Iωάννου Mαρία και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 657

(2001) 2 ΑΑΔ 657

[*657]25 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.  ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2. ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείουσες

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7060, 7061)

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Κλήση μαρτύρων ― Διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής και του Δικαστηρίου για κλήση των μαρτύρων των οποίων τα ονόματα εμφαίνονται στο κατηγορητήριο.

Ποινική Δικονομία ― Μάρτυρες ― Καταχώρηση καταθέσεων στο Δικαστήριο για σκοπούς προανάκρισης και επίδοση αντιγράφων τους στην Υπεράσπιση ― Κατά πόσο το άτομο από το οποίο προήλθαν οι καταθέσεις καθίσταται μάρτυρας κατηγορίας και κατά πόσο το όνομά του θα πρέπει να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου του Κακουργιοδικείου ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155, Άρθρο 109(δ).

Διαχείριση περιουσίας ανίκανων προσώπων ― Άρθρα 15(1) και 16(1)(α) και (β) του περί Διαχειρίσεως της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου, Ν. 23(1)/96 ― Κατά πόσο είναι απαραίτητη η έκδοση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται ως ανίκανο πρόσωπο για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι ήταν το θύμα αδικήματος αναφορικά με την περιουσία του.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας ― Επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

 

[*658]Οι εφεσείουσες, οι οποίες είναι αδελφές, κρίθηκαν ένοχες σε κατηγορίες συνωμοσίας προς καταδολίευση, ψευδούς δήλωσης μεταβίβασης ακινήτου και αποδοχής μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας από πρόσωπο που ήταν ανίκανο να διαχειριστεί την περιουσία του.  Επιπρόσθετα η εφεσείουσα στην έφεση 7061 (δεύτερη εφεσείουσα) κρίθηκε ένοχη σε κατηγορία πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις και επίσης σε κατηγορία ψευδούς δήλωσης ακινήτου.  Η εφεσείουσα στην έφεση 7060 (πρώτη εφεσείουσα) καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12, 18 και 18 μηνών και η δεύτερη εφεσείουσα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2, 3, 2 και 2 χρόνων.

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα:

Οι εφεσείουσες πώλησαν στους παραπονουμένους, ζεύγος ηλικιωμένων, ακίνητο στην Έγκωμη, έναντι του ποσού των £56.000.  Το ακίνητο μεταβιβάστηκε στο όνομα των παραπονουμένων στις 28.8.96.  Τρία χρόνια αργότερα με τη χρήση γενικού πληρεξουσίου εγγράφου ημερομηνίας 28.8.96 με το οποίο οι παραπονούμενοι εξουσιοδοτούσαν τη δεύτερη εφεσείουσα να διαχειρίζεται την περιουσία τους, οι δύο εφεσείουσες, στην απουσία των παραπονουμένων μεταβίβασαν στο όνομά τους το πιο πάνω ακίνητο δι’ αγοράς έναντι του ποσού των £23.000.

Η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι το γενικό πληρεξούσιο που είχε χρησιμοποιηθεί, είχε υπογραφεί από τους παραπονουμένους ως αποτέλεσμα απάτης και ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των δύο εφεσειουσών.  Η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε συγκεκριμένα ότι οι παραπονούμενοι υπέγραψαν το γενικό πληρεξούσιο ως μέρος μιας δέσμης εγγράφων που αφορούσαν την μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομά τους, χωρίς να αντιληφθούν ότι στην πραγματικότητα υπέγραφαν ένα γενικό πληρεξούσιο με το οποίο εξουσιοδοτούσαν την δέυτερη εφεσείουσα να χειρίζεται εν λευκώ ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία τους.

Οι εφεσείουσες αμφισβήτησαν την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης για διάφορους λόγους που αφορούσαν την κλήση μαρτύρων, την αξιοπιστία των μαρτύρων, την ανικανότητα της παραπονούμενης Αγγελικής Κεή, την γνώση από την πρώτη εφεσείουσα ότι η Αγγελική Κεή δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία της, την απόδειξη του αδικήματος της συνωμοσίας και τις καταθέσεις του πιστοποιούντος υπαλλήλου Χ. Σαββίδη, που είχε πιστοποιήσει την υπογραφή του πληρεξουσίου εγγράφου.

 

[*659]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η Κατηγορούσα Αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να καλέσει τους μάρτυρες να καταθέσουν ή να τους καλέσει και να τους προσφέρει προς αντεξέταση ή να μην τους καλέσει καθόλου.

2.  Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να διατάξει την κλήση μάρτυρα, το όνομα του οποίου εμφανίζεται στο κατηγορητήριο και τον οποίο η Κατηγορούσα Αρχή αποφασίζει να μην καλέσει.

     Στην παρούσα περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή συμπεριέλαβε στο φάκελο των καταθέσεων που καταχωρήθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο για τους σκοπούς της προανάκρισης και τις καταθέσεις του Χ. Σαββίδη, και δόθηκαν αντίγραφά τους στην Υπεράσπιση.  Η καταχώρηση των πιο πάνω καταθέσεων έχει καταστήσει τον Χ. Σαββίδη μάρτυρα κατηγορίας και επομένως το όνομά του έπρεπε να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου του Κακουργιοδικείου σύμφωνα με τις επιτακτικές πρόνοιες του Άρθρου 109(δ) του Κεφ. 155.  Η παράλειψη συμπερίληψης του ονόματος του Χ. Σαββίδη στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου του Κακουργιοδικείου, δεν ενέχει οποιεσδήποτε συνέπειες, ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης και της πρόσφατης Αγγλικής νομολογίας.  Η Κατηγορούσα Αρχή είχε διακριτική ευχέρεια να μην καλέσει το πιο πάνω άτομο ως μάρτυρα κατηγορίας, έστω και αν το όνομά του  βρισκόταν στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου του Κακουργιοδικείου.  Εξήγησε τους λόγους που δεν τον κάλεσε, αυτοί αφορούσαν την αξιοπιστία του (αντιφατικές καταθέσεις), και το θέμα της κλήσης του επαφίετο πλέον στην Υπεράσπιση.  Η Υπεράσπιση αν και μπορούσε να τον καλέσει απέφυγε να το πράξει.

3.  Τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι εύλογα και δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.

4.  Από τα Άρθρα 15(1) και 16(1)(α) και (β) του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου (Ν. 23(1)/96), προκύπτει ότι για να εφαρμοσθεί το Άρθρο 16(1), δεν είναι απαραίτητο να έχει εκδοθεί απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται ως ανίκανο πρόσωπο, το πρόσωπο για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι ήταν το θύμα του αδικήματος.

5.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρώτη εφεσείουσα γνώριζε ότι η Αγγελική Κεή ήταν ανίκανη να διαχειρίζεται την περιουσία της, υποστηρίζεται πλήρως από την ιατρική μαρτυρία και την μαρτυρία του συζύγου της παραπονουμένης.

[*660]6.      Η διάπραξη συνωμοσίας μεταξύ των δύο εφεσειουσών αποδεικνύεται από τα γεγονότα της υπόθεσης.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

R. v. Russell-Jones [1995] 1 Cr. App. R. 538,

R. v. Oliva [1965] 3 All E.R. 116,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282,

Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,

Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 72.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.

Έφεσεις από τις κατηγορούμενες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 12041/00, ημερ. 15/1//01, με την οποία βρέθηκαν ένοχες σε κατηγορίες συνομωσίας προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Κεφ. 154 ψευδούς δήλωσης μεταβίβασης ακινήτου κατά παράβαση του άρθρου 49(1)(9) του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου αρ. 9/65 και του άρθρου 111 του Κεφ. 154 και αποδοχής μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας από πρόσωπο που ήταν ανίκανο να διαχειριστεί την περιουσία του κατά παράβαση του άρθρου 16(1) του Περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου αρ. 23(I)/96 επιπρόσθετα η εφεσείουσα στην Εφεση 7061 Άντρη Ηρακλέους βρέθηκε ένοχη σε κατηγορία πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 336 και 341 του Κεφ. 154, όπως επίσης και σε κατηγορία ψευδούς δήλωσης σε μεταβίβαση ακινήτου κατά παράβαση του άρθρου 49(1)(9) του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου αρ. 9/65 και του άρθρου 111 του Κεφ. 154 και καταδικάστηκαν, η μεν α΄ κατηγορούμενη σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12, 18 και 18 μηνών και η [*661]β΄ κατηγορούμενη σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2, 3, 2 και 2 χρόνων.

Μιχ. Κυπριανού με Ν. Παπανικολάου, για την Εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7060.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη, στην Ποινική Έφεση Αρ. 7060.

Η Εφεσείουσα είναι απούσα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7060.

Λ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα, στην Ποινική Έφεση Αρ. 7061.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.στην Ποινική Έφεση Αρ. 7061.

Η Εφεσείουσα είναι παρούσα στην Ποινική Έφεση Αρ. 7061.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα στην έφεση 7060 Μαρία Ιωάννου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η α΄ εφεσείουσα) και η εφεσείουσα στην έφεση 7061 Αντρη Ηρακλέους (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η β΄ εφεσείουσα) βρέθηκαν ένοχες σε κατηγορίες συνομωσίας προς καταδολίευση (κατά παράβαση του άρθρου 302 του Κεφ. 154) ψευδούς δήλωσης μεταβίβασης ακινήτου (κατά παράβαση του άρθρου 49(1)(9) του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου αρ. 9/65 και του άρθρου 111 του Κεφ. 154) και αποδοχής μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας από πρόσωπο που ήταν ανίκανο να διαχειριστεί την περιουσία του (κατά παράβαση του άρθρου 16(1) του Περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου  αρ. 23(I)/96).  Επιπρόσθετα η εφεσείουσα στην Εφεση 7061 Αντρη Ηρακλέους βρέθηκε ένοχη σε κατηγορία πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 336 και 341 του Κεφ. 154, όπως επίσης και σε κατηγορία ψευδούς δήλωσης σε μεταβίβαση ακινήτου κατά παράβαση του άρθρου 49(1)(9) του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου αρ. 9/65 και του άρθρου 111 του Κεφ. 154.  Η α΄ εφεσείουσα καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12, 18 και 18 μηνών και η β΄ εφεσείουσα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2, 3, 2 και 2 χρόνων.  Και [*662]οι δύο εφεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης.

1.  ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αντώνης Κεής, που κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας ήταν 76 χρόνων, το 1975 μετέβηκε στην Αυστραλία όπου εργάστηκε ως εργάτης αντικαθιστώντας παλιές με καινούριες γραμμές τρένων. Η μόρφωσή του προτού μεταβεί στην Αυστραλία είχε περιορισθεί μέχρι τον τρίτο χρόνο σε Δημοτικό Σχολείο.  Μαζί με τη γυναίκα του Αγγελική Κεή υιοθέτησαν μια κόρη. Το 1993 επέστρεψε στην Κύπρο με τη γυναίκα του και ενοικίασε τον α΄ όροφο μιας κατοικίας που βρισκόταν στην Εγκωμη που ανήκε εξ ημισίας στις δύο εφεσείουσες. Στο ισόγειο διέμενε η α΄ εφεσείουσα και στον α΄ όροφο ο παραπονούμενος Αντώνης Κεής και η σύζυγός του.  Η Αγγελική Κεή απέθανε το Φεβρουάριο του 2000. Οι παραπονούμενοι αγόρασαν ολόκληρο το ακίνητο, που μεταβιβάστηκε στο όνομά τους στις 28/8/96, έναντι του ποσού των £56.000.  Οι αγοραστές κατέβαλαν έναντι του ποσού των £56.000, £43.300 κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης και το υπόλοιπο ποσό των £12.700 (που αποτελούσε εγγύηση υποθήκης προς το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αγίου Δομετίου) τον επόμενο χρόνο.  Κατά τη μεταβίβαση της 28/8/96 στο Κτηματολόγιο ήταν παρόντες και οι παραπονούμενοι και οι δύο εφεσείουσες.

Τρία χρόνια αργότερα έλαβε χώρα μια άλλη μεταβίβαση που αποτελεί και το επίδικο θέμα των κατηγοριών στις οποίες βρέθηκαν ένοχες οι δύο εφεσείουσες. Με τη χρήση ενός γενικού πληρεξουσίου εγγράφου ημερομηνίας 28/8/96, με το οποίο οι Αντώνης και Αγγελική Κεή πληρεξουσιοδοτούσαν τη β΄ εφεσείουσα να διαχειρίζεται ολόκληρη την περιουσία τους, οι δύο εφεσείουσες εμφανίστηκαν στις 3/2/99 στο Κτηματολόγιο και στην απουσία των παραπονουμένων μεταβίβασαν στο όνομά τους το πιο πάνω ακίνητο δι’ αγοράς έναντι του ποσού των £23.000.  Ευθύς μετά τη μεταβίβαση οι εφεσείουσες το υποθήκευσαν στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Εγκωμης για την εξασφάλιση δανείου £25.000.  Η μεταβίβαση έγινε από τη β΄ εφεσείουσα (ως πληρεξούσιου αντιπροσώπου των πωλητών Αντώνη και Αγγελικής Κεή) στο όνομά της και της αδελφής της Μαρίας Ιωάννου (ως αγοράστριες του ακινήτου).

Ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το γενικό πληρεξούσιο που είχε χρησιμοποιηθεί είχε υπογραφεί από τους παραπονουμένους ως αποτέλεσμα απάτης και ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των δύο εφεσειουσών.  Πιο συγκεκριμένα η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίστηκε ότι όταν διενεργείτο η μεταβίβαση του ακινήτου στις [*663]28/8/96 από τις εφεσείουσες στο ζεύγος Κεή, η β΄ εφεσείουσα Αντρη Ηρακλέους είχε συμπεριλάβει μεταξύ των εγγράφων μεταβίβασης και το γενικό πληρεξούσιο, το οποίο παρουσίασε στο ζεύγος Κεή ως μέρος της δέσμης των εγγράφων που έπρεπε να υπογραφούν για την εκ μέρους των αγορά του ακινήτου.  Οι τελευταίοι το υπέγραψαν ως μέρος μιας δέσμης εγγράφων που αφορούσαν τη μεταβίβαση του ακινήτου, χωρίς να αντιληφθούν ότι στην πραγματικότητα υπέγραφαν ένα γενικό πληρεξούσιο με το οποίο εξουσιοδοτούσαν την εφεσείουσα Αντρη Ηρακλέους να χειρίζεται εν λευκώ ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία τους.

Αντίθετη ήταν η θέση της Υπεράσπισης.  Ανκαι δεν εξήγησε το λόγο που δόθηκε, υποστήριξε ότι το πληρεξούσιο ήταν γνήσιο.

Το Κακουργιοδικείο αφού δέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής βρήκε τις εφεσείουσες ένοχες στις σχετικές κατηγορίες.

 

2.  ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΕΦΕΣΕΩΝ

Με τις δύο εφέσεις που έχουν καταχωρηθεί οι εφεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης για διάφορους λόγους που μπορεί να συνοψισθούν στους πιο κάτω:

(i)   Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε αίτηση της Υπεράσπισης για την έκδοση οδηγιών προς την Κατηγορούσα Αρχή για να καλέσει και προσφέρει προς αντεξέταση τον πιστοποιούντα υπάλληλο Χαράλαμπο Σαββίδη, που είχε πιστοποιήσει την υπογραφή του πληρεξούσιου εγγράφου (Τ5).

(ii)  Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε τον παραπονούμενο Αντώνη Κεή ως αξιόπιστο.

(iii) Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Χαρίλαου Κώστα, αφού σε συσχετισμό με την υπόλοιπη μαρτυρία παρουσιάζει σοβαρές διαφορές που καθιστούν την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου ως ακροσφαλή.

(iv) Δεν αποδείχθηκε η ανικανότητα της παραπονουμένης Αγγελικής Κεή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16(1) του Περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου αρ. 23(I)/96.

(v)  Δεν αποδείχθηκε ότι η α΄ εφεσείουσα γνώριζε ότι η παρα[*664]πονουμένη Αγγελική Κεή δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία της.

(vi) Δεν αποδείχθηκε το αδίκημα της συνωμοσίας.

(vii) Δεν σκεπάστηκαν τα μέρη των καταθέσεων του Χαράλαμπου Σαββίδη που αναφέρονταν σε άλλες υποθέσεις.

(i)   Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε αίτηση της Υπεράσπισης για την έκδοση οδηγιών προς την Κατηγορούσα Αρχή για να καλέσει και προσφέρει προς αντεξέταση τον πιστοποιούντα υπάλληλο Χαράλαμπο Σαββίδη, που είχε πιστοποιήσει την υπογραφή του πληρεξούσιου εγγράφου (Τ5).

(α)  Η διαδικασία της προανάκρισης και η ετοιμασία του κατηγορητηρίου

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του Νόμου 42/74) και του άρθρου 2 του Νόμου 44/83, αν

“(α) Ο Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας παράσχη γραπτήν συγκατάθεσιν περί της μη αναγκαιότητος διεξαγωγής τοιαύτης προανακρίσεως· και

β)   αντίγραφον της καταθέσεως εκάστου μάρτυρος κατηγορίας το οποίον προτίθεται να καλέση η Κατηγορούσα Αρχή, επιδοθή προηγουμένως εις τον κατηγορούμενον ή τον δικηγόρον αυτού, το Δικαστήριον κέκτηται εξουσίαν να παραπέμψη εις δίκην άνευ προανακρίσεως οιονδήποτε κατηγορούμενον.”

Από το φάκελο της προανάκρισης φαίνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσε στο Δικαστήριο και έδωσε στην Υπεράσπιση αντίγραφα καταθέσεων του Χ. Σαββίδη της 11/12/99 και 21/12/99, χωρίς να συμπεριλάβει όμως το όνομά του στο κατηγορητήριο (charge).

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 109 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, κάθε κατηγορητήριο που καταχωρείται στο Κακουργιοδικείο πρέπει να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα ονόματα των μαρτύρων που κατέθεσαν στην προανάκριση. Το ονόματα οπισθογράφονται στην τελευταία σελίδα του κατηγορητηρίου.  (Άρθρο 109(δ) του Κεφ. 155).

Το όνομα του Χ. Σαββίδη δεν συμπεριλήφθηκε στο κατηγορητή[*665]ριο του Κακουργιοδικείου (information) αφού η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να μην τον καλέσει ως μάρτυρα.

(β)  Αίτηση της Υπεράσπισης για να κληθεί ο Χ. Σαββίδης για να αντεξετασθεί από την Υπεράσπιση

Ανκαι το όνομα του Χ. Σαββίδη δεν συμπεριλήφθηκε στα ονόματα των μαρτύρων που περιείχε το κατηγορητήριο του Κακουργιοδικείου, η Υπεράσπιση ζήτησε από το Κακουργιοδικείο να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή όπως καλέσει και προσφέρει προς αντεξέταση τον Χ. Σαββίδη.  Η Υπεράσπιση υπέβαλε ότι εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή είχε δώσει για τους σκοπούς της προανάκρισης τις δύο καταθέσεις του πιο πάνω στην Υπεράσπιση, έστω και χωρίς να τον συμπεριλάβει στο κατηγορητήριο, το πρόσωπο αυτό είχε καταστεί μάρτυς και το όνομά του έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου του Κακουργιοδικείου.  Με βάση τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο όφειλε να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή να τον καλέσει και να τον προσφέρει στην Υπεράσπιση προς αντεξέταση.

Η Κατηγορούσα Αρχή έφερε ένσταση και με την παρουσίαση των τριών ανακριτικών καταθέσεων του Χ. Σαββίδη (Τ9 της 7/1/98, Τ10 της 30/9/2000 και Τ29 της 11/12/99) ζήτησε από το Κακουργιοδικείο να απορρίψει τη σχετική αίτηση της Υπεράσπισης αφού η Κατηγορούσα Αρχή τον θεωρούσε, για τους λόγους που εξήγησε, αναξιόπιστο και αφού μπορούσε να θεωρηθεί και ως συνεργός των εφεσειουσών. Η Κατηγορούσα Αρχή θεώρησε καθήκον της να δώσει τις δύο καταθέσεις του Χ. Σαββίδη της 11/12/99 και 21/12/99 στην Υπεράσπιση μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα και τις καταθέσεις που δόθηκαν για σκοπούς παραπομπής των εφεσειουσών ενώπιον του Κακουργιοδικείου για να μπορέσει η Υπεράσπιση να τις αξιοποιήσει όπως η ίδια επιθυμούσε.

Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε την εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε το αίτημα της Υπεράσπισης.  Η εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής ότι οι δύο καταθέσεις δόθηκαν στην Υπεράσπιση μέσα στα πλαίσια της υποχρέωσής της να ενημερώσει την Υπεράσπιση για τη μαρτυρία που είχε στην κατοχή της και όχι γιατί θεωρούσε τον Χ. Σαββίδη ως μάρτυρά της, έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο αφού εδικαιολογείτο και από τη μετέπειτα συμπεριφορά της Κατηγορούσας Αρχής. Σύμφωνα με το σκεπτικό της ενδιάμεσης απόφασης η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε πρόθεση να καλέσει το Χ. Σαββίδη ως μάρτυρα κατηγορίας και γι’ αυτό δεν συμπεριέλαβε το όνομά του στο κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε [*666]στο Επαρχιακό Δικαστήριο για σκοπούς παραπομπής, ούτε και στο κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε αργότερα στο Κακουργιοδικείο. Εφόσον δε γι’ αυτό το λόγο δεν τον συμπεριέλαβε στο κατηγορητήριο του Κακουργιοδικείου, δεν είχε υποχρέωση να τον καλέσει.

Και οι δύο εφεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης και ισχυρίζονται ότι, από τη στιγμή που η Κατηγορούσα Αρχή περιέλαβε τις καταθέσεις του Χαράλαμπου Σαββίδη στη δέσμη των καταθέσεων που δόθηκαν στο Δικαστή και παρέδωσε στην Υπεράσπιση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της παραπομπής αντίγραφα των δύο καταθέσεων του Χ. Σαββίδη, αυτός θα έπρεπε να θεωρείται ως μάρτυς κατηγορίας ανεξάρτητα από το ότι το όνομά του δεν συμπεριλήφθηκε στα δύο κατηγορητήρια. Επομένως το Κακουργιοδικείο έπρεπε να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή να τον καλέσει.

(γ) Η νομική πλευρά

Η Κατηγορούσα Αρχή έχει την υποχρέωση να παρουσιάσει στο Δικαστήριο όλους τους μάρτυρες, τα ονόματα των οποίων εμφανίζονται στο κατηγορητήριο. Η υποχρέωση της παρουσίας των μαρτύρων δεν εξυπακούει και την υποχρέωση κλήσης τους για να καταθέσουν.  Η Κατηγορούσα Αρχή διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια (α) να τους καλέσει για να καταθέσουν ή (β) να τους καλέσει και να τους προσφέρει προς αντεξέταση ή (γ) να μην τους καλέσει καθόλου. Η διακριτική αυτή ευχέρεια πρέπει όμως να ασκείται από το Δημόσιο Κατήγορο μέσα στη συνολική υποχρέωσή του να ενεργεί ακριβοδίκαια, ως λειτουργός της δικαιοσύνης.  (Ίδε R. v. Russell-Jones [1995] 1 Cr. App. R. 538).

Ο Δημόσιος Κατήγορος έχει τη διακριτική ευχέρεια να μην καλέσει ένα μάρτυρα, το όνομα του οποίου συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου, αν κατά τη γνώμη του η μαρτυρία του μάρτυρα δεν μπορεί να γίνει πιστευτή.

Στην υπόθεση R. v. Oliva [1965] 3 All E.R. 116, ο παραπονούμενος υπέστη επίθεση και κλωτσοκοπήθηκε από τον εφεσείοντα και ένα άλλο πρόσωπο γύρω στα μεσάνυκτα σε ένα δρομάκι του Σόχο στο Κεντρικό Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ο παραπονούμενος υιοθέτησε την κατάθεση που είχε δώσει στην Αστυνομία κατονομάζοντας τον εφεσείοντα ως ένα από τα πρόσωπα που τον κτύπησαν. Προτού συμπληρωθεί η ακρόαση της προανάκρισης, ο παραπονούμενος προέβηκε σε μια έγγραφη κατάθεση σε ένα δικη[*667]γόρο, αναφέροντας ότι δεν είχε κτυπηθεί από τον εφεσείοντα και ότι τόσο η κατάθεση προς την αστυνομία όσο και η προφορική του κατάθεση στην προανάκριση ήταν αναληθείς. Ο παραπονούμενος επανακλήθηκε και κατέθεσε ξανά στη διαδικασία της προανάκρισης. Ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Ανκαι η Κατηγορούσα Αρχή είχε άλλους δύο αυτόπτες μάρτυρες του επεισοδίου, συμπεριέλαβε το όνομα του παραπονουμένου στον κατάλογο των μαρτύρων που θα κατέθεταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αλλά επέλεξε να μην τον καλέσει για να μαρτυρήσει.  Ο παραπονούμενος κλήθηκε από την Υπεράσπιση και αντεξετάστηκε αναφορικά με τις προηγούμενες καταθέσεις του.  Στην έφεση που ασκήθηκε μετά την καταδίκη του, ο εφεσείων υπεστήριξε ότι η μη κλήση του παραπονουμένου (το όνομα του οποίου αναφερόταν στο κατηγορητήριο) από την Κατηγορούσα Αρχή αποτελούσε ουσιαστική ανωμαλία (material irregularity) στην όλη διαδικασία. Το Ποινικό Εφετείο αποφάνθηκε ότι η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί μάρτυρες, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στο κατηγορητήριο, καλύπτει μόνο εκείνους τους οποίους η μαρτυρία αναμένεται να γίνει πιστευτή.

Το Δικαστήριο όμως έχει τη διακριτική ευχέρεια να διατάξει την κλήση ενός μάρτυρα, το όνομα του οποίου εμφανίζεται στο κατηγορητήριο και τον οποίο η Κατηγορούσα Αρχή αποφασίζει να μην καλέσει.  (R. v. Oliva [1965] 3 All E.R. 1028).

Η διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί ή όχι ένα μάρτυρα, εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Brown v. R. [1997] 1 Cr. App. R. 112, που υιοθέτησε τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίσθηκαν στην απόφαση R. v. Russell-Jones [1995] 1 Cr. App. R. 538.

Στην υπόθεση Brown v. R. (πιο πάνω), ο παραπονούμενος είχε υποστεί επίθεση και κτυπήθηκε με κλωτσιές στα γεννητικά του όργανα από τους εφεσείοντες με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά τραύματα.  Η επίθεση είχε λάβει χώρα σε ένα νυκτερινό φοιτητικό κέντρο και μεταξύ άλλων μαρτύρων που είχαν δει τι είχε γίνει ήταν και κάποιος Μακόρμακ, φίλος των εφεσειόντων, στο σπίτι του οποίου είχαν περάσει τη νύκτα οι εφεσείοντες μετά το επεισόδιο.  Η κατάθεσή του πιο πάνω στην αστυνομία ήταν ότι είδε ένα από τους εφεσείοντες να ανταλλάσσει γύρω στις 10 γροθιές με ένα από τους σωματοφύλακες του κέντρου, αλλά δεν είδε κανένα να κλωτσά οποιοδήποτε.

Ο μόνος λόγος έφεσης κατά της καταδίκης των εφεσειόντων ήταν ότι η Κατηγορούσα Αρχή αρνήθηκε να κλητεύσει ως μάρτυρα [*668]κατηγορίας τον Μακόρμακ.  Πριν από την έναρξη της δίκης η Κατηγορούσα Αρχή πληροφόρησε την Υπεράσπιση ότι δεν θα καλούσε τον Μακόρμακ. Η εκδοχή του Μακόρμακ ήταν τελείως αντίθεση με τις εκδοχές των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας.  Η Υπεράσπιση πληροφόρησε σχετικά το Δικαστήριο και ζήτησε από το Δικαστήριο να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή να προσφέρει το μάρτυρα στην Υπεράσπιση. Το Δικαστήριο κάλεσε (χωρίς να διατάξει) την Κατηγορούσα Αρχή να προσφέρει τον Μακόρμακ, αλλά η Κατηγορούσα Αρχή αρνήθηκε. Η Υπεράσπιση επανέλαβε την αίτησή της και το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση, αφού αποδέχθηκε τις θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής απέρριψε την αίτηση προσθέτοντας ότι και το ίδιο το Δικαστήριο δεν θα προχωρούσε να καλέσει τον πιο πάνω μάρτυρα να παρουσιαστεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δικηγόροι της Υπεράσπισης πήραν μια κατάθεση από το μάρτυρα, αλλά επέλεξαν να μην τον καλέσουν, προφανώς γιατί ήταν αναξιόπιστος ή πίστευαν ότι θα βοηθούσε περισσότερο την Κατηγορούσα Αρχή παρά την Υπεράσπιση.  Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά το Ποινικό Εφετείο απέρριψε την έφεση.

Το Ποινικό Εφετείο αφού ανέφερε ότι η αμφισβήτηση της εγκυρότητας μιας καταδικαστικής απόφασης (γιατί η Κατηγορούσα Αρχή αρνείται να καλέσει ή να προσφέρει ένα μάρτυρα προς αντεξέταση), έχει καταστεί πρόσφατα αρκετά δημοφιλής μεταξύ των δικηγόρων, τόνισε ότι είναι αρκετά δύσκολο να επιτύχει.  Και τούτο γιατί η Υπεράσπιση έχει την ευχέρεια να καλέσει το μάρτυρα και το Εφετείο καλείται να εξετάσει τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφανθεί πάνω σε ένα θέμα που εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δημόσιου Κατήγορου.  Το Δικαστήριο προχώρησε να καθορίσει τις εξής κατευθυντήριες γραμμές για την κλήση ή μη ενός μάρτυρα κατηγορίας:

(1)   Η Κατηγορούσα Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει πάνω σε ποιους μάρτυρες θα βασισθεί για τους σκοπούς της προανάκρισης και για να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου δίνοντας προς τούτο αντίγραφα των καταθέσεών τους στην Υπεράσπιση. Η Κατηγορούσα Αρχή κατά κανόνα θα πρέπει να αποκαλύπτει το περιεχόμενο ουσιωδών καταθέσεων που έχει στην κατοχή της, τις οποίες δεν έχει επιδόσει στην Υπεράσπιση.

(2)   Η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να έχει στο Δικαστήριο όλους τους μάρτυρες που προτίθεται να καλέσει για να καταθέσουν (αντίγραφα των καταθέσεων των οποίων έχουν ήδη δοθεί στην Υπεράσπιση), εκτός αν ο μάρτυρας έχει ήδη δεσμευθεί [*669]να παρουσιασθεί ή η Υπεράσπιση συμφωνεί ότι η παρουσία του δεν θα είναι αναγκαία, π.χ. γιατί το περιεχόμενο της κατάθεσής του θα γίνει αποδεκτό.

(3)   Το αντιπαραθετικό σύστημα απαιτεί από την Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει την υπόθεσή της εναντίον του κατηγορουμένου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η Κατηγορούσα Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να καλέσει ή να προσφέρει προς αντεξέταση ένα συγκεκριμένο μάρτυρα. Όμως ο Δημόσιος Κατήγορος θα πρέπει να ενεργεί μέσα στα πλαίσια των συμφερόντων της Δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης.  Ετσι έχει την υποχρέωση να καλέσει ένα μάρτυρα έστω και αν η μαρτυρία του δεν συνάδει με την υπόθεση που θέλει να αποδείξει.  Όμως δεν έχει την υποχρέωση να καλέσει ένα μάρτυρα, η μαρτυρία του οποίου είναι ασυμβίβαστη ή εναντίον της υπόθεσης που θέλει να αποδείξει, αφού μια τέτοια μαρτυρία δεν θα μπορεί να γίνει πιστευτή αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ορθή.

(4)   Η Κατηγορούσα Αρχή κανονικά πρέπει να καλεί ή να προσφέρει όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν άμεση μαρτυρία για τα κύρια γεγονότα της υπόθεσης, εκτός αν ο Δημόσιος Κατήγορος θεωρεί τη μαρτυρία ως μη ικανή να γίνει πιστευτή.

(5)   Η Κατηγορούσα Αρχή αποφασίζει κατά πόσο ένας μάρτυρας μπορεί να δώσει άμεση μαρτυρία για τα κύρια γεγονότα της υπόθεσης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια μπορεί να κρίνει κατά πόσο η μαρτυρία είναι περιθωριακή.

(6)   Η Κατηγορούσα Αρχή είναι ο κατ’ εξοχή κριτής κατά πόσο ένας μάρτυρας για κύρια γεγονότα είναι ανάξιος να γίνει πιστευτός.

(7)   Η Κατηγορούσα Αρχή δεν είναι υπόχρεη να προσφέρει ένα μάρτυρα (πάνω στη μαρτυρία του οποίου δεν προτίθεται να βασισθεί), για να δώσει την ευχέρεια στην Υπεράσπιση να τον χρησιμοποιήσει για να επιτεθεί εναντίον της αξιοπιστίας των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας (στη μαρτυρία των οποίων προτίθεται να βασισθεί).  Μια τέτοια διαδικασία απλά προκαλεί σύγχυση. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής είναι να έχει τέτοιους μάρτυρες στη διάθεση της Υπεράσπισης, για να δώσει την ευχέρεια στην Υπεράσπιση να τους καλέσει αν η Υπεράσπιση το κρίνει σκόπιμο.

[*670]

Στην παρούσα περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή συμπεριέλαβε μέσα στο φάκελο των καταθέσεων που καταχωρήθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για τους σκοπούς της προανάκρισης και τις καταθέσεις του Χ. Σαββίδη ημερομηνίας 11/12/99 και 21/12/99.  Αντίγραφα των πιο πάνω καταθέσεων δόθηκαν και στην Υπεράσπιση.  Κρίνουμε ότι η καταχώριση των πιο πάνω καταθέσεων (ανεξάρτητα από τις προθέσεις της Κατηγορούσας Αρχής) είχε καταστήσει τον Χ. Σαββίδη μάρτυρα κατηγορίας και επομένως το όνομά του θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου του Κακουργιοδικείου σύμφωνα με τις επιτακτικές πρόνοιες του άρθρου 109(δ) του Κεφ. 155.  Το ερώτημα που εγείρεται ως αποτέλεσμα της κατάληξης μας αυτής είναι ο καθορισμός των επιπτώσεων της μη συμπερίληψης του ονόματος του Χ. Σαββίδη στον κατάλογο των μαρτύρων του πιο πάνω κατηγορητηρίου. Εχοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης και την πρόσφατη Αγγλική νομολογία που μόλις παραθέσαμε, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, έστω και αν θεωρήσουμε ότι το όνομα του Χ. Σαββίδη βρισκόταν στον κατάλογο των μαρτύρων του κατηγορητηρίου του Κακουργιοδικείου, όπως θα έπρεπε, η Κατηγορούσα Αρχή είχε, για τους λόγους που εξήγησε και που συνίσταντο στο ότι δεν τον θεωρούσε αξιόπιστο αφού οι καταθέσεις του ήταν αντιφατικές, τη διακριτική ευχέρεια να μην τον καλέσει και το θέμα της κλήσης του επαφιόταν έτσι στους ώμους της Υπεράσπισης.  Η Υπεράσπιση άνκαι μπορούσε να τον καλέσει απέφυγε να το πράξει.

(ii)  Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστο τον παραπονούμενο Αντώνη Κεή

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της Υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δέχθηκε σαν αξιόπιστη τη μαρτυρία του παραπονουμένου Αντώνη Κεή και τούτο γιατί κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής του περιέπεσε σε σωρεία σοβαρών αντιφάσεων, σε βαθμό που καθιστούσε τη μαρτυρία του αναξιόπιστη. Μας έχουν υποδειχθεί επίσης συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου η μαρτυρία του φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με εκείνη των μαρτύρων κατηγορίας Λουϊζας Λοΐζου (Μ.Κ.3), Νατάσας Αναστασιάδου (Μ.Κ.6), Χαρίλαου Κώστα (Μ.Κ.12), Λοχία Μιχάλη Μιχαηλίδη (Μ.Κ.11) όπως επίσης και με εκείνη των ιατρών Σωτηρούλας Ζαβλή (Μ.Κ.8) και Θρασύβουλου Σπυριδάκι (Μ.Κ.15).  Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο παραπονούμενος παρεκτρεπόταν κατά τη διάρκεια της προφορικής του κατάθεσης και ότι παρουσιαζόταν συγχυσμένος και ανεύθυνος.

[*671]

Το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο στο εδώλιο του μάρτυρα.  Αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί.  Σε μια τέτοια περίπτωση το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει παραμερίζοντας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγοντας το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα. (Ιδε Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 και Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 72).

Έχουμε εξετάσει τα διάφορα σημεία που έχουν τεθεί ενώπιον μας αλλά δεν έχουμε πεισθεί ότι αυτά είναι ουσιώδη σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία του παραπονουμένου.  Η κρίση του Κακουργιοδικείου για τον παραπονούμενο βασίζεται πάνω στη συνολική και όχι στην αποσπασματική αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Οι διαφορές ή οι αντιφάσεις που μας έχουν επισημανθεί είναι επουσιώδεις και δεν μπορούν να μεταβάλουν την εικόνα της αξιοπιστίας του παραπονουμένου. Η αποδοχή της μαρτυρίας του είναι πλήρως αιτιολογημένη.

(iii)  Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Χαρίλαου Κώστα

Οι εφεσείουσες υπέβαλαν ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία του Χαρίλαου Κώστα, γιατί η μαρτυρία του ήταν προκατειλημμένη και εκδικητική αφού ήταν το αποτέλεσμα της εμπάθειάς του σε βάρος των εφεσειουσών, ιδιαίτερα σε βάρος της Αντρης Ηρακλέους. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Χαρίλαου Κώστα ήταν ακροσφαλής γιατί υπήρχε υποβόσκουσα αμφιβολία.

Κρίνουμε σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να αναφέρουμε ότι ο πιο πάνω μάρτυρας διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις, πέραν ακόμη και από αδελφικές, με τη β΄ εφεσείουσα Αντρη Ηρακλέους.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, σε κάποιο στάδιο η β΄ εφεσείουσα του απεκάλυψε ότι είχε πωλήσει μαζί με την αδελφή της το οικογενειακό τους [*672]σπίτι σε ένα ζεύγος που ήταν αρτηριοσκληρωμένοι και ότι μαζί με τα έγγραφα που είχε υπογράψει το ζεύγος, η β΄ εφεσείουσα “έσμιξε” ένα πληρεξούσιο το οποίο υπογράφτηκε από το ζεύγος, με το οποίο μπορούσε όποτε ήθελε να πάρει το σπίτι πίσω.  Η σχέση του μάρτυρα με τη β΄ εφεσείουσα διακόπηκε το Μάρτιο του 1993 όταν διαπίστωσε ότι το οικογενειακό του σπίτι είχε πωληθεί από τη β΄ εφεσείουσα, που στην ουσία ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος.  Οταν της ζήτησε να επανορθώσει μεταβιβάζοντας το δικό του σπίτι σε εταιρεία στην οποία μέτοχοι ήταν τα παιδιά του και το άλλο σπίτι στους παραπονουμένους, η β΄ εφεσείουσα του απάντησε ότι για το δικό του σπίτι θα το σκεφτόταν ενώ για το σπίτι των παραπονουμένων ήταν ξεκάθαρη η θέση της ότι ο μάρτυρας δεν είχε σχέση με το θέμα.  Ο μάρτυρας συνέχισε τις προσπάθειές του για να πείσει τη β΄ εφεσείουσα να μεταβιβάσει το πατρικό του σπίτι, χωρίς όμως επιτυχία.  Η αγάπη του για την Αντρη που ήταν “περισσότερο από αδελφική” πλήγηκε όταν η Αντρη γνώρισε το 1996 το δικηγόρο Παναγιώτη Καρύδη ο οποίος την απομόνωσε από τους καλούς φίλους της στην Κύπρο.  Όταν ο μάρτυς γύρω στο τέλος του 1999 έμαθε τυχαία ότι το ζεύγος Κεή είχε μια θετή κόρη επιδίωξε να την συναντήσει και αφού της ανέφερε τι είχε συμβεί, την έπεισε να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία.

Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη τις προσωπικές διαφορές του μάρτυρα με τη β΄ εφεσείουσα και την πίκρα που αισθανόταν που μπορούσε να επηρεάζει την αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία του, απεφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή του.

Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Χαρίλαου Κώστα με “πολλή επιφύλαξη” χωρίς να παραγνωρίζει τις προσωπικές διαφορές που είχε με τη β΄ εφεσείουσα.  Τα κύρια σημεία της μαρτυρίας του αναφέρονταν σε γεγονότα που δεν δέχθηκαν αμφισβήτηση.  Μέσα στα πλαίσια των στενών σχέσεων που είχε με τη β΄ εφεσείουσα, το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι δεν ήταν παράξενο που η τελευταία του απεκάλυψε ότι όταν πούλησε το σπίτι της σε ένα ζεύγος αρτηριοσκληρωμένων είχε σμίξει μέσα στα σχετικά έγγραφα και ένα γενικό πληρεξούσιο.

Το Κακουργιοδικείο βάσισε επίσης την αποδοχή της μαρτυρίας του πιο πάνω στην έλλειψη συγκεκριμένης υποβολής εκ μέρους του δικηγόρου της Υπεράσπισης ότι η β΄ εφεσείουσα δεν του ομολόγησε για το “σμίξιμο” του πληρεξουσίου. Η μη αμφισβήτηση του μέρους αυτού της μαρτυρίας του σε συσχετισμό με το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης της β΄ εφεσείουσας, που περιορίστηκε στη γενική θέση ότι η όλη υπόθεση ήταν σκευωρία του μάρτυρα, ήταν [*673]ένας επιπρόσθετος λόγος που οδήγησε στην αποδοχή της μαρτυρίας του Χ. Κώστα.  Δεν συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου.  Από τα σχετικά πρακτικά φαίνεται ότι ο μάρτυρας αντεξετάστηκε πάνω στο θέμα με γραμμή την άρνηση και σε συνδυασμό με την επακόλουθη ανώμοτη δήλωση της β΄ εφεσείουσας ότι “όλη η υπόθεση κατασκευάστηκε και προωθήθηκε από το Χαρίλαο Κώστα ο οποίος προφανώς για δικούς του προσωπικούς και εκδικητικούς λόγους και κατόπιν επαφών με την οικογένεια Κεή, τους έπεισε να προχωρήσουν την υπόθεση εναντίον μου”. Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω το Κακουργιοδικείο είχε ήδη αποδεχθεί τη μαρτυρία του Χαρίλαου Κώστα για τους άλλους λόγους και, επομένως, η επιπρόσθετη αναφορά στην έλλειψη άμεσης υποβολής της θέσης της β΄ εφεσείουσας, δεν επηρεάζει το εύρημά μας για την ορθότητα της αποδοχής της μαρτυρίας του Χαρίλαου Κώστα. 

(iv) Δεν αποδείχθηκε ότι η παραπονουμένη Αγγελική Κεή ήταν      ανίκανη να διαχειριστεί την περιουσία της

Η α΄ εφεσείουσα είχε βρεθεί ένοχη σε κατηγορία αποδοχής μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 16(1) του Περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου αρ. 23(Ι)/96.  Είναι η θέση της α΄ εφεσείουσας ότι εφόσον η σχετική κατηγορία βασίζεται στις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ότι η παραπονουμένη θα έπρεπε να είχε κηρυχθεί ως “ανίκανο πρόσωπο” σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 23(Ι)/96.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω Νόμου το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας, μέσα στην οποία διαμένει πρόσωπο που λόγω διανοητικής διαταραχής, αλκοολισμού, εγκεφαλικής ή άλλης σωματικής βλάβης είναι ανίκανο να διαχειριστεί την περιουσία του, έχει τη διακριτική ευχέρεια να εκδίδει οποιαδήποτε διατάγματα κρίνει αναγκαία για τη διαχείριση της περιουσίας του ανίκανου προσώπου.  Προς τούτο απαιτείται η προηγούμενη καταχώριση αίτησης από “ενδιαφερόμενο μέρος” που συμπεριλαμβάνει (α) το σύζυγο ή τη σύζυγο, τον πατέρα ή μητέρα ή τους κατιόντες του ανίκανου προσώπου, (β) το Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και (γ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο για το συμφέρον του στην περιουσία του ανίκανου προσώπου.

Ειδικότερα το άρθρο 16(1) του Νόμου προνοεί ότι,

“Πρόσωπο το οποίο δέχεται δωρεά ή μεταβίβαση κινητής ή ακί[*674]νητης περιουσίας, από πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του κατά το χρόνο αποδοχής της δωρεάς ή μεταβίβασης της περιουσίας δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του ή να διευθύνει τις υποθέσεις του ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο επωφελείται ή ζημιώνει αδικαιολόγητα το ανίκανο πρόσωπο από τη διάθεση ή τη χρήση της περιουσίας του, διαπράττει αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο ποινές.  Το εκδικάζον δικαστήριο έχει εξουσία επιπρόσθετα από τις πιο πάνω ποινές:

(α)   Να εκδώσει διάταγμα δυνάμει του άρθρου 15· και

(β)   να διατάξει την καταβολή τέτοιου ποσού αποζημιώσεων που κρίνει δίκαιο υπό τις περιστάσεις.”

Το άρθρο 15(1) του πιο πάνω Νόμου προνοεί ότι,

“Το αρμόδιο δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας από ερευνητή ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αναφορικά με οποιαδήποτε δωρεά ή μεταβίβαση περιουσίας που έγινε από ανίκανο πρόσωπο και εφόσον διαπιστωθεί ότι κατά το χρόνο της δωρεάς ή της μεταβίβασης το ανίκανο πρόσωπο δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του ή να διευθύνει τις υποθέσεις του ή, αν μετά το διορισμό διαχειριστή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, τότε δύναται να διατάξει την ακύρωση της δωρεάς ή της μεταβίβασης και την επιστροφή της περιουσίας σ’ αυτό.

(2)  Το βάρος της απόδειξης βαρύνει το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι το ανίκανο πρόσωπο δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του κατά το χρόνο της δωρεάς ή της μεταβίβασης. Σε περίπτωση που έχει διοριστεί διαχειριστής το βάρος της απόδειξης φέρει το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι η δωρεά ή η μεταβίβαση δεν έγινε νόμιμα.”

Από τη διατύπωση των προνοιών των άρθρων 15(1) και 16(1)(α) και (β) προκύπτει ότι για να εφαρμοστεί το άρθρο 16(1) δεν είναι απαραίτητο να έχει εκδοθεί απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται ως ανίκανο πρόσωπο, το πρόσωπο για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι ήταν το θύμα του αδικήματος.

Η εισήγηση απορρίπτεται.

[*675](v)         Δεν αποδείχθηκε ότι η α΄ εφεσείουσα γνώριζε ότι η παραπονουμένη Αγγελική Κεή ήταν ανίκανη να διαχειρίζεται την περιουσία της

Είναι η θέση της α΄ εφεσείουσας ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι η α΄ εφεσείουσα γνώριζε ότι η παραπονουμένη Αγγελική Κεή ήταν ανίκανη να διαχειρίζεται την περιουσία της είναι λανθασμένο.  Και τούτο γιατί η ιατρική μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν ήταν ικανοποιητική για να δώσει την ευχέρεια στο Κακουργιοδικείο να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Αντίθετα η ιατρική μαρτυρία θα έπρεπε να απορριφθεί αφού έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του συζύγου και της θετής κόρης της παραπονουμένης.

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η α΄ εφεσείουσα γνώριζε για την κατάσταση της παραπονουμένης αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του συζύγου της παραπονουμένης ότι η α΄ εφεσείουσα είχε το χημείο της κάτω από την οικία τους και τους έβλεπε καθημερινά, όπως επίσης και τη μαρτυρία των ιατρών Σωτηρούλλας Ζαβλή και Θρασύβουλου Σπυριδάκι ότι δεν ήταν ανάγκη να είναι κάποιος ειδικός γιατρός για να αντιληφθεί ότι η παραπονουμένη δεν ήταν φυσιολογικός άνθρωπος.

Σύμφωνα με τον παραπονούμενο Αντώνη Κεή από το 1998 και μετά η σύζυγός του έπασχε από αρτηριοσκλήρωση και προέβαινε σε αναλύσεις στο χημείο της α΄ εφεσείουσας, την οποία έβλεπε σχεδόν καθημερινά.  Η κατάσταση της παραπονουμένης χειροτέρευε συνεχώς και τελικά απέθανε στις 23/2/2000.

Η ιατρός Σωτηρούλλα Ζαβλή (Μ.Κ.8) (παθολόγος - ενδοκρινολόγος) που εξέτασε την Αγγελική Κεή μερικούς μήνες πριν από την κατ’ ισχυρισμό υπογραφή του πληρεξουσίου εγγράφου, διεπίστωσε ότι έπασχε από γεροντική ψύχωση, αρτηριοσκλήρωση, μείωση της μνήμης, της κρίσης, της έκφρασης και έχανε τον προσανατολισμό της.  Τα πιο πάνω συμπτώματα ήταν τόσο έκδηλα που μπορούσε να τα διαγνώσει οποιοσδήποτε άνθρωπος.

Ο ιατρός Θρασύβουλος Σπυριδάκις (Μ.Κ.15) (παθολόγος - καρδιολόγος) εξέτασε την παραπονουμένη στις 10/10/96 και ακολούθως άλλες δύο φορές και διεπίστωσε ότι αυτή έπασχε από απώλεια μνήμης που ήταν προοδευτικής μορφής.  Ο μάρτυρας δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί της και στην παράθεση του ιστορικού της βοηθούσε και ο σύζυγός της.

[*676]Δεν έχουμε διαπιστώσει ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της ιατρικής μαρτυρίας και της μαρτυρίας του συζύγου της παραπονουμένης.  Αντίθετα θα λέγαμε ότι η μια μαρτυρία συμπληρώνει την άλλη, σε βαθμό που αποδεικνύει ότι η α΄ εφεσείουσα που έβλεπε καθημερινά την παραπονουμένη και την υπέβαλλε σε αναλύσεις στο χημείο της, πράγματι γνώριζε ότι η Αγγελική Κεή ήταν ανίκανη να διαχειρίζεται την περιουσία της.

(vi) Δεν αποδείχθηκε το αδίκημα της συνωμοσίας

Η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία της συνομωσίας και η συμπερασματική κατάληξη του Κακουργιοδικείου για τη συμμετοχή της α΄ εφεσείουσας στη διάπραξη του αδικήματος της συνομωσίας είναι αυθαίρετη και δεν μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής.

Σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος τοποθετείται στο διάστημα μεταξύ της μεταβίβασης του ακινήτου στο ζεύγος Κεή και της επαναμεταβίβασής του στις εφεσείουσες.  Το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι η α΄ εφεσείουσα γνώριζε για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξασφαλίσθηκε η υπογραφή του πληρεξουσίου από τη β΄ εφεσείουσα, από τα συγκεκριμένα ψέματα τα οποία είχε πει, υιοθετώντας τα ψέματα της β΄ εφεσείουσας. Επιπρόσθετα η α΄ εφεσείουσα στην ανώμοτη κατάθεσή της στο Δικαστήριο ανέφερε ότι το πληρεξούσιο έγγραφο υπογράφτηκε από τους παραπονουμένους για να χρησιμοποιηθεί για την εξασφάλιση δανείου.  Η δήλωση αυτή που αποδείχθηκε ψευδής μαζί με την αποδοχή της ακίνητης περιουσίας στο όνομά της χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα, αποδεικνύει την ένοχη γνώση της.

Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι οι δύο εφεσείουσες συνωμότησαν και εξασφάλισαν το πληρεξούσιο έγγραφο με ψευδείς παραστάσεις και προχώρησαν από κοινού στην παρουσίασή του στις κτηματολογικές αρχές για να καταδολιεύσουν τους παραπονουμένους. Θα ήταν εντελώς παράδοξο για τους παραπονουμένους τη στιγμή που αγόραζαν το σπίτι στο οποίο διέμεναν να υπογράφουν ένα γενικό πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο εξουσιοδοτούσαν τη β΄ εφεσείουσα να διαχειρίζεται ολόκληρη την περιουσία τους.  Προς τούτο θα πρέπει να σημειωθεί ότι ουδεμία εξήγηση δόθηκε από τις εφεσείουσες ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην υπογραφή του πληρεξουσίου.

Η εισήγηση της Υπεράσπισης για τη μη απόδειξη του αδικήματος της συνωμοσίας απορρίπτεται.

[*677](vii) Δεν σκεπάστηκαν τα μέρη των καταθέσεων του Χαράλαμπου  Σαββίδη που αναφέρονταν σε άλλες υποθέσεις

Έχει επίσης υποβληθεί ότι η παράλειψη εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής να σκεπάσει με χαρτί τα μέρη εκείνα των καταθέσεων του Χαράλαμπου Σαββίδη, με τα οποία γίνονται αναφορές σε άλλες υποθέσεις που δεν σχετίζονται με την παρούσα διαδικασία, επηρέασαν δυσμενώς το Κακουργιοδικείο, σε βαθμό που η απόφασή του να είναι ακροσφαλής.

Εφόσον το θέμα δεν έχει εγερθεί ως λόγος έφεσης, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία δεν μπορούμε να τον εξετάσουμε.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο