Nικολαΐδης Kώστας Nίκου ν. Aστυνομίας (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 645

(2001) 2 ΑΑΔ 645

[*645]25 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΑΡ. 2)

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6975)

 

Βία στην Οικογένεια ― Σύζυγος κρίθηκε ένοχος για παράνομη και με χρήση βίας συνουσία με την εν διαστάσει σύζυγό του κατά παράβαση των Άρθρων 3(1), (4), 5, 8, 10 και 11 του Νόμου Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Ν. 47(1)/94 (ο Νόμος) και των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση εννέα μηνών με τριετή αναστολή.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Aξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου για παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία μαρτύρων.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Όταν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία μάρτυρα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.

Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Πρώτο παράπονο ― Κατά πόσο συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία σε υπόθεση βίας στην οικογένεια - Άρθρο 10 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 ― Άρθρο 10 του Νόμου για την Πρόληψη της Βίας στην Οικογένεια ― Εφαρμοστέες αρχές.

Λέξεις και Φράσεις ― "Μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος" στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο (Ν. 47(1)/94).

Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Απόδειξη μέρους του κατηγο[*646]ρητηρίου που συνιστά ποινικό αδίκημα και καταδίκη του κατηγορουμένου χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ― Άρθρο 85(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Στις 25.6.99 ο εφεσείων ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη χωρίς τη θέλησή της.  Η παραπονούμενη προσπάθησε να αντισταθεί.  Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συμπεριφοράς του εφεσείοντος η παραπονούμενη υπέστη εκδορές σε διάφορα μέρη του σώματος και αιμάτωμα στα χείλη του αιδοίου.  Ο εφεσείων και η παραπονούμενη ήταν εν διαστάσει σύζυγοι αλλά παρέμεναν στο ίδιο σπίτι.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σε κατηγορία παράνομης και με χρήση βίας συνουσίας με την εν διαστάσει σύζυγό του και τον κατεδίκασε σε φυλάκιση εννέα μηνών με τριετή αναστολή.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου για διάφορους λόγους που συνοψίζονται στους πιο κάτω:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές αναφορικά με το βάρος και το επίπεδο της απόδειξης.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει τις παραλείψεις της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει συγκεκριμένους μάρτυρες που θα ενίσχυαν την εκδοχή της παραπονουμένης.

3.  Η μαρτυρία συγκεκριμένης μάρτυρος δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως ενισχυτική μαρτυρία της παραπονουμένης.

4.  Η ιατρική μαρτυρία δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως ενισχυτική μαρτυρία της παραπονουμένης.

5.  Η αποδοχή της εκδοχής της παραπονουμένης και η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος ήταν εσφαλμένη και αναιτιολόγητη.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προβεί στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου προτού εκδώσει την απόφασή του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αναφορά του Δικαστηρίου στην "προτίμηση" της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής αποτελεί ένα συμπέρασμα που μπορούσε κάλλιστα να εξαχθεί από το σύνολο της μαρτυρίας που προσάχθηκε [*647]ενώπιόν του.

2.  Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε του μάρτυρες που ήταν αναγκαίοι για απόδειξη της σχετικής κατηγορίας.

3.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία μάρτυρος του στενού περιβάλλοντος της παραπονουμένης ως ενισχυτική μαρτυρία της εκδοχής της παραπονουμένης ως άμεσο παράπονο, είναι ορθή.  Το Άρθρο 10(2) του Νόμου, υποδεικνύει ότι τα μέλη του στενού περιβάλλοντος του θύματος μπορεί να συμπεριλαμβάνουν και πρόσωπα που δεν αποτελούν στενά μέλη της ίδιας οικογένειας.

4.  Η ιατρική μαρτυρία συνάδει και ενισχύει την εκδοχή της παραπονουμένης ως προς τα τραύματα που υπέστη, όπως τονίζεται προς τούτο και στη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου.

5.  Το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει αν τα ευρήματα του Δικαστηρίου, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία είναι εύλογα. Δεν δικαιολογείται, στην παρούσα έφεση, οποιαδήποτε επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

6.  Δεν εχρειάζετο τροποποίηση του κατηγορητηρίου ούτως ώστε να συμπεριλαμβάνει και το γεγονός της διάστασης του ζεύγους, αφού το εν λόγω γεγονός δεν αποτελούσε ουσιώδες συστατικό στοιχείο του αδικήματος η μη απόδειξη του οποίου θα επέφερε την ακυρότητα της καταδικαστικής απόφασης.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282,

Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,

Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

[*648]Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 72.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, Υπόθεση Αρ. 9739/99, ημερ. 17/8/00 με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία παράνομης και με χρήση βίας συνουσίας με την εν διαστάσει σύζυγό του, κατά παράβαση των άρθρων 3(1), (4), 5, 8, 10 και 11 του Νόμου που Προνοεί για την Πρόληψη της Βίας στην Οικογένεια και την Προστασία των Θυμάτων (Ν. 47(Ι)/94) και των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία παράνομης και με χρήση βίας συνουσίας με την εν διαστάσει σύζυγό του, κατά παράβαση των άρθρων 3(1), (4), 5, 8, 10 και 11 του Νόμου που Προνοεί για την Πρόληψη της Βίας στην Οικογένεια και την Προστασία των Θυμάτων αρ. 47(I)/94 και των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Ο εφεσείων, που είναι ιδιοκτήτης τοπικού τηλεοπτικού σταθμού στην Πάφο, παντρεύτηκε την παραπονουμένη Κωνσταντίνα Χ” Ευτυχίου, που είχε σπουδάσει για 9 χρόνια στην Αγγλία και Γαλλία σκηνοθεσία, χορό και ηθοποιϊα στις 2/5/98. Η γνωριμία τους έγινε 6 μήνες πριν από το γάμο και όταν τελέστηκε ο γάμος η παραπονουμένη ήταν 5 μηνών έγκυος.  Το ζεύγος απέκτησε μια θυγατέρα στις 4/9/98.  Ευθύς αμέσως μετά την τέλεση του γάμου άρχισαν να δημιουργούνται διάφορα προβλήματα που επηρέαζαν τον έγγαμο βίο.  Οι ερωτικές επαφές του ζεύγους ήταν πάρα πολύ αραιές με αποτέλεσμα η παραπονουμένη να αισθάνεται ότι δεν τύγχανε της απαιτούμενης στοργής και κατανόησης εκ μέρους του εφεσείοντος, ο [*649]οποίος απασχολείτο καθημερινά για πολλές ώρες στον τηλεοπτικό του σταθμό.  Στη δημιουργία των οικογενειακών προβλημάτων συνέτεινε και η ανάμειξη των γονιών της παραπονουμένης, ιδιαίτερα της μητέρας της που επενέβαινε στις αυστηρά προσωπικές σχέσεις του ζεύγους.  Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαφορών η παραπονουμένη και ο εφεσείων κοιμόντουσαν σε διαφορετικά δωμάτια.

Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, γύρω στις 1.30 το πρωϊ της 25/6/99 όταν ο εφεσείων επέστρεψε στο σπίτι από την εργασία του μπήκε στο δωμάτιο στο οποίο κοιμόταν η παραπονουμένη και αφού της σήκωσε τα ρούχα και της αφαίρεσε το εσώρουχο, έκατσε αρχικά πάνω της γυμνός και φωνάζοντας “θέλεις σεξ;” δοκίμασε να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της.  Η παραπονουμένη δοκίμασε να αντισταθεί αλλά ο εφεσείων, που ήταν πιο δυνατός, πέτυχε εισδοχή.  Από τις φωνές της παραπονουμένης ξύπνησε το μωρό τους που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Ο εφεσείων διέκοψε τη σεξουαλική πράξη χωρίς να εκσπερματώσει και η παραπονουμένη έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο για να καθησυχάσει το μωρό.  Όταν επέστρεψε στο δωμάτιό της, κλείδωσε την πόρτα από μέσα αφήνοντας έξω τον εφεσείοντα.  Ο τελευταίος άρχισε να κλωτσά την πόρτα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια τρύπα στην πόρτα.  Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συμπεριφοράς του εφεσείοντος, η παραπονούμενη υπέστη εκδορές στο δεξιό μαστό, διάφορες άλλες εκδορές σε άλλα μέρη του σώματος και ένα αιμάτωμα στα χείλη του αιδοίου.  Γύρω στις 9.00 το πρωϊ της επόμενης μέρας η παραπονουμένη ανέφερε το περιστατικό στη Μυριάνθη Παπαονησιφόρου, που ήταν πρώην Λειτουργός Ευημερίας και στενή φίλη της μητέρας της παραπονουμένης. Η μάρτυς προέτρεψε την παραπονουμένη να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία.  Ακολούθως η παραπονουμένη κατάγγειλε την υπόθεση στη μητέρα της, στο Χωρεπίσκοπο και στην αστυνομία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο και τον κατεδίκασε σε 9 μηνών φυλάκιση με τριετή αναστολή.

(β) Οι λόγοι της έφεσης

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους, που συνοψίζονται στους πιο κάτω:

(i)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές αναφορικά με το βάρος και το επίπεδο της απόδειξης.

[*650]

(ii)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει τις παραλείψεις της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει συγκεκριμένους μάρτυρες που θα ενίσχυαν την εκδοχή της παραπονουμένης.

(iii) Η μαρτυρία της Μυριάνθης Παπαονησιφόρου δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως ενισχυτική μαρτυρία της παραπονουμένης.

(iv) Η μαρτυρία του Δρα Π. Παπαμιχαήλ λανθασμένα έγινε αποδεκτή ως ενισχυτική μαρτυρία.

(v)  Η αποδοχή της εκδοχής της παραπονουμένης και η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος ήταν εσφαλμένη και αναιτιολόγητη.

(vi)Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προβεί στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου προτού εκδώσει την απόφασή του.

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους πιο πάνω λόγους ξεχωριστά.

(i)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές αναφορικά με το βάρος και το επίπεδο της απόδειξης

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε το θέμα της απόδειξης της ενοχής του εφεσείοντος ως ζήτημα προτίμησης μεταξύ της εκδοχής της παραπονουμένης και εκείνης του εφεσείοντος.  Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην καταδικαστική του απόφαση αφού, σύμφωνα με τη δική του φρασεολογία, “προτίμησε” μεταξύ των δύο εκδοχών εκείνη της παραπονουμένης.

Η πιο πάνω θέση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Είναι ορθό ότι στη σχετική απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι “από τις δύο εκδοχές που ετέθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου προτιμώ την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής διότι η παραπονουμένη με μεγαλύτερη θετικότητα, σταθερότητα και χωρίς αμφιταλαντώσεις ή παλινδρομήσεις ανέφερε στο Δικαστήριο το τι έλαβε χώρα κατά τις 25/6/99 η ώρα 1.30 το πρωϊ”.  Όμως η πιο πάνω αναφορά δεν μπορεί να εξετασθεί αποσπασματικά από το υπόλοιπο μέρος της απόφασης. Σε άλλα μέρη της απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε μια λεπτομερή ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυ[*651]ρίας που είχε παρουσιασθεί ενώπιόν του και από τις δύο πλευρές.  Η πιο πάνω αναφορά στην “προτίμηση” της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη συνολική εικόνα της απόφασης, αλλά αποτελεί ένα συμπέρασμα που μπορούσε κάλλιστα να εξαχθεί από το σύνολο της μαρτυρίας που υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

(ii)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει τις παραλείψεις της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει συγκεκριμένους μάρτυρες που θα ενίσχυαν την εκδοχή της παραπονουμένης

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή παρέλειψε να σχολιάσει τις πιο κάτω παραλείψεις της Κατηγορούσας Αρχής:

(α)  Να κλητεύσει τον Δρα Πάρπα τον οποίο είχε επισκεφθεί η παραπονουμένη το ίδιο εικοσιτετράωρο μέσα στο οποίο συνέβη το αδίκημα,

(β)  Να κλητεύσει τον Χωρεπίσκοπο Αρσινόης προς τον οποίο η παραπονουμένη υπέβαλε παράπονο μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο που συνέβη το αδίκημα,

(γ)  Να κλητεύσει τη νοσοκόμα που ήταν παρούσα όταν η παραπονουμένη υποβαλλόταν σε εξέταση από το Μ.Κ.6,              Δρα. Π. Παπαμιχαήλ,

(δ)  Να παρουσιάσει στο Δικαστήριο μαρτυρία αναφορικά με τα εσώρουχα, το νυκτικό της παραπονουμένης, τα σεντόνια του συζυγικού κρεβατιού και τις παντόφλες του εφεσείοντος,

(ε)  Να παρουσιάσει μαρτυρία αναφορικά με τις σωματικές βλάβες που θα μπορούσαν να προκληθούν στον εφεσείοντα ως αποτέλεσμα της αντίστασης που προέβαλε η παραπονουμένη,

(στ) Να παρουσιάσει μαρτυρία αναφορικά με τη ζημιά που παρατηρήθηκε στην πόρτα του υπνοδωματίου από κλωτσιά,

(ζ)  Να παρουσιάσει μαρτυρία ειδικού για να αξιολογήσει τα ευρήματα του Δρα. Π. Παπαμιχαήλ, και

(η)  Να παρουσιάσει μαρτυρία αν η πόρτα του υπνοδωματίου της παραπονουμένης μπορούσε να κλειδώνει από μέσα.

[*652]

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι οι πιο πάνω πλημμέλειες δεν μπορούν να λειτουργούν σε βάρος του εφεσείοντος αλλά αντίθετα προσμετρούν θετικά στη δημιουργία αμφιβολιών ως προς το ερώτημα της ενοχής, μέσα στα πλαίσια της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την υπόθεσή της.

           

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την εισήγηση και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι ανεδαφική.

Σε συνοπτικές ποινικές διαδικασίες η Κατηγορούσα Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει ποιους μάρτυρες επιθυμεί να καλέσει. Η παράλειψή της να καλέσει μάρτυρες που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την εκδοχή του παραπονουμένου ή της παραπονουμένης, πιθανόν να έχει δυσμενή επακόλουθα στην προσπάθειά της να αποδείξει την υπόθεσή της και αποτελεί ένα τίμημα που θα κληθεί να καταβάλει η ίδια η Κατηγορούσα Αρχή μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας.  Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τους μάρτυρες που έκρινε ότι ήταν αναγκαίοι για την απόδειξη της σχετικής κατηγορίας.  Η μαρτυρία που επικαλείται ο εφεσείων ήταν μαρτυρία που μπορούσε να καλέσει ο ίδιος.  Ο τελευταίος επέλεξε να βασισθεί αποκλειστικά στη δική του κατάθεση και δεν μπορεί να παραπονείται τώρα γιατί η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε τους μάρτυρες που επικαλείται.

(iii) Η μαρτυρία της Μυριάνθης Παπαονησιφόρου δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως ενισχυτική μαρτυρία της παραπονουμένης

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία της Μυριάνθης Παπαονησιφόρου προς την οποία η παραπονουμένη προέβηκε σε μια δήλωση - καταγγελία στις 9 το πρωϊ της επόμενης μέρας, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως ενισχυτική μαρτυρία της εκδοχής της παραπονουμένης ως άμεσο παράπονο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, ή ως καταγγελία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Νόμου που Προνοεί για την Πρόληψη της Βίας στην Οικογένεια και την Προστασία των Θυμάτων (αρ. 47(I)/94).

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το παράπονο δεν ήταν άμεσο με την έννοια ότι έγινε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία και ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η Μυριάνθη Παπαονησιφόρου ήταν μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του [*653]άρθρου 10 του Νόμου 47(I)/94.

Η διάπραξη του αδικήματος βασίζεται στις πρόνοιες του Νόμου 47(I)/94 που αναφέρεται στην πρόληψη της βίας στην οικογένεια, που προνοεί τα ακόλουθα:

“10.-(1) Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, η καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος βίας προς οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη διάπραξή του αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία της κατάθεσής του.

(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ο όρος «αρμόδιο πρόσωπο» περιλαμβάνει οποιοδήποτε αστυνομικό, Οικογενειακό Σύμβουλο, λειτουργό ευημερίας, γιατρό που εξετάζει το θύμα, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μέλος του Συνδέσμου Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Βίας στην Οικογένεια ή μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος.”

Η παραπονουμένη ανέφερε το περιστατικό γύρω στις 9.00 π.μ. της επομένης στη μάρτυρα Παπαονησιφόρου και το ερώτημα που εγείρεται είναι αν η πρωτόδικη απόφαση με την οποία η μάρτυς Παπαονησιφόρου θεωρήθηκε ως μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος είναι ορθή.

Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί φαίνεται ότι η Μυριάνθη Παπαονησιφόρου ήταν πρώην Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, υπεύθυνη για θέματα οικογένειας και παιδιού, όπως επίσης και Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τη βία στην οικογένεια. Η μάρτυς διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με τους γονείς της παραπονουμένης, όπως και με την ίδια την παραπονουμένη.  Η τελευταία την εμπιστευόταν λόγω φιλίας και λόγω της ειδικότητάς της συζητούσε μαζί της τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον εφεσείοντα.  Σε πρώτο στάδιο η μάρτυς πρότεινε στην παραπονουμένη να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες οικογενειακού συμβούλου.  Σε δεύτερο στάδιο η μάρτυς προθυμοποιήθηκε να ακούσει και τους δύο και να προσπαθήσει να τους βοηθήσει.  Ο εφεσείων δεν δέχθηκε γιατί φοβόταν ότι λόγω της φιλίας της με την παραπονουμένη, η μάρτυς μπορούσε να μην ήταν αντικειμενική.  Κατόπιν τούτου η μάρτυς προέτρεψε την παραπονουμένη να δει τον Χωρεπίσκοπο Αρσινόης Ηλία που θα προσπαθούσε να βοηθήσει και τους δύο.

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της μάρτυρος ως ενισχυτική αφού αποφάνθηκε ότι “το στενό περιβάλλον ενός προσώπου δεν περιορίζεται στα μέλη της οι[*654]κογένειάς του αποκλειστικά, αλλά περιλαμβάνει και πρόσωπα τα οποία διατηρούν στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις και υφίσταται μεταξύ των προσώπων αυτών μια κατάσταση πλήρους εμπιστοσύνης, έστω και αν δεν συνδέονται με συγγένεια εξ αίματος”.

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.  Οι λέξεις “μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος” δεν περιορίζονται μόνο σε μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του θύματος αλλά μπορεί να συμπεριλάβουν και πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη της οικογένειας.  Αν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να περιορίσει τα πρόσωπα στα οποία υποβάλλεται μια καταγγελία μόνο σε πρόσωπα που αποτελούν μέλη της οικογένειας, θα το ανέφερε τούτο ρητά.  Αντίθετα η διεύρυνση των προσώπων που μπορεί να δεχθούν μια καταγγελία όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 10(2) του Νόμου, υποδεικνύει ότι τα μέλη του στενού περιβάλλοντος του θύματος μπορεί να συμπεριλαμβάνουν και πρόσωπα που δεν αποτελούν στενά μέλη της ίδιας οικογένειας.

(iv) Η μαρτυρία του Δρα Π. Παπαμιχαήλ λανθασμένα έγινε αποδεκτή ως ενισχυτική μαρτυρία της παραπονουμένης

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία του Μ.Κ. 6 Δρα Π. Παπαμιχαήλ συγκρούεται σε ουσιώδη σημεία με εκείνη της παραπονουμένης, όπως π.χ. στο ότι ο μάρτυς ανέφερε ότι την εξέτασε γυμνή ενώ η παραπονουμένη είπε ότι είχε βγάλει τα αναγκαία ρούχα για την εξέταση, ότι ο μάρτυς είπε ότι η εξέταση έγινε στην παρουσία νοσοκόμας ενώ η παραπονουμένη είπε ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος και ότι ο μάρτυς ανέφερε ότι διαπίστωσε τα τραύματα μόνος του σε αντίθεση με την παραπονουμένη που κατέθεσε ότι αυτή του τα υπέδειξε. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία του Δρα Παπαμιχαήλ δεν ενισχύει τη μαρτυρία της παραπονουμένης σε οποιοδήποτε ουσιώδες σημείο της κατηγορίας.

Οι αντιφάσεις που έχουν υποδειχθεί δεν μπορούν μέσα στα πλαίσια της συνολικής μαρτυρίας του μάρτυρος να θεωρηθούν ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία του.  Το ερώτημα ποιος ήταν παρών και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η ιατρική εξέταση δεν αποτελεί τον αποκλειστικό γνώμονα με τον οποίο κρίνεται η αξιοπιστία του μάρτυρα.  Αντίθετα η αξιοπιστία του κρίνεται με βάση την ουσία της μαρτυρίας που ήταν ο καθορισμός των τραυμάτων της παραπονουμένης.  Και στο βασικό αυτό σημείο των εκδορών, η μαρτυρία του Δρα Παπαμιχαήλ συνάδει και ενισχύει την εκδοχή της παραπονουμένης, όπως τονίζεται προς τούτο και στη σχετική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

[*655]

(v)  Η αποδοχή της εκδοχής της παραπονουμένης και η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος ήταν εσφαλμένη και αναιτιολόγητη

Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης υποβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντος διάφοροι συγκεκριμένοι λόγοι που δεν έπρεπε να επιτρέψουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στην καταδικαστική του απόφαση.  Οι λόγοι αυτοί αναφέρονται κυρίως σε διαφορές μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας, όπως π.χ. μεταξύ της παραπονουμένης και των μαρτύρων κατηγορίας Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4 και σε παραλείψεις του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη ποια θα ήταν η φυσική αντίδραση της παραπονουμένης στη διάπραξη του αδικήματος, όπως π.χ. ότι ήταν αφύσικο για την παραπονουμένη να ξεκλειδώσει την πόρτα του υπνοδωματίου της λίγο μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ότι αυτή θα έπρεπε όταν αμυνόταν να δαγκώσει ή να γδάρει τον εφεσείοντα.

Το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο στο εδώλιο του μάρτυρα.  Αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί.  Σε μια τέτοια περίπτωση το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει παραμερίζοντας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγοντας το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα.  (Ιδε Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 και Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 72).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι διαφορές που επισημάνθηκαν είναι επουσιώδεις και δεν μπορούν να μεταβάλουν την ουσία της μαρτυρίας που έτυχε ορθής αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Τα σχετικά ευρήματα δεν είναι παράλογα ούτε αυθαίρετα.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι δικαιολογημένη και δεν παρουσιάζεται οποιοδήποτε κε[*656]νό στη στοιχειοθέτηση της απόφασης.

Η εισήγηση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται.

(vi) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προβεί στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου προτού εκδώσει την απόφασή του

Η σχετική κατηγορία αναφέρει στις λεπτομέρειες του αδικήματος ότι ο εφεσείων “στο σπίτι του παράνομα και με τη χρήση βίας ήλθε σε συνουσία με την εν διαστάσει σύζυγό του Κωνσταντίνα Χ” Ευτυχίου από την Πάφο, χωρίς τη συγκατάθεσή της”. Εκ μέρους του εφεσείοντος υποβλήθηκε ότι από τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί φαίνεται ότι ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν βρισκόταν σε διάσταση αλλά συγκατοικούσε με την παραπονουμένη και έτσι το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου θα έπρεπε να συνοδευθεί με την ανάλογη τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

Η αναφορά στις λεπτομέρειες του αδικήματος ότι το ζεύγος βρισκόταν σε διάσταση δεν αποτελεί ένα ουσιώδες συστατικό του αδικήματος, η μη απόδειξη του οποίου θα επέφερε την ακυρότητα της καταδικαστικής απόφασης.  Το άρθρο 85(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 προνοεί ότι αν ένα μόνο μέρος του κατηγορητηρίου αποδεικνύεται, και το μέρος αυτό συνιστά ποινικό αδίκημα, ο κατηγορούμενος μπορεί, χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου, να καταδικασθεί για το αδίκημα το οποίο αποδεικνύεται ότι διέπραξε.  Ανκαι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να επικαλεσθεί τις πιο πάνω πρόνοιες εντούτοις δεν το έπραξε. Έχοντας υπόψη ότι η λεπτομέρεια αυτή της διάστασης δεν αποτελούσε ουσιώδες συστατικό στοιχείο της σχετικής κατηγορίας, βασιζόμενοι στις πρόνοιες του άρθρου 85(1) του Κεφ. 155, βρίσκουμε ότι η εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να επηρεάσει την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο