Aθανασιάδης Nάσος Mιχαήλ ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 701

(2001) 2 ΑΑΔ 701

[*701]16 Οκτωβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7150)

 

Ποινή ― Κλοπή υπό αντιπροσώπου κατά παράβαση του Άρθρου 270(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Εφεσείων, λογιστής, οικειοποιήθηκε χρήματα που του ενεπιστεύθηκαν πελάτες του για εξόφληση δικών του υποχρεώσεων ― Παραδοχή ― Αποζημίωση παραπονουμένων ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 12 μηνών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής ― Συνιστά παράγοντα που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην επιβολή της ποινής, ιδιαίτερα αν η σοβαρότητα του αδικήματος δικαιολογεί την επιβολή ποινής φυλάκισης.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Αδικήματα που αφορούν την ύπαρξη και διατήρηση εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (κλοπή υπό αντιπροσώπου) ― Η κατάλληλη ποινή είναι εκείνη της φυλάκισης.

Ο εφεσείων ο οποίος ήταν λογιστής και είχε δικό του λογιστικό γραφείο οικειοποιήθηκε ποσά που ανήκαν σε δύο πελάτες του ανερχόμενα σε £9.064,11.  Τα ποσά τα είχε εισπράξει από τους εν λόγω πελάτες του, για να πληρώσει οφειλόμενες εισφορές τους στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή και απέδωσε την διάπραξη των αδικημάτων σε μεγάλο χρέος που δημιούργησε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών για κάθε κατηγορία.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της [*702]ποινής που του έχει επιβληθεί υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα ελαφρυντικά του και στο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε ορθά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος συμπεριλαμβανομένων και των συνεπειών της ποινής φυλάκισης στην επαγγελματική του ζωή. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο ύψος της επιβληθείσας ποινής.

2.  Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Αθανασιάδη ν. Αστυνομίας, στην οποία ο κατηγορούμενος δεν αποκόμισε οποιοδήποτε οικονομικό ωφέλημα.

3.  Δεν υπήρξε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιαδήποτε καθυστέρηση για την οποία μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην Κατηγορούσα Αρχή ή στις Δικαστικές Αρχές.

4.  Δεν διαπιστώθηκε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική σε βαθμό που θα δικαιολογούσε την επέμβαση του Εφετείου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αθανασιάδη ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 121,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 358,

Μυροφόρα ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638,

Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2�Α.Α.Δ. 273,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,

Attorney-General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93,

Aristotelous v. Police (1985) 2 C.L.R. 212,

Αργυρού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 434,

[*703]

Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 109,

Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232,

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 14918/99, ημερομηνίας 5/7/01, με την οποία καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκισης, κατόπιν παραδοχής του σε δύο κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση του Άρθρου 270(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Ευαγ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Ταλαρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση κατόπιν παραδοχής του σε δύο κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου κατά παράβαση του άρθρου 270(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει το ύψος της ποινής ισχυριζόμενος ότι είναι υπερβολική, έχοντας υπόψη τα ελαφρυντικά στοιχεία που θα μπορούσαν να επιμετρήσουν προς όφελος του εφεσείοντος.

(α) Τα γεγονότα

Ο εφεσείων, που κατά τους ουσιώδεις χρόνους της διάπραξης των αδικημάτων εργαζόταν ως λογιστής διατηρώντας το δικό του λογιστικό γραφείο, μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του εισέπραττε χρήματα από διάφορους πελάτες του τα οποία κατέθετε σε ειδικό λογαριασμό, και αφού αφαιρούσε τα δικά του έξοδα, προέβαινε σε πληρωμές διαφόρων υποχρεώσεων των πελατών του, όπως π.χ. καταβολές Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Εργασίας.  Μεταξύ των πελατών του συμπεριλαμβανόταν και η εταιρεία A. A. Avgoustis & Sons Developers Ltd, όπως επίσης και η Μαρία Κ. Μιχαήλ.  Ο εφεσείων είσπραξε από την πιο πά[*704]νω εταιρεία σε δύο περιπτώσεις ποσά £189,32 και £8.874,79 και από τη Μαρία Κ. Μιχαήλ £1.061,63 για να πληρώσει οφειλόμενες εισφορές των πιο πάνω στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Λόγω προσωπικών οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, ο εφεσείων οικειοποιήθηκε τα πιο πάνω ποσά και παρέλειψε να καταβάλει τις οφειλόμενες εισφορές.  Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω παράλειψης λήφθηκαν ποινικά μέτρα εναντίον της εταιρείας A. A. Avgoustis & Sons Developers Ltd και εναντίον του Διευθυντή της Σωτήρη Μιχαήλ εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης.  Ο εφεσείων ευθύς μετά τη σύλληψή του παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων την οποία απέδωσε σε ένα μεγάλο χρέος που είχε δημιουργήσει και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην παραπονούμενη εταιρεία το συνολικό ποσό που είχε οικειοποιηθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τα περιστατικά που παρουσιάστηκαν και από τις δύο πλευρές, καταδίκασε τον εφεσείοντα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών για κάθε κατηγορία.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της ποινής που του έχει επιβληθεί.  Ειδικότερα έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορό του ότι η ποινή είναι νομικά εσφαλμένη γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά

(α)   τις συνέπειες της ποινής στην επαγγελματική ζωή του εφεσείοντος,

(β)   το γεγονός ότι οι παραπονούμενοι αποζημιώθηκαν από τον εφεσείοντα και

(γ)   το χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει από τη διάπραξη  των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής.

(α) Οι συνέπειες της ποινής στην επαγγελματική ζωή του εφεσείοντος

           

Ο λόγος αυτός που συμπεριλαμβάνεται στους λόγους έφεσης, αλλά όμως δεν έχει αναπτυχθεί σε έκταση κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Στη σχετική του αγόρευση προς μετριασμό της ποινής ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος δεν αμφισβήτησε την επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου της ποινής φυλάκισης αλλά το ότι μετά την επιλογή της δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στα δυσμενή επακόλουθα που μπορούσαν να προκύψουν από τη δωδεκάμηνη ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε. Στη σχετική απόφασή του [*705]το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων και τα προσωπικά περιστατικά του εφεσείοντος, όπως αυτά προβλήθηκαν από το συνήγορο υπεράσπισης. Μπορεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην προέβηκε σε ρητή αναφορά στις δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να προκύψουν στην επαγγελματική ζωή του εφεσείοντος, αλλά η αναφορά ότι έλαβε υπόψη τα προσωπικά του περιστατικά, εξυπακούει ότι μέσα σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και οι δυσμενείς επιπτώσεις που μπορούν να προκύψουν από την επιβολή ποινής φυλάκισης. Τούτο δε αντικατοπτρίζεται στο ύψος της ποινής που έχει επιβληθεί.

(β) Οι παραπονούμενοι αποζημιώθηκαν από τον εφεσείοντα

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι από τη διάπραξη των σχετικών αδικημάτων ο εφεσείων δεν έχει αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος.  Και τούτο γιατί ο εφεσείων επέστρεψε στην παραπονουμένη Μαρία Κωνσταντίνου το ποσό που είχε οικειοποιηθεί και υπέγραψε γραμμάτιο εγγυημένο με υποθήκευση ακίνητης περιουσίας προς ικανοποίηση της απαίτησης της παραπονούμενης εταιρείας A.A. Avgoustis & Sons Developers Ltd για το ποσό που αναφέρεται στις δύο κατηγορίες, που ανέρχεται σε £9.064,11.

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων οικειοποιήθηκε χρήματα που του ενεπιστεύθησαν οι πελάτες του για δικούς τους σκοπούς για εξόφληση των δικών του οικονομικών υποχρεώσεων.  Η διαπίστωση της διάπραξης των αδικημάτων έγινε πολύ αργότερα και μάλιστα μετά την έκδοση φυλακιστήριων ενταλμάτων εναντίον του διευθυντή της παραπονούμενης εταιρείας.  Πριν από την επιβολή της ποινής ο εφεσείων εξόφλησε την παραπονουμένη Μαρία Κωνσταντίνου και προέβηκε στη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση του λαβείν της παραπονούμενης εταιρείας A. A. Avgoustis & Sons Developers Ltd, όπως αναφέρεται ρητά στη σχετική απόφαση.  Το στοιχείο αυτό λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιβολή της ποινής.

Η επίκληση εκ μέρους του εφεσείοντος της απόφασης Αθανασιάδη ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 121 δεν ενισχύει τη θέση του εφεσείοντος και τούτο γιατί στην πιο πάνω υπόθεση εξέλιπε παντελώς η πρόθεση αποκόμισης οποιουδήποτε οικονομικού ωφελήματος.  Στην πιο πάνω υπόθεση η πλαστογράφηση της άδειας κυκλοφορίας δεν απέφερε οποιοδήποτε όφελος στον εφεσείοντα, αφού η σχετική άδεια κυκλοφορίας είχε ήδη ανανεωθεί.

(γ)  Το χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής

[*706]

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος ισχυρίστηκε αρχικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει σοβαρά υπόψη το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την ημερομηνία της διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία επιβολής της ποινής.  Όμως κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος περιόρισε τον ισχυρισμό του για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης μέχρι την επιβολή της ποινής.  Και τούτο γιατί τα αδικήματα που διαπράχθηκαν το 1997 αποκαλύφθηκαν το 1998. Ο εφεσείων που δεν μπορούσε να εντοπισθεί συνελήφθηκε τελικά στις 4/11/1998 και οι σχετικές κατηγορίες εναντίον του καταχωρήθηκαν το 1999.

Η σύντομη εκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα επιβάλλεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αλλά ακόμα και όταν δεν υπάρχει παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος μέχρι την ημερομηνία επιβολής ποινής, είναι ένας παράγων που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην επιβολή της ποινής, ιδιαίτερα αν η σοβαρότητα του αδικήματος δικαιολογεί την επιβολή ποινής φυλάκισης. (Ιδε Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 358 και Μυροφόρα ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84).

Μια προσεκτική εξέταση των γεγονότων όπως προκύπτουν από το σχετικό φάκελο του Δικαστηρίου δείχνει ότι η εισήγηση είναι ανεδαφική. Η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 21/10/99 και αρχικά ορίσθηκε για απάντηση στις σχετικές κατηγορίες για την 25/2/2000. Εκτοτε η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 31/3/2000, 5/10/2000, 26/10/2000, 5/1/2001 και 14/5/2001.  Από το σχετικό φάκελο φαίνεται ότι στις 5/10/2000 ζητήθηκε η αναβολή της ακρόασης από την Υπεράσπιση ενώ στις 5/1/2001 αποσύρθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντος και εκδόθηκε διάταγμα σύλληψης του εφεσείοντος που παρέλειψε να εμφανιστεί στο Δικαστήριο. Στις 14/5/2001 μετά από την παραδοχή του στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους του για την ετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας. Από τα πιο πάνω φαίνεται, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε καθυστέρηση για την οποία μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην Κατηγορούσα Αρχή ή στις Δικαστικές Αρχές.  (Ιδε Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638, Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αντρέα Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 [*707]Α.Α.Δ. 617).

Τα αδικήματα στα οποία έχει παραδεχθεί ενοχή ο εφεσείων είναι σοβαρά αφού αναφέρονται στην ύπαρξη και διατήρηση της εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να προσφέρουν την κατάλληλη προστασία τιμωρώντας τα πρόσωπα που παραβιάζουν την εμπιστευτική αυτή σχέση.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τα Δικαστήρια έχουν υποδείξει σε αριθμό υποθέσεων ότι η κατάλληλη ποινή είναι εκείνη της φυλάκισης. (Ιδε Attorney-General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93, Aristotelous v. Police (1985) 2 C.L.R. 212, Αργυρού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 434, Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 109).

Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε μέσα στις ορθές διαστάσεις τόσο τη σοβαρότητα των αδικημάτων όσο και τα ελαφρυντικά του εφεσείοντος που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη προς μετριασμό της ποινής.  Δεν έχουμε πεισθεί ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική σε βαθμό που θα δικαιολογούσε την επέμβασή μας. (Ίδε Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1).  Αντίθετα η ποινή που έχει επιβληθεί αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη όλα εκείνα τα ελαφρυντικά στοιχεία που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν  ως μετριαστικοί παράγοντες προς όφελος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο