N. C. Diamonds Co. Ltd ν. Xρίστου Γεωργίου (2001) 2 ΑΑΔ 763

(2001) 2 ΑΑΔ 763

[*763]11 Δεκεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

N.C. DIAMONDS CO. LTD.,

Εφεσείουσα,

ν.

ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7105)

 

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος ― Ανάκληση επιταγής με εύλογη αιτία ― Συνιστά έγκυρη υπεράσπιση δυνάμει του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Κατά πόσο στην έννοια της εύλογης αιτίας περιλαμβάνεται το στοιχείο της καλής πίστης.

Λέξεις και Φράσεις ― "Εύλογη αιτία" στο Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Ο εφεσίβλητος είχε σταματήσει την πληρωμή επιταγής που εξέδωσε προς όφελος της εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο σε κατηγορία για έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και (2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, επειδή είχε εύλογη αιτία να ανακαλέσει την επιταγή.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.  Αντικείμενο της έφεσης είναι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστή ότι ο εφεσίβλητος είχε εύλογη αιτία η οποία δικαιολογούσε την πράξη του να ματαιώσει πληρωμή της επιταγής. Υποστηρίχθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι η έννοια του όρου "εύλογη αιτία" περιλαμβάνει και το συστατικό της καλής πίστης, συστατικό που όμως απουσίαζε από τις ενέργειες του εφεσίβλητου.

Αποφασίστηκε ότι:

Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται στο αυστηρό [*764]πλαίσιο που θέτει το εδ. (2), χωρίς να επεκτείνεται σε έννομες σχέσεις, όπως φαίνεται να είναι η εισήγηση της εφεσείουσας.  Τα γεγονότα της υπόθεσης αποδεικνύουν ότι η ενέργεια του εφεσίβλητου ευρίσκετο μέσα στα πλαίσια της υπεράσπισης που παρέχει το εδάφιο 2.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Araouzos & Son v. Police (1980) 2 C.L.R. 131,

Panteli v. District Labour Officer Famagusta (1985) 2 C.L.R. 205,

Pitsillides a.o. v. Republic (1983) 2 C.L.R. 374,

Osgood v. Nelson [1872] L.R. 5 H.L. 636,

R. v. Hall, 7 Q.B.D. 575,

McNicol v. Peters [1969] S.L.T. 261,

Copeland v. Mcpherson [1970] S.L.T. 87.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από την εφεσείουσα-κατήγορο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 26584/00, ημερομηνίας 25/4/01, με την οποία η ποινική δίωξη που άσκησε εναντίον του κατηγορούμενου η εφεσείουσα για έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) και (2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 απέτυχε και αυτός αθωώθηκε και απαλλάχθηκε της κατηγορίας.

Π. Λιβέρας και Χρ. Χριστοδούλου, για την Εφεσείουσα.

Κ. Ταμπούρλας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Σ. Νικήτα

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία, όπως η αγγλική επωνυμία της αφήνει να νοηθεί, ασχολείται με την εμπορία διαμαντιών.  [*765]Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του διευθυντή της κ. Κωνσταντίνου Πόλεου, διαθέτει επίσης στην αγορά και άλλους πολύτιμους λίθους.  Πρόσωπο ονομαζόμενο Νίκος Δρίζος, που φαίνεται πως είχε κάποιες συναλλαγές με την εταιρεία, οπισθογράφησε προς όφελός της και της παρέδωσε τραπεζική επιταγή επί της Alpha Bank για ποσό £500.

Εκδότης της παραπάνω επιταγής ήταν ο εφεσίβλητος.  Η επιταγή δεν εξαργυρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα, όταν η εταιρεία την παρουσίασε για πληρωμή.  Ο λόγος δεν ήταν η έλλειψη κεφαλαίων του εκδότη της, αλλά η εντολή του προς την Τράπεζα να μην την πληρώσει.  Δεν τέθηκε θέμα οικονομικής αδυναμίας του να πληρώσει.  Η ποινική δίωξη που άσκησε εναντίον του η εφεσείουσα για “έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος κατά παράβαση του άρθρ. 305 Α (1) και (2) ..... του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ......” απέτυχε. Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε της κατηγορίας.

Ο πρωτόδικος δικαστής επισήμανε ότι η κατηγορία, κατά παράβαση του σχετικού κανόνα του άρθρ. 39(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που απαγορεύει την πολλαπλότητα κατηγοριών, ήταν διπλή.  Και τούτο διότι τα εδ. (1) και (2) του άρθρ. 305 Α δημιουργούν ξεχωριστά αδικήματα.  Παραθέτοντας τις υποθέσεις Araouzos & Son v. Police (1980) 2 C.L.R. 131 και Panteli v. District Labour Officer Famagusta (1985) 2 C.L.R. 205, που ασχολούνται με τις επιπτώσεις της πολλαπλότητας στην εγκυρότητα κατηγορητηρίου, βρήκε πως η ελαττωματικότητα στην περίπτωση αυτή δεν ήταν μοιραία. Ο εφεσίβλητος δεν παραπλανήθηκε. Σχεδίασε και πρόβαλε με ευχέρεια την υπεράσπισή του στην κατηγορία που στην πραγματικότητα αντιμετώπιζε, δηλαδή, εκείνη του άρθρ. 305 Α (2), ότι είχε εύλογη αιτία να ανακαλέσει την επιταγή.  Είναι σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ το εδ. 2 του άρθρ. 305Α:

“(2)  Πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε απ’ αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές.”

Ας ειπωθεί ότι δεν επικρίνεται με οποιοδήποτε τρόπο ο χειρισμός του δικαστηρίου σχετικά με τη διατύπωση της κατηγορίας.  Το ίδιο ισχύει και για την απόρριψη εισήγησης της Υπεράσπισης, για τους λόγους που εκθέτει η πρωτόδικη απόφαση, ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας από μέρους της κατηγορούσης αρχής.

Ο προμνησθείς Ν. Δρίζος συμφώνησε να πωλήσει κοσμήματα [*766]συγκεκριμένης περιγραφής στον εφεσίβλητο.  Κατά την παράδοσή τους όμως φάνηκε ότι έλειπαν από αυτά κάποια πετράδια, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων. Ο Δρίζος τα κράτησε, αφού υποσχέθηκε να συμμορφωθεί με τη συμφωνία σε μερικές ημέρες, οπόταν θα τα επέστρεφε στον εφεσίβλητο.  Ο τελευταίος του έδωσε τότε τη μεταχρονολογημένη επίδικη επιταγή και άλλες τέτοιες επιταγές προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς. Ο ίδιος πίστευε ότι ο πωλητής θα εκτελούσε την παραγγελία, όπως συμφωνήθηκε. Αισθανόταν όμως ασφαλής και θα μπορούσε, αν ο Δρίζος δεν τηρούσε τα υπεσχημένα, να σταματήσει την πληρωμή δίνοντας σχετικές οδηγίες στην Τράπεζα.  Παρά τις προσδοκίες του εφεσιβλήτου, ο Δρίζος δεν τίμησε τελικά τη συμφωνία του. Δεν του επέστρεψε τα κοσμήματα.  Ούτε την επιταγή.  Ο εφεσίβλητος τον αναζήτησε στην Κύπρο και στο εξωτερικό, αλλά μάταια. Κατέφυγε και στην Αστυνομία, που τον συμβούλευσε να σταματήσει την πληρωμή της επιταγής. Όπως και έπραξε. 

Ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε ότι η κατηγορούσα αρχή είχε προσάξει ικανοποιητική μαρτυρία για να στοιχειοθετήσει τους συστατικούς όρους του αδικήματος, δηλαδή, την έκδοση της επίδικης επιταγής και την εντολή από τον εφεσίβλητο προς την Τράπεζα να μην την πληρώσει.  Άλλωστε ο ίδιος το είχε εξαρχής παραδεχθεί.  Το βάρος απόδειξης της υπεράσπισης, ότι υπήρχε εύλογη αιτία για την ενέργεια του εφεσιβλήτου, έφερε ασφαλώς ο ίδιος.  Ο πρωτόδικος δικαστής αφού υπενθύμισε - σωστά - ότι το επίπεδο απόδειξης από τον εφεσίβλητο είναι εκείνο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, προχώρησε να εξετάσει αν η ανάκληση της επιταγής έγινε με εύλογη αιτία.

Καθοδήγησε τον εαυτό του με τα εξής:

“....Πρέπει ο κατηγορούμενος να δείξει ότι ο ίδιος ειλικρινά πίστευε ότι είχε το δικαίωμα να σταματήσει την πληρωμή της επιταγής (υποκειμενικό κριτήριο) και επιπρόσθετα ότι η πεποίθησή του αυτή ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις (κάτι που εξετάζεται αντικειμενικά).”

Για να καταλήξει:

“Έχω την άποψη ότι με βάση τα πιο πάνω, ο κατηγορούμενος κατόρθωσε να ικανοποιήσει στον αναγκαίο βαθμό ότι υπήρχε εύλογη αιτία για τη μη εξόφληση του Τεκ. 1. Ο κατηγορούμενος στην πραγματικότητα δεν παρέλαβε τα εμπορεύματα τα οποία είχε παραγγείλει και για τα οποία εκδόθηκε η επιταγή.  Βρίσκω ότι [*767]ο κατηγορούμενος ειλικρινά πίστευε ότι είχε το δικαίωμα να προβεί στην ανάκληση της επιταγής.  Η πεποίθησή του αυτή πέραν του ότι ήταν ειλικρινής ήταν και εύλογη με βάση τα γεγονότα.  Η επιταγή εκδόθηκε για εμπορεύματα τα οποία ουδέποτε παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο.”

Τέλος, ο πρωτόδικος δικαστής υπέδειξε ότι η ύπαρξη ή μη αστικής ευθύνης του εφεσιβλήτου, με βάση τις διατάξεις του περί Συναλλαγματικών Νόμο, Κεφ. 262, είναι άλλο θέμα, άσχετο με τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του εφεσιβλήτου.

Αντικείμενο της έφεσης είναι το παραπάνω εύρημα του πρωτόδικου δικαστή ότι ο εφεσίβλητος είχε εύλογη αιτία, η οποία δικαιολογούσε την πράξη του να ματαιώσει πληρωμή της επιταγής.  Τούτο προσβάλλεται ως αδικαιολόγητο ενόψει της μαρτυρίας που δόθηκε και έγινε δεκτή. Και λανθασμένο, καθώς επίσης και ότι ήταν αποτέλεσμα παρερμηνείας της φράσης “εύλογη αιτία” από το δικαστήριο. Επικαλούμενος την υπόθεση Pitsillides & Another v. Republic (1983) 2 C.L.R. 374, o κ. Χριστοδούλου, που παρουσίασε την έφεση, υπέβαλε ότι ο πρωτόδικος δικαστής παραγνώρισε την καλή πίστη ως συστατικό της εύλογης αιτίας.

Ο συνήγορος έθεσε ως εξής το ζήτημα αυτό.  Η αντίληψη του εφεσιβλήτου ότι, αν ο πωλητής δεν συμμορφωνόταν με τη συμβατική του υποχρέωση να τοποθετήσει τα σωστά πετράδια στα κοσμήματα, θα είχε την ευχέρεια να σταματήσει την πληρωμή αποτελεί και αποδείχνει συνάμα κακοπιστία εκ μέρους του.  Μας παρέπεμψε δε στο ό,τι σχετικό είπε ο εφεσίβλητος όταν τον αντεξέτασε:

“Α.  Όταν μου είχε δώσει τα αντικείμενα, του έδωσα ταυτόχρονα τις επιταγές.  Όταν είδα ότι έλειπαν οι λίθοι, του είπα ότι αν δεν μου είχε βάλει τους λίθους πάνω, οι επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες και θα τις έκανα stop-payment, αν υπήρχε πρόβλημα, αν δε τα διόρθωνε. Εγώ έδειξα εμπιστοσύνη και επειδή οι επιταγές μου ήταν μεταχρονολογημένες.”

Συνεχίζοντας το συλλογισμό του ο συνήγορος είπε ότι μόνο αν ο εφεσίβλητος έδινε την επίδικη επιταγή μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας και την επιστροφή των κοσμημάτων θα μπορούσε να δείξει την καλή του πίστη και να επικαλεσθεί την υπεράσπιση του εδ. (2). Με τον τρόπο που έδρασε παρέβλαψε τα δικαιώματα τρίτων, που μπορούσαν στο μεταξύ να αποκτήσουν δικαιώματα εξ οπισθογραφήσεως, όπως η παραπονούμενη εταιρεία. Αναφέρει συναφώς στο διάγραμμα αγόρευσης “Εδώ έγκειται και η κακοπιστία και/ή [*768]αμέλεια του κατηγορούμενου”. Είναι φυσικά δύο έννοιες αντιφατικές, οι οποίες αλληλοαναιρούνται.

Το άρθρ. 305 Α(2) προσφέρει έγκυρη υπεράσπιση, ουσιαστικά καθιερώνοντας την αρχή του ανακλητού της επιταγής για εύλογη αιτία.  Στην υπόθεση Pitsillides, ανωτέρω, το Εφετείο ερμήνευσε τη φράση “εύλογη αιτία”, η οποία απαντάται στο άρθρ. 22 των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων. Η παραγρ. (α) αυτού καθιστά αδίκημα την παράλειψη του υποχρέου να καταταγεί στην Εθνική Φρουρά χωρίς εύλογη αιτία.  Η έννοια αυτή συνδέθηκε με εκείνη της καλής πίστης.

Κρίθηκε ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι λόγοι συνείδησης των εφεσειόντων (ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά) δεν συνιστούσαν εύλογη αιτία, αφού ο νόμος δεν τους απαλλάσσει των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων εξαιτίας των θρησκευτικών δοξασιών τους.  Το Δικαστήριο συγκρότησε ως εξής το συλλογισμό του:

“That “reasonable” is a relative term and there must be bona fides; for the cause to be reasonable there must be good faith in it; it must be objectively fair; that the “cause” must be one that is not contrary to or incompatible with the Law of the land; that the religious beliefs and grounds of conscience of the appellants by themselves are not “reasonable cause”.”

Η ίδια φράση έχει συσχετισθεί και με την έννοια δίκαιη αιτία.  Στην υπόθεση Osgood v. Nelson [1872] L.R. 5 H.L. 636 έχει λεχθεί από τον Lord Hatherley L.C. στη σελ. 649:

“There is a power in the Courts of Law ....... to examine whether reasonable cause has been assigned; and ...... by “reasonable” must be meant “just cause.”

Θα μπορούσε να γίνει χρήσιμη αναφορά και στην φράση bona fide (καλή τη πίστει) που στην αγγλική ορολογία θεωρήθηκε ταυτόσημη με τη λέξη “honestly” (ειλικρινά) (βλ. Bramwell L.J. στην υπόθεση R. v. Hall, 7 Q.B.D. 575).  Κατά τη Road Safety Act 1967 [(c.30, s.2(1)] αστυνομικός έχει “εύλογη αιτία” να υποψιασθεί πως ο οδηγός οχήματος οδηγεί υπό την επήρρεια οινοπνευματωδών ποτών άνκαι η μόνη μαρτυρία που έχει είναι από μήνυμα που έλαβε μέσω ασυρμάτου ότι αυτός είναι μεθυσμένος (ΜcNicol v. Peters [1969] S.L.T. 261), και παρόλο ότι δεν τον είδε να οδηγεί, αλλά κλήθηκε στη σκηνή από συναδέλφους του που δεν φορούσαν αστυνομική στολή (Copeland v. Mcpherson [1970] S.L.T. 87).  Βλ. τη φράση [*769]“reasonable cause” στο Stroud’s Judicial Dictionary of Words and Phrases, 4η έκδοση σελ. 22612.

Από τα προεκτεθέντα μπορεί να διαπιστωθεί ότι η αυτοκαθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστή, αναφορικά με την υπεράσπιση του εδ. (2), έγινε μέσα στο πνεύμα των παραπάνω αποφάσεων.  Και των σχετικών παρατηρήσεών μας.  Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται στο αυστηρό πλαίσιο που θέτει το εδ. (2), χωρίς να επεκτείνεται σε άλλες έννομες σχέσεις, όπως φαίνεται να είναι η εισήγηση της εφεσείουσας.  Διαφορετικά δε θα υπήρχαν περιθώρια επίκλησης της υπεράσπισης που παρέχει το εδ. 2.  Θα καθιερωνόταν σε μια τέτοια περίπτωση η αντίθετη θεωρία του μη ανακλητού της επιταγής.  Τα γεγονότα εδώ δείχνουν προς μία μόνο κατεύθυνση.  Ότι η ενέργεια του εφεσιβλήτου στην υπόθεση ήταν: (1) ειλικρινής· και (2) υπαγορεύθηκε από εύλογη αιτία. Το ότι ο εφεσίβλητος αποτάθηκε στην Αστυνομία στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει το ζήτημα, δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του. Και αποτελεί επίσης δείγμα και απόδειξη της καλοπιστίας με την οποία αντιμετώπισε την αντισυμβατική στάση του πωλητή.

Για τους λόγους αυτούς απορρίπτουμε την έφεση με £150 έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

H�έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο