Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Διονύση Mανουσαρίδη και Άλλών (2001) 2 ΑΑΔ 639

(2001) 2 ΑΑΔ 639

[*639]25 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

1. ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΝΟΥΣΑΡΙΔΗ, 

2. ΤΤΟΜΑ ΔΟΛΕΣΙΔΗ,

3. ΔΑΥΙΔ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7140)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Άρνηση εκδόσεώς του από το εκδικάζον Δικαστήριο λόγω του χρόνου κράτησης των κατηγορουμένων-εφεσιβλήτων μέχρι τη δίκη, και απόλυσή τους υπό όρους ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Διακριτική ευχέρεια ― Αποτίμηση σχετικών παραγόντων που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Κατά πόσο ο παράγων χρόνος κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη συνιστά μετρήσιμο παράγοντα.

Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τα ακόλουθα αδικήματα:

1) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος.

2) Απόπειρα ληστείας.

3) Μεταφορά πυροβόλου όπλου.

4) Κατοχή εκρηκτικών υλών.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης των εφεσιβλήτων λόγω του ότι ο χρόνος κράτησής τους, σε περίπτωση που θα γινόταν δεκτό το αίτημα για κράτηση μέχρι τη δίκη, θα ανερχόταν στους οκτώ μήνες.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

[*640]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι είναι αναντίλεκτη και η πιθανότητα καταδίκης τους ορατή.

2.  Στη διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος Δικαστηρίου εναπόκειται η απόφαση για την κράτηση ή μη υποδίκου μέχρι τη δίκη.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα στην εκτίμηση των γεγονότων και στην εφαρμογή των αρχών δικαίου που διέπουν το θέμα.

3.  Το Κακουργιοδικείο, στην παρούσα περίπτωση, απέδωσε δυσανάλογη βαρύτητα στον παράγοντα του χρόνου κράτησης των εφεσιβλήτων μέχρι τη δίκη και ταυτόχρονα δεν εκτίμησε επαρκώς το ενδεχομενο της μη προσέλευσης των εφεσιβλήτων κατά την ορισθεία δικάσιμο ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ενυπάρχουσας πιθανότητας καταδίκης.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε η κράτηση των εφεσιβλήτων μέχρι τη δίκη.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373,

Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596.

Έφεση εναντίον απόλυσης των κατηγορουμένων.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 5223/01, ημερομηνίας 25/6/01, με την οποία διατάχθηκε η υπό όρους απόλυσης των κατηγορουμένων μέχρι τη δίκη τους στις 12/11/01.

Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αλεξάνδρου, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 1 και 3.

[*641]Γ. Σιαηλής, για τον εφεσίβλητο Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι θα δικαστούν από το Κακουργιοδικείο για αδικήματα που αφορούν:

(1)  Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος δηλαδή, ένοπλη ληστεία κατά παράβαση των άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα.

(2)  Απόπειρα ληστείας κατά παράβαση των άρθρων 284 και 20 του Ποινικού Κώδικα.

(3)  Μεταφορά πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται κατά παράβαση του άρθρου 3 του περί Πυροβόλων Οπλων Νόμου 36/74 όπως τροποποιήθηκε και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

(4)  Κατοχή εκρηκτικών υλών άνευ αδείας του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών κατά παράβαση του άρθρου 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου όπως τροποποιήθηκε και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

Στις 26.3.01 οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 25.6.01.  Διατάχθηκε επίσης η κράτηση των εφεσιβλήτων μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο (25.6.01).

Στις 25.6.01 εγκρίθηκε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για τροποποίηση του κατηγορητηρίου όπως και αίτημα της υπεράσπισης για αναβολή της ακρόασης προκειμένου να μελετήσουν οι συνήγοροι το νέο μαρτυρικό υλικό που σχετιζόταν με τις επενεχθείσες τροποποιήσεις. Λόγω του βεβαρημένου προγράμματος των εργασιών του Κακουργιοδικείου, η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε στις 12.11.2001.

Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως οι εφεσίβλητοι παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τη νέα δικάσιμο.  Από πλευράς υπεράσπισης προβλήθηκε ένσταση και ακολούθησε επιχειρηματολογία εκατέρωθεν.  Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε την υπό [*642]όρους απόλυση των εφεσιβλήτων μέχρι τη δίκη (12.11.01).  Η εν λόγω απόφαση του Κακουργιοδικείου αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Ο χρόνος κράτησης των εφεσιβλήτων, σε περίπτωση που θα γινόταν αποδεκτό το αίτημα για κράτηση μέχρι τη δίκη, υπολογίστηκε από το Κακουργιοδικείο ότι θα ανερχόταν στους οκτώ μήνες.

Το Κακουργιοδικείο, συνεκτίμησε το χρόνο των οκτώ μηνών μαζί με τους υπόλοιπους παράγοντες, που είχαν εξετασθεί όταν διατάχθηκε η κράτηση των εφεσιβλήτων στις 8.3.2001 και οι οποίοι, καθώς αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, εξακολουθούσαν να υπάρχουν.

Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στην Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, όπου αναφέρθηκε ότι ο χρόνος κράτησης είναι παράγων που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το Δικαστήριο, και με αναφορά στο άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος που θα παρέλθει μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης είναι μεγάλος και ενόψει τούτου αποφάσισε ότι το δεδομένο αυτό (του μεγάλου χρόνου):

“........ δεν μπορεί πλέον να κατισχύσει των άλλων παραγόντων, εφόσον ενόψει της καθυστέρησης, που εν πάση περιπτώσει δεν οφείλεται στους κατηγορουμένους, το ζήτημα της ατομικής ελευθερίας των κατηγορουμένων, που τεκμαίρονται κατά το Σύνταγμα αθώοι, επανέρχεται επιτακτικά.  Τυχόν αθώωση μετά από 8 ή 9 μήνες δεν θα είναι αρκετή για να εξαλείψει τις αρνητικές επιπτώσεις στα πρόσωπα και τις οικογένειες των κατηγορουμένων.”

Η απόφαση για την κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη λαμβάνεται κατόπιν συνεκτίμησης βασικών παραγόντων που η νομολογία έχει προσδιορίσει και οπωσδήποτε προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Ο κίνδυνος να μην εμφανιστεί ο κατηγορούμενος εκτιμάται κυρίως με αναφορά σε άλλους παράγοντες ήτοι, τη φύση του αδικήματος, την πιθανότητα της καταδίκης και το ύψος της ποινής που θα επιβληθεί.  Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρένου Κώστα Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373.

Στη Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45 όπου γίνεται συνολική θεώρηση του θέματος, γίνεται λόγος στο θέμα του [*643]χρόνου κράτησης:

“Αλλος παράγοντας - που δεν απασχόλησε μέχρι τώρα και δεν απαντάται στη νομολογία - είναι ο χρόνος κράτησης.  Το μήκος του πρέπει να σταθμίζεται έναντι του βαθμού της πρόβλεψης του ενδεχομένου που προορίζεται να αποτελέσει το έρεισμα κράτησης.”

Τα λεχθέντα στη Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) για το θέμα του χρόνου κράτησης ως μετρήσιμου παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υιοθετήθηκαν στην Π. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596 από την οποία η πιο κάτω περικοπή:

“Ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε και στη Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, στην οποία υπογραμμίζεται ότι, στην αποτίμηση των παραγόντων που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου - (της πιθανολόγησης του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόδικου κατά τη δίκη, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος και του ενδεχομένου διάπραξης άλλων αδικημάτων στο ενδιάμεσο) - υπεισέρχεται η χρονική διάρκεια της κράτησης του υποδίκου.”

Η σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται οι εφεσίβλητοι είναι αναντίλεκτη.  Αυτό καταφαίνεται από τις προβλεπόμενες ποινές.  Αρκεί να σημειωθεί ότι η ποινή που προβλέπει ο νόμος για το αδίκημα της απόπειρας διάπραξης ληστείας είναι η φυλάκιση διά βίου.  Η πιθανότητα καταδίκης των υπόπτων είναι ορατή, μολονότι η υπεράσπιση, έχει διαφορετική άποψη.  Ωστόσο, το μαρτυρικό υλικό που έχουν στα χέρια τους οι διωκτικές αρχές είναι αρκετό προς ενίσχυση της πιθανολόγησης.

Στη διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος Δικαστηρίου εναπόκειται η απόφαση για την κράτηση ή μη υποδίκου μέχρι την ημέρα της δίκης. Το Εφετείο, επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα στην εκτίμηση των γεγονότων και στην εφαρμογή των αρχών δικαίου που διέπουν το θέμα.

Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε τη γνώμη ότι το Κακουργιοδικείο απέδωσε δυσαναλόγως μεγαλύτερη βαρύτητα στον παράγοντα του χρόνου κράτησης των εφεσιβλήτων μέχρι τη δίκη και συνάμα, υποεκτίμησε το  ενδεχόμενο της μη προσέλευσης των εφεσιβλήτων κατά την ορισθείσα δικάσιμο ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ενυπάρχουσας  πιθανότητας καταδίκης.

[*644]

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσουμε την κράτηση των εφεσιβλήτων μέχρι τις 12.11.2001.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται η κράτηση των εφεσιβλήτων μέχρι τη δίκη.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο