(2001) 2 ΑΑΔ 731
[*731]25 Οκτωβρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΨΥΛΛΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7190)
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Έφεση κατά σχετικού διατάγματος ― Ύπαρξη κινδύνου μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη και διάπραξης άλλων παρόμοιων αδικημάτων ― Πιθανότητα καταδίκης ― Η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου.
Εφετείο ― Παρατηρήσεις Εφετείου ― Διάταγμα προσωποκράτησης ― Παρατηρήσεις Εφετείου αναφορικά με την ακολουθητέα διαδικασία.
Ο εφεσείων, ο οποίος παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου αντιμετωπίζοντας 10 κατηγορίες για διάπραξη διαρρήξεων και κλοπής χρημάτων, τιμαλφών και άλλων αντικειμένων, διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του (για 40 ημέρες), λόγω του κινδύνου να μην παραστεί στη δίκη του και να διαπράξει άλλα παρόμοια αδικήματα.
Η παρούσα έφεση έχει σαν αντικείμενο το σχετικό διάταγμα προσωποκράτησης.
Αποφασίστηκε ότι:
Υπήρχαν βάσιμες πιθανότητες καταδίκης του εφεσείοντος ενόψει του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε και επίσης ισχυρές ενδείξεις ως προς τον κίνδυνο επανάληψης όμοιων αδικημάτων.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Παρατηρήσεις Εφετείου:
Η διαδικασία αναφορικά με την έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης, πρέπει να προσαρμόζεται προς την ανάγκη να γνωρίζουν οι διάδικοι τι έχουν να αντιμετωπίσουν και να έχουν προπαντός την ευχέρεια να προβάλλουν ολοκληρωμένες τις θέσεις τους.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. James Loughlin [1951] 35 Cr. App. Rep. 69,
Police v. Nicola 7 C.L.R. 14.
Έφεση εναντίον διατάγματος κράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 15145/01, ημερομηνίας 28/9/01, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του για περίοδο 40 ημερών.
Δ. Παυλίδης με Χρ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Ταλαρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ο. Ζαμπά, ασκούμενη Δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.
Εx-tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Στις 28/9/2001 ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη σε Κακουργιοδικείο, που συνέρχεται προσεχώς, στις 6 Νοεμβρίου. Αντιμετωπίζει κατηγορητήριο από 10 κατηγορίες για διάπραξη διαρρήξεων κατοικιών και κλοπής χρημάτων, τιμαλφών και άλλων αντικειμένων, η αξία των οποίων υπολογίζεται σε χιλιάδες λίρες. Τα αδικήματα, κατά τους ισχυρισμούς της κατηγορίας, διαπράχθηκαν στην περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου και Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους. Ο πρωτόδικος δικαστής, ύστερα από αίτημα της κατηγορούσης αρχής, διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του (για 40 τόσες ημέρες). Τη θεώρησε αναπόφευκτη για δύο κυρίως λόγους, ότι διαφαινόταν ο κίνδυνος: (α) να μην παραστεί στο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο. και (β) να διαπράξει άλλα ομοειδή αδικήματα, αν τον άφηνε ελεύθερο. Προέβη στα ευρήματά του υπό το φάσμα της αρχής που καθιέρωσε η νομολογία.
[*733]
Δε θεωρούμε χρήσιμο να παραφορτώσουμε τις κρίσεις μας στην υπόθεση με τη νομολογία που αναπτύχθηκε στον τομέα αυτό. Είναι διαχρονικά σταθερή και οι κανόνες που διέπουν το ζήτημα αρκούντως διαυγείς. Το πρώτιστο, όπως διασφαλίζει το σύνταγμα, είναι ο σεβασμός της προσωπικής ελευθερίας. Το δικαίωμα όμως αυτό υποχωρεί μπροστά στο δημόσιο συμφέρον, όποτε διαφαίνεται ο κίνδυνος μεμονωμένα ή σωρευτικά: (α) μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη. (β) επηρεασμού μαρτύρων. και (γ) τέλεσης ομοειδών αδικημάτων στην περίπτωση που ο υπόδικος απολύεται. Η νομολογία στο σημείο αυτό συντάσσεται με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το πρώτο λοιπόν θέμα που έθιξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα είναι ότι ο πρωτόδικος δικαστής απομόνωσε ένα από τα στοιχεία που επηρεάζουν την εκτίμηση του πρώτου κινδύνου (προσέλευσης στη δίκη), δηλαδή, τη σοβαρότητα των αδικημάτων (ανώτατο όριο 7 χρόνια φυλάκιση) και είναι φυσικά στις ημέρες μας το είδος αυτό του αδικήματος σε μεγάλη έξαρση. Αυτό δεν είναι σωστό. Ο πρωτόδικος δικαστής επισήμανε την αυστηρότητα της ποινής με την οποία τιμωρούνται τα αδικήματα. Περαιτέρω συμπέρανε, αναφερόμενος στο μαρτυρικό υλικό που προσκομίστηκε, χωρίς φυσικά να το αξιολογεί, ότι υπήρχαν βάσιμες πιθανότητες καταδίκης. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε συνοπτικά σε μαρτυρία ότι στο σπίτι του υποδίκου ανευρέθηκε μεγάλος αριθμός αντικειμένων, που ανήκουν στους ιδιοκτήτες των κατοικιών που διαρρήχθηκαν. Άλλα αντικείμενα αναγνωρίστηκαν από τον ιδιοκτήτη τους, όταν τα είδε εκτεθειμένα σε προθήκη καταστήματος. Ο δε ιδιοκτήτης του υπέδειξε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο από το οποίο τα αγόρασε.
Ο κ. Παυλίδης υπέβαλε ότι η παραπάνω μαρτυρία δεν συνδέει τον εφεσείοντα με τις κατηγορίες που εκκρεμούν εναντίον του. Ελλείπει επομένως η προϋπόθεση που αφορά την πιθανότητα καταδίκης. Δε συμμεριζόμαστε αυτή την άποψη. Κατά τη γνώμη μας η συνάφεια είναι άμεση. Στην υπόθεση R. v. James Loughlin [1951] 35 Cr. App. Rep. 69, στην οποία μας παρέπεμψε η κα Ταλαρίδου, εξετάζοντας το νομικό αποτέλεσμα μαρτυρίας αυτής της φύσεως, το αγγλικό εφετείο παρατηρεί στις σελ. 70 και 71:
“Νοw, it is too often the case, where a man is charged with housebreaking and the evidence against him is that soon after the breaking and entering he is in possession of the property, that the Court directs the jury that there is no evidence that he broke and entered and tells the jury to concentrate on the receiving. That is [*734]not the law. If it is proved that premises have been broken into, and that certain property has been stolen from those premises, and that very shortly afterwards a man is found in possession of that property, that is certainly evidence from which the jury can infer that he is the housebreaker or shopbreaker and; if he is, it is inconsistent to find him guilty of receiving, because a man cannot receive from himself. That is what is so often done. It is perfectly good evidence of the prisoner being the house breaker that he is found in possession of property stolen from a house quite soon after the breaking.”
Το άλλο βασικό θέμα στο οποίο επικέντρωσε την κριτική του ο συνήγορος είναι ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς τον κίνδυνο επανάληψης όμοιων αδικημάτων, αν ο εφεσείων έμενε ελεύθερος. Ισχυρές ωστόσο ενδείξεις γιαυτό μπορούσαν να συναχθούν από τη σωρεία κατηγοριών που προσάφθηκαν κατά του εφεσείοντα και ότι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα αδικήματα διαπράχθηκαν συστηματικά από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Όπως ακριβώς επισημαίνει ο πρωτόδικος δικαστής.
Τέλος, ο συνήγορος συζήτησε ακροθιγώς θέμα ότι ο εγκλεισμός του εφεσείοντα δυνατό να παρεμποδίσει την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Ωστόσο δεν το συγκεκριμενοποίησε. Ούτε βλέπουμε πως υπό τις συνθήκες δυσχεραίνεται ή εμποδίζεται το έργο της υπεράσπισης. Έχουμε ακούσει με προσοχή κάθετί που πρόβαλε ο συνήγορος. Δεν έχουμε όμως πεισθεί ότι δικαιολογείται παρέμβαση.
Προτού τελιώσουμε θα θέλαμε να προβούμε σε κάποιες παρατηρήσεις αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στο κατώτερο δικαστήριο. Πρέπει να λεχθεί ότι το θέμα δε συζητήθηκε είτε πρωτόδικα είτε ενώπιόν μας. Γιαυτό θα περιοριστούμε στην επισήμανσή του χωρίς να το αποφασίζουμε οριστικά. Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος δε θεσμοθετεί ιδιαίτερη διαδικασία για την ακρόαση τέτοιων αιτήσεων. Φαίνεται ότι πριν από την ανεξαρτησία η διαδικασία άρχιζε με γραπτή αίτηση να αφεθεί ο κατηγορούμενος ελεύθερος με εγγύηση, ακολουθούσε γραπτή ένσταση και η ακρόαση: Police v. Nicola 7 C.L.R. 14. Έτσι δεν υπήρχε ενδεχόμενο αιφνιδιασμού. Αργότερα εγκαταλείφθηκε η μέθοδος αυτή και επικράτησε η προφορική αίτηση και ο προφορικός λόγος με τη δυνατότητα φυσικά προσαγωγής μαρτυρίας, αν κρινόταν απαραίτητο. Επικράτησε θα λέγαμε κάποια ελαστικότητα. Όμως η διαδικασία πρέπει να προσαρμόζεται προς την ανάγκη να γνωρίζουν οι διάδικοι τι έχουν να αντιμετωπίσουν και να έχουν προπαντός την ευχέρεια να [*735]προβάλουν ολοκληρωμένες τις θέσεις τους. Έχουμε την εντύπωση ότι εδώ έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στο δημόσιο κατήγορο, που υπέβαλε με πολλή συνοπτικότητα την αίτησή του να παραμείνει υποκράτηση ο εφεσείων, να δευτερολογήσει, πράγμα που δεν επιτράπηκε.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο