Xρυσάνθου Λεωνίδας ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 740

(2001) 2 ΑΑΔ 740

[*740]19 Οκτωβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7055)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Διαπίστωση πραγματικών γεγονότων ― Αποτελεί κατ’ έξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Αρχές που διέπουν επέμβαση του Εφετείου ― Οι μικρές διαφορές στη μαρτυρία δεν κλονίζουν την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει πάντοτε τη διακριτική ευχέρεια να πιστέψει ένα μάρτυρα παρά το γεγονός ότι αυτός είχε προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις.

Αποστολή απειλητικού μηνύματος διά τηλεφώνου ― Η πρόθεση του κατηγορουμένου ήταν διά της απειλής να αποτρέψει την παραπονούμενη να του ζητήσει ξανά το χρηματικό ποσό που κατ’ ισχυρισμό είχε να παίρνει ― Η πρόθεση αυτή συνιστά την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος.

Ο εφεσείων, ο οποίος εκτελούσε χρέη βοηθού σταθμάρχη στον αστυνομικό σταθμό Αστρομερίτη, σύστησε κάποια γνωστή του από τη Βουλγαρία στην παραπονούμενη για να εργαστεί ως υπάλληλος της στο εστιατόριό της στον Αστρομερίτη.  Η παραπονούμενη δέχθηκε να πληρώσει τα έξοδα να έλθει η Βουλγάρα από το εξωτερικό και ο εφεσείων ανέλαβε ότι σε περίπτωση που αυτή δεν ήταν καλή θα της επέστρεφε τα έξοδα.  Η παραπονούμενη πλήρωσε £400.  Δεν έμεινε ικανοποιημένη από την αλλοδαπή βοηθό της και ζήτησε το ποσό που είχε πληρώσει.  Ο εφεσείων δεν τήρησε την υπόσχεσή του και η παραπονούμενη, όταν του ξανατηλεφώνησε μετά από λίγες μέρες, πήρε ως απάντηση τηλεφώνημα στο οποίο είχαν διατυπωθεί φράσεις απειλητικού περιεχομένου.

[*741]Ο εφεσείων καταδικάστηκε για το αδίκημα της αποστολής απειλητικού μηνύματος διά τηλεφώνου.

Οι λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον των συμπερασμάτων του δικαστηρίου, που κατ’ ισχυρισμό προέκυψαν ύστερα από εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και επίσης εναντίον της διαπίστωσης ότι ο εφεσείων απέστειλε μήνυμα απειλητικού περιεχομένου στην παραπονούμενη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η πρόθεση του εφεσείοντος ήταν διά της απειλής να αποτρέψει την παραπονούμενη να ζητήσει ξανά από αυτόν το χρηματικό ποσό που κατά τον ισχυρισμό της είχε να παίρνει.  Αυτή ακριβώς η πρόθεση, συνιστά την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος που έχει αποδειχθεί.

2.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι εύλογα επιτρεπτά και δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (1992) 2 Α.Α.Δ. 356,

Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 645.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 8356/99, ημερομηνίας 17/1/01, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε κατηγορία αναστολής απειλητικού μηνύματος διά τηλεφώνου.

Χρ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ζαχαριάδου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δι[*742]καστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Ο Λεωνίδας Χρυσάνθου, αναπληρωτής λοχίας της Αστυνομίας, εφεσιβάλλει την καταδίκη του σε κατηγορία αποστολής απειλητικού μηνύματος διά τηλεφώνου.

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων εκτελούσε καθήκοντα βοηθού σταθμάρχη στον αστυνομικό σταθμό Αστρομερίτη.  Σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονουμένης Ε. Κασσού (Μ.Κ.4), ο εφεσείων της σύστησε κάποια γνωστή του από τη Βουλγαρία που ήθελε να εργαστεί στην Κύπρο για να την προσλάβει ως υπάλληλο στο εστιατόριό της στον Αστρομερίτη. Ο εφεσείων της είπε πως η Βουλγάρα ήταν οικογενειακή του φίλη και ήθελε να τη βοηθήσει. 

Η παραπονουμένη δέχτηκε την πρόταση και συμφώνησαν πως σε περίπτωση που η αλλοδαπή δεν θα ήταν καλή ο εφεσείων θα  επέστρεφε τα χρήματα που η παραπονουμένη θα πλήρωνε για να έλθει η Βουλγάρα από το εξωτερικό.

Ανατέθηκε στον κ. Α. Τσαγγαρίδη (Μ.Κ.2) να προβεί στα αναγκαία διαβήματα για την άφιξη της αλλοδαπής και η παραπονούμενη, πλήρωσε μέσω του εφεσείοντα στον εν λόγω μάρτυρα £400.  Ο κ.  Τσαγγαρίδης (Μ.Κ.2) ο οποίος διατηρεί γραφείο παροχής τέτοιων υπηρεσιών κατέθεσε ότι όντως εισέπραξε το εν λόγω ποσό.

Η Ροζαλίνα, έτσι λεγόταν η γυναίκα που ήρθε από τη Βουλγαρία, συνοδευόμενη από τον εφεσείοντα παρουσιάστηκε στις 16.8.98 για να αναλάβει εργασία.  Σύντομα μετά την άφιξή της, η παραπονούμενη κατάλαβε πως η Ροζαλίνα δεν είχε διάθεση για εργασία.  Ηταν συνεχώς νωχελική και κουρασμένη, έπινε χάπια, ερχόταν αργά και έφευγε νωρίς από το εστιατόριο.  Τα απογεύματα έφευγε συνήθως με τον εφεσείοντα και στο εστιατόριο ερχόταν την επομένη γύρω στις 11.00 π.μ.

Η παραπονουμένη ισχυρίστηκε ότι η Ροζαλίνα σύχναζε τα βράδυα στη χαρτοπαικτική λέσχη του εφεσείοντα.  Και όταν τον ρώτησε γιατί παίρνει κάθε βράδυ στη λέσχη του τη Ροζαλίνα, εκείνος της είπε πως όταν είναι η Ροζαλίνα στη λέσχη, γεμίζει η λέσχη.  Της είπε επίσης πως η Ροζαλίνα ήταν η φιλενάδα του.

Τα πράγματα έφθασαν στο απροχώρητο και η παραπονούμενη αποφάσισε να απολύσει τη Ροζαλίνα, γεγονός το οποίο ανέφερε και στον εφεσείοντα περί το τέλος Αυγούστου 1998.  Ζήτησε επίσης από τον εφεσείοντα να της επιστρέψει τα χρήματα που πλήρωσε για να [*743]έλθει η Ροζαλίνα στην Κύπρο και ο εφεσείων υποσχέθηκε ότι σε μια βδομάδα θα επέστρεφε τα χρήματα. Ο εφεσείων δεν τήρησε την υπόσχεσή του και η παραπονούμενη, ύστερα από μέρες, του τηλεφώνησε για να της φέρει τα χρήματα. Αντί άλλης απάντησης εκείνος την απείλησε: “Μη με ξαναενοχλήσεις διότι αν έρθεις να με ξαναενοχλήσεις εγώ θα έρθω να σου κόψω την κκελέ σου σιηρινά.”. Αμέσως μετά το τηλεφώνημα πήγε στον αστυνομικό σταθμό για να υποβάλει παράπονο.  Οι αστυνομικοί Πάμπος και Οδυσσέας που ήταν στο σταθμό δεν έδωσαν πολλή σημασία στο παράπονο και της είπαν πως δεν μπορούσαν να καταγγείλουν το λοχία τους. Αργότερα, επικοινώνησε μαζί της ο σταθμάρχης και κατόπιν σχετικής διευθέτησης, πήγε την επομένη (8.9.98) στον αστυνομικό σταθμό όπου έδωσε γραπτή κατάθεση.

Με στόχο τον κλονισμό της αξιοπιστίας της παραπονούμενης έγινε εισήγηση κατά την αντεξέταση πως στην κατάθεσή της στην αστυνομία, κατέθεσε διαφορετικά αναφορικά με το περιεχόμενο της απειλής.  Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της αντεξέτασης:

“Ε.  Αφού η απειλή ήταν “θα έρθω να σου κόψω την κελλέ σου σιηρινά” γιατί είπες στην Αστυνομία ότι, σου είπε ότι θα βάλει άλλους να σου κάνουν κακό;

Α.   Όχι, το είπα στην Αστυνομία ότι μου είπε  “να μου κόψει τη κκελλέ μου σιηρινά”.

Ε.   Στη σελ. 3 στη 15η γραμμή της κατάθεσής σου λες (διαβάζει) “....................... “.

Α.   Με απείλησε 2 φορές.  Την πρώτη φορά με απείλησε ότι “θα μου κόψει την κκελλέ μου σιηρινά και τη δεύτερη φορά αυτά όπως είναι γραμμένα στην κατάθεσή μου.

Ε.   Τώρα θυμήθηκες ότι είναι δυο απειλές;

Α.   Ναι, ήταν δύο απειλές.  Η πρώτη έγινε στο πρώτο τηλεφώνημα και η άλλη στο δεύτερο τηλεφώνημα.  Στο πρώτο μου είπε “να μου κόψει τη κκελέ μου σιηρινά” και στο άλλο ότι “θα βάλει να μου κάνουν κακό”.

Ε.   Εγώ σου λέω ότι μόνο μια φορά τηλεφώνησες στον κατηγορούμενο.

Α.   Εγώ σου λέω δυο φορές.”

Κατά την έφεση, αναπτύχθηκε επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου τούτου θέματος από τον κ. Κιτρομηλίδη με στόχο να καταδειχθεί ασυνέπεια στη μαρτυρία της παραπονούμενης.  Δεν διαπιστώνουμε καμιά ασυνέπεια.  Στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία η παραπονούμενη αναφέρεται σε δύο διαφορετικά περιστατικά τηλεφωνημάτων όπου αντιστοίχως διατυπώθηκαν φράσεις απει[*744]λητικού περιεχομένου.  Επισημαίνουμε επίσης ότι ο εφεσείων ανέφερε στο Δικαστήριο ότι η παραπονούμενη του είχε τηλεφωνήσει δύο φορές μετά την απόλυση της αλλοδαπής.

Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι γνωριζόταν με τη Ροζαλίνα προτού αυτή έλθει στην Κύπρο.  Ισχυρίστηκε ότι μετά από παράκληση της παραπονούμενης να του βρει αλλοδαπή για εργασία στο εστιατόριό της, βρήκε το όνομα της Ροζαλίνας από φίλο του και το έδωσε στην παραπονούμενη για να κάνει ενέργειες, όπως της είπε, “μέσω του ιμπρεσσάριου” για να έρθει η γυναίκα από το εξωτερικό.  Δεν ανέλαβε καμία ευθύνη έναντι της παραπονούμενης και ούτε μίλησαν για χρήματα.  Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι είχε σχέσεις με τη Ροζαλίνα, ότι διατηρούσε χαρτοπαικτική λέσχη και ότι υποσχέθηκε στην παραπονούμενη ότι θα της επέστρεφε χρήματα σε περίπτωση που δεν θα ήταν καλή η αλλοδαπή.  Ο εφεσείων δικαιολόγησε την ανάμειξή του στην εξεύρεση αλλοδαπής υπαλλήλου ότι αποτελούσε μέρος των καθηκόντων του ως αστυνομικού για παροχή βοήθειας στον κόσμο.  Ο εφεσείων κατέθεσε ότι και τις δύο φορές που κλήθηκε στο τηλέφωνο από την παραπονούμενη αυτή του μιλούσε για την αλλοδαπή που έφυγε και του ζήτησε να της επιστρέψει τα χρήματα που πλήρωσε για να τη φέρει στην Κύπρο.  Και στις δύο περιπτώσεις, υπέδειξε με καλό τρόπο στην παραπονούμενη να σταματήσει να τον ενοχλεί.

Οι τρεις λόγοι έφεσης έχουν ως αντικείμενο τα συμπεράσματα του δικαστηρίου που κατ’ ισχυρισμό προέκυψαν ύστερα από εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Η έφεση στρέφεται επίσης εναντίον της τελικής διαπίστωσης ότι ο εφεσείων απέστειλε μήνυμα απειλητικού περιεχομένου στην παραπονούμενη.

Η πρωτόδικος δικαστής, γενικά αξιολόγησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονουμένης και ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Διατυπώνεται ωστόσο η διαπίστωση ότι σε κάποια σημεία η παραπονούμενη “απέκρυψε την αλήθεια και ή υπερέβαλλε”. Τα εν λόγω σημεία εξειδικεύονται στην εκκαλούμενη απόφαση· πρόκειται για πτυχές της μαρτυρίας που αναφέρονται σε επουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης όπου η υπερβολή ή ακόμα και η απόκρυψη της αλήθειας δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αποφασιστικό παράγοντα για αξιολόγηση της μαρτυρίας συλλήβδην ως αναξιόπιστης, όταν ταυτόχρονα, η μαρτυρία του ιδίου προσώπου, στο συντριπτικό της όγκο, περιλαμβανομένων και όλων των κρίσιμων και ουσιωδών θεμάτων της υπόθεσης εκτιμάται ως αξιόπιστη ενώ από την άλλη, δεν υπάρχει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να ανατρέψει ή έστω να κλονίσει αυτή την εκτίμηση.

[*745]Το πρωτόδικο δικαστήριο έχει πάντοτε τη διακριτική ευχέρεια να πιστέψει ένα μάρτυρα παρά το γεγονός ότι ο ίδιος μάρτυρας έχει προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις.  Βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172.  Σε τέτοια περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκείται με προσοχή και οπωσδήποτε απαιτείται πειστική αιτιολογία του συμπεράσματος.

Θα παραθέσουμε στη συνέχεια περικοπές της εκκαλούμενης απόφασης για να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο η πρωτόδικος δικαστής αξιολογεί τη μαρτυρία των βασικών πρωταγωνιστών της υπόθεσης. 

“Η Έλενα Κασσού ήταν αυθόρμητη, απαντούσε τις ερωτήσεις χωρίς υπεκφυγές πιστεύω όμως ότι σε κάποια σημεία απέκρυψε την αλήθεια και ή υπερέβαλλε. Από την κατάθεσή της αποδέχομαι  τους ισχυρισμούς της ότι ήταν ο κατηγορούμενος που της πρότεινε να φέρει στην Κύπρο την Ροζαλίνα για να εργαστεί στο εστιατόριό του.  Αποδέχομαι επίσης τον ισχυρισμό της ότι καθημερινά έφευγε με τον κατηγορούμενο, απορρίπτω όμως τον ισχυρισμό της ότι έφευγε από τις 4.00 το απόγευμα  καθότι στην γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία είπε ότι την έπαιρνε ο κατηγορούμενος και έφευγαν τη νύχτα όταν σχόλανε...............................................................................................

.............................................................................................................

Αναφορικά με το υπό εξέταση αδίκημα πιστεύω ότι σε κάποιο στάδιο ο κατηγορούμενος υποσχέθηκε της παραπονούμενης να της καταβάλει τα έξοδα που έκανε για να έρθει η Ροζαλίνα στην Κύπρο.  Όταν όμως η Ροζαλίνα έφυγε από το εστιατόριο και ο κατηγορούμενος παρέλειψε να της καταβάλει τα χρήματα, αυτή του τηλεφώνησε και απαιτούσε τα χρήματα.

Τον ισχυρισμό της παραπονούμενης ότι κατά την επίδικη συνδιάλεξη του είχε πει “είμαι μια φτωχή κοπελίτσα και θέλω τα λεφτά μου πίσω” τον απορρίπτω, αντικρούεται δε από τη γραπτή της κατάθεση.  Στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, ανάφερε ότι είχε πει στον κατηγορούμενο ότι αν δεν της επέστρεφε τις ΛΚ400, θα τον κατάγγελλε στον Κόσιη και στη γυναίκα του.

.....................................................................................................................................................................................................................

Από την κατάθεση της παραπονούμενης απορρίπτω επίσης τον ισχυρισμό της ότι ο κατηγορούμενος είχε χρησιμοποιήσει στην απειλή του τη λέξη “χοιρινά”, αποδέχομαι όμως ότι της είπε “αν [*746]με ξαναενοχλήσεις θα σου κόψω την κκελέ σου”.  Ο όρος “χοιρινά” δεν συμπεριλαμβάνεται στην γραπτή κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία.

Ο κατηγορούμενος είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ειρωνικό και αλαζονικό ύφος, ιδιαίτερα κατά την αντεξέταση, ενώ όταν κατάθετε η παραπονούμενη μειδιούσε.

Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι μέσα στα καθήκοντά του ως οργάνου της τάξης συμπεριλαμβανόταν και η ανεύρεση εργατικού προσωπικού στους πολίτες.  Τον ισχυρισμό αυτό τον απορρίπτω χωρίς καμιά επιφύλαξη.

Τα πιο πάνω πιστεύω ότι τα είπε στην προσπάθειά του να αποκρύψει από το Δικαστήριο ότι γνώριζε τη Ροζαλίνα προτού έλθει στην Κύπρο και ότι είχε επαφές μαζί της κατά την παραμονή της στο νησί.  Τους πιο πάνω ισχυρισμούς του τους απορρίπτω όπως επίσης απορρίπτω και τον ισχυρισμό του ότι ουδέποτε απείλησε την Έλενα Κασσού.”

Από τα πιο πάνω, γίνεται φανερό ότι η υπερβολή εντοπίζεται βασικά στη λέξη “σιηρινά” που η παραπονούμενη πρόσθεσε στην επίμαχη φράση. Πρόκειται για ασήμαντη προσθήκη της φράσης που αναγράφεται στο κατηγορητήριο η οποία ωστόσο δεν διαφοροποιεί το νόημα της απειλής.  Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (1992) 2 Α.Α.Δ. 356.  Οι αντιφάσεις που σημειώνονται στην απόφαση αλλά και μερικές από εκείνες που ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε κατά την έφεση είναι τόσο ασήμαντες και επουσιώδεις, όπως για παράδειγμα η μικρή διαφορά στο ποσό που η παραπονουμένη ζήτησε από τον εφεσείοντα, ώστε να μην επηρεάζεται η γενική εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και των ευρημάτων. 

Η πρόθεση του εφεσείοντα ήταν διά της απειλής να αποτρέψει την παραπονούμενη να ζητήσει ξανά (από τον εφεσείοντα) το χρηματικό ποσό που κατά τον ισχυρισμό της είχε να παίρνει. Αυτή ακριβώς η πρόθεση, συνιστά την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος και έχει αποδειχθεί. 

Επανειλημμένα έχει ειπωθεί ότι το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων μόνο στις περιπτώσεις όπου τα εν λόγω ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ότι είναι ανυπόστατα ή παρά[*747]λογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.  Αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματά του τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει.  Βλ. Κώστας Νίκου Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 645. 

Και το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο δικαιολογείται η επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που οριοθετούν τον πρωταρχικό ρόλο του πρωτόδικου δικαστηρίου για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Η απάντηση στο ερώτημα είναι  ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης. Η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης είναι γενικά αξιόπιστη και του εφεσείοντα αναξιόπιστη είναι  προϊόν ορθής αξιολόγησης και όλα τα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί έχουν ως υπόβαθρο τα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη. Βλ. Δημήτρης Γιαννάκη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2)(2001) 2 Α.Α.Δ. 326.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η�έφεση απορρίφθηκε.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο