Eταιρεία Aνδρόνικος Bασιλειάδης & Yιοί Λτδ και Άλλος v.Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 715

(2001) 2 ΑΑΔ 715

[*715]19 Οκτωβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

(Εφεσείοντες στην Ποινική Έφεση Αρ. 6786)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6800)

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6786, 6800)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Κατά πόσο το Άρθρο 4 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, το οποίο ρυθμίζει τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων αντίκειται προς το Άρθρο 25.1 και το Άρθρο 28 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό ― Εφαρμοστέο κριτήριο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας περιορισμών στην άσκηση κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Δικαστική απόφαση ― Δεσμευτικότητα δικαστικής απόφασης ― Γεννάται και από απόφαση πλειοψηφίας ― Προϋποθέσεις παρέκκλισης του Δικαστηρίου από προηγούμενη δικαστική απόφαση.

Το κατάστημα των εφεσειόντων ήταν ανοικτό εκτός των ωρών που προβλέπονται από το Άρθρο 4 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185 (ο Νόμος), το οποίο καθορίζει τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων.

Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ενώπιον του δικάσαντος Δικαστηρίου ότι οι περιορισμοί που τίθενται είναι αντίθετοι προς τα Άρθρα 25.1 και 28 του Συντάγματος, και ως εκ τούτου αντισυνταγματικοί.  Το Δικαστή[*716]ριο δεν αποδέχθηκε τις εισηγήσεις και έκρινε τους εφεσείοντες ένοχους του αδικήματος που στοιχειοθετείται από τα Άρθρα 4 και 12 του Νόμου.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Πική, Π. συμφωνούντων και των Δικαστών Νικήτα, Αρτεμίδη, Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολαίδη, Νικολάου, Καλλή, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή και Γαβριηλίδη:

1.   Ο λόγος της απόφασης του Εφετείου στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας δεν αφήνει περιθώρια για την αμφισβήτηση της νομικής βάσης της πρωτόδικης απόφασης ως προς τη συνταγματικότητα του Άρθρου 4 του Νόμου, με αναφορά στο Άρθρο 25 του Συντάγματος.

2.   Δεν δικαιολογείται ανατροπή ή παρέκκλιση από το λόγο της Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας, ο οποίος παραμένει ακλόνητος και σύμφωνος με τη λογική του πράγματος.

3.   Το Άρθρο 4 του Νόμου δεν αντίκειται προς οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος, ούτε παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Β.  Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:

     Το επικαλούμενο δημόσιο συμφέρον στην καθιέρωση ωρών λειτουργίας των καταστημάτων είναι η προστασία των υπαλλήλων και η αποφυγή άνισου ανταγωνισμού.  Ουδείς από τους σκοπούς αυτούς έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς, τοσούτο μάλλον αφού ο ίδιος ο Νόμος εμπεριέχει αντιφατικότητα ως προς τους ενδεχόμενους σκοπούς του, επιτρέποντας την εξαίρεση από τις πρόνοιές του, καταστημάτων που βρίσκονται στις τουριστικές ζώνες.  Αν ο σκοπός του Νόμου είναι η προστασία των υπαλλήλων και η αποφυγή άνισου ανταγωνισμού, ο σκοπός αυτοαναιρείται ως προς τα καταστήματα των τουριστικών ζωνών που δεν υπόκεινται στους περιορισμούς ωρών λειτουργίας που υπόκεινται τα άλλα καταστήματα.

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*717]

Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616,

Attorney-General v. Hussein Sabri (1963) 1 C.L.R. 50,

Αβραάμ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 60,

Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τους κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 10372/98, ημερομηνίας 21/7/99, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι για το αδίκημα ότι το κατάστημά τους ήταν ανοικτό εκτός των προβλεπομένων από το άρθρο 4 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, ώρων λειτουργίας και καταδικάστηκαν στις 6/8/99.

Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες και στις δύο Εφέσεις.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη και στις δύο Εφέσεις.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση που ακολουθεί εκφράζει τις θέσεις όλων των Δικαστών, εκτός του Χατζηχαμπή, Δ., ο οποίος καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, για τους λόγους που εκθέτει στην ξεχωριστή του απόφαση.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616 (απόφαση πλειοψηφίας), κρίθηκε ότι είναι συνταγματικά παραδεκτοί περιορισμοί του δικαιώματος εργασίας, ρυθμιστικοί των ωρών και ημερών λειτουργίας των καταστημάτων, χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Το κριτήριο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας περιορισμών στην άσκηση κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι, όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση, το ακόλουθο:-

«Περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κρίνονται πάντα αυστηρά. Η επιβολή τους πρέπει να καταφαίνεται ως απόλυτα αναγκαία και η έκταση του [*718]περιορισμού δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι είναι απαραίτητο για την προαγωγή του σκοπού χάριν του οποίου επιβάλλεται.»

Επισημαίνεται, ωσαύτως, ότι ο περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμος, ΚΕΦ. 185, (ο «Νόμος»), έχει δύο κεντρικούς στόχους, όπως ανακύπτει από το κείμενό του:-

(α)   Τη ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων· και

(β)   Τον καθορισμό των ωρών απασχόλησης των βοηθών καταστημάτων.

Το Άρθρο 5 του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα ρύθμισης των ημερών και των ωρών απασχόλησης των βοηθών καταστημάτων.  Ο καθορισμός των ημερών λειτουργίας των καταστημάτων συμπλέκεται, ως υποδεικνύεται στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω), και με τους δύο σκοπούς του νομοθετήματος.  Στην ίδια απόφαση, γίνεται αναφορά στη νομολογία που άπτεται των περιορισμών, που παραδεκτά μπορεί να τεθούν κάτω από τις διατάξεις του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος, στη φύση και στην έκτασή τους.  Στο απόσπασμα που ακολουθεί μνημονεύονται μερικοί από τους σκοπούς, για τους οποίους μπορεί να τεθούν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος, χάριν του δημοσίου συμφέροντος:- (Απόφαση Γεωργίου, (ανωτέρω))

«Αρκεί να αναφέρουμε μερικούς από τους σκοπούς στους οποίους οι βοηθοί καταστημάτων μπορεί να διαθέσουν το χρόνο της ημιαργίας για να καταφανεί το συμφέρον του δημοσίου στην εξασφάλισή τους· παιδεία, πολιτισμός, αθλητισμός, οικογένεια, και συμμετοχή στα κοινά.  Στην εξασφάλιση των συνθηκών σύντονης λειτουργίας του ανθρώπου στον κοινωνικό χώρο, το δημόσιο έχει μεγάλο συμφέρον· προς την εξυπηρέτηση αυτού του συμφέροντος συναρτάται η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας για τους βοηθούς καταστημάτων.  Η καθιέρωση και δεύτερης ημιαργίας συνιστά, σε τελική ανάλυση, ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων.  Και ερωτάται, συρρικνώνει η καθιέρωση δεύτερης ημιαργίας το δικαίωμα του εμπορεύεσθαι σε βαθμό που να πλήττει την ελευθερία που εγγυάται το Άρθρο 25.1;  Κρίνουμε, όχι.  Τα καταστήματα λειτουργούν έξι ημέρες της εβδομάδος, έξι πρωϊνά και τέσσερα απογεύματα.»

Το επίδικο συνταγματικό θέμα στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνο[*719]μίας ήταν το παραδεκτό καθιέρωσης και δεύτερης ημιαργίας (το απόγευμα της Τετάρτης), κατ’ επίκληση των διατάξεων του Άρθρου 5 του Νόμου. Το συνταγματικό ζήτημα, που τέθηκε πρωτοδίκως σ’ αυτή την έφεση, αφορούσε τη συνταγματικότητα του Άρθρου 4 του Νόμου, το οποίο καθορίζει τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων.  Το κατάστημα των εφεσειόντων ήταν ανοικτό εκτός των προβλεπομένων από το Άρθρο 4 ωρών.  Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ενώπιον του δικάσαντος Δικαστηρίου ότι οι περιορισμοί που τίθενται είναι αντίθετοι προς την ελευθερία που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικοί. Έθεσαν, νεφελωδώς έστω, και δεύτερο συνταγματικό θέμα - ότι οι περιορισμοί που καθιερώνει το Άρθρο 4 προσκρούουν στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, εφόσον τα καταστήματα που ευρίσκονται σε τουριστικές ζώνες εξαιρούνται του προβλεπομένου από το Νόμο ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο εισηγήσεις· έκρινε τους εφεσείοντες ένοχους του αδικήματος που στοιχειοθετείται από τα Άρθρα 4 και 12 του Νόμου.

Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση, η οποία εστιάζεται στην αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 4 του Νόμου:-

Πρώτο, ότι οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται στη λειτουργία των καταστημάτων δεν ευρίσκουν έρεισμα στις πρόνοιες του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος· και

Δεύτερο, ότι οι περιορισμοί παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται ως δικαίωμα του ανθρώπου από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, λόγω των διαφορετικών ρυθμίσεων που γίνονται στις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων σε τουριστικές περιοχές.

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκδόθηκε πριν την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας.  Το δικάσαν Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 4 του Νόμου, κρίνοντας ότι οι τεθέντες περιορισμοί στο δικαίωμα που κατοχυρώνει το Άρθρο 25 του Συντάγματος ήταν δικαιολογημένοι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Προς τούτο, το Δικαστήριο επικαλέστηκε και τις παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη The Attorney-General of the Republic v. Hussein Sabri  (1963) 1 C.L.R. 50, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία χαρακτηρίζει τη θεώρηση του θέματος αυτού:- (σελ. 51 – Απόφαση Wilson, P.)

[*720]“It is clear from the record that the accused kept his grocery shop open after 14.00 hours on Saturday, March 16, 1963, and that it was open at 16.00 hours.  We must take this occasion to stress that the shop closing hours must be observed not only for the protection of the employees but also to prevent unfair competition by a shop-keeper keeping open longer hours than the law allows.”

Ως προς το δεύτερο σκέλος του συνταγματικού θέματος το οποίο τέθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Αβραάμ & Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 60, όπου αποφασίστηκε ότι ιδιαίτερες ρυθμίσεις για τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων σε τουριστικές περιοχές δεν αντίκεινται προς την αρχή της ισότητας, εφόσον συναρτώνται με τις ιδιαιτερότητες των τουριστικών περιοχών, οι οποίες παρέχουν έρεισμα για διαφορετικές ρυθμίσεις.  Η θέση του Δικαστηρίου επί του θέματος στην Αβραάμ & Άλλος ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω), περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 69-70, απόφαση Στυλιανίδη, Δ., ως ήταν τότε)

«Άνιση μεταχείριση, η οποία έχει εύλογη και αντικειμενική δικαιολογία, δεν συνιστά παράβαση της αρχής της ισότητας.

Στην παρούσα υπόθεση, ο λόγος της εξαίρεσης για τα καταστήματα που βρίσκονται στις περιοχές που καθορίζει η Κ.Δ.Π. 57/88 είναι η εξυπηρέτηση τουριστικών αναγκών, γιατί οι περιοχές αυτές αποτελούν το επίκεντρο της κίνησης των τουριστών, σε μια πόλη με εκτεταμένη τουριστική κίνηση.

Οι εφεσείοντες δεν έχουν προσκομίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο και δεν έχουν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι, από άποψη τουριστικών αναγκών, οι περιοχές στις οποίες βρίσκονται τα καταστήματά τους είναι όμοιες με τις περιοχές που καθορίζονται στην Κ.Δ.Π. 57/88.  Η διαφορετική μεταχείριση των περιοχών έχει εύλογο και αντικειμενικό έρεισμα και έγινε για ευρύτερο δημόσιο συμφέρον.

Για τους πιο πάνω λόγους, οι εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.» 

Και στην προκείμενη περίπτωση, διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν τέθηκε ο,τιδήποτε, το οποίο να δικαιολογεί και τη συμπερίληψη της περιοχής όπου ευρίσκεται το κατάστημα των εφεσειόντων στην τουριστική περιοχή.

[*721]Αναγνωρίστηκε από το δικηγόρο των εφεσειόντων ότι ο λόγος της απόφασης του Εφετείου στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας δεν αφήνει περιθώρια για την αμφισβήτηση της νομικής βάσης της πρωτόδικης απόφασης, ως προς τη συνταγματικότητα του Άρθρου 4 του Νόμου, με αναφορά στο Άρθρο 25 του Συντάγματος. Υποστήριξε, όμως, ότι δικαιολογείται η αποδέσμευσή μας από τη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας, για τους λόγους που τέτοια απόκλιση από το δεσμευτικό προηγούμενο μπορεί να γίνει παραδεκτή. 

Στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, (απόφαση πλειοψηφίας), το Ανώτατο Δικαστήριο ανασκόπησε το σύνολο της νομολογίας, που πραγματεύεται τους λόγους και περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκκλιση από δικαστικό προηγούμενο. Υιοθέτησε απόσπασμα από την απόφασή μας στη Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, το οποίο παρατίθεται πιο κάτω, ως προς το πότε είναι παραδεκτή απομάκρυνση από δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι δέσμευση γεννάται και από απόφαση πλειοψηφίας, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και από ομόφωνη απόφαση:- (σελ. 328)

“‘Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966 [1966] 3 All E.R. 77.  Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, (H.L.) – Bλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513).  Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (Ο΄ Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583, (H.L.)).’”

Καμιά εισήγηση δεν έγινε, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ανατροπή ή παρέκκλιση από το λόγο της Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας, ο οποίος παραμένει ακλόνητος και σύμφωνος, ως κρίνουμε, με τη λογική του πράγματος.  Για τους λόγους που είναι παραδεκτοί περιορισμοί στις ημέρες λειτουργίας των καταστημάτων, το ίδιο παραδεκτοί είναι και περιορισμοί στις ώρες εργασίας των καταστημάτων. Άλλωστε, οι πρόνοιες των Άρθρων 4 και 5 του Νόμου έχουν το ίδιο αντικείμενο, τη ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων – (τις ημέρες και ώρες λειτουργίας τους).

Ως προς το δεύτερο σκέλος της έφεσης - εκείνο που αφορά την  αρχή της ισότητας - προέχει ο προσδιορισμός του νομικού πλαισίου, μέσα στο οποίο αναφύεται το θέμα αυτό.  Αδιευκρίνιστο παρέμεινε, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και ενώπιόν μας, το αντικείμενο της αμφισβήτησης.  Προφανώς, το θέμα συσχετίζεται με τα Διατάγματα για τον καθορισμό των τουριστικών ζωνών στη Λεμεσό*, με τη μη συμπερίληψη και του καταστήματος του εφεσείοντος σ’ εκείνες τις περιοχές.  Η εγκυρότητα των Διαταγμάτων, όπως και κάθε θέμα που σχετίζεται με αυτά δεν εξετάζονται, ούτε θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διερεύνησης στην παρούσα διαδικασία. Ακόμα και αν τούτο ήταν εφικτό, ακύρωσή τους δε θα εξαιρούσε τους εφεσείοντες από τις διατάξεις του Νόμου.

Εξαίρεση από τις διατάξεις του Άρθρου 4 του Νόμου, ως προς τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων, προβλέπεται:-

Πρώτο, από τις πρόνοιες της επιφύλαξης που συνάπτεται σ’ αυτό:-

«Νοείται ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε κατάστημα που μένει ανοιχτό αποκλειστικά για ένα ή περισσότερους από τους σκοπούς που εκτίθενται στον Πρώτο Πίνακα του Νόμου αυτού.»

Δεύτερο, από τις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 19* του Νόμου (της παραγράφου (β), σχετικής με το Άρθρο 4), η συνταγματικότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, ούτε τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με αυτές. 

Η συνταγματικότητα της επιφύλαξης του Άρθρου 4 του Νόμου, με αντιπαραβολή της προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος, δεν αμφισβητήθηκε αφ’ εαυτής.  Πρόδηλο είναι ότι πιθανόν αυτό να οφείλεται στον κύκλο των θεμάτων που καλύπτει το Άρθρο 4, και, συν αυτώ, στην αναγκαιότητα παροχής εξουσίας προς υιοθέτηση διαφορετικών ρυθμίσεων, εκεί όπου ο ίδιος ο Νόμος το επιτρέπει. Ανεξάρτητα από την Αβραάμ & Άλλος ν. Αστυνομίας, θα ήταν δύσκολο να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι η παροχή ευχέρειας εισαγωγής διαφορετικών ρυθμίσεων, αναφορικά με τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων, είναι, εξ ορισμού, αντινομική προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Πέραν τούτου, και η αποκήρυξη της επιφύλαξης ως αντισυνταγματικής δε θα παρείχε έρεισμα απαλλαγής των εφεσειόντων από την παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 4 του Νόμου. Ό,τι ουσιαστικά ζητείται, είναι η αποκήρυξη νομοθετικής διάταξης, συγκεκριμένα του Άρθρου 4, με αναφορά σε Διατάγματα, τα οποία εκδόθηκαν κατ’ επίκληση των προνοιών του Νόμου.  Και οι διαταγές για τις τουριστικές ζώνες, αν ήταν το αντικείμενο ελέγχου, όπως έχουμε υποδείξει, αποκήρυξή τους και πάλιν θα άφηνε το Νόμο ανεπηρέαστο και άθικτη την υποχρέωση των εφεσειόντων να συμμορφωθούν προς αυτό.

Το κριτήριο, ως είναι καθιερωμένο, για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, είναι πάντα το ίδιο - κατά πόσο αυτοί προσκρούουν σε μια ή περισσότερες διατάξεις του Συντάγματος ή στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Στην προκείμενη περίπτωση, η διαπίστωσή μας είναι ότι το Άρθρο 4 του Νόμου δεν αντίκειται προς οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος, ούτε παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.  

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Εξακολουθώ να έχω την άποψη, ως προς τις αρχές δικαίου, που διατύπωσα στη διαφωνούσα απόφαση μου στις υποθέσεις Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616, η οποία με οδηγεί και ως προς τις προκείμενες εφέσεις στην κατάληξη ότι το προβαλλόμενο δημόσιο συμφέρον για καθιέρωση περιορισμών ως προς τις ώρες λειτουργίας του καταστήματος των Εφεσειόντων δεν έχει καταδειχθεί με επαρκή τεκμηρίωση όπως απαιτείται από τη νομολογία ώστε οι περιορισμοί να συνάδουν με [*724]το Άρθρο 25.2 του Συντάγματος. Στην υπόθεση εκείνη έδωσα σε έκταση τη δική μου αντίληψη της νομολογίας, την οποία και υιοθετώ, συνοψίζοντας την αρχή στο ακόλουθο απόσπασμα από τη σ. 621:

“Έχω την άποψη ότι, όπως δείχνει και η νομολογία, το δημόσιο συμφέρον δυνάμει του οποίου μπορούν κατ΄εξαίρεση να επιτραπούν περιορισμοί στο δικαίωμα εργασίας δεν μπορεί να είναι τόσο γενικά, αν και εύηχα, διαπιστώσιμο, αφού σε τέτοια περίπτωση τα πάντα θα μπορούσαν να τεθούν κάτω από την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα την έγκριση κάθε είδους περιορισμού που τίθεται κατ΄επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, θα αρκούσε δε η απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για να τεθεί ο περιορισμός στα πλαίσιά του.  Αν ήταν έτσι, τα συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα θα υπόκειντο σε διάβρωση εντελώς ξένη προς το πνεύμα όσο και το γράμμα του Συντάγματος και ο ρόλος του δικαστηρίου ως κριτής της συνταγματικότητας θα εξουδετερώνετο.  Ούτε θα ήταν βεβαίως ορθή η εκ των υστέρων προσφυγή σε λόγους δημοσίου συμφέροντος που θα μπορούσαν ή δεν θα μπορούσαν να ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση ανάλογα με την αντίκρυση του πράγματος και έναντι των οποίων θα μπορούσαν να τεθούν άλλοι λόγοι που θα συνηγορούσαν αντίθετα.  Δεν είναι δυνατό να υπερτονισθεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δυνάμει του Συντάγματος, ως τέτοια, εξυπακούουν το ύψιστο δημόσιο συμφέρον στην απόλαυσή τους, και ότι το οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον για περιορισμό τους πρέπει ως εκ τούτου να είναι όχι μόνο αρκούντως ισχυρό αλλά και εμφανές και δεόντως συγκεκριμένο για να επικρατήσει.”                           

Κατέληξα, έτσι, ότι η καθιέρωση δεύτερης ημιαργίας από το άρθρο 5 του Κεφ. 185 και την ΚΔΠ 105/97 συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματος εργασίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος και που δεν μπορούσε να είχε έρεισμα στο δημόσιο συμφέρον βάσει του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος.

           

Στην προκείμενη περίπτωση, το επικαλούμενο δημόσιο συμφέρον στην καθιέρωση ωρών λειτουργίας των καταστημάτων είναι η προστασία των υπαλλήλων και η αποφυγή άνισου ανταγωνισμού.  Δεν βλέπω πως, με βάση την αναφερθείσα στην απόφαση μου στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας., νομολογία, οποιοσδήποτε από αυτούς τους σκοπούς έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς, τοσούτο μάλλον αφού ο ίδιος ο νόμος εμπεριέχει αντιφατικότητα ως προς τους ενδεχόμενους σκοπούς του, επιτρέποντας την εξαίρεση από τις πρόνοιες του [*725]καταστημάτων για οποιοδήποτε σκοπό που αναφέρεται στον Πρώτο Πίνακα, όπως θα ρυθμισθεί με κανονιστικό διάταγμα και όπως έχει έτσι ρυθμισθεί με τον καθορισμό τουριστικών ζωνών.  Αν ο σκοπός του Νόμου είναι η προστασία των υπαλλήλων και η αποφυγή άνισου ανταγωνισμού, ο σκοπός αυτοαναιρείται ως προς τα καταστήματα που βρίσκονται στις τουριστικές ζώνες που δεν υπόκεινται στους περιορισμούς ωρών λειτουργίας που υπόκεινται τα άλλα καταστήματα.  Προφανώς, οι υπάλληλοι των εν λόγω καταστημάτων δεν χρήζουν προστασίας, ούτε οι ιδιοκτήτες καταστημάτων εκτός των τουριστικών ζωνών έχουν δικαίωμα να παραπονούνται για άνισο ανταγωνισμό ως προς τους ιδιοκτήτες καταστημάτων εντός των τουριστικών ζωνών, όπου, μάλιστα, εν πάση περιπτώσει, μπορούν να ψωνίζουν εκεί όχι μόνο τουρίστες αλλά το κοινό γενικά, και ούτε οι ιδιοκτήτες καταστημάτων εντός των τουριστικών ζωνών που δεν επιθυμούν να αφήνουν τα καταστήματά τους ανοικτά όλη την ημέρα μπορούν να παραπονούνται για άνισο ανταγωνισμό των άλλων καταστηματαρχών εντός των τουριστικών ζωνών. Η ίδια αυτή η αντιφατικότητα του νόμου δεν επιτρέπει, κατά την άποψή μου, συγκεκριμενοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού τέτοια που να συνάδει με το Άρθρο 25.2 του Συντάγματος.

Όσο θα εξαρτάτο από εμένα, λοιπόν, θα επέτρεπα την έφεση κρίνοντας το Άρθρο 4 του Κεφαλαίου 185 ως αντίθετο προς το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο