προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης 2 στις οποίες θα αναφερθούμε κατά την εξέταση του τρίτου – και τελευταίου - λόγου της έφεσης. Θα λέγαμε, όμως, ότι διαφοροποίηση ποινής λόγω φύλου δυνατό να βρίσκεται αντιμέτωπη με την αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος.  Προσθέ[*628]τουμε ότι στην Αγγλία η διαφοροποίηση είναι θεμιτή όταν η γυναίκα βρισκόταν υπό την επήρρεια του άντρα συγκατηγορουμένου της (βλ. Williams and Williams v. R. [1953] 37 Cr. App. R. 71, 81 στην οποία ο αρχιδικαστής Goddard διατυπώνει την απορία γιατί στις περιπτώσεις όπου ένας άνδρας και μια γυναίκα εμπλέκονται στη διάπραξη ενός αδικήματος να θεωρείται συχνά ότι η γυναίκα πρέπει να τιμωρείται με χαμηλότερη ποινή (βλ. και Okuya and Nwaobi [1984] 5 Cr. App. R. (S) 253, 256).   

Η αναστολή της ποινής της εφεσίβλητης 2.

Το πιο πάνω ζήτημα αποτέλεσε το αντικείμενο του τρίτου λόγου της έφεσης σε σχέση με την εφεσίβλητη 2. Υποστηρίχθηκε πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης για την εφεσίβλητη αφού έλαβε υπόψη το γεγονός ότι αυτή ήταν γυναίκα αλλά και το γεγονός ότι τα ανήλικα παιδιά της θα έμεναν χωρίς προστάτη.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αναστολή της ποινής αφού έλαβε υπόψη - και πάλιν - τα λεχθέντα από τον Αρτεμίδη, Δ. στην Μπαλλής (πιο πάνω) και την ανάγκη να μην μείνουν χωρίς «οποιοδήποτε προστάτη τα 4 ανήλικα τέκνα του ζεύγους των εφεσιβλήτων». Όλα τα πιο πάνω - κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - συνιστούν εξαιρετικούς λόγους στις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης 2 που δικαιολογούν αναστολή της ποινής φυλάκισης.

Παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε σε κάποια έκταση στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της εφεσίβλητης 2.  Καταγράφονται σε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας η οποία ετοιμάσθηκε και τέθηκε ενώπιόν μας μετά από σχετικές οδηγίες μας.

Η εφεσίβλητη είναι άνεργη.  Για τη δική της επιβίωση και εκείνης των 4 ανήλικων παιδιών της τυγχάνει μηνιαίου δημόσιου βοηθήματος από το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας.  Ο εφεσίβλητος 1 σύζυγός της δεν είναι σε θέση να συνεισφέρει οικονομικά για τα 4 ανήλικα παιδιά του ζεύγους. Το μικρότερο από τα 4 παιδιά του ζεύγους – ο Δημήτρης – προσβλήθηκε από βακτηριακή μηνιγγίτιδα το 1999. Λόγω της βλάβης που προκλήθηκε στις αρτηρίες του εγκεφάλου από τη βακτηριακή μηνιγγίτιδα ο Δημήτρης έχει ανάγκη από αντισπασμωδικά φάρμακα τα οποία πρέπει να του χορηγούνται χωρίς διακοπή γιατί με τους σπασμούς μπορεί να προκληθεί μόνιμη εγκεφαλική βλάβη. Είναι απαραίτητο κάθε τρεις μήνες να γίνονται αναλύσεις αίματος «για εξακρίβωση του επιπέδου απορρόφισης της ουσίας (αντισπασμωδικών) από το αίμα, για ανάλογη μείωση ή αύξηση της δόσης». Επίσης είναι απαραίτητο να γίνεται εγκεφαλογράφημα. Ο Δημήτρης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο μετά από κρίση σπασμών. Αξονική τομογραφία που διενεργήθηκε στις 10.8.2001 εμφανίζει μια κύστη στον εγκέφαλό του.  Σύμφωνα με την μητέρα του ο Δημήτρης συχνά έχει σπασμούς και κάθε τόσο λιποθυμά, γι’ αυτό το λόγο δεν προτίθεται να τον πάρει σε βρεφοκομικό σταθμό τον επόμενο Σεπτέμβριο, παρόλο ότι η φοίτησή του σε νηπιαγωγείο κρίνεται απαραίτητη για την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη.

Το νομοθετικό πλαίσιο για την αναστολή της ποινής βρίσκεται στον περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972 (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Ν 41(Ι)/97.

Σύμφωνα με το τροποποιηθέν άρθρο 3(2) του Νόμου:

«(2) Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.»

Στην Παγιάβλας ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 (απόφαση Πική, Π.) υποδεικνύεται ότι με την τροποποίηση, που επέφερε ο Ν 41(Ι)/97, περιορίστηκε η δυνατότητα αναστολής της ποινής και οι νομοθετικές προϋποθέσεις για την αναστολή έχουν καταστεί, όντως, ανελαστικές. Στην ίδια απόφαση επεξηγείται και ο όρος «εξαιρετικές περιστάσεις» που συναντούμε στο Νόμο. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Παρόλο που η αγγλική νομοθεσία* δεν αναφέρεται ειδικά, όπως η κυπριακή, στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, έχει γίνει δεκτό ότι τα περιστατικά της υπόθεσης περιλαμβάνουν και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου - (βλ. μεταξύ άλλων, R. v. Cameron [1993] 14 Cr.App.R.(S) 801 και [*630]R. v. Edney [1994] 15 Cr.App.R.(S) 889).  

Η αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι η αναστολή δικαιολογείται σε σπάνιες περιπτώσεις – (R. v. Okinikan [1992] 14 Cr.App.R.(S) 453).

Συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές αλλά συνήθεις περιστάσεις.  Καθοδήγηση για τις περιστάσεις, που μπορεί να χαρακτηριστούν ‘εξαιρετικές’, μπορεί να αντληθεί και από την πρόσφατη απόφαση στην Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 3 Α.Α.Δ. 369, στην οποία η Ολομέλεια ασχολήθηκε με το νοηματικό περιεχόμενο του όρου ‘εξαιρετικές περιστάσεις’. Το γεγονός ότι το αντικείμενο των ‘εξαιρετικών περιστάσεων’, σ’ εκείνη την υπόθεση, ήταν διαφορετικό – (Κ. 27(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90) – δεν αναιρεί τη σχετικότητα των λεχθέντων.  Κατ’ αρχήν, διαπιστώνεται ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου ‘εξαιρετικές περιστάσεις’. Διευκρινίστηκε, όμως ότι: ‘Κοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους’. Ο ίδιος παρονομαστής διέπει και τη διατύπωση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, για τους σκοπούς αναστολής της ποινής. Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη, ή σε συνδυασμό των δύο.»

Στη Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583 το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα ο οποίος παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του (30 ετών) είχε ήδη 4 ανήλικα παιδιά ηλικίας από 3 μηνών μέχρι 9 ετών και ήταν ο μόνος προστάτης της οικογένειας η οποία διαμένει σε ενοικιαζόμενη οικία και με χρέη αρκετών χιλιάδων λιρών. Έλαβε, επίσης, υπόψη την περιγραφή του εφεσείοντα τόσο από την  έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας όσο και από παράγοντες του χωριού του ως καλού οικογενειάρχη.  Έκρινε ότι όλα τα πιο πάνω συνδυαζόμενα με το λευκό του μητρώο μπορούσαν να αποτελέσουν ασύνηθες και/ή εξαιρετικές προσωπικές περιστάσεις που να επιτρέπουν στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του κατηγορουμένου έστω και αν η διακριτική αυτή ευχέρεια περιορίστηκε ουσιωδώς με το Ν 41(Ι)/97 παρά απ’ ότι ήταν προηγουμένως.

[*631]Το Εφετείο επεκύρωσε την πιο πάνω πρωτόδικη προσέγγιση.  Έκρινε ότι το Κακουργιοδικείο «δεν έχει εκφύγει από τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας».  

Στην περίπτωση της εφεσίβλητης 2, όπως ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν διακρίνουμε μετριαστικά περιστατικά που ανάγονται στην υπόθεση. Έχουμε, όμως, εντοπίσει άκρως εξαιρετικές περιστάσεις που ανάγονται στην εφεσίβλητη 2. Αυτές είναι η κατάσταση της υγείας του μικρότερου από τα παιδιά της.  Η ασθένεια από την οποία έχει προσβληθεί, τα κατάλοιπά της και η ανάγκη για συνεχή ιατρική φροντίδα για να προληφθούν τα χειρότερα, καθιστούν την περίπτωση της εφεσίβλητης «ιδιάζουσα» και απόλυτα ταυτισμένη με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος του 1997. Η έκθεση του Γραφείου Ευημερίας δεν διαφωτίζει κατά πόσο αυτή η φροντίδα είναι δυνατή στην απουσία της μητέρας του Δημήτρη – εφεσίβλητης 2.  Από μόνη της η κατάσταση της υγείας του μικρότερου παιδιού της εφεσίβλητης, η οποία καθιστά την παρουσία της δίπλα του απαραίτητη, ακόμη και χωρίς τη συνδρομή των άλλων παραγόντων – ότι ήταν γυναίκα και μητέρα 3 άλλων ανήλικων τέκνων – δικαιολογούσε το μέτρο της αναστολής της ποινής.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

Η�έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο